Νών­τας Τσίγ­κας: Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


Νών­τας Τσίγ­κας


Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


…νὰ ἰ­δῶ τοὺς ποι­η­τὲς πρό­λα­βα ἐ­γώ.

Δ. Σαβ­βό­που­λος


ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ἐ­ξα­δέλ­φη κά­πο­τε μοῦ εἶ­πε: «κον­τὰ στὴν Πέ­τρου Συν­δί­κα, μέ­νει ἡ Ζω­ὴ Κα­ρέλ­λη. Τὴ βλέ­πω καμ­μιὰ φο­ρά.» Ἔ­μοια­ζε νὰ μοῦ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται, ὑ­πε­ρη­φά­νως, πὼς μιὰ ἀ­πλη­σί­α­στη στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­φα­νὴς στὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας ἔ­λα­φος, τι­μη­τι­κὰ καὶ χα­ρι­στι­κῶς πως, ζοῦ­σε στὴν ἴ­δια σχε­δὸν γει­το­νιὰ μ’­ ἐ­κεί­νη.

        Ἕ­νας ἄλ­λος ντό­πιος, γε­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, χρό­νια φευ­γά­τος στὴν Ἀ­θή­να, ἐ­πέ­στρε­ψε γιὰ νὰ τα­φεῖ στὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α τῆς «πό­λης τῶν προ­σφύ­γων», καὶ ὄ­χι στὴ «με­γα­λο­πρε­πὴ τούρ­τα» τῆς Μη­τρό­πο­λής της, μιὰ βρο­χε­ρὴ μέ­ρα τοῦ Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1985. Στὸ κα­τό­πι πῆ­ραν νὰ φυλ­λορ­ρο­οῦν ἕ­νας-ἕ­νας: Κα­ζαν­τζῆς, Ἀσ­λά­νο­γλου, Πεν­τζί­κης, Βαρ­βι­τσι­ώ­της, Θέ­με­λης, Μπα­κό­λας, Μο­σκώφ… Σὰν τὸν πνιγ­μέ­νο, ποὺ πι­ά­νε­ται ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά του, πά­σχι­ζα φο­ρὲς νὰ δι­α­κρί­νω τὸ μαῦ­ρο θο­λω­τὸ κα­πέ­λο τοῦ Κώ­στα Λα­χᾶ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος ἢ τὴν κα­παρ­ντί­να τοῦ πι­κρό­στο­μου Χρι­στι­α­νό­που­λου, μὲ τὸν ἴ­διο μέ­σα της, νὰ πε­ρι­μέ­νει στὴ στά­ση τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου γιὰ τὶς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­γει­ο πλέ­ον βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Ρα­γιᾶ στὴν Ἑρ­μοῦ. Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­χα δεῖ τὸν Τη­λέμα­χο Ἀ­λα­βέ­ρα νὰ βα­δί­ζει μὲ μιὰ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐ­πι­τή­δευ­ση στὸ δρό­μο. Σὰν νὰ ἀ­πό­φευ­γε τὶς πλά­κες τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου ἢ ἄλ­λα ἀ­ό­ρα­τα ἐμ­πό­δια ποὺ ὑ­πῆρ­χαν κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια του… Λὲς κι ἔ­πλε­ε μέ­σα σὲ μιὰ ζε­λε­δέ­νια λί­μνη καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ χω­ρὶς νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ ἡ πε­ρι­ρέ­ου­σα πη­κτω­μα­τώ­δης οὐ­σί­α. Λί­γο με­τὰ χά­θη­κε κι ἐ­κεῖ­νος. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια θαρ­ρεῖς κι ἔ­γι­νε ἐ­πέ­λα­ση σὲ χάρ­τι­νο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ σκη­νι­κὸ καὶ ἀ­φα­νί­στη­καν μὲ μιᾶς τὰ το­πό­ση­μα τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ μας προ­σα­να­το­λι­σμοῦ: βι­βλι­o­πω­λεῖ­α, κα­φε­νεῖ­α, τα­βερ­νά­κια καὶ λοι­ποὶ θύ­λα­κες φι­λό­τη­τας τῆς πό­λης μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­μιὰ φο­ρὰ βλέ­πω τὴν ἀ­ση­μέ­νια χαί­τη τοῦ Ἠ­λί­α Κου­τσού­κου κα­θὼς αὐ­τὸς ἀ­νε­βαί­νει βα­ρύ­θυ­μος κα­τὰ τὴν Ἀ­χει­ρο­ποί­η­το ἢ τὸν Θω­μᾶ Κο­ρο­βί­νη, εὐ­θυ­τε­νῆ μὲ μὼβ-μπορ­ντὸ φου­λά­ρι, νὰ προ­βαί­νει στὴν Τσι­μι­σκῆ τὸ πρω­ί. Εἶ­ναι κά­ποι­α πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­σο νά ’­ναι.

