Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!



Να­τά­σα Κε­σμέ­τη


Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!


ΣΩΣ νά ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­κό­μη ἀ­σή­μαν­τος ἄν­θρω­πος πού ἔ­βρι­σκε πα­ρη­γο­ριά σέ ἀ­κα­τα­νό­η­τες φρά­σεις δι­α­τη­ρών­τας τήν αὐ­τα­πά­τη πώς ἔ­χει ἕ­να ὄ­νο­μα πού πρέ­πει νά τό ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται ὥς τήν τε­λευ­ταί­α του ἀ­να­πνο­ή. Καί πράγ­μα­τι λί­γο πρίν τήν στερ­νή του ἀ­νά­σα, γύ­ρι­σε κι εἶ­πε μέ στεν­τό­ρια φω­νή στόν πα­λιό του φί­λο «Κρά­τα τ’ ὄ­νο­μά μου ψη­λά!».

       Ἄλ­λες αἰ­νιγ­μα­τι­κές κου­βέν­τες πού ἔ­μοια­ζε νά τόν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν, τίς ἔ­λε­γε χα­μο­γε­λών­τας κι ἁ­πλώ­νον­τας τά χέ­ρια στίς πλα­τι­ές λου­ρί­δες πο­λύ­χρω­μο φῶς πού περ­νοῦ­σε μέ­σα ἀ­πό τά τζα­μι­λί­κια τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἀλ­λά κι ὅ­ταν πή­γαι­νε νά βρεῖ τή φί­λη του τήν πα­λιά ἠ­θο­ποι­ό δί­πλα στό συν­τρι­βά­νι ὅ­που το­ύς ἔ­λου­ζε τό θάλ­πος μιᾶς γε­να­ρι­ά­τι­κης με­σημ­βρί­ας, πά­λι ἔ­βρι­σκε εὐ­και­ρί­α νά τίς ἐ­πα­να­λά­βει.

       Τί ἤ­θε­λε νά πεῖ; Πώς δέν εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τίς λέ­ξεις; Πώς εἶ­χε γλι­τώ­σει ἀ­πό τά ὀ­νό­μα­τα; Πώς μέ­σα του κρου­νί­ζει σάν τό συν­τρι­βά­νι ἕ­να νό­η­μα πλῆ­ρες ἀ­πό εἰ­κό­νες καί αἰ­σθή­μα­τα λου­σμέ­να στή σι­ω­πή;

       Ἤ ἀν­τί­θε­τα πώς στό κέν­τρο τῆς ὕ­παρ­ξής του εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μιά πο­λύ­λα­λη ἡ­συ­χί­α; Ἀλ­λά τό­τε για­τί φώ­να­ξε μέ στεν­τό­ρια φω­νή «Κρά­τα τό ὄ­νο­μά μου ψη­λά»;

       Κά­πο­τε εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πώς εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει με­ρι­κά κα­λά ποι­ή­μα­τα ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α με­ρι­κά θε­ω­ρή­θη­καν ὑ­πο­δε­ίγ­μα­τα τοῦ εἴ­δους τους καί συ­ζη­τή­θη­καν πο­λύ. Κά­πο­τε εἶ­χε ἀ­γα­πη­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μι­κρό ἀλ­λά πι­στό ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, μέ δυό λό­για, ἄν ἦ­ταν ἕ­νας ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος πού εἶ­χε ἀ­να­λώ­σει ἀλ­λι­ῶς τή ζωή του, ἡ πρό­τα­ση μπο­ρεῖ νά ἀ­κου­γό­ταν καί σάν πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­α – τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τό κα­πρί­τσιο κά­ποι­ου νά ξε­φουρ­νί­σει μιά δι­α­νο­ου­με­νί­στι­κη ἤ ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρο “κουλ­του­ρι­ά­ρι­κη ἐ­ξυ­πνά­δα”. Ἀλ­λά αὐ­τός πού ἔ­ζη­σε τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του ὥς τό ση­μεῖ­ο νά γί­νει ἐ­ρη­μί­της “ἐ­νώ­πιόν τους μό­νον”, τί μπο­ροῦ­σε νά ἐν­νο­εῖ ἐ­πι­μέ­νον­τας πώς τό «πο­ί­η­μα πιά πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα του»;

       Τόν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν μιά ἄ­φω­νη Δι­ο­τί­μα; Ἤ πώς ἔ­φτα­σε σέ μιάν ψυ­χι­κή ἀ­νύ­ψω­ση ὅ­που ἡ Μο­ύ­σα καί ἡ χα­ρά τῆς πα­ρου­σί­ας της δι­ώ­χνει κά­θε ἀ­πό­πει­ρα κα­τα­φυ­γῆς στόν λό­γο; Εἶ­ναι τό­σο ἡ­δύ αὐ­τό πού τοῦ συμ­βα­ί­νει ὥ­στε δέν μπο­ρεῖ νά ἀρ­θρώ­σει κα­μιά λέ­ξη; Πο­ρε­ύ­ε­ται ἤ­δη μέ­σα σέ ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα τῶν ὁ­πο­ί­ων δέν δύ­να­ται νά κά­νει ἄλ­λους κοι­νω­νο­ύς; Ἤ ἀ­φή­νει, χω­ρίς κι ὁ ἴ­διος νά τό ἐ­πι­δι­ώ­κει, μιά πα­ρα­κα­τα­θή­κη γιά το­ύς ἄ­σω­τους τῆς ἐ­φή­με­ρης φλυ­α­ρί­ας πώς ἡ πραγ­μα­το π ο ί η σ η εἶ­ναι βα­θιά ἐ­σω­τε­ρι­κή; Μιά κί­νη­ση, μιά πρά­ξη πού ἀ­να­τέλ­λει κα­ταυ­γά­ζοντας τόν και­ρό μιᾶς κρυμ­μέ­νης ἡ­μέ­ρας;

Ἡ ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νη ἠ­θο­ποι­ός τόν κοί­τα­ζε λυ­πη­μέ­να, για­τί σ’ αὐ­τήν ἔ­λει­πε ἀ­φό­ρη­τα ἡ σκη­νή, τό ρε­περ­τό­ριο, ὁ σκη­νο­θέ­της… Πρω­τί­στως ἡ φω­νή της νά τι­νά­ζε­ται ἀ­πό τό λα­ρύγ­γι κρου­νί­ζον­τας στό ἠ­χεῖ­ο τοῦ στό­μα­τός της.

       «Δέν εἶ­μαι συν­θέ­της», ἀ­παν­τοῦ­σε με­τά ἀ­πό ὥ­ρα κα­μιά φο­ρά, «γιά νά σέ κα­τα­νο­ή­σω. Εἶ­μαι μό­νον ἕ­να ὄρ­γα­νο, σω­πα­σμέ­νο πιά.»

       «Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ τυ­χε­ρός», ἔ­λε­γε ἀ­κό­μα. Κι αὐ­τός τέν­τω­νε πά­λι τά χέ­ρια του πρός τή γε­να­ρι­ά­τι­κη φεγ­γο­βο­λή πού δια­ρκεῖ λί­γο ἀλ­λά, ὥ­σπου νά φτά­σει στό ζε­νίθ της, προ­χω­ρεῖ ἀ­πό ἔν­τα­ση σέ ἔν­τα­ση, καί χα­μο­γε­λοῦ­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος.

       «Μή φε­ύ­γεις» ἔ­μοια­ζε νά λέ­ει : «Μή φε­ύ­γεις φῶς μου.»!


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Ὁ Φι­λόσο­φος. Σιω­πή. Πίνα­κας (1940) τοῦ Ni­cho­las Roe­rich (Ни­­ко­лай Ре­рих, Ἁ­γία Πε­τρού­πο­λη, 1874-Παν­τζάμπ, Ἰν­δία, 1947).


			

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: «Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες» Ἀ­πὸ τὸ Ψυ­χι­κὸ Το­πί­ο Θα­νά­του στὴν Συμ­βο­λι­κὴ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Ἀ­πο­λύ­τρω­ση


Να­τά­σα Κε­σμέ­τη [Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 6/6]


«Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες»

Ἀ­πὸ τὸ Ψυ­χι­κὸ Το­πί­ο Θα­νά­του

στὴν Συμ­βο­λι­κὴ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Ἀ­πο­λύ­τρω­ση


ΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ὁ πα­σί­γνω­στος Ernest Hemingway; Τό ἐ­ρώ­τη­μα μπο­ρεῖ νά ἀ­κού­γε­ται ἀ­φε­λές, ἄν, πέ­ραν τοῦ Νόμ­πελ πού τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τό 1954, συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με τίς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις τῶν ἔρ­γων του καί τίς δι­ε­θνεῖς ἐ­πι­τυ­χί­ες τῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των του πού με­τα­φέρ­θη­καν στόν κι­νη­μα­το­γρά­φο.

       Ὅ­πως σ’ ­αὐ­τά, ἡ ἴ­δια ἡ ζω­ή του ἔ­πλε­ξε ἕ­να μύ­θο, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο εἰ­πώθη­κε πώς μπο­ρεῖ νά πα­ρο­μοια­στεῖ μέ αὐ­τόν τοῦ Βyron, τοῦ Whitman καί τοῦ Οscar Wilde· μιά μυ­θι­κή ἐ­ξει­κό­νι­ση τοῦ Ἀ­με­ρι­κά­νι­κου ἡ­ρω­ϊ­σμοῦ, ἤ μᾶλ­λον τῆς Ἀ­με­ρι­κά­νι­κης φαν­τα­σί­ω­σης γιά τόν ἡ­ρω­ϊ­σμό.

       Σέ ὅ­λη του τή δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή καί συγ­γρα­φι­κή δι­α­δρο­μή τοῦ ἄ­ρε­σε νά προ­κα­λεῖ θό­ρυ­βο γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του καί τήν γρα­φή του. Μα­ζί μέ τόν Faulkner ξε­χώ­ρι­ζαν ὡς οἱ δύ­ο πιό ση­μαν­τι­κοί Ἀ­με­ρι­κα­νοί στυ­λί­στες. Τό ὕ­φος τους εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει τε­ρά­στια φή­μη γιά τήν, ἄ­νευ συγ­κρί­σε­ως, μο­να­δι­κό­τη­τα ἀλ­λά καί ἀ­νο­μοι­ό­τη­τά τους, ὥς τό ση­μεῖ­ο νά δι­ορ­γα­νώ­νον­ται ἐ­τή­σιοι δι­α­γω­νι­σμοί καί βρα­βεύ­σεις γιά κεί­νους πού θά ἔ­γρα­φαν τίς κα­λύ­τε­ρες πα­ρω­δί­ες τους! Οἱ πα­ρω­δί­ες τοῦ συγ­γρα­φι­κοῦ στύλ τοῦ Heminway ἦ­σαν οἱ πιό δι­α­σκε­δα­στι­κές, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­κραί­ας του ἁ­πλό­τη­τας καί τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης θε­μά­των στά πλεῖ­στα τῶν ἔρ­γων του.

       Ἡ λο­γο­τε­χνι­κή ζω­ή του ξε­κί­νη­σε στά 1920 μέ τίς μι­κρές του ἱ­στο­ρί­ες, ἡ ἔκ­δο­ση τῶν ὁ­ποί­ων συ­νο­δεύ­τη­κε ἀ­πό μιά με­γά­λη δι­έ­νε­ξη. Γιά νά κα­τα­λά­βου­με τά αἴ­τια τῆς δι­α­φω­νί­ας, πρέ­πει νά ἀ­να­τρέ­ξου­με στήν σχέ­ση Βρε­τα­νῶν καί Ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων πρίν ἀ­πό τά 1920, καί νά το­νί­σου­με τήν μοι­ραί­α λέ­ξη γύ­ρω ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α γρά­φτη­καν τό­σα. Πρό­κει­ται γιά τό ὕ­φος ἤ ἀλ­λι­ῶς στύλ.

       Ὥ­σπου νά πα­ρου­σια­στεῖ ὁ Hemingway, o­ἱ τρό­ποι τῶν Ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν αὐ­τούς τῶν Βρε­τα­νῶν: πλῆ­θος ἐ­πι­θέ­των καί ἐ­πιρ­ρη­μά­των, πε­ρί­ο­δοι καί ἡ­μι­πε­ρί­ο­δοι ἀ­κό­μα καί σέ μι­κρές πα­ρα­γρά­φους, λε­πτο­με­ρέ­στα­τες πε­ρι­γρα­φές, εὐ­δι­ά­κρι­τη καί, πο­λύ συ­χνά, κυ­ρί­αρ­χη ἡ φω­νή τοῦ συγ­γρα­φέ­α-ἀ­φη­γη­τῆ. Ἀρ­χι­μα­έ­στρος αὐ­τῆς τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς ἦ­ταν, ἀ­πό πλευ­ρᾶς ἀν­δρῶν, κυ­ρί­ως ὁ Henry James, καί γυ­ναι­κῶν ἡ Virginia Woοlf. Στά ἔρ­γα τους βρί­σκου­με ἐ­κτε­νεῖς σχο­λια­σμούς ἐκ μέ­ρους τοῦ συγ­γρα­φέ­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἑρ­μη­νεύ­ουν τίς δι­α­λο­γι­κές ἀν­ταλ­λα­γές τῶν ἡ­ρώ­ων· ἄλ­λο­τε, προ­ε­τοι­μά­ζον­τας τόν ἀ­να­γνώ­στη προ­η­γοῦν­ται τῶν δι­α­λό­γων, ἄλ­λο­τε, ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας τήν πλο­κή ἕ­πον­ται. Με­τά τίς ρι­ζι­κές ἀ­να­μορ­φώ­σεις πού ἐ­πέ­φε­ρε ὁ Hemingway δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δύ­ο ρεύ­μα­τα:

       (α) Ἕ­να ἐ­πι­κρι­τι­κό ἀ­πέ­ναν­τι στήν ἐλ­λει­πτι­κό­τη­τα, τήν ἀ­φαί­ρε­ση, τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά τά ἐμ­πό­δια πού δη­μι­ουρ­γοῦν στόν ἀ­να­γνώ­στη οἱ γρί­φοι καί τό πλῆ­θος τῶν ὑ­παι­νιγ­μῶν στήν γρα­φή τοῦ Hemingway, πού προ­ῆλ­θε κυ­ρί­ως ἀ­πό μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

       (β) Ἀ­κρι­βῶς γιά τά ἴ­δια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὑ­πῆρ­ξε ἰ­σχυ­ρή ὑ­πο­στη­ρι­κτι­κή κρι­τι­κή, προ­ερ­χό­με­νη πρω­τί­στως ἀ­πό δι­η­γη­μα­το­γρά­φους.


Στήν με­λέ­τη τοῦ Robert Paul Lamb(1) ὁ πρω­τεύ­ων ρό­λος τοῦ δι­α­λό­γου πού εἰ­σή­γα­γε, τό­σο στήν μι­κρή ὅ­σο καί στήν ἐ­κτε­τα­μέ­νη φόρ­μα ὁ Hemingway, ἀ­πο­δί­δε­ται στίς δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κές κα­τα­βο­λές του. Τό ὅ­τι ἔ­φτα­σε νά ἀ­φαι­ρέ­σει, σχε­δόν παν­τε­λῶς, τόν ἀ­φη­γη­μα­τι­κό σχο­λια­σμό καί τήν «ἐ­ξου­σι­α­στι­κή» φω­νή αὐ­θεν­τί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α, ἐρ­χό­ταν σέ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μέ τίς ἀρ­χές τοῦ Henry James, πού πί­στευ­ε πώς χω­ρίς αὐ­τές τό μυ­θι­στό­ρη­μα παύ­ει νά εἶ­ναι fiction καί με­τα­κι­νεῖ­ται στό δρά­μα. Βα­σι­σμέ­νη στούς ὅ­ρους τοῦ James, ἡ Virginia Woolf(2) ἔ­γρα­ψε τά ἀ­κό­λου­θα στήν ἀρ­νη­τι­κή της κρι­τι­κή γιά τόν Ηemingway:

Ὁ συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει νά φεί­δε­ται τῆς χρή­σης τοῦ δι­α­λό­γου, για­τί ὁ δι­ά­λο­γος ἀ­σκεῖ βί­αι­η πί­ε­ση στήν προ­σο­χή τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πρέ­πει νά ἀ­κού­ει, νά βλέ­πει, νά πα­ρέ­χει τόν σω­στό τό­νο, καί νά κα­λύ­πτει τό ὑ­πό­βα­θρο μέ ὅ,τι λέ­νε οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες χω­ρίς βο­ή­θεια τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ἑ­πο­μέ­νως, ὅ­ταν οἱ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κοί χα­ρα­κτῆ­ρες ἀ­φή­νον­ται νά μι­λή­σουν εὐ­θέ­ως εἶ­ναι για­τί ἔ­χουν κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό νά ποῦν, κά­τι πού δι­ε­γεί­ρει τόν ἀ­να­γνώ­στη, ὥ­στε νά συ­νει­σφέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο εἶ­ναι τό με­ρί­διό του στήν δη­μι­ουρ­γί­α. Ἀλ­λά, ἄν καί ὁ κ.Hemingway μᾶς κρα­τᾶ δια­ρκῶς στήν φω­τιά τοῦ δι­α­λό­γου, τόν μι­σό χρό­νο οἱ ἄν­θρω­ποί του λέ­νε αὐ­τό πού θά ἔ­πρε­πε νά λέ­ει ὁ συγ­γρα­φέ­ας γι αὐ­τούς μέ πολ­λή πε­ρισ­σό­τε­ρη οἰ­κο­νο­μί­α.

Οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι ὅ­μως εἶ­χαν ἀν­τί­θε­τες ἀ­πό­ψεις καί ὁ Lamb πού τίς πα­ρα­θέ­τει γρά­φει: «Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά ἡ Dorothy Parker, προι­κι­σμέ­νη δι­η­γη­μα­το­γρά­φος ἡ ἴ­δια, ἔ­δει­ξε ὅ­τι ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται πώς τό ὕ­φος του ἦ­ταν πιό ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό στό δι­ή­γη­μα ἀ­π’ ὅ­σο στό μυ­θι­στό­ρη­μα καί ὅ­τι τό μον­τέρ­νο δι­ή­γη­μα ἀ­παι­τοῦ­σε δρα­στι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κές τε­χνι­κές δο­μῆς καί ἀ­να­πα­ρά­στα­σης, ὥ­στε νά ἰ­σχυ­ρο­ποι­ή­σουν τούς ἀ­να­γνῶ­στες ἀ­κρι­βῶς μέ τό νά τούς δί­νουν με­γα­λύ­τε­ρο ρό­λο σ’ αὐ­τό πού ἡ Woolf ὀ­νό­μα­ζε τό ἔρ­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.» Μα­ζί μέ τήν Parker συν­τάσ­σον­ταν ἡ Elizabeth Bowen καί ἡ Eudora Welty «πού στήν μον­τέρ­να μι­κρή ἱ­στο­ρία ἔ­νι­ω­θαν πο­λύ ἄ­νε­τα καί ἤ­θε­λαν, στίς δι­κές τους ἱ­στο­ρί­ες, νά ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρο­χή τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α».

       Ἄν δε­χτοῦ­με πώς τά πα­ρα­πά­νω προσ­δι­ο­ρί­ζουν, χρο­νι­κά του­λά­χι­στον, τήν λο­γο­τε­χνι­κή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Ηemingway μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­κα­λέ­σου­με τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­ρά­γον­τα ἱ­στο­ρι­κό.

       Μιά δεύ­τε­ρη πα­ρά­με­τρος, ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς τά­ξε­ως, ὁ­δη­γεῖ ὅ­σους ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τό ἔρ­γο του μέ­χρι σή­με­ρα, νά τήν ἐν­το­πί­ζουν χω­ρίς δυ­σκο­λί­α και νά συμ­φω­νοῦν γιά τήν ση­μα­σί­α της. Μπο­ροῦ­με νά τήν ἀ­πο­κα­λέ­σου­με ποι­η­τι­κό πα­ρά­γον­τα.

       Σχε­τι­κά μ’ αὐ­τόν, ὁ Ηarold Bloom(3), στόν συλ­λο­γι­κό τό­μο Ernest Hemingway (2011) πού προ­λο­γί­ζει, το­νί­ζει: «Ἡ εἰ­σα­γω­γή μου ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α του στήν σύ­θε­ση μιᾶς μι­κρῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἐ­νῶ ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ Hemingway ὡς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φου.» Τό πρῶ­το πού τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζει εἶ­ναι οἱ ποι­η­τι­κοί πυ­ρῆ­νες στήν ρί­ζα τῶν ἔρ­γων του. Γρά­φει: «Ὁ ἀ­λη­θι­νός του τό­νος καί τό θαυ­μά­σιο ὕ­φος πρέ­πει νά ἀ­να­ζη­τη­θοῦν σ’ ἕ­ναν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο καί πιό ἐκ­πλη­κτι­κό πρό­γο­νο, τόν Walt Whitman.» Προ­βαί­νον­τας σέ λε­πτο­με­ρέ­στε­ρες δι­ευ­κρι­νί­σεις καί ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ὑ­πο­στη­ρί­ζει την θέ­ση του: «Αὐ­τό ὅ­μως πού φαί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το εἶ­ναι πώς ὁ Hemingway ἀ­πο­τε­λεῖ τόν μο­να­δι­κό Ἀ­με­ρι­κα­νό συγ­γρα­φέ­α πρό­ζας τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς στυ­λί­στας στέ­κε­ται ἀ­πέ­ναν­τι σέ μεί­ζο­νες ποι­η­τές: Stevens, Eliot, Frost, Hart Crane, Pound, W.C. Williams, Robert Penn Warren, καί Elizabeth Bishop. Τό ἰ­δί­ω­μά του βρί­σκε­ται πλη­σι­έ­στε­ρα στόν Whitman καί στόν Stevens πα­ρά στόν Faulkner, κι ἀ­κό­μα πλη­σι­έ­στε­ρα στόν Εliot πα­ρά στόν Fitzgerald, πού ἦ­ταν φί­λος του καί ἀν­τα­γω­νι­στής του. Εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­λε­γεια­κός ποι­η­τής πού πεν­θεῖ γιά τόν ἑ­αυ­τό του, πα­νη­γυ­ρί­ζει (μᾶλ­λον λι­γό­τε­ρο δρα­στι­κά) γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί πού ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πό κα­τα­κερ­μα­τι­σμούς μέ­σα στόν ἑ­αυ­τό του. Κα­τεῖ­χε καί σπου­δαῖ­ο ὕ­φος καί σο­βα­ρή εὐ­αι­σθη­σί­α.»

