Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(5/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

 

­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου

(Instrucciones para mi entierro)


ΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ προ­σευ­χὲς στὴν τα­φή μου, μό­νο οἱ ἀρ­χαῖ­οι ψαλ­μοὶ ποὺ ἐ­πι­συ­νά­πτω σὲ αὐ­τὸ τὸ γράμ­μα. Οὔτε καὶ ἱ­κε­σί­ες, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦν νὰ ἔρ­χον­ται οἱ βα­σι­λιά­δες καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς νὰ κλά­ψουν γιὰ μέ­να. Θέ­λω ἕ­να μαρ­μά­ρι­νο πάν­θε­ον, χω­ρὶς εἰ­κό­νες οὔ­τε ἐ­πι­γρα­φές, μὲ τὸν τά­φο μου στὸ κέν­τρο. Θέ­λω τρα­γού­δια ὅ­ταν φτά­νει χει­μώ­νας. Θέ­λω μυ­ρω­διὰ λι­βα­νιοῦ μὲ ἄ­ρω­μα μό­σχου. Θέ­λω δε­κα­τρί­α κε­ριὰ γύ­ρω μου, πάν­τα νὰ καῖ­νε. Θέ­λω τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες κο­πέ­λες τοῦ να­οῦ νὰ ξε­νυ­χτοῦν τὸ φέ­ρε­τρό μου, μὲ βάρ­δι­ες γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει πάν­τα στὸ πάν­θε­όν μου κά­ποι­α παρ­θέ­να. Καὶ τὸ κα­πά­κι νὰ ἀ­νοί­γει ἀ­πὸ μέ­σα, γιὰ ὅ­πο­τε πει­νά­ω.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


			

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(4/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α

(Demonios en paro)

 

ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ ὁ Πά­πας δή­λω­σε ὅ­τι ἡ Κό­λα­ση ἦ­ταν μό­νο μιὰ με­τα­φο­ρά, οἱ δαί­μο­νες ἔ­μει­ναν χω­ρὶς δου­λειὰ ἀ­νά­με­σα σὲ κα­ζά­νια καὶ τρί­αι­νες. Ἀλ­λὰ κα­θὼς οἱ δι­ά­βο­λοι ἄλ­λα θέ­μα­τα μᾶλ­λον ἔ­χουν, ἀλ­λὰ χα­ζοὶ δὲν εἶ­ναι, κα­τά­φε­ραν ὅ­λοι νὰ βροῦν δου­λειά, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας σὲ ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες. Αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ταί­ρια­ζε ἡ δρά­ση καὶ ἡ φυ­σι­κὴ ἄ­σκη­ση ἔμ­πλε­καν μὲ τοὺς κλέ­φτες ἢ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες ἢ τοὺς ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ δο­λο­φό­νους. Ἄλ­λοι προ­τι­μοῦ­σαν νὰ παί­ζουν μὲ τὶς λέ­ξεις γιὰ νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψουν σὲ δη­λη­τή­ρια καὶ γί­νον­ταν ἐκ­φω­νη­τὲς ρα­δι­ο­φώ­νου ἢ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἢ ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν γρι­οῦ­λες ἢ πα­ρί­στα­ναν τοὺς πα­πά­δες ἥ τους προ­φῆ­τες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

.

.

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(3/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

(Las mariposas sólo viven un día)


ΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΕ πρωῒ-πρωῒ τὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας θλι­βε­ροὺς τοί­χους ποὺ πά­νω τους ἀ­να­πτύσ­σον­ταν ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κὰ φυ­τὰ καὶ σὲ αὐ­τοὺς ζω­γρά­φι­ζε δυ­ὸ πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λοῦ­δες, ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς τε­λει­ό­τη­τας, ποὺ ἔ­μοια­ζαν νὰ πε­τοῦν ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὴν βλά­στη­ση. Πολ­λοὶ πέρ­να­γαν χω­ρὶς νὰ τὶς βλέ­πουν, βι­α­στι­κοὶ νὰ φτά­σουν στὰ σπί­τια τους ἢ στὰ γρα­φεῖ­α τους, ὅ­που δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται τὰ χρω­μα­τι­στὰ μο­λύ­βια. Ἄλ­λοι στα­μα­τοῦ­σαν νὰ τὶς κοι­τά­ξουν καὶ χα­μο­γε­λοῦ­σαν καὶ αὐ­τὴ ἡ μι­κρὴ εὐ­θυ­μί­α τοὺς συν­τρό­φευ­ε στὸ δρό­μο τους. Καὶ με­τὰ ἐρ­χό­ταν τὸ συ­νερ­γεῖ­ο τοῦ δή­μου, ποὺ πάλευε νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν πό­λη ὄ­μορ­φη καὶ κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὰ φορ­τη­γά­κια τους καὶ μὲ δυ­ὸ πι­νε­λι­ὲς γκρί­ζας μπο­γιᾶς σκό­τω­ναν τὶς πε­τα­λοῦ­δες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

