Ἰωάννης Μ. Δαμβέργης: Ἄφεριμ Ὄμπαση

 

 

Ἰωάννης Μ. Δαμβέργης

 

Ἄ­φε­ριμ Ὄμπαση!

 

ΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ τῆς μαύ­ρης τρο­μο­κρα­τί­ας, ὅ­ταν ὁ πα­σὰς τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­ου ἤ­θε­λε νὰ δώ­σει δί­και­ον εἰς τὸν μᾶλ­λον ἔ­νο­χον τῶν Τούρ­κων, τὸν συλ­λη­φθέν­τα ἐ­π’ αὐ­το­φώ­ρω, δι’ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε κα­κούρ­γη­μα, ἀ­πέ­στελ­λεν ὡς αὐ­το­σχέ­διον ἀ­να­κρι­τὴν ἕ­να μο­νό­φθαλ­μον ἀ­ρά­πην δε­κα­νέ­α, φέ­ρον­τα ἐ­πι­δει­κτι­κῶς καὶ ὡς τίτ­λον τι­μῆς τὸ ὄ­νο­μα Ἀ­φε­ρὶμ Ὄμ­πα­σης. Καὶ ὁ ἀ­να­κρι­τὴς με­τ’ ὀ­λί­γον ἐ­πέ­στρε­φε μὲ τό­σον τρα­νὰς ἀ­πο­δεί­ξεις πε­ρὶ τῆς ἀ­θω­ότη­τος τοῦ κα­κούρ­γου καὶ τῆς ἐ­νο­χῆς τοῦ θύ­μα­τος, ὥ­στε ὁ πα­σὰς καγ­χά­ζων διὰ τὰς εὐ­φυ­εῖς ἐ­πι­νοί­ας τοῦ ἀ­πε­σταλ­μέ­νου του ἐ­πα­νε­λάμ­βα­νεν εἰς αὐ­τὸν διὰ χι­λι­ο­στὴν φο­ράν: «Ἀ­φε­ρὶμ Ὄμ­πα­ση!», δη­λα­δή: «Εὖ­γε δε­κα­νέ­α!».

 

*

 

         Οἱ Χρι­στια­νοί, τῶν ὁ­ποί­ων ἦ­το τὸ φό­βη­τρον, ἀ­πε­κά­λουν αὐ­τόν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως, Στρα­βα­ρά­πην. Ἀ­λί­μο­νον ὅ­μως καὶ τρι­σα­λί­μο­νον εἰς ἐ­κεῖ­νον ποὺ δὲν ἐ­προ­ση­κώ­νε­το κα­τὰ τὴν δι­ά­βα­σίν του, δὲν τὸν ἐ­χαι­ρέ­τι­ζεν εὐ­σε­βά­στως καὶ δὲν τὸν προ­σε­φώ­νει διὰ τοῦ τίτ­λου τοῦ συμ­βο­λί­ζον­τος τὰς τό­σας κα­τὰ τῶν Χρι­στια­νῶν κα­κουρ­γί­ας του. Καὶ ὅ­ταν ὁ γέ­ρων Μυ­ρό­βλη­τος, με­τα­βαί­νων με­τὰ με­σημ­βρί­αν τοῦ Πά­σχα εἰς τὸν να­ὸν τοῦ Ἁ­γί­ου Μη­νᾶ, ὅ­που ἐ­τε­λεῖ­το ἡ δευ­τέ­ρα Ἀ­νά­στα­σις, εἶ­δεν ἔ­ξαφ­να ἐ­νώ­πιόν του τὸν Στρα­βα­ρά­πην, ἠ­σθάν­θη μὲν κρύ­ον φό­βον, ἀλ­λ’ ὑ­πε­κρί­θη ἀ­πά­θειαν, καὶ ἀλ­λά­ξας δι­εύ­θυν­σιν εἰ­σῆλ­θεν εἰς πα­ρα­κει­μέ­νην στε­νω­πόν. Μό­λις ὅ­μως ἐ­προ­χώ­ρη­σε βή­μα­τά τι­να, ἤ­κου­σε νὰ τὸν κρά­ζουν:

        «Ἔ, ἀ­φέν­τη! τοῦ λό­γου σου μι­λῶ…».

        Ἐ­στρά­φη καὶ εὑ­ρέ­θη πρὸ τοῦ σπεύ­σαν­τος Στρα­βα­ρά­πη.

        «Κά­νεις μου μιὰ χά­ρη;».

        «Ἂν περ­νᾶ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι μου, Ἀ­φε…».

        «.. ρὶμ Ὄμ­πα­ση!», συ­νε­πλή­ρω­σε σαρ­κα­στι­κῶς οὗ­τος.

        «Ἀ­φε­ρὶμ Ὄμ­πα­ση!», ἐ­πα­νέ­λα­βεν ὁ Μυ­ρό­βλη­τος.

