Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ (Breece D’J Pancake): Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα


Pancake,BreeceD'J-EtsiEchounTaPragmata-Eikona-02


Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάν­κε­ϊκ (Breece D’J Pancake)


Ἔ­τσι ἔ­χουν τὰ πράγ­μα­τα


02-HttaΑΛΙΝΑ ΣΤΕΚΟΤΑΝ κά­τω ἀ­π’ τὴν τέν­τα τοῦ πα­γω­τα­τζί­δι­κου καὶ χά­ζευε τὴ βρο­χὴ ποὺ πό­τι­ζε τὸ χῶ­μα κι ἔ­σκα­βε μι­κρὲς λακ­κοῦ­βες ση­κώ­νον­τας συν­νε­φά­κια σκό­νης. Ὅ­ταν στα­μά­τη­σε νὰ βρέ­χει, τὰ αὐ­το­κί­νη­τα ἄρ­χι­σαν νὰ βου­ί­ζουν στὴ λε­ω­φό­ρο, χα­μέ­να στοὺς στρό­βι­λους τῆς ὁ­μί­χλης. Ἡ Ἀ­λί­να πλη­σί­α­σε στὴ βι­τρί­να, κόλ­λη­σε τὴ μύ­τη της στὸ βρό­μι­κο τζά­μι καὶ κοί­τα­ξε τὰ ἄ­δεια ψυ­γεῖ­α καὶ τὶς ξε­ρα­μέ­νες μύ­γες στὰ περ­βά­ζια. Στὸ παρ­κινγκ, πο­λὺ πιὸ πέ­ρα, εἶ­δε ἕ­ναν τη­λε­φω­νι­κὸ θά­λα­μο, ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τη­λε­φω­νή­σει στοὺς γο­νεῖς της. Μ’ αὐ­τὴ τὴ σκέ­ψη τρι­γύ­ρι­ζε στὸν χα­λι­κό­δρο­μο ἀ­νά­με­σά σε πε­τα­μέ­να κα­πά­κια.

       Κά­θι­σε στὴν ἄ­κρη ἑ­νὸς σκα­λιοῦ δί­πλα στὴν πορ­σε­λά­νι­νη βρύ­ση καὶ κοί­τα­ξε τὸν Χάρ­βι, ποὺ κοι­μό­ταν μὲ τὸ κε­φά­λι γερ­μέ­νο στὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ αὐ­το­κι­νή­του. Τὰ λου­ριὰ τῆς πι­στο­λο­θή­κης ἦ­ταν χα­λα­ρὰ κι ἐ­ξεῖ­χαν πά­νω ἀ­π’ τοὺς ὤ­μους του σὰν ἑ­τοι­μόρ­ρο­πες ἁ­ψί­δες. Τὴν ἔπι­α­σε ναυ­τί­α καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ τρί­ψει τὰ μά­τια της χω­ρὶς νὰ μου­τζου­ρω­θεῖ. Δὲν τῆς ἄ­ρε­σε ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­χαν ἐ­ξε­λι­χθεῖ τὰ πράγ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὸν ἤ­ξε­ρε τὸν Χάρ­βι, ἦ­ταν ἀ­γύ­ρι­στο κε­φά­λι. Γέ­λα­σε· εἶ­χε ἔρ­θει ἀ­π’ τὴ Δυ­τι­κὴ Βιρ­τζί­νια γιὰ νὰ δεῖ κα­ουμ­πό­η­δες, ἀλ­λὰ τὸ μό­νο ποὺ ἔ­βλε­πε γύ­ρω της ἦ­ταν μιὰ ἔ­κτα­ση στρω­μέ­νη μὲ χω­ρά­φια καὶ φρά­χτες. Ἡ ἀ­νοι­χτω­σιὰ τῆς ἔ­δι­νε μιὰ αἴ­σθη­ση ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ταυ­τό­χρο­να τὴ φό­βι­ζε.

       Ὁ Χάρ­βι σκίρ­τη­σε μὲς στὸν ὕ­πνο του καὶ τὸ κε­φά­λι του γλί­στρη­σε στὸ τζά­μι. Στὸ σα­γό­νι του εἶ­χε στά­ξει μιὰ λευ­κὴ γραμ­μού­λα σά­λιου. «Θὲς νὰ ὁ­δη­γή­σεις;» ρώ­τη­σε.

