Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.


			

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.


Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(5/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

 

­δη­γί­ες γιὰ τὴν τα­φή μου

(Instrucciones para mi entierro)


ΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ προ­σευ­χὲς στὴν τα­φή μου, μό­νο οἱ ἀρ­χαῖ­οι ψαλ­μοὶ ποὺ ἐ­πι­συ­νά­πτω σὲ αὐ­τὸ τὸ γράμ­μα. Οὔτε καὶ ἱ­κε­σί­ες, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦν νὰ ἔρ­χον­ται οἱ βα­σι­λιά­δες καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς νὰ κλά­ψουν γιὰ μέ­να. Θέ­λω ἕ­να μαρ­μά­ρι­νο πάν­θε­ον, χω­ρὶς εἰ­κό­νες οὔ­τε ἐ­πι­γρα­φές, μὲ τὸν τά­φο μου στὸ κέν­τρο. Θέ­λω τρα­γού­δια ὅ­ταν φτά­νει χει­μώ­νας. Θέ­λω μυ­ρω­διὰ λι­βα­νιοῦ μὲ ἄ­ρω­μα μό­σχου. Θέ­λω δε­κα­τρί­α κε­ριὰ γύ­ρω μου, πάν­τα νὰ καῖ­νε. Θέ­λω τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες κο­πέ­λες τοῦ να­οῦ νὰ ξε­νυ­χτοῦν τὸ φέ­ρε­τρό μου, μὲ βάρ­δι­ες γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει πάν­τα στὸ πάν­θε­όν μου κά­ποι­α παρ­θέ­να. Καὶ τὸ κα­πά­κι νὰ ἀ­νοί­γει ἀ­πὸ μέ­σα, γιὰ ὅ­πο­τε πει­νά­ω.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(4/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Δαι­μό­νια στὴν ἀ­νερ­γί­α

(Demonios en paro)

 

ΠΟ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ ὁ Πά­πας δή­λω­σε ὅ­τι ἡ Κό­λα­ση ἦ­ταν μό­νο μιὰ με­τα­φο­ρά, οἱ δαί­μο­νες ἔ­μει­ναν χω­ρὶς δου­λειὰ ἀ­νά­με­σα σὲ κα­ζά­νια καὶ τρί­αι­νες. Ἀλ­λὰ κα­θὼς οἱ δι­ά­βο­λοι ἄλ­λα θέ­μα­τα μᾶλ­λον ἔ­χουν, ἀλ­λὰ χα­ζοὶ δὲν εἶ­ναι, κα­τά­φε­ραν ὅ­λοι νὰ βροῦν δου­λειά, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας σὲ ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες. Αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ταί­ρια­ζε ἡ δρά­ση καὶ ἡ φυ­σι­κὴ ἄ­σκη­ση ἔμ­πλε­καν μὲ τοὺς κλέ­φτες ἢ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες ἢ τοὺς ἐ­πὶ πλη­ρω­μῇ δο­λο­φό­νους. Ἄλ­λοι προ­τι­μοῦ­σαν νὰ παί­ζουν μὲ τὶς λέ­ξεις γιὰ νὰ τὶς με­τα­τρέ­ψουν σὲ δη­λη­τή­ρια καὶ γί­νον­ταν ἐκ­φω­νη­τὲς ρα­δι­ο­φώ­νου ἢ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἢ ἐ­ξα­πα­τοῦ­σαν γρι­οῦ­λες ἢ πα­ρί­στα­ναν τοὺς πα­πά­δες ἥ τους προ­φῆ­τες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Καί­τη Παυ­λῆ: Τὸ Πράγ­μα


Καί­τη Παυ­λῆ


Τὸ Πράγ­μα


Ι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ κα­θι­σμέ­νοι στὴ δρο­σε­ρὴ βε­ράν­τα κι αὐ­τὸ τὸ βρά­δυ συ­ζη­τοῦ­σαν φω­νά­ζον­τας, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­φω­νί­ες με­τα­ξύ τους. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­ξέ­θε­τε τὴν ἄ­πο­ψή του σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ποὺ θὰ ἔ­σω­ζε τὸν τό­πο καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σκέ­πα­ζαν ὁ ἕ­νας τὸ λό­γο τοῦ ἄλ­λου καὶ ἦ­ταν φα­νε­ρὸ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­κου­γαν μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸν ἑ­αυ­τό τους.

