Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν
Ἐγώ
ΙΧΕ ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Ἔφτασα κουρασμένη στὸ σπίτι μου καὶ ἀφηρημένη χτύπησα τὸ κουδούνι. Ναί, ἤμουν ἀφηρημένη, διότι κανεὶς ἄλλος δὲν ἔμενε στὸ σπίτι ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα. Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν δικαιολογημένη, ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα κι ἀντίκρισα τὸν ἑαυτό μου πίσω ἀπ’ αὐτήν.
«Τί κάνεις ἐσὺ ἐκεῖ;»
«Ἐσὺ τί κάνεις ἐκεῖ;» ρώτησε.
«Δὲν εἶμαι σίγουρη.»
«Δὲν καταλαβαίνω τί παιχνίδι εἶναι αὐτό.»
«Μήπως ὀνειρεύομαι;»
«Δὲν μπορεῖ!» οὔρλιαξε καὶ ἔκλεισε τὴν πόρτα.
Διατηρώντας τὴν ψυχραιμία μου ἔβγαλα τὰ κλειδιὰ κι ἄνοιξα τὴν πόρτα. Ὅλα ἦταν ὅπως τὰ εἶχα ἀφήσει. Ὁ ἑαυτός μου δὲν ὑπῆρχε. Ἔφτιαξα ἕναν καφὲ καὶ κάθισα μὲ ἕνα βιβλίο στὸν καναπέ. Δὲν πέρασαν οὔτε δέκα λεπτὰ καὶ ἄκουσά το κουδούνι νὰ χτυπᾶ. Ἄνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶδα τὸν ἑαυτό μου.
«Τί κάνεις ἐσὺ ἐκεῖ;» μὲ ρώτησε.
«Ἐσὺ τί κάνεις ἐκεῖ;»
«Δὲν εἶμαι σίγουρη» ἀπάντησε.
«Δὲν καταλαβαίνω τί παιχνίδι εἶναι αὐτό.»
«Μήπως ὀνειρεύομαι;»
«Δὲν μπορεῖ!» οὔρλιαξα καὶ ἔκλεισα τὴν πόρτα.
Πηγή: Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν, Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὴ βροχή καὶ ἄλλα μικρὰ ἀφηγήματα, Καλύβια Ἀττικῆς, 2019, σελ. 73.
Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν (Γιερεβὰν τῆς Ἀρμενίας, 1989). Ζεῖ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Σπούδασε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἀκολούθησε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Ἀθήνα. Ἐργάζεται ὡς ὀδοντίατρος καὶ γράφει μικρὲς ἱστορίες, ποιήματα καὶ παραμύθια. Ἔχει ἐκδώσει μυθιστόρημα μὲ τίτλο Πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα (αὐτοέκδοση), τὸ ὁποῖο ἔλαβε Βραβεῖο Ὑπερβατικοῦ Μυθιστορήματος στὸ 22ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης καὶ Πεζογραφίας. Ποιήματά της ἔχουν ἐκδοθεῖ στὸ Ἡμερολόγιο τῆς Γραφῆς, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ὠρίωνας γιὰ τὸ ἔτος 2017. Τὸ Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὴ βροχή εἶναι ἡ πρώτη συλλογὴ διηγημάτων ποὺ δημοσιεύει.
Filed under: Ανατροπή,Γκουγιουμτζιάν Ρουμπίνα,Ελληνικά,Μονόλογος,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν | Τὰ σχόλια στὸ Ρουμπίνα Γκουγιουμτζιάν: Ἐγώ ἔχουν κλείσει