Χάντερ Τόμπσον (Hunter S. Thompson): Μεσάνυχτα στὴν παραλιακή

 

 

Χάντερ Τόμπσον (Hunter S. Thompson)

 

Με­σά­νυ­χτα στὴν πα­ρα­λια­κή

(Midnight on the coast highway)

 

Σὲ ὅ­λη μου τὴ ζω­ή, ἡ καρ­διά μου ἀ­να­ζη­τᾶ ἕ­να πράγ­μα ποὺ ἀ­δυ­να­τῶ νὰ κα­το­νο­μά­σω.

Στί­χος ποὺ ξέ­μει­νε, ἀ­πὸ ποί­η­μα ξε­χα­σμέ­νο ἐ­δῶ καὶ και­ρό.

 

ΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ κι ἀ­φοῦ πλέ­ον ἔ­βλε­πα σπά­νια τοὺς Ἀγ­γέ­λους, μοῦ ‘χε μεί­νει κλη­ρο­νο­μιὰ ἡ με­γά­λη μη­χα­νὴ – δι­α­κό­σια κι­λὰ ἀ­πὸ χρώ­μιο καὶ βα­θύ, κόκ­κι­νο θό­ρυ­βο, ἕ­τοι­μα νὰ τὰ βγά­λεις καὶ νὰ τὰ ἀ­μο­λή­σεις στὴν πα­ρα­λια­κὴ στὶς τρεῖς τὸ πρω­ί, τὴν ὥ­ρα ποὺ ὅ­λοι οἱ μπά­τσοι πα­ρα­φύ­λα­γαν στὸν 101. Ἡ μη­χα­νὴ εἶ­χε σα­κα­τευ­τεῖ τε­λεί­ως στὸ πρῶ­το τρα­κά­ρι­σμα καὶ χρει­ά­στη­καν κάμ­πο­σοι μῆ­νες γιὰ νὰ ἐ­πι­δι­ορ­θω­θεῖ. Ἀ­πὸ τό­τε ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ τὴν ὁ­δη­γῶ μὲ ἄλ­λο τρό­πο: θὰ στα­μα­τοῦ­σα νὰ προ­κα­λῶ τὴν τύ­χη μου στὶς στρο­φές, θὰ φο­ροῦ­σα πάν­τα κρά­νος καὶ θὰ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ πα­ρα­μέ­νω μέ­σα στὰ ὅ­ρια τα­χύ­τη­τας… μοῦ ‘­χαν ἤ­δη ἀ­κυ­ρώ­σει τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ τὸ δί­πλω­μά μου κρε­μό­ταν ἀ­πὸ μιὰ κλω­στή.

       Γιὰ αὐ­τὸ λοι­πὸν κι ἐ­γὼ ἔ­βγαι­να μὲ τὸ ἐρ­γα­λεῖ­ο μό­νο νύ­χτα, σὰν λυ­κάν­θρω­πος, γιὰ κα­μιὰ σο­βα­ρὴ βόλ­τα κα­τὰ μῆ­κος τῆς ἀ­κτῆς. Ξε­κι­νοῦ­σα ἀ­πὸ τὸ πάρ­κο Γκόλ­ντεν Γκέ­ιτ, θέ­λον­τας ἁ­πλὰ νὰ τρα­βή­ξω με­ρι­κὲς μα­κρι­ὲς στρο­φὲς γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σει τὸ κε­φά­λι μου, ἀλ­λὰ μέ­σα σὲ με­ρι­κὰ λε­πτὰ εἶ­χα βρε­θεῖ στὴν πα­ρα­λί­α μὲ τὸν ἦ­χο τῆς μη­χα­νῆς στὰ αὐ­τιά μου, τὸ κύ­μα νὰ σκά­ει στὴν προ­κυ­μαί­α κι ἕ­ναν ὡ­ραῖ­ο, ἄ­δει­ο δρό­μο νὰ ἁ­πλώ­νε­ται μέ­χρι κά­τω τὴν Σάν­τα Κροὺζ… οὔ­τε ἕ­να βεν­ζι­νά­δι­κο στὰ ἑ­πό­με­να ἑ­κα­τὸ χι­λι­ό­με­τρα. Ὁ μό­νος δη­μό­σιος φω­τι­σμὸς σὲ ὅ­λο τὸ δρό­μο ἦ­ταν ἀ­πὸ ἕ­να δι­α­νυ­κτε­ρεῦ­ον φα­γά­δι­κο, ἐ­κεῖ κά­τω, κον­τὰ στὴν πα­ρα­λί­α Ρο­κα­γου­έ­ι.

