Δήμητρα Παναγιωτοπούλου: Σὲ ἐλεύθερη πτώση


Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου


Σὲ ἐ­λεύ­θε­ρη πτώ­ση


ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΦΑΝΗΚΕ ἡ σκιὰ ἑ­νὸς σώ­μα­τος ποὺ ἀ­κουμ­ποῦ­σε στὰ κάγ­κε­λα τοῦ μπαλ­κο­νιοῦ καὶ ἔ­σκυ­βε πρὸς τὰ κά­τω σ’ ἕ­να στε­νό τῆς πό­λης λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο, μιὰ λε­πτὴ σκιὰ ποὺ κι­νή­θη­κε δυ­ὸ τρεῖς φο­ρὲς πα­λιν­δρο­μι­κὰ καὶ ἔ­γει­ρε ἐ­λα­φρὰ πρὸς τὸ δρό­μο ἀ­πὸ ὅ­που περ­νοῦ­σε ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἕ­νας πο­δη­λά­της μὲ σκοῦ­φο καὶ μπου­φὰν καὶ ἂν ὑ­πῆρ­χε τὸ φῶς τῆς μέ­ρας θὰ ἔ­βλε­πε κα­νεὶς τὸ μπλὲ μπου­φὰν καὶ τὰ κόκ­κι­να ἀ­θλη­τι­κὰ πα­πού­τσια ποὺ φο­ροῦ­σε, ἀλ­λὰ ἦ­ταν βρα­δά­κι ἐν­νιὰ ἢ ἐν­νιὰ καὶ κά­τι ὥ­στε μό­νο τὰ πα­πού­τσια του φω­σφό­ρι­ζαν ἐ­νό­σω ἡ σκιὰ ἔ­σκυ­βε θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς γιὰ νὰ δεῖ κα­λύ­τε­ρα ἀλ­λὰ ὄ­χι, κοί­τα­ξε μιὰ στιγ­μὴ μό­νο κά­τω καὶ με­τὰ γύ­ρι­σε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ ποὺ δὲν εἶ­χε ἀ­στέ­ρια ἀλ­λὰ ἦ­ταν γκρί­ζος σὰ μου­τζού­ρα ἐ­νῶ ἀ­πὸ πί­σω της ἀ­κου­γό­ταν ξε­ψυ­χι­σμέ­να καὶ κο­φτὰ για­τὶ τὸν ἔ­παιρ­νε ὁ ἀ­έ­ρας ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ μπά­σο καὶ μιὰ βρα­χνὴ ἀν­τρι­κὴ φω­νὴ καὶ με­τὰ ἕ­να πό­δι ξε­πρό­βα­λε στὸ κάγ­κε­λο καὶ ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ ἀ­κί­νη­το λί­γη ὥ­ρα ἴ­σως με­ρι­κὰ λε­πτά, τὴ στιγ­μὴ ἀ­κρι­βῶς ποὺ περ­νοῦ­σαν κά­τω ἀ­π’ τὸ μπαλ­κό­νι ἕ­να ζευ­γά­ρι ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι μὲ σα­κοῦ­λες ἀ­πὸ σοῦ­περ μάρ­κετ καὶ ἀ­κουμ­ποῦ­σε ὁ γέ­ρος τὴ γριὰ στὴν πλά­τη ἀλ­λὰ δὲν πρό­σε­ξαν τὸ πό­δι ποὺ αἰ­ω­ροῦν­ταν πά­νω ἀ­π’ τὰ κε­φά­λια τους κα­θὼς μι­λοῦ­σαν με­τα­ξύ τους καὶ γε­λοῦ­σαν καὶ σὰ νὰ πεί­ρα­ζε ὁ γέ­ρος τὴ γριὰ γιὰ κά­τι ποὺ ἔ­κα­νε ἢ εἶ­πε ἀλ­λὰ ἦ­ταν γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­πά­νω ἀ­π’ τὰ κε­φά­λια τους τὸ πό­δι χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σουν ση­μα­σί­α