Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς



Τε­ὸ Ρόμ­βος


Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς


ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κά­θε γω­νιὰ τοῦ τρέ­νου. Οἱ ἀ­νά­σες μου ξε­πη­δᾶ­νε καὶ ὑ­λο­ποι­οῦν­ται σὰν πρά­μα ζων­τα­νὸ καὶ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­νε κα­θὼς προ­χω­ρῶ στὸ δι­ά­δρο­μο. Βρῶ­μα καὶ μι­ζέ­ρια παν­τοῦ. Στρα­τι­ῶ­τες χα­κί, κου­ρε­μέ­νοι πο­λί­τες, φοι­τη­τές, Πο­μά­κοι, Τοῦρ­κοι τῆς Θρά­κης, Ἕλ­λη­νες. Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, τὰ με­λα­νιὰ νε­ρὰ τοῦ Νέ­στου ποὺ κυ­λᾶ­νε δί­πλα μας, ξε­μαλ­λι­α­σμέ­να δά­ση σὲ τουρ­λω­τὰ βου­νὰ καὶ μο­να­ξι­ά­ρη­δες ἀρ­γυ­ρο­πε­λε­κά­νοι ποὺ φτε­ρου­γί­ζου­νε μα­ζί μας. Πα­ρα­νέ­στιον, Σταυ­ρού­πο­λις, Κυ­ψέ­λη, Ἴ­α­σμος, Σώ­στης. Φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες. Νυ­χτώ­νει σ’ ἕ­ναν ἐ­πί­πε­δο τό­πο. Μουν­τὰ χρώ­μα­τα, σπάρ­τα καὶ λά­σπη. Ὁ πο­μά­κος δί­πλα μου ξα­πλω­μέ­νος μ’ ἀ­νοι­χτὰ τὰ πό­δια σφίγ­γει καὶ τρί­βει ἡ­δο­νι­κὰ τ’ ἀρ­χί­δια του ἐ­νῶ μουρ­μου­ρά­ει λαγ­γε­μέ­να καὶ λι­γω­μέ­να λό­για. Τὰ φῶ­τα τῆς Κο­μο­τη­νῆς λαμ­πα­δι­ά­ζου­νε στὸ βρω­μι­σμέ­νο τζά­μι τῆς δεύ­τε­ρης θέ­σης. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ σταθ­μό…


*********


Μὲ πε­ρί­με­νε σκο­τει­νὴ καὶ ξε­πα­γι­α­σμέ­νη. Ἀγ­κα­λι­α­στή­κα­με καὶ με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρί­σα­με καὶ κοι­τα­χτή­κα­με στὰ μά­τια. Δε­κα­τρεῖς ὧ­ρες τα­ξί­δι. Τὴ βρῆ­κα λί­γο ὠ­χρὴ καὶ ἀ­δυ­να­τι­σμέ­νη. Περ­πα­τή­σα­με στὴν πα­γω­νιά, στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ δρό­μου, ἐ­νῶ πέ­ρα ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ξε­μά­κραι­νε. Πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με γιὰ λί­γο στοὺς λι­θό­στρω­τους δρό­μους τῆς πα­λιᾶς τούρ­κι­κης συ­νοι­κί­ας. Τζα­μιά, μι­να­ρέ­δες, μι­κρο­μά­γα­ζα. Κι ἔ­νι­ω­σα ἐ­πι­τέ­λους κα­λά…


*********


Κά­τσα­με σ’ ἕ­να κα­φε­νὲ μ’ ὅ­λες τὶς φά­τσες τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω μας καὶ πα­ραγ­γεί­λα­με κά­τι ζε­στό. Εἶ­χα πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι πε­ρί­ερ­γο στὸ βά­δι­σμά της κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες μι­κρὲς συ­σπά­σεις στὸ πρό­σω­πό της ποὺ μὲ βά­λα­νε σὲ σκέ­ψεις, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὴ ρώ­τη­σα. Ἐ­κεί­νη κοκ­κί­νι­σε καὶ θέ­λη­σε ν’ ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἐ­πέ­με­να καὶ τὴν πί­ε­σα νὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θὰ μι­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γε­λά­σα­με μὲ τὸ γκαρ­σό­νι ποὺ μπερ­δεύ­τη­κε κι ἔ­χυ­σε τὸ κρα­σὶ τοῦ Ἰσ­λὰμ ποὺ μᾶς ἔ­φερ­νε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ζε­στα­μέ­νος κι ἐ­ρε­θι­σμέ­νος θέ­λη­σα νὰ πᾶ­με στὸ δω­μά­τιό της. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη, σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ρε πιὰ νὰ μι­λά­ει καὶ στρι­φο­γύ­ρι­ζε τὰ δά­χτυ­λά της, ἐ­νῶ στε­κό­ταν ὄρ­θια καὶ μὲ κοι­τοῦ­σε, κά­ποι­α στιγ­μή, ἐ­πι­τέ­λους, τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε, μοῦ εἶ­πε ὅ­μως ὅ­τι θὰ κοι­μό­μα­σταν σὲ χω­ρι­στὰ κρε­βά­τια.

       Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη σκο­τει­νὴ τρύ­πα ποὺ μᾶς ρούφη­ξε καὶ μᾶς στρι­φο­γύ­ρι­σε σὲ τοῦ­νελ ἐ­ρω­τι­κῆς ἔ­ξα­ψης καὶ πα­ρά­κρου­σης. Μα­κριὰ ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου.

       Κα­τὰ τὸ πρω­ΐ, γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, μοῦ πρό­σφε­ρε τὰ ὀ­πί­σθιά της. Ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τη σὲ κά­θε κου­βέν­τα μου γιὰ με­τω­πι­κὴ δι­είσ­δυ­ση, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σω τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, πα­λιά, κου­δού­νι­σμα τῆς γλώσ­σας μου πά­νω στὸ σή­μαν­τρο τῆς ἡ­δο­νῆς της. Μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲ μ’ ἄ­φη­νε νὰ τὴ δῶ καὶ νὰ τὴν ἀγ­γί­ξω στὸ μου­νάκι της. Αἰ­σθάν­θη­κα ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ ὁ­δη­γη­μέ­νος καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔν­στι­κτο τὸ γε­νε­σι­ουρ­γὸ πα­σά­λει­ψα τὴν ψω­λή μου μὲ βα­ζε­λί­νη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο —κά­τι μι­κρὸ ποὺ μ’ ἔ­κα­νε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ νὰ τὰ χά­σω— καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα της, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη εἶ­χε τεν­τω­θεῖ στὰ γό­να­τα καὶ ἔ­σκου­ζε, βέ­λα­ζε, γαύ­γι­ζε, ἔ­κρω­ζε, νι­α­ού­ρι­ζε, μουγ­κά­νι­ζε, μέ­χρι ποὺ τῆς χά­ρι­σα τὸν ὕ­στα­το ρόγ­χο θα­νά­του.

       Με­τά, μα­ρα­μέ­νοι κι οἱ δυ­ό μας, ἀ­πο­κοι­μη­θή­κα­με. Τὸ πρω­ϊ­νό, ὁ ἥ­λιος ἐ­πι­τέ­θη­κε πρῶ­τα σ’ ἐ­μέ­να. Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μι­σο­κα­τε­βα­σμέ­νο στό­ρι καὶ εἶ­δα μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη χει­μω­νι­ά­τι­κη μέ­ρα νὰ μὲ χαι­ρε­τά­ει. Γύ­ρι­σα δί­πλα στὴν κο­πέ­λα καὶ χά­ζε­ψα τὸ τρυ­φε­ρὸ κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πό της. Τρά­βη­ξα λί­γο τὴν κου­βέρ­τα καὶ κοί­τα­ξα τὰ βα­ριά της στή­θια, τὸ ρο­δα­λὸ δέρ­μα καὶ τὶς ἀ­κα­νό­νι­στες κοκ­κι­νί­λες ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ σκλη­ρὴ κου­βέρ­τα στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὴν κοι­λιά της. Τρά­βη­ξα λί­γο ἀ­κό­μα τὴν κου­βέρ­τα, ἐ­νῶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κα καὶ θαύ­μα­σα τὰ δυ­να­τὰ πό­δια της καὶ τὴν τού­φα τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πε­τά­γον­ταν ἀ­γρι­ε­μέ­νες καὶ κεῖ πά­γω­σα…

       Τὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να, φου­σκω­μέ­να καὶ ραμ­μέ­να, ναί, ραμ­μέ­να. Ἔ­σκυ­ψα πιὸ κον­τά, μέ­χρι ποὺ μύ­ρι­σα τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὰ κολ­πι­κὰ ὑ­γρά, ζευ­γα­ρω­μέ­να μὲ τὴν ἀμ­μω­νί­α τοῦ κά­του­ρου καὶ κοί­τα­ξα ξα­νά, πιὸ προ­σε­κτι­κά. Μιὰ λε­πτὴ πε­το­νιὰ ἔ­πια­νε καὶ τὶς δυ­ὸ πλευ­ρὲς στὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που, σφι­χτὰ ραμ­μέ­νη ἀ­πὸ κά­ποι­ον ποὺ ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε, χω­ρὶς ν’ ἀ­φή­νει κα­μιὰ σχι­σμὴ ἐ­λεύ­θε­ρη. Μοῦ ἦρ­θε ἐ­με­τός. Ἡ τά­ση γιὰ ἐ­με­τό μοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­κα­τά­σχε­το βή­χα κι ὁ θό­ρυ­βος ποὺ ἔ­κα­να ξύ­πνη­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ μὲ κοί­τα­ξε, μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, κι ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­κε πά­νω κι ἄρ­χι­σε νὰ οὐρ­λιά­ζει πρὶν σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα. Ἔ­πε­σα πά­νω της καὶ τὴν κρά­τη­σα σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά μου γιὰ ὥ­ρα.

       Μα­κριὰ ἀ­κού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σταθ­μό.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀσσασίνοι τοῦ Βορρᾶ Δροσουλίτες τοῦ Νότου (ἐκδ. Γόρδιος, Ἀθήνα, 1993· Α’ἔκδοση: Στὸ Βορρᾶ καὶ στὸ Νότο, ἐκδ. Στύγα, 1991).

Τε­ὸ Ρόμ­βος (Ἀ­θή­να, Κου­κά­κι, 1945). Ἔ­ζη­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, τὶς Ἠ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ στὸ Κογ­κὸ καὶ μό­νι­μα στὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴ Γερ­μα­νί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἐ­πί­σης σύ­στη­σε τὸ ἀ­ναρ­χι­κὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Octopus Press, ποὺ ἦ­ταν ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης γιὰ πε­ρι­θω­ρια­κούς, καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν σὲ πλῆ­θος πο­λι­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Βι­βλί­α του: Τρί­α φεγ­γά­ρια στὴν πλα­τεί­αΚεί­με­νο Πά­θοςΓε­ώρ­γιος Νέ­γρος: Ὁ Τί­γρης τοῦ Αἰ­γαί­ου κ.ἄ.


			

Τεὸ Ρόμβος: Τὸ Παραμύθι τῆς Ἀνάπτυξης


Rombos,Teo-ToParamythiTisAnaptyksis-Eikona-04


Τε­ὸ Ρόμ­βος


Τὸ Πα­ρα­μύ­θι τῆς Ἀ­νά­πτυ­ξης


ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ (ΠΟΥ) ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΝ ΠΟΥΘΕΝΑ…

(Ἕ­να Πα­ρα­μύ­θι γιὰ τοὺς ἀ­γα­θοὺς ἀ­γρί­ους τῆς Ἀ­νά­πτυ­ξης)


01-MiΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, σ’ ἕ­να νη­σά­κι κα­τα­με­σῆς στὸ Αἰ­γαῖ­ο ἐ­ζοῦ­σε μέ­σα σὲ λι­τὰ με­γα­λεῖα ἕ­νας γε­ρο-Βα­σι­λέ­ας πα­λαι­ῶν ἀρ­χῶν καὶ γη­ρα­λέ­ων ἀν­τι­λή­ψε­ων. Ἦ­τον πο­λὺ ἀ­γα­πη­τὸς στοὺς ὑ­πη­κό­ους του καὶ εἶ­χε ἕ­να μο­να­χο­παί­δι. Ἐ­τοῦ­το πά­λε τὸ Πριγ­κι­πό­που­λο εἶ­χεν ἀ­πὸ μι­κρὸ δεί­ξει μί­αν ἔ­φε­ση πρὸς τὰ τρα­νὰ με­γα­λεῖ­α καὶ τὴν ἄ­νευ ὁ­ρί­ων Ἀ­νά­πτυ­ξη. Κά­πο­τες ἡ θειά­κα τοῦ νε­α­ροῦ βλα­στοῦ ἐ­δώ­ρι­σε παί­γνια εἰς τὸν μι­κρὸ Πρίγ­κη­πα, ἤ­τοι ἕ­ναν πλα­στι­κὸ ἐξκα­φέ­α, μί­αν μη­χα­νι­κὴ μπουλ­δό­ζα καὶ μί­αν μπε­του­νι­έ­ρα διὰ νὰ παί­ζει, καὶ ὁ μι­κρὸς Πρίγ­κηψ πλιὰ ὅ­λο στὰ ἀ­να­πτυ­ξι­ο­λά­γνα παί­γνια εἶ­χεν τὰ μυα­λά του.

