Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου: Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου


Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να

 

ΗΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΕΚΕΙ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου. Βρέ­χει συ­χνά σοῦ λέ­ω. Ὑ­πέρ­βα­ρο τὸ σύν­νε­φο ποὺ κα­τε­βαί­νει φο­βε­ρὸ ἀ­π’ τὸ τα­βά­νι. Βρέ­χει συ­χνά. Βρέ­χει ρα­γδαί­α. Ἄλ­λο­τε δά­κρυ­α ἀ­π’ τὰ πολ­λὰ κρεμ­μύ­δια. Τὸ στι­φά­δο θέ­λει δάφ­νη. Δὲν πῆ­γα φέ­τος τῶν Βα­γι­ῶν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Τὸν ἀ­γα­πῶ, ἀλ­λὰ κου­ρά­στη­κα στὴ ρά­χη νὰ τὸν φέ­ρω. Ὄ­χι, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸ βά­ρος του τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο, ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τὸ ἀ­σή­κω­το τῆς γνώ­σης. Δῶ­σε μου τώ­ρα δάφ­νη ἀ­π’ τὴ δι­κή σου. Αὐ­τὴ ποὺ ἔ­χεις φυ­λαγ­μέ­νη καὶ μα­σᾶς γιὰ τοὺς χρη­σμοὺς καὶ γιὰ τοὺς γρί­φους σου. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει δά­χτυ­λα ποὺ ἀρ­νή­θη­καν σὲ μούν­τζα νὰ ἀ­νοί­ξουν. Ἀγ­κυ­λω­μέ­να, σὲ γρο­θιὰ σφιγ­μέ­να. Τὰ κό­βου­με σὲ σχῆ­μα κύ­βου στὸ ξύ­λο κο­πῆς. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει ὄ­νει­ρα μα­ται­ω­μέ­να. Γλά­σο σο­κο­λά­τας μπί­τερ γιὰ τὸ κέ­ικ. Ἄλ­λο­τε ὑ­πο­σχέ­σεις καὶ ὅρ­κους ποὺ προ­δό­θη­καν. Πέ­φτει ἡτ­τη­μέ­νο τὸ σου­φλέ σου. Ἄλ­λο­τε ἀ­παι­τή­σεις καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις. Χα­λα­ζό­πτω­ση. Ἅ­πλω­σε μὲ προ­σο­χὴ τὸ χέ­ρι νὰ πέ­σει τὸ πα­γά­κι στὸ πο­τή­ρι. Μὴν πί­νεις σκέ­το τὸ πο­τό σου. Τί θὰ φᾶ­με; Ἡ μι­κρὴ δη­λώ­νει χορ­το­φά­γος κι ὁ ἀ­θλη­τὴς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πρω­τε­ΐ­νη. Ἄλ­λο­τε φτε­ρὰ δι­α­με­λι­σμέ­να πέ­φτουν μὲς στὴν κα­τσα­ρό­λα. Σού­πα πτή­σης. Τὸ χά­δι τοῦ ἀ­νέ­μου μὲς στὰ πού­που­λα θέ­λει νὰ βρά­σει ὧ­ρες μέ­χρι νὰ πά­ψει πιὰ ν’ ἀ­κού­γε­ται. Ἄλ­λο­τε στή­θη ἀ­τμί­ζον­ται. Ὑ­γεί­α πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα. Ἄλ­λο­τε μπού­τια ξε­κλει­δώ­νον­ται καὶ ρί­γες ἀ­πο­κτοῦν στὶς σχά­ρες. Μώ­λω­πες. Ὅ­λως ἐ­λα­φρὰ ἡ κά­κω­ση. Ἄλ­λο­τε λι­α­νί­ζον­ται πλευ­ρά. Δὲν πρό­σε­ξες, τὸ πά­τω­μα ἦ­ταν βρεγ­μέ­νο. Ἄλ­λο­τε ψι­λο­κό­βον­ται ἐν­τό­σθια. Νε­φροί, καρ­δι­ές, πνευ­μό­νια.

        Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να σοῦ λέ­ω.

        Κι αὐ­τὲς τὶς νύ­χτες ποὺ τρυ­πώ­νει ἐ­κεῖ τὸ κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι καὶ τὸ σύν­νε­φο τὸ βά­φει καὶ τὸ πυ­ρα­κτώ­νει μὲ τὰ γοῦ­στα του, τό­τε γί­νε­ται αἱ­μά­τι­νη ἡ βρο­χή. Ἔ­τσι ὅ­πως σι­γο­βρά­ζει κά­τι, κά­τι γί­νε­ται, κά­τι μι­κρὸ κι ἀ­σή­μαν­το, ἕ­να πο­τή­ρι σπά­ει, ἄς ποῦ­με, ἢ πέ­φτει ἀ­πὸ τὸ ντου­λά­πι ἕ­να βά­ζο ζά­χα­ρη, κι ἐ­κρή­γνυ­ται. Ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὸς ὁ θερ­μο­στά­της. Συμ­βαί­νει… στὴν κου­ζί­να ἑ­δρεύ­ουν ὅ­λα τὰ ἐ­νερ­γεια­κὰ βαμ­πίρ.

        Μὴν μπαί­νεις ἐ­κεῖ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου.

        Ἂν εἶ­ναι ἄ­σχη­μη ἡ­μέ­ρα, ἂν ἡ κα­κιὰ στιγ­μὴ μὲ τὰ βα­ριά της παν­τε­λό­νια μπῆ­κε νὰ πά­ρει μυ­ρω­διὰ τί μα­γει­ρεύ­ε­ται ἐ­κεῖ μέ­σα, φό­ρα καὶ σω­σί­βιο.

      Κι ὅ­ταν κο­πά­σει ἡ μπό­ρα, μὴν ξε­χά­σεις νὰ πε­τά­ξεις τὰ σκου­πί­δια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.


			

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Ἀντώνης Δ. Σκιαθᾶς: Ἀναρρωτήριο


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


­ναρ­ρω­τή­ριο


Στὴν Υ.Μ.


ΕΚΙΝΗΣΑ νὰ γρά­φω γιὰ τὸν λέ­ον­τα καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι.

Ἕ­να πα­ρα­μύ­θι γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα στὸ με­γά­λο τσίρ­κο ποὺ κά­η­κε ὁ­λο­σχε­ρῶς στὴν πα­ρα­λια­κὴ πό­λη τῶν Ἀ­χαι­ῶν.

        Ἔ­κτο­τε τὰ θη­ρί­α ἔ­γι­ναν κα­τοι­κί­δια σὲ κή­πους καὶ αὐ­λές, οἱ θη­ρι­ο­δα­μα­στὲς ἔμ­μι­σθοι κη­που­ροὶ σ’ ἀν­θῶ­νες μὲ σέρ­σε­κες καὶ σμή­νη χε­λι­δο­νό­ψα­ρων. Ἡ μι­κρὴ ἔ­πα­σχε ἀ­πὸ κα­τά­θλι­ψη, ὁ λέ­ον­τας ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη κοι­νοῦ καὶ ὁ θη­ρι­ο­δα­μα­στὴς ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια τῆς ἐ­ξου­σί­ας του.

        Τὸ δη­μο­τι­κὸ συμ­βού­λιο ἀ­πε­φάν­θη γιὰ τὴν λει­τουρ­γί­α τοῦ πρώ­του ἀ­ναρ­ρω­τη­ρί­ου γιὰ νο­σοῦν­τες ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη χα­ρᾶς.

        Ὅ­ρι­σε τοὺς θε­ρά­πον­τες, ὅ­λοι τους πρώ­ην ζα­χα­ρο­πλά­στες, ἀν­θο­πῶ­λες καὶ πω­λη­τὲς στὰ πα­νη­γύ­ρια ζα­χα­ρω­τῶν πο­λύ­χρω­μων σὲ ξύ­λα στε­ρε­ω­μέ­να.

