Λουίτζι Πιραντέλλο (Luigi Pirandello)
Μιὰ ἰδέα
(Un’idea)
ΟΛΙΣ ἀφήνει τὴ συνηθισμένη ὁμήγυρη στὸ καφενεῖο (μὲ τὸν καπνὸ νὰ αἰωρεῖται ἀνάμεσα στὰ φῶτα καὶ στοὺς καθρέφτες), βρίσκει μπροστά του τὴ νύχτα: γυάλινη, σχεδὸν εὔθραυστη μὲς στὴν καθαρότητα τῶν λαμπερῶν ἀστεριῶν πάνω στὴν ἀπέραντη, ἔρημη πλατεία.
Τοῦ φαίνεται ἀδύνατο νὰ τὴ διασχίσει· ἡ ζωὴ μὲς στὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐπιστρέψει, ἀπεριόριστα μακρινὴ ἀπὸ αὐτή· καὶ ὅλη ἡ πόλη, λὲς καὶ εἶναι ἀκατοίκητη ἐδῶ καὶ αἰῶνες, μὲ τοὺς φανοστάτες ποὺ ἀκόμη τὴν ξαγρυπνοῦν μὲς στὴ μυστηριώδη ἀκτινοβολία ἐκείνου τοῦ ψυχροῦ γαλάζιου χρώματος τῆς νύχτας. Ἀδύνατος καὶ ὁ ἦχος ἀπὸ τὰ βήματά του μέσα σὲ κείνη τὴ σιωπὴ ποὺ μοιάζει αἰώνια.
Ἄχ! Ἂν ὡς ἐκ θαύματος ἔσβηνε ἡ ζωὴ τῆς πόλης! Καθισμένος σὰν ἐπαίτης στὸ στηθαῖο τοῦ δρόμου, μπροστὰ στὴν πλατεία, θὰ μείνει ὅπως ἐκεῖνοι οἱ περιττοὶ φανοστάτες νὰ κοιτάζει τὴν ἀκίνητη ἔκπληξη ὅλων ἐκείνων τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχουν πλέον χάσει κάθε σημασία.
Ξυπνᾶ στὸ τέλος ἀπὸ ἐκείνη τὴ μαγεία καὶ διασχίζει τὴν πλατεία.
Ἐλαφρὺ σὰν ἴσκιος τὸ σῶμα του· καὶ καθὼς προχωρᾶ, κανένας ἦχος. Ποῦ εἶναι ἄραγε τὸ φορτίο ποὺ ἔνιωσε νὰ τὸν βαραίνει λίγο νωρίτερα; Τώρα, ὁλόγυρα ἡ πόλη λὲς καὶ εἶναι τυλιγμένη σὲ μιὰ ὀνειρικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ σῶμα του κινεῖται ἐντός της σὰν νὰ εἶναι σχεδὸν ρευστό, ἴσκιος ἀνάμεσά σε ἴσκιους.
Εἶναι λοιπὸν μιὰ ἰδέα. Πάλι, πάντα, αὐτὴ ἡ ἰδέα ποὺ δὲν κατορθώνει μὲ κανέναν τρόπο νὰ ἀποσαφηνίσει. Μόλις διαισθάνεται συγκεχυμένα τὴν παρουσία της, νιώθει νὰ τὸν καταπιέζει αὐτὸ τὸ φορτίο. Μόλις ἐξαφανίζεται, νά ποὺ ἀδειάζει σὰν ἴσκιος.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἰδέα αὐτὸ τὸ φορτίο. Τὸ φορτίο ἔχει σχέση μὲ τὸν χρόνο ποὺ χάνει, βλέποντας τοὺς ἄλλους νὰ ζοῦν. Δὲν καταφέρνει πιὰ νὰ καταλάβει τὴν αἰτία, ἢ καλύτερα, περιμένει νὰ καταλάβει τί ἄλλο ἀναζητοῦν, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή, ἔτσι καμωμένη καθὼς εἶναι μὲ πράγματα ποὺ γνωρίζεις, συνηθισμένα καὶ ἀπαραίτητα, τὰ ἴδια κάθε μέρα, ἴσως μὲ τὴν ψευδαίσθηση πὼς κάθε τόσο μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ καινούργια μόνο καὶ μόνο διότι πῆραν μιὰ πιὸ πλατιὰ ὄψη, μὲ κάτι ἀπροσδόκητο στὴν ἀρχή, μιὰ ἀνυποψίαστη αἴσθηση, ἔτσι ποὺ νὰ φαίνεται πὼς ἀνοίγεται ἐμπρός σου ἕνας ἄλλος κόσμος· καὶ μετά, ἢ συνηθίζεις γρήγορα ἢ ξαναπέφτεις ἀμέσως, ἀπογοητευμένος, στὴ συνηθισμένη κατάσταση μιᾶς συνεχοῦς ἀδιαφορίας. Γιὰ τὴ μαλθακότητα ὁρισμένων καλοσυνάτων καὶ κάπως ἐπιτηδευμένων πράξεών του νιώθει μιὰν τέτοια ἀηδία ποὺ ἂν κάτσει καὶ τὸ σκεφτεῖ, πολλὲς φορὲς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἕνα ἀπάνθρωπο κτῆνος. Καὶ αὐτὲς οἱ γυναῖκες ποὺ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπό τους γιὰ νὰ τὸ μεταμορφώσουν σὲ μάσκα! Ἂν τὶς ρωτήσεις «Τί σκέφτεσαι;», δὲν σκέφτονται τίποτα· ἀρκεῖ ὅμως νὰ τὶς ρωτήσεις καὶ ἀναδύεται στὸ μυαλό τους κάτι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ ποῦνε. Εἶναι σὰν νὰ ξυπνᾶς τὶς γάτες. Καὶ ἡ ματαιότητα ὅλων αὐτῶν τῶν μυστικῶν συλλογισμῶν, πάντα μ’ ἕνα ἠλίθιο χαμόγελο ἕτοιμο νὰ σχηματιστεῖ στὰ χείλη σου στὸ παραμικρὸ κάλεσμα τῶν ἀγαπητῶν φίλων, ποὺ σὲ χλευάζουν, γιατὶ δὲν ξέρεις νὰ τοὺς πεῖς οὔτε τί ἔχεις οὔτε τί θέλεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ βάρος. Ἐνῶ, ἴσως, ἀπὸ μόνη της ἡ ἰδέα εἶναι τὸ ἐλαφρύ, τὸ πιὸ ἁπλὸ καί, γιατί ὄχι, τὸ πιὸ σύνηθες πράγμα.
Διέσχισε τὴν πλατεία. Προτοῦ μπεῖ στὸ στενὸ μὲ τὰ σπίτια κοντοστέκεται πάλι. Στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τὸ νὰ πάει νὰ κλειστεῖ τοῦ προκαλεῖ περισσότερο ἀπὸ ζαλάδα φόβο. Στρίβει δεξιά, κατὰ μῆκος τῆς λεωφόρου ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γέφυρα, καὶ στὴ συνέχεια στὶς ἀπομονωμένες συνοικίες πέρα ἀπὸ τὸ ποτάμι. Εἶναι σίγουρο πὼς θὰ κάνει πίσω μόλις φτάσει στὴ γέφυρα. Δὲν θὰ τὴν ἀνέβει τὴ γέφυρα. Χωρὶς νὰ θέλει νὰ τὸ νιώσει, ἕνα ρίγος τὸν διαπερνᾶ καὶ μόνο στὴ σκέψη. Τὸ κρύο εἶναι διαπεραστικό· ἀκόμη καὶ τὸ πλακόστρωτο μοιάζει νὰ ἔχει μελανιάσει. Καθὼς περπατᾶ, παρατηρεῖ πὼς κάθε φορὰ ποὺ περνᾶ κάτω ἀπὸ ἕναν ἠλεκτρικὸ λαμπτήρα ποὺ κρέμεται στὴ σειρά, ψηλά, καταμεσῆς της λεωφόρου, ὁ ἴσκιος τοῦ σώματός του ἐπιμηκύνεται, μεγαλώνοντας παράδοξα καὶ τὸ ἕνα πόδι καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ὅσο περισσότερο ἐπιμηκύνεται τόσο ἐξαϋλώνεται, μέχρις ὅτου ἐξαφανίζεται. Καὶ ὁ ἴσκιος τοῦ σώματός του λοιπὸν ὅπως καὶ αὐτὴ ἡ ἰδέα.