       Νύ­χτες χω­ρὶς κρά­νος, χω­ρὶς ὅ­ριο τα­χύ­τη­τας, χω­ρὶς νὰ ἀ­φή­νεις τὸ γκά­ζι στὶς στρο­φές. Ἡ στιγ­μια­ία ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ πάρ­κου ἦ­ταν σὰν ἐ­κεῖ­νο τὸ ἕ­να, ἄ­τι­μο πο­τὸ ποὺ δι­α­λύ­ει τὶς ἀν­τι­στά­σεις ἑ­νὸς ἀμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­με­νου ἀλ­κο­ο­λι­κοῦ. Ἔ­βγαι­να ἀ­πὸ τὸ πάρ­κο κον­τὰ στὸ γή­πε­δο πο­δο­σφαί­ρου, στα­μα­τοῦ­σα γιὰ μιὰ στιγ­μὴ στὸ STOP κι ἔ­ρι­χνα μιὰ μα­τιὰ νὰ δῶ μή­πως ἤ­ξε­ρα κα­νέ­ναν ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ εἶ­χαν παρ­κά­ρει ἐ­κεῖ ἔ­ξω, μὲς στὰ με­σά­νυ­χτα. στὸν πα­ρά­δρο­μο γα­μι­στρώ­να.

       Κι ὕ­στε­ρα μὲ τὴν πρώ­τη ξε­χνᾶς τὰ ἁ­μά­ξια καὶ ἀ­φή­νεις τὸ κτῆ­νος νὰ ξε­δι­πλω­θεῖ … πε­νῆν­τα πέν­τε, ἑ­βδο­μῆν­τα πέν­τε … με­τὰ δευ­τέ­ρα καὶ σχί­ζεις τὸν ἀ­έ­ρα μέ­σα ἀ­πὸ τὰ φῶ­τα τῆς Λίν­κολν, χω­ρὶς νὰ νοιά­ζε­σαι γιὰ πρά­σι­να καὶ κόκ­κι­να φα­νά­ρια, πα­ρὰ μό­νο μὴν τυ­χὸν καὶ σκά­σει μύ­τη κά­νας ἄλ­λος πα­λα­βὸς λυ­κάν­θρω­πος γιὰ νὰ ξε­κι­νή­σει τὴ δι­κή του κούρ­σα. Δὲν ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἀ­πὸ δαύ­τους – καὶ μὲ τρεῖς λω­ρί­δες σὲ μιὰ ἀ­νοι­χτὴ στρο­φή, μιὰ γκα­ζω­μέ­νη μη­χα­νὴ ἔ­χει μπό­λι­κο χῶ­ρο γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει σχε­δὸν ὁ­τι­δή­πο­τε – με­τὰ μὲ τὴν τρί­τη, τὴν τα­χύ­τη­τα ποὺ στὰ σκά­ει γε­ρά, τσιμ­πᾶς τὰ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι ἐ­νῶ ὁ ἀ­έ­ρας ἀρ­χί­ζει νὰ οὐρ­λιά­ζει στὰ αὐ­τιά σου καὶ νι­ώ­θεις μιὰ πί­ε­ση στοὺς βολ­βοὺς τῶν μα­τι­ῶν σου, σὰν νὰ βου­τᾶς σὲ νε­ρὸ ἀ­πὸ ψη­λὸ βα­τή­ρα.

       Σκυμ­μέ­νος μπρο­στά, κα­θι­σμέ­νος βα­θιὰ στὴ σέ­λα, μὲ τὰ χέ­ρια γε­ρὰ στὸ τι­μό­νι, κα­θὼς ἡ μη­χα­νὴ ἀρ­χί­ζει νὰ τι­νά­ζε­ται καὶ νὰ τα­λαν­τεύ­ε­ται στὸν ἀ­έ­ρα. Τὰ πί­σω φῶ­τα τῶν αὐ­το­κι­νή­των στὸ βά­θος ἔρ­χον­ται πιὸ κον­τά, πιὸ γρή­γο­ρα, καὶ ξαφ­νι­κὰ —ζά­α­α­απππ— τὰ προ­σπερ­νᾶς καὶ γέρ­νεις γιὰ μιὰ στρο­φὴ κον­τὰ στὸν ζω­ο­λο­γι­κό, ἐ­κεῖ ποὺ ὁ δρό­μος ἀ­νοί­γει πρὸς τὴ θά­λασ­σα.