        Τὸ Πράγ­μα ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λών­τας πλη­σί­α­σε στὸ τρα­πέ­ζι κι ἀ­πό­θε­σε τὸ κέ­ρα­σμα, τσί­που­ρο καὶ με­ζε­δά­κια. Ὕ­στε­ρα ἀ­κούμ­πη­σε προ­σε­χτι­κὰ στὴν ἄ­κρη μιᾶς κα­ρέ­κλας ἕ­τοι­μο νὰ κυ­λή­σει πά­λι, ἂν χρει­ά­ζον­ταν. Οἱ ἄν­τρες ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ ζω­η­ρὴ « συ­ζή­τη­ση» χω­ρὶς νὰ τὸ προ­σέ­ξουν.

        Τὸ Πράγ­μα ξε­φύ­ση­σε σι­γα­νά, χα­λά­ρω­σε καὶ φω­τί­στη­κε μ’ ἕ­να ἁ­πα­λὸ μώβ, ἀ­νά­βον­τας τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ φω­τά­κια.

        — Ἐ­γὼ νο­μί­ζω, εἶ­πε σι­γα­νά, πώς…

        — Πά­ψε σὺ πρό­στα­ξε μὲ δυ­να­τὴ ἐ­πι­τι­μη­τι­κὴ φω­νὴ ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀ­νὴρ καὶ ἔ­τει­νε τὸ χέ­ρι του ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, σπρώ­χνον­τας πρὸς τὰ πί­σω τὸ Πράγ­μα.

        Τὸ Πράγ­μα ἔ­σβη­σε στὴ στιγ­μὴ τοὺς φω­τι­σμοὺς καὶ βυ­θί­στη­κε στὸ σκό­τος.

        Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες συ­νέ­χι­σαν τὴ συ­ζή­τη­ση. «Ἐ­γὼ τοὺς τὰ `πὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ ποι­ὸς μ’ ἀ­κού­ει;» ὁ ἕ­νας, «Τοὺς ἔ­δει­ξα τὸ χάρ­τη ποὺ σχε­δί­α­σα, ἀ­πὸ ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ὁ δρό­μος. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη λύ­ση, πά­ει καὶ τέ­λει­ω­σε!» ὁ ἄλ­λος, καὶ χτύ­πη­σε μὲ δύ­να­μη τὴν πα­λά­μη του στὸ τρα­πέ­ζι. Τὰ πο­τη­ρά­κια τα­λαν­τεύ­τη­καν καὶ κου­δού­νι­σαν.

        — Ἕ­να τσι­που­ρά­κι ἀ­κό­μα; πρό­τει­νε ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, κα­θὼς φαί­νε­ται ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της, καὶ ἔ­τει­νε πά­λι τὸ χέ­ρι πρὸς τὸ Πράγ­μα δί­νον­τας τὸ ἄ­δει­ο μπου­κά­λι. Τὸ Πράγ­μα τρε­μού­λια­σε ἐ­λα­φρὰ καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως δεί­χνον­τας εὐ­γε­νι­κὰ τὴ συμ­μόρ­φω­ση. Κύ­λη­σε πρὸς τὰ μέ­σα ἀ­θό­ρυ­βα, ὅ­πως ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λᾶ μιὰ ὑ­πο­ψί­α ὑ­γρα­σί­ας. Σὲ λί­γο ἐμ­φα­νί­στη­κε τρε­μου­λια­στὸ ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς κρα­δα­σμοὺς καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­σκο μὲ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη. Μμμ… Ω..ἐ­α μμ! ἀ­κού­στη­κε σὰν μουγ­κρη­τὸ ἡ φω­νὴ τοῦ ἄλ­λου ἄρ­ρε­νος, τοῦ ἐκ δε­ξι­ῶν. Τὸ Πράγ­μα ἀ­πο­σύρ­θη­κε γρή­γο­ρα στὰ ἐν­δό­τε­ρα σκο­τει­νι­α­σμέ­νο καὶ ἄ­η­χο.

        Κι ἐ­νῶ οἱ ἄν­δρες τρω­γό­πι­ναν, μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­κού­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὰ ἐν­δό­τε­ρα τὸν ἦ­χο τοῦ νε­ροῦ ποὺ ρέ­ει, τοὺς με­ταλ­λι­κοὺς ἤ­χους ποὺ κά­νουν με­τα­ξύ τους τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να καὶ τοὺς γυ­ά­λι­νους των πο­τη­ρι­ῶν καὶ τῶν πιά­των, εὔ­θραυ­στη σύν­θε­ση τοῦ νε­ρο­χύ­τη.

