Μάριος Ποντίκας: Αὐθαίρετη πράξη στὴ νόμιμη διαδικασία ἐμπορίου κρέατος

 

 

Μά­ριος Πον­τί­κας

 

Αὐ­θαί­ρε­τη πρά­ξη στὴ νό­μι­μη δι­α­δι­κα­σί­α ἐμ­πο­ρί­ου κρέ­α­τος

 

Μ.Κ. ΜΠΗΚΕ στὸ χα­σά­πι­κο καὶ στά­θη­κε στὴν οὐ­ρά. Ἔ­τσι ἄρ­χι­σε ἡ δι­κή του δι­α­δι­κα­σί­α θα­νά­του.

Ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ σει­ρά του, εἶ­πε στὸν ὑ­πάλ­λη­λο μὲ τὴν ἄ­σπρη μπλού­ζα, μὲ τὰ αἵ­μα­τα ἐ­πά­νω της «θέ­λω ἕ­να με­λα­νὶ μο­λύ­βι κι ἕ­να κομ­μα­τά­κι χαρ­τὶ γιὰ νὰ ση­μει­ώ­σω κά­τι.­.­.­». Ὁ ὑ­πάλ­λη­λος μὲ τὴν ἄ­σπρη μπλού­ζα, μὲ τὰ αἵ­μα­τα ἐ­πά­νω της, δὲν εἶ­χε ξα­να­κού­σει νὰ τοῦ ζη­τᾶ­νε ἔ­τσι στὰ ξαφ­νι­κὰ ἕ­να μο­λύ­βι καὶ μά­λι­στα με­λα­νί, νό­μι­σε πὼς αὐ­τὸς ὁ πε­λά­της κά­τι ἄλ­λο θὰ ἤ­θε­λε γι’ αὐ­τὸ ἀ­πάν­τη­σε «δὲν εἶ­ναι ὥ­ρα γι’ ἀ­στεῖ­α, κύ­ρι­ε!­».

       Ὁ Μ.Κ. ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι δὲν ἀ­στει­ευ­ό­ταν, πραγ­μα­τι­κὰ ἤ­θε­λε ἕ­να μο­λύ­βι με­λα­νὶ γιὰ νὰ ση­μει­ώ­σει κά­τι.

      — Καὶ τί θέ­λε­τε νὰ ση­μει­ώ­σε­τε μὲ τὸ μ ε λ α ν ὶ μο­λύ­βι, κύ­ρι­ε; ρώ­τη­σε τώ­ρα ὁ Χα­σά­πης ποὺ ἄ­κου­σε ἀ­πὸ τὸ τα­μεῖ­ο τὸ σύν­το­μο αὐ­τὸ δι­ά­λο­γο.

      — Θέ­λω νὰ ση­μει­ώ­σω ἕ­να τη­λέ­φω­νο.

      — Τό­τε σᾶς κά­νει ἕ­να ἄλ­λο, ἕ­να ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε μο­λύ­βι. Για­τί ἐ­πι­μέ­νε­τε στὸ με­λα­νί;

      Ὁ Μ.Κ. ἔ­λε­γε ἀ­πὸ μέ­σα του τὸν ἀ­ριθ­μὸ τοῦ τη­λε­φώ­νου γιὰ νὰ μὴ τὸν ξε­χά­σει.

      — Θὰ ξε­χά­σω τὸν ἀ­ριθ­μό.­.. σᾶς πα­ρα­κα­λῶ δῶ­στε μου ἕ­να με­λα­νὶ μο­λύ­βι!

      — Ποι­ός εἶ­ναι ὁ ἀ­ριθ­μός;

      Ὁ Χα­σά­πης ση­μεί­ω­σε σ’ ἕ­να στρα­τσό­χαρ­το τὸν ἀ­ριθ­μὸ ποὺ τοῦ εἶ­πε ὁ πε­λά­της.

