Μαρώ Τριανταφύλλου: Μακρακώμη Ἠλείας


Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου


Μα­κρα­κώ­μη Ἠ­λεί­ας

 

ΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΠΩΣ τὰ το­πω­νύ­μια ἀ­σκοῦν μιὰ ἰ­δι­ό­τυ­πη γο­η­τεί­α εἰ­δι­κὰ στὸν ἀ­γε­ω­γρά­φη­το, πῶς κι­νη­το­ποι­οῦν τὴν φαν­τα­σί­α ὀ­δη­γών­τάς την σὲ θαυ­μα­στὲς οὐ­το­πί­ες. Βε­βαί­ως ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα μα­θαί­νει τὴν ἀ­λή­θεια κά­πως ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται ἀλ­λὰ τί ση­μα­σί­α ἔ­χει; Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ θυ­μᾶ­ται μὲ σω­μα­τι­κὴ ἡ­δο­νὴ τὶς πε­ρι­πέ­τει­ες ποὺ φαν­τά­στη­κε. Αἴφ­νης ἐ­γώ, σὰν πρω­τά­κου­σα τὴν πό­λη Μα­κρα­κώ­μη μα­γεύ­τη­κα. Ἤ­μουν πο­λὺ μι­κρὸ παι­δί, δὲν θυ­μᾶ­μαι πό­σων ἐ­τῶν ἀ­κρι­βῶς, ἀλ­λὰ θυ­μᾶ­μαι πὼς μό­λις εἶ­χα πά­ει στὸ σχο­λεῖ­ο, ἄ­ρα ἕ­ξι ἢ ἑ­φτὰ μᾶλ­λον. Μα­κρα­κώ­μη, μοῦ φά­νη­κε σὰν ὄ­νο­μα ἀ­στε­ριοῦ. Θὰ ἦ­ταν κά­που μα­κριὰ ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ἕ­να μέ­ρος δύ­σκο­λο νὰ πά­ει κα­νείς, ἴ­σως καὶ ἀ­δύ­να­το γιὰ τοὺς κοι­νοὺς θνη­τούς, ἀλ­λὰ φω­τει­νό, πο­λὺ φω­τει­νό, ἴ­σως καὶ λί­γο κρύ­ο, ὄ­χι, θὰ ἦ­ταν ἕ­να μέ­ρος πο­λὺ κρύ­ο ἀλ­λὰ τὸ κρύ­ο του θὰ ἦ­ταν λαμ­πε­ρὸ καὶ παι­χνι­δι­ά­ρι­κο. Κι ἔ­λε­γα μέ­σα μου πὼς ἐ­κεῖ θὰ ἔ­με­ναν κά­ποι­οι σπου­δαῖ­οι ἄν­θρω­ποι ποὺ βα­ρέ­θη­καν τὸν κό­σμο τοῦ­το καὶ με­τα­κό­μι­σαν στὸ θαῦ­μα ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σαν οἱ  ἴ­διοι καὶ γί­νε­ται ὅ­λο καὶ πιὸ ὑ­πέ­ρο­χο, πιὸ ἰ­ρι­δί­ζον κα­θὼς προ­στί­θεν­ται κα­θη­με­ρι­νὰ κι ἄλ­λοι σπου­δαῖ­οι ἄν­θρω­ποι, ποὺ ἐ­πι­λέ­γουν, δι­α­κρι­τι­κά, χω­ρὶς κα­κί­α καὶ ζή­λεια, νὰ ζή­σουν ὅ­λοι μα­ζὶ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι ὁ κα­θέ­νας σὲ ὅ,τι ἀ­γα­πᾶ. Ἀρ­γό­τε­ρα, μὴν μὲ ρω­τή­σε­τε πό­τε καὶ για­τί, θε­ώ­ρη­σα ὅ­τι ἡ Μα­κρα­κώ­μη ἀ­πὸ μό­νη της δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ καὶ κόλ­λη­σα αὐ­θαί­ρε­τα τὸν προσ­δι­ο­ρι­σμὸ «Ἠ­λεί­ας» (τό­τε δὲν ἤ­ξε­ρα καν τί θὰ πεῖ «αὐ­θαί­ρε­τα», κι οὔ­τε μὲ ἔ­νοια­ζε γιὰ νά ΄μαι εἰ­λι­κρι­νής, ἡ φαν­τα­σί­α εἶ­ναι βα­σί­λει­ο τῶν παι­δι­ῶν, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α εἶ­ναι στὸ στό­χα­στρο τῆς ἐ­ξου­σί­ας). «Μα­κρα­κώ­μη Ἠ­λεί­ας» λοι­πόν. Για­τί καὶ ἡ «Ἠ­λεί­α» φάν­τα­ζε στὰ παι­δι­κά μου μά­τια ὡς τό­πος ξε­χω­ρι­στὸς καὶ μὲ ἀρ­χέ­γο­νη ὀ­μορ­φιὰ καὶ ποι­ό­τη­τα. Στὰ δι­α­γω­νί­σμα­τα γε­ω­γρα­φί­ας —ποὺ τώ­ρα τὰ λέ­με «τέ­στ», θε­ω­ρών­τας ὅ­τι ἡ ἀγ­γλι­κὴ λέ­ξη, τὰ κά­νει λι­γό­τε­ρα φο­βε­ρὰ καὶ ἀγ­χο­γό­να γιὰ τὰ παι­διά, ποὺ ὅ­λο καὶ πιὸ δύ­σκο­λα πιὰ μα­θαί­νουν νὰ τα­ξι­δεύ­ουν μὲ μα­γι­κὰ τρέ­να καὶ ὅ­λο καὶ πιὸ μι­κρὰ κα­βα­λοῦν πυ­ραύ­λους ποὺ τὰ σφη­νώ­νουν σὲ ἄ­πρε­πες ἀ­λή­θει­ες τῶν με­γά­λων, δη­λα­δὴ στὰ ψέ­μα­τα ποὺ γρή­γο­ρα ἀ­φο­μοι­ώ­νουν λαί­μαρ­γα οἱ μπόμ­πι­ρες γιὰ νὰ κερ­δί­σουν τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἐ­νη­λί­κων, τὴν ἀ­πο­δο­χή τους ἢ ἁ­πλῶς τὴν ἡ­συ­χί­α τους) σ’ αὐ­τὰ τὰ δι­α­γω­νί­σμα­τα ἔ­γρα­φα μὲ ὡ­ραῖ­α στρογ­γυ­λὰ εὐ­α­νά­γνω­στα γράμ­μα­τα πὼς ὁ νο­μὸς Ἠ­λεί­ας βρί­σκε­ται στὴν βο­ρει­ο­δυ­τι­κὴ Πε­λο­πόν­νη­σο καὶ ἔ­χει με­γά­λη καὶ ἀρ­χαί­α ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως ὁ γει­το­νι­κός του νο­μὸς Ἀ­χα­ΐ­ας. Ἔ­παιρ­να κα­λὸ βαθ­μό.