        Ὕ­στε­ρα ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ μὲ μι­κροὺς ἀ­νε­παί­σθη­τους ἤ­χους νύ­χτας κι ἔ­τσι τὸ Πράγ­μα ἀ­φοῦ τέ­λει­ω­σε καὶ κά­τι ψι­λο­δου­λει­ὲς πρό­βα­λε δι­στα­χτι­κὰ νὰ δεῖ. Ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­δεια πο­τή­ρια καὶ πιά­τα, κου­κού­τσια ἐ­λιᾶς πά­νω στὶς χαρ­το­πε­τσέ­τες, ψα­ρο­κό­κα­λα καὶ τρίμ­μα­τα γύ­ρω. Τέν­τω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­φουγ­κρά­στη­κε νὰ δεῖ τί ἔ­γι­ναν οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες. Βα­θὺ σκο­τά­δι ὁ­λό­γυ­ρα κεν­τη­μέ­νο μὲ μι­κρὰ φω­τά­κια στὸ βά­θος, πα­νη­γυ­ρι­κοὺς ἤ­χους τζι­τζι­κι­ῶν καὶ γρύ­λων, κο­ά­σμα­τα δι­ψα­σμέ­νων βα­τρά­χων, ποὺ καὶ ποὺ κα­μιὰ σι­γα­νὴ κρω­ξιὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἐ­νο­χλη­μέ­νο νυ­χτο­πού­λι καὶ αἴφ­νης ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη κραυ­γὴ τοῦ ὄρ­νιου. Ἀ­πὸ μα­κριὰ ἔ­φτα­ναν σὰν μουρ­μου­ρη­τὸ φω­νὲς πολ­λῶν ἀν­δρῶν μα­ζί. Φω­νὲς κα­φε­νεί­ου.

        Τὸ Πράγ­μα κά­θι­σε σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να, τέν­τω­σε τὰ πό­δια κι ἄ­να­ψε πά­λι τὰ μώβ. Ὕ­στε­ρα προ­ση­λώ­θη­κε στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ με­ριὰ κοι­τά­ζον­τας τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ ἀ­πέ­ναν­τι. Ἡ σε­λή­νη ξε­πρό­βα­λε σὲ λί­γο ἀρ­γυ­ρή, ὁ­λό­φω­τη καὶ με­γα­λει­ώ­δης. Τὸ Πράγ­μα ἀ­να­βό­σβη­σε μ’ ἕ­να ρο­δα­λὸ φῶς καὶ ἔ­τει­νε τὰ χέ­ρια του πρὸς τὰ `κεῖ. Σὲ λί­γο μὲ κυ­μα­τι­στοὺς μου­σι­κοὺς ἤ­χους ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ `ταν δε­μέ­νο μὲ μυ­στι­κὴ κλω­στὴ μα­ζί της. Στά­λες βρο­χῆς σὰν χον­τρὰ δά­κρυ­α ἔ­πε­σαν στὸ σκο­τει­νὸ ἄ­δει­ο της βε­ράν­τας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Καί­τη Παυ­λῆ (Λέ­σβος). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, σπού­δα­σε στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων, τμῆ­μα ΜΝΕΣ, καὶ ἐρ­γά­στη­κε γιὰ πολ­λὰ χρό­νια στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴν συλλογὴ Ἀ­νοί­γεις τὸ πα­ρά­θυ­ρο (ποίηση, ἐκδ. ΑΩ, 2019), συμ­πε­ρί­λη­ψη ποι­ή­μα­τος στὴν ἀν­θο­λο­γί­α «Τὰ ποι­ή­μα­τα τοῦ 2019» καὶ «Φύ­ση­ξε ἀ­γέ­ρας καὶ σκόρ­πι­σαν-Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, (δι­η­γή­μα­τα, ἀ­φη­γή­σεις, ἐκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023). Το διήγημα «Παγίδα» συμπεριλήφθηκε στην συλ­λο­γι­κὴ ἔκ­δο­ση Ὁ χρό­νος ποὺ περ­νᾶ καὶ χά­νε­ται, ἔκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023.