      — Καὶ τώ­ρα μπο­ροῦ­με νὰ τὰ ποῦ­με ἥ­συ­χα ἥ­συ­χα. Ὁ ἀ­ριθ­μὸς εἶ­ναι γραμ­μέ­νος. Καὶ πρῶ­τα πρῶ­τα, ἔ­χε­τε ταυ­τό­τη­τα;

      — Ταυ­τό­τη­τα; ἀ­πό­ρη­σε ὁ Μ.Κ. κι ἔ­κα­νε με­ρι­κὰ βή­μα­τα πί­σω, στὸ με­γά­λο δι­ά­δρο­μο ποὺ στὸ με­τα­ξὺ εἶ­χε ἀ­δειά­σει —ἀ­νε­ξή­γη­τα— ἀ­πὸ κό­σμο.

      — Ναί, ταυ­τό­τη­τα!

      — Δὲν ἔ­χω μα­ζί μου.­.. ἀλ­λὰ γιὰ ἕ­να με­λα­νὶ μο­λύ­βι .­..

      Ὁ Χα­σά­πης ἔ­κα­νε νό­η­μα στοὺς ἄλ­λους μὲ τὶς ἄ­σπρες μα­τω­μέ­νες μπλοῦ­ζες κι αὐ­τοὶ πλη­σί­α­σαν τὸν Μ.Κ. Ὁ ὑ­πάλ­λη­λος ποὺ μί­λη­σε πρῶ­τος μὲ τὸν Μ.Κ. πῆ­γε καὶ κα­τέ­βα­σε τὰ ρολ­λὰ – χρὰπ ἀ­κού­στη­κε ὁ θό­ρυ­βος τῆς λα­μα­ρί­νας. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἄ­να­ψαν τὸ φῶς για­τί σκο­τεί­νια­σε καὶ δυ­νά­μω­σαν τὴν ψύ­ξη στὸ ψυ­γεῖ­ο.

      — Για­τί ἦρ­θες ἐ­δῶ νὰ ζη­τή­σεις μο­λύ­βι; ρώ­τη­σε ὁ Χα­σά­πης ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του καὶ τό­νι­σε τὸ «ἐ­δῶ».

      — Δὲν ξέ­ρω.­.. τυ­χαῖ­α.­..

      — Χά.­.. ζη­τᾶς μο­λύ­βι καὶ μά­λι­στα με­λα­νί, δὲν ξέ­ρεις για­τί τὸ ζη­τᾶς ἀ­πὸ μᾶς, δὲν ἔ­χεις ταυ­τό­τη­τα! Τό­τε, λοι­πόν, θὰ σὲ ρω­τή­σω κά­τι ποὺ σί­γου­ρα πρέ­πει νὰ τὸ ξέ­ρεις, θὰ σὲ ρω­τή­σω τ’ ὄ­νο­μά σου.

      — Μ.Κ.

      — Δη­λα­δή;

      — Μ.Κ.

      — Ἀ­πὸ Μ.Κ. πολ­λὰ ὀ­νό­μα­τα ἀρ­χί­ζουν.­..

      Ὁ πε­λά­της σή­κω­σε τοὺς ὤ­μους, σὰ νά ‘­θε­λε νὰ πεῖ «δι­καί­ω­μά μου».

      — Εἶ­σαι ὕ­πο­πτος! φώ­να­ξε ὁ Χα­σά­πης καὶ οἱ ἄλ­λοι πλη­σί­α­σαν πιὸ πο­λὺ τὸν Μ.Κ. Εἶ­σαι καὶ ὕ­πο­πτος καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νος, για­τί ἔρ­χε­σαι καὶ μᾶς ζη­τᾶς ὅ,τι σοῦ κα­τέ­βει στὸ κε­φά­λι, μᾶς ἀ­να­στα­τώ­νεις, δὲ μᾶς λὲς για­τί τὸ θέ­λεις στ’ ἀ­λή­θεια, δὲ θυ­μᾶ­σαι τ’ ὄ­νο­μά σου, δὲν ἔ­χεις ταυ­τό­τη­τα.­..

      — Δὲν εἶ­ναι ἔ­τσι ποὺ τὰ λέ­τε! τὸν ἔ­κο­ψε ὁ πε­λά­της.

      — Εἶ­σαι ὕ­πο­πτη φά­τσα.­..