        «Ἡ χά­ρη πού σοῦ ζη­τῶ δὲν εἶ­ναι με­γά­λη. Εἶ­ναι καὶ με­γά­λο μι­στό. Ξέ­ρεις ἐ­γὼ τσ’ ἀ­γα­πῶ τσὴ Χρι­στια­νοὺς καὶ ἂν δὲν ἐ­βα­φτί­στη­κα ἀ­κό­μη εἶ­ναι για­τί δὲν ηὗ­ρα νο­νό. Γί­νε­σαι νο­νός μου;».

        Ὁ Μυ­ρό­βλη­τος ἀ­νά­δο­χος τοῦ Στρα­βα­ρά­πη! Θὰ ἐ­γέ­λα ἂν δὲν ἠ­σθά­νε­το ρί­γος ἐ­πὶ τῆς ρά­χε­ως καὶ κο­πτό­με­να τὰ γό­να­τά του.

        «Μὰ αὐ­τὸ δὲν τὸ βι­ά­ζο­μαι. Τώ­ρα ξέ­ρεις τί ἤ­θε­λα;», ἐ­ξη­κο­λού­θη­σεν. «Ἀ­λή­θεια πῶς δι­α­βά­ζου­νε τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο τούρ­κι­κα σή­με­ρα;».

        «Ἀ­λή­θεια».

        «Νὰ λοι­πὸν τί θέ­λω. Μή μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς», προ­σέ­θη­κε θω­πεύ­ων τὴν λα­βὴν τῆς σπά­θης του, «ἔ­τσι νὰ δεῖς κα­λὴ Ἀ­νά­στα­ση. Ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ πά­ω ἀ­κό­μη στὸν Ἅ­γιο Μη­νᾶ για­τί εἶ­μαι ἀ­βά­φτι­στος· μὰ τό ‘­χω τά­ξι­μο νὰ πᾶ­νε σκιὰς τὰ ροῦ­χα μου, καὶ ν’ ἀ­κού­σουν τὸ  εὐ­αγ­γέ­λιο.  Τὰ πᾶς τοῦ λό­γου σου;».

        Ὁ Μυ­ρό­βλη­τος ἵ­στα­το σι­ω­πῶν καὶ ἀ­γνο­ῶν τί ν’ ἀ­πο­κρι­θεῖ. Στα­γό­νας ἱ­δρῶ­τος ἠ­σθά­νε­το ἐ­πὶ τοῦ με­τώ­που του. Ὁ Στρα­βα­ρά­πης ἀ­να­μέ­νων ἀ­πάν­τη­σιν ἐ­θώ­πευ­ε τὴν σπά­θην του, προ­σή­λω­νε τὸν ὀ­ξὺν ὀ­φθαλ­μὸν ἐ­πὶ τοῦ θύ­μα­τος καὶ ἀ­νοί­γων εἰς ψευ­δὲς μει­δί­α­μα τὰ πα­χέ­α χεί­λη, ἐ­πι­δεί­κνυ­ε τοὺς λευ­κούς του ὀ­δόν­τας.

        «Ἔ­λα τώ­ρα», εἶ­πε, «τοῦ λό­γου σου μὲ λυ­πᾶ­σαι πὼς ἂν τὰ πά­ρεις θ’ ἀ­πο­μεί­νω γδυ­μνὸς καὶ θὰ κρυ­ο­λο­γή­σω. Κα­λὸς ποὺ εἶ­σαι… Μὰ δὲν μὲ μέ­λει ἐ­μέ­να. Βά­ζω ἐ­γὼ τὰ δι­κά σου. Ἔ­λα, βγά­νε νὰ βγά­νω…».

        Ὁ Μυ­ρό­βλη­τος ἀ­νέ­πνευ­σεν. Ἐν­νό­η­σεν ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το πε­ρὶ τῆς ἐν­δυ­μα­σί­ας καὶ οὐ­χὶ πε­ρὶ τῆς ζω­ῆς του. Ἀλ­λὰ καὶ πά­λιν ἡ συ­νεί­δη­σίς του ἐ­ξη­γέρ­θη διὰ τὸ ἀ­δί­κη­μα, καὶ ναὶ μὲν οὐ­δὲ λέ­ξιν ἐ­πρό­φε­ρεν, ἀ­πέ­μει­νεν ὅ­μως ἐ­πί τι­νας στιγ­μὰς ἐλ­πί­ζων τυ­χαί­αν τι­νὰ βο­ή­θειαν, ἄ­γνω­στον πό­θεν, ἀ­φοῦ ὁ δρό­μος ἦ­το ἔ­ρη­μος καὶ δι­ώ­κτης του ὁ Στρα­βα­ρά­πης.

        Οὗ­τος ὅ­μως με­τ’ ἀ­στρα­πια­ίας τα­χύ­τη­τας εἶ­χεν ἐκ­δυ­θεῖ ἤ­δη τὸ στίλ­βον ἐκ ρυ­πα­ρό­τη­τος στρα­τι­ω­τι­κόν του ζι­πό­νι μὲ τὰ κοκ­κι­νο­βα­φῆ σειρά­δια, ἐ­ξε­τύ­λι­ξε τὴν κα­τα­σχι­σμέ­νην ὁ­μοι­ό­χρω­μον ζώ­νην καὶ ἔ­τει­νεν αὐ­τὰ πρὸς τὸν Μυ­ρό­βλη­τον, ὁ ὁ­ποῖ­ος, σκε­πτό­με­νος νὰ εὕ­ρει τρό­πον ἀ­πο­φυ­γῆς, ἔ­βγα­λε τὴν σα­κού­λαν μὲ τὰ χρή­μα­τά του.

