Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ: Κα­ρο­τό­σου­πα



Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ


Κα­ρο­τό­σου­πα


ΟΒΕΙΣ τὸ κρεμ­μύ­δι. Σὲ ἁ­δρὰ κομ­μά­τια, χον­τρά. Νὰ πι­ά­νον­ται στὸ χέ­ρι, νὰ με­τρᾶ­νε με­τὰ στὸ στό­μα. Ἡ προ­αι­ώ­νια αἴ­σθη­ση τῆς ἁ­φῆς καὶ τῆς γεύ­σης. Δέ­κα κο­πὲς κά­νεις, δὲν χρει­ά­ζον­ται πα­ρα­πά­νω. Τὸ θέ­μα εἶ­ναι νὰ χει­ρί­ζε­σαι κα­λὰ τὸ μα­χαί­ρι ἐ­σύ. Μα­θαί­νε­ται μὲ τὸν και­ρὸ καὶ αὐ­τό. Κα­θα­ρί­ζεις προ­σε­κτι­κὰ τὰ κα­ρό­τα καὶ τὰ κό­βεις. Σὲ μι­κρό­τε­ρα κομ­μά­τια ἀ­πὸ ὅ,τι τὸ κρεμ­μύ­δι. Ἀ­νά­βεις τὴ φω­τιά, βά­ζεις ἐ­λαι­ό­λα­δο καὶ τσι­γα­ρί­ζεις τὸ κρεμ­μύ­δι. Νὰ ἀλ­λά­ξει χρῶ­μα. Νὰ με­λώ­σει, λέ­νε. Κα­τα­πῶς ἡ ζω­ή. Ναί, μὴ σοῦ φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο. Ξε­κι­νά­ει ἀ­ψι­δε­ρή, κα­τα­λή­γει γλυ­κιὰ ὅ­σο ἀ­φή­νει τὴν ἀ­σπρι­δε­ρή της μορ­φὴ νὰ φύ­γει, νὰ χα­θεῖ. Για­τὶ —ἴ­σως τὸ ξέ­ρεις— τὸ ἄ­σπρο, ἡ ἀ­θώ­α λευ­κό­τη­τα εἶ­ναι τὸ χρῶ­μα τοῦ πέν­θους. Πλα­κώ­νει βα­ρύ­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ μαῦ­ρο. Ἐλ­πί­δα; Ὄ­χι. Θά­να­τος. Συν­τρι­βή. Ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα στὸ κε­νὸ καὶ στὸν χρό­νο. Ἡ μί­α καὶ μό­νη. Ἡ δυ­να­τὴ ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα. Ἡ δογ­μα­τι­κή. Ἡ στραγ­γα­λι­στι­κή. Μό­νο ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι θέ­λου­με νὰ ἀλ­λά­ζου­με τὰ νο­ή­μα­τα, νὰ φτι­ά­χνου­με ἐλ­πί­δες στὸν δι­κό μας καμ­βὰ καὶ νὰ βλέ­που­με ὅ,τι δὲν μπο­ροῦ­με γύ­ρω μας. Μιὰ ἄλ­λη νε­φε­λο­κοκ­κυ­γί­α. Νε­φε­λο­βα­σί­α στὸν κό­σμο ἑ­νὸς ἐ­πί­πλα­στου ὀ­νεί­ρου. Ποὺ δὲν κά­νει κα­κό. Λυ­τρώ­νει πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ φε­νά­κη. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι τέ­τοι­α. Λευ­κὲς ζω­ὲς δὲν ὑ­πάρ­χουν. Βε­βαι­ό­τη­τα.