       Ἦ­ταν ὄν­τως ἐξ αἰ­τί­ας τῶν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κῶν του κα­τα­βο­λῶν καί μό­νον ἡ το­μή πού ἐ­πέ­φε­ρε στήν δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α; Ἀ­λη­θεύ­ει πώς στά πρῶ­τα κι­ό­λας δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κά του χρό­νια ἔ­μα­θε πῶς νά με­τα­δί­δει τά γε­γο­νό­τα συ­νο­πτι­κά, φρον­τι­σμέ­να καί εὐ­κρι­νῶς.Ὅ­μως, τό ἀ­πέ­ριτ­το, ἀ­κο­νι­σμέ­νο καί λει­α­σμέ­νο ὕ­φος του, δέν ἦ­ταν κα­τά κα­νέ­να τρό­πο αὐ­θόρ­μη­το. Ἦ­ταν μα­νι­ώ­δης ὡς πρός τήν ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση τῶν γρα­πτῶν του. Λέ­γε­ται πώς ἔ­γρα­ψε καί ξα­να­έ­γρα­ψε τό σύ­νο­λο, ἤ τμή­μα­τα, τῆς νου­βέ­λας Ὁ Γέ­ρος καί ἡ Θά­λασ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό δι­α­κό­σι­ες φο­ρές, προ­τοῦ αἰ­σθαν­θεῖ ἕ­τοι­μος γιά τήν ἔκ­δο­σή της. Μο­χθοῦ­σε πά­νω στά ἔρ­γα του καί ἀ­να­θε­ω­ροῦ­σε ἀ­κού­ρα­στα. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε: «Τό ὕ­φος τοῦ συγ­γρα­φέ­α πρέ­πει νά εἶ­ναι εὐ­θύ καί προ­σω­πι­κό, οἱ ἀ­να­πα­ρα­στά­σεις του πλού­σι­ες καί γή­ϊ­νες, οἱ λέ­ξεις του ἁ­πλές καί σφρι­γη­λές.»

       Ὁ Bloom μέ ἀ­φο­ρι­στι­κό τρό­πο κα­τέ­λη­ξε στό συμ­πέ­ρα­σμα:

Μπο­ρεῖ πει­στι­κά νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δι­η­γη­μα­το­γρά­φος τῆς Ἀγ­γλι­κῆς ἀ­πό τούς Δου­βλι­νέ­ζους τοῦ Joyce μέ­χρι σή­με­ρα. Ἡ αἰ­σθη­τι­κή ἀ­ξί­α τῶν δι­η­γη­μά­των του εἶ­ναι πέ­ραν ἀμ­φι­σβή­τη­σης, κι ὡ­στό­σο ζη­τᾶ­με κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἕ­να συγ­γρα­φέ­α τοῦ κα­νό­να. Τό δι­α­βό­η­το λά­θος του εἶ­ναι ἡ μο­νο­το­νί­α τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης, ἡ ὁ­ποί­α σέ μι­μη­τές του ἔ­γι­νε μιά βα­ρε­τή λι­τα­νεί­α καί με­ρι­κές φο­ρές, ὅ­ταν τήν ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με στόν ἴ­διο, μοιά­ζει μέ πα­ρω­δί­α τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Δέν ἦ­ταν αὐ­θεν­τι­κός ἠ­θι­κο­λό­γος, οὔ­τε μεί­ζων στο­χα­στής, οὔ­τε μά­στο­ρας τῆς ἀ­φή­γη­σης, οὔ­τε χα­ρι­σμα­τι­κός στήν ἀ­πει­κό­νι­ση προ­σώ­πων. Καί στά κα­λύ­τε­ρά του, ἀ­πο­τυγ­χά­νει στήν ἀ­φή­γη­ση ἤ τήν ἀ­πει­κό­νι­ση κά­ποι­ου χα­ρα­κτή­ρα. Μ’ ἄλλα λό­για δέν ἦ­ταν Τολ­στό­ϊ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­λε­γε πώς θά ὑ­περ­βεῖ, ἄν μπο­ροῦ­σε νά ζή­σει ἀρ­κε­τά. Ἴ­σως ὁ Faulkner, ὁ Stevens, ὁ Frost, ἴ­σως Eliot καίHart Crane νά ἦ­σαν πιό δυ­να­τές συγ­γρα­φι­κές φω­νές ἀ­πό αὐ­τήν τοῦ Hemingway, ὅ­μως αὐ­τός μό­νος ἀ­πέ­κτη­σε τήν στα­θε­ρή διά­ρκεια μύ­θου.


Χω­ρίς νά ξε­χνᾶ­με τούς δύ­ο πα­ρά­γον­τες: τόν ἱ­στο­ρι­κό, καί αὐ­τόν τῆς ἐ­λε­γεια­κῆς εὐ­αι­σθη­σί­ας καί λυ­ρι­κῆς ποι­η­τι­κῆς στό­φας τοῦ συγ­γρα­φέ­α μας, τό ἀρ­χι­κό ἐ­ρώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει: Ποι­ός ἦ­ταν ὁ Ernest Heminwawy, ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ μύ­θου του; Δέν ξέ­ρω ἄν, σύμ­φω­να μέ τήν ψυ­χο­λο­γι­κή ἀ­να­γνώ­ρι­ση πώς πολ­λά «ἐ­γώ» συ­να­παρ­τί­ζουν τήν προ­σω­πι­κό­τη­τα ἑ­κά­στου, μπο­ρεῖ νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ροι τοῦ ἑ­νός Ernests. Ἀ­πό τήν βι­ο­γρα­φί­α του ὅ­μως δι­α­κρί­νον­ται κα­θα­ρά, ὅ­σο καί μό­νι­μα, δύ­ο: ὁ ἕ­νας εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος τῆς πε­ρι­πέ­τειας, ὁ γε­νει­ο­φό­ρος στίς φω­το­γρα­φί­ες ἐ­φη­με­ρί­δων καί πε­ρι­ο­δι­κῶν, ὁ «Πά­πα», ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του. Ὁ δεύ­τε­ρος ἦ­ταν ὁ εὐ­αί­σθη­τος συγ­γρα­φέ­ας, ὁ ὑ­πο­μο­νε­τι­κός ἀ­να­θε­ω­ρη­τής τῶν κει­μέ­νων του, ὁ κρυμ­μέ­νος ποι­η­τής.

       Αὐ­τός ὁ ποι­η­τής, ἴ­σως, γεν­νή­θη­κε ἑ­πτά μῆ­νες με­τά τήν φυ­σι­κή του γέν­νη­ση στίς 21 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1899. Τό­τε ὁ πα­τέ­ρας του, γε­νι­κός για­τρός dr Clarence Ed. Hemingway ἔ­κτι­σε ἕ­να μι­κρό κα­λο­και­ρι­νό σπί­τι στά βό­ρεια δά­ση τῆς λί­μνης Μί­σιγ­καν, σέ μιά πε­ρι­ο­χή πού τοῦ ἀ­πο­ψί­λω­σαν οἱ Ἰν­διά­νοι Ὄ­τα­βα. Ὑ­πῆρ­ξε ὁ Πα­ρά­δει­σος τοῦ Ernest γιά ὅ­λη τήν παι­δι­κή καί ἐ­νή­λι­κη ζω­ή του. Κλη­ρο­νό­μη­σε τήν λα­τρεί­α τοῦ πα­τέ­ρα του γιά τόν ὑ­παί­θριο βί­ο, κυ­νη­γών­τας, ψα­ρεύ­ον­τας, κα­τα­σκη­νώ­νον­τας στά δά­ση ἤ κά­νον­τας κη­που­ρι­κή, καί πάν­τα ἀ­να­ζη­τών­τας πε­ρι­πέ­τει­ες. Ξε­κί­νη­σε νά ψα­ρεύ­ει μα­ζί του ὅ­ταν ἦ­ταν τρι­ῶν ἐ­τῶν. Στά δώ­δε­κα ὁ παπ­πούς του τοῦ χά­ρι­σε ἕ­να μο­νό­καν­νο κυ­νη­γε­τι­κό ὅ­πλο.Ὅ­ταν πῆ­γε στό γυ­μνά­σιο ξε­κί­νη­σε μα­θή­μα­τα τσέ­λο, ἀλ­λά ἦ­ταν φα­νε­ρό πώς τά ὄ­νειρα τῆς μη­τέ­ρας του νά τόν δεῖ μου­σι­κό, ὅ­πως και ἡ ἴ­δια, δέν ἐ­πρό­κει­το νά εὐ­ο­δω­θοῦν. Ὅ­σα ἔ­ζη­σε στήν βό­ρεια Μί­σιγ­καν ἐν­τυ­πώ­θη­καν ἄ­σβη­στα στήν ψυ­χή του καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τό ὑ­λι­κό τῶν μι­κρῶν του ἱ­στο­ρι­ῶν γύ­ρω ἀ­πό τόν Νίκ Ἄν­ταμς, τήν πρώ­τη, νε­α­νι­κή του, λο­γο­τε­χνι­κή περ­σό­να. Τό ἐ­πί­θε­το τοῦ Νίκ, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τήν πρω­ταρ­χι­κή βί­ω­ση προ­σω­πι­κοῦ πα­ρα­δεί­σου τοῦ Ernest H. Ὁ ἴ­διος ὡ­στό­σο δέν ἦ­ταν ἀ­ψε­γά­δια­στος: τόν τα­λαι­πω­ροῦ­σε ἕ­να ἐκ γε­νε­τῆς πρό­βλη­μα ὅ­ρα­σης καί μιά ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή προ­φο­ρά τοῦ ἤ­χου L. Σέ ὅ­λη του τή ζω­ή, τά L ἀ­κού­γον­ταν κά­πως σάν W’s. Ἔ­χον­τας ἕ­ναν πα­τέ­ρα πού τοῦ ζη­τοῦ­σε νά δί­νει τόν κα­λύ­τε­ρο ἑ­αυ­τό του σέ ὅ,τι κα­τα­πι­ά­νε­ται, ἡ ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή ὅ­ρα­ση καί ἡ ἐ­λα­φριά γλωσ­σι­κή του ἀ­τέ­λεια τόν συ­νό­δευ­αν ὡς στίγ­μα­τα καί τόν πλή­γω­ναν ἀ­δι­ά­κο­πα. Ὅ­μως τό βα­θύ­τε­ρο τραῦ­μα του πρέ­πει νά ἦ­ταν ἡ αὐ­το­κτο­νί­α τοῦ πα­τέ­ρα του, με­τά τόν ἀ­κρω­τη­ρια­σμό τοῦ πο­διοῦ του, λό­γῳ δι­α­βή­τη, μέ τό ὅ­πλο του τό 1928. Τό­τε ὁ Εrnest ἦ­ταν 29 χρό­νων. Ἔ­κτο­τε δι­α­κα­τε­χό­ταν ἀ­πό τήν φο­βί­α ἤ προ­αί­σθη­ση πώς πα­ρό­μοι­ος θά ἦ­ταν καί ὁ δι­κός του θά­να­τος, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.

       T­ό 1954 ἡ Σου­η­δι­κή Ἀ­κα­δη­μί­α τοῦ ἀ­πέ­νει­με τό βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ «γιά τόν ἰ­σχυ­ρό τρό­πο καί τήν δε­ξι­ο­τε­χνί­α του στήν σύγ­χρο­νη ἀ­φή­γη­ση, πράγ­μα πού ἀ­πέ­δει­ξε στό Ὁ Γέ­ρος καί ἡ Θά­λασ­σα». Στό σα­φά­ρι πού εἶ­χε σχε­διά­σει, τήν ἴ­δια χρο­νιά στην Ἀ­φρι­κή, τό ἀ­ε­ρο­πλά­νο στό ὁ­ποῖ­ο με­τέ­βαι­νε συν­τρί­φτη­κε πά­νω ἀ­πό τό τό­τε Βελ­γι­κό Κογ­κό· στήν ἀρ­χή θε­ω­ρή­θη­κε νε­κρός. Ὡ­στό­σο ἐ­πέ­ζη­σε πα­ρά τά ἐγ­καύ­μα­τα, τά ἐ­σω­τε­ρι­κά τραύ­μα­τα, ἄλ­λα στήν σπον­δυ­λι­κή στή­λη καί ἄλ­λα στό κρα­νί­ο. Ἐ­πέ­στρε­ψε κου­τσός καί τά ἑ­πό­με­να χρό­νια ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό ὑ­ψη­λή ἀρ­τη­ρια­κή πί­ε­ση καί βα­ρειά κα­τά­θλι­ψη. Χρει­ά­στη­κε νά νο­ση­λευ­τεῖ στήν ψυ­χι­α­τρι­κή Mayo Clinic δυ­ό φο­ρές καί ἐ­πί μα­κρόν, ἀλ­λά κα­μιά ἀ­γω­γή, οὔ­τε αὐ­τή μέ ἠ­λε­κτρο­σόκ πού πρω­το­ε­φαρ­μο­ζό­ταν τό­τε, βελ­τί­ω­νε κα­θό­λου τήν κα­τά­στα­σή του. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στό σπί­τι του στίς 2 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1961 αὐ­το­κτό­νη­σε πυ­ρο­βο­λών­τας μέ τήν κα­ραμ­πί­να του. Που­θε­νά στόν κό­σμο, ἀ­πό τό Κι­λι­μάν­τζα­ρο, τόν Κα­να­δᾶ, τήν Κού­βα, τήν Ἱ­σπα­νί­α ἤ ἀλ­λοῦ στήν Εὐ­ρώ­πη, δέν ξα­να­βρῆ­κε τόν πα­ρά­δει­σο του στίς Λί­μνες καί τά δά­ση τῆς Μί­σιγ­καν. Οὔ­τε κα­νέ­να σπά­νιο, πα­ρα­δεί­σιο πλά­σμα, ὅ­πως ὁ λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τας· μα­κρι­νός καί ἀ­πλη­σί­α­στος πα­ρέ­μει­νε καί γιά τό ζεῦ­γος τῆς ἱ­στο­ρί­ας – βι­νι­έ­τας: Λό­φοι σάν Λευ­κοί Ἐ­λέ­φαν­τες, πού γρά­φτη­κε στήν Αὐ­στρί­α τό 1927.

       Ὅ­πως εἰ­πώ­θη­κε ἤ­δη, πολ­λοί με­λε­τη­τές, καί κυ­ρί­ως ὁ Robert Paul Lamp, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι ὁ Ε.Η. εἰ­σή­γα­γε τόν δι­ά­λο­γο ὡς τό οὐ­σι­α­στι­κό στοι­χεῖ­ο τοῦ ἀ­να­δυ­ό­με­νου μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος στόν εἰ­κο­στό αἰ­ώ­να. Ἡ με­γά­λη συμ­πί­ε­ση τοῦ χρό­νου μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ξε­τύ­λι­γε μιάν ἔ­στω καί στοι­χει­ώ­δη πλο­κή, ἀ­παί­τη­σε ἀλ­λά καί προ­κά­λε­σε ὑ­ψη­λό βαθ­μό ὑ­παι­νι­κτι­κό­τη­τας· μεί­ω­σε τήν πυ­κνή ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος, ὅ­πως καί τήν αἴ­σθη­ση τῆς διά­ρκειας, ὅ­λα δη­λα­δή τά στοι­χεῖ­α πού βρί­σκον­ταν στήν καρ­διά τῶν τρό­πων τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ὥς τό­τε. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης βρέ­θη­κε ἀν­τι­μέ­τω­πος μέ τήν ἀ­νάγ­κη νά ὑ­πο­θέ­τει, χω­ρίς νά εἶ­ναι σί­γου­ρος πώς ὑ­πο­θέ­τει σω­στά. Ὁ Ηemingway ἔ­φτα­σε στό ση­μεῖ­ο νά ἀ­φαι­ρέ­σει, σχε­δόν παν­τε­λῶς, τόν ἀ­φη­γη­μα­τι­κό σχο­λια­σμό καί τήν φω­νή αὐ­θεν­τί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α.

       Το ἐ­ρώ­τη­μα ὥς ποῦ θά ἔ­φτα­νε ἡ νέ­α τέ­χνη τοῦ H. ἀ­παν­τή­θη­κε τόν Μά­η τοῦ 1927 μέ τούς Λό­φους, μιά ἱ­στο­ρί­α πού εἶ­ναι σχε­δόν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου δι­ά­λο­γος ἀ­νά­με­σα σ’ ἕ­να ζεῦ­γος πού γνω­ρί­ζε­ται κα­λά. Μι­λοῦν μ’ ἕ­να εἶ­δος «στε­νο­γρα­φί­ας» πού, ὅ­πως πα­ρα­τή­ρη­σε κά­ποι­ος, θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­πτη σέ ὅ­ποι­ον ἄλ­λον τήν ἄ­κου­γε. Γι’ αὐ­τό ὁ E.H. ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νά συ­σχε­τί­σει τό­πο καί δι­ά­λο­γο ὥ­στε ὁ ἀ­να­γνώ­στης νά ἀν­τι­λη­φθεῖ πώς δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­νο­η­σί­ες. Ἀ­πό τίς πρῶ­τες κου­βέν­τες ἀ­νά­με­σα στό ζευ­γά­ρι ἀρ­χί­ζουν ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νοι χει­ρι­σμοί πού ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­νουν τίς δυ­να­μι­κές τῆς σχέ­σης, ἐκ­φρά­ζουν τόν χα­ρα­κτή­ρα τους, καί ἐγ­κλω­βί­ζουν τήν ἀρ­χό­με­νη πλο­κή. Πα­ρα­λεί­πει ἀ­κό­μη καί τό πε­ρί τί­νος τοῦ δι­α­λό­γου. Τό ὅ­τι, δη­λα­δή, ἐ­κεί­νη εἶ­ναι ἔγ­κυ­ος καί ἐ­κεῖ­νος θέ­λει νά κά­νει ἔ­κτρω­ση· ἡ ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἡ ἔ­κτρω­ση, τό παι­δί, δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται οὔ­τε μιά φο­ρά. Λές καί ἤ­θε­λε νά αὐ­ξή­σει τήν πρό­κλη­ση, ἑ­στιά­ζει τόν φα­κό του σέ ἐ­ξω­τε­ρι­κά πράγ­μα­τα, ἀ­πο­φεύ­γον­τας κά­θε πρό­σβα­ση στήν συ­νεί­δη­ση τῶν χα­ρα­κτή­ρων. Ὁ δι­ά­λο­γος… μή-δι­ά­λο­γος εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως οὐ­δέ­τε­ρος καί ὁ συγ­γρα­φέ­ας δέν δι­ευ­κο­λύ­νει στό πα­ρα­μι­κρό τήν κα­τα­νό­η­ση ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀ­να­γνώ­στη.

       Κα­τά τήν ἀ­νά­λυ­ση τῆς Elizabeth Bowen, οἱ ἥ­ρω­ες ἐκ­φρά­ζον­ται ὑ­πο­λο­γι­στι­κά ὁ ἕ­νας πρός τον ἄλ­λο καί αὐ­το­α­πο­κα­λύ­πτον­ται ἀ­θέ­λη­τα. Τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς κου­βέν­τας εἶ­ναι τό­σο ἀ­δι­α­φα­νές πού μό­νο κά­τω ἀ­πό τό φῶς ὁ­λό­κλη­ρης τῆς ἱ­στο­ρί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νει κα­τα­νο­η­τό. Μπο­ρεῖ π.χ. νά μι­λᾶ­νε γιά τήν γεύ­ση τοῦ πο­τοῦ, ὅ­πως θά νό­μι­ζε κά­θε ἄλ­λος, ἐ­κτός ἀ­πό τούς δυ­ό τους πού, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ξέ­ρουν ὅ­τι μι­λᾶ­νε γιά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἔ­χουν παι­δί. Ἐ­κεῖ­νος ὡ­στό­σο δέν δι­α­θέ­τει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά βλέ­πει τόν κό­σμο μέ τά μά­τια της. Ἡ ὅ­ρα­σή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στόν ὁ­ρί­ζον­τα τῶν δι­κῶν του ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Μπο­ρεῖ νά τήν δι­α­βε­βαι­ώ­νει πώς εἶ­ναι σύμ­φω­νος μέ ὅ,τι θέ­λει ἡ ἴ­δια, ὁ τρό­πος του, ὅ­μως, εἴ­τε μέ τά λό­για εἴ­τε μέ τίς κι­νή­σεις καί τίς στά­σεις τοῦ σώ­μα­τος, ἀ­πο­κα­λύ­πτει πώς ἀ­πο­πει­ρᾶ­ται νά τήν ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­σει: τῆς λέ­ει ὅ­σα ἐ­κεί­νη θά ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­σει. Τῆς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τήν ἀ­γά­πη του, ἀλ­λά ἀ­πο­φεύ­γει νά ἀ­παν­τή­σει στίς ἐ­ρω­τή­σεις της ἐ­πεν­δύ­ον­τας τίς δι­κές του ἐ­πι­θυ­μί­ες μέ μιά «λο­γι­κή» πού προ­σβάλ­λει τήν με­τα­φο­ρι­κά ἐκ­φρα­σμέ­νη γλώσ­σα τῆς δι­κῆς της ἐ­πι­θυ­μί­ας. Κα­θώς δέν κα­τα­νο­εῖ τήν γλώσ­σα της, αὐ­τή κα­τα­φεύ­γει στό νά μι­μεῖ­ται τίς λέ­ξεις καί τίς φρά­σεις του ἤ νά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μέ πα­θη­τι­κά ἐ­πι­θε­τι­κή αὐ­το­άρ­νη­ση ἤ ἁ­πλῶς ἀρ­νού­με­νη τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά του.