       Ἡ Ἀ­λί­να μπῆ­κε στὸ αὐ­το­κί­νη­το. «Ὅ­λη νύ­χτα ἤ­μουν ἀ­νή­συ­χη. Σή­με­ρα ἡ μα­μὰ φτιά­χνει κον­σέρ­βες.»

       «Κό­φ’ το», εἶ­πε. «Ἦ­ταν δι­καί­ω­μά σου νὰ φύ­γεις.» Ἔ­σφι­ξε τὰ λου­ριὰ τῆς πι­στο­λο­θή­κης καὶ ἴ­σια­ξε τὸ μπου­φάν του.

       «Δη­λα­δὴ σ’ ἀ­ρέ­σει αὐ­τὸ ποῦ πᾶς νὰ κά­νεις;»

       «Τοῦ ἀ­ξί­ζει. Ἂς πρό­σε­χε.»

       «Ἔ­τσι καὶ σὲ πιά­σουν, ξέ­χνα τὴν ἀ­να­στο­λή. Θὰ φᾶς πολ­λὰ χρό­νια ἀ­κό­μα.»

       «Πα­ρά­τα με, μό­λις ξύ­πνη­σα», εἶ­πε ἀ­πλώ­νον­τας τὸ χέ­ρι νὰ πιά­σει ἕ­να τσι­γά­ρο.

       Κα­θὼς ὁ­δη­γοῦ­σε ὁ Χάρ­βι, ἡ Ἀ­λί­να ἔ­βλε­πε τὴν κα­τα­χνιὰ νὰ ση­κώ­νε­ται, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ὅ­πως ἡ ὑ­γρα­σί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ἄ­φη­νε ἕ­να λε­πτὸ στρῶ­μα σκό­νης στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα, ἐ­νῶ μπρο­στά, στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα, τὸ το­πί­ο ἦ­ταν θο­λὸ ἀ­π’ ἄ­κρη σ’ ἄ­κρη. Τὴν ὥ­ρα ποὺ περ­νοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν Ὀ­κλα­χό­μα Σί­τι, ἡ ὁ­μί­χλη πύ­κνω­σε καὶ ἡ ζέ­στη ἄρ­χι­σε νὰ κολ­λά­ει στὸ δέρ­μα τους. Στα­μά­τη­σαν σὲ μιὰ καν­τί­να. Ὁ Χάρ­βι  βγῆ­κε καὶ ἡ Ἀ­λί­να ἔ­σκυ­ψε στὸν χάρ­τη, γιὰ νὰ δεῖ τὴ δι­α­δρο­μὴ ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Σὲ ἕ­να πλαί­σιο στὸ πλά­ι, μιὰ φω­το­γρα­φί­α τοῦ «Cowboy Hall of Fame» τρά­βη­ξε τὴν προ­σο­χή της. Ὁ Χάρ­βι γύ­ρι­σε. Κρα­τοῦ­σε δυ­ὸ πο­τή­ρια κα­φὲ καὶ μιὰ σα­κού­λα μὲ σάν­του­ιτς.

       «Χάρβ», εἶ­πε ἡ Ἀ­λί­να δεί­χνον­τας τὴ φω­το­γρα­φί­α, «νὰ πᾶ­με».

       Ὁ Χάρ­βι τὴν κοί­τα­ξε, τὴ χού­φτω­σε στὸν κα­βά­λο καὶ τὴ φί­λη­σε. «Θὰ ’­χου­με μπό­λι­κο και­ρὸ μό­λις ξεμ­περ­δέ­ψου­με.»

       Ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­τρω­γαν, ὁ Χάρ­βι ἔ­βγα­λε ἕ­να ση­μεί­ω­μα ἀ­π’ τὸ που­κά­μι­σό του, τὸ ἄ­φη­σε δί­πλα στὸν χάρ­τη καὶ τὸ πε­ρι­ερ­γά­στη­κε. Ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα σκε­φτι­κός, μὲ τὸ βλέμ­μα κολ­λη­μέ­νο στὸ ταμ­πλὸ τοῦ αὐ­το­κι­νή­του. Ἡ Ἀ­λί­να τὸν ἔ­βλε­πε ποὺ φουρ­κι­ζό­ταν, ἀλ­λὰ δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τοῦ ζη­τή­σει νὰ ἀλ­λά­ξει γνώ­μη. Ἤλ­πι­ζε ὅ­τι ὁ Χάρ­βι δὲν θὰ ἔ­κα­νε τὴ χα­ζο­μά­ρα νὰ τὸν σκο­τώ­σει.

