Λάκης Παπαστάθης
Χαρίκλεια
ΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ὑπεραστικῶν λεωφορείων, στὴν ὁδὸ Λιοσίων, ὀχτὼ παρὰ τέταρτο τὸ πρωί. Στὴ θυρίδα τῶν εἰσιτηρίων γιὰ τὸ Βόλο ἔχει σχηματιστεῖ μιὰ μεγάλη οὐρά. Ὅλοι βιάζονται νὰ προλάβουν τὸ λεωφορεῖο τῶν ὀχτώ. Εἶναι ἡ γραμμὴ ποὺ περνάει ἀπὸ πολλὰ χωριὰ καὶ κωμοπόλεις τῆς Μαγνησίας πρὶν καταλήξει στὸ Βόλο.
— Κάνει στάση στὴν Κασσαβέτεια;
— Ναί.
— Ἕνα εἰσιτήριο. Ἡ μικρὴ δὲν πληρώνει.
— Πρέπει νὰ τῆς βγάλεις μισό.
— Μὰ εἶναι μικρή.
— Πόσο χρονῶν εἶναι;
— Ἕξι.
— Πιὸ μεγάλη φαίνεται… Καλά.
Ὁ ὑπάλληλος ποὺ ἔκοβε τὰ εἰσιτήρια κοίταξε μὲ συμπάθεια τὴ μικρὴ καὶ τῆς χαμογέλασε.
— Πῶς σὲ λένε;
— Χαρίκλεια.
Παραξενεύτηκε μὲ τ’ ὄνομα ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τέλεια προφορά της, γιατί τὸ κορίτσι ἦταν μαυράκι μὲ κατσαρὰ μαλλιὰ κι εὐκίνητα μαῦρα μάτια. Ἡ μάνα της γύρω στὰ σαράντα, μὲ κότσο καὶ λουλουδιαστὸ κόκκινο φουστάνι.
Ὁ ὁδηγός, γύρω στὰ τριάντα, μὲ γυαλιὰ καὶ καλοχτενισμένο μαλλί. Κοίταζε ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ αὐστηρά τοὺς ἐπιβάτες καὶ κάπνιζε τὸ ἕνα τσιγάρο μετὰ τὸ ἄλλο. Μετὰ τὰ πρῶτα διόδια ἔβαλε τραγούδια στὸ κασετόφωνο.
Ἡ Χαρίκλεια κοιμόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας της. Ξύπνησε γιὰ λίγο στὴ στάση κοντὰ στὰ Καμένα Βοῦρλα, ἔφαγε μιὰ μεγάλη τυρόπιτα κι ὅταν τὸ αὐτοκίνητο ξεκίνησε, ξανακοιμήθηκε. Τὴν ξύπνησε ὁριστικὰ ἕνα κορνάρισμα καὶ τότε, ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας της, γλίστρησε στὸ διπλανὸ κάθισμα. Χάζεψε γιὰ λίγο τὸ δρόμο ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ γυρνώντας στὴ μάνα της τὴ ρώτησε πότε φθάνουν. Αὐτὴ τῆς ἀπάντησε: «Σὲ λίγο».
Ἡ γυναίκα ποὺ καθόταν στὸ πίσω κάθισμα ἄρχισε τὶς ἐρωτήσεις, κάπως ἀνακριτικά.
— Ποῦ μένεις;
— Στὴν Ἀθήνα
— Καὶ ποῦ πᾶς τώρα;
— Στὴν Κασσαβέτεια νὰ δῶ τὸν ἀδελφό μου.
— Δουλεύει ἐκεῖ;
— Ὄχι, εἶναι στὴ φυλακή. Φυλακὲς Κασσαβέτειας. Ἡ μητέρα της τὴν τράβηξε ἀπότομα ἀπὸ τὸ μανίκι…
— Μὴ λὲς τέτοια πράγματα!
Ἀντὶ νὰ σωπάσει, ἡ Χαρίκλεια συνέχισε…
— Κι ὁ μπαμπὰς εἶναι φυλακή. Στὸν Κορυδαλλό! Ἐμεῖς μένουμε στὸ Μενίδι.
Ἡ μάνα της τώρα δὲν ἀντέδρασε. Κοιτοῦσε μπροστά της, σὰν νὰ ἀπομόνωνε τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὸ περιβάλλον.
