Μὰξ Ἂπλ (Max Apple): Καρδιακὴ προσβολή

 

 

Μὰξ ­πλ (Max Apple)

 

Καρ­δια­κὴ προ­σβο­λή

(Heart Attack)

 

ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΜΟΥ μὲ ἐ­νο­χλεῖ, ἂν καὶ ἐ­πι­μέ­νω νὰ τὸ ἀρ­νοῦ­μαι. «Θά ’­ναι δυ­σπε­ψί­α», σκέ­φτο­μαι, καὶ ἀ­πο­φεύ­γω τὰ κρεμ­μύ­δια· ἢ λέ­ω «ἀρ­θρί­τι­δα», καὶ στα­μα­τά­ω νὰ πα­ραγ­γέλ­νω συ­κώ­τι καὶ φου­ά-γκρά. Τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ πρό­κει­ται γιὰ νευ­ρι­κὴ ἐ­ξάν­τλη­ση μὲ κρα­τά­ει κλι­νή­ρη νὰ βα­ρι­α­να­σαί­νω γιὰ τρεῖς μέ­ρες. Γιὰ νὰ ξε­πε­ρά­σω τὸ ἄγ­χος, κά­νω γιόγ­κα. Ὅ­μως, νά ’­μαι πιά, νὰ πε­ρι­μέ­νω πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ πε­ρι­ο­δι­κά, γυ­μνὸς ὣς τὴ μέ­ση καὶ μὲ μιὰ βε­λό­να στὴ φλέ­βα, νὰ βή­χω ἐ­νῶ μιὰ ξέ­νη χού­φτα μοῦ κρα­τά­ει τοὺς ὄρ­χεις. Ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς ἰ­ο­γε­νοῦς πνευ­μο­νί­ας μου θυ­μᾶ­μαι τοῦ­το τὸ σὲτ γρα­φεί­ου καὶ τὴν πέ­να 14 κα­ρα­τί­ων μάρ­κας Sheaffer. Γρά­φει συν­τα­γὲς χω­ρὶς τὴν πα­ρα­μι­κρὴ γρατ­ζου­νιά. Τὴ φο­ρὰ ποὺ κά­η­κα σο­βα­ρὰ ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, τὰ πο­νε­μέ­να μά­τια μου σά­ρω­ναν τοὺς τοί­χους δι­α­βά­ζον­τας τὰ πτυ­χί­α καὶ κοί­τα­ζαν μὲ φθό­νο τὴν ὄ­μορ­φη σύ­ζυ­γο, τὰ τρί­α ἀ­γό­ρια καὶ τὴν κλαί­ου­σα ἰ­τιὰ τῆς πί­σω αὐ­λῆς.

       Μπο­ρῶ νὰ ἐ­πι­λέ­ξω ἀ­νά­με­σα στὸ Sports Illustrated, τὸ Time, τὸ Boys World καὶ ἄλ­λα. Σὰν νὰ τὸ κά­νω ἐ­πί­τη­δες, δι­α­λέ­γω τὸ δω­ρε­ὰν φυλ­λά­διο ποὺ κρέ­με­ται στὸν τοῖ­χο. Ἡ μαρ­γα­ρί­νη Fleischmann μοῦ μι­λά­ει στα­ρά­τα γιὰ τὴ χο­λη­στε­ρό­λη. Θυ­μᾶ­μαι τὰ δέ­κα χι­λιά­δες ἀ­βγὰ τῆς νι­ό­της μου, ἐ­κεῖ­να τὰ πρω­τε­ϊ­νι­κὰ θαύ­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἴ­σως ὀ­φεί­λε­ται ποὺ τὸ μέ­σα μου ἔ­γι­νε σὰν γο­μο­λά­στι­χα. Δυ­ὸ με­λά­τα τὸ πρω­ί, ἕ­να σφι­χτὸ κά­θε βρά­δυ, σι­γο­βρα­σμέ­νο, με­ρι­κὲς φο­ρὲς γε­μά­το μα­γι­ο­νέ­ζα. Ὑ­πῆρ­ξα φί­λος τῶν ἀ­βγῶν μὲ πολ­λοὺς τρό­πους. Τὸ φυλ­λά­διο δεί­χνει τὴν καρ­διά μου, μιὰ μι­κρὴ ἀν­τλί­α στὸ μέ­γε­θος τῆς γρο­θιᾶς μου. Κά­νω γρο­θιὰ τὸ χέ­ρι μου καὶ κοι­τά­ζω τὶς ἀρ­θρώ­σεις τῶν δα­χτύ­λων μου, ἄ­σπρες σὰν τὰ τσό­φλια τῶν ἀ­βγῶν ποὺ τώ­ρα εὔ­χο­μαι νὰ εἶ­χα προ­τι­μή­σει. Κά­ποι­ος μοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι τὸ μέ­γε­θος τοῦ πέ­ους ἰ­σοῦ­ται μὲ τὸ μέ­γε­θος τοῦ με­σαί­ου δα­χτύ­λου σὺν τὴν ἀ­πό­στα­ση ποὺ κα­λύ­πτει αὐ­τὸ τὸ δά­χτυ­λο λυ­γι­σμέ­νο πρὸς τὴν πα­λά­μη. Τὸ δι­κό μου δὲν φτά­νει οὔ­τε μέ­χρι τὸν καρ­πό. Κι ἡ καρ­διά μου μᾶλ­λον θὰ εἶ­ναι σὰν μπι­ζέ­λι μέ­σα σὲ τοῦ­το τὸ λι­πό­σαρ­κο, ἄ­τρι­χο στῆ­θος.