       Ὁ Χάρ­βι ἔ­βα­λε μπρὸς καὶ μπῆ­καν σ’ ἕ­ναν στε­νὸ πα­ρά­δρο­μο ποὺ ἔ­βγα­ζε σὲ μιὰ φάρ­μα. Ἡ Ἀ­λί­να χά­ζευ­ε τὰ γύ­ρω χω­ρά­φια, πού, μὲς στὴ ζέ­στη ποὺ ἄ­να­βε, ἁ­πλώ­νον­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­πί­πε­δα, ὅ­λο καὶ πιὸ πλα­τιά. Μπρο­στὰ ὁ ὁ­ρί­ζον­τας πα­ρέ­με­νε κρυμ­μέ­νος στὴν ὁ­μί­χλη. Μα­κά­ρι, σκε­φτό­ταν ἡ Ἀ­λί­να, μα­κά­ρι νὰ ἔ­βλε­πα ἕ­ναν κα­ουμ­πό­η.


       Ἡ σκά­λα ἦ­ταν ἄ­δεια καὶ ἥ­συ­χη, ὅ­μως ἡ Ἀ­λί­να, κοι­τά­ζον­τας τὸν Χάρ­βι, ἄρ­χι­σε πά­λι νὰ χά­νει τὴν ψυ­χραι­μί­α της. Ὁ Χάρ­βι πα­ρα­πα­τοῦ­σε, δὲν ἔ­βλε­πε μπρο­στά του ἀ­π’ τὸ με­θύ­σι. Ἀ­νέ­βη­καν δύ­ο ὀ­ρό­φους καὶ ἄ­νοι­ξαν τὴν πόρ­τα. Τὸ δω­μά­τιό τους, μί­ζε­ρο καὶ στε­νό­χω­ρο, ἔ­βλε­πε στὸν δρό­μο, ὅ­που οἱ φα­νο­στά­τες εἶ­χαν πά­ρει ἕ­να κι­τρι­νι­ά­ρι­κο χρῶ­μα ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀμ­μο­θύ­ελ­λας. Ὁ Χάρ­βι ἔ­βγα­λε τὸ μπου­φάν, ἄ­νοι­ξε τὸν σά­κο του κι ἔπι­α­σε τὸ οὐ­ί­σκι. Τὸ κορ­μί του ἔ­τρε­με καὶ τὸ πε­ρί­στρο­φό του παλ­λό­ταν μὲς στὴν πι­στο­λο­θή­κη.

       «Ρὲ Χάρ­βι, γιὰ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ…» εἶ­πε ἡ Ἀ­λί­να καὶ κά­θι­σε στὸ κρε­βά­τι.

       «Βού­λω­σ’ το.»

       Ἡ σκη­νὴ ἔ­παι­ζε ἀ­κό­μα στὸ μυα­λό της: ὁ ἄν­τρας νὰ ἁ­πλώ­νει τὸ χέ­ρι γιὰ χει­ρα­ψί­α καὶ ὁ Χάρ­βι νὰ τοῦ φυ­τεύ­ει τρεῖς σφαῖ­ρες στὸ στῆ­θος. «Φο­βᾶ­μαι», εἶ­πε, καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ βγά­λει ἀ­π’ τὸν νοῦ της τὴ γριὰ ποὺ κα­θά­ρι­ζε φα­σο­λά­κια στὴ βε­ράν­τα. Ποιός ξέ­ρει, σκε­φτό­ταν ἡ Ἀ­λί­να, ἂν κα­θό­ταν ἀ­κό­μα στὴν ἴ­δια θέ­ση, ἀ­κί­νη­τη, μὲ τὸ στό­μα ἀ­νοι­χτὸ καὶ τὸν γιό της στὴν αὐ­λὴ νε­κρό.

       «Βά­λε νὰ πι­εῖς», εἶ­πε ὁ Χάρ­βι. Δὲν ἔ­τρε­με πιά.

       «Θὰ ξε­ρά­σω.»

       «Ξέρ­να, γα­μῶ τὸ στα­νιό μου!» Ἔ­τρι­ψε δυ­να­τὰ τὸν σβέρ­κο του.