		

	

Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς: Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


Κώ­στας Λυμ­πο­υρῆς


Μί­α ἄλ­λη ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσλη­ψη


ΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ facebook, μοῦ ἔ­κα­νε πο­λὺ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Ἀ­να­φε­ρό­ταν σὲ κά­ποι­ον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἕ­να χρό­νο με­τὰ ποὺ ἔ­χα­σε τὴ γυ­ναί­κα του, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πη­γαί­νει τα­κτι­κὰ στὸν τά­φο της καὶ νὰ τῆς δι­α­βά­ζει λο­γο­τε­χνί­α.

        Πρώ­τ’ ἂ­π’ ὅ­λα στά­θη­κα στὴ δυ­να­τή, τὴ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἄν­θρω­πό του.

        Εἶ­χα ἀ­κού­σει γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους οἱ ὁ­ποῖ­οι μι­λοῦν στοὺς δι­κούς τους ποὺ ἔ­χουν «φύ­γει», τοὺς λὲν πό­σο τοὺς ἀ­γα­ποῦν ἀ­κό­μα, καὶ τοὺς ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ δι­κά τους, τὰ προ­σω­πι­κά, ἀλ­λὰ καὶ προ­πάν­των γιὰ τὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὰ παι­διά τους. Γιὰ τὰ θε­τι­κά τους –φαν­τά­ζο­μαι– μό­νο,  ἀ­φοῦ κά­ποι­οι ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν σὲ κά­τι ἀρ­νη­τι­κό, μὴ στε­να­χω­ρή­σουν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους στὸν τά­φο.

        Γιὰ τὴν κα­τα­φυ­γὴ τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀν­θρώ­που, ὅ­μως, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ἔ­κα­να δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις:  ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εἶ­χαν κοι­νὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, ἤ, ἔ­στω, ὅ­τι αὐ­τὸς ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ τὶς προ­τι­μή­σεις της. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει δη­λα­δὴ στὴν οὐ­σί­α εἶ­ναι, εἴ­τε νὰ τῆς ξα­να­δι­α­βά­ζει ἀ­γα­πη­μέ­να της ἔρ­γα ἢ νὰ τῆς συ­στή­νει νέ­ες ἐκ­δό­σεις, δι­α­βά­ζον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἢ ἐ­ξο­λο­κλή­ρου –σὲ συ­νέ­χει­ες– προ­κει­μέ­νου νὰ τῆς προ­σφέ­ρει μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἀ­κό­μα, ἴ­σως, καὶ κά­ποι­ες κρι­τι­κές, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­κα­λοῦν συ­ζή­τη­ση. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γι’ αὐ­τὲς ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐκ­φέ­ρει καὶ τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, βέ­βαι­α, αὐ­τὸ ποὺ δὲν μὲ ἄ­φη­σε νὰ ἡ­συ­χά­σω εἶ­ναι ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σὲ τέ­τοι­ες σπά­νι­ες ἀ­κό­μα πε­ρι­στά­σεις. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι μᾶλ­λον κα­τέ­φυ­γε σ’ αὐ­τήν,  ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζει καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ καὶ τὴ σύν­τρο­φό του. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ βι­βλί­ο, τὸν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, για­τί τῆς μι­λᾶ μέ­σω ἄλ­λων, τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ κά­θε ἔρ­γου. Σὲ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη γνω­ρί­ζει νέ­ους χα­ρα­κτῆ­ρες, ταυ­τί­ζε­ται ἢ δι­α­φω­νεῖ μα­ζί τους, κρί­νει τὸν συγ­γρα­φέ­α, λει­τουρ­γεῖ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνί­α ὀ­νο­μά­ζου­με προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη.

        Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος λό­γος τοῦ συγ­κλο­νι­σμοῦ μου ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν κά­ποι­α συ­νά­φεια αὐ­τῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά μου «Ἀ­θα­λάσ­σα», ποὺ  ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α του συ­νέ­πε­σε πε­ρί­που μὲ τὸν θά­να­το τῆς ἐν λό­γω γυ­ναί­κας. Σ’ αὐ­τό, ὁ κύ­ριος ἥ­ρω­ας ἐγ­κλεί­ε­ται ἐ­θε­λον­τι­κὰ στὸ ψυ­χι­α­τρι­κὸ ἵ­δρυ­μα, γιὰ νὰ εἶ­ναι κον­τὰ στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του. Μιὰ ἀ­γά­πη, δη­λα­δή, ἀ­νά­λο­γα δυ­να­τὴ μ’ αὐ­τὴν ποὺ εἶ­χε καὶ ἔ­χει πάν­τα ὁ σύ­ζυ­γος τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου γιὰ τὴ γυ­ναί­κα του. «Λο­γι­κά», θὰ  βροῦν καὶ οἱ δύ­ο τὸ θέ­μα μου στὰ δι­κά τους ἀ­συ­νή­θι­στα μέ­τρα.

