Λάκης Παπαστάθης: Χαρίκλεια

esmeralnta-531-600x600-01


Λά­κης Πα­πα­στά­θης


Χα­ρί­κλεια


05-Sigma-Harald_Hardraades_saga-Initial-G__MuntheΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ὑ­πε­ρα­στι­κῶν λε­ω­φο­ρεί­ων, στὴν ὁ­δὸ Λι­ο­σί­ων, ὀ­χτὼ πα­ρὰ τέ­ταρ­το τὸ πρω­ί. Στὴ θυ­ρί­δα τῶν εἰ­σι­τη­ρί­ων γιὰ τὸ Βό­λο ἔ­χει σχη­μα­τι­στεῖ μιὰ με­γά­λη οὐ­ρά. Ὅ­λοι βι­ά­ζον­ται νὰ προ­λά­βουν τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο τῶν ὀ­χτώ. Εἶ­ναι ἡ γραμ­μὴ ποὺ περ­νά­ει ἀ­πὸ πολ­λὰ χω­ριὰ καὶ κω­μο­πό­λεις τῆς Μα­γνη­σί­ας πρὶν κα­τα­λή­ξει στὸ Βό­λο.

         — Κά­νει στά­ση στὴν Κασ­σα­βέ­τεια;

         — Ναί.

         — Ἕ­να εἰ­σι­τή­ριο. Ἡ μι­κρὴ δὲν πλη­ρώ­νει.

         — Πρέ­πει νὰ τῆς βγά­λεις μι­σό.

         — Μὰ εἶ­ναι μι­κρή.

         — Πό­σο χρο­νῶν εἶ­ναι;

         — Ἕ­ξι.

         — Πιὸ με­γά­λη φαί­νε­ται… Κα­λά.

         Ὁ ὑ­πάλ­λη­λος ποὺ ἔ­κο­βε τὰ εἰ­σι­τή­ρια κοί­τα­ξε μὲ συμ­πά­θεια τὴ μι­κρὴ καὶ τῆς χα­μο­γέ­λα­σε.

         — Πῶς σὲ λέ­νε;

         — Χα­ρί­κλεια.

         Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε μὲ τ’ ὄ­νο­μα ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν τέ­λεια προ­φο­ρά της, για­τί τὸ κο­ρί­τσι ἦ­ταν μαυ­ρά­κι μὲ κα­τσα­ρὰ μαλ­λιὰ κι εὐ­κί­νη­τα μαῦ­ρα μά­τια. Ἡ μά­να της γύ­ρω στὰ σα­ράν­τα, μὲ κό­τσο καὶ λου­λου­δια­στὸ κόκ­κι­νο φου­στά­νι.

         Ὁ ὁ­δη­γός, γύ­ρω στὰ τριά­ντα, μὲ γυα­λιὰ καὶ κα­λο­χτε­νι­σμέ­νο μαλ­λί. Κοί­τα­ζε ἀ­φ’ ὑ­ψη­λοῦ καὶ αὐ­στη­ρά τοὺς ἐ­πι­βά­τες καὶ κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο. Με­τὰ τὰ πρῶ­τα δι­ό­δια ἔ­βα­λε τρα­γού­δια στὸ κα­σε­τό­φω­νο.

         Ἡ Χα­ρί­κλεια κοι­μό­ταν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας της. Ξύ­πνη­σε γιὰ λί­γο στὴ στά­ση κον­τὰ στὰ Κα­μέ­να Βοῦρ­λα, ἔ­φα­γε μιὰ με­γά­λη τυ­ρό­πι­τα κι ὅ­ταν τὸ αὐ­το­κί­νη­το ξε­κί­νη­σε, ξα­να­κοι­μή­θη­κε. Τὴν ξύ­πνη­σε ὁ­ρι­στι­κὰ ἕ­να κορ­νά­ρι­σμα καὶ τό­τε, ἀ­πὸ τὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μά­νας της, γλί­στρη­σε στὸ δι­πλα­νὸ κά­θι­σμα. Χά­ζε­ψε γιὰ λί­γο τὸ δρό­μο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ γυρ­νών­τας στὴ μά­να της τὴ ρώ­τη­σε πό­τε φθά­νουν. Αὐ­τὴ τῆς ἀ­πάν­τη­σε: «Σὲ λί­γο».

         Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ κα­θό­ταν στὸ πί­σω κά­θι­σμα ἄρ­χι­σε τὶς ἐ­ρω­τή­σεις, κά­πως ἀ­να­κρι­τι­κά.

         — Ποῦ μέ­νεις;

         — Στὴν Ἀ­θή­να

         — Καὶ ποῦ πᾶς τώ­ρα;

         — Στὴν Κασ­σα­βέ­τεια νὰ δῶ τὸν ἀ­δελ­φό μου.

         — Δου­λεύ­ει ἐ­κεῖ;

         — Ὄ­χι, εἶ­ναι στὴ φυ­λα­κή. Φυ­λα­κὲς Κασ­σα­βέ­τειας. Ἡ μη­τέ­ρα της τὴν τρά­βη­ξε ἀ­πό­το­μα ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι…

         — Μὴ λὲς τέ­τοι­α πράγ­μα­τα!

         Ἀν­τὶ νὰ σω­πά­σει, ἡ Χα­ρί­κλεια συ­νέ­χι­σε…

         — Κι ὁ μπαμ­πὰς εἶ­ναι φυ­λα­κή. Στὸν Κο­ρυ­δαλ­λό! Ἐ­μεῖς μέ­νου­με στὸ Με­νί­δι.

         Ἡ μά­να της τώ­ρα δὲν ἀν­τέ­δρα­σε. Κοι­τοῦ­σε μπρο­στά της, σὰν νὰ ἀ­πο­μό­νω­νε τὸν ἑ­αυ­τό της ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­βάλ­λον.

         Ἡ τε­λευ­ταί­α φρά­ση δη­μι­ούρ­γη­σε συγ­κί­νη­ση καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον στοὺς ἐ­πι­βά­τες ποὺ κά­θον­ταν κον­τά. Ἄλ­λοι τὴ ρω­τοῦ­σαν ἂν πά­ει σχο­λεῖ­ο, ἄλ­λοι ποῦ γεν­νή­θη­κε, ἄλ­λοι ἂν πά­ει στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ἀ­κού­στη­κε τὸ Χα­ρι­κλά­κι, τὸ πα­λιὸ τρα­γού­δι τοῦ Τούν­τα.

         «Μα­μά… μα­μά… τὸ Χα­ρι­κλά­κι… ἄ­κου!»

        Μπρο­στὰ στὰ ἔκ­πλη­κτα μά­τια ὅ­λων, ἡ μι­κρὴ πε­τά­χτη­κε στὸ δι­ά­δρο­μο τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου, χο­ρεύ­ον­τας τσι­φτε­τέ­λι καὶ μουρ­μου­ρί­ζον­τας τὸ τρα­γού­δι. Οἱ ἐ­πι­βά­τες ἄρ­χι­σαν νὰ τῆς χτυ­ποῦν πα­λα­μά­κια. Ἀ­κό­μη κι ὁ ὁ­δη­γός, ποὺ τὴν κοί­τα­ζε ἀ­πὸ τὸ κα­θρε­φτὰκι, χα­μο­γέ­λα­σε κι ἀ­νέ­βα­σε τὴν ἔν­τα­ση τοῦ με­γα­φώ­νου. Χο­ρὸς μὲ τσαχ­πι­νιὰ κι ἐ­ρω­τι­σμὸ γυ­ναί­κας. Ὁ ρυθ­μός της, πα­ρὰ τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο χῶ­ρο, ἀ­βί­α­στος καὶ πλού­σιος. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τὸ τρα­γού­δι, γιὰ με­ρι­κὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ χο­ρεύ­ει. Με­τὰ ἔ­κα­νε μιὰ βα­θιὰ ὑ­πό­κλι­ση. Τὰ μπρά­βο καὶ τὰ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα, σὰν νὰ ξύ­πνη­σαν τὴ μά­να της, ποὺ ἔ­βγα­λε μαν­τί­λι καὶ τῆς σκού­πι­σε τὸν ἱ­δρώ­τα.

         — Χο­ρεύ­ω καὶ στὰ μα­γα­ζιά. Στὸν κύ­ριο Νί­κο στὸ Με­νί­δι, στὸν κύ­ριο Κώ­στα στὰ Λι­ό­σια, στὸ κέν­τρο Παν­δαι­σί­α στὴ Φυ­λή. Μὲ πά­ει ἡ μα­μά μου. Φο­ρά­ω ἕ­να πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο φό­ρε­μα. Μπλὲ χρῶ­μα.