       Ἡ χρή­ση τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πιό ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη πλευ­ρά τοῦ δι­α­λό­γου. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη λέ­ξε­ων πού ἀ­πο­τε­λοῦν κλει­διά, ὅ­πως τό «θέ­λω», καί πο­λυ­σύλ­λα­βων λέ­ξε­ων μέ ὅ­μοι­ες συλ­λα­βές, ὅ­πως: ὁ,τι­δή­πο­τε, ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε, δη­μι­ου­γεῖ μιάν ἰ­σχυ­ρή ἀ­λη­θο­φά­νεια· στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ με­τάλ­λα­ξη ἤ πα­ραλ­λα­γή τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τους ἀ­πό τόν κα­θέ­να τους, βο­η­θᾶ τήν πρό­ο­δο τῆς ἱ­στο­ρί­ας, τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὑ­πό­θε­σης. Γιά νά ἐ­πι­τευ­χθοῦν οἱ δι­πλοί σκο­ποί τοῦ δι­α­λό­γου, γί­νον­ται ἀ­συ­νή­θι­στες καί ποι­κί­λες δι­φο­ρού­με­νες χρή­σεις τῆς ἀν­τω­νυ­μί­ας. Πα­ρά­δειγ­μα: οἱ χρή­σεις τοῦ «αὐ­τό», ὄ­χι μό­νον κα­θρε­φτί­ζουν τόν στε­νο­γρα­φι­κό τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο οἱ ἀν­θρω­ποι ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ θέ­μα­τα πού ἀμ­φό­τε­ροι κα­τα­νο­οῦν (ἤ νο­μί­ζουν ὅ­τι κα­τα­νο­οῦν), δη­μι­ουρ­γεῖ ἐ­πί­σης τό εἰ­ρω­νι­κό δι­φο­ρού­με­νο. Συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας τέ­τοι­α ἀ­κα­τα­μά­χη­τα προ­η­γού­με­να, του­τέ­στιν ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, ὁ Hemingway, δι­α­τρα­νώ­νει πώς στόν δι­ά­λο­γο ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μπο­ρεῖ νά κα­ταν­τή­σει ἀ­δύ­να­τη.

       Προ­α­ναγ­γέ­λει, ἀ­πό τό 1927, τήν ἐ­ξα­πλω­μέ­νη δι­ε­θνῶς ἔκ­πτω­ση τῆς προ­φο­ρι­κῆς συ­νο­μι­λί­ας σέ φα­ρι­σα­ϊ­κή… φάρ­σα, τήν πλή­ρη ἀ­να­στρο­φή/δι­α­στρο­φή τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς σύ­στα­σης: Ἔ­στω δὲ ὁ λό­γος ὑ­μῶν ναὶ ναίοὒ οὔ· τὸ δὲ πε­ρισ­σὸν τού­των ἐ­κ τοῦ πο­νη­ροῦ ἐ­στιν. (Ματθ. ε΄ 37).

       Ἡ GabrielaTucan(4) το­πο­θε­τεῖ δί­πλα στόν συγ­γρα­φέ­α τόν ζω­γρά­φο Edward Hopper και βλέ­πει τούς Λό­φους κά­τω ἀ­πό τόν φω­τι­σμό τῶν δι­κῶν του ἔρ­γων. Συγ­κρί­νον­τας τό δι­ή­γη­μα μέ τόν πί­να­κα Κα­λο­και­ρι­νό ἀ­πό­γευ­μα τοῦ 1947(5), καί ἑ­στι­ά­ζον­τας στίς κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες σχέ­σεις, πα­ρα­τη­ρεῖ τόν ἀ­πό­μα­κρο τρό­πο πε­ρι­γρα­φῆς τοῦ Hemingway καί γρά­φει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι «γε­μά­τη σύγ­χυ­ση ἔν­τα­ση καί συγ­κρού­σεις». Ἡ ἡ­ρω­ϊ­δα, για πα­ρά­δειγ­μα, ξαφ­νι­κά και ἀ­σύν­δε­τα ἀ­να­φέ­ρει πώς οἱ λό­φοι μοιά­ζουν μέ «λευ­κούς ἐ­λέ­φαν­τες», ἀλ­λά ὁ ἄν­δρας δεν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται. Ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τά του νά ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ εἶ­ναι ἔν­δει­ξη τῆς ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νης σχέ­σης, ἀλ­λ’ ἐ­πί­σης ἔν­δει­ξη τοῦ ἄγ­χους στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ζω­ή τῶν ἐ­ρα­στῶν. Ὁ στα­δια­κός κα­τα­κερ­μα­τι­σμός τους συ­νά­δει μέ τήν δι­ά­ψευ­ση τῶν προσ­δο­κι­ῶν, τήν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καί τήν γε­νι­κευ­μέ­νη βα­ριά δι­ά­θε­ση τῶν ἀν­θρώ­πων στά 1920, με­τά τήν βί­α τοῦ Πρώ­του Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Ἡ μα­τιά τοῦ ἀ­να­γνώ­στη στίς «δυ­ό σι­δη­ρο­δρο­μι­κές ρά­γες μέ­σα στόν ἥ­λιο» τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τά ἐμ­πό­δια, δη­λα­δή τά κε­νά καί τίς παύ­σεις στόν δι­ά­λο­γο τοῦ ζεύ­γους, πού ἀ­δυ­να­τοῦν ἐξ ἴ­σου νά κοι­νω­νή­σουν τίς δι­α­φο­ρε­τι­κές τους ἀ­ξί­ες. Οἱ συμ­βο­λι­κές σι­ω­πές φα­νε­ρώ­νουν τόν θυ­μό πού ὀγ­κώ­νε­ται στήν γυ­ναί­κα, κα­θώς ἀ­δυ­να­τεῖ νά ἀρ­θρώ­σει τί ἀ­κρι­βῶς μα­στί­ζει τήν σχέ­ση τους. Ἡ ἔν­τε­χνη ὑ­παινι­κτι­κή μέ­θο­δος τοῦ Hemingway ἐ­πι­τρέ­πει στόν ἀ­να­γνώ­στη νά συμ­πε­ρά­νει ὅ­τι καί οἱ δύ­ο σκέ­πτον­ται τό ἐν­δε­χό­με­νο τῆς ἔ­κτρω­σης. Χα­μέ­νη στίς σκέ­ψεις της, κά­θε­ται μα­ζί του στό ἴ­διο τρα­πέ­ζι ἀλ­λά δέν ἀγ­γί­ζον­ται. Τό συμ­πέ­ρα­σμά τῆς Tucan εἶ­ναι πώς «Ἡ γλώσ­σα τοῦ σώ­μα­τος, ἡ ἄ­δεια ἀ­πό­στα­ση ἀ­νά­με­σά τους, φα­νε­ρώ­νει πώς κά­τι λεί­πει ἀ­πό τήν σχέ­ση τους, ὅ­πως συμ­βαί­νει μέ τόν θε­α­τή τοῦ Hopper, ὁ ὁ­ποῖ­ος, μέ τήν σύ­νο­λη αἰ­σθη­τι­κή του, δεί­χνει τήν ἐ­πί­γνω­σή του γύ­ρω ἀ­πό τήν προ­βλη­μα­τι­κή σι­ω­πή στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα».


Ἡ με­τα­φο­ρι­κή γλώσ­σα τῆς ἡ­ρω­ϊ­δας, μᾶς ὁ­δη­γεῖ στό μεῖ­ζον θέ­μα τοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ. Ὁ He­ming­way τόν χρη­σι­μο­ποί­η­σε μέ πολ­λούς ἐ­ξαι­ρε­τι­κούς τρό­πους. Στήν ἱ­στο­ρί­α του Λό­φοι σάν Λευ­κοί Ἐ­λέ­φαν­τες, ξαφ­νιά­ζει μέ τό πῶς τόν χει­ρί­ζε­ται γιά τά βά­σα­να τοῦ ζευ­γα­ριοῦ ὡς πρός ἕ­να δί­λημ­μα καί μιάν κα­θο­ρι­στι­κή ἀ­πό­φα­ση γιά τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή τους.

       Ἐ­πει­δή ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν Λό­φων, μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­θυ­μεῖ νά δι­α­σταυ­ρώ­σει τίς δι­κές του σκέ­ψεις γιά τόν συμ­βο­λι­σμό ἤ συμ­βο­λι­σμούς τοῦ δι­η­γή­μα­τος, τό πα­ρα­κά­τω ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α τοῦ Adam Schaefers «Analyzing the Symbolism of Hills like White Elephants»(6), θά τοῦ δώ­σει τήν εὐ­και­ρί­α νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει τήν ἀ­νά­λυ­ση τῶν κύ­ρι­ων ἀ­πό αὐ­τούς

Ἡ ἱ­στο­ρί­α δέν ἔ­χει ἁ­πλῶς πολ­λούς συμ­βο­λι­σμούς. Κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τό κά­θε ση­μεῖ­ο της συμ­βο­λί­ζει ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κό θέ­μα […] Ἀ­νά­με­σα στά πολ­λά σύμ­βο­λα τῆς ἱ­στο­ρί­ας, τρί­α εἶ­ναι τά πλέ­ον ἀ­να­γω­ρί­σι­μα: οἱ λό­φοι, οἱ λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, καί ὁ σι­δη­ρο­δρο­μι­κός σταθ­μός.

       Οἱ λό­φοι μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νουν ἐμ­πό­δια, τά ὁ­ποῖ­α οἱ ἄν­θρω­ποι πρέ­πει νά ὑ­περ­βοῦ­με γιά νά ἐ­πι­τύ­χου­με τίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις μας. Τό ὅ­τι εἶ­ναι λό­φοι καί ὄ­χι τε­ρά­στια βου­νά, δεί­χνει πώς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά τά ξε­πε­ρά­σου­με. Ἑ­πο­μέ­νως τό μω­ρό τῆς Ζίγκ εἶ­ναι τό κύ­ριο ἐμ­πό­διο πού μπο­ροῦν νά ὑ­περ­βοῦν οἱ δυ­ό τους καί νά συ­νε­χί­σουν φυ­σι­ο­λο­γι­κά τή ζω­ή τους. Οἱ Λό­φοι δυ­να­τόν ν’ ἀ­πο­τε­λοῦν ση­μεῖ­α θέ­α­σης, ἀλ­λά μπλο­κά­ρουν τήν θέ­α ἐ­κεί­νων πού ζοῦν στήν κοι­λά­δα. Τοῦ­το ἀ­να­πα­ρι­στᾶ τήν εὐ­και­ρί­α πού ἀ­πο­τε­λοῦν γιά τό κο­ρί­τσι, ἐ­νῶ ὁ ἄν­δρας δέν βλέ­πει τί­πο­τα, για­τί στε­να­χω­ρι­έ­ται πώς τό παι­δί θά γί­νει αἰ­τί­α νά μήν ἔ­χει εὐ­τυ­χι­σμέ­νο καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νο μέλ­λον. Οἱ Λό­φοι ἐ­πί­σης μπο­ροῦν νά ἐ­κλη­φθοῦν ὡς φαν­τα­σια­κή μορ­φή στό σχῆ­μα μιᾶς ἐγ­κυ­μο­νού­σας. Ἡ Z­ίγκ δυ­να­τόν νά ἔ­βλε­πε σ’ αὐ­τούς μιά ξα­πλω­μέ­νη ἔγ­κυ­ο μέ τήν κοι­λιά καί τά στή­θη φου­σκω­μέ­να ἀ­πό τήν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη. Στή διά­ρκεια τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἡ Z­ίγκ πα­ρα­τη­ρών­τας τούς λό­φους σχο­λιά­ζει πώς οἱ δυ­ό τους θά μπο­ροῦ­σαν νά τά ἔ­χουν ὅ­λα αὐ­τά. Μ’ αὐ­τό ἐν­νο­εῖ πώς οἱ λό­φοι ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν μιά πρό­κλη­ση γιά μιά νέ­α ζω­ή στήν ὁ­ποί­α νά συμ­με­τέ­χουν καί εὐ­και­ρί­α γιά τούς δυ­ό τους.

       Οἱ λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες εἶ­ναι ἕ­να ἄλ­λος συμ­βο­λι­σμός πι­θα­νόν τοῦ μω­ροῦ. Ὁ λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τας εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη πε­ρι­ου­σί­α, τήν ὁ­ποί­α ὁ κά­το­χος δέν μπο­ρεῖ νά ξε­φορ­τω­θεῖ κa­ί πού τό κό­στος του (εἰ­δι­κά τῆς συν­τή­ρη­σής του), δέν ἀ­να­λο­γεῖ κα­θό­λου στήν χρη­σι­μό­τη­τα ἤ ἀ­ξί­α του. Για κά­ποι­ον εἶ­ναι ἄ­χρη­στο, ἀλ­λά ἀ­νε­κτί­μη­το δῶ­ρο γιά ἄλ­λον. Μ’ ἄλ­λα λό­για, τό μω­ρό ἦ­ταν ἀ­νε­κτί­μη­το γιά τό κο­ρί­τσι, ὁ σύν­τρο­φός της ὅ­μως δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ν’ ἀ­πο­κτή­σει παι­δί.

       Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κύ­ριος συμ­βο­λι­σμός εἶ­ναι ὁ σι­δη­ρο­δρο­μι­κός σταθ­μός. Μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει πολ­λά πράγ­μα­τα. Ἡ μια πλευ­ρά του εἶ­ναι ἕ­να ξε­ρό καί πε­θα­μέ­νο το­πί­ο, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τήν ἐ­ξα­φά­νι­ση καί τόν θά­να­το τοῦ μω­ροῦ, ἐ­νῶ ἡ ἄλ­λη, πρά­σι­νη καί ὄ­μορ­φη, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τήν ζω­ή καί μιά νέ­α ἀρ­χή. Ἐ­κτός ἀ­πό τό το­πί­ο, καί οἱ σι­δη­ρο­γραμ­μές ἔ­χουν νό­η­μα. Πη­γαί­νουν πα­ράλ­λη­λα, πράγ­μα πού ση­μαί­νει πώς πο­τέ δεν ἀγ­γί­ζον­ται ἤ δεν εἰ­σχω­ροῦν ἡ μιά μέ­σα στήν ἄλ­λη. Κι αὐ­τό συμ­βο­λί­ζει τήν σχέ­ση τῆς Ζίγκ καί τοῦ Ἀ­με­ρι­κά­νου […]. Τό τέ­λος μᾶς ἀ­φή­νει ἀ­πο­ρη­μέ­νους καί ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ κο­ρι­τσιοῦ πα­ρα­μέ­νει ἀ­σα­φής. Ἡ τε­λευ­ταί­α κου­βέν­τα τῆς Ζίγκ εἶ­ναι «Αἴ­σθά­νο­μαι μιά χα­ρά», κά­τι πού μᾶς κά­νει νά ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε ἄν πρό­κει­ται νά προ­χω­ρή­σει στήν ἔ­κτρω­ση.

Ἔ­στω καί μέ τόν στοι­χει­ώ­δη χάρ­τη τῆς ζω­ῆς τοῦ E.H. πού δό­θη­κε πα­ρα­πά­νω, ἕ­να γε­νι­κό πε­ρί­γραμ­μα, δη­λα­δή, κι­νού­με­νο ἀ­πό τήν ἀρ­χή στό τέ­λος (πα­ρα­λεί­πον­τας τήν συμ­με­το­χή του στόν Πρῶ­το καί Δεύ­τε­ρο Παγ­κό­σμιο, τόν ρό­λο του ὡς ἀν­τα­πο­κρι­τή στόν Μι­κρα­σι­α­τι­κό Πό­λε­μο, στόν Ἱ­σπα­νι­κό Ἐμ­φύ­λιο, τούς τραυ­μα­τι­σμούς, τούς γά­μους, καί πλεῖ­στα ἄλ­λα), τό ἀρ­χι­κό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­πι­μέ­τρου γιά το ποι­ός ἦ­ταν, μπο­ρεῖ τώ­ρα νά με­τα­κι­νη­θεῖ ἀ­πό τό ποι­ός τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του στό τί τῆς οὐ­σί­ας τοῦ προ­σώ­που του, ὅ­πως με­τα­κε­νώ­θη­κε κυ­ρί­ως στά δι­η­γή­μα­τά του. Θά ἐκ­θέ­σω τώ­ρα τά συμ­πε­ρά­σμα­τα στά ὁ­ποῖ­α κα­τέ­λη­ξα ἡ ἴ­δια, γιά νά κά­νω ξε­κά­θα­ρη τήν δι­κή μου θέ­ση ἀ­πέ­ναν­τί του:

       Δέν πι­στεύ­ω πώς ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ Hemingway ὀ­φεί­λε­ται μό­νο στό ὕ­φος του μέ τίς και­νο­το­μί­ες πού εἰ­σή­γα­γε, κα­τά τήν με­θο­ρια­κή ἐ­πο­χή στήν ὁ­ποί­α ἐμ­φα­νί­στη­κε, καί τοῦ ἔ­δω­σε τίς εὐ­και­ρί­ες γιά νά σκι­τσά­ρει στιγ­μι­ό­τυ­πα μέ τα­χύ­τη­τα καί τόλ­μη. Αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι πού τό ἔ­κα­ναν, καί συ­νε­χί­ζουν, πλεῖ­στοι συγ­γρα­φεῖς πού δέν ἀ­φή­νουν ἀ­νε­ξά­λη­πτες μνῆ­μες. Θε­ω­ρῶ πώς ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μέ μιά ἰ­σχυ­ρή ἀ­νι­χνευ­τι­κή κε­ραί­α τῶν ἀλ­λα­γῶν πού εἶ­χαν ἐ­πέλ­θει παγ­κο­σμί­ως, ἀλ­λά καί ἐ­πρό­κει­το νά ἐ­πέλ­θουν. Εἴ­τε ἐ­ξαι­τί­ας τῶν σο­βα­ρῶν ψυ­χι­κῶν του τραυ­μά­των, εἴ­τε πέ­ραν αὐ­τῶν, ζοῦ­σε μέ δρα­μα­τι­κή ἔν­τα­ση τήν «ἀ­γω­νί­α τῆς κε­νό­τη­τας καί τῆς ἔλ­λει­ψης νο­ή­μα­τος». Ἡ τε­λευ­ταί­α ἐμ­φα­νί­ζε­ται κυ­ρί­ως κα­τά τό τέ­λος μιᾶς ἐ­πο­χῆς. Γί­νε­ται κα­θο­λι­κή ὅ­ταν οἱ συ­νη­θι­σμέ­νες δο­μές νο­ή­μα­τος, ἰ­σχύ­ος, πί­στης καί τά­ξης ἀρ­χί­σουν νά δι­α­λύ­ον­ται, σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ Paul Tillich(7), πού πε­ρι­έ­γρα­ψε τίς κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κές της προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί τήν ὀ­νό­μα­σε «Τρί­τη Πε­ρί­ο­δο τῆς Ἀ­γω­νί­ας στήν Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Δυ­τι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ».

       Ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος, ἐ­πί­σης, μέ ἕ­να ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ἀ­φτί πού τα­χύ­τα­τα συ­νε­λάμ­βα­νε τά κά­θε λο­γῆς στοι­χεῖ­α τοῦ προ­φο­ρι­κοῦ λό­γου. Δέν τόν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν κα­θό­λου οἱ πε­ρι­γρα­φές, για­τί γνώ­ρι­σε ἀ­πό τήν πιό μι­κρή του ἡ­λι­κί­α τήν πο­λυ­σύν­θε­τη δυ­να­μι­κή τῶν ἠ­χη­τι­κῶν μη­νυ­μά­των, σέ ὅ­σα φα­νε­ρώ­νουν, ἀ­πο­κρύ­πτουν καί κυ­ρί­ως ὑ­παι­νίσ­σον­ται, μέ­σα σέ πο­λύ σύν­το­μο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς στη­ρί­ζον­ται στήν ὅ­ρα­σή τους. Ὁ E.H. στήν ἀ­κο­ή του. Ὡς γνή­σιος κυ­νη­γός ἀ­φουγ­κρα­ζό­ταν τίς μι­κρές καί με­γά­λες φω­νές στά δά­ση , καί ἀρ­γό­τε­ρα ὡς ἀν­τα­πο­κρι­τής ἄ­κου­σε τούς ἐκ­κω­φαν­τι­κούς κρό­τους στά πε­δί­α τῶν μα­χῶν.

       Ἡ ἀ­νι­χνευ­τι­κή του ἐ­σω­τε­ρι­κή συγ­γρα­φι­κή κε­ραί­α τόν ὁ­δή­γη­σε, ἴ­σως καί ἐν­στι­κτω­δῶς, μιάς καί δέν ἦ­ταν δι­α­νο­ού­με­νος τῆς θε­ω­ρί­ας καί τῶν στο­χα­σμῶν, στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἀλ­λα­γῆς: οἱ ἄν­θρω­ποι δέν θά εἶ­χαν πιά χρό­νο γιά πο­λύ­πλο­κες ἀ­να­λύ­σεις, ἀλ­λά γιά δι­α­δο­χή εἰ­κό­νων ὅ­πως στόν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἡ φί­λη του Gertrude Stein τοῦ ἔ­δω­σε τό χω­ρο­χρο­νι­κό στίγ­μα τῆς ζω­ῆς ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων μα­ζί μέ τήν δι­κή του, με­τα­φέ­ρον­τάς του τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό ἑ­νός βο­η­θοῦ σέ γκα­ράζ τοῦ Πα­ρι­σιοῦ: Χα­μέ­νη Γε­νιά.(8) Ἐ­κεῖ­νος ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στό χά­νω· δη­λα­δή στήν κά­θε εἴ­δους ἀ­πώ­λεια.