 



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

(La gripe equina)


ΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων ἔ­πα­ψαν νὰ μι­λᾶν γιὰ τὴ γρί­πη τῶν πον­τι­κῶν, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως αὐ­τὴ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὴ γρί­πη τῶν χοί­ρων στὰ πρω­το­σέ­λι­δα· καὶ ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, ἡ γρί­πη τῶν χοί­ρων ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὴ γρί­πη τῶν πτη­νῶν. Τώ­ρα ὄ­χι μό­νο συ­νι­στοῦν τὴ χρή­ση μα­σκῶν, ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­α μα­γνη­τι­κὰ βρα­χι­ό­λια κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ κου­νιά­δου τοῦ προ­έ­δρου. Ἀλ­λὰ ὁ κό­σμος πιὰ δὲ φο­βᾶ­ται πιὰ τό­σο ὅ­σο πρὶν μὴν μο­λυν­θεῖ· ἐ­δῶ καὶ χρό­νια, γιὰ κά­θε ἐν­δε­χό­με­νο, κα­νεὶς δὲν βγαί­νει ἔ­ξω καὶ οἱ ἐ­πα­φὲς πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται στὸν κυ­βερ­νο­χῶ­ρο. Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, ἀλ­λὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἐ­πι­μέ­νουν νὰ μὴν ἔ­χου­με καμ­μιὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καὶ νὰ φο­ρᾶ­με τὰ βρα­χι­ό­λια.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


 

Ζόρ­ντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Σφάλ­μα­τα προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ



Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Σφάλ­μα­τα προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ

(Errores informáticos)


ΑΤΙ ΧΑΛΑΣΕ στὸν κεν­τρι­κὸ ὑ­πο­λο­γι­στὴ καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἄρ­χι­σε νὰ πα­ρου­σιά­ζει ρωγ­μές. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­πα­ψαν νὰ φο­βοῦν­ται τὶς ἀ­λή­θει­ες, δὲν συμ­βι­βά­ζον­ταν πιὰ μὲ και­νούρ­για ψέ­μα­τα, ἀ­κό­μα καὶ ἂν τοὺς τὰ ἐ­ξι­στο­ροῦ­σαν μὲ πει­θὼ καὶ σα­γή­νη. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ση­μαῖ­ες καὶ το­τὲμ καὶ ὁ κό­σμος ἔ­ψα­ξε και­νούρ­γιους δρό­μους, μα­κριὰ ἀ­πὸ θε­οὺς καὶ με­τα­θα­νά­τι­ες ὑ­πο­σχέ­σεις. Οἱ που­ρι­τα­νοὶ ἔ­πα­ψαν νὰ τρώ­γον­ται μὲ τὴν ξέ­νη εὐ­τυ­χί­α, καὶ οἱ πα­πά­δες ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν τὰ ψέ­μα­τά τους. Ἄ­φη­ναν τὰ παι­διὰ νὰ μα­θαί­νουν ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἀ­πὸ τὸν φό­βο. Μέ­χρι ποὺ οἱ τε­χνι­κοὶ ἐ­πι­δι­όρ­θω­σαν τὴν βλά­βη, ἀ­πο­κα­τέ­στη­σαν τὴν προ­η­γού­με­νη κα­τά­στα­ση καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν ἐκ νέ­ου ὅ­πως θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]: Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]


Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]


«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

            Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

            Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.