       Ποῦ εἴ­χα­με μεί­νει; Ναί, τσι­γα­ρί­ζεις τὸ κρεμ­μύ­δι μέ­χρι νὰ μυ­ρί­σει τὸ τη­γά­νι σου. Παίρ­νεις λί­γο, τὸ δο­κι­μά­ζεις. Πάν­τα μα­γεύ­ει μί­α δο­κι­μὴ ἀ­πὸ τὸ τη­γά­νι, ἕ­να βού­τηγ­μα στὸ κε­νὸ ποὺ ἔ­χει πά­το. Ἀ­φαι­ρεῖς τὸ κρεμ­μύ­δι καὶ βά­ζεις τὸ κα­ρό­το. Νὰ πά­ρει τὴ γεύ­ση, λί­γο ἀ­πὸ τὰ σάκ­χα­ρα τοῦ κρεμ­μυ­διοῦ στὸ καυ­τὸ λά­δι. Ἔ­τσι τὸ ἔ­κα­νε ἡ μά­να μου καὶ με­θο­κο­ποῦ­σε ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­λη ἡ γει­το­νιά. Νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­σαι, νὰ μα­θαί­νεις. Ἔ­τσι μοῦ ‘λε­γε. Τὰ ὑ­λι­κὰ δὲν θὰ σὲ προ­δώ­σουν. Ἡ τε­χνι­κή σου θὰ φτιά­ξει μὲ τὸν και­ρό. Καὶ δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ πράγ­μα. Ὅ,τι ὑ­πάρ­χει στὸ τη­γά­νι εἶ­ναι μιὰ με­λω­δί­α ζω­ῆς. Ἔ­τσι νὰ τὸ σκέ­φτε­σαι. Νὰ τὴν ἀ­κοῦς. Νὰ τῆς μι­λᾶς. Νο­στι­μεύ­ει. Πα­τᾶς μί­α σκε­λί­δα σκόρ­δο μὲ τὸ μα­χαί­ρι. Δὲν κό­βεις ἐ­δῶ. Ὅ­λα θέ­λουν τὸν τρό­πο τους. Πα­τᾶς καὶ βγαί­νουν ὅ­λα τὰ ἀ­ρώ­μα­τα καὶ ὅ­λες οἱ γεύ­σεις. Κρα­σὶ λευ­κὸ καὶ λε­μο­νο­χυ­μός. Ὀ­ξύ­τη­τα ἀ­πὸ δά­κρυ. Εἶ­δες ποὺ τὰ πέν­θη ται­ριά­ζουν; Ἡ κα­τσα­ρό­λα εἶ­ναι μιὰ ζω­ή, τε­λι­κά, ἔ; Παίρ­νεις ἕ­να γε­ρὸ μα­χαί­ρι. Με­γά­λο στὴ θω­ριά του. Πλα­τὺ στὴ λε­πί­δα του. Ἀρ­χί­ζεις νὰ κο­νι­ορ­το­ποι­εῖς τὸ βρα­σμέ­νο κα­ρό­το. Ἔ­τσι τό ‘κά­ναν πα­λιά. Και­γόν­του­σαν, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­νι­ω­θαν πό­νο. Μα­θαί­νεις νὰ ζεῖς μὲ αὐ­τόν. Ὅ­λα μα­θαί­νον­ται. Ξα­να­φτιά­χνεις μέ­σα σου ὅ,τι χα­λά­ει τὴ σάρ­κα. Πολ­τός, ζε­μα­τι­στὸ νε­ρό, κρέ­μα γά­λα­κτος. Δι­κή μου ἐ­πι­νό­η­ση. Ζεῖς, μα­θαί­νεις. Ἡ μά­να δὲν τό ‘κα­νε ἔ­τσι. Ἁ­λά­τι, πι­πέ­ρι. Πάν­τα. Μιὰ ζω­ὴ νὰ εἶ­ναι ἁλ­μυ­ρή, ὅ­πως τὸ ἁ­λά­τι, καὶ γλυ­κιά, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ζά­χα­ρη. Αὐ­τὸ νὰ ζη­τᾶς.