         Τὰ εἶ­πε μό­νη της —χω­ρὶς νὰ ρω­τη­θεῖ— στὴ γυ­ναί­κα ποὺ κα­θό­ταν στὸ πί­σω κά­θι­σμα.

         Ὅ­ταν τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἔ­κα­νε στά­ση στὴν Κασ­σα­βὲτει­α καὶ κα­τέ­βη­κε ἡ μι­κρὴ μὲ τὴ μά­να της, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐ­πι­βά­τες πῆ­γαν στὰ πα­ρά­θυ­ρα γιὰ νὰ τὶς χαι­ρε­τή­σουν. Κου­νοῦ­σαν τὰ χέ­ρια καὶ φώ­να­ζαν «γειά σου, Χα­ρι­κλά­κι». Ὁ ὁ­δη­γός, πρὶν ξε­κι­νή­σει, κορ­νά­ρι­σε σὰν σὲ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμό.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἡ Ἥ­συ­χη καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα (ἔκδ. Νε­φέ­λη, 2005)

Λά­κης Πα­πα­στά­θης (Βό­λος, 1943). Πε­ζο­γρά­φος, σκη­νο­θέ­της. Ἔ­χει σκη­νο­θε­τή­σει τρεῖς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες με­γά­λου μή­κους: Τὸν και­ρὸ τῶν Ἑλ­λή­νων (1981), Θε­ό­φι­λος (1987), Τὸ μό­νον τῆς ζω­ῆς του τα­ξεί­διον (2001) καὶ μί­α μι­κροῦ μή­κους: Γράμ­μα­τα ἀ­πό τὴν Ἀμε­ρι­κή (1972). Ἀ­πὸ τὸ 1976 εἶναι βα­σι­κὸς συ­νερ­γά­της τῆς τη­λε­ο­πτι­κῆς ἐκ­πομ­πῆς «Πα­ρα­σκή­νιο». Ἡ συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἡ νυ­χτε­ρί­δα πέ­τα­ξε (Νεφέλη, 2002) εἶ­ναι τὸ πρῶτο του βι­βλί­ο.

 

 

Λάκης Παπαστάθης: Ἤθελε νὰ γίνει μακιγιέρ

 

 

 

Λά­κης Πα­πα­στά­θης

 

Ἤ­θε­λε νὰ γί­νει μα­κι­γι­ὲρ

 

 Λὲς καὶ στὴν πρε­μι­έ­ρα ποὺ πρω­τα­γω­νι­στεῖς, ὁ φύ­λα­κας δὲν θὰ σοῦ ἐ­πι­τρέ­ψει τὴν εἴ­σο­δο, για­τί δὲν θὰ εἶ­σαι εὐ­πρε­πῶς ἐν­δε­δυ­μέ­νος.

 

ΟΝ ΕΛΟΥΣΑ μὲ σαμ­που­άν. Τὸν χτέ­νι­σα μὲ μιὰ χον­τρὴ χτέ­να γιὰ νὰ περ­νᾶ­νε τὰ μαλ­λιά. Πα­λι­ό­τε­ρα ἔ­φερ­να κου­ρέ­α γιὰ τὸ ξύ­ρι­σμα ἀλ­λὰ τώ­ρα οἱ νέ­οι μπαρ­μπέ­ρη­δες δὲν ἔρ­χον­ται για­τί φο­βοῦν­ται. Ὅ­σοι μὲ τὸ ζό­ρι ψή­νον­ται νὰ ‘ρθοῦν θέ­λουν πολ­λὰ λε­φτά, δὲν συμ­φέ­ρει, κι ἔ­τσι τὸ κά­νω μό­νος μου.

       Κοί­τα, τρεῖς πε­τσέ­τες μαύ­ρι­σα γιὰ τὸν Γιά­ννη —Γιά­ννη δὲν τὸν λέ­νε;— εἶ­χε πο­λὺ βρώ­μα πά­νω του, χρό­νια εἶ­χε νὰ πλυ­θεῖ. Τὶς πε­τσέ­τες δὲν τὶς ξα­να­χρη­σι­μο­ποι­ῶ, ὄ­χι, τὶς πε­τά­ω στὰ σκου­πί­δια, πᾶ­νε αὐ­τὲς εἶ­ναι δι­κές του μό­νον. Τὶς ἀ­γο­ρά­ζω χον­δρι­κὴ καὶ πάν­τα ἄ­σπρες γιὰ νὰ ξέ­ρω τί κά­νω, νὰ φαί­νε­ται τί παίρ­νω ἀ­πὸ πά­νω τους.