        Κρυ­φὰ ὅ­μως στὸν χάρ­τη ποὺ κα­τα­σκεύ­α­ζαν οἱ λάμ­ψεις τῶν ἄ­στρων, στε­ρέ­ω­να μὲ δι­α­μαν­τέ­νι­ες πι­νε­ζοῦ­λες τὴν το­πο­θε­σί­α Μα­κρα­κώ­μη Ἠ­λεί­ας, ση­μει­ώ­νον­τας πὼς κά­πο­τε πρέ­πει νὰ τα­ξι­δέ­ψω ὡς ἐ­κεῖ. Τε­λευ­ταῖα τὰ μά­τια μου σκο­τει­νιά­ζουν ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ, δυ­σκο­λεύ­ο­μαι νὰ ξε­χω­ρί­σω τὰ ἀν­τι­κεί­με­να καὶ τὶς λέ­ξεις ποὺ τὰ προ­βάλ­λουν στὴν ὀ­θό­νη τοῦ νοῦ. Γερ­νῶ καὶ φο­βοῦ­μαι μή­πως δὲν προ­λά­βω.

Κυ­ρια­κή, 30/1/2022



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου (Ἀθήνα 1963). Ἱ­στο­ρι­κός, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὴ κρι­τι­κός. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δο­κι­μί­ω­ν ἀρ­χαί­ας ἱ­στο­ρί­ας καὶ φι­λο­σο­φί­ας,­ ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ καὶ ἀγ­γλι­κὰ καὶ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων τῆς πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῆς γραμματείας. Τελευταῖο της βι­βλί­ο­:­ Τι νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβελτ (ἐκδ. Εὔμαρος, 2013).


			

Maró Triantafilou: Bifurcación


Maró Triantafilou


Bifurcación


E DECÍA su madre que se casara, para tener compañía en la vejez. Le parecía una razón mezquina por la que vivir con una persona. Le decía su padre que se casara, para tener hijos, alguien que la asistiera cuando vieja. Le parecía una razón salvaje por la que traer al mundo nueva vida. Era como un roble, no conoció enfermedad hasta los sesenta, si no fuera por lo típico, algún catarro, alguna gripe o algo por el estilo. Por primera vez enfermó a los sesenta. No le dio la importancia que debía al resfriado, que evolucionó en neumonía. Doce días de hospital, con oxígenos y sueros, y un mes y medio más en casa encamada.