Στούς Λό­φους σάν Λευ­κοί Ἐ­λέ­φαν­τες, κά­ποι­α στιγ­μή: Τό κο­ρί­τσι ση­κώ­θη­κε καί περ­πά­τη­σε ὥς την ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ. Στήν ἄλ­λη πλευ­ρά ἀ­πέ­ναν­τι, ὑ­πῆρ­χαν στα­ρο­χώ­ρα­φα καί στίς ὄ­χθες τοῦ Ἴμ­προ, σ’­ὅ­λο τό μῆ­κος, δέν­τρα. Μα­κριά, πέ­ρα ἀ­π’ το πο­τά­μι, βου­νά. Ἡ σκιά ἑ­νός σύν­νε­φου με­τα­κι­νή­θη­κε πά­νω ἀ­π’ τόν σι­τα­γρό καί τό κο­ρί­τσι εἶ­δε τό πο­τά­μι ἀ­νά­με­σα στά δέν­τρα.

       —Καί θά μπο­ρού­σα­με νά τά ἔ­χου­με ὅ­λα τοῦ­τα, εἶ­πε. Τά πάν­τα, καί κά­θε μέ­ρα τό κά­νου­με πιό ἀ­δύ­να­το.

Ὁ Ε.Η. δέν χά­νει εὐ­και­ρί­α στίς ἱ­στο­ρί­ες του νά μι­λή­σει γιά τήν ἐ­πι­λο­γή τῆς ἀ­πώ­λειας, μπρο­στά σ’ ἕ­να δί­λημ­μα· εἴ­τε πρό­κει­ται γιά φό­νο, εἴ­τε γιά χω­ρι­σμό, εἴ­τε γιά αὐ­το­κτο­νί­α, εἴ­τε γιά κα­τα­στρο­φή, εἴ­τε γιά ἥτ­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­λέ­γει αὐ­τό πού τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό κεῖ­νο πού ἐ­πι­θυ­μεῖ ἤ νο­σταλ­γεῖ.

       Γε­ρά ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη αὐ­τή ἡ ἀ­δι­έ­ξο­δη ἀ­γω­νί­α στήν ρί­ζα τῆς ὕ­παρ­ξής του, συ­νι­στοῦ­σε τό οὐ­σι­ῶ­δες τί πού με­τα­κέ­νω­νε στίς ἀ­φη­γή­σεις του. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τόν γκρε­μό ἐ­νώ­πιον τοῦ ὁ­ποί­ου, μέ ἐν­τε­λῶς λι­τά μέ­σα, τήν ἀ­νάγ­κα­ζε νά στα­θεῖ: ἐ­κεῖ πού προ­η­γου­μέ­νως τήν εἶ­χαν ὁ­δη­γή­σει οἱ ἐ­πι­λο­γές πί­σω ἀ­πό τά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα καί τίς συν­θῆ­κες.

       Γιά τά συμ­πε­ρά­σμα­τα, πού ἤ­δη ἀ­νέ­φε­ρα, ἐ­νι­σχύ­θη­κα ἀ­πό ἕ­ναν ἄλ­λο Λευ­κό Ἐ­λέ­φαν­τα, ἀ­νω­νύ­μου συγ­γρα­φέ­α μιᾶς συλ­λο­γῆς Ἱ­στο­ρι­ῶν Χα­τά­κα. Ἱ­στο­ρί­ες, δη­λα­δή, ἀ­πό τήν βου­δι­στι­κή πα­ρά­δο­ση μέ ἥ­ρω­ες ζῶ­α. Εἶ­ναι ἡ ἀ­κό­λου­θη(9):

Ἕ­νας ὡ­ραῖ­ος λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τα πού ζοῦ­σε στούς πρό­πο­δες ἑ­νός βου­νοῦ, συ­ναν­τή­θη­κε μέ μιά ὁ­μά­δα ἀν­θρώ­πων. Εἶ­χαν χά­σει τόν δρό­μο τους καί ἔ­κλαι­γαν για­τί πει­νοῦ­σαν καί δι­ψοῦ­σαν ὑ­περ­βο­λι­κά. Ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν μέ­ρος ἑ­νός με­γά­λου καί πλού­σιου κα­ρα­βα­νιοῦ. Κι ἔ­πει­τα ἀ­πό πολ­λές καί δι­ά­φο­ρες ἀ­τυ­χί­ες ἦ­σαν οἱ μό­νοι πού κα­τά­φε­ραν νά ἐ­πι­ζή­σουν. Ρώ­τη­σαν τόν ἐ­λέ­φαν­τα ποι­ό δρό­μο θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­κο­λου­θή­σουν γιά νά φθά­σουν στήν πιό κον­τι­νή πό­λη. Ἐ­κεῖ­νος τούς ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι ἡ ἀ­πό­στα­ση πού τούς χώ­ρι­ζε ἀ­πό ὁ­ποι­α­δή­πο­τε πό­λη ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λη καί ὅ­τι πο­τέ δέν θά κα­τά­φερ­ναν νά φθά­σουν στήν κα­τά­στα­ση πού ἦ­σαν. Τούς συ­νέ­στη­σε νά ξε­κου­ρα­στοῦν καί νά ἀ­να­λά­βουν δυ­νά­μεις. — Ἐ­δῶ κον­τά, συμ­πλή­ρω­σε, ἀ­νά­με­σα στίς πέ­τρες ὑ­πάρ­χει ἕ­να μι­κρό ρυά­κι γιά νά ξε­δι­ψά­σε­τε. Ἐ­πί­σης, ἐ­κεῖ κον­τά θά δεῖ­τε ἕ­ναν ἑ­τοι­μο­θά­να­το ἐ­λέ­φαν­τα. Ἀ­πό τό κρέ­ας του θά μπο­ρέ­σε­τε νά τρα­φεῖ­τε. για­τί σέ λί­γο θά ἔ­χει πε­θά­νει.

Ἀ­φοῦ τά εἶ­πε αὐ­τά ὁ λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τας τούς ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Ἀ­νέ­βη­κε ψη­λά στό βου­νό καί χω­ρίς ἀρ­γο­πο­ρί­α ἔ­πε­σε στό κε­νό. Πί­στευ­ε μέ βε­βαι­ό­τη­τα πώς ὅ­ταν θά ἔ­φθα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι στό ση­μεῖ­ο πού τούς εἶ­χε ὑ­πο­δεί­ξει, θά ἔ­βρι­σκαν τό σῶ­μα του, ἀ­κό­μη ζε­στό, κον­τά στό νε­ρό πού ἔ­τρε­χε, καί θά χόρ­ται­ναν τήν πεί­να τους. Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε. Ἀλ­λά οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν καί, στήν ἀρ­χή, δέν θέ­λη­σαν νά φᾶ­νε τό κρέ­ας του. Ὅ­μως δέν ἄρ­γη­σαν νά ἀλ­λά­ξουν γνώ­μη. Κα­τά­λα­βαν ὅ­τι μό­νον ὅ­ταν θά μοί­ρα­ζαν με­τα­ξύ τους τό τε­ρά­στιο καί ἀ­γα­θό του σῶ­μα, θά ἔ­με­ναν πι­στοί στήν μνή­μη του καί ἡ θυ­σί­α του δέν θά πή­γαι­νε χα­μέ­νη. Αὐ­τή ἡ τρο­φή, ὄ­χι μό­νον θά τούς ἔ­δι­νε δυ­νά­μεις νά φθά­σουν σέ κά­ποι­α πό­λη, ἀλ­λά ἡ ἀ­νά­μνη­ση τοῦ κα­λό­καρ­δου ἐ­λέ­φαν­τα θά τούς βο­η­θοῦ­σε νά μεί­νουν δί­και­οι καί εὐ­γε­νι­κοί τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή τους.

Ποι­ό εἶ­ναι τό θέ­μα τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ; Εἶ­ναι τό μυ­στή­ριο μιᾶς θυ­σι­α­στι­κῆς ἐ­πι­λο­γῆς γιά μιά ὑ­πέρ­τα­τη πρά­ξη κα­λω­σύ­νης, δί­χως ἀ­παί­τη­ση κα­νε­νός ἀν­ταλ­λάγ­μα­τος. Ὁ σχο­λια­στής τῆς ἱ­στο­ρί­ας γρά­φει: «ἡ κα­λω­σύ­νη, τό­σο δε­μέ­νη μέ τήν χά­ρη, ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά πλη­σιά­σει καί πά­λι ἡ χά­ρη τούς ἀν­θρώ­πους καί νά τούς γε­μί­σει ἀ­πο­λύ­τως μέ ὅ­σα πί­στε­ψαν πώς ἔ­χα­σαν γιά πάν­τα.»

       Ἡ Ζίγκ, ἡ ἡ­ρω­ϊ­δα στήν μι­κρή ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ε.Η. τά δι­α­σθα­νό­ταν ὅ­λα τοῦ­τα καί μπο­ροῦ­σε νά τά συμ­πε­ρι­λά­βει μέ­σα σέ δυ­ό λέ­ξεις: τά πάν­τα: Θά μπο­ρού­σα­με νά ἔ­χου­με τά πάν­τα. Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τας τούς μα­κρι­νούς λό­φους Λευ­κούς Ἐ­λέ­φαν­τες εἶ­χε ἤ­δη συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τό εὖ­ρος τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως καί μπο­ροῦ­σε νά ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σει στήν ἐ­πι­φά­νεια μιᾶς ζω­ῆς ἄ­νο­στων ἐ­πα­να­λή­ψε­ων, τίς πλού­σι­ες δω­ρε­ές μιᾶς νο­η­μα­τι­σμέ­νης ζω­ῆς. Ἡ ψυ­χή της, ὄν­τας ἀ­νοι­χτή, ἀν­τη­χοῦ­σε τά πολ­λα­πλά νο­ή­μα­τα τοῦ ἀρ­χαί­ου συμ­βό­λου, καί ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν δε­κτι­κά. Ἀλ­λά ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος εἶ­χε χά­σει τόν σύν­δε­σμό του μέ τήν πη­γή πού ξε­δι­ψά­ει καί τρέ­φει. Ἦ­ταν ὁ ἐ­γω­πα­θής νάρ­κισ­σος, κά­πο­τε ἀ­λα­ζό­νας, κά­πο­τε ἀ­νό­η­τος, πάν­τα θο­ρυ­βώ­δης στίς συ­νά­ξεις γιά νά κερ­δί­ζει τό κέν­τρο τῆς προ­σο­χῆς, μέ τό ποῦ­ρο στό στό­μα καί τό μπου­κά­λι στό χέ­ρι, ὁ γη­τευ­τής τῶν γυ­ναι­κῶν, ἀλ­κο­ο­λι­κός καί φο­βι­κά ἀ­να­σφα­λής Ἔρ­νε­στ.

       Ἡ λο­γο­τε­χνί­α θά μπο­ροῦ­σε νά ὁ­ρι­σθεῖ ὡς ἕ­να Συμ­βο­λι­κό Δεῖ­πνο. Ὁ κα­θέ­νας συ­νει­σφέ­ρει μέ αὐ­τό πού εἶ­ναι. Για­τί αὐ­τό πού εἶ­ναι, προσ­δι­ο­ρί­ζει ἐν πολ­λοῖς καί αὐ­τό πού ἔ­χει. Ὁ Ηemingway διά μέ­σου τοῦ ὕ­φους του προ­σέ­φε­ρε τήν οὐ­σί­α τῶν ἀ­δι­έ­ξο­δων συγ­κρού­σε­ων καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τῶν ἀ­νε­πί­στρο­φων ἀ­πω­λει­ῶν του. Δί­νει στούς ἀ­να­γνῶ­στες του τήν εὐ­και­ρί­α νά: «συμ­βο­λο­ποι­ή­σουν τά δι­κά τους ἀ­πω­θη­μέ­να ἤ ἀ­πο­κλει­σμέ­να τραυ­μα­τι­κά ψυ­χι­κά βι­ώ­μα­τα καί νά λά­βουν ἐ­πί­γνω­ση, ὡς ἕ­να βαθ­μό, τῆς προ­σω­πι­κῆς τους ἀ­λή­θειας.»(10)

       Στόν ἴ­διο φαί­νε­ται πώς, ἡ με­λαγ­χο­λί­α μέ τίς κα­τα­θλι­πτι­κές του κρί­σεις και τίς δι­ά­φο­ρες φά­σεις τους (κυ­ρί­ως τήν τε­λευ­ταί­α πού τόν ὁ­δή­γη­σε στήν αὐ­το­κτο­νί­α), «ὑ­πο­βα­στα­ζό­ταν ἀ­πό ἕ­να βα­θύ­τε­ρο ψυ­χι­κό πε­δί­ο θα­νά­του»(10). Πά­νω σ’ αὐ­τό, ἡ ἐν­δε­χό­με­νη προ­δι­ά­θε­σή του ἔ­χει ἀ­πα­σχο­λή­σει πολ­λούς με­λε­τη­τές. Μέ ἄλ­λα λό­για, τό πό­σο βά­σι­μο ἦ­ταν αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­στη­κε «Κα­τά­ρα τῆς οἰ­κο­γέ­νειας Hemingway». Πράγ­μα­τι στό οἰ­κο­γε­νεια­κό του δέν­τρο ὑ­πάρ­χουν τό­σοι πολ­λοί ξαφ­νι­κοί, τρα­γι­κοί θά­να­τοι καί αὐ­το­κτο­νί­ες, ὥ­στε εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά πα­ρα­θε­ω­ρη­θοῦν ὡς ἁ­πλῶς συμ­πτώ­σεις. Ἐ­κτός ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του καί τόν ἴ­διο, ἡ ἀ­δελ­φή του, ὁ ἀ­δελ­φός του, ὁ γιός του, καί ἡ ἐγ­γο­νή του πέ­θα­ναν εἴ­τε ἀ­πό ὑ­περ­βο­λι­κή δό­ση ναρ­κω­τι­κῶν εἴ­τε ἀ­πό αὐ­το­τραυ­μα­τι­σμούς μέ ὅ­πλο.(11)

       Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, δεν φαί­νε­ται νά βρέ­θη­κε κα­νείς νά τόν βο­η­θή­σει οὐ­σι­α­στι­κά, ὥ­στε, ἀ­πό τό ψυ­χι­κό πε­δί­ο θα­νά­του στό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­νος, νά ἀ­να­δυ­θεῖ «πρός ἕ­ναν τό­πο ὅ­που ὁ ἑ­αυ­τός του στα­θε­ρο­ποι­εῖ­ται καί δέν δι­α­λύ­ε­ται, ὅ­που ἀ­να­ζη­τεῖ­ται ὡς πρό­τυ­πο ταύ­τι­σης ἕ­νας ἄλ­λος πα­τέ­ρας, συμ­βο­λι­κός»(10).

       Ὡ­στό­σο, ἄ­ξί­ζει νά θυ­μό­μα­στε πώς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ He­mi­ng­way πού εἶ­δε πρῶ­τος τούς Λό­φους ὡς Λευ­κούς Ἐ­λέ­φαν­τες, καί δι­ά­λε­ξε τήν θη­λυ­κή του περ­σό­να, τήν Ζίγκ, γιά νά τήν προι­κί­σει μέ δι­αί­σθη­τι­κή ὅ­ρα­ση ὥ­στε νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ἀ­μέ­σως τό πλού­σιο σύμ­βο­λο γό­νι­μης ζω­ῆς.


Ἰ­ού­λιος –Δε­κέμ­βριος 2021


B­ι­βλι­ο­γρα­φί­α:
            (1) Robert Paul Lamb, Hemingway and the Creation of Twentieth Century Dialogue, στὸ Ernest Heminway, Bloom’s Literary Criticism,2011, σελ. 63.rleC:/Users/User1/Downloads/Harold%
            (2) Virginia Woolf, An Essay in Criticism. Review of Men Without Women by Ernest Hemingway, New York Herald Tribune Books (9 October 1927): 1, 8.
            (3) Ernest Hemingway, Edited and with and Introduction by Harold Bloom, New Edition 2011, Bloom’s Literary Criticism, Infobase Publishing.
            (4) Gabriela Tucan, (PDF) Exploring Fragmented Worlds: Hemingway and Hopper
https://www.researchgate.net/publication/330738168_Exploring_Fragmented_Worlds_Hemingway_and_Hopper
            (5)
            (6) Schaefers, Adam. «Analyzing the Symbolism of Hills like White Elephants by Ernest Hemingway». Lifestyle. 4-1-10:
http://www.associatedcontent.com/article/1340961/analyzing_the_symbolism_of_hills_like_pg2.html?cat=23
            (7) Paul Tillich, Τό θάρ­ρος τῆς ­πάρ­ξε­ως, 21ος τό­μος, Εἰ­σα­γω­γή, Με­τά­φρα­ση, Ση­μει­ώ­σεις Χρή­στου Μα­λε­βί­τση, ἐκδ. Ἁρ­μός, 2012, σελ. 84-85: Σέ τέ­τοι­ες κα­τα­στά­σεις τό μη­δέν ἔ­χει δι­πλή ὄ­ψη·μοιά­ζει μέ δύ­ο τύ­πους ἐ­φιά­λτη. Ὁ ἕ­νας τύ­πος εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α τῆς ἐκ­μη­δε­νι­στι­κῆς στε­νό­τη­τας, τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας δι­α­φυ­γῆς καί τοῦ τρό­μου τῆς πα­γί­δευ­σης.Ὁ ἄλ­λος τύ­πος εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α τῆς ἐκ­μη­δε­νι­στι­κῆς ἀ­νοι­κτό­τη­τας, τοῦ ἀ­πεί­ρου, τοῦ ἀ­σχη­μά­τι­στου δι­α­στή­μα­τος μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο κα­νείς πε­ρι­πί­πτει χω­ρίς τό­πο ὅ­που νά στα­θεῖ ἐ­πά­νω του. Κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις σάν αὐ­τές πού πε­ρι­γρά­ψα­με ἔ­χουν τόν χα­ρα­κτή­ρα τό­σο τῆς πα­γί­δας χω­ρίς ἔ­ξο­δο ὅ­σο καί ἑ­νός ἄ­δει­ου, σκο­τει­νοῦ καί ἄ­γνω­στου κε­νοῦ χώ­ρου. Καί οἱ δυ­ό ὄ­ψεις τῆς αὐ­τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας προ­ξε­νοῦν τήν λαν­θά­νου­σα ἀ­γω­νί­α σέ κά­θε ἄ­το­μο πού τίς ἀ­τε­νί­ζει.Σή­με­ρα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό μᾶς πράγ­μα­τι τίς ἀ­τε­νί­ζου­με.
            (8) Unknown, «Ernest Hemingway Biography». The Hemmingway Resource Center. 4-1-10:
http://www.lostgeneration.com/childhood.htm
            (9) Gustavo Martin Garzo, «Ὁ Λευ­κός Ἐ­λέ­φαν­τας», Πε­ρι­ο­δι­κό Εὐ­θύ­νη, Αὔ­γου­στος 2000, τεῦ­χος 344, σελ. 400-401.
            (10) Δημήτρης Κυ­ρια­ζῆς, «Ἀ­πό τήν Ἐ­νο­χή στή Δι­καί­ω­ση καί τήν Ἐ­ξι­λέ­ω­ση, στήν τρα­γω­δί­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου: “Εὐ­με­νί­δες”». Στόν συλ­λο­γι­κό τό­μο Οἱ Γυ­ναι­κεῖ­ες Μορ­φές στόν Μύ­θο, πρό­λο­γος Π. Σα­κελ­λα­ρό­που­λος, Ἐ­πιμ. Ἀ. Βα­σι­λειάς – Ν. Πα­να­γι­ω­το­πού­λου. Ἐκ­δο­σεις Πα­πα­ζή­ση, Ἀ­θή­να 2008, σελ.102-144.
            (11) https://www.123helpme.com/essay/The-Curse-of-the-Hemingways-26490
& https://www.upi.com/Archives/2001/10/10/The-Hemingway-suicide-curse/8231002686400/
& https://edition.cnn.com/2013/01/21/health/hemingway-film/index.html
Mariel Hemingway explores her family’s troubled history in «Running from Crazy» The documentary premiered at the Sundance Film Festival,  2013.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να: Homage to Ernest Hemingway (περ.1967). Ἔργο τοῦ Michael Docherty (γ.1947).

Νατάσα Κεσμέτη: Γειτονικὲς πλὴν ἄγνωστες σφραγίδες


Να­τά­σα Κε­σμέ­τη


Γει­το­νι­κές πλήν ἄ­γνω­στες Σφρα­γί­δες


ΟΛΥ ΗΣΥΧΟΣ ἄν­θρω­πος. Τήν πρώ­τη φο­ρά πού μᾶς μί­λη­σε ἦ­ταν ὅ­ταν ἦρ­θε καί μᾶς ζή­τη­σε νά κά­νου­με κά­τι μέ τή Σίλ­κυ πού ἐ­νο­χλοῦ­σε τά βρά­δια τήν γυ­ναί­κα του. Ἡ Σίλ­κυ ἦ­ταν ὁ σκύ­λος μας πού γαύ­γι­ζε στίς σκι­ές, στά πε­τού­με­να καί ἔ­τρε­χε πά­νω-κά­τω στήν αὐ­λή. Ἡ κρε­βα­το­κά­μα­ρά τους ἔ­βλε­πε στόν ἀ­κά­λυ­πτο. Τήν πυ­ρό­ξαν­θη Σίλ­κυ τήν ἄ­κου­γαν, ἰ­δί­ως τά κα­λο­και­ρι­νά βρά­δια, ὅ­ταν ἔ­στρω­ναν νά κοι­μη­θοῦν στό μπαλ­κό­νι τους. Ἀ­κό­μα τό­τε, δη­λα­δή μέ­σα στά 1980, οἱ λη­στεῖ­ες καί οἱ μα­φί­ες δέν εἶ­χαν κα­τα­τρο­μά­ξει τόν κό­σμο.