Δὲν δύναται πλέον νὰ βαυκαλιστεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τὸ ἑπόμενο πρωί, ἀνανεωμένος ἀπὸ τὸν νυχτερινὸ ὕπνο, θὰ διώξει ἀπὸ πάνω του τὴ θύμηση αὐτῶν τῶν βασανιστικῶν στιγμῶν, ἀναφωνώντας γιὰ νὰ μὴν τοὺς δώσει σημασία: «εἶναι ἡ κούραση!».
Τὸ ἔχει πεῖ πολλὲς φορὲς αὐτό. Τοῦ φαίνεται πλέον πὼς πρόκειται γιὰ τὰ λόγια κάποιου ἄλλου, γιὰ μιὰν παρηγοριὰ πού, μολονότι εἶναι ἀνώφελο νὰ δώσεις, τὸ κάνεις. Ἂν εἶναι ἐξάλλου στ’ ἀλήθεια ἡ κούραση, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν πρόκειται πλέον γιὰ στιγμὲς καὶ ποὺ δὲν ἀρκεῖ οὔτε ὁ ὕπνος οὔτε κάτι ἄλλο γιὰ νὰ τοῦ περάσει, τί ἀνακούφιση καὶ τί παρηγοριὰ μπορεῖ πιὰ νὰ ὑπάρξει γι’ αὐτὸν ὀνομάζοντας ἔτσι αὐτὴν τὴν ἰδέα; Καὶ δὲν εἶναι οὔτε ἀπέχθεια γιὰ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ποὺ κάνει. Ὄχι, εἶναι ὅτι στ’ ἀλήθεια δὲν ξέρει τί εἶναι ἀκριβῶς οὔτε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται στὸ μυαλό του τόσο συχνὰ πλέον αὐτὴ ἡ ἰδέα, σὰν μιὰ αἰφνίδια παύση ποὺ τὸν κρατᾶ μετέωρο καὶ βυθισμένο σὲ μιὰ θολὴ ἀναμονή.
Μὰ τί ἔγινε; Ἔχει ἤδη μπεῖ μέσα;
Ἀπὸ μόνα τους, τὰ πόδια του τὸν ὁδήγησαν σὲ μιὰν ἐξώπορτα πολὺ γνωστὴ σὲ κείνη τὴ λεωφόρο· καὶ μάλιστα ἀνέβηκαν τὴν πρώτη στροφὴ μιᾶς σκάλας, τὴν ὁποία ἄλλες φορὲς εἶχε ἀνέβει μὲ μιὰ ἀόριστη ἐλπίδα στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ὁποία εἶχε κατέβει μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν τὴν ξανανέβει ποτὲ πιά.
Ἕνα προθάλαμος καὶ μετὰ τὸ γραφεῖο, ὁλοσκότεινο, μὲ τὸ φῶς νὰ πέφτει μόνο πάνω στὰ μεγάλα ἄσπρα φύλλα ἑνὸς κατάστιχου, ἀνοιγμένου πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ σεκρεταίρ. Μόλις ποὺ διαφαίνεται μὲς σὲ κείνη τὴ σκιὰ ἕνα πορτατὶφ μὲ πράσινο γυαλί. Καὶ πάνω σε κεῖνα τὰ φωτισμένα φύλλα δύο μικρὰ ροδαλὰ χεράκια, μὲ τόσα λακκάκια ὅσα καὶ τὰ δάχτυλα. Μιὰ φωνὴ ἀκούγεται ἀπὸ τὴ σκιά. Χωρὶς ἴχνος ἔκπληξης, χωρὶς ἐπίπληξη, σὰν νὰ διαγράφεται ἕνα ἁπαλό, εὐτυχισμένο χαμόγελο: «Ἄ, ἦρθες πάλι;».