       Se levantó con esfuerzo, aunque mucho menos que ayer, y que anteayer mucho mejor. Mejoraba día tras día. Quería algo caliente para beber que le aliviara el pecho. Con la crisis de dónde sacar dinero para poner a alguien, una muchacha que la cuidara. Ella sola se las apañaba. Con sus amigas. Una vez venía Aretí, otra María, y cuando podían también las otras. Dichosos sean todos sus amigos, estuvieron a su lado sin rechistar.

       Mientras vertía el té fragante en la taza, le vino a la mente Aris, que hacía días que no pensaba en él, desde cuando regresó del hospital. Si viviera, andaría bien entrado en los sesenta y cinco. «Ni el polvo de sus huesos…», decía cada vez que pensaba en él. De haber tenido hijos, el primero estaría por los cuarenta. Imposible que no tuvieran un segundo.

       Buscó pan para mojarlo pero se había a­ca­ba­do, se había acabado también el pan de molde. Abierta la tienda de enfrente, pero ¿quién podría ir? Le daba un poco igual. A la mañana siguiente esperaba a Aretí con las compras. Acordado lo tenían entre ellas: Aretí, lo indispensable de la semana; lo de cada día –leche, pan y periódico–, María.

       Se llevó la taza a la cama y encendió la tele, pero notó pesados sus párpados. Dejó la taza a medio beber en la mesita de noche y se cubrió con las cálidas mantas. Se puso de costado y se dobló como un feto en la barriga de la madre. Por primera vez después de años separó un poquito el brazo de su cuerpo y palpó las sábanas, como si estuviera buscando algo. Una forma conocida sobre la forma de la ausencia. Sonrió y respiró profundamente. Gratitud era lo que sentía cada vez que respiraba sin los oxígenos del hospital. Mejoraba día tras día. «Hace mucho tiempo que no voy al cementerio», pensó. E hizo la promesa de que en cuanto se pusiera completamente buena se llevaría a María y a Aretí, y que vengan también sus maridos, se lo dirá también a Sula y a Katerina, para bajar al pueblo a ponerle una vela a la tumba de Aris. Además ya hará buen tiempo. «Se está bien en el pueblo en primavera», pensó. Y se durmió con una gota de nostalgia impoluta mordiéndole el alma; sin nada de angustia.



Fuente: Primera publicación blog Planodion – Historias Bonsái, 19 de mayo de 2013.

Maró Triandafilu (Atenas, 1963). Historiadora, novelista, crítico de teatro. Se dedica a la traducción de literatura y de ensayos de historia y filosofía del francés y del inglés. Su último libro: Δάφνη κα τ βουν (2011).

Tra­duc­ción: Equipo Proyecto Grequerías: I­lek­tra A­na­gno­stou, So­fía Fer­taki, The­oni Kabra, María Karalí, Eduardo Lucena, María Malakata, Alicia Manolá, Kon­­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, Jaralambos Theodosis, Anto­nia Vla­chou. La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2018 hasta abril de 2019, Konstanti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.


Μαρὼ Τριανταφύλλου: Ὁ ἄντρας ποὺ δάκρυζε


Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου

 

Ὁ ἄν­τρας ποὺ δά­κρυ­ζε

 

ΟΝ ΠΡΟΣΕΞΕ για­τὶ τὰ μά­τια του βούρ­κω­σαν κα­θὼς ἀ­κού­στη­κε ἡ «Δι­ε­θνής» ἀ­πὸ μιὰ μο­να­χι­κὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα. Πλη­σί­α­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ εἶ­δε τὸ βλέμ­μα του  – πὼς εἶ­χε χα­θεῖ σὰν νὰ κοί­τα­ζε πο­τά­μι βου­ε­ρὸ καὶ ἀ­γρι­ε­μέ­νο κι ἕ­να κλα­δὶ νὰ χτυ­πι­έ­ται σὲ βρά­χια σὰν νὰ θέ­λει νὰ σω­θεῖ, ἀλ­λὰ τὸ ξέ­ρεις πὼς τέ­τοι­ες βου­λή­σεις τὶς βά­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι στὰ ἄ­ψυ­χα ἐλ­πί­ζον­τας. Στὰ μά­γου­λά του εἶ­χε ἁ­πλω­θεῖ ἕ­να ἐ­ρύ­θη­μα ἁ­πα­λὸ σὰν κο­ρι­τσί­στι­κο κοκ­κί­νι­σμα, ὅ­ταν ἡ μι­κρού­λα συ­ναν­τᾶ αὐ­τὸν ποὺ νο­μί­ζει πὼς θὰ εἶ­ναι γιὰ πάν­τα ὁ ἄν­τρας τῆς ζω­ῆς της, ἀλ­λὰ δὲν ξέ­ρει —ὤ, τῆς νι­ό­της ἀ­θώ­α καὶ ἀ­νέ­στια ἄ­γνοι­α εὐ­τυ­χι­σμέ­νη— πὼς δὲν ἔ­χει φτά­σει κὰν στὸν πρῶ­το σταθ­μό. Ἴ­σως νὰ ντρά­πη­κε αὐ­τὸς τώ­ρα ποὺ τὸν εἶ­δαν τό­σο εὐ­ά­λω­το, τό­σο κυ­ρι­αρ­χη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ χα­μέ­νο ὄ­νει­ρο καὶ πλη­γω­μέ­νο τό­σο… Κα­τέ­βα­σε τὰ μά­τια καὶ μὲ τὴν ἄ­κρια τοῦ πα­λιοῦ πα­που­τσιοῦ του ἔ­ξυ­σε ἀ­μή­χα­νος τὸ σκλη­ρό, τὸ πα­τι­κω­μέ­νο ἄ­νυ­δρο χῶ­μα τοῦ πάρ­κου.