Πη­γή: Alumbramiento (Páginas de Espuma, 2016)

Ὁ Ἀν­τρὲς Νέου­μαν (Andrés Neuman) γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες τὸ 1977, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἐ­τῶν ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Γρα­νά­δα. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους σύγ­χρο­νους ἱ­σπα­νό­φω­νους μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Ἡ πα­ρού­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2023/24, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἰ­ά­σων Βα­ὴς Στερ­γιά­δης, Ἀ­λέ­σια Γκο­λέ­μι, Κων­σταν­τί­να Δρά­τσα, Μα­ρί­α Λα­ζα­ρί­δου, Ἀ­να­στα­σί­α Μπο­ζί­νου, Βί­κυ Πα­πα­κώ­στα, Δη­μή­τριος Σα­λο­νι­κί­δης, Ἐ­λε­ούσα-Ἐ­λευ­θε­ρί­α Σαρ­ρή, Χρι­στό­φο­ρος-Γε­ρά­σι­μος Σκλα­βοῦ­νος, Ἔ­λε­να Τά­που, Λί­να Χα­ρι­στού, Αἰ­μί­λιος Χρυ­σι­κό­που­λος.

 

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Αὔριο



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 4/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Αὔριο

[Mañana]


ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ὅ­τι τὸ ζε­στὸ νε­ρὸ τὸν ἠ­ρε­μεῖ.

       Κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει τί θὰ γι­νό­ταν χω­ρὶς αὐ­τὲς τὶς γου­λι­ές, μιᾶς καὶ μο­νί­μως εἶ­ναι τα­ραγ­μέ­νος.

       Ἔ­χει ἕ­να θερ­μὸς πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι, ἕ­να μαῦ­ρο σκεῦ­ος ποὺ ἀ­γό­ρα­σε σὲ ἐ­ξω­φρε­νι­κὴ τι­μὴ ἁ­πλῶς καὶ μό­νο γιὰ τὸ ντι­ζά­ιν. Καὶ ἕ­να γκρὶ κε­ρα­μι­κὸ πο­τή­ρι. Κά­θε τό­σο φέρ­νει τὸ πο­τή­ρι στὰ χεί­λη καὶ κοι­τά­ζει τὴν ὀ­θό­νη.

       Γρά­φει. Ἢ ἔ­τσι λέ­ει.

       Δι­ά­φο­ρα βι­βλί­α εἶ­ναι σκόρ­πια πά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο. Ἄ­πει­ρα χαρ­τιά, ἀ­πο­κόμ­μα­τα ἀ­πὸ ἐ­φη­με­ρί­δες, κάρ­τες, ἕ­να ἡ­με­ρο­λό­γιο. Μιὰ χαρ­το­θή­κη ὅ­που στοι­βά­ζει λο­γα­ρια­σμούς, φα­κέ­λους, ἔν­τυ­πα, μὲ σκο­πὸ κά­ποι­α στιγ­μὴ νὰ τὰ τα­κτο­ποι­ή­σει.

       Αὔ­ριο.

       Στὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας, ὅ­ταν πέ­φτει ἡ νύ­χτα, δὲν γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λὰ τὸν λό­γο γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ, ποι­ό τε­λε­τουρ­γι­κὸ ἀ­κο­λου­θεῖ. Δι­α­βά­ζει ἐ­φη­με­ρί­δες, βυ­θί­ζε­ται στὶς σε­λί­δες τό­μων ἀ­να­ζη­τών­τας πλη­ρο­φο­ρί­ες, ση­μει­ώ­νει στοι­χεῖ­α, ἀ­να­φο­ρές.

       Γρά­φει. Ἢ ἔ­τσι τοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ πι­στεύ­ει.

       Ἐ­δῶ καὶ μιὰ βδο­μά­δα ἔ­χει πα­ραι­σθή­σεις. Βλέ­πει τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ νὰ τὸν πα­ρα­τη­ρεῖ ἀ­πὸ μιὰ γω­νιὰ τοῦ δω­μα­τί­ου.

       Πέ­ρα­σαν τὰ χρό­νια, τί­πο­τα δὲν ὑ­πάρ­χει πιά, τί­πο­τα δὲν ἔ­μει­νε. Καὶ αὐ­τὸς ποὺ κοι­τά­ζει, τοῦ θυ­μί­ζει τὶς μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες ποὺ νο­μί­ζει ὅ­τι γρά­φει.

       Τὸ αὔ­ριο πά­ει πέ­ρα­σε.