       Μιὰ νο­σο­κό­μα ντυ­μέ­νη ὅ­λη στὰ λευ­κὰ βγαί­νει ἀ­πὸ μιὰ πόρ­τα μὲ τὴν πι­να­κί­δα «PRIVATE» κι ἔρ­χε­ται πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Κά­θε­ται πο­λὺ κον­τά μου στὸν κα­να­πὲ καὶ κοι­τά­ζει τὸ φυλ­λά­διο. Παίρ­νει τὸ ἱ­δρω­μέ­νο χέ­ρι μου στὰ δι­κά της καὶ γαρ­γα­λά­ει τὴν πα­λά­μη μου. Τὰ ἁ­πα­λά της χεί­λη ψι­θυ­ρί­ζουν στὸ αὐ­τί μου με­λω­δι­κά: «Κά­θε δυ­σκο­λί­α ἔ­χει τὸ νό­η­μά της…»

       «Οἱ ἀρ­τη­ρί­ες μου, λοι­πόν, εἶ­ναι γε­μά­τες νό­η­μα, φρόν­τι­σαν γι’ αὐ­τὸ τὰ πα­λιά μου λά­θη.»

       Μοῦ δεί­χνει τὸ φυλ­λά­διο. «Οἱ ἀρ­τη­ρί­ες πρέ­πει νὰ εἶ­ναι γε­μά­τες μό­νο μὲ τὸ ὑ­γρὸ ποὺ με­τα­φέ­ρουν. Ὅ­ταν φρον­τί­ζεις τὶς ἀρ­τη­ρί­ες σου, φρον­τί­ζεις τὴν καρ­διά σου. Ἐ­ξάλ­λου, αὐ­τὴ ἡ καρ­διὰ θὰ σὲ συν­τρο­φεύ­ει πάν­τα.» Βά­ζει τὴ γλώσ­σα της στὸ ἀ­φτί μου καὶ νι­ώ­θω ἕ­να χέ­ρι κά­τω ἀ­πὸ τὸ που­κά­μι­σό μου. Τρα­γου­δά­ει: «Κά­θε ἀ­γό­ρι χρει­ά­ζε­ται ἕ­να κο­ρί­τσι…»

       «Ἐ­γὼ χρει­ά­ζο­μαι για­τρό… γιὰ τὶς ἀρ­τη­ρί­ες μου.»