       Ἡ Ἀ­λί­να ἔ­σκυ­ψε στὸν νε­ρο­χύ­τη καὶ κοί­τα­ξε τὴ γούρ­να, ἀλ­λὰ δὲν βγῆ­κε τί­πο­τα ἀ­π’ τὸ στο­μά­χι της. «Καὶ τώ­ρα τί κά­νου­με;»

       «Κα­θό­μα­στε στ’ αὐ­γά μας», ἀ­πάν­τη­σε ὁ Χάρ­βι, στραγ­γί­ζον­τας τὸ πρῶ­το πο­τή­ρι καὶ ψά­χνον­τας τὸ μπου­κά­λι γιὰ τὸ δεύ­τε­ρο.

       «Συγ­χώ­ρα με ποὺ φο­βᾶ­μαι», ψι­θύ­ρι­σε ἡ Ἀ­λί­να καὶ ἄ­νοι­ξε τὴ βρύ­ση γιὰ νὰ πλυ­θεῖ.

       «Τρά­βα νὰ ξα­πλώ­σεις», εἶ­πε ὁ Χάρ­βι. Στε­κό­ταν δί­πλα στὸ πα­ρά­θυ­ρο.

       Ἡ Ἀ­λί­να κά­θι­σε κον­τὰ στὸν νε­ρο­χύ­τη καὶ κοί­τα­ξε τὸν Χάρ­βι. Εἶ­χε κα­τε­βά­σει τὸ μι­σὸ πο­τή­ρι καὶ στη­ρι­ζό­ταν στὸ πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λο. Δὲν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ἄν­θρω­πος ποὺ εἶ­χε γνω­ρί­σει στὸ χω­ριό, πά­νω στοὺς λό­φους. Τώ­ρα τῆς φαι­νό­ταν ξε­ρα­κια­νὸς καὶ μο­χθη­ρός, τώ­ρα κα­τά­λα­βαι­νε ὅ­τι ἦ­ταν φο­νιάς, ὅ­τι τὸ ὅ­πλο δὲν τὸ κου­βα­λοῦ­σε γιὰ μό­στρα. Τὸν ἔ­νι­ω­θε ξέ­νο· ὁ ἔ­ρω­τάς τους ἔ­σβη­σε τό­σο γρή­γο­ρα, ποὺ ἡ Ἀ­λί­να δὲν ἤ­ξε­ρε ἂν εἶ­χαν ἐ­ρω­τευ­τεῖ κὰν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο.

       «Θὰ πᾶ­με στὸ Με­ξι­κὸ νὰ παν­τρευ­τοῦ­με», εἶ­πε ὁ Χάρ­βι.

       «Δὲν μπο­ρῶ, φο­βᾶ­μαι.»

       Ὁ Χάρ­βι γύ­ρι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἀ­π’ τὸν δρό­μο, ὁ φα­νο­στά­της ἔ­λου­ζε τὸ πρό­σω­πο καὶ τὸ στῆ­θος του μὲ μιὰ κί­τρι­νη λάμ­ψη.

       «Ὅ­σο ἤ­μουν στὴ φυ­λα­κή», εἶ­πε, «δύ­ο πράγ­μα­τα πε­ρί­με­να: νὰ τὸν σκο­τώ­σω καὶ νὰ σὲ παν­τρευ­τῶ».

       «Δὲν γί­νε­ται, Χάρ­βι. Δὲν τὸ εἶ­χα κα­τα­λά­βει.»

       «Τί; Ὅ­τι σ’ ἀ­γα­ποῦ­σα;»

       «Γιὰ τὸ ἄλ­λο… Νό­μι­ζα ὅ­τι δὲν μι­λοῦ­σες σο­βα­ρά.»

       «Πάν­τα μι­λά­ω σο­βα­ρά», εἶ­πε καὶ ξα­να­γέ­μι­σε τὸ πο­τή­ρι.

       «Χρι­στέ μου, μα­κά­ρι νὰ μὴν εἶ­χαν ἔρ­θει ἔ­τσι τὰ πράγ­μα­τα.»

       «Καὶ τί θές; Νὰ γυ­ρί­σεις στοὺς λό­φους, στὸ χω­ριό;»

       «Ναί, δὲν τὴν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση. Τὴ σι­χαί­νο­μαι.»