        Ἦ­ταν πο­λύ ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος. Μό­νον ἡ γυ­ναί­κα του ἀ­κου­γό­ταν, ἀλ­λά ὁ τό­νος τῆς φω­νῆς της πλη­ρο­φο­ροῦ­σε λά­θος. Οὔ­τε σκλη­ρή, οὔ­τε κα­κό­τρο­πη ἦ­ταν. Εἶ­χε ὑ­πεύ­θυ­νη θέ­ση κά­που καί μᾶλ­λον γύ­ρι­ζε σπί­τι της ξε­θε­ω­μέ­νη. Φαί­νε­ται πώς καί οἱ δύ­ο ἀ­γα­ποῦ­σαν τήν ἡ­συ­χί­α, ἀλ­λά, ὡς συ­νή­θως, τά χα­ρί­σμα­τα δέν φαί­νον­ται, καί κυ­ρί­ως αὐ­τά πού ἀ­νή­κουν στούς «ἁ­πλούς καί κα­θη­με­ρι­νούς ἀν­θρώ­πους». Φα­νε­ρώ­νουν τί­πο­τα αὐ­τές οἱ ἀ­ρα­χνι­α­σμέ­νες λέ­ξεις; Ὅ­πως καί ἡ ἄλ­λη: συ­νη­θι­σμέ­νοι, δη­λώ­νουν μάλ­λον τήν ἀ­φη­ρη­μά­δα τῶν πα­ρα­τη­ρη­τῶν καί τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τους. Δη­λα­δή τήν ἀ­φη­ρη­μά­δα καί τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων ἀ­πό μᾶς. Τό ἀ­κρι­βέ­στε­ρο θά ἦ­ταν: ὅ­λων μας.

        Ὅ­ταν πέ­θα­νε ξαφ­νι­κά ἐ­κεῖ­νος, νέ­ος ἀ­κό­μα, ἔ­γι­νε γνω­στός ὁ θη­σαυ­ρός του καί σέ μᾶς, τούς γεί­το­νες. Τό μα­κρο­χρό­νιο με­ρά­κι του, τό μέ­γε­θος τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καί τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος του, ἀλ­λά καί ὁ ἴ­διος ὁ θη­σαυ­ρός: μιά τε­ρά­στια συλ­λο­γή ἀ­πό κά­θε λο­γῆς χει­ρο­ποί­η­τη­τες σφρα­γί­δες ξυ­λό­γλυ­πτες ἤ σκα­λι­σμέ­νες σέ ἄλ­λα ὑ­λι­κά. Ἐ­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λες ἀλ­λά καί σέ μέ­γε­θος δα­χτυ­λή­θρας. Παμ­πά­λαι­ες, μαυ­ρι­σμέ­νες, χτυ­πη­μέ­νες, ἴ­σως καί μι­σο­κα­μέ­νες πού ὅ­μως ἔ­βρι­σκε τρό­πους νά τίς ἀ­πο­κα­θι­στᾶ καί νά τίς συν­τη­ρεῖ. Δι­α­βά­σα­με ξαφ­νι­α­σμέ­νοι:


Το Σάβ­βα­το 25 Ο­κτω­βρί­ου 2014 έ­φυ­γε ξαφ­νι­κά α­πό τη ζω­ή το ε­κλε­κτό μέ­λος του Σω­μα­τεί­ου των Φί­λων του Νο­μι­σμα­τι­κού Μου­σεί­ου, ο συλ­λέ­κτης Φρί­ξος Πι.

            Ὁ Φρί­ξος Πι. ή­ταν μέ­λος μας α­πό το 2002, άν­θρω­πος καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος, λά­τρης της ι­στο­ρί­ας και της πα­ρά­δο­σης, φα­να­τι­κός συλ­λέ­κτης πα­λαι­ών αν­τι­κει­μέ­νων κα­θη­με­ρι­νής χρή­σης (σφρα­γί­δες άρ­του, κλει­διά, νο­μί­σμα­τα κ. ά.) και ά­ρι­στος γνώ­στης της ι­στο­ρι­κής τους α­ξί­ας, μι­λού­σε πάν­τα γι’ αυ­τά με α­γά­πη και πε­ρη­φά­νια.

            Ή­ταν άν­θρω­πος ευ­γε­νι­κός, δρα­στή­ριος , δη­μι­ουρ­γι­κός και α­κού­ρα­στος, παν­τα­χού πα­ρών στις εκ­δη­λώ­σεις του Σω­μα­τεί­ου, στις εκ­δρο­μές, στις δι­α­λέ­ξεις, στους αρ­χαι­ο­λο­γι­κούς πε­ρι­πά­τους με τον κα­λό το λό­γο για ό­λους και για ό­λα και πάν­τα με το χα­μό­γε­λο στο κα­λω­συ­νά­το πρό­σω­πό του.

            Εί­ναι μια με­γά­λη α­πώ­λεια για μας. Πραγ­μα­τι­κά θα μας λεί­ψει το α­μεί­ω­το εν­δι­α­φέ­ρον του για τις δι­α­χρο­νι­κές α­ξί­ες της ζω­ής, η αρ­χαι­ο­γνω­σί­α του, ο εν­θου­σια­σμός του και η α­γά­πη του για την πα­ρά­δο­ση, την ι­στο­ρί­α του τό­που μας, τα αρ­χαί­α μνη­μεί­α και τέ­χνερ­γα.

            Την πλού­σια συλ­λο­γή του σφρα­γί­δων άρ­του μπο­ρεί κα­νείς να θαυ­μά­σει στο Μου­σεί­ο Άρ­του των Α­λευ­ρό­μυ­λων Λού­λη στο Κε­ρα­τσί­νι. Τα μέ­λη του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου εκ­φρά­ζουν ει­λι­κρι­νή συλ­λυ­πη­τή­ρια στην οι­κο­γέ­νειά του


Εἶ­χε φρον­τί­σει λοι­πόν νά χα­ρί­σει τίς Εὐ­χα­ρι­στια­κές Σφρα­γί­δες του, πού δέν ἦ­ταν τό μό­νο του με­ρά­κι. Ὁ συλ­λε­κτι­κός του ἐν­θου­σια­σμός ἐ­πε­κτει­νό­ταν καί σέ πολ­λά ἄλ­λα πράγ­μα­τα μέ­σα σέ θαυ­μά­σι­ες βι­τρί­νες, τό­σο πού τό σπί­τι τους ἦ­ταν ἕ­να μι­κρό, ἀ­φα­νές, μου­σεῖ­ο. Τί­πο­τα ὡ­στό­σο δέν ἀ­γα­ποῦ­σε ὅ­σο τίς σφρα­γί­δες. Θά μπο­ροῦ­σε νά ἰ­σχύ­σει γι’ αὐ­τόν ὁ λό­γος τοῦ Ἄγ­γλου ζω­γρά­φου Eliot Hodgkin πώς τόν ἐν­δι­έ­φε­ραν ἐ­κεῖ­να πού κα­νείς δέ γυ­ρί­ζει νά δεῖ δυ­ό φο­ρές. Ἀλ­λά μά­θα­με πώς ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε δώ­σει κά­πο­τε μιάν ἄλ­λη ἐ­ξή­γη­ση: ἡ μά­να του τόν ἔ­βγα­λε ἀ­πό τήν πυρ­κα­γιά τῆς Σμύρ­νης καί, ἀ­νά­με­σα στά ἐ­λά­χι­στα πού πρό­λα­βε νά πά­ρει ἀ­πό τό σπί­τι τους, ἦ­σαν δυ­ό πα­νάρ­χαι­ες ὅ­σο καί ἀ­συ­νή­θι­στες ξυ­λό­γλυ­πτες σφρα­γί­δες. Οὔ­τε εἰ­κό­νες, οὔ­τε χρυ­σα­φι­κά, οὔ­τε ροῦ­χα, οὔ­τε τί­πο­τα ἄλ­λο, ἐ­κτός ἀ­πό τό ἐγ­χά­ρα­κτο πά­νω τους Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός Νι­κᾷ. Ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν πώς αὐ­τές τούς ἔ­σω­σαν κι ἀ­πό τίς φλό­γες κι ἀ­πό τή σφα­γή.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταῖα της βι­βλί­α: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-2012 καὶ IVA. Ἔ­σοπ­τρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης, Ἁρμός, 2017.


Είκόνα: Ἔργο τοῦ ζωγράφου Γεωργίου Μανουσάκη (Ηράκλειο Κρήτης 1914 – Αθήνα 2003).

Νατάσα Κεσμέτη: Ἀναγνωστικὴ Διαμεσολάβηση


Νατάσα Κεσμέτη


Ἀ­να­γνω­στι­κή Δι­α­με­σο­λά­βη­ση


ΙΤΕ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΙ ἀ­πο­ρη­μέ­να εἴ­τε μᾶς ρω­τοῦν εὐ­θέ­ως: Για­τί τή λέ­τε ἔ­τσι; Τί ἐν­νο­εῖ­τε; Το­ύς ἐ­ξη­γοῦ­με, καί μᾶλ­λον μᾶς περ­νᾶ­νε γιά μι­σό­τρελ­λους, ἐ­κτός κι ἄν ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­το­ύς πού ἔ­χουν πα­ρό­μοι­α σχέ­ση μέ τίς ἀ­να­γνώ­σεις, το­ύς ἥ­ρω­ες τῶν βι­βλί­ων ἤ κά­ποι­α ἀ­πό τά πε­ρι­γρα­φό­με­να ἐ­κεῖ πράγ­μα­τα.

        Ἀ­να­φέ­ρο­μαι σέ μι­άν ἐ­ρώ­τη­ση πού κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη μᾶς ἔ­χουν κά­μει γνω­στοί ἤ φί­λοι, ἄν ἡ πε­ρί­στα­ση ἤ ὁ λό­γος τό ἔ­χει φέ­ρει στίς λάμ­πες θυ­έλ­λης ὁ­πό­τε μᾶς ἀ­κοῦ­νε νά λέ­με π.χ. Ποῦ εἶ­ναι ἡ Νόμιμη; Νά κρε­μά­σου­με μιά Νόμιμη!, Μήν ξε­χά­σου­με νά βά­λου­με στή βάρ­κα τή Νόμιμη… Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α σχε­τί­ζε­ται μέ τό σχε­τι­κό δι­ή­γη­μα γνω­στοῦ συγ­γρα­φέ­ως, ὅ­που πρω­τα­γω­νι­στεῖ μιά λάμ­πα θυ­έλ­λης, τήν ὁ­πο­ί­α τό­σο ἔ­χου­με οἰ­κει­ω­θεῖ ὡς Νόμιμη, ὥ­στε νά ὀ­νο­μά­ζου­με ἔ­τσι κά­θε ἄλ­λο πα­ρό­μοι­ο φα­νό !

        Ὑ­πο­θέ­τω πώς ἕ­να δά­νει­ο, ὅ­πως τό πα­ρα­πά­νω γιά τόν κό­σμο τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας ἀ­πό τόν κό­σμο τῆς ἀ­νά­γνω­σης λο­γο­τε­χνι­κῶν βι­βλί­ων, δέν εἶ­ναι κά­τι και­νο­φα­νές οὔ­τε συμ­βα­ί­νει μό­νο στήν οἰ­κο­γέ­νειά μας. Ὅ­πως ἐ­πί­σης ὑ­πο­θέ­τω πώς ἡ ὀ­νο­μα­το­δο­σί­α αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ση­μα­το­δο­τεῖ (ἄν δέν συ­νι­στᾶ) τήν ὕ­παρ­ξη γνω­ρι­μί­ας καί φι­λί­ας, σέ ἀμ­φί­δρο­μη λει­τουρ­γί­α, ἀ­νά­με­σα στο­ύς δυό κό­σμους.

        Ἐ­κεῖ­νο πού δέν φαν­τα­ζό­μου­να ὥς πο­λύ πρό­σφα­τα, εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­να­γνω­στι­κή γνω­ρι­μί­α μπο­ρεῖ νά λει­τουρ­γεῖ κα­τά τρό­πο ἀ­κα­ρια­ῖο σέ μιά πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγμή. Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀ­μέ­σως:

        Στό σπί­τι τῆς ποι­ή­τριας Α.Σ. δέν εἶ­χε τύ­χει νά μπῶ σέ δω­μά­τιο ὅ­που βρί­σκε­ται μιά ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τρί­πτυ­χη φω­το­γρα­φί­α. Πρό­κει­ται γιά μιά πό­ζα ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ἡ ἴ­δια, σέ τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κές ἡ­λι­κια­κά ἐ­πο­χές, πέν­τε φι­λη­νά­δων. Στήν πρώ­τη οἱ εἰ­κο­νι­ζό­με­νες εἶ­ναι κο­πε­λοῦ­δες, στή δε­ύ­τε­ρη ἔ­χουν φτά­σει πε­ρί­που στή μέ­ση ἡ­λι­κί­α καί στήν τρί­τη βρί­σκον­ται πιά στό γῆ­ρας.

        Μόλις τήν ἀν­τί­κρυ­σα, ἡ φω­το­γρα­φί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά μέ μα­γνή­τι­σε καί γιά ἀρ­κε­τή ὥ­ρα προ­σπα­θοῦ­σα νά ἐν­το­πί­σω ποιά νά εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα τῆς φί­λης μου πού εἶ­χε ἤ­δη ἀ­πέλ­θει τοῦ κό­σμου, ὅ­ταν ἐ­μεῖς γνω­ρι­στή­κα­με. Ἡ Α.Σ. στό με­τα­ξύ γύ­ρι­σε στό δω­μά­τιο καί ξαφ­νι­κά μέ ρώ­τη­σε ἄν ἀ­να­γνω­ρί­ζω ὄ­χι τή μη­τέ­ρα της, ἀλ­λά τή θεί­α της Περ­σε­φό­νη.

        – Αὐ­τή, ἀ­πάν­τη­σα χω­ρίς τόν πα­ρα­μι­κρό δι­σταγμό καί ἔ­δει­ξα μι­άν ἀ­πό τίς εἰ­κο­νι­ζό­με­νες.

        Ἡ φί­λη μου μέ κο­ί­τα­ξε ἐμ­βρόν­τη­τη:

        – Κα­λά πῶς τή βρῆ­κες ἀ­μέ­σως; μέ ρώ­τη­σε.

        – Ἀ­πό τό πο­ί­η­μά σου καί ὅ­σα ἔ­χεις γρά­ψει γι αὐ­τήν, ἀ­πάν­τη­σα αὐ­θόρ­μη­τα, μέ μιά φυ­σι­κό­τη­τα πού τήν ξάφ­νια­σε ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο καί μᾶλ­λον τήν ἔ­κα­νε νά προ­σθέ­σει ὅ­τι αἰ­σθά­νε­ται συγ­κλο­νι­σμέ­νη.

        – Δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι κα­μιά ἄλ­λη ! – αὐ­τό ἔ­νι­ω­σα, εἶ­πα ἐ­ξα­κο­λου­θών­τας νά τά βρί­σκω ὅ­λα φυ­σι­κά καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά οἰ­κεῖ­α.

        Μόνον ὅ­ταν ἔ­φυ­γα ἄρ­χι­σα νά σκέ­πτο­μαι τό πε­ρί­ερ­γο τοῦ πράγ­μα­τος: πῶς ἀ­νά­με­σα σέ δε­κα­πέν­τε παν­τε­λῶς ἄ­γνω­στές μου μορ­φές μό­νο μί­α ξε­χώ­ρι­σε ἀ­μέ­σως στά μά­τια μου ὡς ἡ θε­ί­α Περ­σε­φό­νη – πού βέ­βαι­α οὔ­τε δι­κή μου συγ­γε­νής ἦ­ταν οὔ­τε τή συ­νάν­τη­σα πο­τέ. Ἀ­νέ­τρε­ξα λοι­πόν στά γρα­φό­με­να τῆς Α.Σ. τά ὁ­πο­ῖ­α εἶ­χα ἀ­να­γνώ­σει πρίν ἀρ­κε­τό και­ρό, καί γιά νά εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νής τά εἶ­χα μι­σο­ξε­χα­σμέ­να, γιά νά ἀ­να­κα­λύ­ψω πρός δι­κή μου, αὐ­τή τή φο­ρά, κα­τά­πλη­ξη πώς που­θε­νά δέν πε­ρι­γρά­φε­ται οὔ­τε ἡ κορ­μο­στα­σιά οὔ­τε τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ προ­σώ­που τῆς Περ­σε­φό­νης! Στή φω­το­γρα­φί­α εἶ­ναι με­γα­λό­σχη­μη, ἐ­πι­βλη­τι­κή καί ἡ μορφή της ξε­χει­λί­ζει ζωή.

        Τώρα αἰ­σθά­νο­μαι πώς νο­μι­μο­ποι­οῦ­μαι νά δι­α­με­σο­λα­βή­σω, κα­τά τό ρό­λο πού ἀ­να­λαμ­βά­νουν εἴ­τε τό θέ­λουν εἴ­τε ὄ­χι οἱ ἀ­να­γνώ­σεις, τά κε­ί­με­να καί τά βι­βλί­α, ἀ­νά­με­σα στήν φω­το­γρα­φί­α της καί στήν Α.Σ. γιά νά σᾶς τήν γνω­ρί­σω:

        Ἡ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νη θε­ί­α Φώνη, τό­σο θα­λε­ρή, δρα­στή­ρια, ἀ­ει­κί­νη­τη – τή θυ­μᾶ­μαι νά δι­δά­σκει μέ τίς ὧ­ρες πι­ά­νο δί­χως ἀ­μοι­βή σ’ ὅ­λα τά γει­το­νό­που­λα, στά παι­διά ἀ­κό­μα καί τῶν πιό μα­κρι­νῶν συγ­γε­νῶν, στά κα­τη­χη­τό­που­λα, καί του­λά­χι­στον μιά φο­ρά τήν ἑ­βδο­μά­δα νά πη­γα­ί­νει στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο καί μέ τίς νο­σταλ­γι­κές νό­τες της νά ξε­ση­κώ­νει το­ύς γέ­ρους μέ ξε­χα­σμέ­να βάλς.

        Ἦ­ταν τό­σο δη­μο­φι­λής καί γνω­στή στό Ἄ­στρο τῆς Κυ­νου­ρί­ας (ἀ­π’ ὅ­που ἡ κα­τα­γω­γή μας) πού ὅ­ταν κά­ποι­ος ἤ­θε­λε νά συ­στη­θεῖ, πλά­ι στ’ ­ὄ­νο­μά του σάν ἀ­ξί­ω­μα προ­σέ­θε­τε: Τάδε…τά­δε.., συγ­γε­νής Φώνη .

                    Καί λί­γο πα­ρα­κά­τω:

                    Σάν τ’ ὄ­νο­μά της

                    μι­σό στόν Ἅ­δη

                    καί τ’ ἄλ­λο στέ­ρε­ο στή γῆ

                    χω­ρί­στη­κε στά δύ­ο

                    Ἡ μιά πλευ­ρά πα­ρα­δο­μέ­νη

                    κι­ό­λας στή λη­σμο­νιά,

                    ἡ ἄλ­λη μι­σή τήν δι­α­ψε­ύ­δει….

                    ……………………………………………………..

        Ἐ­λά­χι­στες πα­ρά­γρα­φοι καί ἕ­να πο­ί­η­μα στά­θη­καν ἀρ­κε­τά γιά νά μοῦ τή φα­νε­ρώ­σουν σέ μιά στιγμή καί, θά τολ­μοῦ­σα πιά νά πῶ, ἀρ­κε­τά γιά νά μοῦ τή συ­στή­σουν ὡς μιά με­τα­θα­νά­τια φί­λη μου .

        Ἡ ἀ­νά­γνω­ση εἶ­ναι τό­πος προ­βλε­πτῶν ἀλ­λά πρω­τί­στως ἀ­πρό­βλε­πτων συ­ναν­τή­σε­ων καί γνω­ρι­μι­ῶν μέ­σα στό γνω­στό χρό­νο καί πέ­ρα… στόν ἄ­γνω­στο.

        Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, ἡ Α.Σ. λέ­ει πώς ἡ Περ­σε­φό­νη ἦ­ταν ὁ μό­νος ἄν­θρω­πος πού γνώ­ρι­σε χω­ρίς κα­νέ­να φό­βο θα­νά­του. Κι ἀ­κό­μα πώς ὥς τό τέ­λος της πε­ρί­με­νε μέ με­γά­λη χα­ρά τό βρά­δυ, για­τί τό­τε ἐρ­χό­ταν ἡ ὁ­ρι­σμέ­νη της ὥ­ρα γιά νά προ­σευ­χη­θεῖ.

       Τήν πα­ρα­κα­λῶ τώ­ρα νά εὔ­χε­ται καί γιά μᾶς. Πρέ­πει νά μέ ἀ­κο­ύ­σει, ἡ φί­λη μου. Κι ἐ­γώ θά ἀ­νά­ψω στό ὄ­νο­μά της, νά λάμ­πει, τή Νόμιμη.

6/3/2003



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταία της βι­βλί­α: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-2012 καὶ IVA. Ἔ­σοπ­τρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης, Ἁρμός, 2017.

Εἰ­κό­να: Μα­ται­ό­της. Νε­κρὴ φύ­ση μὲ Βι­βλί­α, Χει­ρό­γρα­φα καὶ Κρα­νί­ο (1663). Ἔρ­γο τοῦ Ὀλ­λαν­δοῦ ζω­γρά­φου Evert Collier per. 1640-1708).