        Τὸν παν­τρεύ­τη­κε με­τά. Πο­λὺ γρή­γο­ρα τὸν παν­τρεύ­τη­κε, για­τὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ χά­σει στιγ­μὴ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ραν­τη εὐ­αι­σθη­σί­α ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ γί­νει ἀ­κα­τέρ­γα­στη δύ­να­μη ὅ­λο αἴ­τη­μα καὶ θό­ρυ­βο. Τὴν ἔ­κα­νε νὰ γε­λᾶ, τὴν τα­ξί­δευ­ε σὲ ἕ­να πα­ρελ­θὸν ποὺ θὰ ‘θε­λε νὰ εἶ­χε ζή­σει ἂν δὲν εἶ­χε ζή­σει τὸ δι­κό της ποὺ δὲν τὸ ἄλ­λα­ζε. Τοῦ ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε. Τὰ βρά­δια τὸν ἄ­φη­νε νὰ ἀ­κού­ει μου­σι­κὴ μὲ τὶς ὧ­ρες καὶ κά­που κά­που, ὅ­ταν κά­ποι­ο τρα­γού­δι ἄγ­γι­ζε τὸν πό­νο του, ὅ­ταν νό­τες ἐ­πι­κὲς τά­ρα­ζαν τὴν γα­λή­νη τοῦ ἔ­ρω­τά τους —καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς αὐ­τὴ ἦ­ταν ποὺ τοῦ πρό­τει­νε νὰ βά­λει ἕ­να τέ­τοι­ο τρα­γού­δι νὰ τὸ ἀ­κού­σουν μα­ζί, δῆ­θεν ποὺ τό ‘χε ἐ­πι­θυ­μή­σει— τό­τε χαι­ρό­ταν τὸ μι­κρὸ ἀ­τί­θα­σο δά­κρυ ποὺ κοκ­κί­νι­ζε τὰ μά­τια του καὶ κα­μιὰ φο­ρά —τί εὐ­λο­γί­α— ἔ­πε­φτε στοὺς ὤ­μους του, ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­χε γυ­ρί­σει στὸ πλά­ι τὸ κε­φά­λι γιὰ νὰ μὴν τὸν δεῖ νὰ κλαί­ει καὶ τὸν κα­κο­χα­ρα­κτη­ρί­σει 60 χρό­νων ἄν­θρω­πο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου (Ἀθήνα 1963). Ἱ­στο­ρι­κός, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὴ κρι­τι­κός. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δο­κι­μί­ω­ν ἀρ­χαί­ας ἱ­στο­ρί­ας καὶ φι­λο­σο­φί­ας,­ ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ καὶ ἀγ­γλι­κὰ καὶ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων τῆς πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῆς γραμματείας. Τελευταῖο της βιβλίο: Τι νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβελτ (ἐκδ. Εὔμαρος, 2013).


Μαρὼ Τριανταφύλλου: Ὁ πρῶτος βρικόλακας

Triantafyllou,Maro-OProtosBrykolakas-Eikona-08

Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου


 

Ὁ πρῶ­τος βρι­κό­λα­κας

 