       Ὁ Χάρ­βι σή­κω­σε τὸ πε­ρί­στρο­φο καὶ τὴ ση­μά­δε­ψε. Κα­θι­στή, ἡ Ἀ­λί­να τὸν κοί­τα­ζε, ἔ­βλε­πε τὰ μά­τια του ποὺ εἶ­χαν ἀ­νοί­ξει δι­ά­πλα­τα ἀ­π’ τὸν φό­βο, καὶ ὕ­στε­ρα ἔ­σκυ­ψε στὸ πλά­ι καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ξερ­νά­ει κί­τρι­νη χο­λή. Ὅ­ταν στα­μά­τη­σε νὰ βή­χει, σκού­πι­σε τὰ χεί­λη της, καὶ τό­τε ὁ Χάρ­βι σω­ρι­ά­στη­κε στὴ γω­νιὰ μὲ τὸ πι­στό­λι νὰ κρέ­με­ται ἀ­π’ τὸ χέ­ρι του.

       «Που­τά­να», ψέλ­λι­σε. «Τώ­ρα ποὺ σ’ ἔ­χω ἀ­νάγ­κη, κά­νεις σὰν που­τά­να.» Ἔ­πι­α­σε τὸ πε­ρί­στρο­φο καὶ κόλ­λη­σε τὴν κάν­νη στὸν κρό­τα­φό του, ἀλ­λὰ ἡ Ἀ­λί­να τὸν εἶ­δε ποὺ χα­μο­γε­λοῦ­σε. Ὁ Χάρ­βι ξε­φύ­ση­ξε κι ἔ­χω­σε τὸ πι­στό­λι στὴ θή­κη.

       «Πά­ω νὰ τὰ πι­ῶ», εἶ­πε καὶ ση­κώ­θη­κε. «Κά­νε ὅ,τι κα­τα­λα­βαί­νεις. Δὲν πρό­κει­ται νὰ ξα­να­γυ­ρί­σω.» Βγῆ­κε ἀ­π’­ τὸ δω­μά­τιο καί, ὅ­πως δι­έ­σχι­ζε τὸν δι­ά­δρο­μο, ἡ Ἀ­λί­να τὸν ἄ­κου­γε νὰ κου­του­λά­ει στοὺς τοί­χους.

       Ἡ Ἀ­λί­να πλύ­θη­κε κι ἄ­να­ψε τὸ φῶς. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν κόκ­κι­να καὶ ἀ­πὸ κά­τω δι­α­γρά­φον­ταν κύ­κλοι. Τὰ χεί­λη της εἶ­χαν σκά­σει. Βά­φτη­κε καὶ βγῆ­κε.

       Κα­θὼς περ­πα­τοῦ­σε, ὁ ἄ­νε­μος ἔ­φερ­νε στὰ πό­δια της ἄμ­μο καὶ πα­λιό­χαρ­τα. Στὴ βι­τρί­να μιᾶς κα­φε­τέ­ριας ἔ­γρα­φε: «Ζη­τεῖ­ται σερ­βι­τό­ρα». Ἡ Ἀ­λί­να μπῆ­κε καὶ ζή­τη­σε μπί­ρα. Ἡ κο­πέ­λα πί­σω ἀ­π’ τὸν πάγ­κο τὴν κοί­τα­ζε βα­ρι­ε­στη­μέ­νη.

       «Ψά­χνε­τε σερ­βι­τό­ρα;»

       «Ὄ­χι γιὰ τώ­ρα, γιὰ τὴν πρω­ι­νὴ βάρ­δια. Ἔ­λα τὸ πρω­ὶ καὶ ζή­τα τὸν Πίτ. Μᾶλ­λον θὰ σὲ πά­ρει.»

       «Εὐ­χα­ρι­στῶ», εἶ­πε καὶ ρού­φη­ξε μιὰ γου­λιά.

       Στὸ βά­θος ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας τη­λε­φω­νι­κὸς θά­λα­μος. Ἡ Ἀ­λί­να ἔ­πι­α­σε τὸ πο­τή­ρι της, πῆ­γε στὸ τη­λέ­φω­νο καὶ σή­κω­σε τὸ ἀ­κου­στι­κό. Σχη­μά­τι­σε τὸν ἀ­ριθ­μὸ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ δύ­ο χτυ­πή­μα­τα τῆς ἀ­πάν­τη­σαν.

       «Γειά σου, μα­μά.»

       «Ἀ­λί­να…» ἀ­κού­στη­κε μιὰ τρε­μά­με­νη φω­νή.

       «Μα­μά, εἶ­μαι στὸ Τέ­ξας. Ἦρ­θα μὲ τὸν Χάρ­βι.»