καὶ με­τὰ ἔ­στρι­ψαν κι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν στὴ γω­νί­α, ἐ­νῶ ἡ σκιὰ κι­νή­θη­κε ἀ­πό­το­μα ἐ­πά­νω στὸ κάγ­κε­λο βγά­ζον­τας καὶ τὸ ἄλ­λο πό­δι καὶ κά­τι ἀ­κού­στη­κε τό­τε σὰ νι­α­ού­ρι­σμα ἀ­π’ τὰ σκου­πί­δια ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ ὅ­που μί­α γά­τα ἔ­βγα­λε ξαφ­νι­κά τὸ κε­φά­λι μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­ναν πρά­σι­νο κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των γλεί­φον­τας τὰ μου­στά­κια της καὶ τό­τε ἡ σκιὰ μὲ μιὰ ξαφ­νι­κὴ ὤ­θη­ση πρὸς τὰ μπρὸς βρι­σκό­ταν ἤ­δη στὸν ἀ­έ­ρα καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ μό­νο ἴ­σως γιὰ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο αἰ­ω­ρή­θη­κε λί­γο πιὸ πά­νω ἀ­πὸ τὸ κάγ­κε­λο με­ρι­κὰ ἑ­κα­το­στὰ ὄ­χι πιὸ πο­λὺ κι ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σε νὰ ἁ­πλώ­νε­ται στὶς προ­σό­ψεις καὶ τὰ τζά­μια τῶν δι­α­με­ρι­σμά­των κι ἐ­νῶ ἀ­κού­στη­κε τὸ μποὺμ ἀ­πὸ σῶ­μα ποὺ πέ­φτει ὑ­πα­κού­ον­τας στὸ νό­μο τῆς βα­ρύ­τη­τας καὶ ὅ­ταν φτά­σει κά­τω προ­σκρού­ει σὲ κά­τι συμ­πα­γὲς καὶ σκλη­ρὸ ὅ­πως ἂς ποῦ­με στὸ τσι­μέν­το ἑ­νὸς πε­ζο­δρο­μί­ου ἡ σκιὰ συ­νέ­χι­σε ν’ ἁ­πλώ­νε­ται σὲ ὅ­λο το στε­νὸ ἔ­τσι ποὺ ἕ­νας κου­τσὸς σκύ­λος ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε βι­α­στι­κὰ κι ἕ­νας νε­α­ρὸς μὲ ἀ­κου­στι­κὰ καὶ ρυθ­μι­κὸ περ­πά­τη­μα πά­γω­σε ἐ­πὶ τό­που καὶ στά­θη­κε ἐ­κεῖ στὴ μέ­ση του δρό­μου ἄ­φω­νος χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει τί νὰ κά­νει, μο­νά­χα ἔ­κλει­σε τὴ μου­σι­κή.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου (Κο­μο­τη­νή, 1968). Ἐρ­γά­ζο­ται ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ἔ­χει πα­ρα­κο­λου­θή­σει μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Κεί­με­νό της ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στην Book’s Journal τχ.61, ἐ­νῶ τὸ δι­ή­γη­μά της «Τὸ τσίρκο» ἔ­χει δι­α­κρι­θεῖ στὸ δι­α­γω­νι­σμὸ μὲ θέμα Hotel XXX ἄ­σε­μνες ἱ­στο­ρί­ες (ψηφιακὸς τόμος, ἐκδ. Πατάκης).