Νατάσα Κεσμέτη: Διονυσίου, Ἑλένης και ὅλων τῶν διὰ πυρᾶς τελειωθέντων


Να­τά­σα Κε­σμέ­τη


Δι­ο­νυ­σί­ου, Ἑ­λέ­νης καὶ ὅ­λων τῶν διὰ πυ­ρᾶς τε­λει­ω­θέν­των


Κι ἂν πιοῦν θο­λὸ νε­ρὸ ξα­να­θυ­μοῦν­ται,

δι­α­βαί­νον­τας λι­βά­δια ἀ­πὸ ἀ­σφο­δεί­λι,

πό­νους πα­λιοὺς ποὺ μέ­σα τους κοι­μοῦν­ται…


ΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ τῆς λήθης ἀ­πό­δω­σε: πο­τέ, πο­τὲ μὴ θυ­μη­θοῦν τί­πο­τα ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα τῆς κα­τά­ρας ὅ­που γεν­νή­θη­καν καὶ ἔ­ζη­σαν ἀ­νί­δε­οι ὅ­πως οἱ προ­η­γού­με­νοι, ὥ­σπου νὰ λε­η­λα­τη­θεῖ ἐ­πι­τη­δεί­ως τῶν ὀ­στῶν τους καὶ ἡ ἔ­σχα­τη στά­χτη. Πο­τέ, πο­τὲ μὴ θυ­μη­θοῦν κα­νέ­ναν ἀ­π’ ὅ­σους παν­τὶ τρό­πω τοὺς δι­έ­φθει­ραν, τοὺς ἐ­ξα­χρεί­ω­σαν καὶ τοὺς ξε­πού­λη­σαν κά­θε στιγ­μή, ὡς καὶ αὐ­τὴν τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τους.

        Πρῶ­τα τὴ Δι­και­ο­σύ­νη τῆς Λή­θης. Κι ὕ­στε­ρα τά­ξον αὐ­τοὺς σταῖς χλό­αις, σταῖς δρό­σους, σταῖς παν­τοῖ­ες ἀ­να­ψυ­χαῖς ἐν Τό­πω Ἀ­να­ψύ­ξε­ως πά­λι καὶ πά­λι!

        Νὰ σβή­σει τῆς ἐκ­πύ­ρω­σης τὴν ἀ­γω­νι­ώ­δη ἀ­πο­ρί­α, τὴ φρι­κώ­δη τους τή­ξη στὸ ἀ­κα­ρια­ῖο ἐ­κεῖ: τῆς Λα­κω­νί­ας, τῆς Ἠ­λεί­ας, τῆς Μά­νης, τῆς Εὐ­βοί­ας, ἁ­παν­τα­χοῦ, ὅ­ταν πὼς τε­λει­ω­τι­κά τοὺς πρό­λα­βε κα­τά­λα­βαν μα­ζὶ μ’ ὅ­λη τὴ φλο­γι­σμέ­νη μα­ται­ό­τη­τα τῶν κραυ­γῶν: ἀ­γά­πη μου! τὰ παι­διά μου! οἱ ἄλ­λοι.., ποῦ… μά­να μου! για­τί; ἄν; καὶ ἅ­παν­τα τοῦ πρό­τε­ρον βί­ου κα­θο­λι­κὰ ἐγ­καύ­μα­τα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, ὁ­ρι­στι­κὰ νὰ σβή­σει μιὰ Ἀ­νά­ψυ­ξις, δὲ φτά­νει.

        Τὸν ὕ­πνο τῶν ἀ­δί­κων, τὸν κα­τα­ρα­μέ­νο μας ὕ­πνο νὰ στοι­χει­ώ­νουν ὅ­μως!

        Ὥ­σπου οἱ θη­ρι­ω­δῶς ἀ­δι­ά­φο­ροι, οἱ ἀ­με­λεῖς, οἱ ἀ­μνή­μο­νες οἱ δῆ­θεν ἐν ἀ­γνοί­α, οἱ νω­θροί, οἱ ψεῦ­τες, οἱ δει­λοί, οἱ ἀ­γνώ­μο­νες, οἱ παν­τοῖ­οι εὐ­πώ­λη­τοι, πτω­μα­το­φά­γοι ἄ­πλη­στοι, γλεῖ­φτες κά­θε ἀ­χρει­ό­τα­της ἐ­ξου­σί­ας, ἄυ­πνοι στὸν αἰ­ώ­να νὰ λει­ώ­σου­με

στῆς Ἔ­νο­χης

τὴν Πυ­ρω­μέ­νη Φά­κα

27/8/2007



Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἐξόριστες Φωνές  Στοχασμοί καί Ἱστορίες,  Ἐκδ. Ἁρ­μός,­­ 2013.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-2012.


Νατάσα Κεσμέτη: Σκάφανδρο στὸ παγωνὶ ἢ Ἕνας βα­θὺς ἄνθρωπος


Kesmeti,Natasa-Skafandro-Eikona-01


Να­τά­σα Κε­σμέ­τη


Σκά­φαν­δρο στὸ πα­γω­νὶ

Ἕ­νας βα­θὺς ἄν­θρω­πος


02-OmikronΤΑΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ νὰ τὰ σπρώ­ξει πέ­ρα καὶ τὰ θυ­μᾶ­ται κα­τα­λε­πτῶς ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, ὁ Φύ­λα­κας βρί­σκει μιὰ γω­νιὰ καὶ κλαί­ει. Εἶ­ναι βέ­βαι­α Κα­λύ­μνιος. Ἐ­κεῖ κυ­ρί­ως δί­νουν τό­σο σπά­νια ὀ­νό­μα­τα σὰν αὐ­τὸ τοῦ Σκευ­ο­φύ­λα­κα.

       Ὅ­ταν ὁ πό­νος κά­πως ξε­θυ­μά­νει κι ὁ θυ­μὸς κα­τα­λα­γιά­σει ἀρ­κε­τά, ὁ Φύ­λα­κας σκέ­φτε­ται τὸ σῶ­μα τῆς ἀ­γά­πης του, τὸν τρό­πο ποὺ χα­μη­λώ­νει τὰ βλέ­φα­ρα, τὸν ἀρ­γὸ βη­μα­τι­σμό της, τοὺς ἀ­να­στε­ναγ­μούς της, ὅ­ταν τὴν ἀγ­κα­λιά­ζει βα­θιὰ καὶ μπο­ρεῖ πιὰ νὰ ἀ­να­πνεύ­σει ἐ­λεύ­θε­ρα ὣς τὴν ἑ­πό­με­νη κρί­ση. Οἱ ἀ­να­στε­ναγ­μοί της τὸν βε­βαι­ώ­νουν πὼς εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τός, κι ἡ ψυ­χή του γε­μί­ζει θαυ­μα­σμὸ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τό­σο ἐ­πι­θυ­μη­τός. Ἐ­νῶ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς στραμ­μέ­νος σ’ αὐ­τήν, εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να στραμ­μέ­νος στὸ ἀ­πο­λαυ­στι­κὸ κα­μά­ρι γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του.

       Γιὰ κάμ­πο­σα χρό­νια, καὶ μά­λι­στα τὰ πιὸ κρί­σι­μα, τὸν Φύ­λα­κα τὸν δι­ώ­χνα­νε ἀ­πὸ παν­τοῦ. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια δι­ώ­χνα­νε τοὺς δι­κούς του, χω­ρὶς νὰ κά­νουν ἐ­ξαί­ρε­ση γι’ αὐ­τόν. Ὅ­λοι στὴν οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­σαν κου­ρα­στι­κοὶ καὶ ἀ­νε­πι­θύ­μη­τοι ἄν­θρω­ποι. Ὁ Φύ­λα­κας ἔ­κα­νε ὅ,τι περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι του νὰ ἱ­κα­νο­ποι­εῖ συγ­γε­νεῖς καὶ ξέ­νους ἔ­τσι ποὺ νὰ κα­τα­φέ­ρει τε­λι­κὰ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει τὴν κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ μά­ται­α. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ρί­ξει κα­νέ­να βέ­λο μπρο­στὰ στὰ μά­τια του. Αὐ­τὸ ποὺ σκε­φτό­ταν ἤ ἔ­νι­ω­θε γρα­φό­ταν ἀ­μέ­σως στὸ πρό­σωπό του, κι ὅ­σο ἀ­να­κα­τε­μέ­νο μὲ μιὰν ἀ­νε­ξή­γη­τη ἔκ­φρα­ση συμ­πά­θειας νὰ φα­νε­ρω­νό­ταν, ὁ κα­θέ­νας εὔ­κο­λα μά­θαι­νε τί πραγ­μα­τι­κὰ πί­στευ­ε. Ὅ­ποι­ες προ­σπά­θει­ες καὶ νὰ ἔ­κα­νε, δὲν κα­τά­φερ­νε πα­ρὰ νὰ γί­νει ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­νε­πι­θύ­μη­τος. Ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ τὸν δι­ώ­χνα­νε.

       Σὰν ἀ­πὸ ἔν­στι­κτο σπρώ­χτη­κε νὰ ρί­χνει γρή­γο­ρες, κο­φτὲς μα­τι­ές, νὰ μὴν ἑ­στιά­ζει που­θε­νὰ γιὰ πο­λὺ τὸ βλέμ­μα του, νὰ λει­τουρ­γεῖ μὲ δυ­ὸ λό­για τὴν ὅ­ρα­ση σὰν ὄ­σφρη­ση κι ἔ­τσι νὰ μυ­ρί­ζει ἀ­κα­τά­παυ­τα ἀ­νοι­γο­κλεί­νον­τας τὰ βλέ­φα­ρα ἤ με­τα­κι­νών­τας τοὺς βολ­βοὺς τῶν μα­τι­ῶν ὅ­πως ρου­θού­νια κά­ποι­ου νυ­χτό­βιου θη­ρευ­τῆ. Ὁ ἴ­διος νι­ώ­θει ἐ­λά­χι­στα προ­στα­τευ­μέ­νος πί­σω ἀ­πὸ τὸ αὐ­το­σχέ­διο σκά­φαν­δρο τῶν βι­α­στι­κῶν βλεμ­μά­των. Στὴ λα­χα­νι­α­σμέ­νη καρ­διά του πα­ρα­μέ­νει ρι­ζω­μέ­νη ἡ βε­βαι­ό­τη­τα πὼς πο­τὲ δὲν θὰ γί­νει ὅ,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­ξαρ­χῆς λα­χτα­ροῦ­σε.

       Ἡ κρί­ση ἔρ­χε­ται καὶ τὸν βρί­σκει τὶς πιὸ ἀ­να­πάν­τε­χες ὧ­ρες, ἂν καὶ κά­ποι­α ἀ­να­κα­τω­σού­ρα στὸ στο­μά­χι ἤ μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη τα­ρα­χὴ στὸ στέρ­νο προ­ει­δο­ποι­εῖ γιὰ τὸν ἐρ­χο­μό της. Πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε κά­που νὰ χω­θεῖ καὶ νὰ κλά­ψει, νὰ σφί­ξει τὶς γρο­θι­ές του, ὥ­σπου τὰ νύ­χια νὰ χω­θοῦν στὶς φοῦ­χτες του, ἐ­νῶ οἱ λυγ­μοὶ τῆς λύσ­σας καὶ τοῦ πό­νου ὀγ­κώ­νον­ται στὸ στῆ­θος του τό­σο ποὺ φο­βᾶ­ται πὼς κά­πως ἔ­τσι θὰ ἔρ­θει τὸ τέ­λος του. Συ­νή­θως ὅ­μως ἡ­συ­χά­ζει καὶ τό­τε ἀ­μέ­σως γο­να­τί­ζει μπρο­στὰ στὴν εἰ­κό­να τῆς ἀ­γά­πης του, ὅ­πως ἄλ­λοι θὰ ἔ­κα­ναν μπρο­στὰ σὲ μιὰ ἱ­ε­ρὴ εἰ­κό­να.

       Ἐ­κεῖ­να τὰ χρό­νια ποὺ τοὺς δι­ώ­χνα­νε ἀ­πὸ παν­τοῦ, ἀ­φοῦ μὲ ὁ­λο­φά­νε­ρη δυ­σφο­ρί­α τοὺς εἶ­χαν ἀ­νε­χτεῖ γιὰ λί­γο, κά­ποι­οι συγ­γε­νεῖς πρὶν τοὺς ξε­φορ­τω­θοῦν ἄ­φη­σαν τὸν Φύ­λα­κα νὰ ρί­ξει μα­τι­ὲς στὴ βι­βλι­ο­θή­κη τους. Ἐ­κεῖ εἶ­χε ἀ­να­κα­λύ­ψει πα­ρα­χω­μέ­νη τὴν Ἀ­φρό­δι­τη. Ἂν καὶ τὸ τέ­λος της τοῦ εἶ­χε προ­ξε­νή­σει τρό­μο, γιὰ λό­γους ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γή­σει ἔ­γι­νε τὸ κα­τα­φύ­γιό του. Αὐ­τὴ δὲν θὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε πο­τὲ φαν­τα­ζό­ταν – μᾶλ­λον πί­στευ­ε. Δὲν τὴν εἶ­χε πλά­σει ὁ­λό­τε­λα γυ­μνὴ οὔ­τε ἀ­νά­με­σα σὲ πέ­πλα. Ἡ δι­κή του φοροῦ­σε βε­λού­δι­νο φό­ρε­μα σὲ χρῶ­μα πα­γω­νὶ καὶ ὅ­ταν τοῦ ἄ­νοι­γε τὴν ἀγ­κα­λιά της τοῦ πα­ρά­δι­νε ταυ­τό­χρο­να τὸ κλει­δὶ γιὰ τὸ βα­σί­λει­ο τῶν πα­γω­νι­ῶν.

       Με­γα­λώ­νον­τας ὡ­στό­σο δὲν τὰ πῆ­γε ἄ­σκη­μα μὲ τὴν ζω­ή του. Κι ὅ­ταν γνώ­ρι­σε τὴν ἀ­γά­πη του, αἰ­σθάν­θη­κε ν’ ἀ­να­κου­φί­ζε­ται γιὰ ὅ­λους τους πα­λιοὺς πό­νους. Τῆς ἔ­κρυ­ψε τὶς κρί­σεις ποὺ κά­πως ἔ­χουν ἀ­ραι­ώ­σει. Ἀ­πὸ μέ­σα του τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ Ἀ­φρο­δί­τη. Θὰ ἦ­ταν σχε­δὸν εὐ­τυ­χὴς ἀλ­λὰ μιὰ ἀ­γω­νί­α τὸν τρώ­ει:

       Ἂν αὐ­τό, ποὺ δὲν τολ­μᾶ κὰν νὰ ὀ­νο­μά­σει ἔ­ρω­τά της, κά­πο­τε τε­λει­ώ­σει;

       Ὅ­σο οἱ ἀ­να­στε­ναγ­μοί της τὸν φα­νε­ρώ­νουν θαυ­μά­σιο στὰ μά­τια του, μπο­ρεῖ νὰ ἐ­λέγ­χει τὸν πα­νι­κό – ἂν ὄ­χι καὶ τὶς κρί­σεις του.

       Ἕ­να μό­νο τῆς ἀ­πα­γό­ρευ­σε ἀ­πό­λυ­τα: νὰ μὴ φο­ρέ­σει πο­τὲ βε­λοῦ­δο καὶ κα­νέ­να χρῶ­μα ποὺ νὰ θυ­μί­ζει ἔ­στω καὶ ἀ­μυ­δρὰ τὸ πα­γω­νί. «Ἐ­σὺ εἶ­σαι κα­μω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ πιὸ ἀ­κρι­βὸ βε­λοῦ­δο!» ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει κι ἐ­κεί­νη δὲν ἔ­χει ρω­τή­σει για­τί αὐ­τὴ ἡ πα­ρα­ξε­νιά. Ἔ­τσι κι ἄλ­λι­ως δὲν τὸν ἔ­χει γιὰ «ἐ­πι­φα­νεια­κὸ ἄν­θρω­πο», τὸ ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­το. Ἔ­πει­τα τὸ βε­λοῦ­δο δὲν κυ­ρια­ρχεῖ στὶς βι­τρί­νες ἀ­πὸ χρό­νια.

       Ὁ Φύ­λα­κας ἐ­ρευ­νών­τας κα­χύ­πο­πτα μέ­σα ἀ­π’ τὸ σκά­φαν­δρό του γιὰ ση­μά­δια, πα­ρα­κα­λεῖ νὰ μὴν ἔρ­θει πο­τὲ στὴ μό­δα.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοὶ καὶ ἱστορίες 2006-20012.



		

	

Νατάσα Κεσμέτη: Ὁ κρόκος τοῦ 25 (Χριστουγεννιάτικο διήγημα)

 

 

 

Νατάσα Κεσμέτη

 

Ὁ κρό­κος τοῦ 25

 

ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἦ­ταν γε­μά­τος ἄ­δεια φο­ρεῖ­α καὶ σι­ω­πή. Στὸν γυ­ναι­κεῖ­ο θά­λα­μο 25 ἕ­νας κρό­κος ἔ­φεγ­γε προ­βάλ­λον­τας ἀ­π’ τὸν βολ­βό του. Ἀ­πέ­ναν­τι, σ’ ἕ­να στε­νό­χω­ρο δί­κλι­νο, δυ­ὸ ἄν­δρες κου­βέν­τια­ζαν χα­μη­λό­φω­να.

       Φορ­τω­μέ­νος τρα­γι­κὲς ἢ πλη­γω­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες, ἔ­χον­τας δώ­σει πλή­ρως τὴν προ­σο­χή του σὲ ἑ­κα­τον­τά­δες ἀν­θρώ­πων γιὰ πά­νω ἀ­πὸ πε­νήν­τα χρό­νια, ὁ βα­ριὰ ἀ­σθε­νὴς γε­ρο-μο­να­χὸς ἔ­λε­γε τώ­ρα πώς, πα­ρ’ ὅ­σα εἶ­χε ἀ­κού­σει καὶ δεῖ, πο­τὲ δὲν εἶ­χε πά­ψει νὰ πι­στεύ­ει στὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ στὴν συ­νε­χῆ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τοῦ κό­σμου ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

       Ὁ φί­λος του για­τρός, κα­θι­σμέ­νος στὸ δι­πλα­νὸ ἄ­δει­ο κρε­βά­τι ἔ­δει­χνε ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ἀ­πο­κα­μω­μέ­νος, ὡ­στό­σο ἄ­κου­γε προ­σε­κτι­κά:

      «Μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ κά­νου­με λά­θη καὶ νὰ βι­ώ­νου­με πά­θη.»

      Ἕ­νας νέ­ος βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸν 25, δι­έ­σχι­σε τὸν δι­ά­δρο­μο, τοὺς δι­έ­κο­ψε τεί­νον­τας στὸν μο­να­χὸ ἕ­να μπλόκ. «Εὐ­χα­ρι­στῶ εὐ­λο­γη­μέ­νε» εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος στὸν ἄν­δρα ποὺ ἀ­μέ­σως ξα­να­βγῆ­κε. Τὸ ἔ­φε­ρε κον­τὰ στὰ μά­τια του γιὰ λί­γο καὶ τὸ ἔ­δω­σε στὸν για­τρό. «Δι­άβα­σε ἐ­σὺ κα­λύ­τε­ρα» εἶ­πε. «Κι οἱ δύο δε­σμευ­ό­μα­στε ἐξ ἴ­σου ἀ­πὸ τὸ ἀ­πόρ­ρη­το»:

 

      15 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἀ­νυ­πό­φο­ρος πό­νος. Μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας τὸ σῶ­μα ἀν­τέ­χει ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­κός του. Πρέ­πει νὰ διατη­ρή­σει τὴν σιω­πή του. Ὄ­χι ἀ­πὸ ὑ­πε­ρη­φά­νεια οὔ­τε ἐξ αἰ­τί­ας τῆς μο­να­δι­κό­τη­τάς του.

      16 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἕ­νας σπα­ραγ­μὸς ποὺ ξε­περ­νᾶ κά­θε εἴ­δους σύ­νορο, μὲ ἑ­νώ­νει μὲ κά­θε ἐ­ξα­θλι­ω­μέ­νο, κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νο, πλά­σμα μαγ­κω­μέ­νο στὶς δαγ­κά­νες τοῦ πό­νου εἴ­τε προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἀρ­ρώστεια, εἴ­τε ἀ­πὸ πεί­να, ἀ­πὸ κα­κο­ποί­η­ση ἢ ἀ­γρι­ό­τη­τα κι ἀ­ναλ­γη­σί­α εἴ­τε ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἄλ­λο ἀ­πό­λυ­το πα­ρα­λο­γι­σμό. Ἀλ­λὰ κa­ὶ μὲ τοὺς εὐ­τυ­χεῖς μὲ ἑ­νώ­νει για­τί δὲν ὑ­πάρ­χει εὐ­τυ­χί­α ἀ­δάγ­κω­τη ἀ­πὸ ἕ­ναν συγ­κλο­νι­στι­κὸ πό­νο – ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα.

      17 Δε­κεμ­βρί­ου. Ξε­μύ­τι­σαν φυλ­λα­ρά­κια!

      18 Δε­κεμ­βρί­ου. Ξε­περ­νᾶς κά­θε ἔν­νοι­α, νό­η­μα καὶ μορ­φὴ ποὺ θὰ δο­κί­μα­ζαν νὰ πε­ρι­γρά­ψουν πῶς ἀ­κοῦς καὶ πῶς συλ­λέ­γεις τὶς οἰ­μω­γὲς ἐ­πι­στρέ­φον­τάς τις… Ἐ­νερ­γὸς εἰ­ρή­νη, ἐ­κεῖ ἐ­ξαρ­χῆς.

      20 Δεκεμβρίου. Ξε­μύ­τι­σαν κι ἄλ­λα χα­ρι­τω­μέ­να… Τοῦ ζή­τη­σα μιὰν ἁ­γι­ο­γραφί­α. «Ἀ­κο­λου­θή­σω­μεν λοι­πὸν ἔν­θα ὁ­δεύ­ει…»

      21 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἀλ­λὰ σὲ τί ἀ­πό­κρη­μνα κο­φτε­ρὰ πράγ­μα­τα πρέπει νὰ περ­πα­τή­σουν οἱ ἀ­μά­θη­τες πα­τοῦ­σες χα­ρα­κω­μέ­νες ἀ­πὸ τὸ κα­φτὸ κι ἀ­πὸ τὸ πα­γω­μέ­νο αἷ­μα ξα­νὰ καὶ ξα­νά.