       «Τρι­γυρ­νᾶς μ’ αὐ­τὸ τὸν ἀ­λή­τη… Ἐ­μεῖς φταῖ­με ποὺ σὲ κα­κο­μά­θα­με.»

       «Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ­τε γιὰ μέ­να, δὲν ὑ­πάρ­χει λό­γος.»

       Ἀ­κο­λού­θη­σε με­γά­λη παύ­ση. «Ἀ­λί­να, γύρ­να σπί­τι.»

       «Δὲν γί­νε­ται, μα­μά. Βρῆ­κα δου­λειά. Ὑ­πέ­ρο­χα νέ­α, ἔ;»

       «Τὸ ἀ­πά­νω ρά­φι τῆς κου­ζί­νας δὲν βά­στα­ξε, ἔ­σπα­σε κι ἔ­κα­νε τὸν τό­πο χά­λια. Ἀ­νη­συ­χῶ. Εἶ­ναι κα­κὸ ση­μά­δι.»

       «Ὄ­χι, μα­μά, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα, ὅ­λα κα­λά, τ’ ἀ­κοῦς; Βρῆ­κα δου­λειά.»

       «Τὰ βά­ζα ποὺ γε­μί­σα­με ἔ­γι­ναν ὅ­λα θρύ­ψα­λα.»

       «Δὲν πει­ρά­ζει, μα­μά, ἔ­χεις κι ἄλ­λα, δὲν θὰ ξε­μεί­νεις.»

       «Ναί, μπο­ρεῖ.»

       «Πρέ­πει νὰ κλεί­σω, μα­μά. Σ’ ἀ­γα­πά­ω.»

       Ἡ Ἀ­λί­να κα­τέ­βα­σε τὸ ἀ­κου­στι­κό.

       Τὸ βρά­δυ ὁ και­ρὸς μα­λά­κω­σε. Ἡ πιὸ πολ­λὴ ἄμ­μος εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ κα­τα­κά­θε­ται καὶ στρο­βι­λι­ζό­ταν δί­πλα στὰ χαν­τά­κια. Πη­γαί­νον­τας πρὸς τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο, ἡ Ἀ­λί­να ἔ­νι­ω­θε κα­λύ­τε­ρα. Ὁ Χάρ­βι εἶ­χε φύ­γει, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἔ­νοια­ζε. Εἶ­χε βρεῖ δου­λειὰ καὶ βρι­σκό­ταν στὸ Τέ­ξας.

       Τὴν ὥ­ρα ποὺ περ­νοῦ­σε ἀ­π’ τὸ χὸλ τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου, ὁ ὑ­πάλ­λη­λος τῆς χα­μο­γέ­λα­σε κι αὐ­τὸ τῆς ἄ­ρε­σε. Ὅ­μως στὸ πλα­τύ­σκα­λο ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο τὴν πε­ρί­με­νε ὁ Χάρ­βι. Γύ­ρω ἀ­π’ τὰ πα­πού­τσια του ὑ­πῆρ­χαν πε­τα­μέ­νες γό­πες. Φαι­νό­ταν ρά­κος, σκέ­το ἐ­ρεί­πιο.

       «Γύ­ρι­σα νὰ ζη­τή­σω συγ­γνώ­μη», εἶ­πε κι ἔ­κα­νε νὰ τὴν ἀγ­κα­λιά­σει. Ἡ Ἀ­λί­να τὸν ἔ­σπρω­ξε.

       «Ἰ­σχύ­ει αὐ­τὸ ποὺ εἴ­πα­με. Θὰ μεί­νω ἐ­δῶ.»

       «Τὸ ἀ­πο­φά­σι­σες;»

       Ἡ Ἀ­λί­να ἔ­γνε­ψε «ναί». «Βρῆ­κα δου­λειά, τη­λε­φώ­νη­σα καὶ στοὺς γο­νεῖς μου. Ὅ­λα ἐν­τά­ξει.»

       «Πᾶ­με στὸ δω­μά­τιο νὰ μι­λή­σου­με;»

       «Πᾶ­με», ἀ­πάν­τη­σε ἡ Ἀ­λί­να.

       «Ἂς μι­λή­σου­με, λοι­πόν», εἶ­πε ὁ Χάρ­βι καί, ἀ­πλώ­νον­τας τὸ χέ­ρι νὰ πιά­σει ἕ­να τσι­γά­ρο, τὸ μπρά­τσο του χά­ι­δε­ψε τὸ πε­ρί­στρο­φο.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: The Stories of Breece D’J Pancake (1983, 2002).