07-Htta-Haakon_den_godes_saga_-_initial_-_G__MuntheΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ, πο­λὺ πα­λιά, μιὰ γυ­ναί­κα μο­να­χὴ ποὺ εἶ­χε ἕ­να κτῆ­μα κι ἕ­να σπί­τι μέ­σα στὸ κτῆ­μα. Ὅ­ταν ἦ­ταν πο­λὺ νέ­α τὰ κα­τά­φερ­νε κα­λὰ μὲ τὶς δου­λει­ὲς καὶ χρει­α­ζό­ταν μό­νο πε­ρι­στα­σια­κὰ ἐρ­γά­τες. Ἔ­σκα­βε, ἔ­σπερ­νε, πό­τι­ζε, μά­ζευ­ε τὴ σο­δειά, φρόν­τι­ζε τὰ ζῶ­α της καὶ μο­να­χὴ κα­τέ­βαι­νε μὲ τὴν πρα­μά­τεια στὴν ἀ­γο­ρὰ κι ἔ­κα­με τὴν πού­λη­ση. Ἀλ­λὰ σὰν πέ­ρα­σε ὁ και­ρός, ἄρ­χι­ζε νὰ βα­ραί­νει καὶ κομ­μα­τά­κι δυ­σκο­λευ­ό­τα­νε. Ὅ­λο καὶ πιὸ πί­σω πή­γαι­ναν τὰ πράγ­μα­τα καὶ μα­ρά­ζω­νε τὸ κτῆ­μα. Ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ πά­ρει ἕ­ναν ἐρ­γά­τη, νέ­ον ἄν­τρα, πα­λι­κά­ρι στὰ τριά­ντα του, αὐ­τὴ εἶ­χε πε­ρά­σει πιὰ τὰ πε­νῆν­τα.

       Ἦ­ταν ὄ­μορ­φος ὁ ἐρ­γά­της καὶ μιὰ μέ­ρα ἡ μο­να­χὴ γυ­ναί­κα κα­τά­λα­βε ὅ­τι εἶ­χε γι’ αὐ­τὸν ἀ­ταί­ρια­στα αἰ­σθή­μα­τα. Δὲν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α – ἔ­τσι εἶ­χε μά­θει νὰ ξε­περ­νά­ει τὰ πράγ­μα­τα ποὺ τὴν τά­ρα­ζαν. Εἶ­πε «φουρ­τού­να εἶ­ναι καὶ θὰ τε­λει­ώ­σει». Μὰ δὲν τέ­λει­ω­νε. Τ’ ἀν­τί­θε­το, ὅ­σο περ­νοῦ­σε ὁ και­ρὸς τό­σο πιὸ βα­θιὰ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε. Μὰ τό ‘κρύ­βε κα­λά. Τὶς νύ­χτες πού ‘πε­φταν νὰ κοι­μη­θοῦν, ἄ­φη­νε στὸ κρε­βά­τι της μιὰ γω­νιά, ὅ­ση ἕ­να σῶ­μα καὶ πρὶν τὴν πά­ρει ὁ ὕ­πνος, γύ­ρι­ζε πρὸς ἐ­κεί­νη τὴ με­ριὰ μὲ κλά­μα­τα στὰ μά­τια καὶ πό­νο στὴν καρ­διὰ κι ἀγ­κά­λια­ζε τὴν ἀ­που­σί­α μὲ τὰ δυ­ό της χέ­ρια κι ἀ­πί­θω­νε στὴν ἄ­κρια τοῦ μα­ξι­λα­ριοῦ της πρὸς ἐ­κεί­νη τὴν πλευ­ρὰ ἕ­να με­γά­λο φι­λί, ἐ­ρω­τι­κό. Ἀ­πο­κοι­μι­ό­τα­νε ἔ­πει­τα κι ὁ ὕ­πνος της ἦ­ταν βα­ρὺς καὶ δί­χως ὄ­νει­ρα. Τὸν πρῶ­το χει­μώ­να τοῦ ‘πλέ­ξε ἕ­να σκοῦ­φο καὶ τοῦ τὸν χά­ρι­σε κι ἔ­κα­νε αὐ­τὸς χα­ρὲς με­γά­λες. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ‘χε πλέ­ξει δυ­ὸ ὁ­λό­ι­δια σκου­φιά. Τὸν ἄ­φη­σε καὶ τὸ φό­ρε­σε με­ρι­κὲς φο­ρὲς κι ὅ­ταν πό­τι­σε ἡ κλω­στὴ ἀ­πὸ τὸ κορ­μί του, τὸ ἄλ­λα­ξε μὲ τὸ ἄλ­λο, τὸ ὅ­μοι­ό του. Καὶ κρά­τη­σε τὸ φο­ρε­μέ­νο γιὰ ‘κεί­νην. Τό ‘κρυ­ψε κι ὅ­ταν μπο­ροῦ­σε, τό ‘βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ συρ­τά­ρι, τὸ κοί­τα­ζε κι ἔ­κλαι­γε. «Τί μὲ βρῆ­κε;» ἀ­να­ρω­τι­ό­τα­νε πο­νε­μέ­νη.