       Ἐ­πε­ρά­σα­νε οἱ χρό­νοι καὶ μί­αν ἡ­μέ­ρα ποὺ ὁ ἥ­λιος εἶ­χεν ἀ­νέ­βει στὰ ὑ­ψη­λό­τε­ρα καὶ ὁ γε­ρο­βα­σι­λέ­ας εἶ­χε πλιὰ φτά­ξει σὲ βα­θύ­τα­τα γε­ρά­μα­τα, ἔ­τσι ὅ­πως ἐ­κά­θον­ταν ἀ­να­κούρ­κου­δος στὸ θρό­νο, ἔ­γει­ρε τὴν κε­φα­λὴ του ἐ­νῶ ἐ­ψέλ­λι­ζε τὰ ἑ­ξῆς: «Ἔ­χε­τε γειὰ βρυ­σοῦ­λες, λόγ­γοι, βου­νά, ρα­χοῦ­λες» καὶ μπάφ, τὰ ἐ­τί­να­ξε καὶ μᾶς ἀ­φῆ­κε χρό­νους.


Βα­θιὰ ἦ­τον ἡ θλί­ψη ποὺ ἐ­σκέ­πα­σε τὴ Νῆ­σο. Σὰν ὅ­μως εἰ­πώ­θη ὅ­τι ὁ Πρίγ­κηψ θὰ γε­νεῖ Βα­σι­λέ­ας στὴ θέ­ση τοῦ Βα­σι­λέ­α, ἐ­γί­νη­κε χα­ρὰ με­γά­λη εἰς ὅ­λο τὸ Βα­σί­λει­ο. Ὁ νι­ό­βγαλ­τος Βα­σι­λέ­ας, γι­ο­μά­τος ὁρ­μὴ καὶ πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος σκέ­δια ἐ­φώ­να­ξε ἐν πρώ­τοις τοὺς μπι­στι­κοὺς καὶ τοὺς συμ­βού­λους τοῦ Θρό­νου στὴν με­γά­λη αἴ­θου­σα τῶν Συμ­βου­λί­ων καὶ τοὺς εἶ­πε: «Τρα­νοί μου Ἄρ­χον­τες, Ἐρ­γο­λῆ­πτες μου καὶ Ἐρ­γο­λά­βοι, στα­θεῖ­τε στὰ πλευ­ρά μου καὶ ‘γὼ θὰ εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς νὰ ὁ­δη­γή­σω τὸ ντό­πο μας πο­λὺ μα­κριὰ καὶ νὰ τὸν κά­μνω τὸν πιὸ ξα­κου­στὸ στὰ Βα­σί­λεια οὗλα. Ἔρ­γα νὰ ἰ­δοῦν τὰ ὀ­μά­τιά σας! Θὰ φτιά­ξω ἀ­ε­ρο­δρό­μια καὶ θὰ κά­μνω πλα­τεῖ­ες, θ’ ἀ­νοί­ξω δρό­μους, θὰ κα­τα­σκευά­σω λι­μά­νια, θὰ στουμ­πή­σω γι­ο­φύ­ρια, μὰ πά­νου ἀπ΄ οὗ­λα θὰ ἀ­νοί­ξω τὸν πιὸ Με­γά­λο Δρό­μο ποὺ θὰ πα­γαί­νει παν­τοῦ καὶ θὰ τὸν ζη­λεύ­ου­νε τὰ Βα­σί­λεια οὗ­λα.»