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμ­πέ­ρης, Alejandro Laguna López.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Ὑβρίδιο



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 3/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Ὑβρίδιο

[Híbrido]


ΑΠΟ ΤΟΤΕ ποὺ κοι­μᾶ­μαι μό­νη, μὲ συν­τρο­φεύ­ει τὶς νύ­χτες.

       Ξυ­πνά­ει ὅ­ταν ἀ­νοί­γω τὸν κα­να­πὲ γιὰ νὰ ξα­πλώ­σω, τὸ ἀ­κού­ω νὰ ἀ­να­στε­νά­ζει ἀ­νά­με­σα στὰ βι­βλί­α τῆς βι­βλι­ο­θή­κης, ἡ σκιά του γλι­στρά­ει καὶ τρί­βε­ται στὰ πό­δια τοῦ τρα­πε­ζιοῦ.

       Δι­α­κρι­τι­κό, δὲν παίρ­νει μορ­φή.

       Σὰν τὴν ἐ­πί­δρα­ση ἑ­νὸς κα­λοῦ κρα­σιοῦ, ἑ­νώ­νει τοὺς νευ­ρῶ­νες μου σὲ μιὰ ἄ­μορ­φη μά­ζα καὶ μὲ παίρ­νει ὁ ὕ­πνος.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ΐ, μό­νο τὰ ἀ­κα­τά­στα­τα χαρ­τιὰ στὸ γρα­φεῖ­ο μου θυ­μί­ζουν τὴν πα­ρου­σί­α του. Ὡ­στό­σο, τοῦ εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἀ­πο­δε­χτεῖ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α μου καὶ φαί­νε­ται ὅ­τι κά­τι τὸ ἀ­νη­συ­χεῖ.

       Στὴν ἀρ­χὴ φο­βό­μουν τὰ πλο­κά­μια του, τὴν ἐ­πι­μο­νή του, τὴν κολ­λώ­δη αἴ­σθη­ση τῆς ὕ­παρ­ξής του. Ἀλ­λὰ τὸ συ­νή­θι­σα.

       Τώ­ρα εἶ­ναι μό­νο μιὰ ἀ­νε­παί­σθη­τη δό­νη­ση στὸ πλά­ϊ μου, ποὺ ὅ­λο καὶ μει­ώ­νε­ται ὅ­πως ὁ ἐν­θου­σια­σμός μου.

       Ὅ­ταν σβή­νω τὸ φῶς, ἔ­χει ἤ­δη δι­α­λυ­θεῖ ἀ­νά­με­σα στὰ σεν­τό­νια.



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

 

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμ­πέ­ρης, Alejandro Laguna López.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Τὸ πιὸ βαθὺ εἶναι τὸ δέρμα



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 2/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Τὸ πιὸ βαθὺ εἶναι τὸ δέρμα

[Lo más profundo es la piel]


ΤΑΝ ΓΡΑΜΜΕΝΟ στὸ δέρ­μα μου ὅ­τι μιὰ μέ­ρα θὰ μὲ ἀ­να­κά­λυ­πταν. Αὐ­τοί, ὅ­μως, ἀ­νί­κα­νοι νὰ δι­α­βά­σουν τοὺς χάρ­τες, ἔ­κα­ναν χρό­νια νὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ τρώ­γε­ται σ’ ἐ­μέ­να δὲν ἦ­ταν τὰ ἄν­θη, οὔ­τε τὰ φύλ­λα, οὔ­τε ὁ βλα­στός, ἀλ­λὰ ἡ ρί­ζα μου, ὁ κόν­δυ­λος. Ἀλ­λὰ τέ­λος πάν­των: ἦ­ταν Εὐ­ρώ­πη, καὶ ἐ­γὼ εἶ­χα κά­νει τὸ γύ­ρο τοῦ κό­σμου.

       Βα­σι­λιά­δες καὶ στρα­τοὶ πα­ρα­δό­θη­καν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὰ πό­δια μου, για­τὶ μό­νο γο­να­τι­στοὶ μὲ ἔ­φτα­ναν στὰ χω­ρά­φια. Οἱ Ἰν­διά­νοι γνώ­ρι­ζαν ὅ­λους τους συγ­γε­νεῖς μου, ἀρ­κε­τὲς ἑ­κα­τον­τά­δες καὶ ὅ­λων των χρω­μά­των καὶ τῶν γεύ­σε­ων, για­τὶ στὸ σπί­τι ἤ­μα­στε πάν­τα ἀ­τα­κτού­λη­δες, δό­ξα τῷ Θε­ῶ.