       Μα­χαί­ρι. Τρα­βᾶς πί­σω το κρε­βα­τά­κι σου, νὰ μὴν ἀ­κουμ­πά­ει τὸν τοῖ­χο. Με­τα­κι­νεῖς κά­ποι­α μάρ­μα­ρα καὶ μπαί­νεις κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ. Μὲ ἕ­να μα­χαί­ρι. Ἔ­χεις μα­ζί σου καὶ ἕ­να ἐ­λι­ό­ψω­μο. Λί­γα κα­ρό­τα. Γιὰ τὶς πολ­λὲς ἡ­μέ­ρες. Νο­μί­ζεις, ἐλ­πί­ζεις ὅ­τι θὰ ‘ρθοῦν. Σὲ στοι­χει­ώ­νει ἡ κρύ­πτη. Τὸ σκο­τά­δι πη­χτό, ὅ­πως ἡ σού­πα στὸ πιά­το σου. Γι’ αὐ­τὸ ἡ κρέ­μα γά­λα­κτος. Νὰ βα­ραί­νει τὸ ὑ­λι­κό, νὰ συμ­πυ­κνώ­νε­ται, νὰ σοῦ δί­νει ὅ,τι ἔ­ζη­σες. Καὶ δὲν φεύ­γει. Οὔ­τε ὁ χρό­νος τὸ δι­ώ­χνει οὔ­τε ἡ συ­νεί­δη­σή σου. Τὸ μαῦ­ρο στὸ λευ­κό. Καὶ τὸ ἀ­νά­πο­δο. Ἐ­κεῖ πάν­τα κα­τα­λή­γεις. Κά­ποι­ος σὲ βρί­σκει. Ἀ­κοῦς βή­μα­τα. Ἕ­νας; Μᾶλ­λον ἕ­νας. Φω­νά­ζει, βρί­ζει στὴ γλώσ­σα του, δὲν ἀ­παν­τᾶς. Ἀ­νοί­γει τὸ στό­μιο, κά­νει νὰ κα­τέ­βει καὶ σβή­νει γιὰ πάν­τα το φῶς. Καὶ δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ξέ­ρεις. Δὲν μπαί­νει ὅ­που νά ‘ναι ἡ αἰχ­μή. Ἐ­δῶ νὰ μπεῖ; Ἐ­κεῖ; Δὲν ξέ­ρεις. Καὶ με­τὰ ἕ­νας ἀ­κό­μα. Μό­νος του. Καὶ τὸ τέ­λος. Τὸ ἴ­διο, ξα­νά.

       Τὸ μα­χαί­ρι εἶ­ναι δι­κό σου. Στὸ ἔ­δω­σαν, τὸ κρά­τη­σες γιὰ μιὰ στιγ­μή, τὸ ζύ­γι­σες στὸ μπό­ϊ σου καὶ τό ‘κα­νες ὁ­λο­δι­κό σου. Βί­ω­μα. Ἦ­ταν ὁ μό­νος τρό­πος νὰ φτιά­ξεις τὴν κα­ρο­τό­σου­πα. Νὰ ξε­γυ­μνώ­σεις ὅ,τι πρέ­πει ἀ­πὸ τὴ σάρ­κα καὶ νὰ φτιά­ξεις ὅ,τι φτιά­χνει τὴν ζω­ή. Ὀ­ξύ­μω­ρο; Σκο­τώ­νεις, γιὰ νὰ δώ­σεις ζω­ή; Λαν­θα­σμέ­νη μᾶλ­λον εἶ­ναι ἡ στί­ξη ἐ­δῶ, ἔ­τσι; Ρω­τᾶς γιὰ τὴ βε­βαι­ό­τη­τα; Τό­σα ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὰ —καὶ ἕ­να ἀ­κό­μα αὐ­τὸ— γιὰ νὰ δεῖς ξα­νὰ ὅ,τι εἶ­δες καὶ νὰ μά­θεις ὅ,τι ἤ­δη ξέ­ρεις; Τὸ εἶ­δα κά­πο­τε καὶ σὲ ἕ­να δέν­τρο. Ὁ θά­να­τος ἔ­δι­νε ζω­ή. Σπουρ­γί­τι καὶ κο­ρά­κι. Μοί­ρα­σε ἐ­σὺ τοὺς ρό­λους. Φε­νά­κη. Ψευ­δαί­σθη­ση. Κά­τι προ­αι­ώ­νιο τὸ ἔ­χει κά­νει ἤ­δη. Με­τά­νι­ω­σες ἢ ὄ­χι, ὅ,τι σοῦ δό­θη­κε δὲν ἀλ­λά­ζει. Τὸ κρά­τη­σες, εἶ­ναι δι­κό σου. Ἰ­δέ­α. Με­γά­λη, ὑ­ψη­λή. Ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι καὶ πάν­τα θὰ εἶ­ναι γιὰ ἐ­κεῖ­να τὰ μπλὲ γράμ­μα­τα στὸν ἄ­σπρο τοῖ­χο. Ὅ­σα χρό­νια καὶ νὰ πε­ρά­σουν…