       Ἦ­ταν κα­λὸς ἐρ­γά­της ὁ νέ­ος ἄν­τρας, δου­λευ­τὴς, προ­κομ­μέ­νος κι αὐ­τὴ ἄ­ξια, κα­λὰ πή­γαι­νε τὸ κτῆ­μα. Ἦρ­θαν ὅ­μως και­ροὶ δί­σε­χτοι. Ἔ­πε­σε ξε­ρα­σί­α με­γάλη στὸν τό­πο. Ἦρ­θε πεί­να. Ἡ μο­να­χὴ γυ­ναί­κα μοι­ρα­ζό­τα­νε τὸ φα­ΐ της μὲ τὸ πα­λι­κά­ρι – γιὰ νὰ λέ­με τὴν ἀ­λή­θεια αὐ­τὴ ἔ­τρω­γε ἐ­λά­χι­στα καὶ μὲ χί­λι­ες δι­και­ο­λο­γί­ες τοῦ ἔ­δι­νε καὶ τὸ δι­κό της μερ­τι­κὸ κι αὐ­τὴ ἀ­δυ­νά­τι­ζε ὁ­λο­έ­να. Μὰ καὶ πά­λι ὁ νέ­ος ἄν­τρας δὲν ἐ­χόρ­ται­νε. Τί νὰ σοῦ κά­νει λί­γο ψω­μί, κα­μιὰ πα­τά­τα καὶ λί­γα μα­ραγ­κι­α­σμέ­να φροῦ­τα ὅ­ταν εἶ­σαι δυ­ὸ μέ­τρα κορ­μί;

       Ἦρ­θε μιὰ μέ­ρα ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ τί­πο­τε. Ἔ­βρα­σε χόρ­τα ἀ­λά­δω­τα. «Πει­νά­ω» εἶ­πε ὁ νέ­ος ἄν­τρας. Καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη πά­λι «πει­νά­ω» εἶ­πε κι εἶ­χε ἡ φω­νὴ του φαρ­μά­κι. Τὴν δάγ­κω­νε σὰν ὀ­χιά. Οἱ μέ­ρες περ­νοῦ­σαν καὶ τὰ πράγ­μα­τα χει­ρο­τέ­ρευ­αν. Ἕ­να με­ση­μέ­ρι ποὺ πά­λι ἄ­δει­ο ἦ­ταν τὸ τρα­πέ­ζι κι εἶ­δε τὸ βλέμ­μα του χα­ρα­κω­μέ­νο, δὲν ἄν­τε­ξε. Πῆ­ρε ἕ­να μα­χαί­ρι κο­φτε­ρὸ καὶ χά­ρα­ξε τὸν καρ­πό της βα­θιά. Ξε­χύ­θη­κε αἷ­μα ζε­στὸ καὶ κόκ­κι­νο. «Πι­έ» τοῦ εἶ­πε. «Πι­έ, νὰ τρα­φεῖς. Νὰ πά­ρεις δύ­να­μη.» Τὴν κοί­τα­ξε τρο­μαγ­μέ­νος ἀλ­λὰ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο πῆ­ρε τὸ χέ­ρι της μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ ρού­φη­ξε δυ­ὸ τρεῖς γου­λι­ές. Κι εἶ­χε τὸ αἷ­μα ἐ­κεῖ­νο μιὰ γεύ­ση ἀλ­λού­τε­ρη καὶ φω­τει­νή. Τό ‘κα­νε αὐ­τὸ καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα ἡ γυ­ναί­κα καὶ τῆς ἑ­πό­με­νης τὴν ἑ­πό­με­νη. Καὶ κά­θε μέ­ρα. Τὸν ἔ­τρε­φε μὲ ἀ­γά­πη ἀ­πὸ τὸ κορ­μί της καὶ τὴν ψυ­χή της. Κι ἦρ­θε μιὰ μέ­ρα ποὺ ἄλ­λο αἷ­μα δὲν τῆς ἔ­μει­νε. Στράγ­γι­ξε αὐ­τὸς καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α γου­λιὰ καὶ πέ­θα­νε ἐ­κεί­νη εὐ­τυ­χι­σμέ­νη στὴν ἀγ­κα­λιά του.

       Ὁ νέ­ος ἄν­τρας τὴν ἔ­θα­ψε κα­τὰ πῶς ἔ­πρε­πε κι ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν τό­πο. Γύ­ρι­ζε με­τὰ μο­νά­χος στὰ βου­νά. Ζη­τοῦ­σε ξα­νὰ τὴ γεύ­ση τοῦ αἱ­μά­του της. Τὴν ζη­τοῦ­σε ἀ­πελ­πι­σμέ­να. Ἔ­πι­νε ἀ­πὸ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ἀλ­λὰ τὴν γεύ­ση τὴ δι­κή της σὲ κα­νε­νοῦ τὸ αἷ­μα δὲν τὴν ἔ­βρι­σκε κι ὅ­λο ἔ­ψα­χνε. Κι ἀ­κό­μα ψά­χνει.