       Τώ­ρα ἡ τε­χνο­λο­γί­α θέ­λει νὰ μὲ πε­ρι­ο­ρί­σει σὲ κά­να-δυ­ὸ ξα­δέρ­φια, ἄ­νο­στα, μὲ δέρ­μα κι­τρι­νι­ά­ρι­κο καὶ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο, σὲ ἕ­να ἐρ­γα­στη­ρια­κὸ μον­τέ­λο. Ἐ­γὼ ὅ­μως, ποὺ ἔ­ζη­σα τὰ πάν­τα ἐ­δῶ κά­τω, ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι νὰ γνω­ρί­σω τὸ σύμ­παν καὶ δὲν πρό­κει­ται νὰ τοὺς κά­νω τὴ χά­ρη.

       Δὲν εἶ­μαι κα­νέ­νας πα­τα­το­κε­φτές.



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμ­πέ­ρης, Alejandro Laguna López.



		

	

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Ὁ λα­βύ­ριν­θος



Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 1/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Ὁ λα­βύ­ριν­θος

[El laberinto]


ΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ὅ­τι ἡ γά­τα μου ἀ­παι­τοῦ­σε νὰ γρά­ψω τὴν ἱ­στο­ρί­α της. Μὲ ἔ­βα­ζε σὲ ἕ­να παρ­κο­κρέ­βα­το μὲ τὸν ὑ­πο­λο­γι­στή μου, μοῦ πε­τοῦ­σε ἕ­να κου­βά­ρι κόκ­κι­νο μαλ­λὶ καὶ μὲ δι­έ­τα­ζε:

       «Γρά­φε!»

       Ἐ­γὼ σκέ­φτη­κα τὸ λα­βύ­ριν­θο. Νὰ ἦ­ταν ἄ­ρα­γε αὐ­τὴ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἀ­ριά­δνης καὶ τοῦ κόκ­κι­νου μί­του; Κα­νεὶς δὲν μοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι ὁ Μι­νώ­ταυ­ρος ἦ­ταν γά­τα. Ρὲ λὲς ὁ Μι­νώ­ταυ­ρος νὰ ἦ­ταν τε­λι­κὰ Ψι­ψι­νό­ταυ­ρος;

       Ἡ γά­τα μου πη­δά­ει πά­νω στὸ πλη­κτρο­λό­γιο τοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ μου, μὲ ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ πα­τή­σω στὰ κου­του­ροῦ σύμ­βο­λα ποὺ ἀ­γνο­ῶ, ἁρ­πά­ζει τὸ πον­τί­κι.

       Καὶ μὲ κοι­τά­ζει, μὲ κοι­τά­ζει ἐ­πί­μο­να.

       Ἀ­πὸ χθὲς ξέ­ρω αὐ­τὸ ποὺ θέ­λει. Ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν ξέ­ρω νὰ γρά­φω.

       Ἐ­κεί­νη μὲ κοι­τά­ζει καὶ γε­λά­ει. Ξέ­ρει ὅ­τι οὔ­τε νὰ τὴ δι­α­βά­σω μπο­ρῶ.


* * *


Ἡ γάτα στὸν Λαβύρινθο



Πηγή: Microcósmicas (ἐκ­δ. Macedonia, 2017, Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς).

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἡ πα­ρούσα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κή» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2022/23, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἑ­λέ­νη Ἀ­λε­ξιά­δου, Αἰ­κα­τε­ρί­νη Ἀν­τω­νιά­δου, Ἑ­λέ­νη Ἀρ­γυ­ρί­ου, Ἄν­να-Μα­ρί­α Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ντί­μη Μα­ρι­ό­γλου, Μα­ρί­α Μαρ­κο­πού­λου, Ἰ­ω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­σταν­τί­να Πα­να­γι­ώ­του, Ἀ­ρε­τὴ Παν­τε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νοῦ, Κων­σταν­τί­να Σταυ­ρι­νοῦ, Ἰ­σι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσι­ουμπέ­ρης, Alejandro Laguna Lopez.