        Μὲ ὁ­μό­φω­νη ἀ­πό­φα­ση τῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βού­λων στὴν ρι­γὲ τέν­τα τοῦ τσίρ­κου, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὸ πρῶ­το σχο­λεῖ­ο γιὰ ἀ­όμ­μα­τους, ποὺ μὲ τοὺς ἤ­χους τῶν πτη­νῶν, τῶν τε­τρά­πο­δων καὶ τῶν ψα­ρι­ῶν μά­θαι­ναν τὸν κό­σμο.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Καλλιόπη Ἐξάρχου: Κέφια


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Κέ­φια


ΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ, τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς Κυ­ρί­ας X ἦ­ταν στὰ κέ­φια του. Με­ρά­κια, ὄ­χι ἀ­στεῖ­α. Ἔ­τρι­ζαν πα­τώ­μα­τα, ὀ­ρο­φὲς καὶ τοῖ­χοι. Λα­ϊ­κὴ μου­σι­κὴ στὴ δι­α­πα­σών. Κα­ζαν­τζί­δης, Ζαμ­πέ­τας καὶ βά­λε…

        Ἡ come il faut πο­λυ­κα­τοι­κί­α σύσ­σω­μη ἔ­βγα­ζε ἀ­φροὺς ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Κά­τι ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ον­ται οἱ ἔ­νοι­κοι στὴν εἴ­σο­δο γιὰ νὰ ἀ­πο­φα­σί­σουν τί θὰ κά­νουν. Νὰ μποῦν ἐ­φορ­μώντας στὰ ἄ­δυ­τα τοῦ… κου­του­κιοῦ; Νὰ τῆς τη­λε­φω­νή­σουν καὶ νὰ κά­νουν δι­α­κρι­τι­κὲς συ­στά­σεις; Κι ἂν δὲν ἄ­κου­γε τὸ τη­λέ­φω­νο μὲ τό­σο ντέρ­τι καὶ σα­μα­τά;

        Πά­νω ποὺ ἡ πο­λυ­κα­τοι­κί­α προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κατα­λή­ξει στὸν τρό­πο ἐ­πέμ­βα­σης, ἄρ­χι­σαν τὰ σπα­σί­μα­τα τῶν πιά­των. «Πο­πό… κέ­φια ἡ Κυ­ρί­α X» ἀ­να­φώ­νη­σαν ὅ­λοι μα­ζί. Μή­πως νὰ μὴν τῆς χα­λά­σουν τὴ χα­ρά; Χρό­νια τώ­ρα δὲν τοὺς εἶ­χε δώ­σει κα­μιὰ ἀ­φορ­μή. Νὰ πε­ρι­μέ­νουν λί­γο ἀ­κό­μη; Τό­τε ἦ­ταν ποὺ δι­έ­κρι­ναν τὴ φω­νὴ της πά­νω ἀ­πὸ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ἠ­χο­ρύ­παν­ση.

        Αὐ­το­ο­ο­ο­ο γιὰ τὸν λαι­μὸ ποὺ στραγ­γα­λί­στη­κε μὲ τὸ πρῶ­το φῶς τῆς ζω­ῆς

        Αὐ­το­ο­ο­ο­ὸ γιὰ τὴ μα­θη­τι­κὴ πο­διὰ ποὺ κα­τά­πι­ε ὅ­λα τὰ χρώ­μα­τα

        Αὐ­το­ο­ο­ο­ὸ γιὰ τὸ σῶ­μα τὸ με­τέ­ω­ρο

        Αὐ­το­ο­ο­ο­ὸ γιὰ τὴν ἔλ­λει­ψη

        Αὐ­το­ο­ο­ο­ὸ γιὰ τὸν φό­βο

        Αὐ­τό…

        Αὐ­τό…

       Ὅταν στα­μά­τη­σαν τὰ σπα­σί­μα­τα, οἱ ἔ­νοι­κοι εἰ­σέ­βα­λαν ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα. Βρῆ­καν τὴν Κυ­ρί­α X νὰ κά­θε­ται στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ λό­φου. Ἀ­πὸ κομ­μά­τια καὶ θρύ­ψα­λα. Ἔ­τρω­γε ἀ­τά­ρα­χη ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο πιά­το μὲ κόκ­κι­νες καρ­δι­ὲς στὴν μπορ­ντού­ρα.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.

Εικόνα από το βίντεο Mrs X, by Kalliopi Exarhou, produced by TLC
https://www.youtube.com/watch?v=XQ01Ti9GzqQ

Γιώτα Ἀναγνώστου: Κάθε μέρα Χριστούγεννα


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου


Κά­θε μέ­ρα Χρι­στού­γεν­να

 

ΡΩΤΑ ΣΕ ΕΘΙΣΑΜΕ στὸ κάλ­πι­κο. Τὸ βρε­φι­κό σου γά­λα ἀ­γε­λά­δας. Σὲ σκό­νη. Ὕ­στε­ρα σοῦ δεί­ξα­με πὼς νὰ μὴν κά­νεις φί­λους καὶ νὰ με­τρᾶς ἕ­να-ἕ­να τὰ δι­κά σου πλα­στι­κὰ παι­χνί­δια. Με­τὰ σὲ πή­γα­με σχο­λει­ὸ νὰ μά­θεις. Τί; Ἱ­στο­ρί­α. Σί­γου­ρα. Γε­ω­γρα­φί­α. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Γλώσ­σα. Ο.Κ. Μα­θη­μα­τι­κά. Πρω­τί­στως. Σὲ μυ­ή­σα­με στὸν ἔ­ρω­τα-ὀ­θό­νη. Μὲ μιὰ με­ζού­ρα. Νὰ με­τρᾶς τὶς ἴν­τσες, τὰ pixel, τὶς γραμ­μώ­σεις τῆς κοι­λιᾶς, δι­α­στά­σεις στή­θους, πε­ρι­φέ­ρειας, τὸ μῆ­κος τῆς βλε­φα­ρί­δας σὲ συ­νάρ­τη­ση μὲ τῶν χει­λι­ῶν τὸ πά­χος. Κα­τό­πιν σοῦ στα­λά­ξα­με σι­γὰ-σι­γὰ πὼς δὲν ἀ­ξί­ζει νὰ προ­σπα­θεῖς γιὰ τί­πο­τα κι οὔ­τε τὸν δι­πλα­νὸ νὰ νοι­ώ­θεις. Θὰ σὲ βο­λέ­ψουν –ἔ­τα­ξαν οἱ φί­λοι οἱ κομ­μα­τι­κοὶ  —σὲ μί­α θέ­ση. Ἄς πᾶ­νε νὰ κουμ­που­ρια­στοῦν οἱ ἄλ­λοι. Μέ­χρι τό­τε «ἅρ­πα­ξε γιὰ νὰ φᾶς καὶ κλέ­ψε νὰ­’ ­χεις». Καὶ ποῦ­ ’­σαι; ἔ­σο ἕ­τοι­μος – ἂν πα­ρα­στεῖ ἀ­νάγ­κη – νὰ πά­ρεις ὅ­πλο, νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖς μιὰ χού­φτα χῶ­μα καὶ ἕ­να ὀρ(ι)ο­θε­τι­κὸ πα­λού­κι. Ἂν δι­α­κρι­θεῖς θὰ ἔ­χεις ἔ­πα­θλο χι­λιά­δες like στὰ μέ­σα κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης κι ἕ­να κου­πό­νι προ­τε­ραι­ό­τη­τας γιὰ σύν­τα­ξη τι­μη­τι­κή.

        Τί φταῖς κι ἐ­σύ; Ἐ­σύ, Χρι­στὸς γεν­νή­θη­κες, ὅ­πως κι οἱ ἄλ­λοι σου συμ­μα­θη­τὲς καὶ συμ­μα­θή­τρι­ες. Κά­θε μέ­ρα Χρι­στὸς γεν­νι­έ­σαι. Πό­τε μὲ ρόζ, πό­τε μὲ γα­λά­ζια καὶ πό­τε μὲ πο­λύ­χρω­μα. Πό­τε σὲ μαι­ευ­τή­ρια, πό­τε στὸν δρό­μο καὶ πό­τε σὲ ἀν­τί­σκη­να καὶ σὲ προ­σφυ­γι­κοὺς κα­ταυ­λι­σμούς. Δὲν φταῖς ἐ­σύ. Βλέ­πεις ἐ­μεῖς θέ­λου­με νὰ γι­ορ­τά­ζου­με τὰ Χρι­στού­γεν­να μό­νο μιὰ φο­ρὰ τὸν χρό­νο – νὰ ξε­στο­κά­ρου­με – καὶ τὸν ὑ­πό­λοι­πο νὰ ἐκ­παι­δεύ­ου­με σταυ­ρω­τῆ­δες.