      22 Δε­κεμ­βρί­ου. Ὅ­ταν στραγ­γί­ζουν οἱ στέρ­νες ἀ­π’ ὅ­λο τὸν ὑ­δά­τινο ὁ­ρί­ζον­τά τους, τό­τε τὸ κά­θε τὶ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­ταν κι ὁ οὐ­ρα­νὸς ἀ­πο­σύ­ρε­ται, μέ­νει ὁ ἱ­κέ­της μό­νος μέ­σα στὴν πί­στη του ποὺ τρέ­μει σω­ρι­α­σμέ­νη. Τὴν φρον­τί­ζει μὲ ὅ­σα δά­κρυ­α ἔ­χει, τὴν κοι­τά­ζει ἀ­νήμ­πο­ρος κα­θὼς ψυ­χο­μα­χᾶ, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πει. Κά­τι ἄ­γριο θε­ρι­εύ­ει στὸ βά­θος τοῦ βλέμ­μα­τός του.

      Ἡ τριμ­μέ­νη μου σάρ­κα δὲν ἔ­χει κα­μιὰν ἀ­ξί­α οὔ­τε τὰ συν­τριμ­μέ­να μου ὀ­στά. Δὲν μὲ ἔ­χεις σὲ τί­πο­τα ἀ­νάγ­κη ἀλ­λὰ μὲ ἀ­γα­πᾶς ὅ­πως ἐ­γὼ ἀ­γα­πῶ τὴν ἀ­νήμ­πο­ρη πί­στη μου.

      Ὁ κρό­κος ἄν­θι­σε!

      23 Δε­κεμ­βρί­ου. Τὸ βρέ­φος στὴν ἀγ­κα­λιὰ ποὺ τὸ πε­ρι­πτύσ­σε­ται φα­νε­ρώ­νει τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη ποὺ τὸ γα­λου­χεῖ. Στὴν ἀ­κμὴ τῆς ζω­ῆς του φθά­νει καὶ στὴν ἀ­κμὴ τοῦ πό­νου του, ὅ­ταν τὰ ἄ­κρα του τα­νύ­ζον­ται στὰ τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα ἐ­νῶ συ­σπῶν­ται στὸ ἔ­σχα­το ση­μεῖ­ο συ­σπεί­ρω­σης. Δι­α­δο­χι­κὲς τα­νύ­σεις καὶ συ­σπει­ρώσεις δὲν μα­ται­ώ­νουν ἕ­ναν κύ­κλο σο­φί­ας, τρυ­φε­ρό­τη­τας καὶ ἀ­γαλ­λί­α­σης. Μιὰ εἰ­κό­να παν­τε­λῶς ἀ­ό­ρα­τη: φω­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ ὠ­κε­α­νοὺς στά­χτης.

 

      — Τί νό­η­μα ἔ­χει; μουρ­μού­ρι­σε ἀ­πο­καρ­δι­ω­μέ­να ὁ για­τρός.

      — Ἐν­νο­εῖς πὼς δὲν σώ­ζε­ται γρά­φον­τας;

      Κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι. Μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν ἀ­συ­νή­θιστο γιὰ ἀ­σθε­νῆ σὲ μὴ ἀ­να­στρέ­ψι­μη πο­ρεί­α νὰ ἐκ­φρά­ζε­ται ἔ­τσι ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος προ­τι­μοῦ­σε νὰ μὴν ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Γιὰ μιὰν ἀ­κό­μη Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων σὲ ἐ­φη­με­ρί­α. Τὸ ὁ­μο­λό­γη­σε καὶ πρό­σθε­σε:

      — Ἐ­σεῖς δὲν θὰ προ­τι­μού­σα­τε νὰ εἶ­στε στὸ κελ­λί σας;

      — Καὶ ποῦ ἀλ­λοῦ εἶ­μαι;

      — Ἔ­χε­τε θάρ­ρος γιὰ χι­οῦ­μορ!

      — Κα­θό­λου! Ὁ πον­τι­κὸς στὴν τρύ­πα του εἶ­ναι Μεγάλος Ἄρ­χος, ἀλ­λὰ παν­τοῦ ὁ μο­να­χὸς ἕ­να ὀ­φεί­λει νὰ πα­ρα­κα­λεῖ: νὰ προ­φτά­σει νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν με­τά­νοι­ά του. Δὲν ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα σὲ μο­να­χοὺς καὶ λα­ϊ­κούς. Ἴ­σως αὐ­τὴ ἡ ἀ­δελ­φή μας βρῆ­κε τὸ μο­νο­πά­τι τῆς δι­κῆς της πο­ρεί­ας.

      — Λέ­τε;

      — Πα­ρα­πο­νι­ό­μα­στε πο­λὺ γιὰ τὶς λέ­ξεις. Ξε­χνᾶ­με πὼς κά­θε στιγ­μὴ μᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν.

      Ὁ για­τρὸς ἐ­πέ­μει­νε:

      — Δὲν ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά;

      — Κα­μί­α. Ὅ­λοι ἀ­να­λαμ­βά­νουν νὰ ἀ­σκοῦν­ται κα­τὰ ποι­κίλους τρό­πους, ἐ­ὰν ἐ­πι­θυ­μοῦν νὰ ἀ­πο­κτή­σουν νοῦν καὶ σπλάχνα Χρι­στοῦ.

      Ξα­νά­σκυ­ψε στὸ μπλόκ:

       

      24 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἔ­λα μι­κρὲ πῶ­λε νὰ μᾶς πά­ρεις πά­λι ἕ­ναν ἕ­ναν στὴ ρά­χη σου. Τοὺς αἰχ­μά­λω­τους, τοὺς πρό­σφυ­γες, τοὺς ἑ­τοι­μοθά­να­τους. «Ἐ­κεῖ ἐ­φά­νη ρί­ζα ἀ­πό­τι­στος βλα­στά­νου­σα ἄ­φε­σιν. Ἐ­κεῖ εὑ­ρέ­θη φρέ­αρ ἀ­νώ­ρυ­κτον…» Ἔ­λα καὶ γιὰ μέ­να πιά.

 

   Δε­κέμ­βριος 2010

 

 

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀθή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μικὰ καὶ Ἀγγλικὴ Λογο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φανί­στη­κε με τὴν συλ­λογὴ δι­η­γημά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972)· τε­λευ­ταῖο της βι­βλί­ο: Νησὶ ἀπὸ ἐλα­φρόπε­τρα (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀλε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να, 2008).

 

Βλ. ἀκόμη ἐδῶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 25-12-2010)

 

Νατάσα Κεσμέτη: Ἀγνώστων Μαρτύρων

 

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη

 

Ἀ­γνώ­στων Μαρ­τύ­ρων

 

Ι ΑΞΙΟΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟ εἶ­χε ἐ­κεῖ­νος ὁ δρό­μος; 

Τὸ πὼς ἡ Σού­λα σπί­τω­σε ἕ­ναν πο­λὺ νε­ώ­τε­ρό της καὶ ἦρ­θε μιὰ φο­ρὰ ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του μὲ σκοῦ­ρα κί­τρι­να κε­ριὰ καὶ ἔ­κα­νε ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ σπί­τι τὴν κη­δεία του; Τὸ πὼς πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα αὐ­τὸς τὴν πα­ρά­τη­σε καὶ αὐ­τὴ ἔ­πα­θε ἐγ­κε­φα­λι­κὸ καὶ ρή­μα­ξε ; 

         Ἢ πὼς στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη του, ἡ ἄλ­λη Σού­λα, στὰ χρό­νια ποὺ τὴν χτύ­πη­σε γιὰ τὰ κα­λὰ τὸ ζά­χα­ρο στὸ κε­φά­λι, ἔ­βγαι­νε τσί­τσι­δη στὸ μπαλ­κό­νι; Ἡ ἴ­δια Σού­λα ποὺ ἄλ­λο­τε, ὅ­ταν φο­ροῦ­σε τὴν μπλὲ μπέρτα τῆς ἀ­δελ­φῆς τοῦ Ἐ­ρυ­θροῦ Σταυ­ροῦ, νό­μι­ζες πὼς ἀ­νέ­μι­ζε μπροστά σου τὰ φτε­ρά του κα­νέ­νας ἱ­πτά­με­νος τα­ξί­αρ­χος ἢ περ­νοῦ­σε κα­μιὰ στρα­τη­γά­ρα. 

        Ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το πὼς ὁ δρό­μος ἦ­ταν γε­μά­τος Σοῦ­λες; Κι ἕ­ναν νε­α­ρό, Σού­λη τὸν ἔ­λε­γαν κι αὐ­τόν.

        R­o­t­t­en R­o­ad δὲν ἦ­ταν πάν­τως. Ὁ s­ir W.G­o­l­d­i­ng —νὰ πεῖς πὼς κα­τοί­κη­σε κά­πο­τε κι ἔ­γρα­ψε τὸ F­r­ee F­a­ll— δὲν εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­π’­ τὰ μέ­ρη πο­τέ. Κά­ποι­α Σού­λα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε κά­νει κα­νέ­να ἐ­ξώ­γα­μο ἀλ­λὰ στὸ σύ­νο­λο ὄ­χι: Σα­πι­σμέ­νος Δρό­μος, δὲν ἦ­ταν.

        Ἁ­πλῶς οἱ Σοῦ­λες πε­ρισ­σεύ­α­νε, ὅ­πως ἐ­κεῖ ποὺ τώ­ρα λυ­ώ­νουν οἱ πά­γοι πε­ρισ­σεύ­ουν ἐ­κεῖ­να τὰ που­λιὰ μὲ τὸ πα­ρό­μοι­ο ὄ­νο­μα καὶ  μὲ τὶς ἀ­σύλ­λη­πτες σὲ τα­χύ­τη­τα καὶ ἐμ­βέ­λεια κα­τα­δύ­σεις.

        Οἱ Σοῦ­λες τοῦ δρό­μου ἔ­κα­ναν δι­ά­φο­ρες πτή­σεις. Ἄλ­λη πῆ­γε μα­κρι­νὰ τα­ξί­δια, ἄλ­λη ξε­νι­τεύ­τη­κε σὲ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α, ἄλ­λη ἔ­φυ­γε ξαφ­νι­κά. Ὅ­λες φυ­σι­κά, ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα, πῆ­ραν τὸν δρό­μο ποὺ δὲν ἔ­χει γυ­ρι­σμό.

        Αὐ­τὸς ὅ­μως, οὕ­τως ἡ ἄλ­λως, σκά­βε­ται ἀ­κα­ρια­ῖα, χα­ρά­ζε­ται ἢ στρώ­νε­ται φαρ­δὺς πλα­τὺς αἰφ­νι­δι­α­στι­κὰ καὶ στὶς λε­ω­φό­ρους καὶ στὶς Ἐ­θνι­κὲς καὶ στ’ ­ἀ­δι­έ­ξο­δα σο­κά­κια καὶ σὲ κά­θε δρο­μί­σκο, μό­νοπά­τι ἡ χα­μό­δρο­μο ὅ­που ὁ στό­μας, μᾶλ­λον ἡ χο­ά­νη τοῦ Ἔν­τβαρ Μοὺνκ με­γα­λώ­νει καὶ ἀ­νοί­γει, ἀ­νοί­γει καὶ ἀ­νοί­γει δί­χως τέ­λος, ἀ­πὸ ἕ­να βι­δω­μέ­νο κά­που ἀ­ό­ρα­το δράπανο.

        Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, γιὰ νὰ μὴν εἴ­μα­στε κι ἄ­δι­κοι, οὔ­τε ὁ ἴ­διος,  του­τέ­στιν μὲ σάρ­κα καὶ ὀ­στὰ ὁ Μοὺνκ δι­ῆλ­θεν πο­τὲ τὴν Ἀ­γνώστων Μαρ­τύ­ρων. Ἐ­κτὸς κι ἄν .­..ἀλλὰ ἂς μὴ μπερ­δευ­τοῦ­με μὲ πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νες εἰ­κα­σί­ες.

        Τί ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το εἶ­χε λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νος ὁ δρό­μος;  Ἀ­κό­μα καὶ τὸ ὄ­νο­μά του δο­ξά­ζει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α.

        Ἦ­σαν οἱ Σοῦ­λες μάρ­τυ­ρες; Ἄγνωστο.

                                                                    

Καλοκαίρι 2010

 

 

 Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀθή­να 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μικὰ καὶ Ἀγγλικὴ Λογο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φανί­στη­κε με τὴν συλ­λογὴ δι­η­γημά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972)· τε­λευ­ταῖο της βι­βλί­ο: Νησὶ ἀπὸ ἐλα­φρόπε­τρα (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀλε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να, 2008).

 

Νατάσα Κεσμέτη: Σὰν μὲ τὸ Φαῖδρο παραριγμένοι…

 

 

Νατάσα Κεσμέτη

 

 Σὰν μὲ τὸ Φαῖδρο παραριγμένοι…

 

Στὴ μνή­μη τοῦ Φαί­δρου Μπαρ­λᾶ

 

ΙΩΘΑΜΕ ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ γιὰ τὰ κα­λά, ἔ­τσι ἰ­σο­πε­δω­μέ­νοι ὁ­ρι­ζόν­τια ποὺ βρι­σκό­μα­σταν τό­σον και­ρό, κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ πιὸ ἄ­σκη­μο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς λά­χει, για­τί μᾶς βρῆ­κε ἀ­να­πάν­τε­χα, κι ὅ,τι εἴ­πα­με πὼς ἐ­πι­τέ­λους τὰ εἴ­χα­με κα­τα­φέ­ρει νὰ προ­σαρ­μο­στοῦ­με – κα­θὼς μᾶς τὸ βε­βαι­ώ­να­νε οἱ πα­λι­ό­τε­ροι στὴ σύ­να­ξη, τὸν πρῶ­το και­ρὸ ποὺ κα­τε­βή­κα­με δῶ στὰ ρι­ζά: «Νὰ μὴν ἀμ­φι­βάλ­λε­τε δι­ό­λου!», «Καὶ βέ­βαι­α θὰ συ­νη­θί­σε­τε!», «Νά, δεῖ­τ’ ἐ­μᾶς!…» καὶ κου­νού­σα­νε μὲ κα­τα­νό­η­ση τὰ κρα­νί­α με­τα­ξύ τους, σὰ νὰ ξέ­ρα­νε αὐ­τοί, τό ‘­χα­νε πε­ρά­σει τὸ δύ­σκο­λο πρῶ­το στά­διο…

         «Μπά, μ’ αὐ­τὰ τὰ στά­δια», γέ­λα­σε τὴν πρώ­τη φο­ρὰ κά­ποι­ος ἢ κά­ποι­α (ποῦ νὰ ξε­χω­ρί­σου­με τό­τε, ἔ­τσι πρω­το­ριγ­μέ­νοι πού ‘­μα­σταν στὴν πλή­ρη ἀ­που­σί­α δι­α­κρι­τι­κῶν, κα­θὼς θαρ­ρέ­ψα­με ἐν­τε­λῶς βι­α­στι­κὰ κι ἐ­πι­πό­λαι­α ἀ­π’ τὴν πρώ­τη μα­τιά), «Κα­κὸ ποὺ βρῆ­κε τὸ εἶ­δος! Σω­σμὸ νὰ μὴν ἔ­χου­νε τ’ ἀ­θε­ό­φο­βα!»… Καὶ ὅ­λοι τὸν συ­νο­δέ­ψα­με σὲ γέ­λιο ἀ­βί­α­στο καὶ τέ­λεια εἰ­ρη­νι­κό, σὰν προ­έ­κτα­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ λό­γου (τί λό­γου, ψί­θυ­ρου ἂς ποῦ­με κα­λύ­τε­ρα), μέ­σ’ ἀ­π’ τὰ σφι­χτο­κλει­σμέ­να σα­γό­νια, τεν­τω­μέ­να στὴ μο­να­δι­κὴ γκρι­μά­τσα: τοῦ μοι­ραί­ου ἀ­πο­γυ­μνω­μέ­νου χα­μό­γε­λου τῶν νε­κρῶν… Ἔ­τσι πά­λι μᾶς πρω­το­φά­νη­κε. Αὐ­τὰ τὰ τε­λει­ω­τι­κά, ἀ­πό­λυ­τα, ἐν­σφρά­γι­στα ἐ­πί­θε­τα ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ὅ,τι χα­ρα­κτή­ρι­ζε τὸν πρῶ­το μας και­ρό, στὰ δι­α­λείμ­μα­τα τῆς ἀ­πό­λυ­της αὐ­το­συγ­κέν­τρω­σης κι αὐ­το­πα­ρατή­ρη­σης ποὺ πέ­σα­με μὲ τὸ ποὺ ἔ­κλει­σε κά­θε πρό­σβα­ση γιὰ τ’ ἀπά­νου ὅ­πως πι­στέ­ψα­με μα­ζὶ μ’ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους κι ἐ­μεῖς τὰ θύ­μα­τα, νὰ ποῦ­με…

        Κι ὅ­πως λοι­πόν μᾶς βρῆ­κε ὁ­λό­τε­λα ἀ­προ­ε­τοί­μα­στους τέ­τοι­α μα­κρο­χρό­νια, ἐν­τα­τι­κὴ καὶ πολυ­ό­φθαλ­μη θά ‘­λε­γε κα­νεὶς αὐ­το­πα­ρα­τή­ρη­ση: ἀ­φοῦ κά­θε ση­μεῖ­ο τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου καὶ πε­ρί­που οἰ­κεί­ου ὣς τό­τε σχή­μα­τός μας συμ­με­τεῖ­χε στὴν κα­θο­λι­κὴ ἀ­πέκ­δυ­ση καὶ σύγ­χρο­να ἀ­πορ­ρό­φη­ση κι ἐ­σώ­τα­τη συρ­ρα­φὴ μὲ τὸ πε­ρι­έ­χον μας — πράγ­μα ποὺ ἀ­πο­σποῦ­σε διαρ­κῶς τὴν προ­σο­χή μας ἀ­π’ ὅ,τι ἄλ­λο μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦ­σε μέ­σα στὸν ἑ­αυ­τό μας κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, σὲ μιὰ βου­βὴ κα­τά­πλη­ξη ἀ­πὸ τὴν πλη­ρό­τη­τα ποὺ πρω­το­δο­κι­μά­ζα­με, ὄ­χι ἁ­πλὰ σὰν αἴ­σθη­μα, μὰ σὰν κά­τι πο­λὺ ἄ­με­σο, πραγ­μα­τι­κὸ κι ἐ­φαρ­μό­σι­μο σὲ κά­θε μας κύτ­τα­ρο (ποὺ ἄ  ­ν  ο  ι  ­γ  ε νὰ δο­κι­μά­σει στὴν ἴ­δια του τὴν οὐ­σί­α κι ὣς τὸν πλή­ρη ἐ­ξου­θε­νω­μὸ τοῦ πυ­ρή­να του τὴν ἀ­φάν­τα­στη αὐ­τὴ ἐμ­πει­ρί­α), δὲν εἴ­χα­με μά­τια γιὰ τί­πο­τ’ ἄλ­λο, πα­ρὰ μ’ ἕ­ναν τρό­πο δι­αι­ω­νί­ζα­με μό­νο τὶς πα­λι­ές μας ψευ­δαι­σθή­σεις, κου­βα­λού­σα­με ἀ­κό­μα τὶς προ­κα­τα­λή­ψεις ποὺ σ’ ὅ­λη τὴ ζω­ή μας στά­θη­καν τέ­τοι­α αἰ­τία τυ­φλα­μά­ρας, καὶ πέ­ρα­σ’ ἔ­τσι κάμ­πο­σος χρό­νος, ὥ­σπου ν’ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τὸ φω­σφο­ρι­κὸ φῶς ποὺ κου­φό­καιγ’ ἕ­να γύ­ρω μας ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὶς πο­λυ­δαί­δα­λες στο­ὲς τῆς σι­ω­πῆς ποὺ δια­ρκῶς καὶ δια­ρκῶς ἄ­νοι­γαν, βγά­ζον­τας ἀλ­λοῦ κι ἀλ­λοῦ μὲ μιὰν ἀ­πί­στευ­τη ἁ­πλο­χω­ριὰ πού ‘­δε­νε τὴν πιὸ ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξιὰ μὲ τὴν πιὸ στε­νὴ κοι­νό­τη­τα.

        Ἄ, τί ἀ­να­σα­σμὸς βα­θὺς ξέ­φυ­γε τό­τε ἀ­π’ τ’ ἀ­να­κου­φι­σμέ­να γυ­μνά μας χεί­λη, σὰν ἐ­πι­τέ­λους ὅ­λα νά ‘­χα­νε ἀ­παν­τη­θεῖ, σὰν ἐ­πι­τέ­λους νά ‘­χα­νε χω­ρι­στεῖ τὰ ἐ­ρί­φια ἀ­πὸ τοὺς ἀ­μνούς, τὰ πε­ριτ­τὰ ἀ­πὸ τὰ πρώ­της χρεί­ας καὶ τὸ Ἀ­πο­λύ­τως Ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ κα­ταύ­γα­ζε τὴ ζω­ή μας Μέ­γας Κα­νών.

        Τό­τε ἦ­ταν ποὺ πράγ­μα­τι ἀν­τι­κρύ­σα­με τοὺς γει­τό­νους μας, ποὺ πράγ­μα­τι κα­τα­λά­βα­με τί μᾶς ἔ­λε­γαν τό­σον και­ρὸ οἱ πα­λιό­τε­ροι, ποὺ πράγ­μα­τι ἀρ­χί­σα­με νὰ κα­τοι­κοῦ­με τὸ «Ρι­ζί­διο 1.000.777 στὸ ἄ­πει­ρο ἀ­ε­νά­ως Ἐ­πα­να­φε­ρό­με­νο Βα­θιὰ τῆς Γε­ω­κεν­τρι­κῆς Ρί­ζας: Αὐ­τό – ὁ Τό­πος – Ἐ­μεῖς».