       Ἐ­δῶ οἱ ἀμ­μό­λο­φοι εἶ­ναι πιὸ ἐ­πί­πε­δοι καὶ τὶς μέ­ρες ποὺ ἔ­χει ἀ­έ­ρα, ἡ ἄμ­μος ση­κώ­νε­ται κα­τὰ μῆ­κος τῆς λε­ω­φό­ρου καὶ στοι­βά­ζε­ται σὲ σω­ρούς, θα­νά­σι­μους σὰν κη­λί­δες λα­διοῦ… ἄ­με­ση ἀ­πώ­λεια ἐ­λέγ­χου, πέ­φτεις, γλι­στρᾶς καὶ φέρ­νεις τοῦμ­πες στὸ ὁ­δό­στρω­μα. Κι ἴ­σως ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ ἀγ­γελ­τή­ρια τῶν δυ­ὸ ἀ­ρά­δων στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς ἑ­πο­μέ­νης: «Μο­το­συ­κλε­τι­στὴς ἀ­γνώ­στου ταυ­τό­τη­τος σκο­τώ­θη­κε χθὲς τὴ νύ­χτα ὅ­ταν ἡ μη­χα­νὴ ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σε ἐ­ξε­τρά­πη τῆς πο­ρεί­ας της στὴν Λε­ω­φό­ρο Ι.»

       Ἔ­τσι εἶ­ναι… ἀλ­λὰ δὲν ἔ­χει ἄμ­μο αὐ­τὴ τὴ φο­ρά, ἔ­τσι ὁ λε­βι­ὲς βά­ζει τε­τάρ­τη καὶ ὁ μό­νος ἦ­χος ποὺ ἀ­πο­μέ­νει εἶ­ναι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ δί­νεις ὅ­λα τώ­ρα πιά, ἀ­νε­βά­ζεις μὲ τὸ χέ­ρι τὰ φῶ­τα, ἡ βε­λό­να ἀγ­γί­ζει τὰ ἑ­κα­τὸν ἑ­ξήν­τα καὶ οἱ βολ­βοὶ τῶν μα­τιῶν σου, κα­θὼς καί­γον­ται ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο, πα­σχί­ζουν νὰ δι­α­κρί­νουν τὴ γραμ­μὴ στὸ κέν­τρο τοῦ δρό­μου, σὲ μιὰ προ­σπά­θεια νὰ ἀ­φή­σεις ἕ­να κά­ποι­ο πε­ρι­θώ­ριο στὰ ἀν­τα­να­κλα­στι­κά σου.

       Μὲ τέρ­μα τὸ γκά­ζι ὅ­μως, τὰ πε­ρι­θώ­ρια εἶ­ναι ἐ­λά­χι­στα καὶ χῶ­ρος γιὰ λά­θη δὲν ὑ­πάρ­χει. Ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν σω­στά… καὶ τό­τε εἶ­ναι ποὺ ἀρ­χί­ζει ἡ πε­ρί­ερ­γη μου­σι­κή… ὅ­ταν προ­κα­λεῖς τό­σο πο­λὺ τὴν τύ­χη σου μέ­χρι ὁ φό­βος νὰ γί­νει εὐ­φο­ρι­κὴ ἔ­ξα­ψη ποὺ πάλ­λε­ται κα­τὰ μῆ­κος τῶν χε­ρι­ῶν σου. Στὰ ἑ­κα­τὸν ἑ­ξήν­τα, ἴ­σα ποὺ βλέ­πεις, τὰ δά­κρυ­α κυ­λᾶ­νε πρὸς τὰ πί­σω τό­σο γρή­γο­ρα ποὺ ἐ­ξα­τμί­ζον­ται πρὶν προ­λά­βουν νὰ φτά­σουν στὰ αὐ­τιά σου. Ἀ­κοῦς μό­νο τὸν ἄ­νε­μο καὶ τὸν ὑ­πό­κω­φο βρυ­χηθ­μὸ ποὺ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πὸ τὰ σι­λαν­σι­ὲ πί­σω σου. Πα­ρα­κο­λου­θεῖς τὴν ἄ­σπρη γραμ­μὴ καὶ προ­σπα­θεῖς νὰ κυ­λᾶς πά­νω της… βγά­ζεις στριγ­γλί­ζον­τας μιὰ δε­ξιά, με­τὰ μιὰ ἀ­ρι­στε­ρὴ καὶ κα­τη­φο­ρί­ζεις τὸν μα­κρὺ λό­φο πρὸς τὴν Πα­σί­φι­κα… κό­βεις λί­γο τώ­ρα, ρί­χνεις μιὰ μα­τιὰ γιὰ τί­πο­τα μπά­τσους, μό­νο ὅ­μως μέ­χρι τὴν ἑ­πό­με­νη σκο­τει­νὴ εὐ­θεί­α καὶ με­τὰ λί­γα ἀ­κό­μα δευ­τε­ρό­λε­πτα στὴν κό­ψη… Ἡ Κό­ψη… Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σεις μὲ κά­ποι­ον τί­μιο τρό­πο μιᾶς καὶ μό­νο ὅ­σοι πῆ­γαν πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τὴ ξέ­ρουν ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ βρί­σκε­ται. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι —οἱ ζων­τα­νοί— εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­παι­ξαν μὲ τὸν ἔ­λεγ­χο μέ­χρι ἐ­κεῖ ποὺ ἄν­τε­χαν καὶ με­τὰ τρα­βή­χτη­καν, ἔ­κο­ψαν τα­χύ­τη­τα ἢ τέ­λος πάν­των ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­πρε­πε, ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νὰ δι­α­λέ­ξουν με­τα­ξὺ τοῦ Τώ­ρα καὶ τοῦ Ἀρ­γό­τε­ρα.