Πρέπει νὰ συνηθίσεις στὸ σκοτάδι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ διακρίνεις· αὐτὸς βλέπει καθαρὰ ὅμως καὶ κατευθύνεται πρὸς τὴ φωνὴ καὶ ἔχει, ὡς συνήθως, τὰ χέρια του πανέτοιμα· ὡς συνήθως αὐτὴ τὰ παίρνει καὶ κάνει σὰν νὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέφει μᾶλλον παρὰ σὰν νὰ τὰ ἀπωθεῖ. Ἔτσι δὲν τὰ θέλει· ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς δὲν εἶχε πάψει νὰ εἶναι ὁ ἀρραβωνιαστικός της. Τί; Εἶναι ἀκόμη; Τί θράσος! Δὲν ἔχει φανεῖ ἐδῶ καὶ τέσσερις μῆνες. Αὐτὴ δὲν τοῦ ξανατηλεφώνησε· δὲν θὰ τοῦ ξανατηλεφωνήσει ὅμως ποτέ. Ἂν θέλει νὰ ἔρχεται, θὰ εἶναι πάντα καλοδεχούμενος καὶ θὰ τὴ βρίσκει κάθε βράδυ νὰ δουλεύει στὸ σπίτι, μετὰ τὴν καθημερινή της δουλειὰ στὴν τράπεζα: ἐκεῖ, μὲ τὰ κατάστιχά της, ἀνάμεσα στοὺς ἀριθμοὺς καὶ τοὺς δύο κονδυλοφόρους, μάλιστα, καὶ τὰ δύο μελάνια, τοὺς κόκκινους καὶ τοὺς μαύρους ἀριθμούς, τοὺς χάρακες, τὰ μολύβια καὶ τὴν ἀριθμομηχανὴ γιὰ τὶς ἀριθμητικὲς πράξεις.
«Θεία!»
Ἄδικος κόπος νὰ τὴν ξυπνήσεις, τὴν καημένη τὴ θεία. Συνήθως κοιμᾶται στὸν καναπὲ κάνοντας πὼς πλέκει. Ἐπιμένει νὰ τὴ περιμένει, μὲ τὰ γυαλιὰ στὴ μύτη, μέχρι νὰ τελειώσει τὴ δουλειά της γιὰ νὰ πᾶνε μαζὶ γιὰ ὕπνο. Τὸ κεφάλι της γέρνει πότε πρὸς τὸν ἕναν ὦμο καὶ πότε πρὸς τὸν ἄλλον· τὰ χέρια της ἔχουν γλιστρήσει στὸ στῆθος: καὶ τὰ γυαλιά της θὰ γλιστρήσουν σὲ λίγο ἀπὸ τὴ μύτη της.
Αὐτοὶ οἱ ἀριθμοί; Μὰ ὄχι, δὲν εἶναι τίποτα σημαντικὸ γιὰ κείνη. Ἁπλὰ ἡ δουλειά της, ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἐκτελέσει μὲ τὴ μέγιστη προσοχή. Ἔπειτα, ἡ θέση τους εἶναι ἐκεῖ, γιὰ τὴν τράπεζα. Δὲν τὴν ἐνδιαφέρουν καθόλου. Καὶ λέγοντας αὐτὰ περνάει τὰ δάκτυλά της στὰ ξανθὰ γυαλιστερὰ καὶ ἴσια μαλλιά της καὶ τοῦ χαμογελάει μὲ τὰ ἀνοιχτόχρωμα γαλάζια μάτια της. Τὰ χείλη της εἶναι τόσο τρυφερὰ καὶ τὸ μέτωπό της τόσο ἤρεμο! Μὰ δὲν ἔχει ποτὲ ἐπιθυμίες;
«Ὄχι. Καὶ γιατί νὰ ἔχει;».
Ἄχ, Θεέ μου, ναί, κάποιες, φευγαλέες, καὶ μόνο ἂν εἶναι ἐφικτές. Εἶναι εὐχαριστημένη ἔτσι ὅπως εἶναι.
Κι ἂν αὐτὸς τὴν παντρευόταν;
Μὰ ἀσφαλῶς, γιατί ὄχι, θὰ ἦταν εὐχαριστημένη.
Αὐτὸς ὅμως δὲν θὰ τὴν παντρευτεῖ ποτέ. Τώρα τὴν ρωτάει ἁπλῶς γιὰ νὰ μάθει τί θὰ τοῦ ἀπαντήσει.
Ὡραία, ἔτσι τοῦ ἀπαντάει. Εἶναι ὄμορφο νὰ κάνει αὐτὴν τὴν ὑποθετικὴ ἐρώτηση ἀκόμη κι ἂν δὲν τὴν πιστεύει.