        «Γιὰ πα­ρά­δες μὴ μοῦ μι­λή­σεις. Σοῦ ‘­πα πὼς τό ‘­χω τά­ξι­μο. Ἔ­χει δὲν ἔ­χει γρό­σα τὸ πα­ρα­δο­σά­κου­λό σου ἄ­φη­σέ το μέ­σα στὸ ζι­πό­νι σου. Στὴν τσέ­πη τοῦ δι­κοῦ μου, ποὺ θὰ φο­ρέ­σεις τώ­ρα, δὲ θέ­λω νὰ μπεῖ ξέ­νο δί­κιο… Κι ἐ­γὼ ὅ,τι ἔ­χω», προ­σέ­θη­κε κρού­ων τὴν βω­βὴν τσέ­πην τοῦ γε­λε­κιοῦ του, «μέ­σα θὰ τ’­ἀ­φή­σω…».

        Ὁ Μυ­ρό­βλη­τος ἐ­πεί­σθη ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το πε­ρὶ πλή­ρους λη­στεί­ας. Ἐ­χα­μή­λω­σε τοὺς ὀ­φθαλ­μούς, πα­ρε­τή­ρη­σεν ἀ­πο­χαι­ρε­τί­ζων ἀ­πὸ ἐ­πά­νω ἕ­ως κά­τω τὴν ὡ­ραί­αν ἐν­δυ­μα­σί­αν, ποὺ πρὸ ἑνὸς τε­τάρ­του εἶ­χε πρω­το­φο­ρέ­σει.

        Καὶ χω­ρὶς λέ­ξιν νὰ προ­φέ­ρει ἤρ­χι­σεν ἐ­πί­σης ἐκ­δυ­ό­με­νος εἰς τὸ μέ­σον τοῦ δρό­μου…

        «Ἐ­μᾶς στὸ τζα­μί μας πα­πού­τσια δὲν μπαί­νου­νε μέ­σα. Μὰ ἐ­σεῖς φο­ρεῖ­τε. Ἔ­λα… βά­λε τὰ δι­κά μου ν’ ἀ­κού­σουν κι αὐ­τὰ εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἔ­λα τώ­ρα καὶ τὰ φέ­σα μας. Τὸ δι­κό μου εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρο, μὰ κα­λύ­τε­ρα νὰ μὴ σὲ βα­ραί­νει ποὺ θὰ τὸ βα­στᾶς στὴ χέ­ρα σου. Μπρά­βο. Ὅ­λα τ’ ἀλ­λά­ξα­με. Τί ἄ­δι­κο νὰ μὴν μπο­ροῦ­με ν’ ἀλ­λά­ξο­με καὶ τὰ μά­τια νὰ δεῖ καὶ τὸ δι­κό μου τὸ μο­νά­κρι­βο ἐκ­κλη­σιά…».

        Καὶ μὲ τὸν φρι­κώ­δη του αὐ­τὸν ἀ­στε­ϊ­σμόν, ὅ­στις ἐπά­γω­σεν αὐ­τό­χρη­μα τὸν Μυ­ρό­βλη­τον, ὁ Στρα­βα­ρά­πης ἐ­ξερ­ρά­γη εἰς γέ­λω­τας, πα­ρα­τη­ρῶν τὸ πε­λιδ­νὸν πρό­σω­πον καὶ τὴν ἐ­λε­ει­νὴν κα­τά­στα­σιν τοῦ εἰς δε­κα­νέ­α με­ταμ­φι­ε­σθέν­τος ἄ­τυ­χους γέ­ρον­τος. Καὶ τοῦ εἶ­πε θω­πεύ­ων χλευ­α­στι­κῶς τὴν λευ­κὴν αὐ­τοῦ γε­νειά­δα:

        «Ἀ­φε­ρὶμ Ὄμ­πα­ση!».

 

 

Πηγή: Ἰωάννης Μ. Δαμβέργης, Ὁμογάλακτος ἀδελφός της καὶ ἄλλα δι­η­γή­ματα, ἐπιμέλεια Ἐ. Χ. Γονατᾶς, Ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα, 1988.

 

Ἰωάννης Μ. Δαμβέργης: (Ἡράκλειο Κρήτης, 1862-1938) Δημοσιογράφος, διηγηματογράφος καὶ ποιητής. Ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν ἀγώνων γιὰ τὴν ἕνωση τὴς Κρήτης μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα. Σπούδασε Νομικά. Διηύθυνε τὰ περιοδικὰ Ἐβδομάς καὶ Πάτρια. Πρῶτο του βιβλίο: Οἱ Κρῆτες μου (1898), καὶ τελευταῖο: Τὰ τραγούδια τῆς ἀγάπης (1927).