         Κρί­μα θὰ μπο­ρού­σα­με κά­θε μέ­ρα Χρι­στού­γεν­να νὰ ’­χου­με.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.



		

	

Δημήτρης Τούλιος: Οἱ παντόφλες τῆς μάνας


Δη­μή­τρης Τού­λιος


Οἱ παν­τό­φλες τῆς μά­νας


Ο ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ εἶ­ναι ἀ­λάν­θα­στο. Τὸ κοι­τᾶς καὶ σοῦ λέ­ει τί συμ­βαί­νει. Ὄ­χι μό­νο μέ­σα της.

Τὰ μά­γου­λά της ἔ­χουν χα­ρα­χτεῖ, λές, κι ἀ­πὸ ἕ­να πο­τά­μι δα­κρύ­ων ποὺ κύ­λα­γε πα­λιά, ἀλ­λὰ τώ­ρα στέ­ρε­ψε. Ἄ­φη­σε τὸ δέρ­μα ἄ­νυ­δρο.

        Ἦλ­θε ὁ ξά­δελ­φος καὶ ἀ­νι­ψιὸς νὰ συλ­λυ­πη­θεῖ τὰ δυ­ὸ γε­ρόν­τια καὶ τὸν ἐ­να­πο­μεί­ναν­τα γιό. Σταλ­μέ­νος τοῦ πα­ρά­πο­νου κι αὐ­τός. Ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς κό­ρης ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἀ­φορ­μή.

       Ὡ­ραῖ­ος ὁ ξά­δελ­φος. Μὲ ἕ­να χι­οῦ­μορ σταλ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴ βα­θιά του λύ­πη καὶ τὴν ἀρ­ρώ­στια του. Τὴν ἴ­δια ἀρ­ρώ­στια ποὺ ἔ­δι­ω­ξε καὶ τὸ κο­ρί­τσι ἀ­πὸ τὸν πά­νω κό­σμο.

       Προ­σχη­μα­τι­κά τὰ γέ­λια. Φου­σκω­μέ­να τὰ βλέ­φα­ρα τοῦ πα­τέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ὑ­περ­χεί­λι­ση. Δά­κρυ­α δὲν ἔ­χει. Ὕ­στε­ρα στέ­γνω­σαν καὶ οἱ λέ­ξεις, τε­λεί­ω­σαν καὶ οἱ ἱ­στο­ρί­ες τοῦ ξα­δέλ­φου καὶ ἀ­νι­ψιοῦ.

       «Νὰ φτιά­ξω κα­φέ;» ἦρ­θε νὰ σπά­σει τὴ σι­ω­πὴ ἡ πρό­τα­ση τῆς μά­νας. Τὰ δόν­τια μου συγ­κρα­τοῦ­σαν τὴ λύ­πη δαγ­κώ­νον­τας κά­τι κυ­μα­τι­στὸ ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σε στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα. Ὁ ξά­δελ­φος ἔ­γνε­ψε «ναί».

       «Μα­κα­ρί­α ἡ ὁ­δός», μά­να, σή­με­ρα, σα­λο­νά­κι-κου­ζί­να-ντου­λα­πά­κι-μπρί­κι. Οἱ παν­τό­φλες σου ποὺ σέρ­νον­ται στὸ χα­λά­κι δι­α­δρα­μα­τί­ζουν ἕ­ναν μο­νό­λο­γο. Μά­να, ὑ­πάρ­χουν καὶ γλῶσ­σες ποὺ δὲν ξέ­ρου­με ἀ­κό­μα. Καὶ τὶς μι­λᾶς ἄ­πται­στα πιά.

       Τὸν κα­φὲ ὅ­μως μά­να, μᾶς τὸν ὀ­φεί­λεις.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Τού­λιος (Πά­τρα, 1966). Ἐρ­γά­ζεται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός.Ἔ­χει συμ­με­τάσχει σὲ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα ποί­η­σης καὶ δι­η­γή­μα­τος. Πρῶτο του βι­βλίο Πα­θη­τι­κὸ κά­θι­σμα (ποίηση, Χαραμάδα, 2018).


Ἠλίας Γκρής: Τὰ αὐγά


­λί­ας Γκρής


Τὰ αυ­γά


Ο ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟΥΣ ἀ­σβε­στω­μέ­νο ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’­τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Ἡ αὐ­λὴ εὐ­ρύ­χω­ρη σκε­πα­ζό­ταν ἀ­πὸ ἰ­σκι­ό­φυλ­λη κλη­μα­τα­ριὰ –τὴν ἔ­κο­βε στὴ μέ­ση ὁ τσι­μεν­τέ­νιος δι­ά­δρο­μος ποὺ ἄρ­χι­ζε ἀ­π’­τὴ μι­κρὴ ἐ­ξώ­πορ­τα. Καὶ κρέ­μον­ταν φρά­ου­λες, κέ­ρι­να, ρο­δί­τες.

        Λί­γοι δι­α­βά­τες, οἱ ἀ­γω­γιά­τες, οἱ κα­ρα­γω­γεῖς. Ἀ­πὸ κεῖ περ­νοῦ­σαν ὅ­λοι γιὰ τὰ Ὀ­λύμ­πια. Θὰ ἔ­φτα­να πιὰ νὰ πά­ω στὸ Γυ­μνά­σιο γιὰ νὰ ἀ­νοί­ξει ὁ κά­τω δρό­μος, ἄ­σφαλ­τος ἀ­π’­τὴ με­ριὰ τοῦ Ἡ­ρώ­ου.

        Τὶς ἡ­μέ­ρες τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἔ­βγαι­νε στὸ δρό­μο, μιὰ εὐ­θεί­α χα­λι­κό­δρο­μος ἀ­πό­στα­ση γύ­ρω στὰ ἑ­κα­τὸ μέ­τρα, καὶ μὲ φώ­να­ζε.

       Ἤ­μουν τό­τε στὰ πέν­τε-ἕ­ξι χρο­νά­κια μου ποὺ ­’­βγαινε ἡ Γραμ­μα­τού­λα καὶ μὲ κα­λοῦ­σε! Κι ἔ­τρε­χα ξυ­πό­λυ­το…. Καὶ μὲ πε­ρί­με­νε στὴν αὐ­λὴ φι­λο­μει­δὴς μὲ τὰ με­γά­λα ἔκ­πλη­κτα μά­τια. Καὶ δί­πλα της ὁ Δη­μη­τρά­κης συ­νο­μί­λη­κος, στρουμ­που­λός, χα­ρού­με­νος ποὺ ἡ μά­να του τὸν ἄ­φη­σε στὴ για­γιὰ κι ἔ­φυ­γε. Ὅ­πως καὶ ἄλ­λοι ποὺ με­τα­νά­στευ­αν τό­τε τσοῦρ­μο γιὰ Αὐ­στρα­λί­α, Γερ­μα­νί­α…

        Με­σ’ ­ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα, χά­μου παί­ζα­με στὸ χῶ­μα μὲ αὐ­το­σχέ­δια παι­χνί­δια. Καὶ θρό­ϊ­ζαν τὰ φύλ­λα τῆς κλη­μα­τα­ριᾶς. Καὶ μο­σχο­βό­λα­γε τὸ γι­α­σε­μὶ στὸν συρ­μα­τέ­νιο φρά­χτη.

        Περ­νοῦ­σε κά­νας του­ρί­στας μὲ σα­κί­διο, κά­ποι­ο κά­ρο ἢ φορ­τη­γὸ μα­κρο­μού­τσου­νο· ἂν ἦ­ταν φορ­τω­μέ­νο ἔ­τρι­ζε ὁ τό­πος.

        Γύ­ρω στὶς ἕν­τε­κα ἡ Γραμ­μα­τού­λα μά­ζευ­ε τ’ ­αὐ­γὰ ἀ­π’ ­τὸ κο­τέ­τσι. Καὶ σὲ λί­γο μᾶς φώ­να­ζε. Κα­θό­μα­σταν ὀ­κλα­δὸν μὲ τὸν Δη­μή­τρη σὲ ἕ­να κι­λί­μι ποὺ ἔ­στρω­νε στὸ δι­ά­δρο­μο καὶ τρώ­γα­με ἀ­πὸ δύ­ο αὐ­γὰ μά­τια. Καὶ ζε­στὸ ψω­μὶ ἀ­π’­τὸ φοῦρ­νο της!