        Ὅ­μως, οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως, ὅ­πως καὶ οἱ ἀρ­χές, ἀ­δη­μο­νοῦν γιὰ τὸ ἂν καὶ πό­τε θὰ ἐλ­λι­με­νι­σθοῦν τὰ θη­ρι­ώ­δη πλέ­ον­τα ξε­νο­δο­χεῖ­α ποὺ θὰ ἀ­πο­βι­βά­σουν τοὺς τρι­σχι­λί­ους των. Ἐ­κεῖ­νοι θὰ βη­μα­τί­σουν χα­ρί­εν­τες στὸ πα­ρά­λιο μέ­τω­πο μὲ ἐ­λά­χι­στη ἔν­δον κί­νη­ση αἰ­σθη­μά­των. Τοὺς πα­ρα­κο­λου­θῶ πε­ρι­δε­ὴς μέ­σα στὴν ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τή τους κα­τά­στα­ση. Για­τί οἱ του­ρί­στες δὲν πο­νοῦν. Ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χουν χά­σει τί­πο­τα ἐ­δῶ…


 Ἰ­ού­νιος 2023



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πέρ. Τύρ­βη, ἀρ. 21, Κα­λο­καί­ρι 2023.

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Ζωῆς Καρέλλη 2, Θεσσαλονίκη. Φωτογραφία: Google, Αὔγουστος 2022.


			

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Ἕ­να πι­κρὸ τέ­λος εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο

                                         ἀ­πὸ μιὰ πί­κρα χω­ρὶς τέ­λος.

 ΓΥΝΑΙΚΑ, προ­αι­σθα­νό­με­νη τὸ μέλ­λον, δι­α­βά­ζει τὸ Χρο­νι­κὸ ἑ­νὸς προ­α­ναγ­γελ­θέν­τος θα­νά­του, ἐ­νῶ ὁ ἄν­τρας, βυ­θι­σμέ­νος στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ξέ­νου, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς ὕ­παρ­ξης. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ δοῦν συν­τρο­φιὰ τὴν ται­νί­α Ση­μα­σί­α ἔ­χει ν’ ἀ­γα­πᾶς.

        Ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια, παν­τρε­μέ­νη μὲ κά­ποι­ον ποὺ τῆς στε­ρεῖ τὴν ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­πα­φή, συγ­χέ­ει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ τὸ πλα­τὸ καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πεῖ «σ’ ἀ­γα­πῶ» στὸν παρ­τε­νέρ της ποὺ «πε­θαί­νει» στὴν ὀ­θό­νη. Ὅ­ταν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν ἄν­τρα τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς σκη­νὴ κα­θὼς ὁ ἐ­ρα­στὴς της ξε­ψυ­χᾶ στὴν ἀγ­κα­λιά της. Μό­νον τό­τε, κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν στὰ χεί­λη της οἱ λέ­ξεις.

        Τὸ ἔρ­γο τε­λει­ώ­νει τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­πι­στρέ­φει στὴ σι­ω­πή.