      — Ἐ­πὶ τέ­λους, φώ­να­ξε τώ­ρα ὁ Μ.Κ. ποὺ εἶ­χε ξε­χά­σει τὸ νού­με­ρο, αὐ­τὸ εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο. Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ πῆ­τε μου τὸν ἀ­ριθ­μὸ τοῦ τη­λε­φώ­νου καὶ δὲ θέ­λω τὸ μο­λύ­βι σας, ἀ­φοῦ τό­σο σᾶς ἐ­νο­χλῶ.

      — Πο­λὺ εὔ­κο­λα δὲ νο­μί­ζεις ὅ­τι πᾶς νὰ ξεμ­πλέ­ξεις; κάγ­χα­σε ὁ Χα­σά­πης καὶ μα­ζί του κάγ­χα­σαν καὶ οἱ ἄλ­λοι μὲ τὶς ἄ­σπρες μπλοῦ­ζες.

      — Μὰ εἶ­ναι ἄ­δι­κο.­.. μὲ κά­να­τε νὰ τὸ ξε­χά­σω καὶ τώ­ρα.­..

      — Δυ­να­μῶ­στε τὴν ψύ­ξη! εἶ­πε ἀ­πό­το­μα ὁ Χα­σά­πης καὶ φό­ρε­σε τὴ δι­κή του κά­τα­σπρη μπλού­ζα, ἐ­νῶ πά­νω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὸν Μ.Κ. ἄ­να­ψε ἕ­νας με­γά­λος προ­βο­λέ­ας. Τι­νά­χτη­κε γιὰ νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὸν κλοι­ὸ καὶ χτύ­πη­σε πά­νω σ’ ἕ­να κρε­μα­σμέ­νο μο­σχά­ρι ποὺ τὸν γέ­μι­σε αἵ­μα­τα. Ἐ­κεῖ ποὺ στά­θη­κε νὰ σκου­πί­σει μὲ ἀ­η­δί­α τὸ πρό­σω­πό του, ἄ­να­ψε δεύ­τε­ρος προ­βο­λέ­ας, ὁ Μ.Κ. σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι του νὰ τὸν δεῖ, θάμ­πω­σαν τὰ μά­τια του ἀ­πὸ κά­τα­σπρο φῶς. Με­τὰ θάμ­πω­σαν ἀ­πὸ κόκ­κι­νο αἷ­μα, νό­μι­σε πὼς τοῦ ἄ­νοι­ξαν τὸ κε­φά­λι στὰ δυ­ὸ κι ἄ­κου­σε γιὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα τὸ μο­τὲρ τοῦ με­γά­λου ψυ­γεί­ου.

      Ὁ Χα­σά­πης ξε­σφή­νω­σε τὸ μπαλ­ντὰ ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι τοῦ Μ.Κ. καὶ σκού­πι­σε μὲ τὰ χέ­ρια του τὰ μυα­λὰ ποὺ εἶ­χαν τι­να­χτεῖ πά­νω στὴν κά­τα­σπρη μπλού­ζα. Τὸν ἔ­βα­λαν στὸ βά­θος τοῦ ψυ­γεί­ου, πί­σω ἀ­πὸ τὰ πτώ­μα­τα τῶν ἄλ­λων ζώ­ων.

      — Τί ὥ­ρα εἶ­ναι;

      — Πεντέμιση…

      — Ἀνοῖξτε λοιπόν… τί περιμένετε; καὶ πῆγε νὰ καθίσει στὸ ταμεῖο.

      Ἄνοιξαν τὰ ρολλὰ κι ὁ κόσμος ἄρχισε πάλι νὰ ψωνίζει.

 

 

Πη­γή: Μά­ριος Πον­τί­κας, Δρα­πέ­της γη­ρο­κο­μεί­ου (Δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Κάλ­βος, Ἀ­θή­να, 1973).

 

Μά­ριος Πον­τί­κας (Μυ­τι­λή­νη, 1942). Θέ­α­τρο, πε­ζο­γρα­φί­α, σε­νά­ριο. Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὴν Α­ΣΟ­Ε­Ε καὶ ἐρ­γά­στη­κε στὴν δι­α­φή­μι­ση. Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν θε­α­τρι­κῶν του: Ἅ­παν­τα τὰ θε­α­τρι­κά (ἐκδ. Αἰ­γό­κε­ρως, Ἀ­θή­να, 2007).