        Θ’ ἀδημονοῦσα μᾶλ­λον ν’­ἀ­κού­σω τὴ φω­νή της, για­τί ὅ­λο καὶ προ­τι­μοῦ­σα τὸ πά­νω μέ­ρος τῆς αὐ­λῆς μας ποὺ ἔ­βλε­πε πρὸς τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο…

        Πέ­ρα­σαν δύ­ο τρί­α κα­λο­καί­ρια. Ὁ Δη­μη­τρά­κης, ἦρ­θαν καὶ τὸν πῆ­ραν στὴν Αὐ­στρα­λί­α. Καὶ ἡ για­γιὰ του ἔ­μει­νε μό­νη μὲ τὸν ἄν­τρα της, ἕ­ναν ἐρ­γά­τη, κα­λό­βο­λο ἄν­θρω­πο τὸν Νι­ό­νιο Ψα­ριά.

        Ἔ­φυ­γα κι ἐ­γὼ στὰ μέ­σα σχε­δὸν τοῦ ἑ­ξα­τά­ξιου Γυ­μνα­σί­ου. Καὶ χά­θη­κα στὴν Ἀ­θή­να μέ­σα στὸ ἄχ! καὶ βάχ! τῆς μέ­ρι­μνας. Καὶ μὲ τὰ πολ­λὰ βρέ­θη­κα με­τὰ τὴ χούν­τα, νὰ δου­λεύ­ω δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Κι ὅ­ταν πῆ­ραν τὴν ἐ­ξου­σί­α οἱ σο­σι­α­λι­στές, μ’­ ἔ­στει­λαν στὴ δη­μό­σια τη­λε­ό­ρα­ση νὰ κά­νω δο­κι­μα­στι­κά, γιὰ ἐκ­φω­νη­τὴς εἰ­δή­σε­ων. Καὶ πῆ­γα στὸ δι­ευ­θυν­τή. Δὲν θέ­λω πα­ρου­σια­στής, τοῦ εἶ­πα. Ζή­τη­σα νὰ κά­νω ἐ­λεύ­θε­ρο ρε­πορ­τάζ! Ἔ­βγαι­να καὶ στὸ γυα­λί, ὅ­ταν δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τ’ ἀ­πο­φύ­γω. Μὲ ἤ­ξε­ρε πιὰ κι ὁ μπα­κά­λης μου!

        Ὅ­λο καὶ πιὸ ἀ­ραι­ὰ ἐ­πι­σκε­πτό­μουν τὸ γε­νέ­θλιο τό­πο. Ὥ­σπου ἐ­ξα­φα­νί­στη­κα γιὰ χρό­νια. Ἀλ­λὰ τὸ σα­ρά­κι τῆς νο­σταλ­γί­ας μ’ ­ἔ­τρω­γε. Καὶ λευ­κό­θριξ πιὰ ὑ­πέ­κυ­ψα!

        Κα­λο­καί­ρι μὲ τὴν Κε­ρα­σί­α καὶ τὸν Ὀρ­φέ­α μέ­να­με σ’­ ἕ­να στούν­τιο στὸν Κα­κο­βα­τό, κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα. Κι ἕ­να ἀ­πο­με­σή­με­ρο πῆ­γα στὴν πο­λί­χνη μας! Πέ­ρα­σα ἀ­π’ ­τὸ σπί­τι. Κλει­στό. Χά­ζε­ψα λί­γο ἀ­π’­ τὸ δρό­μο. Ἡ κλι­μα­τα­ριά, ποὺ εἶ­χε φυ­τέ­ψει ὁ πα­τέ­ρας, τσα­κι­στὴ ἀ­πὸ φρά­ου­λα καὶ μο­σχά­το. Ἡ συ­κιά μας στὴν πά­νω με­ριὰ τοῦ οἰ­κο­πέ­δου, γε­μά­τη αὐ­γό­συ­κα. Εἶ­δα τὴ μου­σμου­λιά μου στὸ βά­θος νὰ ξε­προ­βάλ­λει θε­ρι­ε­μέ­νη με­σ’­ ἀ­π’ ­τὰ πουρ­νά­ρια στὸ χεῖ­λος τοῦ γκρε­μοῦ. Τὴν εἶ­χα φυ­τέ­ψει μι­κρού­λης μ’ ἕ­να κου­κού­τσι στὴ γῆ.

        Τρά­βη­ξα γιὰ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Οἱ νε­κροί μου πε­ρί­με­ναν!

        Στά­θη­κα στὸ σπί­τι της, στὴν χα­μη­λὴ ἐ­ξώ­πορ­τα.

        «Θειὰ Γραμ­μα­τού­λα!» φώ­να­ξα..

        Τὴν εἶ­δα γρι­ού­λα πιά· τὰ χέ­ρια δι­πλω­μέ­να κά­τω ἀ­π’­ τὴν μπρο­στέλ­λα της. Ἐρ­χό­ταν στὸ δι­ά­δρο­μο καὶ μὲ ἀ­τέ­νι­ζε μὲ τὰ με­γά­λα ἔκ­πλη­κτα μά­τια πί­σω ἀ­πὸ γυα­λιά. Ἔ­ψα­χνε νὰ θυ­μη­θεῖ. Ἀλ­λὰ πάν­τα χα­μο­γε­λα­στή. Πλη­σί­α­ζε κι ἐ­γὼ γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σω τὸν κόμ­πο στὸ λαι­μό μου, χα­μο­γέ­λα­σα…

        Λί­γο ἀ­κό­μη κι ἔ­βγα­λε φω­νή.

        «Λιά μου!Λιά μου!»

        Καὶ μ’ ἀγ­κά­λια­σε μὲ τὰ γυ­μνὰ μπρά­τσα της καὶ μ’ ἔ­σφιγ­γε. Τί γλυ­κὰ ἦ­ταν ὅ­λα σ’ ­αὐ­τὴ τὴ γυ­ναί­κα, σκέ­φτη­κα!

        Σκού­πι­σε μὲ τὴν μπρο­στέλ­λα τὰ μά­τια της. Καὶ μοῦ ‘λέ­γε γιὰ τὸν Δη­μη­τρά­κη. Ἔ­στα­ζε τὸ στό­μα της μέ­λι. Εἶ­χε κά­νει οἰ­κο­γέ­νεια στὴν Αὐ­στρα­λί­α. Πρό­κο­ψε, νοι­κο­κύ­ρης. Καὶ τῆς ἔ­κα­νε δι­σέγ­γο­να.

        Τὴν ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σα κι ἔ­κα­να νὰ πά­ω πρὸς τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο, ἀλ­λὰ θυ­μή­θη­κα. Ἔ­βγα­λα μὲ τρό­πο δυ­ὸ χαρ­το­νο­μί­σμα­τα, καὶ γρή­γο­ρα, ὅ­πως ἔ­κα­να μὲ τὴ μά­να μου, στά­φη­κα καὶ τῆς ἔ­χω­σα τὰ λε­φτὰ στὸν μποῦ­στο –μὲς στὰ βυ­ζιά της.

        «Πώ! Πώ! παι­δά­κι μου», εἶ­πε δα­κρυ­σμέ­νη.

        Ἔ­φυ­γα πνιγ­μέ­νος.

        «Τὴν εὐ­χή μου», ἄ­κου­σα πί­σω μου. «Τὴν εὐ­χή μου, παι­δά­κι μου!»

        Καὶ τὴν φαν­τά­στη­κα μὲ τὸ χέ­ρι ση­κω­μέ­νο, νὰ μὲ σταυ­ρώ­νει!



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἡ­λί­ας Γκρὴς (Κρέ­στε­να Ὀ­λυμ­πί­ας, 1952). Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ ἄ­σκη­σε τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α κυ­ρί­ως στὴ δη­μό­σια τη­λε­ό­ρα­ση. Ποιητὴς τῆς γενιᾶς του ἑβδομῆντα, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ποί­η­ση, ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μια γιὰ τὴν ποί­η­ση καὶ τέσ­σε­ρις θε­μα­τι­κὲς ἀν­θο­λο­γί­ες. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Σπα­θιὰ καὶ Με­τε­ρί­ζια, Τὸ Εἰ­κο­σι­έ­να καὶ ἡ ποί­η­σή του (ἀν­θο­λο­γί­α, ἔκδ. Δι­α­πο­λι­τι­σμός). Μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, γερ­μα­νι­κά, ρώ­σι­κα, ἱ­σπα­νι­κά, περ­σι­κά. Δι­ε­τέ­λε­σε μέ­λος στὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ Σε­να­ρί­ων τῆς Ε.Ρ.Τ. (1993-1995) καὶ στὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ Κρα­τι­κῶν Βρα­βεί­ων Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κύ­πρου (2003-2005). Εἶ­ναι μέ­λος τῆς ΕΣΗΕΑ καὶ τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.