       Ἡ σού­πα σερ­βί­ρε­ται ζε­στή.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ση­μεί­ω­ση τοῦ συγ­γρα­φέα: Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸν ἥ­ρω­α ἀ­γω­νι­στῆ τῆς ΕΟΚΑ Στέ­φα­νο Χα­τζη­μι­τσῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἔ­φυ­γε» στὶς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου γιὰ τὸ «τα­ξί­δι». Δὲν ζή­τη­σε ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα καὶ (πα­ρα)θε­σμι­κὰ βο­λέ­μα­τα. Οἱ δι­η­γή­σεις του μὲ ἔ­χουν δι­δά­ξει πολ­λά. Ἱ­στο­ρι­κὰ καὶ ἀν­θρώ­πι­να.

Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ. Ἐ­ρευ­νη­τὴς στὸ Κέν­τρον Ἐ­ρεύ­νης τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς καὶ Λα­τι­νι­κῆς Γραμ­μα­τεί­ας τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Τμή­μα­τος Κλα­σι­κῶν Σπου­δῶν καὶ Φι­λο­σο­φί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου ἀ­πὸ τὸ Uni­ver­si­ty of Te­xas at Au­stin καὶ δι­δα­κτο­ρι­κοῦ τί­τλου ἀ­πὸ τὸ Uni­ver­si­ty Col­le­ge Lon­don. Ἔ­χει κα­τα­λά­βει, στὴν πα­νε­πι­στη­μια­κή του στα­δι­ο­δρο­μί­α, δι­ά­φο­ρες ἐ­ρευ­νη­τι­κὲς καὶ δι­δα­κτι­κὲς θέ­σεις σὲ πα­νε­πι­στή­μια τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει μέ­χρι στιγ­μῆς 4 μο­νο­γρα­φί­ες, ἔ­χει συ­νε­πι­με­λη­θεῖ 5 συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους καὶ ἔ­χει κα­τα­θέ­σει πο­λυ­ά­ριθ­μα ἄρ­θρα σὲ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ τό­μους, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας πτυ­χὲς τῆς ἔ­ρευ­νάς του γιὰ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ ρη­το­ρι­κή, τὴν ἐ­πι­τε­λε­στι­κό­τη­τα, τὴν ἀρ­χαί­α θρη­σκεί­α, τὴν πρόσ­λη­ψη τῶν ρη­το­ρι­κῶν κει­μέ­νων στὸν με­τα­κλα­σι­κὸ καὶ σύγ­χρο­νο κό­σμο, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ γιὰ δι­ά­φο­ρες θε­ω­ρη­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις (π.χ. γλωσ­σο­λο­γι­κὲς θε­ω­ρί­ες, χι­οῦ­μορ, θε­ω­ρί­ες φύ­λου καὶ σε­ξου­α­λι­κό­τη­τας).

Εἰκόνα: Πάφος. Ἡ στήλη πρὸς τι­μὴ τῶν μα­θη­τῶν τῶν πε­σόν­των στὸν Ἀ­γώ­να τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ νη­σιοῦ ἐ­ναντί­ον τῶν Ἄγ­γλων ἀ­ποι­κιο­κρα­τῶν. Στὸ ἀ­νά­γλυ­φο εἰ­κονί­ζεται ὁ νε­α­ρὸς σπου­δα­στὴς νὰ λα­βώ­νει τὸ με­γά­λο Λιον­τά­ρι τῆς Βρε­τα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.