BreecePancakeΜπρὶς Ντ’ Τζ. Πάν­κε­ϊκ (Breece D’J Pancake) (Σά­ουθ Τσάρ­λστον τῆς Δυ­τι­κῆς Βιρ­τζί­νιας, 1952-1979). Σπού­δα­σε στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μάρ­σαλ καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Βιρ­τζί­νιας καὶ δί­δα­ξε στὶς Στρα­τι­ω­τι­κὲς Ἀ­κα­δη­μί­ες τοῦ Φὸρτ Γι­ού­νιον καὶ τοῦ Στάν­τον. Αὐ­το­κτό­νη­σε στὸ Σαρ­λό­τσβιλ τῆς Βιρ­τζί­νιας τὸ 1979, σὲ ἡ­λι­κί­α εἴ­κο­σι ἑ­πτὰ ἐ­τῶν. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς του δη­μο­σί­ευ­σε ἕ­ξι δι­η­γή­μα­τα. Τὰ δι­η­γή­μα­τα αὐ­τά, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα ἕ­ξι ποὺ βρέ­θη­καν στὰ κα­τά­λοι­πά του, ἀ­πο­τέ­λε­σαν τὴ μο­να­δι­κὴ συλ­λο­γή του μὲ τί­τλο Τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάν­κε­ϊκ, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1983.

       Τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Πάν­κε­ϊκ ἀ­πο­τυ­πώ­νουν ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά το ἀ­φι­λό­ξε­νο φυ­σι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον καὶ τὶς ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες τῆς ζω­ῆς στὴ γε­νέ­τει­ρά του, τὴ Δυ­τι­κὴ Βιρ­τζί­νια. Οἱ ἥ­ρω­ές του εἶ­ναι ἀ­γρό­τες, ἀν­θρα­κω­ρύ­χοι, ξε­πε­σμέ­νοι πυγ­μά­χοι, νέ­οι ποὺ ἀ­σφυ­κτιοῦν στὴν ὕ­παι­θρο, ἄν­θρω­ποι ἐγ­κλω­βι­σμέ­νοι ποὺ ξε­σποῦν σὲ πρά­ξεις τυ­φλῆς βί­ας. Ὁ με­λαγ­χο­λι­κὸς κό­σμος του ἀ­πο­δί­δε­ται μὲ λι­τὴ καὶ κο­φτὴ γλώσ­σα, ποὺ συ­χνὰ δι­αν­θί­ζε­ται μὲ λυ­ρι­σμὸ καὶ σαρ­κα­στι­κὸ χι­οῦ­μορ. Ἡ αὐ­το­κτο­νί­α του ἀ­νέ­κο­ψε πρό­ω­ρα μιὰ συγ­γρα­φι­κὴ πο­ρεί­α ποὺ ἀ­να­με­νό­ταν λαμ­πρή. Ὡ­στό­σο, καὶ μό­νο τὰ δώ­δε­κα δι­η­γή­μα­τα ποὺ πρό­λα­βε νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει ἀρ­κοῦν ὥ­στε σή­με­ρα νὰ θε­ω­ρεῖ­ται «ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πέν­τε κα­λύ­τε­ρους δι­η­γη­μα­το­γρά­φους τῶν τε­λευ­ταί­ων πε­νήν­τα ἐ­τῶν» (Guardian).

       Ἡ συλ­λο­γὴ Τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάν­κε­ϊκ, ὅ­που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται τὸ δι­ή­γη­μα «Ἔ­τσι ἔ­χουν τὰ πράγ­μα­τα», θὰ κυ­κλο­φο­ρή­σει τὸν Ὀ­κτώ­βριο ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο σὲ με­τά­φρα­ση τοῦ Γιά­ννη Πα­λα­βοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γιά­ννης Πα­λα­βό­ς (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπαμ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τροἘν­τευ­κτή­ριο(Δε)κα­τάἩ Πα­ρέμ­βα­σηepo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­στεῖ­ο (ἐκδ. Νε­φέ­λη, κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ­Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆ­ς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φιέ­ρώ­ματα στὸν Ἄμπρουζ Μπήρς καὶ τὸν Λοὺ Μπίτς κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.