       Μοῦ δεί­χνει ξα­νὰ τὸ φυλ­λά­διο καὶ δι­α­βά­ζει: «Πα­ρό­τι οἱ ἀρ­τη­ρί­ες μοιά­ζουν μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες, συ­χνὰ εἶ­ναι πιὸ ση­μαν­τι­κὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς γιὰ δι­ά­φο­ρους λό­γους. Κοι­τάξ­τε αὐ­τὴν ἐ­δῶ, ρὸζ καὶ εὔ­καμ­πτη σὰν λου­ρά­κι ρο­λο­γιοῦ. Λί­γο πα­ρα­πέ­ρα πε­ρι­μέ­νει ἀ­πει­λη­τι­κὴ ἡ χο­λη­στε­ρί­νη, μαύ­ρη σὰν πε­τρέ­λαι­ο καὶ πα­χιὰ σὰν τούρ­τα γε­νε­θλί­ων. Ἡ χο­λη­στε­ρί­νη εἶ­ναι ὁ κα­κὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Δη­μι­ουρ­γεῖ προ­βλή­μα­τα στὸ κα­λὸ καὶ ἀ­γα­θὸ αἷ­μα, ποὺ δὲν ἐ­νο­χλεῖ κα­νέ­ναν καὶ ρέ­ει χα­ρού­με­νο σὲ ὅ­λους, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὴ φυ­λή, τὸ θρή­σκευ­μα καὶ τὸ χρῶ­μα τοῦ δέρ­μα­τος.»

       «Πο­νά­ω», τῆς λέ­ω, «πο­νά­ω στὸ στῆ­θος, νι­ώ­θω τὴ γλώσ­σα μου πρη­σμέ­νη καὶ οἱ ἀρ­θρώ­σεις μου ἔ­χουν πιά­σει μού­χλα».

       Ξε­κουμ­πώ­νει τὸ που­κά­μι­σό μου ἀρ­γά. Τὰ μα­κριά, δρο­σε­ρὰ δά­χτυ­λά της μὲ χου­φτώ­νουν σὰν νὰ εἶ­χα παν­τοῦ βυ­ζιά. Τὸ ἄ­τα­κτο δε­ξί της χέ­ρι με­τρά­ει τοὺς σπον­δύ­λους στὴν πλά­τη μου. Βγά­ζει τὸ κολ­λα­ρι­στὸ κα­πέ­λο τῆς στο­λῆς καὶ τρί­βει τὸ πρό­σω­πό της στὸ ἡ­λια­κό μου πλέγ­μα. Στὴ μέ­ση μου ἀρ­χί­ζει νὰ μουρ­μου­ρί­ζει: «I’m as corny as Kansas in August…»* Νι­ώ­θω τὶς δο­νή­σεις βα­θιά. Ἐ­κεί­νη ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται. «Ἐ­κεῖ», ἀγ­κο­μα­χῶ, «ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ». Ἔ­χω πα­ρα­λύ­σει σὰν νὰ πῆ­ρα Βά­λιουμ. Κα­θὼς βογ­κά­ω, μὲ ξα­πλώ­νει στὸν πλα­στι­κὸ κα­να­πὲ ποὺ τρί­ζει. Τὰ χεί­λη, τὰ δόν­τια καὶ ἡ γλώσ­σα της λυσ­σο­μα­νοῦν ἀ­νά­με­σα στὰ πλευ­ρά μου. Μουρ­μου­ρί­ζει ἕ­να σκο­πὸ καὶ τὸ δω­μά­τιο γυ­ρί­ζει μέ­χρι ποὺ παίρ­νει τὸ μά­τι μου τὸ φυλ­λά­διο πε­ρα­σμέ­νο σὲ ἕ­να τσιμ­πι­δά­κι. Μέ­σα στὴν ἔ­ξα­ψή μου βλέ­πω τὸ δι­ά­γραμ­μα τῆς χο­λη­στε­ρί­νης, σὰν καρ­δι­ο­γρά­φη­μα, νὰ εἰ­σβάλ­λει στὸ αἷ­μα ποὺ ρέ­ει ἡ­ρω­ι­κὰ μέ­σα ἀ­πὸ κά­θε στε­νω­πό.