Πη­γή: Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη, Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, Ἄ­γρα (2023).

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις “Ἄ­γρα”. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου…» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας…» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν…» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.



		

	

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.



		

	

Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.



		

	

Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου: βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον



Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου


βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον


ΚΑΠΟΤΕ –καὶ πό­τε ἦ­ταν;– δι­α­βά­ζον­τας τὴν Φό­νισ­σα ση­μεί­ω­να σὲ ἕ­να φύλ­λο χαρ­τὶ (ἀ­πὸ πεν­τά­γραμ­μο) τὰ το­πω­νύ­μια. Ἀ­νὰ κε­φά­λαι­ο, γέ­μι­ζε σι­γὰ-σι­γὰ το λευ­κό, ὁ­δοι­πο­ρῶν­τας τὴν ὕ­παρ­ξη, ρί­χνον­τας τὸν κου­βᾶ στὰ βα­θιά, τὰ δύ­σκο­λα. «Σκιὰν ἀν­τὶ φω­τὸς» γρά­φω στὴν ἀρ­χή. Εὐ­τυ­χῶς τὸ βρῆ­κα δι­πλω­μέ­νο στὰ σκι­α­θί­τι­κα ρά­φια. Μὲ τὸν και­ρό, τὰ χρό­νια, τὶς ἔ­γνοι­ες, τὰ χαρ­τιὰ με­γα­λώ­νουν, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται, χά­νον­ται, σβή­νουν μέ­σα σὲ ρωγ­μὲς κρυ­φές. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­λη­θι­νὰ τὰ χρεια­στεῖς ἔρ­χον­ται καὶ σὲ βρί­σκουν, σὲ πιά­νουν κου­βέν­τα, ἴ­σως νὰ σοῦ ψή­σουν καὶ κα­φέ. Τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, τῶν τό­πων εἶ­ναι τὸ πιὸ δυ­να­τὸ χαρ­τί. Σα­ρώ­νει φι­λο­σο­φί­ες καὶ κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ες (ἀ­πα­ραί­τη­τες ἀλ­λὰ ἀ­νε­παρ­κεῖς οἱ κα­η­μέ­νες) καὶ μᾶς πιά­νουν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, μο­λο­γῶν­τας ἀ­λή­θει­ες, ὀ­δύ­νες, χα­ρές, λε­πτὲς σκι­ὲς καὶ πε­τά­με­να φῶ­τα καὶ ἄν­τε κυ­νή­γη­σέ τα. Ἀν­τι­γρά­φω ὀ­λί­γα, πα­τή­μα­τα στὸν χάρ­τη τῆς ζω­ῆς: κο­ρυ­φὴν τ’ Ἅ­ϊ-Θα­να­σοῦ, ὁ πεῦ­κος τοῦ Μω­ρα­ΐ­τη, χω­ρά­φι στὸ Στοι­βω­τό, ἀμ­πέ­λι στὴν Ἀμ­μου­διά, κα­τὰ τὰ Πη­γά­δια, Μα­μοῦς τὸ ρέ­μα, Κο­νό­μου τὰ ρόγ­για, Μι­κρὸν Ἀ­νάρ­γυ­ρον, τὰ Κο­τρώ­νια, Λε­χού­νι, στὸ Κλῆ­μα στὸ μο­νο­πά­τι, Κα­κό­ρεμ­μα, Γλυ­φο­νέ­ρι, τοῦ Που­λιοῦ τὴ Βρύ­ση, τὸν ἁ­λί­κτυ­πον βρά­χον (Ἁγ. Σώ­ζον­τος).



Πη­γή: Χρο­νι­κὰ Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας, φ. 1045,01.12.2023.