       Ἀλ­λὰ ἡ Κό­ψη εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ Ἔ­ξω. Ἢ ἴ­σως εἶ­ναι ἐ­δῶ Μέ­σα. Ἡ σύν­δε­ση τοῦ LSD μὲ τὶς μη­χα­νὲς δὲν εἶ­ναι κά­ποι­ο ἀ­τυ­χὲς στε­ρε­ό­τυ­πο τῶν ΜΜΕ. Καὶ τὰ δυ­ὸ ἀ­πο­τε­λοῦν μέ­σο πρὸς ἕ­να σκο­πό, πρὸς τὸν τό­πο τῶν ὁ­ρι­σμῶν.

Σὰν Φραν­τσί­σκο, 1965

  

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Hells An­gels: The Stran­ge­and Ter­rible Sa­ga of the Outlaw Motorcycle Gangs, ὅ­πως ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὸ Songs of the Doomed. Gonzo Papers Vol. 3

 

Χάν­τερ Τόμ­πσον (Hunter S. Thompson) (Κεν­τά­κι, 1937 – Κο­λο­ράν­το 2005). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ξε­κί­νη­σε ὡς ἀ­θλη­τι­κο­γρά­φος. Ἔ­γι­νε εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στὸς μὲ τὸ βι­βλίο του HellsAngels ὅ­που πε­ρι­γρά­φει τὸν τρό­πο ζω­ῆς τῆς ὁ­μώ­νυ­μης συμ­μο­ρί­ας μο­το­συ­κλε­τι­στῶν μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­ζη­σε ἐ­πὶ ἕ­να χρό­νο. Τὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἰ­δί­ω­μα ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξε (δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α Γκόν­τζο, ὅ­πως τὸ ἀ­πο­κα­λοῦ­σε) βα­σί­ζε­ται στὸν πα­ρα­με­ρι­σμὸ τῆς δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κῆς «ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τας» πρὸς ὄ­φε­λος τῆς πρω­το­πρό­σω­πης ἀ­φή­γη­σης, σὲ βαθ­μὸ ποὺ ἡ δι­α­χω­ρι­στι­κὴ γραμ­μὴ με­τα­ξὺ πραγ­μα­τι­κῶν καὶ ἐ­πι­νο­η­μέ­νων γε­γο­νό­των νὰ κα­θί­στα­ται θο­λή. Τὸ βι­βλί­ο του Fear and loathing in Las Vegas με­τα­φέρ­θη­κε στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο ἀ­πὸ τὸν Τέ­ρι Γκί­λιαμ. Αὐ­το­κτό­νη­σε σὲ ἡ­λι­κί­α 67 χρο­νῶν.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ:

 

Ἠλίας Ἀλεβίζος (Ἀθήνα, 1982). Σπούδασε στό ΕΜΠ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἐδιμβούργου.

 

Φωτογραφία: Ὁ Χάντερ Τόμπσον μὲ τὴ μοτοσυκλέτα του.