       Ὅ­ταν μὲ ἀ­φή­νει νὰ ση­κω­θῶ, εἶ­μαι γε­μά­τος με­λα­νι­ὲς ἀλ­λὰ νι­ώ­θω ὑ­πέ­ρο­χα. Τὰ χεί­λη της ἔ­χουν χά­σει τὸ χρῶ­μα τους ἀ­πὸ τὴν πί­ε­ση στὸ κορ­μί μου. Ἀρ­χί­ζω νὰ βγά­ζω τὸ παν­τε­λό­νι μου. Στα­μα­τά­ει τὸ χέ­ρι μου πά­νω στὴν ἀγ­κρά­φα τῆς ζώ­νης, φι­λών­τας με πα­ρα­τε­τα­μέ­να. «Ὁ ὅρ­κος», ψι­θυ­ρί­ζει.

       «Γι­α­τρεύ­τη­κα», λέ­ω. «Ξέ­χνα τον. Ξέ­χνα τὰ οὖ­ρα καὶ τὸ αἷ­μα. Κοί­τα». Χτυ­πῶ τὸ στῆ­θος μου ὅ­πως ὁ Ταρ­ζάν, φτύ­νω σὲ ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ με­ταλ­λι­κὸ στα­χτο­δο­χεῖ­ο στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου.

       «Θὰ μα­ζέ­ψω τὰ πράγ­μα­τά μου», λέ­ει. Χά­νε­ται στὸ δω­μά­τιο μὲ τὴν ταμ­πέ­λα «PRIVATE» ἐ­νῶ ἐ­γὼ βου­τά­ω με­ρι­κὰ Reader’s Digest γιὰ τὸ δρό­μο καὶ κα­να­δυ­ὸ Today’s Health γιὰ τὴν του­α­λέ­τα.

       Ἐ­πι­στρέ­φει μὲ μιὰ συ­σκευ­ὴ φυ­γο­κέν­τρι­σης καὶ μιὰ βά­ση μὲ δο­κι­μα­στι­κοὺς σω­λῆ­νες. Φι­λι­ό­μα­στε κι ἔ­πει­τα σκύ­βω γιὰ νὰ πά­ρω τὰ πράγ­μα­τά της.

       «Μὴ ζο­ρί­ζεις μιὰ καρ­διὰ ποὺ δὲν σὲ πρό­δω­σε…», μοῦ ψι­θυ­ρί­ζει.

       Βγαί­νον­τας στέλ­νου­με ἕ­να πε­τα­χτὸ φι­λὶ στὸν φαρ­μα­κο­ποι­ὸ καὶ τὸ αἷ­μα μου κυ­λά­ει καὶ πά­λι ἀ­νεμ­πό­δι­στο.

 

* Tὸ τρα­γού­δι «(I’m In Love With) A Wonderful Guy» («Εἶμαι Ἐρω­τευ­μέ­νη μὲ ἕναν Ὑπέ­ρο­χο Τύ­πο») γρά­φτη­κε ἀπὸ τὸν Ρί­τσαρ­ντ Ρό­τζερ­ς καὶ τὸν Ὄσκαρ Χά­μερ­στιν Ι­Ι γιὰ τὸ μιού­ζι­καλ South Pacific (Νό­τιος Ει­ρη­νι­κός) [1949].

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ries,Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Μὰξ ­πλ (Max Apple) (Γκράντ Ράπιντς, Μίτσιγκαν, 1941). Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πεν­σιλ­βά­νια στὴ Φι­λα­δέλ­φεια. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ἐ­νῶ ἔ­χει γρά­ψει καὶ δύο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ σε­νά­ρια.  

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Κα­τε­ρί­να Παπ­π (1976). Ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­­ου Ἀ­θη­νῶν (Ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καὶ ΜΜΕ), ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὸ 2004. Ξε­κί­νη­σε μὲ παι­δι­κὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα (πα­ρα­μύ­θια, ψυ­χα­γω­γι­κὰ & ἐ­πι­μορ­φω­τι­κὰ παι­δι­κὰ βι­βλί­α) καὶ συ­νέ­χι­σε μὲ 2-3 ἀ­κό­μα βι­βλί­α γιὰ ἐ­νή­λι­κες. Ἀ­πὸ τὸ 2005 ἀ­σχο­λεῖ­ται σχε­δὸν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση τε­χνι­κῶν καὶ ἰ­α­τρι­κῶν κει­μέ­νων. Γλῶσ­σες ἐρ­γα­σί­ας Ἀγ­γλι­κά/Γερ­μα­νι­κὰ πρὸς Ἑλ­λη­νι­κά.