		

	

Ἠλίας Γκρής: Ὁ χτίστης


Ἠ­λί­ας Γκρὴς


Ὁ χτί­στης


ΟΝ ΕΙΧΕ ΓΙΑ ΧΤΙΣΙΜΑΤΑ στὸ νε­όδ­μη­το. Ἦ­ταν με­τὰ τὸ με­γά­λο σει­σμό, κον­τὰ ἕ­ξι ρί­χτερ. Τὸ 1962, ποὺ ἰ­σο­πε­δώ­θη­κε ἡ δυ­τι­κὴ Ἠ­λεί­α, χτυ­πή­θη­καν καὶ τὰ Ἰ­ό­νια Νη­σιά.

        Χτί­στης κα­λὸς κι ἐρ­γο­λά­βος, ἀ­π’ τὴ σπου­δαί­α φά­ρα τῶν Λαγ­κα­δια­νῶν μα­στό­ρων, ποὺ κα­τη­φό­ρι­σαν πρὸς τὰ χω­ριὰ τῆς Ὀ­λυμ­πί­ας κι ἔ­χτι­ζαν τ’ ἀν­τι­σει­σμι­κά.

        Ὁ νοι­κο­κύ­ρης τοῦ κου­βά­λα­γε λά­σπη, τοῦ­βλα. Κι αὐ­τὸς ἔ­χτι­ζε μπα­τι­κό, ὑ­περ­μπα­τι­κὸ ἀ­να­λό­γως… Λι­γο­μί­λη­τος, με­τρη­μέ­νος. Καὶ ὅ­σο δού­λευ­ε τὸ μυ­στρί, σφύ­ρι­ζε δη­μο­τι­κά, μ’ ἕ­ναν τρό­πο σι­γα­νό, σχε­δὸν μυ­στι­κό. Δὲν ἔ­χτι­ζε, κέν­τα­γε! Κι ὅ­λο ἔ­παιρ­νε λε­φτά, ἔ­ναν­τι. Καὶ ἦρ­θε, μὲ τὸν και­ρό, ἔ­γι­νε ἡ δου­λειὰ ὅ­πως ἔ­πρε­πε. Ἔ­ρι­ξαν καὶ τὴν πλά­κα μα­ζὶ μὲ τρεῖς ἐρ­γά­τες. Ἡ νοι­κο­κυ­ρὰ ἔ­σφα­ξε ἕ­ναν κόκ­κο­ρα. Καὶ σὲ λί­γες μέ­ρες ξε­κα­λού­πω­σαν. Ἔ­κα­ναν λο­γα­ρια­σμό.

       «Χί­λι­ες δραχ­μές», τοῦ λέ­ει, «κι ἐ­ξο­φλοῦ­μαι!»

       «Κα­λά, θὰ σὲ δῶ τὸ βρα­δά­κι στὴν ἀ­γο­ρά».

       Μά­ζε­ψε τ’ ἀ­πο­μει­νά­ρια, πέ­τα­ξε τὰ μπά­ζα, σκού­πι­σε. Τὸ σπί­τι ἔ­δει­ξε· πα­λα­τά­κι! Μπαι­νό­βγαι­νε στὰ τρί­α δω­μά­τια, στὴν κου­ζί­να, ὅ­λο θαύ­μα­ζε. Καὶ ἤ­δη τὸ φαν­τα­ζό­ταν σο­βα­τι­σμέ­νο, μὲ κου­φώ­μα­τα· θὰ τὰ ‘φέρ­νε ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να, δεύ­τε­ρο χέ­ρι. Καὶ λο­γά­ρια­ζε ποὺ θὰ ‘μπαι­ναν τὰ κρε­βά­τια τῶν παι­δι­ῶν. Κά­θι­σε στὴ βε­ραν­τού­λα, κά­πνι­ζε. Ξε­κου­ρά­στη­κε.

       Καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὸ ἀ­πό­γευ­μα ξυ­ρί­στη­κε, πλύ­θη­κε ἔ­ξω στὴ βρύ­ση. Σι­νι­α­ρί­στη­κε. Ζή­τη­σε λε­φτὰ ἀ­π’ τὴν κυ­ρά του.

       Ἐ­κεί­νη χά­θη­κε στὸ ἀν­τί­σκη­νο ποὺ κοι­μόν­του­σαν, πῆ­γε στὸ γι­οῦ­κο, ἔ­χω­σε τὸ χέ­ρι μὲς στὰ δι­πλω­μέ­να μὲ τά­ξη στρω­σί­δια καὶ σκε­πά­σμα­τα. Κι ἔ­βγα­λε ἕ­να χι­λι­ά­ρι­κο.

       «Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο», τοῦ κά­νει.

       Ἀ­νη­φό­ρι­σε στὸ καλ­ντε­ρί­μι, κα­τη­φό­ρι­σε. Τὸν βρῆ­κε στὸ πε­ρί­πτε­ρο τῆς πλα­τεί­ας. Βγά­ζει τὸ χέ­ρι ἀ­π’ τὴν τσέ­πη καὶ τοῦ δί­νει τὸ χαρ­το­νό­μι­σμα.

       Τὸ παίρ­νει ὁ χτί­στης, μ’ ἕ­να «εὐ­χα­ρι­στῶ» μέ­σ’ ἀ­πὸ τὰ δόν­τια.

       Κά­νει νὰ φύ­γει. Ἀλ­λὰ ὁ ἄλ­λος δι­στά­ζει σκε­πτι­κός…

       «Τί ‘ναι;» ἀ­πο­ρεῖ ὁ μά­στο­ρας.

       «Μοῦ ἀ­φή­νεις ἕ­να δε­κά­ρι­κο, νὰ πά­ρω ψω­μὶ γιὰ τὰ παι­διά;»


(1988, 2018)


Πηγή: Μικροκύματα 99+1 μικρο-διηγήματα (ἐκδ. Ἡ ἐφημερίδα τῶν Συντα­­­κτῶν, 2018).

Ἡ­λί­ας Γκρὴς (Κρέ­στε­να Ὀ­λυμ­πί­ας 1952). Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ ἄ­σκη­σε τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α κυ­ρί­ως στὴ δη­μό­σια τη­λε­ό­ρα­ση. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ποί­η­ση, ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μια γιὰ τὴν ποί­η­ση καὶ τέσ­σε­ρις θε­μα­τι­κὲς ἀν­θο­λο­γί­ες. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Σπα­θιὰ καὶ Με­τε­ρί­ζια, Τὸ Εἰ­κο­σι­έ­να καὶ ἡ ποί­η­σή του (ἀν­θο­λο­γί­α, ἔκδ. Δι­α­πο­λι­τι­σμός). Μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, γερ­μα­νι­κά, ρώ­σι­κα, ἱ­σπα­νι­κά, περ­σι­κά. Δι­ε­τέ­λε­σε μέ­λος στὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ Σε­να­ρί­ων τῆς Ε.Ρ.Τ. (1993-1995) καὶ στὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ Κρα­τι­κῶν Βρα­βεί­ων Λο­γο­τε­χνί­ας τῆς Κύ­πρου (2003-2005). Εἶ­ναι μέ­λος τῆς ΕΣΗΕΑ καὶ τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.