Ἡ τελευταία φράση δημιούργησε συγκίνηση καὶ ἐνδιαφέρον στοὺς ἐπιβάτες ποὺ κάθονταν κοντά. Ἄλλοι τὴ ρωτοῦσαν ἂν πάει σχολεῖο, ἄλλοι ποῦ γεννήθηκε, ἄλλοι ἂν πάει στὴν ἐκκλησία. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούστηκε τὸ Χαρικλάκι, τὸ παλιὸ τραγούδι τοῦ Τούντα.
«Μαμά… μαμά… τὸ Χαρικλάκι… ἄκου!»
Μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἡ μικρὴ πετάχτηκε στὸ διάδρομο τοῦ λεωφορείου, χορεύοντας τσιφτετέλι καὶ μουρμουρίζοντας τὸ τραγούδι. Οἱ ἐπιβάτες ἄρχισαν νὰ τῆς χτυποῦν παλαμάκια. Ἀκόμη κι ὁ ὁδηγός, ποὺ τὴν κοίταζε ἀπὸ τὸ καθρεφτὰκι, χαμογέλασε κι ἀνέβασε τὴν ἔνταση τοῦ μεγαφώνου. Χορὸς μὲ τσαχπινιὰ κι ἐρωτισμὸ γυναίκας. Ὁ ρυθμός της, παρὰ τὸν περιορισμένο χῶρο, ἀβίαστος καὶ πλούσιος. Ὅταν τελείωσε τὸ τραγούδι, γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα ἐξακολουθοῦσε νὰ χορεύει. Μετὰ ἔκανε μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση. Τὰ μπράβο καὶ τὰ χειροκροτήματα, σὰν νὰ ξύπνησαν τὴ μάνα της, ποὺ ἔβγαλε μαντίλι καὶ τῆς σκούπισε τὸν ἱδρώτα.
— Χορεύω καὶ στὰ μαγαζιά. Στὸν κύριο Νίκο στὸ Μενίδι, στὸν κύριο Κώστα στὰ Λιόσια, στὸ κέντρο Πανδαισία στὴ Φυλή. Μὲ πάει ἡ μαμά μου. Φοράω ἕνα πολὺ ὡραῖο φόρεμα. Μπλὲ χρῶμα.
Τὰ εἶπε μόνη της —χωρὶς νὰ ρωτηθεῖ— στὴ γυναίκα ποὺ καθόταν στὸ πίσω κάθισμα.
Ὅταν τὸ λεωφορεῖο ἔκανε στάση στὴν Κασσαβὲτεια καὶ κατέβηκε ἡ μικρὴ μὲ τὴ μάνα της, οἱ περισσότεροι ἐπιβάτες πῆγαν στὰ παράθυρα γιὰ νὰ τὶς χαιρετήσουν. Κουνοῦσαν τὰ χέρια καὶ φώναζαν «γειά σου, Χαρικλάκι». Ὁ ὁδηγός, πρὶν ξεκινήσει, κορνάρισε σὰν σὲ ἀποχαιρετισμό.
Πηγή: Ἡ Ἥσυχη καὶ ἄλλα διηγήματα (ἔκδ. Νεφέλη, 2005)
Λάκης Παπαστάθης (Βόλος, 1943). Πεζογράφος, σκηνοθέτης. Ἔχει σκηνοθετήσει τρεῖς κινηματογραφικὲς ταινίες μεγάλου μήκους: Τὸν καιρὸ τῶν Ἑλλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Τὸ μόνον τῆς ζωῆς του ταξείδιον (2001) καὶ μία μικροῦ μήκους: Γράμματα ἀπό τὴν Ἀμερική (1972). Ἀπὸ τὸ 1976 εἶναι βασικὸς συνεργάτης τῆς τηλεοπτικῆς ἐκπομπῆς «Παρασκήνιο». Ἡ συλλογή διηγημάτων Ἡ νυχτερίδα πέταξε (Νεφέλη, 2002) εἶναι τὸ πρῶτο του βιβλίο.
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Καθημερινά,Ξένοι-Ξενιτειά,Οικογένεια,Παπαστάθης Λάκης,Παραβατικότητα,Περιγραφή,Συμβολισμός | Tagged: Διήγημα,Λάκης Παπαστάθης,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Λάκης Παπαστάθης: Χαρίκλεια ἔχουν κλείσει