Ἐξάλλου, εἶναι καλύτερα νὰ μὴν παντρεύεται μιὰ γυναίκα σὰν κι αὐτή. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὸν ἑαυτό της νὰ κάνει μιὰ διαφορετικὴ ζωή. Αὐτὸ τὸ ἀρχοντικὸ διαμερισματάκι, μολονότι στὸν πέμπτο ὄροφο, ὅλα καλοβαλμένα, μὲ τὰ σωστὰ χρώματα, κουρτίνες, χαλιά, ἡ ἱκανοποίηση πὼς ὅλα τὰ ὀφείλει στὴ δουλειά της, ἡ ἠρεμία τῆς θείας, κάποιες μικρὲς ἀπολαύσεις ποὺ κάθε τόσο μποροῦν νὰ ἔχουν, οἱ θερινὲς διακοπὲς στὴ θάλασσα ἢ στὸ βουνό, κάποιοι περίπατοι, οἱ γιορτές, μὲ τὴν τάδε ἢ τὴν δείνα φίλη. Μὰ ἀσφαλῶς, ναί, ἔχει μερικὲς ἐπιθυμίες. Καὶ χαμογελάει. Γιατί δὲν θά ’πρεπε νὰ ἔχει; Καὶ κάποιον νεαρό, γιατί ὄχι! Λίγες γυναῖκες ξέρουν νὰ χαμογελοῦν μὲ μιὰ τόσο ἀπόμακρη γλυκύτητα. Μοιάζει μακριὰ ἀπ’ ὅλα, μακριὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, λὲς καὶ οὔτε τὸ σῶμα της τῆς ἀνήκει καὶ δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ ὑποψία οὔτε γιὰ τὸν πόθο ποὺ μπορεῖ νὰ ξυπνήσει οὔτε γιὰ τὴν ἀπόλαυση ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει. Ἐκπέμπει πράγματι μιὰ τέρψη τόσο ἀρχοντικὰ ἤρεμη καὶ ἁγνὴ ποὺ κανένας σαρκικὸς πόθος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναδυθεῖ σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν κοιτάζει. Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν σκέφτεται τίποτα; Τουλάχιστον τὸ μέλλον της! Μὰ θὰ ζήσει πάντα ἔτσι, μὲ αὐτὴν τὴν ἐγκράτεια, πάντα μὲ αὐτὸ τὸ ὕφος τῆς παραίτησης ἀπὸ ὅλα; Ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι· ὑπάρχει ἡ ζωή, ἀρκεῖ νὰ κάνει ἕνα βῆμα. Δὲν θέλει. Οἱ σκέψεις τῆς μέρας, τὰ πράγματα ποὺ ἔχει νὰ κάνει. Ἐνίοτε διαβάζει κάποιο βιβλίο· ἔχει ὅμως τόσο λίγο χρόνο γιὰ τὸ διάβασμα! Ταξιδιωτικὰ βιβλία. Μὲ ταξίδια στὸ βόρειο πόλο; Ὄχι. Γιατί τὸ λέει αὐτό; Ἕνα ἀκόμη ὡραῖο, ρευστό, καθαρό, φωτεινὸ γέλιο. Πιστεύει στ’ ἀλήθεια πὼς εἶναι τόσο ψυχρή; Κι ὅμως, λένε πὼς οἱ Ἐσκιμῶες εἶναι τόσο θερμές!
«Ἐγώ; Δὲν ξέρω. Τὸ χειμώνα δὲν τὸ ἀντέχω τὸ κρύο. Κάτω τὰ χέρια. Εἶναι κρύα, τὸ ξέρω.»
Ἔπειτα αὐτὴ ἡ σιωπή. Πάντα αὐτὴ ἡ σιωπή.
«Κοιμᾶμαι ἤρεμα. Σπάνια ὀνειρεύομαι.»
Στὴ γέφυρα, ἐκεῖνο τὸ βράδυ, τί καθαρότητα ποὺ ἔχουν τὰ ἀστέρια!
Κοιτάζει τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μὴν κοιτάξει κάτω, τὸ νερὸ στὸ ποτάμι. Ἡ ἰδέα τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσαφηνίσει ἴσως εἶναι ἀκριβῶς αὐτή. Δὲν ἔχει ὅμως τὸ κουράγιο. Ἀκουμπάει τὰ χέρια του στὴν κουπαστὴ τῆς γέφυρας· τὰ νιώθει νὰ ἐπιστρέφουν καὶ τώρα, ἀπὸ τὸ κρύο τῆς πέτρας, ὅπως νωρίτερα ἀπὸ τὴ θαλπωρὴ ἐκείνων τῶν ἄλλων χεριῶν. Καὶ ἀπομένει ἐκεῖ, βυθισμένος ξανά, θολά, σὲ κείνη τὴν παράξενη δική του προσμονή. Ὁ χρόνος ἔχει σταματήσει, καὶ ἀνάμεσα στὰ πράγματα ποὺ ἔχουν ἀπομείνει τριγύρω ἀποσβολωμένα, σὲ ἔκσταση, φαίνεται πὼς ἕνα ὑπέροχο μυστικὸ βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι μέσα σὲ τόση ἀκινησία μόνο το νερὸ τοῦ ποταμοῦ κινεῖται.