Μαρία Χατζηκυριακίδου: Ἄν


Μα­ρί­α Χα­τζη­κυ­ρι­α­κί­δου


Ἂν

 

 ΤΑΡΑΤΣΑ ΛΟΥΖΕΤΑΙ ἀ­πὸ τὴν παν­σέ­λη­νο. Ἡ ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη κα­ρέ­κλα της εἶ­ναι γυ­ρι­σμέ­νη πρὸς τὴν φω­τι­σμέ­νη Ἀ­κρό­πο­λη. Ἀ­κουμ­πᾶ πί­σω καὶ κλεί­νει τὰ μά­τια ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὴν αὐ­γου­στι­ά­τι­κη ἡ­συ­χί­α τῆς πό­λης. Κά­θε χρό­νο τὸ κά­νει αὐ­τό. Σὲ κά­θε αὐ­γου­στι­ά­τι­κη παν­σέ­λη­νο ἀ­νε­βαί­νει στὴν τα­ρά­τσα μὲ τὸ ση­μει­ω­μα­τά­ριο ἀγ­κα­λιὰ καὶ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸ φεγ­γά­ρι. Με­τρᾶ τὸ χρό­νο της μὲ τὰ αὐ­γου­στι­ά­τι­κα φεγ­γά­ρια ποὺ πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη φό­ρα. Τὸ μυα­λὸ της τα­ξι­δεύ­ει στὴν πί­σω με­ριὰ τοῦ φεγ­γα­ριοῦ. Τὴν ἀ­θέ­α­τη. Ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­χει στεί­λει τὰ πιὸ κρυ­φὰ ὄ­νει­ρα καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες της. Ὅ­πως τό­τε, πρὶν ἀ­πὸ ἐβδομήντα χρό­νια ποὺ τὸ κοί­τα­ξε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ χα­μο­γε­λών­τας κι ὑ­πο­σχέ­θη­κε πὼς δὲν θὰ ἀ­φή­σει κα­νέ­να φεγ­γά­ρι χα­μέ­νο. Τό­τε ποὺ ἡ ἀ­θα­να­σί­α ἦ­ταν ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τη. Τώ­ρα ἐ­κεῖ­νος μέ­νει στὴν πί­σω με­ριὰ τοῦ φεγ­γα­ριοῦ. «Τὸ φεγ­γά­ρι μᾶς κρα­τᾶ ἐ­ρω­τευ­μέ­νους μὲ τὸ ἀ­νεκ­πλή­ρω­το» ἔ­γρα­ψε κι ἔ­κλει­σε τὸ ση­μει­ω­μα­τά­ριό της.



Πηγὴ: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­ρί­α Χα­τζη­κυ­ρι­α­κί­δου (Πει­ραι­ᾶς, 1980). Ὑ­πο­ψή­φια Δι­δά­κτωρ Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας στὸ ΕΚΠΑ. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τη τοῦ ἴ­διου τμή­μα­τος σὲ προ­πτυ­χια­κὸ καὶ με­τα­πτυ­χια­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Σπού­δα­σε ἐ­πί­σης Ἱ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­σμὸ στὸ ΕΑΠ καὶ Ἰ­α­τρι­κὰ Ἐρ­γα­στή­ρια στὸ ΑΤΕΙ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Εἰ­δι­κὸ Ἀν­τι­καρ­κι­νι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο Πει­ραι­ὰ «Με­τα­ξά». Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά. Τὸ θέ­μα τοῦ δι­δα­κτο­ρι­κοῦ της ἀ­φο­ρὰ τὶς ἀλ­λη­λε­πι­δρά­σεις με­τα­ξὺ Ἑλ­λά­δας καὶ Ἰ­τα­λί­ας στὴ λο­γο­τε­χνί­α τοῦ ὑ­περ­ρε­α­λι­σμοῦ ἐ­νῶ ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὸ ἔρ­γο τῆς ἑλ­λη­νο-ἰ­τα­λί­δας ποι­ή­τριας καὶ πε­ζο­γρά­φου Angelica Palli-Bartolomei (1798-1875).


Γιῶργος Χαβουτσᾶς: Οἱ ἐνέσεις


Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς 


Οἱ ἐ­νέ­σεις


ΕΛΗ ΜΑΪΟΥ ἀρ­ρώ­στη­σα ἄ­σχη­μα καὶ ὁ για­τρός μοῦ ἔ­γρα­ψε νὰ κά­νω ἐ­νέ­σεις. Ἔ­πρε­πε κα­τὰ τὴ γνώ­μη του νὰ υἱ­ο­θε­τή­σω ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὴν ἐ­νε­σο­θε­ρα­πεί­α, ἂν δὲν ἤ­θε­λα νὰ ὑ­πο­φέ­ρω στὸ μέλ­λον ἀ­πὸ ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­νο­χλή­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες μά­λι­στα ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος νὰ κα­τα­στοῦν μό­νι­μες. Με­τὰ τὶς ἐ­νέ­σεις, δέ­ον ἦ­ταν νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὴ ἀ­γω­γὴ μὲ λή­ψη χα­πι­ῶν τῆς ἴ­διας φαρ­μα­κευ­τι­κῆς οὐ­σί­ας, ἀ­πὸ ἕ­ναν ἕ­ως τρεῖς μῆ­νες. Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι σὲ τού­τη τὴν ἀ­νε­πι­θύ­μη­τη κα­τά­στα­ση θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χα πε­ρι­πέ­σει ἤ­δη ἀ­πὸ και­ρό, ἔ­τσι ὅ­πως ὑ­πέ­φε­ρε καὶ βα­σα­νι­ζό­ταν πα­ρα­τε­τα­μέ­να ἡ ψυ­χή μου. Εἶ­ναι θαῦ­μα τὸ πῶς ἄν­τε­ξα, μο­λο­νό­τι τού­τη ἡ ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νη ἐκ­δή­λω­ση τῶν συμ­πτω­μά­των δὲν εἶ­ναι καὶ πρὸς ἔ­παι­νο.

        Ἀρ­ρώ­στη­σα ἀ­πὸ τὸν πό­νο πού μοῦ προ­κά­λε­σε ὁ ἀ­νεκ­πλή­ρω­τος ἔ­ρω­τας. Δὲν εἶ­μαι πιὰ εἴ­κο­σι χρο­νῶν, ἡ ψυ­χὴ καὶ τὸ σῶ­μα μου δὲν μπο­ροῦν πλέ­ον νὰ ἀν­τι­πα­ρέλ­θουν εὔ­κο­λα τέ­τοι­ου εἴ­δους ὀ­δυ­νη­ρὲς κα­τα­στά­σεις. Τὸ μο­τί­βο τῆς ἀ­πο­τυ­χί­ας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πα­ράλ­λα­χτό τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια: ἀ­ναγ­κά­ζο­μαι νὰ ἀ­πο­δι­ώ­ξω ἀ­πὸ δί­πλα μου γυ­ναῖ­κες ποὺ ἐ­πι­θυ­μῶ δι­α­κα­ῶς, ἀ­πὸ σχέ­σεις ποὺ οὔ­τε κἄν ἔ­χουν ἀρ­χί­σει, ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὴν ἀ­βά­στα­χτη μο­να­ξιά μου. Νὰ ’ταν μό­νο ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψη, τὰ πράγ­μα­τα θὰ ἦ­ταν πο­λὺ πιὸ ἁ­πλὰ γιὰ μέ­να. Μὰ ἡ ὀ­δύ­νη μου ἐ­πι­τεί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ γε­νι­κό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῶν πε­ρὶ ὧν ὁ λό­γος πρὸς τὸ πρό­σω­πό μου, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψη, κα­θὼς δὲν θέ­λουν νὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι πι­κραί­νο­μαι ἀ­φάν­τα­στα ὅ­ταν ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ μοῦ τη­λε­φω­νοῦν καὶ νὰ μοῦ στέλ­νουν μη­νύ­μα­τα, δη­λώ­νον­τας ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦν νὰ μεί­νου­με γιὰ πάν­τα φί­λοι καὶ νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με τὴν με­τα­ξὺ μας ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Ὅ­ταν κά­ποι­α στιγ­μὴ ἐν­νο­ή­σουν ὅ­τι δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ συ­νε­χί­ζουν νὰ μὲ βα­σα­νί­ζουν μὲ τὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα καὶ τὰ μη­νύ­μα­τά τους, μοῦ δί­νουν τὴ χα­ρι­στι­κὴ βο­λὴ μὲ γε­νι­κὲς συμ­βου­λές, εὐ­χὲς καὶ ἐ­πι­ση­μάν­σεις τοῦ τύ­που «εὔ­χο­μαι νὰ εὐ­τυ­χί­σεις για­τί τὸ ἀ­ξί­ζεις», «νὰ προ­σέ­χεις τὸν ἑ­αυ­τό σου», «ζη­λεύ­ω αὐ­τὴν ποὺ θὰ εἰ­σπρά­ξει ὅ­λη σου τὴν ἀ­γά­πη μα­ζε­μέ­νη», «πο­τὲ ἄλ­λο­τε δὲν ἔ­χω ἐ­κτι­μή­σει τό­σο πο­λὺ ἄν­θρω­πο στὴ ζω­ή μου» καὶ ἄλ­λα τέ­τοι­α ἠ­χη­ρὰ πα­ρό­μοι­α. Ἡ ἀ­πο­καρ­δί­ω­ση καὶ ἡ κα­τα­βύ­θι­ση στὴ θλί­ψη ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­ται μὲ τὶς συμ­βου­λὲς τῶν φί­λων μου, κα­λο­προ­αί­ρε­τες καὶ εὔ­λο­γες μέν, ἀλ­λὰ ποὺ ἐ­πι­φέ­ρουν τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πο­τέ­λε­σμα μέ­σα μου δέ, μὲ ὅ­λα τοῦ­τα τὰ «ὑ­πάρ­χουν κι ἀλ­λοῦ πορ­το­κα­λι­ὲς ποὺ κά­νουν πορ­το­κά­λια», «δὲν βα­ρι­έ­σαι μω­ρέ, ἐ­σὺ νὰ εἶ­σαι κα­λά», «ὅ­λα γί­νον­ται γιὰ τὸ κα­λό μας», «σί­γου­ρα ὑ­πάρ­χει ἕ­να βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα σὲ ὅ­λα τοῦ­τα τὰ πράγ­μα­τα, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νὰ ὑ­πο­φέ­ρου­με» καὶ ἕ­να σω­ρὸ ἄλ­λες τέ­τοι­ες ἀ­νο­η­σί­ες. Τώ­ρα πρέ­πει νὰ ψά­ξω γρή­γο­ρα στὴ γει­το­νιὰ γιὰ νο­σο­κό­μα ἢ γιὰ κά­ποι­α γυ­ναί­κα ποὺ γνω­ρί­ζει νὰ κά­νει ἐ­νέ­σεις.