Ἀ­μ’ ἕ­πος ἀ­μ’ ἔρ­γο, καὶ διὰ τὸ σκο­πὸ αὐ­τὸ ἐ­πα­ρήγ­γει­λε γι­ω­τρύ­πα­να, κι ἐξ­κα­φεῖς καὶ χω­μα­το­φά­γους, τὶς πιὸ σύγ­χρου­νες μπουλ­δό­ζες, τὰ πιὸ λια­νὰ μη­χα­νι­κὰ σφυ­ριὰ καὶ τὶς πιὸ πει­να­σμέ­νες φα­γά­νες, τοὺς πιὸ βα­ριοὺς ὀ­δον­το­στρω­τῆ­ρες κι ὅ,τι ἄλ­λο ἐ­χρει­ά­ζε­το. Τὸ λοι­πόν, δρό­μο ἀ­πῆ­ραν, δρό­μο ἀ­φή­νουν, ἐ­πὶ τὸ ἔρ­γον τὰ μα­κρυ­πό­δα­ρα γι­ω­τρύ­πα­να ὀ­ρε­ξά­τα-ὀ­ρε­ξά­τα, ἀ­νοί­γουν κρα­τῆ­ρες ἑ­κα­τον­τά­δες μέ­τρα βα­θιὰ στὴ γῆ, μὰ ἀν­τὶς γιὰ νε­ρὸ ἐ­βρί­σκαν θά­λασ­σα καὶ στὶς πη­γὲς ἀ­νά­βλυ­σε ἁρ­μυ­ρὸ νε­ρό. Ὁ κα­λός μας και­νο­τό­μος Βα­σι­λέ­ας ἔ­βα­ζε παν­τοῦ φουρ­νέ­λα μὲ φυ­τί­λια καὶ ἀ­φά­νι­ζε βου­νὰ ὁ­λά­κε­ρα ποὺ τά ’­φτια­νε με­τὰ γκω­νά­ρια. Τὰ μη­χα­νι­κά του σφυ­ριὰ λι­α­νί­ζα­νε τοὺς ὀγ­κό­βρα­χους καὶ τοὺς ἀ­ε­ρό­λι­θους καὶ τὰ κά­μναν φτε­νὲς πέ­τρες καὶ τὰ μη­χα­νι­κὰ κο­φτή­ρια μα­σοῦ­σαν, ἐ­λι­ά­νι­ζαν καὶ φτύ­ναν πε­τρα­δοῦ­λες καὶ χα­λί­κια. Καὶ οἱ ἐξ­κα­φεῖς σα­ρῶ­ναν τὸ γαρ­μπί­λι καὶ τὰ χώ­μα­τα καὶ σκέ­πα­ζαν μὲ δαῦ­τα οὗ­λες τὶς ρε­μα­τι­ές. Καὶ οἱ μπουλ­δό­ζες ἰ­σι­ῶ­ναν τὶς βου­νο­πλα­γι­ές, τοὺς κόρ­φους, τοὺς λόγ­γους, τὶς ἀγ­κά­λες καὶ τὰ λαγ­κά­δια. Καὶ οἱ φα­γά­νες στουμ­πώ­να­νε κα­λῶς κι ἐ­πα­τί­κω­ναν ὁ­λο­μα­ζὶ τὰ κα­κο­συ­φο­ρι­α­σμέ­να ἀ­δρα­νῆ ὑ­λι­κά. Κι οἱ φορ­τω­τὲς ἐ­γι­ο­μί­ζαν ἀγ­κω­νά­ρια, τρο­χα­λό­πε­τρες, ξε­ρό­βρα­χους καὶ κοκ­κι­νό­χω­μα ἴ­σα­με πά­νου στὰ φορ­τη­γὰ αὐ­το­κί­νη­τα. Καὶ οἱ ὀ­δον­το­στρω­τῆ­ρες στρῶ­ναν ὁ­λοῦ­θε δι­α­γω­νί­ως καὶ κα­θέ­τως δρό­μους, πλα­γι­νούς, βο­η­θη­τι­κούς, κα­ρο­δρό­μους, δι­α­δρό­μους, πε­ζο­δρό­μους, πε­λα­γο­δρό­μους, ἀ­ε­ρο­δι­α­δρό­μους.