        Φαν­τά­ζο­μαι, ἔ­τσι, τὸν σύ­ζυ­γο νὰ δι­α­βά­ζει στὴ χα­μέ­νη του ἀ­γά­πη τὸ βι­βλί­ο μου.

        Καί, βέ­βαι­α, μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν δι­ά­φο­ρα πε­ρί­ερ­γα: Θὰ τῆς τὸ δι­α­βά­σει μὲ τὴ σω­στὴ ἐκ­φο­ρά; Ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τέ­τοι­ο θέ­μα, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν ξε­χω­ρι­στὸν αὐ­τὸν ἀ­πο­δέ­χτη, πρέ­πει νὰ φτά­σει κον­τά του, μὲ τὸν πλέ­ον ἐν­δε­δειγ­μέ­νο τρό­πο. Βέ­βαι­α, αὐ­τὸ θὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πό­σο θ’ ἀ­ρέ­σει στὸν ἴ­διο. Θὰ ἔ­χω δη­λα­δή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, πρῶ­τα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση, τὴ δι­κή του προ­σέγ­γι­ση τῆς δου­λειᾶς μου.

        Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα, αὐ­τό, βε­βαί­ως, ποὺ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρόσ­λη­ψη ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῆς νε­κρῆς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κώ­στας Λυμ­που­ρῆς  (Λευ­κω­σί­α, 1950) Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν εἰ­σβο­λὴ τοῦ ’74 στὸ κα­τε­χό­με­νο Κά­τω Δί­κω­μο τῆς ἐ­παρ­χί­ας Κε­ρύ­νειας. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση τῆς Κύ­πρου. Εἶ­χε πλού­σια δρά­ση στὴ συν­δι­κα­λι­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τῶν κα­θη­γη­τῶν (ΟΕΛΜΕΚ) καὶ στὸν Σύν­δε­σμο Ἑλ­λή­νων Κυ­πρί­ων Φι­λο­λό­γων, στὴν προ­ε­δρί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιὰ ἑ­φτὰ χρό­νια. Ἀ­πὸ τὸ 2000 συ­νεκ­δί­δει μὲ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὺς ἀ­πὸ τὴν Κύ­προ καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ὑλαν­τρον. Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Ὑ­λαν­τρον, Πόρ­φυ­ρας, Ἡ λέ­ξη και Νέ­α Εὐ­θύ­νη. Βι­βλί­α του: Προ­σω­ρι­νὰ κλει­στὸ (δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2006). Τῶν ἡ­με­τέ­ρων ἄλ­λων (Πα­ρά­κεν­τρον, 2014) τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, κ.ἀ.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

.

.

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(3/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Οἱ πε­τα­λοῦ­δες ζοῦν μό­νο μιὰ μέ­ρα

(Las mariposas sólo viven un día)


ΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΕ πρωῒ-πρωῒ τὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας θλι­βε­ροὺς τοί­χους ποὺ πά­νω τους ἀ­να­πτύσ­σον­ταν ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κὰ φυ­τὰ καὶ σὲ αὐ­τοὺς ζω­γρά­φι­ζε δυ­ὸ πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λοῦ­δες, ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς τε­λει­ό­τη­τας, ποὺ ἔ­μοια­ζαν νὰ πε­τοῦν ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὴν βλά­στη­ση. Πολ­λοὶ πέρ­να­γαν χω­ρὶς νὰ τὶς βλέ­πουν, βι­α­στι­κοὶ νὰ φτά­σουν στὰ σπί­τια τους ἢ στὰ γρα­φεῖ­α τους, ὅ­που δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται τὰ χρω­μα­τι­στὰ μο­λύ­βια. Ἄλ­λοι στα­μα­τοῦ­σαν νὰ τὶς κοι­τά­ξουν καὶ χα­μο­γε­λοῦ­σαν καὶ αὐ­τὴ ἡ μι­κρὴ εὐ­θυ­μί­α τοὺς συν­τρό­φευ­ε στὸ δρό­μο τους. Καὶ με­τὰ ἐρ­χό­ταν τὸ συ­νερ­γεῖ­ο τοῦ δή­μου, ποὺ πάλευε νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν πό­λη ὄ­μορ­φη καὶ κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὰ φορ­τη­γά­κια τους καὶ μὲ δυ­ὸ πι­νε­λι­ὲς γκρί­ζας μπο­γιᾶς σκό­τω­ναν τὶς πε­τα­λοῦ­δες.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