       Ἰ­δοὺ λοι­πὸν πού, ἀν­τὶ νὰ δια­βεῖ τὸ κα­τώ­φλι τοῦ δω­μα­τί­ου μου μιὰ ζαρ­γά­να ποὺ θὰ δρο­σε­ρέ­ψει τὸ μα­ρα­μέ­νο σῶ­μα μου μὲ τὸ θελ­κτι­κὸ σῶ­μα της, ἡ μό­νη γυ­ναί­κα ποὺ εἶ­μαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ δε­χτῶ εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ θὰ μπή­ξει μιὰ βε­λό­να μὲ πη­χτὸ φάρ­μα­κο στὰ με­ριά μου. Οἱ  χα­μέ­νες ἐν­δορ­φί­νες, μα­ζὶ μὲ τὶς ὑ­πό­λοι­πες οὐ­σί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας, ποὺ θὰ ἔ­πρε­πε κα­νο­νι­κὰ νὰ πα­ρά­γον­ται ἀ­πὸ τὴ χα­ρὰ τοῦ ἔ­ρω­τα, σύμ­φω­να μὲ τὰ ὅ­σα μᾶς λέ­νε οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀν­τι­σταθ­μί­ζον­ται τώ­ρα μὲ μιὰ βα­θειά, ἐν­δο­γλου­τια­ία πρόσ­λη­ψη φαρ­μα­κευ­τι­κῶν οὐ­σι­ῶν. Τὴν ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἀ­νέ­λα­βε μιὰ συν­τα­ξι­οῦ­χος νο­σο­κό­μα, τα­κτι­κὴ στὴν ὥ­ρα της, σο­βα­ρή, λι­γο­μί­λη­τη, ποὺ ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χτη­κε γνώ­ρι­ζε πο­λὺ κα­λὰ τὴ δου­λειά της. Τῆς ἑ­τοί­μα­ζα ὅ­λα τὰ σχε­τι­κὰ ὑ­λι­κά, πα­ρα­τάσ­σον­τάς τα ἐ­πι­με­λῶς στὸ κο­μο­δί­νο μου, τὴ σύ­ριγ­γα δη­λα­δή, τὴ βε­λό­να, τὶς γυ­ά­λι­νες φύ­σιγ­γες μὲ τὸ φάρ­μα­κο, τὸ οἰ­νό­πνευ­μα καὶ τὸ βαμ­βά­κι κι ἐ­κεί­νη, μό­λις ἀ­φαι­ροῦ­σε τὴν πε­ρίσ­σια τοῦ φαρ­μά­κου πι­έ­ζον­τας μὲ τὸ ἔμ­βο­λο ὅ­λες τὶς ἀ­τί­θα­σες φυ­σα­λί­δες ποὺ σχη­μα­τί­ζον­ταν κα­τὰ τὴν εἰσ­ρο­ή του στὴ σύ­ριγ­γα, μοῦ ἔ­λε­γε νὰ πά­ρω μιὰ βα­θειὰ ἀ­νά­σα καὶ μοῦ ἔ­κα­νε τὴν ἔ­νε­ση. Μο­λο­νό­τι εἶ­χα πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ ἐ­νέ­σεις προ­κα­λοῦν με­γά­λο πό­νο, μπο­ρῶ νὰ πῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πέ­φε­ρα πο­λύ. Ἡ συν­τα­ξι­οῦ­χος νο­σο­κό­μα ἦ­ταν ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἀ­λα­φρο­χέ­ρα. Τε­λει­ώ­νον­τας, μὲ συμ­βού­λευ­ε νὰ κρα­τή­σω γιὰ λί­γο τὸ βαμ­βά­κι στὰ με­ριά μου καὶ νὰ μὴν ση­κω­θῶ ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη, τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἐγ­κα­τέ­λει­πε ἀ­κρο­πο­δη­τὶ τὸ δω­μά­τιο, ἀ­να­νε­ώ­νον­τας τὸ ραν­τε­βού μας γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη. Μό­λις ση­κω­νό­μουν ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, φρόν­τι­ζα νὰ μα­ζέ­ψω καὶ νὰ πε­τά­ξω ἀ­μέ­σως ὅ­λα τα ἐ­να­πο­μεί­ναν­τα ὑ­λι­κά, κα­θὼς ἡ βα­ριὰ μυ­ρω­διὰ τοῦ φαρ­μά­κου, προ­ερ­χό­με­νη μᾶλ­λον ἀ­πὸ τὰ ἔκ­δο­χα, εἶ­χε δι­α­χυ­θεῖ στὸ δω­μά­τιο καὶ μοῦ ἦ­ταν πο­λὺ δυ­σά­ρε­στη. Ἔ­τσι περ­νοῦ­σαν οἱ μέ­ρες τῆς θε­ρα­πεί­ας μου, ὥ­σπου, ἕ­να βρά­δυ, γυρ­νών­τας ἀ­πὸ ἕ­να θε­ρι­νὸ σι­νε­μὰ – πή­γαι­να πο­λὺ συ­χνὰ τό­τε σι­νε­μὰ γιὰ νὰ ξε­χνι­έ­μαι καὶ γιὰ νὰ ἁ­πα­λύ­νω τὸν πό­νο μου ὀ­νει­ρευ­ό­με­νος – δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι εἶ­χα λη­σμο­νή­σει νὰ μα­ζέ­ψω τὰ ὑ­λι­κά τῆς ἔ­νε­σης ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο μου. Ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ φαρ­μά­κου δέ­σπο­ζε στὸ δω­μά­τιο, στὴν «ἀρ­ρω­στο­κά­με­ρα», ὅ­πως θὰ τὴν ὀ­νό­μα­ζε ὁ Ρο­ΐ­δης, μά, ὢ τοῦ θαύ­μα­τος, τού­τη τὴ φο­ρὰ ἡ φαρ­μα­κί­λα δὲν μοῦ προ­κά­λε­σε κα­μί­α δυ­σα­ρέ­σκεια· τὸ ἀν­τί­θε­το μά­λι­στα, μ’ ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­σω με­γά­λη πα­ρη­γο­ριά. Πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου τὴ σπα­σμέ­νη γυ­ά­λι­νη φύ­σιγ­γα, ἔ­πει­τα πῆ­ρα καὶ τὴ σύ­ριγ­γα, μύ­ρι­σα τὰ κοκ­κι­νω­πὰ ὑ­πο­λείμ­μα­τα τοῦ φαρ­μά­κου στὰ τοι­χώ­μα­τά τους καὶ κα­τά­λα­βα ὅ­τι τού­τη ἡ μυ­ρω­διὰ ἦ­ταν τὸ μο­να­δι­κὸ πράγ­μα στὴ ζω­ή μου ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­θω ὅ­τι εἶ­μαι ἀ­κό­μα ζων­τα­νός, ἔ­χον­τας πρά­ξει ὅ­σα ἀ­κρι­βῶς ἔ­πρε­πε νὰ πρά­ξω – αὐ­τὰ τὰ ἐ­λά­χι­στα ποὺ σχε­τί­ζον­ταν μὲ τὴν ὑ­γεί­α μου – καὶ τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω.