			

Ἀνδρέας Σεραφείμ: Πιγκουίκουλα


Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ


Πιγ­κου­ί­κου­λα

 

ΑΡΙΑ ἡ ἀτμόσφαιρα. Τέρ­μα τ’ ἀ­στεῖ­α, τὰ πει­ράγ­μα­τα, τὰ γέ­λια τους. Ἀ­πρό­σμε­νη σο­βα­ρό­τη­τα. Ξαφ­νι­κὴ βου­βα­μά­ρα. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο δι­α­βαί­νει ἀγ­κο­μα­χών­τας μέ­σα ἀ­πὸ δι­α­φι­λο­νι­κού­με­νους λα­λέ­δες, μὲ τὶς κα­λὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες δι­πλω­μα­τι­κῆς πιγ­κου­ί­κου­λας. Βλα­σταί­νει, ἄ­κου­σαν, αὐ­τὴ μό­νο εἰς τὴν Κύ­προν καὶ τὴν νό­τιον Τουρ­κί­αν, αὐ­τὴν ποὺ κά­πο­τε τὴ λέ­γαν Κι­λι­κί­αν, Λυ­κί­αν καὶ Πι­σι­δί­αν, σή­με­ρα ἀλ­λι­ώ­τι­κα. Ὄ­μορ­φη θω­ριά. Γι­ο­μά­τη ἀν­θο­βο­λι­ές. Μυ­ρω­μέ­να μαν­τά­τα στὴν ὄ­σφρη­ση. Μα­λά­μα­τα σκέ­τα στὴν ἁ­φή. Ἀλ­λὰ δὲν τοὺς ξε­γε­λά­ει. Μᾶλ­λον ξέ­ρουν. Σί­γου­ρα. Καὶ μό­νο τὴ μνή­μη νὰ χα­ρα­κώ­σει μπο­ρεῖ πιά. Μό­νο τὶς συ­νει­δή­σεις νὰ αὐ­λα­κώ­σει καὶ νὰ σκου­πί­σει τὶς χα­μο­γε­λι­ὲς ἀ­πὸ τὰ πρό­σω­πα. Κεν­τρί­ζει καὶ προ­κα­λεῖ ἀ­νε­λέ­η­τα τὸ συ­ναί­σθη­μα εὐ­θύ­νης καὶ τῶν δε­κα­ε­φτὰ χρό­νων. Ἀγ­γί­ζει μὲ δέ­ος τὴ νε­α­νι­κὴ καρ­διά, λα­βώ­νει, κτυ­πᾶ δυ­να­τὰ καὶ συν­θέ­με­λα τὸν ἔκ­πλη­κτο, τὸν θο­ρυ­βη­μέ­νο νε­α­νι­κὸ νοῦ. Ἄλ­λο νὰ τ’ ἀ­κοῦς. Ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά, προ­βλη­μα­τι­σμός, ὀρ­γή, ἀ­γα­νά­κτη­ση. Σκιά­ζουν τὸ βλέμ­μα, συν­νε­φιά­ζουν τὴν ὄ­ψη. Δι­και­ώ­μα­τα. Καὶ μιὰ μα­τω­μέ­νη ἁ­φή, ψυ­χι­κὴ καὶ σω­μα­τι­κή. Τὴν ἀγ­γί­ζουν. Πιγ­κου­ί­κου­λα μου­λω­χτή. Γερ­μέ­νη ἐ­κεῖ, ἀ­νά­με­σα στὶς πλα­τυ­φυλ­λι­ὲς καὶ τὰ ἁ­γι­ο­κλή­μα­τα. Στὰ πό­δια τοῦ βου­νοῦ. Θά­να­τος καὶ ζω­ή, λές, μα­ζί. Ἕ­τοι­μη νὰ σὲ δαγ­κά­σει. Καὶ νὰ σοῦ κό­ψει κομ­μά­τι. Ὅ­πως καὶ τό­τε. Σαράντα τρία χρό­νια πρίν. Ποὺ μᾶς ἔ­κο­ψε τὴ μι­σή. Καὶ μεί­να­με μο­νά­χοι. Ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νοι. Μὲ τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο ἀ­πέ­ναν­τι. Τέ­λος πάν­τως. Ψη­λα­φοῦν κι’ ἀ­γναν­τεύ­ουν, ὀ­νει­ρο­πό­λα καὶ φαν­τα­στι­κά, αὐ­τὰ πού ‘­χαν καὶ δὲν ἔ­ζη­σαν, αὐ­τὰ ποὺ μὲ πά­θος λά­τρε­ψαν στὰ λό­για καὶ τὶς νο­σταλ­γι­κὲς ἀ­φη­γή­σεις, τὰ να­νου­ρί­σμα­τα καί τα ξορ­κί­σμα­τα. Ἀ­πο­μυ­θο­ποι­η­μέ­να καὶ αὐ­τὰ ἀ­πὸ τὸν πό­θο καὶ τὸ καρ­τέ­ρι καὶ τὸ ἀ­γνάν­τε­μα καὶ τὴ μα­τιὰ ἐ­κεί­νη ποὺ δὲν ἔ­σβη­σε καὶ δὲν ξε­φτί­ζει. Αὐ­τὰ ποὺ ἀ­πὸ λά­θη, μί­ση, πά­θη, κι’ ἐ­γω­ι­σμοὺς δὲν κρα­τή­σα­με. Καὶ πα­ρα­δώ­σα­με. Για­τί; Δὲν ρώ­τη­σαν. Μπο­ρεῖ καὶ νά ‘­ξε­ραν. Ἢ μᾶλ­λον ἤ­ξε­ραν. Δὲν μί­λη­σαν. Τί νὰ ποῦν; Σώ­πα­σαν. Μιὰ βου­βὴ σι­ω­πὴ ποὺ μαρ­τυ­ροῦ­σε πολ­λά. Μί­α σφιγ­μέ­νη γρο­θιά. Καὶ ἕ­να κρά­τη­μα. Μὴν πέ­σεις τώ­ρα. Κρά­τα. Ἕ­να χε­λι­δό­νι αὐ­θόρ­μη­τα, μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σου­φρω­μέ­να φρύ­δια, τὰ μου­σκε­μέ­να μα­το­τσί­νο­ρα, πέ­τα­ξε μή­νυ­μα μέ­σῳ τῆς ἐκ­προ­σώ­που. Ἐ­μεῖς, βλα­στα­ρού­δια ἀ­πέ­τα­γα ἀ­κό­μα, σή­με­ρα, 16 τοῦ Μάρ­τη τοῦ 2000, καὶ κά­θε μέ­ρα πρὶν καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο με­τά, αὐ­τὴ ζη­τοῦ­με. Στὸν ὕ­πνο καὶ τὸ ξύ­πνιο μας αὐ­τὴ ψά­χου­με. Αὐ­τὴ γυ­ρεύ­ου­με. Αὐ­τὴν καρ­τε­ροῦ­με. Στη­μέ­νοι στὰ πό­δια τοῦ βου­νοῦ. Κλεί­σα­με τὴ μι­κρὴ ζω­ὴ μας σ’ ἕ­να φά­κε­λο, σ’ ἕ­να μή­νυ­μα, σὲ μί­α φω­το­γρα­φί­α. Πιγ­κου­ί­κου­λα. Ἅ­γιος Ἰ­λα­ρί­ω­νας. Κύ­προς.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀν­δρέ­ας Σε­ρα­φείμ. Ἔκανε Κλα­σι­κές Σπου­δές καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸ Πα­νε­πι­στήμιο Κύ­πρου (2008), με­τα­πτυ­χια­κὸ στὸ University of Texas at Austin (ΜΑ 2010) καὶ δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὸ University College London (PhD 2013). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ βι­βλί­α σὲ δι­ε­θνεῖς ἐκ­δο­τι­κοὺς οἴ­κους, Attic Oratory and Performance (Routledge 2017) καὶ Τhe Theatre of Justice (Brill 2017). Ἔ­χει, ἐ­πί­σης, ἐκ­δώ­σει ἀρ­κε­τὰ ἄρ­θρα σὲ δι­ε­θνῆ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.