 



Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)

Ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων

(La gripe equina)


ΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ἡ γρί­πη τῶν ἵπ­πων ἔ­πα­ψαν νὰ μι­λᾶν γιὰ τὴ γρί­πη τῶν πον­τι­κῶν, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως αὐ­τὴ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὴ γρί­πη τῶν χοί­ρων στὰ πρω­το­σέ­λι­δα· καὶ ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, ἡ γρί­πη τῶν χοί­ρων ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὴ γρί­πη τῶν πτη­νῶν. Τώ­ρα ὄ­χι μό­νο συ­νι­στοῦν τὴ χρή­ση μα­σκῶν, ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­α μα­γνη­τι­κὰ βρα­χι­ό­λια κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ κου­νιά­δου τοῦ προ­έ­δρου. Ἀλ­λὰ ὁ κό­σμος πιὰ δὲ φο­βᾶ­ται πιὰ τό­σο ὅ­σο πρὶν μὴν μο­λυν­θεῖ· ἐ­δῶ καὶ χρό­νια, γιὰ κά­θε ἐν­δε­χό­με­νο, κα­νεὶς δὲν βγαί­νει ἔ­ξω καὶ οἱ ἐ­πα­φὲς πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται στὸν κυ­βερ­νο­χῶ­ρο. Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, ἀλ­λὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἐ­πι­μέ­νουν νὰ μὴν ἔ­χου­με καμ­μιὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καὶ νὰ φο­ρᾶ­με τὰ βρα­χι­ό­λια.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


 

Ζόρ­ντι Θε­μπριάν (Jordi Cebrián): Σφάλ­μα­τα προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ



Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián)

(1/5Χ100λε­ξα | Μι­κρὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα)


Σφάλ­μα­τα προ­γραμ­μα­τι­σμοῦ

(Errores informáticos)


ΑΤΙ ΧΑΛΑΣΕ στὸν κεν­τρι­κὸ ὑ­πο­λο­γι­στὴ καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἄρ­χι­σε νὰ πα­ρου­σιά­ζει ρωγ­μές. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­πα­ψαν νὰ φο­βοῦν­ται τὶς ἀ­λή­θει­ες, δὲν συμ­βι­βά­ζον­ταν πιὰ μὲ και­νούρ­για ψέ­μα­τα, ἀ­κό­μα καὶ ἂν τοὺς τὰ ἐ­ξι­στο­ροῦ­σαν μὲ πει­θὼ καὶ σα­γή­νη. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ση­μαῖ­ες καὶ το­τὲμ καὶ ὁ κό­σμος ἔ­ψα­ξε και­νούρ­γιους δρό­μους, μα­κριὰ ἀ­πὸ θε­οὺς καὶ με­τα­θα­νά­τι­ες ὑ­πο­σχέ­σεις. Οἱ που­ρι­τα­νοὶ ἔ­πα­ψαν νὰ τρώ­γον­ται μὲ τὴν ξέ­νη εὐ­τυ­χί­α, καὶ οἱ πα­πά­δες ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­καν τὰ ψέ­μα­τά τους. Ἄ­φη­ναν τὰ παι­διὰ νὰ μα­θαί­νουν ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἀ­πὸ τὸν φό­βο. Μέ­χρι ποὺ οἱ τε­χνι­κοὶ ἐ­πι­δι­όρ­θω­σαν τὴν βλά­βη, ἀ­πο­κα­τέ­στη­σαν τὴν προ­η­γού­με­νη κα­τά­στα­ση καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν ἐκ νέ­ου ὅ­πως θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι.