       Ἔ­χει πε­ρά­σει ἤ­δη μιὰ ἑ­βδο­μά­δα ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α ἔ­νε­ση. Πρὸς τὸ τέ­λος τῶν συ­ναν­τή­σε­ών μας ἡ νο­σο­κό­μα εἶ­χε ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν αὐ­στη­ρό­τη­τα καὶ εἶ­χε ξα­νοι­χτεῖ πρὸς ἐ­μέ­να. Μι­λού­σα­με πλέ­ον ἐ­πὶ παν­τός τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ: γιὰ τὴν τρέ­χου­σα πο­λι­τι­κὴ κα­τά­στα­ση – στὴν ἀ­νά­λυ­ση τῆς ὁ­ποί­ας πα­ρεμ­πι­πτόν­τως συμ­φω­νού­σα­με –, γιὰ ζω­γρα­φι­κή, γιὰ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ τοὺς βα­θύ­τε­ρους πό­θους καὶ τὰ ὄ­νει­ρά μας. Μά­λι­στα, ὅ­ταν μὲ ἄ­φη­νε ξα­πλω­μέ­νο μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας τὸ δω­μά­τιό μου, ἐ­ξε­δή­λω­νε τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀλ­λα­γὴ στὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά της καὶ σω­μα­τι­κά, του­τέ­στιν, μὲ χτυ­ποῦ­σε πα­ρη­γο­ρη­τι­κὰ πολ­λὲς φο­ρὲς στὸν ὦ­μο μὲ τὴν πα­λά­μη της. Μὰ ὅ­λα αὐ­τὰ τε­λεί­ω­σαν κι ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω τολ­μή­σει ἕ­ως τώ­ρα νὰ πε­τά­ξω στὰ σκου­πί­δια τὰ σύ­νερ­γα τῆς τε­λευ­ταί­ας ἔ­νε­σης, τρέ­φον­τας ἐν­δό­μυ­χα τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ δι­α­τη­ρή­σω στὸ ἀ­κέ­ραι­ο τὴν πα­ρη­γο­ριὰ ποὺ κα­τα­φα­νῶς μὲ ἔ­κα­ναν νὰ νι­ώ­σω. Γνω­ρί­ζω πώς, σὲ λί­γο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα, ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ φαρ­μά­κου θὰ ἔ­χει ἐ­ξα­λει­φθεῖ ἐν­τε­λῶς καί, γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, σκέ­φτη­κα πὼς ἴ­σως θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν πα­ρα­τεί­νω τε­χνη­τὰ μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους, ἐ­νη­με­ρω­νό­με­νος ἀρ­χι­κὰ καὶ δι­α­βά­ζον­τας τὰ πάν­τα σὲ σχέ­ση μὲ τὸ φάρ­μα­κο: γιὰ τὴν πα­ρα­γω­γι­κή του δι­α­δι­κα­σί­α, γιὰ τὴ σύν­θε­ση, τὴν ἀ­νά­λυ­σή του… Εἰς μά­την ὅ­μως, εἰς μά­την. Ἡ κα­θη­συ­χα­στι­κὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ φαρ­μά­κου βαθ­μια­ία θὰ σβή­σει, πα­ρα­χω­ρών­τας τὴ θέ­ση της στὰ συ­νή­θη ὀ­σφρη­τι­κὰ ἐ­ρε­θί­σμα­τα τοῦ δω­μα­τί­ου μου ἀλ­λὰ καὶ τῶν πέ­ριξ τοῦ δω­μα­τί­ου μου χώ­ρων: στὴ μυ­ρω­διὰ τῆς ἁ­πλω­μέ­νης μπου­γά­δας τοῦ μπαλ­κο­νιοῦ μου (ἀλ­λὰ καὶ τῆς μπου­γά­δας τῆς γει­τό­νισ­σάς μου στὸ δι­πλα­νὸ μπαλ­κό­νι, ἡ ὁ­ποί­α χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴ γνω­στὴ τε­χνι­κὴ ἀ­πό­κρυ­ψης τῶν ἐ­σώ­ρου­χων στὰ μέ­σα συρ­μα­τό­σχοι­να τῆς ἁ­πλώ­στρας της, πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴν κοι­νῆς θέ­ας), στὸ ἀ­ναρ­ρι­χώ­με­νο ἀ­πὸ τὴν πι­λο­τὴ ἄ­ρω­μα τοῦ νυ­χτο­λού­λου­δου, στὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ ἱ­δρώ­τα ποὺ ἀ­πό­μει­νε στὰ σεν­τό­νια μου ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ νύ­χτα ἀ­ϋ­πνί­ας ἢ στὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ φι­τι­λιοῦ ἑ­νὸς ἄρ­τι σβη­σθέν­τος κε­ριοῦ, ἀ­πὸ αὐ­τὰ πού μοῦ ἀ­ρέ­σει ν’ ἀ­νά­βω ἀ­πὸ και­ροῦ εἰς και­ρὸν στὸ ἔ­ρη­μο δω­μά­τιό μου γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σω ἀ­τμό­σφαι­ρα. Ἔ­πει­τα, ἡ πα­ρη­γο­ριὰ ποὺ εἰ­σέ­πρατ­τα ἀρ­χι­κὰ ἀ­πὸ τὰ σύ­νερ­γα τῶν ἐ­νέ­σε­ων καὶ ὀ­φει­λό­ταν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴν αἴ­σθη­ση τῆς ὄ­σφρη­σης, θὰ πε­ρά­σει προ­σώ­ρας στὸ βα­σί­λει­ο τῆς ὅ­ρα­σης, στὸ ἰ­δι­ό­τυ­πο αὐ­τὸ εἰ­κο­νο­στά­σι ποὺ κεί­τε­ται στὸ κο­μο­δί­νο μου καὶ δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται οὔ­τε ἀ­πὸ ἁ­γι­ο­γρα­φί­ες, οὔ­τε ἀ­πὸ ἐ­λαι­ο­γρα­φί­ες, οὔ­τε ἀ­πὸ σκί­τσα, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ σύ­ριγ­γες, βε­λό­νες καὶ φάρ­μα­κα, ὥ­σπου, στὸ τέ­λος, ὅ­λη αὐ­τὴ ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη συ­νά­θροι­ση πραγ­μά­των τοῦ ὑ­λι­κοῦ κό­σμου ποὺ τε­λεῖ­ται πλά­ι μου νὰ κα­τα­στεῖ, μὲ τὴ σει­ρά της, μιὰ κα­νο­νι­κό­τη­τα τοῦ βλέμ­μα­τος καὶ νὰ ἀ­πο­λέ­σει τὸν εὐ­ερ­γε­τι­κό της χα­ρα­κτή­ρα. Σκέ­φτο­μαι – τὸ ἔ­χω ἤ­δη ἀ­πο­φα­σί­σει – νὰ κρα­τή­σω ἀ­νέ­πα­φα ὅ­λα τοῦ­τα τὰ σύ­νερ­γα στὸ κο­μο­δί­νο μου ὡς τὸ τέ­λος τοῦ κα­λο­και­ριοῦ. Ἔ­πει­τα, τὸ φθι­νο­πω­ρά­κι, θὰ τὰ πε­τά­ξω καὶ θὰ πα­σχί­σω νὰ βρῶ ἕ­ναν τρό­πο νὰ ζή­σω.



Πηγή: Περιοδικὸ Φρέαρ, τχ. 19 (Ιούνιος 2017)

Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005) καὶ Ση­μεῖ­ο Πε­τρού­πο­λης (Πλα­νό­διον, 2011). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).