Ἀν­τώ­νης Ν. Πα­πα­βα­σι­λεί­ου (Γρε­βε­νά, 1969). Ζεῖ στὰ Γρε­βε­νά. Συ­νερ­γά­ζε­ται στὴν ἔκ­δο­ση τῆς Ἑ­βδο­μα­δια­ίας Ἐ­φη­με­ρί­δα­ς Χρο­νι­κὰ Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­α­ς καὶ δι­δά­σκει ἀγ­γλι­κά. Τυ­πώ­νει τὸ ἑ­ξα­μη­νια­ῖο μο­νό­φυλ­λο ΤΥΡΒΗ. Βι­βλί­ο του: Λό­για Ρι­ζω­μέ­να (manifesto, 2017).


Νώντας Τσίγκας: Ὁ Μῆ­τσος


Νών­τας Τσίγ­κας


Ὁ Μῆ­τσος

(Lacrymosa)


ΟΝ ΑΚΟΥΩ ἀπὸ τὸν φω­τα­γω­γό. Ἡ φω­νή του ἀ­νε­βαί­νει ὡς μα­θη­τευ­ό­με­νου ψαλ­μω­δοῦ ἔν­ρι­νη καὶ βα­θιά, ἑ­σπε­ρι­νὴ συ­νή­θως, σὰν ἀ­πὸ χω­νὶ πε­ρα­σμέ­νη, κά­πως ἠ­λε­κτρο­νι­κή. Μα­ζί της ἀ­να­δύ­ε­ται σχε­δὸν πάν­το­τε μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ πρό­χει­ρο φαῒ ἴ­σως τη­γα­νη­τὲς πα­τά­τες καὶ αὐ­γὰ μά­τια. Προ­σπα­θεῖ νὰ ἀγ­γί­ξει κά­ποι­ον λυγ­μι­κὸ λα­ϊ­κὸ τρα­γου­δι­στὴ στὶς κο­ρῶ­νες. Ἕ­νας μο­να­χι­κὸς ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὁ Μῆ­τσος ποὺ μέ­νει ἐ­κεῖ κά­τω. Πό­σο κά­τω; «Στὸ μεῖ­ον δύ­ο». Ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν πιά­νει οὔ­τε τὴ βά­ση στὰ κοι­νω­νι­κά. Δη­λο­νό­τι στὸν μεῖ­ον δύ­ο ὄ­ρο­φο ἔ­χου­με —ἕ­ξι του­λά­χι­στο— μέ­τρα κά­τω ἀ­πὸ τὴ ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς. Πιὸ κά­τω κι ἀ­πὸ τοὺς πε­θα­μέ­νους τὸν θά­να­το τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὡ­στό­σο στὰ θε­τι­κά τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως θὰ πρέ­πει νὰ λο­γί­ζε­ται ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­ρά­θυ­ρο ποὺ κοι­τά­ζει στὸ ρέ­μα, στὸ χῶ­ρο δη­λα­δὴ ἀ­πο­βο­λῆς ἀ­νε­πι­θύ­μη­των ὑ­γρῶν λυ­μά­των καὶ σα­βού­ρας πά­σης φύ­σε­ως ἀ­πὸ τοὺς σκυ­θρω­ποὺς χω­ριά­τες ποὺ κα­τοι­κοῦν αὐ­τὴ τὴν πό­λη.

        Ἡ γυ­ναί­κα πο­τὲ δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πῆρ­ξε στὴ ζω­ή του. Συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λοι μά­κρυ­ναν πιά. Δου­λεύ­ει ἀ­πὸ τὰ χα­ρά­μα­τα μέ­χρι ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα στὴ βι­ο­τε­χνί­α κι ἔρ­χε­ται νὰ ζα­ρώ­σει στὸ ὑ­πό­γει­ό του. Βγαί­νει σπα­νί­ως ἀ­πὸ δῶ σὰν ἀ­ρά­χνη ἢ σα­ραν­τα­πο­δα­ρού­σα, μπο­ρεῖ καὶ σὰν πον­τι­κὸς ἢ ἀ­πο­τρό­παι­α κα­τσα­ρί­δα. Ἕ­να ἐ­νο­χλη­τι­κὸ ἀ­πό­βλη­το τῆς λαμ­πρῆς καὶ ἀ­ει­φό­ρου κοι­νω­νί­ας ποὺ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἐ­δῶ κά­τω. Ἐ­δῶ ὁ Μῆ­τσος κρα­τᾶ μα­ζί του θαμ­μέ­νες μιᾶς ζω­ῆς τὶς μα­ται­ώ­σεις καὶ τὰ δι­α­κυ­βεύ­μα­τα – ὅ­σα ἀ­π’ αὐ­τὰ δη­λα­δὴ πράγ­μα­τι ὑ­πῆρ­ξαν.