Πηγή:

http://cienpalabras.blogspot.com/search?updated-max=2007-06-10T19:45:00%2B02:00&max-results=50

Ζόρντι Θεμπριάν (Jordi Cebrián) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1964). Συγ­γρα­φέ­ας, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ μη­χα­νι­κὸς ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν ὑ­πο­λο­γι­στῶν. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ πο­λὺ μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ πά­νω στὰ ναρ­κω­τι­κά, ἔ­χει δώ­σει πολ­λὲς δι­α­λέ­ξεις καὶ οἱ πε­ποι­θή­σεις του κα­τὰ τῶν ἀ­πα­γο­ρεύ­σε­ων στὴ χρή­ση τὸν ἔ­φε­ραν νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ σὲ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σεις καὶ ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Συν­το­νί­ζει δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­σε­λί­δες πά­νω σε ζη­τή­μα­τα κουλ­τού­ρας, ἐ­νῶ ἐ­πι­δί­δε­ται συ­στη­μα­τι­κὰ στὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


ΑΡΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ξη­με­ρώ­σει ἀ­κό­μη γιὰ τὰ κα­λὰ (μό­λις ποὺ ἄρ­χι­ζε νὰ δι­α­κρί­νε­ται πρὸς ἀ­να­το­λὰς τὸ γα­λα­κτῶ­δες φῶς τῆς αὐ­γῆς) τὸ εἶ­δα σχε­τι­κὰ ἔγ­και­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ κα­θρέ­φτη.

        Ἡ με­γά­λη εὐ­θεί­α ἐ­ξα­σφά­λι­ζε στὰ ἔμ­πει­ρα μά­τια μου (δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα στὸ τι­μό­νι) τὸν ἀ­πό­λυ­το ἔ­λεγ­χο τῆς κί­νη­σης. Τῆς «ἔλ­λει­ψης κί­νη­σης» στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν δι­α­κρι­νό­ταν κα­νέ­να ὄ­χη­μα σὲ κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις.

        Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, βρι­σκό­μουν σὲ συ­νε­χῆ ἐ­γρή­γορ­ση κι ἔ­τσι τὸ εἶ­δα (σὲ οὐ­δέ­τε­ρο, ἀ­φοῦ δὲν ἤ­ξε­ρα τί ἦ­ταν) ἀ­πὸ με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση. Ἕ­νας πε­ρί­ερ­γος σκο­τει­νὸς ὄγ­κος ποὺ κι­νοῦν­ταν μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα κά­που στὸ ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο πί­σω μου.

        «Ὁ μα­λά­κας πά­ει χω­ρὶς φῶ­τα», πρό­λα­βα νὰ μο­νο­λο­γή­σω δευ­τε­ρό­λε­πτα πρὶν τὸ ἀ­πό­κο­σμο ὃν μὲ προ­σπε­ρά­σει ἀ­πὸ ἀ­ρι­στε­ρὰ μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. «Ἕ­νας τυ­ραν­νό­σαυ­ρος στὴν Ἀ­θη­νῶν – Λα­μί­ας!!!», μο­νο­λό­γη­σα ξα­νά. Τὸ ὀγ­κῶ­δες κε­φά­λι, ὁ κον­τὸς μυ­ώ­δης λαι­μός, τὰ με­γά­λα ὀ­πί­σθια ἄ­κρα, ἡ μα­κριὰ καὶ βα­ριὰ οὐ­ρὰ χά­θη­καν στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα στὸ ἄ­ψε σβῆ­σε.

        Ὅ­ταν συ­νῆλ­θα (λέ­με τώ­ρα) ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἡ κο­ρυ­φο­γραμ­μὴ τοῦ Παρ­νασ­σοῦ δι­α­γρα­φό­ταν πλέ­ον πεν­τα­κά­θα­ρα στὰ δε­ξιά μου καὶ μιὰ κα­τά­φω­τη ντα­λί­κα, μ’ ἕ­να εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἀν­θρω­πά­κι Michelin στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς καμ­πί­νας, κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­θε­το ρεῦ­μα.

        «Ἥ­μαρ­τον, Θε­έ μου», δι­πλο­σταυ­ρο­κο­πή­θη­κα, παίρ­νον­τας γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή μου καὶ τὰ δυ­ό μου χέ­ρια ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι, «Τζου­ρά­σικ Πὰρκ γί­να­με!»



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.