       Καὶ ὅ­ταν πλιὰ εἶ­χαν ὅ­λα τε­λει­ώ­σει, ἀ­κού­στη­κε ἀ­π’ τὰ λί­γα ἄ­γρια πού ‘χαν δῶ καὶ κεῖ ξω­μεί­νει ἕ­νας ψί­θυ­ρος στὸν ἀ­γέ­ρα, καὶ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ προ­φη­τι­κὰ λό­για τοῦ Μα­κα­ρί­τη: «Ἔ­χε­τε γειὰ βρυ­σοῦ­λες, λόγ­γοι, βου­νά, ρα­χοῦ­λες».

       Καὶ τό­τες, μό­νο τό­τες, ἔ­φτα­ξαν μὲ βόμ­βους με­γά­λους τ΄ἀ­ε­ρό­πλα­να καὶ τὰ ὑ­δρό­πλα­να καὶ ἐ­προ­σγει­ώ­νον­ταν τό ‘να πί­σω ἀ­πὸ τ’ ἄλ­λο καὶ ἐ­ξε­φόρ­τω­ναν μερ­μηγ­κι­ὲς ἀ­θρώ­πους. Καὶ νά, τὰ βα­πό­ρια, καὶ τὰ κα­ρά­βια. Καὶ νά, καὶ τὰ κρου­α­ζε­ρό­πλοι­α, νά, καὶ τὰ γι­ὼτ καὶ κό­τε­ρα, νά, καὶ οἱ Μα­χαρα­γιά­δες μὲ τὰ χα­ρέ­μια τους. Καὶ νά, κι οἱ Ντου­ρί­στες ποὺ ἐ­ξε­φώ­νι­ζαν: «Μπὲλ Κρου­α­ζιέρ! Γκρὰν Κρουα­ζάνς!».


Καὶ ὁ μέ­γας Δρό­μος μὲ τοὺς πα­ρα­δρό­μους ποὺ εἶ­χε πιὰ ἀ­πο­φτια­χτεῖ, ἐ­γι­ό­μι­σε πλή­θια, μι­λι­ού­νια καὶ μα­μού­νια ἀ­θρώ­πων. Καὶ τὸ νη­σὶ ἐ­γι­ό­μι­σε οἰ­κό­πε­δα. Καὶ τὰ οἰ­κό­πε­δα γι­ο­μί­σαν ὀ­τέ­λια κι ὀ­σπί­τια. Καὶ τὰ ὀ­τέ­λια γι­ο­μί­σαν ἀ­θρώ­πους. Καὶ τὰ αὐ­το­κί­νη­τα ἐ­πλημ­μύ­ρι­σαν τὸ Δρό­μο. Κι ὁ Δρό­μος ἐ­πλημ­μύ­ρι­σεν ἀ­θρώ­πους. Κι οἱ ἀ­θρῶ­ποι ἐ­πλημ­μύ­ρι­σαν τὴ Θά­λασ­σα κι ἡ Θά­λασ­σα ἐ­στέ­ρε­ψε κι ἔ­γι­νε Στε­ριὰ καὶ ἡ Στε­ριὰ ἐ­βού­λια­ξεν καὶ τὰ ὀ­ψά­ρια ἐ­βγῆ­καν καὶ περ­πά­τη­σαν στὴ Στε­ριὰ καὶ οἱ ἀ­θρῶ­ποι γε­νή­κα­νε ὀ­ψά­ρια καὶ ἑ­κα­τοί­κη­σαν τὰ ἄ­πα­τα τῆς Θα­λάσ­σης. Καὶ εἶ­ναι νὰ τοὺς κλαῖ­νε οἱ ρέγ­κες…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στὶς 8 Σε­πτεμ­βρί­ου 2012 (στὸ http://romvos.wordpress.com/)

Τε­ὸ Ρόμ­βος (Ἀ­θή­να, Κου­κά­κι, 1945). Ἔ­ζη­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, τὶς Ἠ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ στὸ Κογ­κὸ καὶ μό­νι­μα στὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴ Γερ­μα­νί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἐ­πί­σης σύ­στη­σε τὸ ἀ­ναρ­χι­κὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Octopus Press, ποὺ ἦ­ταν ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης γιὰ πε­ρι­θω­ρια­κούς, καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν σὲ πλῆ­θος πο­λι­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Βι­βλί­α του: Τρί­α φεγ­γά­ρια στὴν πλα­τεί­α, Κεί­με­νο Πά­θος, Γε­ώρ­γιος Νέ­γρος: Ὁ Τί­γρης τοῦ Αἰ­γαί­ου κ.ἄ.