        Κι ὅ,τι ἀρ­χί­σα­με νὰ μπαί­νου­με στὰ μυ­στι­κά, νὰ ξε­χω­ρί­ζου­με τὰ δι­α­κρι­τι­κά, τὶς ἀ­πο­κλί­σεις, τὶς με­τα­πτώ­σεις, τὶς με­τα­κι­νή­σεις καὶ τὶς ἀ­πο­χρώ­σεις ἀ­κό­μα τοῦ πε­ρι­έ­χον­τός μας καὶ μά­λι­στα μ’ ἀ­τά­ρα­χτη σχε­δὸν κι οὐ­δέ­τε­ρη ἔκ­πλη­ξη νὰ συν­τυ-χαί­νου­με πα­λιοὺς γνω­στούς, φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς ἀ­π’ τ’ ἀ­πά­νου, ἦρ­θε ξαφ­νι­κὰ αὐ­τὴ ἡ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ μου­δι­ά­σμα­τος νὰ τὰ χα­λά­σει ὅ­λα!

        Πᾶ­νε κι οἱ ἀ­νέ­να­ες κι­νη­τι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες μέ­σ’ ἀ­πὸ κά­θε ὑ­λι­κό, οἱ ἀ­ό­ρα­τες δι-ε­πι­σκέ­ψεις τοῦ με­τα­φυ­σι­κοῦ μας πο­λύ­πο­δα μέ­σ’ ἀ­πὸ τὰ πο­λύ­στρο­φα ἐ­λα­στι­κά του σπει­ρά­μα­τα… Πά­ει ἡ χα­ρὰ τῆς πιὸ παι­δι­κῆς μας ἀ­να­κού­φι­σης καὶ πλη­ρό­τη­τας.

        Τὸ «ὁ­ρι­ζόν­τια» ἦ­ταν μιὰ συ­νεί­δη­ση ἀ­νυ­πό­φο­ρη καὶ τυ­ραν­νι­κή.

        Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὴν ἦ­ταν ἔ­τσι. Μπο­ρεῖ νὰ τὸ νο­μί­ζα­με — ἀλ­λὰ τί μ’ αὐ­τό;

        Γιὰ μᾶς ἦ­ταν ἀ­βά­στα­χτη αὐ­τὴ ἡ τέ­λεια ἐ­πί­πε­δη συ­νύ­παρ­ξη.

        Οἱ πα­λι­ό­τε­ροι ὡ­στό­σο μοι­ά­ζα­νε νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­νε. Μό­νο ποὺ δὲ μᾶς λέ­γα­νε πιὰ πὼς θὰ τὸ συ­νη­θί­σου­με κι αὐ­τό, ἀλ­λὰ εἶ­χαν ἕ­να ὕ­φος μοι­ραῖ­ο, σάμ­πως ὅ,τι μᾶς συ­νέ­βαι­νε νὰ ἦ­ταν ὁ πιὸ με­γά­λος πει­ρα­σμὸς τοῦ Ἑ­ω­σφό­ρου, κι αὐ­τοὶ στὴν παν­σο­φί­α τους ἢ τὴν πα­νά­γνοι­ά τους (ἐ­πι­τέ­λους τὸ ἴ­διο κά­νει, σὲ μιὰ θέ­ση σὰν τὴ δι­κή μας) τὸ ξέ­ρα­νε κα­λὰ πό­σο ἐ­σα­εὶ ὑ­πάρ­χων, ἀ­ήτ­τη­τος ἐ­φευ­ρέ­της νέ­ων πα­γί­δων, παν­τε­πό­πτης τοῦ ἀ­πά­νω καὶ τοῦ κά­τω κό­σμου εἶ­ναι ὁ Ἑ­ω­σφό­ρος, λὲς καὶ δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ τὸ «ἄλ­λο μά­τι τοῦ Θε­οῦ» ἢ ἁ­πλῶς τὸ δια­ρκῶς «πα­ρα­κά­τω στά­διο»…

        «Ἄχ, αὐ­τὰ τὰ στά­δια!» γέ­λα­γαν ὅ­λοι μα­ζί, μ’ ἕ­να φουρ­φου­ρι­στὸ τρί­ξι­μο, σὰ νά ‘­ταν τὰ ἄ­σπρα τους κό­κα­λα ἀ­πὸ πα­πυ­ρό­χαρ­το, πα­νά­λα­φρα χει­ρό­γρα­φα ἀν-ά­ξια ἀπο­θε­μέ­να στὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τῶν Κεν­τρι­κῶν Βα­θῶν, μί­λια κά­τω ἀ­π’ τὸ Φλοι­ὸ οἱ ὑ­πέρ­γη­ροι τῆς σύ­να­ξης — καὶ τό­τε μᾶς πρω­τοδώ­σα­νε πά­νω στὴν ἀ­κμὴ τοῦ πό­νου μας τὴν ἄ­δεια καὶ ὁ  ­δ  η  ­γ  η  ­θ  ή  ­κ  α  ­μ  ε…

        Πό­σο δὲν ἦ­ταν πάγ­κλει­στες οἱ προ­σβά­σεις λοι­πόν! Πό­σο τὸ ἀ­πά­νου καὶ τὸ κά­του εἰ­σχω­ρούσα­νε βα­θιὰ τό ‘­να μέ­σα στ’ ἄλ­λο! Πό­σο, μιᾶς καὶ βρε­θή­κα­με κά­πο­τε, ἀ­πο­κλει­ό­ταν νὰ χα­θοῦ­με πο­τέ – σάμ­πως τὸ νὰ ὑ­πάρ­χεις καὶ τὸ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χεις δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τὸ ἴ­διο ἀ­χνά­ρι ἰ­δω­μέ­νο ἀ­πὸ μέ­σα ἢ ἀ­π’ ἔ­ξω, ἡ ἴ­δια δι­κα­στι­κὴ συν­θή­κη ποὺ σὲ προσ­δέ­νει ἐ­σα­εὶ στὸ δι­πλὸ ἕ­δρα­νο τοῦ Κα­τή­γο­ρου καὶ Κα­τη­γο­ρού­με­νου κό­σμου, ἡ ἴ­δια αἰ­ώρη­ση ἀ­νά­με­σα στὰ πα­νάρ­χαι­α σχή­μα­τα, τῶν ἴ­δι­ων ποι­ο­τή­των: Ψη­λά-Χα­μη­λά, Ὀ­δυ­νη­ρά-Ἡ­δο­νι­κὰ καὶ τἀνά­πα­λιν…

        Καὶ ὁ­δη­γη­θή­κα­με λοι­πὸν πά­λι στὴν Πύ­λη!

        …Φύ­σα­γε ἕ­να ἀ­λα­φρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κο, κατα­ποὺ συ­νή­θι­ζε νὰ φυ­σᾶ στὴν πα­τρί­δα ποὺ πρωτα­νοί­ξα­με τὰ μά­τια μας, πέ­ρα στὴ Με­σό­γει­ο, τὶς μέ­ρες τῆς αἰ­θρί­ας, μὲ τὸν ἥ­λιο ἀ­η­τό­που­λο νὰ ξα­πλώ­νει πάγ­χρυ­σες φτε­ροῦ­γες κα­τὰ τὰ μέ­ρη μας κι ἀ­νά­με­σά τους νὰ κυ­λᾶ­νε τὰ σύν­νε­φα τῆς μέ­ρας, οἱ θά­λασ­σες ποὺ μᾶς τα­ξι­δεύ­α­νε τὶς πα­ρα­λί­ες ὣς τὰ πιὸ μα­κρι­νὰ νη­σιὰ τῶν ὠ­κε­α­νῶν… καὶ μὲ βα­θιὰ γνώ­ρι­μη χα­ρὰ τεν­τω­θή­κα­με κ ά ­θ  ε  ­τ  ο  ι καὶ σκαρ­φα­λώ­σα­με στὸν τοῖ­χο μπρο­στὰ ἀ­π’ τὴ σει­ρὰ τῶν βα­θυ­πρά­σι­νων (κι ἴ­σα­με τὸ μπλέ) κυ­πα­ρισ­σι­ῶν, κρε­μών­τας τὰ πό­δια μας ἔ­ξω, ὅ­πως πο­λὺ πα­λιά, παι­διὰ πά­νω στὶς ξε­ρο­λι­θι­ὲς ἢ τί­πο­τα μαν­τρό­τοι­χους, σὰν ἔ­πε­φτε σι­ω­πὴ καὶ κοι­τού­σα­με πέ­ρα… Ἤ­μα­σταν τό­τε μα­ζὶ κι ὅ­μως μό­νοι. Μέ­σα στὴν ἀν­τη­λιὰ ἢ τὶς ἀ­πό­βρα­δες σκι­ὲς μό­νοι κι ὅ­μως μα­ζὶ κου­νών­τας τὰ πό­δια καὶ κοι­τών­τας πέ­ρα… ἐ­κεῖ ὅ­που ἀ­νέ­τελ­λε ἕ­να βου­νὸ ἢ μί­α βλε­φα­ρί­δα φεγ­γά­ρι κι οἱ ὧ­ρες μᾶς δι­α­περ­νοῦ­σαν μ’ ἕ­να δί­χτυ τό­σο λε­πτὸ καὶ πυ­κνὸ ποὺ ἤ­μα­σταν πιὰ ἐ­μεῖς οἱ Ὧ­ρες, ἐ­μεῖς τὰ χρυ­σὰ ψά­ρια στὸ δί­χτυ τοῦ Θε­οῦ… Τὰ πό­δια μας πτε­ρύ­για ἢ ἀ­στρα­φτε­ρὲς οὐ­ρὲς κι ἀ­νε­βαί­να­με κά­θε­τα σὲ μί­αν Ἀ­νά­λη­ψη, για­τί Ἕ­να Αἴ­νιγ­μα μᾶς τρα­βοῦ­σε. Μιὰ ἀ­να­τρι­χί­λα, φρι­κί­α­ση, στὴ σι­ω­πή… βομ­βοῦ­σε: εἶ­μαι… ε  ἶ  ­μ  α  ι…

        «Κα­λὰ ἦ­ταν ἐ­δῶ… Καὶ κά­του κα­λὰ εἶ­ναι…», εἶ­πε ἄ­ξαφ­να ὁ Φαῖ­δρος, ποὺ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸν και­ρὸ σώ­παι­νε, καὶ τεν­τώ­θη­κε κά­θε­τος μ’ ἀ­πό­λαυ­ση φα­νε­ρὴ καὶ φω­νὴ ὅ­πως ἡ τεσ­σε­ρι­σή­μι­σι τ’ ἀ­πο­γεύ­μα­τα τό­τε, μπρο­στὰ στὰ λαμ­πρὰ πα­ρά­θυ­ρα, μὲ τὸν ἀ­λα­φρὸ ἀ­τμὸ τοῦ κα­φὲ καὶ τὴν ὥ­ρι­μη γυ­ναί­κα τοῦ σπι­τιοῦ τρί­βον­τας τὰ χέ­ρια σάμ­πως ἀ­δι­ό­ρα­τα λυ­πη­μέ­να, ἢ σὰ νὰ τό ‘χει πά­ρει ἀ­πό­φα­ση ἀ­πὸ και­ρὸ πὼς ἐ­κεῖ θὰ δύ­ει γλυ­κὰ μα­ζί του κι αὐ­τή, ἐ­νῶ τῆς φω­τί­ζει τοὺς θαμ­ποὺς λο­βοὺς τῶν αὐ­τι­ῶν, καὶ τ’ ἀ­γα­πη­μέ­να χέ­ρια ποὺ ξε­χνᾶ­νε, στα­θε­ρὰ ξε­χνᾶ­νε πιά… ἐ­κτὸς κι ἂν εἶ­ναι γιὰ μι­κρὰ παι­διά: νὰ τοὺς ὑ­ψώ­νουν τὸ πη­γού­νι καὶ νὰ βλέ­πουν ἐ­κεῖ μέ­σα ἄ­πει­ρα τρυ­φε­ρά, ὥ­ρα κι ὥ­ρα, ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ τὴ χει­ρο­νο­μί­α τῆς ζω­ῆς, τὸ ἀ­δι­ά­κο­πο πη­γαι­νέ­λα της στ’ ἄ­φω­να μά­τια τους, ποὺ γε­λᾶ­νε πα­ρα­ξε­νε­μέ­να, δί­χως νὰ τα­ρά­ζον­ται, δί­χως ν’ ἀμ­φι­σβη­τοῦν.

        —Θαρ­ρεῖς καὶ μό­νο αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα κα­τοί­κη­σες, πα­ρα­κμια­κή! Ἀ­π’ ὅ­λο τὸ χρό­νο κι ἀ­π’ ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α μό­νον εἰς τά… πε­ρὶ τὴν Δύ­σιν, μοῦ ‘­πε ξα­να­βρί­σκον­τας τὸ πα­λιό του «ρῶ» στὴ φω­νή. Ἀ­δυ­σώ­πη­το «ρῶ», τρι­ζά­το σὰν ἐγ­χει­ρί­διο στὴ θή­κη, παι­γνι­δι­ά­ρι­κο σὰν ἐγ­χει­ρί­διο, ἐ­πι­κίν­δυ­νο σὰν ἐγ­χει­ρί­διο, δι­α­κρι­τι­κὸ σὰν ἐγ­χει­ρί­διο-ἔμ­βλη­μα.

        —Μά… εἶ­χε ἱ­στο­ρί­α; μπῆ­κε στὴ μέ­ση ὁ Φω­κί­ων μὲ τὸν ἴ­διο μυ­στή­ριο τό­νο του ὅ­πως πα­λιά. Κα­θέ­νας μας σπρω­χνό­ταν σὲ μιὰν ὥ­ρα, ἕ­να λι­γο­στὸ τό­πο (ἕ­να κῆ­πο ἢ ἕ­να γρα­φεῖ­ο νὰ ποῦ­με) γιὰ νὰ τὸν κα­τοι­κή­σει ἰ­δι­ω­τι­κά: αὐ­τὸς καὶ ἡ δι­κή του ποί­η­ση, μέ­σα στὴν ἀ­που­σί­α Ἱ­στο­ρί­ας…

         

Ὢ ἡ ἐκ­κλη­σιὰ τό­σο κον­τὰ κι ἐ­γὼ νὰ κά­θο­μαι σπί­τι

Ἡ πύ­λη της ἀ­νοι­χτὴ κι ἐ­γὼ νὰ μὴν μπο­ρῶ νὰ μπῶ

Νὰ χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες…

Νὰ ψάλ­λον­ται τ’ ἀ­  ν  α  ­σ  τ  ά  ­σ  ι  ­μ  α

Κι ἐ­γώ…

 

          —Νά ‘­χα­με καὶ πα­σα­τέμ­πο! τὸν ἔ­κο­ψε ἀ­πό­το­μα ὁ Φαῖ­δρος. (Σάρ­κα­ζε; Σο­βα­ρεύ­ον­ταν;) Νά ‘­χα­με καὶ πα­σα­τέμ­πο, θά ‘μα­σταν, τέ­λεια, ἡ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἀ­σκή­μια τοῦ τό­τε.

         Ὡ­στό­σο ρού­φα­γε ἄ­πλη­στα κι αὐ­τὸς τὸν ἀ­έ­ρα, χει­μώ­να και­ρὸ καὶ τρέ­χα­νε μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τα, πέ­ρα στὴ δη­μο­σιά, κα­τὰ τὶς πα­ρα­λί­ες οἱ νέ­οι

         Κι ὕστε­ρα, ξαφ­νι­κὰ χα­μέ­νος, κε­ραυ­νό­πλη­κτος:

         —…Μπο­ρεῖ καὶ νά ‘­χεις δί­κιο. Ποιά «Ἱστο­ρί­α»; Ποι­ός Μύ­θος; Κι­νή­θη­κε πο­τὲ τί­πο­τα; Ξε­τυ­λί­χτη­κε κά­τι πο­τέ;… Σὰ νὰ πέ­ρα­σε ὁ Χρό­νος, ὅ­λος ὁ Χρό­νος ἔ­τσι: ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν Πύ­λη, μὴ ὄν­τας…

         —Σκέ­τα μό­νο! (σφύ­ρι­ξε πί­σω μας ἡ φω­νὴ τοῦ Φί­νιου: «ἀ­κό­μα φι­λο­σο­φι­έ­στε ρέ, ἀ­κό­μα ψυ­χο­λο­γί­ζε­στε… σκε­λε­τοί;») Κι ἐ­γώ σᾶς λέ­ω πάν­τα ἔ­τσι πέ­ρα­σε: σκέ­τα μό­νο κι ἄ­δεια «Ὄν­τας»!

         Ἀλ­λά, σὰ νὰ μὴν τὸν ἄ­κου­σε κα­θό­λου, ὅ­πως ὁ λη­στὴς ἐ­λά­χι­στα πρὸ τῆς ἑν­δέ­κα­της — κα­θη­λω­μέ­νος στὸ συγ­κλο­νι­σμὸ μιᾶς ἐκ­κω­φαν­τι­κῆς, ὁ­λο­σχε­ροῦς, ἀ­βυσ­σα­λέ­ας κα­τάρ­ρευ­σης:

         —Μὴ ὄν­τας φί­λε μου…, ἐ­πα­νέ­λα­βε ὁ Φαῖ­δρος πι­κρά… νὰ μὴ μπο­ρῶ νὰ μπῶ. Σ’ Ὅ­  λ  ο  τ  ὸ  Χ  ρ  ό  ­ν  ο… πο­τὲ νὰ μὴ μπο­ρῶ… Ἄ­θω, εἶ­σαι κά­που ἐ­δῶ; Μέ­σα στὴν τε­ρά­στι­α ἀ­δρά­νεια… εἶ­χες δί­κιο Ἄ­θω: πο­τέ, πο­τὲ οἱ λέ­ξεις δὲν τὴ με­τα­φέ­ρουν τοῦ κό­σμου τὴν οὐ­σί­α!

         Γι’ αὐ­τὸ κρύ­βε­ται κι ἕν «ἀ­λί­μο­νο»…

         Πο­τὲ νὰ μὴ μπο­ρῶ…, μέ­σα σὲ κά­θε ποί­η­μα.

         Οἱ ποι­η­τὲς πυ­κνώ­να­νε γύ­ρω μας. Συν­τρο­φι­ὲς συν­τρο­φι­ὲς ἀ­νέ­βαι­ναν ἀ­πὸ βα­θιά.

         Ἀ­ό­ρα­τα δά­χτυ­λα σα­λεῦ­αν καὶ συλ­λέ­γαν κρου­νοὺς τὰ ἀ­ό­ρα­τα δά­κρυ­α.

         Ἀ­κό­μα κι ὁ Φί­νιος πλη­σί­α­σε στὴν ἀ­σά­λευ­τη σι­ω­πή…

         Κα­λὰ ἦ­ταν ἐ­δῶ πά­νω. Καὶ τό­τε ποὺ ζού­σα­με, κα­λὰ ἦ­ταν, κι ἂς ἔ­λει­πε ἡ Ἱ­στο­ρί­α, κι ἂς κα­τοι­κού­σα­με μό­νι­μα εἰς τὸ πε­ρὶ τὴν Δύ­σιν…., κι ἂς ἤ­τα­νε καρ­μπὸν ὅ­λα, ξέ­θω­ρα καὶ κα­κο­πα­τη­μέ­να — καὶ πῶς νὰ τά ‘­δε­νε κα­νείς, μὲ ποι­ά πνο­ὴ ζω­ῆς, ποι­ά δη­μι­ουρ­γί­α εὐ­ρύ­στη­θη, εὐ­ρυ­μέ­τω­πη, μα­κρο­σκε­λή, ἔ­πος τοῦ και­ροῦ ποὺ ζή­σα­με; Στε­νοῦ και­ροῦ, σὰν ἄ­χα­ρο, κα­κο­χυ­μέ­νο κε­ρὶ πα­ρα­φί­νης, ποὺ δὲ φώ­τι­σε κα­μιὰ πρά­ξη, ξὸν ἀ­π’ τὴν τε­λευ­ταί­α. Κι ὕ­στε­ρα φύ­γα­νε καὶ μᾶς ἀ­φή­σα­νε, νο­μί­ζον­τας —κι αὐ­τοὶ καὶ μεῖς— πὼς ἀ­δει­ά­σα­με πράγ­μα­τι τὸ χῶ­ρο.

         Ὅ­μως κα­λὰ εἶ­ναι δῶ πά­νω στὸν τοῖ­χο. Βρά­χος, πές, ὁ­λό­μαυ­ρη ρά­χη καὶ μεῖς ξε­κα­λο­και­ρι­ά­ζου­με… Ὅ­πως ἡ μνή­μη, καρ­πε­ρὴ μή­τρα ὅ­λων τῶν ἄ­νυ­δρων χώ­ρων κά­θε ἐ­ρή­μου τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως με­λε­τᾶ, σάν… ὁ μό­νος ἔ­ρω­τας α  ὐ  ­τ  ή, καὶ γε­μί­ζει τὸ χῶ­ρο δια­ρκῶς δο­ξά­ζον­τας ὡ­ραῖ­α πλά­σμα­τα τῆς φαν­τα­σί­ας.

         Ἅ­μα ψυ­χρά­νει, θὰ κα­τέ­βου­με πά­λι.

         Οὔ­τε κά­θε­τοι γιὰ πο­λὺ οὔ­τε ὁ­ρι­ζόν­τιοι.

         Μπο­ρεῖ αὐ­τὸ νά ‘­ταν καὶ τὸ πιὸ βα­θὺ νό­η­μα — ἡ πιὸ ἄ­γρια ἔλ­λει­ψη, ἡ πιὸ σπα­ρα­κτι­κὴ λα­χτά­ρα στὸ μαρ­τύ­ριο τοῦ Σί­συ­φου:

         Ἕ­να σχῆ­μα γιὰ κά­θε και­ρό.

                                    Κα­λη­νύ­χτα.

         1976

  

 

Πη­γή: Ἡ Βίρ­γκω τῆς Ἐρη­μιᾶς καὶ τὰ Κρυφὰ Κε­λα­ϊ­δό­νια, Δι­η­γή­μα­τα (1973-1996), ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀθή­να, 1996.

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀθή­να 1947). Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μικὰ καὶ Ἀγγλικὴ Λογο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φανί­στη­κε με τὴν συλ­λογὴ δι­η­γημά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972)· τε­λευ­ταῖο της βι­βλίο: Νησὶ ἀπὸ ἐλα­φρόπε­τρα (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀλε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να, 2008).