Δήμητρα Παναγιωτοπούλου: Ὁ κῆ­πος τῆς Νό­νας



Δήμητρα Παναγιωτοπούλου


Ὁ κῆ­πος τῆς Νό­νας


ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΑΥΛΗ ἡ Νό­να σκα­λί­ζει τ’ ἀ­γρι­ό­χορ­τα κό­βει μὲ τὸ τσα­πί της στὴ μέ­ση τα σκου­λή­κια πα­τά­ει μὲ τὸ πό­δι της τοὺς γυ­μνο­σά­λια­γκες τρα­βά­ει μὲ τὸ χέ­ρι τὰ σέ­σκου­λα τοὺς μά­ρα­θους καὶ τὶς ἀν­τρά­κλες γί­νον­ται πρά­σι­να τὰ νύ­χια καὶ κα­φὲ σὰ νὰ φυ­τρώ­νουν στὰ δά­χτυ­λά της ἀ­γρι­ό­χορ­τα εἶ­ναι ἔρ­χον­ται κα­τὰ πά­νω της οἱ μέ­λισ­σες κι οἱ πε­τα­λοῦ­δες βλέ­πεις ἐ­κεῖ τὸν τρυ­πο­φρά­χτη λέ­ει στὸ γέ­ρο της ἡ Νό­να ἀ­κοῦς ποὺ κε­λα­η­δά­ει μέ­σα στὰ χόρ­τα; ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δὶ ὁ τρυ­πο­φρά­χτης λέ­ει ἡ Νό­να μιὰ μέ­ρα ἔ­φα­γε ὅ­λες τὶς λι­βε­λοῦ­λες καὶ τὶς κάμ­πι­ες τῆς αὐ­λῆς κι ἄρ­χι­σε νὰ τσιμ­πο­λο­γά­ει καὶ τὰ μυρ­μήγ­κια τά ‘ψά­χνε μὲ μα­νί­α μέ­σα στὶς φλοῦ­δες τῆς κυ­δω­νιᾶς πή­γαι­νε πά­νω-κά­τω στὸν κορ­μὸ στα­μα­τη­μὸ δὲν εἶ­χε καὶ τί θὰ γί­νεις τοῦ λέ­ει ἡ μά­να του γιὰ ποῦ τὸ πᾶς νὰ γί­νεις μιὰ τε­ρά­στια μπά­λα; γιὰ πή­γαι­νε στὸ τζά­μι τῆς κου­ζί­νας νὰ δεῖς κα­η­μέ­νε μου πῶς εἶ­σαι κα­λὰ λέ­ει ὁ μι­κρὸς ἀλ­λὰ ἄ­φη­νέ με νὰ τοὺς ξυ­πνά­ω ἐ­γὼ κά­θε πρω­ὶ καὶ νὰ ἔ­χω τὸν ἔ­λεγ­χο ποι­ός μπαί­νει καὶ ποιός βγαί­νει ἀ­π’ τὸ σπί­τι κα­νέ­να πρό­βλη­μα τοῦ λέ­ει ἡ μά­να του ἂς γί­νεις ὁ πορ­τι­έ­ρης τοῦ σπι­τιοῦ ἔ­τσι εἶ­πε ἡ Νό­να καὶ γε­λοῦ­σε δεί­χνον­τας πρὸς τὸ φρά­χτη μὲ τὰ πρα­σι­νι­σμέ­να νύ­χια της ἄ­α! λέ­ει τό­τε ὁ γέ­ρος της ἄ­α! λέ­ει καὶ τὴν κυ­ρὰ χε­λώ­να ἐ­κεῖ τὴ βλέ­πεις μὲ τί βι­α­σύ­νη κα­βα­λά­ει τὰ σύρ­μα­τα; θέ­λει νὰ φύ­γει δί­χως ἄλ­λο ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο νὰ πά­ει στὸ σταθ­μὸ καὶ νὰ προ­λά­βει τὸ τραῖ­νο τῶν ἑ­φτὰ κοί­τα μὲ τί βι­α­σύ­νη σκαρ­φα­λώ­νει δὲν ξέ­ρει ἡ δό­λια φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ σταθ­μάρ­χης τό ‘σκά­σε μὲ τὴ γυ­ναί­κα τοῦ ἐ­φο­ρια­κοῦ καὶ στὸ σταθ­μὸ πη­γαί­νουν τώ­ρα ὅ­σοι ἔ­χουν εἰ­σι­τή­ριο ἀ­πὸ πρὶν ἀλ­λι­ῶς δὲ στα­μα­τά­ει τὸ τραῖ­νο καὶ ποῦ νὰ πά­ει θὰ μοῦ πεῖς μί­α γριὰ χε­λώ­να μὲ τὸ κα­βού­κι της ἔ­τσι βα­ρὺ ποὺ εἶ­ναι τί ἄλ­λο σπί­τι νὰ βρεῖ πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ κου­βα­λά­ει; ἔ­τσι εἶ­πε ὁ γέ­ρος κι ἡ Νό­να φέρ­νει δα­μά­σκη­να κε­ρά­σια καὶ κα­ΐ­σια σ’ ἕ­να πλε­κτὸ κα­λά­θι γιὰ νὰ φᾶ­νε.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου ( Κο­μο­τη­νή, 1968). Σπού­δα­σε Ψυ­χο­λο­γία καὶ ἐρ­­γά­ζε­ται στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει πα­ρα­κο­λου­θή­σει μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Κεί­με­νό της ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ The Book’s Journal τχ. 61, καὶ ἕ­να δι­ή­γη­μά της ἔ­χει δι­α­κρι­θεῖ στὸ δι­α­γω­νι­σμὸ Hotel XXX ἄ­σε­μνες ἱ­στο­ρί­ες.