       Τὰ νύ­χια μὲ δυ­σκό­λε­ψαν, για­τὶ φαί­νον­ται ὅ­πως εἶ­ναι σταυ­ρω­μέ­να τὰ χέ­ρια. Προ­σπά­θη­σα μὲ ψα­λί­δι νὰ τὰ κό­ψω, τά ‘σκα­βα νὰ φύ­γει ἡ μαυ­ρί­λα. Δὲν τὰ πο­λυ­κα­τά­φε­ρα. Τὰ κά­λυ­ψα μὲ λί­γη πού­δρα, για­τὶ ἦ­ταν καὶ κα­τα­κί­τρι­να ἀ­πὸ τὴ νι­κο­τί­νη.

       Ροῦ­χα κα­λύ­τε­ρα δέν εἶ­χε νὰ μοῦ τά ‘φερ­νε κά­ποι­ος; Τὰ βούρ­τσι­ζα, τὰ βούρ­τσι­ζα, οἱ λε­κέ­δες δὲν ἔ­βγαι­ναν. Λι­ω­μέ­να ἦ­ταν, τρύ­πια, τί νὰ κά­νω; Ν’ ἀρ­χί­σω νὰ ρά­βω; Τὰ πα­πού­τσια! Τί νὰ πῶ γιὰ τὰ πα­πού­τσια; Ἡ σό­λα τρύ­πια κι αὐ­τή, κάλ­τσες δὲν ὑ­πῆρ­χαν, ἀ­κουμ­ποῦ­σε ἡ πα­τού­σα του στὸ χῶ­μα.

       Τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κα ὅ­σο μπο­ροῦ­σα. Τοῦ ’ρα­ψα κι ἕ­να κουμ­πὶ στὸ σα­κά­κι. Τρύ­πια ἦ­ταν τὰ χε­ρά­κια του, δὲν εἶ­χε φλέ­βες.

       — Ποῦ εἶ­ναι οἱ ἄλ­λοι, δὲν βλέ­πω κα­νέ­ναν.

       — Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε.

       — Συγ­γε­νεῖς;

       — Συ­νά­δελ­φοι.

       — Τί δου­λειὰ ἔ­κα­νε ὁ Γι­αν­νά­κης;

       — Ἠ­χο­λή­πτης κι­νη­μα­το­γρά­φου.

       — Δη­λα­δή;

       — Ἠ­χο­γρα­φοῦ­σε τὰ λό­για καὶ τοὺς ἤ­χους.

       — Ἄ κα­τά­λα­βα, ἔ­παιρ­νε στὸ μη­χά­νη­μα ὅ,τι ἀ­κου­γό­ταν, ξέ­ρω. Καὶ τὰ βή­μα­τα καὶ τὰ λό­για καὶ τὰ που­λιά. Ἐ­δῶ μέ­σα μό­νο δὲν ἀ­κού­γε­ται τί­πο­τα… καὶ τ’ αὐ­τά­κια του μὲ δυ­σκό­λε­ψαν, κοί­τα, ἔ­βα­λα πού­δρα καὶ σ’ αὐ­τά.

       — Πῶς ἦρ­θες ἐ­δῶ;

       — Ἡ μά­να μου ἡ μα­κα­ρί­τισ­σα εἶ­χε ἀ­νοί­ξει κομ­μω­τή­ριο στὰ Νέ­α Λιό­σια, ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες. Μ’ ἔ­παιρ­νε στὸ μα­γα­ζί, για­τὶ ἤ­θε­λε νὰ μὲ κά­νει μα­κι­γι­έρ, καλ­λι­τέ­χνη μα­κι­γι­έρ, ἀλ­λὰ πῶς; Ποῦ νὰ βρῶ ἄ­κρη, πῶς νὰ βρῶ τὸ δρό­μο μου; Πέ­θα­νε με­τὰ κι ἔ­μει­να μό­νος. Ἐ­δῶ μ’ ἔ­φε­ρε ὁ πα­τὴρ Ἀ­θα­νά­σιος, μα­κα­ρί­της κι αὐ­τός. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­τρε­μα, σι­γὰ-σι­γὰ ὅ­μως ξε­φο­βή­θη­κα καὶ τώ­ρα μοῦ ἀ­ρέ­σει ἡ δου­λειά μου. Ὅ­σοι εἶ­ναι τώ­ρα στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ἀ­πὸ μέ­να πέ­ρα­σαν.