        Τὰ φυ­λά­γει σὰν πα­λι­ὲς φω­το­γρα­φί­ες, δρο­σε­ρὲς καὶ στη­μέ­νες στιγ­μὲς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Μνῆ­μες τσι­τω­μέ­νες σὰν ρό­γες παρ­θε­νι­κὲς μπρο­στὰ στὴν ἡ­δο­νή. Κι ὅ­ταν βρί­σκε­ται τὴν κου­ζί­να ἢ τὸ μπά­νιο δὲν πα­ρα­λεί­πει νὰ τρα­γου­δή­σει σί­γου­ρος πὼς ὅ­λοι ἀ­κοῦ­νε ἀ­πὸ τὸ φω­τα­γω­γὸ ν’ ἀ­νε­βαί­νει τὸ ἀ­πέ­ραν­το πα­ρά­πο­νο μο­νά­χο του χω­ρὶς τὶς αἰ­τί­ες ποὺ τὸ ἔ­συ­ραν μέ­χρι σ’ αὐ­τὲς τὶς ὄ­χθες τῶν λυγ­μῶν.

        Στὸ κά­λε­σμα τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου ποὺ περ­νοῦ­σε πῶς νὰ μὴ βγεῖ; Μὲ τό­σα θαμ­μέ­να καὶ ἄ­δο­ξα πα­ρα­τη­μέ­να ἐν­τός του, σα­θρὰ καὶ ξε­φτι­σμέ­να κει­μή­λια μιᾶς ζω­ῆς ὁ­λό­κλη­ρης, ἀ­νά­με­σα στ’ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κα νε­κρο­λού­λου­δα…

        Στά­θη­κε ἀ­νύ­πο­πτος δί­πλα στὸν Νί­κο Κα­ροῦ­ζο καὶ κά­ποι­ον ἄλ­λον στὸ πε­ζο­δρό­μιο ἐ­κεῖ­νο.



Πη­γή: Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἐ­πο­χια­κὸς Δι­α­νο­μέ­ας (ἐκδ. «Πα­νο­πτι­κόν», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2013).

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.


Εἰκόνα: στὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὴν Ἐλευσίνα. Μεγάλη Παρασκευή, 14 Ἀπριλίου 2023. Φωτό: Γιάννης Πατίλης.


		

	

Θανάσης Μανιφάβας: Θα σωπάσουμε μαζί


Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας


Θὰ σω­πά­σου­με μα­ζί


ΟΡΤΩΜΕΝΟΣ ἀ­πὸ τὶς κα­θη­με­ρι­νὲς μι­κρο­έ­γνοι­ες τοῦ βι­ο­πο­ρι­σμοῦ κα­τευ­θύν­θη­κα σ’ ἕ­να κρη­τι­κὸ στέ­κι γιὰ μιὰ ρα­κή.

        — Ἡ ρα­κή, εἶ­πε ὁ τα­βερ­νιά­ρης, κε­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν μπάρ­μπα-Γιάν­νη, ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως μοῦ ἔ­κλει­σε τὸ μά­τι μὲ νό­η­μα. Πῆ­ρα τὸ πο­τή­ρι καὶ πῆ­γα στὸ τρα­πέ­ζι τοῦ γέ­ρον­τα, ποὺ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ἦ­ταν ὁ μο­να­δι­κὸς θα­μώ­νας. Σὲ λί­γο προ­σποι­ή­θη­κα κά­ποι­α δου­λειὰ καὶ πῆ­γα στὴν κου­ζί­να.