Δήμητρα Παναγιωτοπούλου: Ὁ κύριος και ἡ κυρία Δοτική

panagiotopouloudimitra-okyrioskaiikyriadotiki-eikona-01 


Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου


Ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α Δο­τι­κὴ


01-thitaΑ ΗΤΑΝ ἕ­να ὄ­μορ­φο ζευ­γά­ρι σί­γου­ρα, ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α Δο­τι­κή. Θὰ ζοῦ­σαν σ’ ἕ­ναν πα­ρα­μυ­θέ­νιο πύρ­γο στὴ βό­ρεια Εὐ­ρώ­πη. Θ’ ἀ­σφά­λι­ζαν μὲ σι­δε­ρέ­νιο κλει­δὶ τὴ μυ­στι­κὴ πορ­τού­λα ποὺ θὰ ἕ­νω­νε τὰ δω­μά­τιά τους. Στὸ χώ­ρι­σμα ἐ­κεί­νη θὰ στοί­βα­ζε ὅ­λα τα βι­βλί­α ποὺ δι­ά­βα­σε τὰ ἑ­κα­τὸ χρό­νια ποὺ ζοῦ­σαν μα­ζί. Ἐ­κεῖ­νος θὰ στρί­μω­χνε ἀ­π’ τὴ με­ριά του στὸ πέ­ρα­σμα τῆς μυ­στι­κῆς τους ἕ­νω­σης ὅ­λες τὶς γλά­στρες του μὲ ἀ­ρω­μα­τι­κὰ φυ­τά. Θὰ ἀ­γα­ποῦ­σαν κι δυ­ὸ τοὺς μο­να­χι­κοὺς πε­ρι­πά­τους σὲ ἄλ­ση μὲ λεῦ­κες, τὶς πτώ­σεις μὲ ἀ­λε­ξί­πτω­το στὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ τῆς Βαλ­τι­κῆς καὶ τὶς ἄλ­λες πτώ­σεις, ὅ­ταν τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ κα­τρα­κυ­λᾶ μέ­χρι ποὺ γί­νε­ται ἀν­τί­λα­λος σ’ ἕ­να βα­θὺ πη­γά­δι· τό­τε ποὺ σὲ τρο­μά­ζει ἡ φω­νή σου ὅ­ταν μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη μέ­ρα τοῦ χει­μώ­να σκύ­βεις γιὰ λί­γο νὰ κα­θρε­φτι­στεῖς στὰ σκο­τει­νὰ νε­ρά του. Θὰ τοῦ ‘στέλ­νε αὐ­τὴ τὸ πιὸ χον­τρό, τὸ πιὸ κα­λο­ψη­μέ­νο στρα­γά­λι νὰ τὸν ξυ­πνᾶ στὸν ὕ­πνο του τὰ βρά­δια. Θὰ τῆς ἔ­βρι­σκε ἐ­κεῖ­νος τὰ πιὸ ἀ­πί­θα­να ὀ­νό­μα­τα νὰ τὴ φω­νά­ζει, Που­έ­λα καὶ Ἀ­μά­τα, ὅ­λα σὲ πλά­για πτώ­ση, ἀ­πὸ ἀ­φαι­ρε­τι­κὴ καὶ κά­τω. Θὰ εἶ­χαν πέν­τε γά­τες, ἀ­πὸ δύ­ο ὁ κα­θέ­νας, ἡ πέμ­πτη θὰ ἦ­ταν κα­νε­λὶ καὶ  θὰ τό ’­χε σκά­σει ἀ­πὸ τὴ στέ­γη τους τὴ νύ­χτα ποὺ θὰ γι­όρ­τα­ζαν τὰ δι­α­κο­σι­ο­στὰ γε­νέ­θλιά τους. Κά­θε πρω­ὶ ἐ­κεῖ­νος θὰ τῆς ἔ­στελ­νε τὸν Τρο­φαν­τό