       — Παν­τρεύ­τη­κες;

       — Ποι­ά νὰ μὲ πά­ρει νὰ κά­νω οἰ­κο­γέ­νεια; Μοῦ προ­ξέ­νε­ψαν μιά, ἀλ­λὰ ἦ­ταν τρε­λή. Πιὸ πο­λὺ φο­βό­μουν αὐ­τὴν ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­πα, πα­ρὰ τοὺς πε­θα­μέ­νους ἐ­δῶ μέ­σα. Μιά, ποὺ ἦ­ταν πιὸ κα­λὴ καὶ ὄ­μορ­φη, μοῦ εἶ­πε πὼς δὲν μὲ θέ­λει, για­τὶ ἐ­γὼ ἔ­χω παν­τρευ­τεῖ τὸ χά­ρο! Μὲ πεί­ρα­ξε κι ἔ­κλαι­γα. Τί νὰ πῶ, αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ μοί­ρα μου. Ἡ μά­να μου γιὰ και­ρὸ ἀλ­λη­λο­γρα­φοῦ­σε μ’ ἕ­ναν θεῖ­ο μου στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ για­τί εἶ­χε μά­θει πὼς ὑ­πῆρ­χε ἐ­κεῖ μιὰ σχο­λὴ στρα­τι­ω­τι­κὴ ποὺ ἔ­βγα­ζε σπου­δαί­ους μα­κι­γι­έρ. Μό­νο ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ μά­θω τὴ γλώσ­σα, νὰ πά­ρω τὴν ὑ­πη­κο­ό­τη­τα τὴν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ καὶ νὰ πά­ω φαν­τά­ρος ἐ­κεῖ. Μά­θαι­ναν τὴν τέ­χνη πά­νω στοὺς νε­κροὺς στρα­τι­ῶ­τες ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο. Κα­τά­λα­βες; Πρὶν τοὺς πα­ρα­δώ­σουν στοὺς δι­κούς τους , ἔ­δι­ναν χρῶ­μα στὸ πρό­σω­πο μὲ βά­ψι­μο, σὰν τοὺς ζων­τα­νούς. Τοὺς φο­ροῦ­σαν σι­δε­ρω­μέ­νη και­νούρ­για στο­λὴ καὶ κά­λυ­πταν τὰ τραύ­μα­τα μὲ τὸ μα­κι­γι­άζ. Ἤ­θε­λε με­γά­λη τέ­χνη, κυ­ρί­ως στὸ πρό­σω­πο. Ἀ­φό­ρε­τα πα­πού­τσια, ζῶ­νες μὲ γυ­α­λι­σμέ­να τὰ μπρούτ­ζα, και­νούρ­γιο κα­πέ­λο, πα­ρά­ση­μα πεν­τα­κά­θα­ρα.

       Ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ τὴν κη­δεί­α. Θὰ βο­η­θή­σε­τε καὶ σεῖς στὸ κου­βά­λη­μα; Ἐ­γὼ θὰ κρα­τά­ω τὸ θυ­μι­α­τή­ρι δί­πλα στὸν πα­πά.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση

 

Λά­κης Πα­πα­στά­θης (Βό­λος, 1943). Πε­ζο­γρά­φος, σκη­νο­θέ­της. Ἔ­χει σκη­νο­θε­τή­σει τρεῖς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες με­γά­λου μή­κους: Τὸν και­ρὸ τῶν Ἑλ­λή­νων (1981), Θε­ό­φι­λος (1987), Τὸ μό­νον τῆς ζω­ῆς του τα­ξεί­διον (2001) καὶ μί­α μι­κροῦ μή­κους: Γράμ­μα­τα ἀ­πό τὴν Ἀμε­ρι­κή (1972). Ἀ­πὸ τὸ 1976 εἶναι βα­σι­κὸς συ­νερ­γά­της τῆς τη­λε­ο­πτι­κῆς ἐκ­πομ­πῆς «Πα­ρα­σκή­νιο». Ἡ συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἡ νυ­χτε­ρί­δα πέ­τα­ξε (Νεφέλη, 2002) εἶ­ναι τὸ πρῶτο του βι­βλί­ο.