        — Ξέ­ρεις ποιός εἶ­ναι, μὲ ρώ­τη­σε ὁ τα­βερ­νιά­ρης.

        — Ὄ­χι, ποι­ός εἶ­ναι;

        — Εἶ­ναι ὁ Γιά­ννης ὁ… δά­σκα­λος ὅ­λων σχε­δὸν τῶν ση­με­ρι­νῶν με­γά­λων λυ­ρά­ρη­δων. Κον­τεύ­ει τὰ ἑ­κα­τό, ἀλ­λὰ τά ‘­χει τε­τρα­κό­σια.

        Γύ­ρι­σα στὸ τρα­πέ­ζι καὶ βάλ­θη­κα νὰ τὸν πε­ρι­ερ­γά­ζο­μαι. Ὁ τα­βερ­νιά­ρης τὸν ρω­τοῦ­σε συ­νέ­χεια γιὰ νὰ τὸν κεν­τρί­ζει νὰ μι­λά­ει.

          Σὲ λί­γο στὸ στέ­κι μπῆ­κε «ὁ Ἀν­τώ­νης ὁ…»

        Θαυ­μά­σιος λυ­ρά­ρης, μα­θη­τὴς τοῦ μπάρ­μπα-Γιά­ννη. Ὁ Ἀν­τώ­νης ἄν­θρω­πος ἀ­μί­λη­τος καὶ βα­ρύς, μό­λις εἶ­δε τὸν δά­σκα­λο, χα­μο­γέ­λα­σε πλα­τιὰ κι ἄ­νοι­ξε τὴν ἀγ­κα­λιά του. Ἀλ­λὰ κι ὁ δά­σκα­λος, πα­ρὰ τὰ χρό­νια του, ση­κώ­θη­κε νὰ τὸν ὑ­πο­δε­χτεῖ ὄρ­θιος. Εἶ­χαν νὰ συ­ναν­τη­θοῦν του­λά­χι­στον δυ­ὸ δε­κα­ε­τί­ες. Σὲ λί­γο ὅ­μως μι­λά­γα­νε σὰ νὰ συ­νέ­χι­ζαν μιὰ κου­βέν­τα, ποὺ τὴν εἶ­χαν ἀ­φή­σει στὴ μέ­ση ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα. Κα­μιὰ προ­σπά­θεια τοῦ χρό­νου ποὺ εἶ­χαν νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­νε.

        Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γη ὥ­ρα ὁ Ἀν­τώ­νης εἶ­πε.

        — Δά­σκα­λε, θὰ μοῦ κά­νεις μιὰ χά­ρη;

        — Ὅ,τι θέ­λεις Ἀν­τώ­νη.

        — Θὰ μοῦ παί­ξεις ἕ­ναν αὐ­το­σχε­δια­σμὸ στὴ λύ­ρα;

        — Νὰ σοῦ παί­ξω, ἀλ­λὰ θά ‘ναι κα­λύ­τε­ρα, λέ­ω, νὰ μὲ συ­νο­δεύ­σεις κι ἐ­σὺ μὲ λα­γοῦ­το. (Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ λύ­ρα ἤ­ξε­ραν καὶ οἱ δύ­ο καὶ λα­γοῦ­το.)

        — Κι ἴν­τα λο­γῆς αὐ­το­σχε­δια­σμὸς θά’ ναι αὐ­τός, ποὺ θὰ παί­ζου­νε δύ­ο;

        Νὰ σοῦ πῶ τί θὰ κά­νου­με: Θὰ πι­οῦ­με μα­ζί, θὰ μι­λή­σου­με μα­ζί, θὰ σω­πά­σου­με μα­ζὶ καὶ τέ­λος θὰ παί­ξου­με μα­ζί.