του νὰ τὴν ξυ­πνή­σει στοὺς μέλ­λον­τες τῶν πιὸ ἀρ­χαί­ων γλωσ­σῶν μὲ ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα κι ἐ­κεί­νη θὰ τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­νε ἀ­πὸ τὸ ρα­διό­φω­νο τὰ πιὸ ὀ­νει­ρο­πό­λα φάν­τος. Ὅ­μως ἡ βε­λο­νιὰ τσίμ­πη­σε ἀλ­λοῦ στὴν ἐ­τα­μὶν κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­παιρ­νε κά­θε πρω­ὶ τὸ κί­τρι­νο λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ Κη­φι­σιά, ἔ­παι­ζε τζό­κερ πάν­τα τοὺς ἴ­διους ἀ­ριθ­μούς, ἔ­τρι­βε τὸ μέ­τω­πο ὅ­ταν οἱ ἄλ­λοι τοῦ ἀ­πηύ­θυ­ναν ἐ­ρω­τή­σεις καὶ ὅ­ταν πή­γαι­νε τὸ κα­λο­καί­ρι στὴ Σκο­τί­να φο­ροῦ­σε ἐμ­πρι­μὲ βερ­μοῦ­δες κι ἔ­λυ­νε σουν­τό­κου, ἐ­νῶ οἱ γιοὶ του ψά­ρευ­αν στὰ ἀ­βα­θῆ μὲ πε­το­νιὰ σα­κοῦ­λες καὶ κομ­μέ­νες σα­γι­ο­νά­ρες. Ἐ­κεί­νη πά­λι ἔ­σερ­νε τὶς μπουρ­νου­ζὲ παν­τοῦ­φλες της στὰ πλα­κά­κια τοῦ μπά­νιου καὶ τρα­γου­δοῦ­σε αὐ­το­σχέ­δι­ες ἄ­ρι­ες ποὺ τὶς τε­λεί­ω­νε μὲ κά­τι ἀλ­λό­κο­τους λα­ρυγ­γι­σμούς, δι­ά­βα­ζε μὲ μα­νί­α ἀ­στυ­νο­μι­κὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ἔπια­νε πά­νω τὰ μαλ­λιὰ μ’ ἕ­να μαῦ­ρο μο­λύ­βι ὅ­ταν ἔ­κα­νε φα­σί­να καὶ κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­το­χρο­νιὰ στῆς θεί­ας της στὰ Πε­τρά­λω­να γιὰ νὰ φᾶ­νε ψη­μέ­να γου­ρου­νό­που­λα ποὺ ἔ­μοια­ζαν μὲ ρὸζ μω­ρά.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Πα­να­γι­ω­το­πού­λου (Κο­μο­τη­νή, 1968). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ ἐρ­­γά­ζε­ται στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει πα­ρα­κο­λου­θή­σει μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Κεί­με­νό της ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ The Book’s Journal τχ. 61, καὶ ἕ­να δι­ή­γη­μά της ἔ­χει δι­α­κρι­θεῖ στὸ δι­α­γω­νι­σμὸ Hotel XXX ἄ­σε­μνες ἱ­στο­ρί­ες.