Πηγή: L. Pirandello, «Un’idea» στὸ Il meglio dei racconti di Luigi Pirandello, Mondadori, Milano, 1993, pp. 1014-1018.
Λουίτζι Πιραντέλλο (Luigi Pirandello) (Ἀκράγαντας 1867 – Ρώμη 1936). Ξεκίνησε νὰ γράφει νουβέλες στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1890 καὶ συνέχισε ὣς τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του. Τὸ διήγημα δὲν ἦταν μόνο το σημεῖο ἀφετηρίας γιὰ τὰ θεατρικά του ἀριστουργήματα, ἀλλὰ κυρίως τὸ προνομιοῦχο ἔδαφος γιὰ κάθε ψυχικὴ ἐνδοσκόπηση, ἰδανικὸ γιὰ νὰ δώσει ζωὴ σὲ ἕναν χαρακτήρα, νὰ ἀποτυπώσει ἀτομικὲς τραγωδίες ἢ νὰ παραπέμψει σὲ πιὸ ἐκτενεῖς ἱστορικὲς καὶ κοινωνικὲς κρίσεις. Τὸ πλῆρες corpus τῶν σύντομων διηγημάτων τοῦ Πιραντέλλο (τριακόσια ἑξήντα διηγήματα) ἐκδόθηκε μὲ τὸν τίτλο Νουβέλες γιὰ ἕνα χρόνο σὲ εἰκοσιτέσσερις τόμους τὸ διάστημα 1922-1937 καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἕναν τέλειο ἀφηγηματικὸ μηχανισμό, ἐπιδέξια κατασκευασμένους διαλόγους, ἐκπληκτικὰ μοντέρνους χαρακτῆρες. Ἱστορίες “χωρὶς ἤρωες”, μὲ τὰ ἀνθρώπινα ζητήματα νὰ διαθλῶνται ὅπως σὲ ἕναν καθρέφτη ἀπ’ ὅπου ἀναδύονται διαφορετικὲς καὶ ἀλλόκοτες εἰκόνες. Κείμενα-ὁρόσημα ἀπ’ τὰ ὁποῖα καταγράφει κανεὶς τὸ παράλογο τῶν ἀνθρώπινων παθῶν, ἀφουγκράζεται τὸ ὑποσυνείδητο, ρίχνει ἕνα βλέμμα σὲ μιὰ πραγματικότητα ἀνώμαλη, παραμορφωμένη, ἀνοίκεια, ποὺ στερεῖται ὁποιασδήποτε καθησυχαστικῆς σιγουριᾶς.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Μαρία Σπυριδοπούλου (Ἀθήνα, 1961). Σπούδασε γαλλικὴ καὶ ἰταλικὴ φιλολογία. Διδάσκει στὸ Τμῆμα Θεατρικῶν Σπουδῶν τοῦ Παν/μίου Πελοποννήσου στὸ Ναύπλιο. Ἔχει μεταφράσει μεταξὺ τῶν ἄλλων τὸ 2006 τὴ Σουλτάνα σκιά, τῆς Ἀσσιὰ Τζεμπάρ, ἐνῶ ἡ πρώτη της μετάφραση εἶναι τὸ Ἡ σειρήνα καὶ τὰ ἄλλα διηγήματα τοῦ Τομάζι ντὶ Λαμπεντούζα (1993) καὶ ἡ τελευταία τὸ Ἕνα σύντομο αἰσθηματικὸ ταξίδι τοῦ Ἴταλο Σβέβο (2007).
Filed under: Ανάλυση,Ερωτας,Ιταλικά,Μονόλογος,Μοναξιά,Πόλη-Χώροι,Σπυριδοπούλου Μαρία,Ψυχογραφία,Pirandello Luigi | Tagged: Ιταλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μαρία Σπυριδοπούλου,Luigi Pirandello | Τὰ σχόλια στὸ Λουίτζι Πιραντέλλο (Luigi Pirandello): Μιὰ ἰδέα ἔχουν κλείσει