       Ἔ­τσι γί­νη­κε ὁ πρῶ­τος βρι­κό­λα­κας. Ἀ­πὸ ἀ­γά­πη. Κι ἀ­γά­πη ψά­χνει ἀλ­λὰ δὲν τὸ ξέ­ρει.


 

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου (Ἀθήνα 1963). Ἱ­στο­ρι­κός, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὴ κρι­τι­κός. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δο­κι­μί­ω­ν ἀρ­χαί­ας ἱ­στο­ρί­ας καὶ φι­λο­σο­φί­ας,­ ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ καὶ ἀγ­γλι­κὰ καὶ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων τῆς πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῆς γραμματείας. Τελευταῖο της βιβλίο: Τι νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβελτ (ἐκδ. Εὔμαρος, 2013).

Μαρὼ Τριανταφύλλου: Διακλάδωση

.

FD002694 

.

 Μα­ρ Τρι­αν­τα­φύλ­λου

 

Δι­α­κλά­δω­ση

 

02-TaphΗΣ ΕΛΕΓΕ Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ νὰ παν­τρευ­τεῖ, νὰ ἔ­χει μιὰ πα­ρέ­α στὰ γε­ρα­τειά της. Τῆς φαι­νό­τα­νε πρό­στυ­χος λό­γος γιὰ νὰ ζή­σεις μα­ζὶ μ’ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο. Τῆς ἔ­λε­γε ὁ πα­τέ­ρας της νὰ παν­τρευ­τεῖ, νὰ κά­νει παι­διά, κά­ποι­ος νὰ τὴ γη­ρο­κο­μή­σει. Τῆς φαι­νό­τα­νε ἄ­γριος λό­γος γιὰ νὰ φέ­ρεις στὸν κό­σμο νέ­α ζω­ή. Γε­ρὸ σκα­ρὶ ἤ­τα­νε, ἀρ­ρώ­στια μέ­χρι τὰ ἑ­ξήν­τα της δὲν κα­τά­λα­βε, ἄλ­λο νὰ πεῖς ἀ­πὸ τὰ τυ­πι­κά, συ­νά­χια, γρί­πες καὶ τὰ τέ­τοι­α. Πρώ­τη φο­ρὰ ἀρ­ρώ­στη­σε στὰ ἑ­ξήν­τα. Δὲν ἔ­δω­σε τὴ ση­μα­σί­α πού ‘πρε­πε στὸ κρύω­­μα, γύ­ρι­σε αὐ­τὸ σὲ πνευ­μο­νί­α. Δώ­δε­κα μέ­ρες νο­σο­κο­μεῖ­ο, μὲ τὰ ὀ­ξυ­γό­να καὶ τοὺς ὀ­ρούς, κι ἄλ­λο ἐ­νά­μι­σι μή­να στὸ σπί­τι κρε­βα­τω­μέ­νη.

       Ση­κώ­θη­κε μὲ κό­πο, πάν­τως πο­λὺ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ χτές, κι ἀ­πὸ προ­χτὲς πο­λὺ κα­λύ­τε­ρα. Γέ­ρευ­ε μέ­ρα τὴ μέ­ρα.  Ἤ­θε­λε κά­τι ζε­στὸ νὰ πι­εῖ νὰ τῆς πρα­ΰ­νει τὸ στῆ­θος. Μὲ τὴν κρί­ση, ποῦ λε­φτὰ νὰ πά­ρει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, μιὰ κο­πέ­λα νὰ τὴν φρον­τί­ζει. Μό­νη της τά ‘βγα­λε πέ­ρα. Μὲ τὶς φί­λες της. Μιὰ ἡ Ἀ­ρε­τὴ ἐρ­χό­τα­νε, μιὰ ἡ Μα­ρί­α καὶ ὅ­πο­τε μπο­ροῦ­σαν καὶ οἱ ἄλ­λες.  Νά ‘ναι κα­λὰ ὅ­λοι της οἱ φί­λοι, δί­πλα της στά­θη­καν ἀ­γόγ­γυ­στα.

       Ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­ρι­χνε τὸ τσά­ι μο­σχο­βο­λι­στὸ μὲς στὸ φλιτ­ζά­νι, τῆς ἦρ­θε στὸ νοῦ ὁ Ἄ­ρης, ποὺ εἶ­χε ἡ­μέ­ρες νὰ τὸν σκε­φτεῖ, ἀ­π’ ὅ­ταν γύ­ρι­σε ἀ­π’ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἂν ζοῦ­σε, θά ‘χε πα­τη­μέ­να τὰ ἑ­ξήν­τα πέν­τε.  «Οὔ­τε ἡ σκό­νη ἀ­πὸ τὰ κοκ­κα­λά­κια του…» ἔ­λε­γε κά­θε ποὺ τὸν σκε­φτό­ταν. Τὸ παι­δὶ τους τὸ πρῶ­το θὰ κόν­τευ­ε τὰ σα­ράν­τα. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χαν κι ἕ­να δεύ­τε­ρο.

       Γύ­ρε­ψε ψω­μὶ νὰ τὸ βου­τή­ξει μὰ εἶ­χε τε­λει­ώ­σει, εἶ­χαν τε­λει­ώ­σει καὶ οἱ φρυ­γα­νι­ές. Ἀ­νοι­χτὸ ἀ­πέ­ναν­τι τὸ μί­νι μάρ­κετ, ἀλ­λὰ ποι­ὸς νὰ πά­ει; Δὲν τὴν ἔ­νοια­ξε καὶ πο­λύ. Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ὶ πε­ρί­με­νε τὴν Ἀ­ρε­τὴ μὲ ψώ­νια. Κα­νο­νι­σμέ­να τά ‘χαν με­τα­ξύ τους, ἡ Ἀ­ρε­τὴ τῆς ἑ­βδο­μά­δας τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα, τῆς κά­θε μέ­ρας —γά­λα, ψω­μὶ κι ἐ­φη­με­ρί­δα— ἡ Μα­ρί­α.

        Πῆ­ρε τὸ φλιτ­ζά­νι στὸ κρε­βά­τι κι ἄ­νοι­ξε τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, μὰ ἔ­νι­ω­σε βα­ριὰ τὰ βλέ­φα­ρά της. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ φλιτ­ζά­νι στὸ κο­μο­δί­νο μι­σο­πι­ω­μέ­νο καὶ σκε­πά­στη­κε μὲ τὰ ζε­στὰ σκε­πά­σμα­τα. Ἔ­γει­ρε στὸ πλά­ι καὶ δι­πλώ­θη­κε σὰν ἔμ­βρυ­ο στῆς μά­νας τὴν κοι­λιά. Πρώ­τη φο­ρὰ με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια ἀ­πο­μά­κρυ­νε λι­γά­κι τὸ χέ­ρι ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα της κι ἔ­ψαυ­σε τὰ σεν­τό­νια – σὰ νά ‘ψά­χνε κά­τι. Ἕ­να σχῆ­μα γνω­στὸ στῆς ἀ­που­σί­ας τὸ σχῆ­μα πά­νω. Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἀ­νά­σα­νε βα­θιά. Εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἔ­νι­ω­θε κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­νά­σαι­νε χω­ρὶς τὰ ὀ­ξυ­γό­να τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου. Γέ­ρευ­ε μέ­ρα τὴ μέ­ρα. «Ἔ­χω πο­λὺ και­ρὸ νὰ πά­ω στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο» σκέ­φτη­κε. Κι ὑ­πο­σχέ­θη­κε πὼς σὰν γί­νει τε­λεί­ως κα­λὰ θὰ πά­ρει τὴ Μα­ρί­α καὶ τὴν Ἀ­ρε­τή, νὰ ἔρ­θουν καὶ οἱ ἄν­τρες τους,  θὰ πεῖ καὶ τῆς Σού­λας καὶ τῆς Κα­τε­ρί­νας, νὰ κα­τε­βοῦ­νε στὸ χω­ριὸ ν’ ἀ­νά­ψου­νε στοῦ Ἄ­ρη τὸν τά­φο ἕ­να κε­ρί. Θά ‘χει φτιά­ξει κι ὁ και­ρός. «Εἶ­ναι ὄ­μορ­φα στὸ χω­ριὸ τὴν ἄ­νοι­ξη», σκέ­φτη­κε. Κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε μὲ μιὰ στα­γό­να νο­σταλ­γί­α ἀ­τσα­λά­κω­τη νὰ τῆς  δαγ­κώ­νει τὴν ψυ­χή· χω­ρὶς κα­μιὰ ἀ­γω­νί­α.

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου (Ἀθήνα 1963). Ἱ­στο­ρι­κός, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὴ κρι­τι­κός. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δο­κι­μί­ω­ν ἀρ­χαί­ας ἱ­στο­ρί­ας καὶ φι­λο­σο­φί­ας,­ ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ καὶ ἀγ­γλι­κὰ καὶ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων τῆς πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῆς γραμματείας. Τελευταῖο της βιβλίο: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ βουνὸ (2011).