        Κι ἔ­τσι ἔ­γι­νε.



Πη­γή: Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀ­γρι­νί­ου, 2021).

Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας (Ἀ­γρί­νιο) Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Γιὰ τὸ βι­βλί­ο του Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὰ ἑ­ξῆς: «[…] Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν εἶ­ναι μιὰ προ­σπά­θεια χαρ­το­γρά­φη­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, ὅ­πως αὐ­τὴ ἀ­να­δεί­χνε­ται ἀ­νό­θευ­τα καὶ αὐ­θόρ­μη­τα στὶς ἁ­πλὲς στιγ­μὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εἶ­ναι ὅ­λες ἀ­λη­θι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κά. […] Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄρ­χι­σε ἡ λε­η­λα­σί­α τοῦ λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ […] Στὸν ἑ­αυ­τό μου ἐ­πι­φυ­λάσ­σω ἕ­να ρό­λο: τοῦ ἁ­πλοῦ κα­τα­γρα­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ κά­ποι­ες ἀ­πα­ραί­τη­τες γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση πλη­ρο­φο­ρί­ες, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­σκή­σεις εὐ­αι­σθη­σί­ας καὶ εὐ­και­ρί­ες γαλ­βα­νι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς…» (red line agrinio, 2017)

Εἰκόνα: Τὸ σχέ­διο εἶ­ναι τοῦ Δη­μή­τρη Δή­μα ἀ­πὸ τὴν πρω­τό­τυ­πη εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση γιὰ τὸ βι­βλίο (μει­κτὴ τε­χνι­κὴ, 11,5Χ16,5 ἐκ.)


Βασίλης Γεργατσούλης: Δὲν ἔ­χει χρό­νο


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Δὲν ἔ­χει χρό­νο


ΩΤΗΣΑ ΕΝΑ φί­λο μου λο­γο­τέ­χνη ἂν γρά­φει μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα. Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε πὼς δὲν ἔ­χει χρό­νο, γι’ αὐ­τὸ γρά­φει μό­νο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ νου­βέ­λες.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ


Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 6/6)


Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ


Ε ΤΑ ΞΕΦΩΝΗΤΑ του ἀ­να­τί­να­ξε τὸν πιὸ γλυ­κό μου ὕ­πνο. Ἴ­σως κά­τι νὰ στρά­βω­σε στὰ σω­θι­κά του. Τὸ κο­πά­νη­σα ἀ­λύ­πη­τα μ’ ἕ­να σφυ­ρί. Ἔ­λα ὅ­μως πού, ἂν καὶ πτῶ­μα, οὔρ­λια­ζε ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως καὶ πρίν… Στὰ πρό­θυ­ρα τῆς τρέ­λας ξε­ρί­ζω­σα μιὰ τού­φα ἀ­π’ τὰ μαλ­λιά μου. Καὶ τό­τε μό­νο εἶ­δα ποιός πα­ρα­λη­ροῦ­σε. Ἦ­ταν τὸ ἄ­θλιο Deluxe. Μ’ ἕ­να τι­πο­τέ­νιο κλὶκ τοῦ βού­λω­σα τὸ στό­μα. Ἀλ­λὰ ποι­ό τὸ ὄ­φε­λος; Ἡ σκέ­ψη τοῦ ἀ­δι­κο­σκο­τω­μέ­νου Casio ἐ­ξα­φά­νι­σε ὁ­λο­σχε­ρῶς τὸν ὕ­πνο μου. Κάλ­λιο νὰ εἶ­χα πνί­ξει τὸν Ἰ­ά­γο ἢ τὸν Ὀ­θέλ­λο.



Πη­γή: Ἄ­χθος Ἀ­ρού­ρης (Ποι­ή­μα­τα-Πε­ζὰ 2011-2013, Ἀ­θή­να, 2014).

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).