Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ (Breece D’J Pancake)
Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα
ΑΛΙΝΑ ΣΤΕΚΟΤΑΝ κάτω ἀπ’ τὴν τέντα τοῦ παγωτατζίδικου καὶ χάζευε τὴ βροχὴ ποὺ πότιζε τὸ χῶμα κι ἔσκαβε μικρὲς λακκοῦβες σηκώνοντας συννεφάκια σκόνης. Ὅταν σταμάτησε νὰ βρέχει, τὰ αὐτοκίνητα ἄρχισαν νὰ βουίζουν στὴ λεωφόρο, χαμένα στοὺς στρόβιλους τῆς ὁμίχλης. Ἡ Ἀλίνα πλησίασε στὴ βιτρίνα, κόλλησε τὴ μύτη της στὸ βρόμικο τζάμι καὶ κοίταξε τὰ ἄδεια ψυγεῖα καὶ τὶς ξεραμένες μύγες στὰ περβάζια. Στὸ παρκινγκ, πολὺ πιὸ πέρα, εἶδε ἕναν τηλεφωνικὸ θάλαμο, ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τηλεφωνήσει στοὺς γονεῖς της. Μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη τριγύριζε στὸν χαλικόδρομο ἀνάμεσά σε πεταμένα καπάκια.
Κάθισε στὴν ἄκρη ἑνὸς σκαλιοῦ δίπλα στὴν πορσελάνινη βρύση καὶ κοίταξε τὸν Χάρβι, ποὺ κοιμόταν μὲ τὸ κεφάλι γερμένο στὸ παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου. Τὰ λουριὰ τῆς πιστολοθήκης ἦταν χαλαρὰ κι ἐξεῖχαν πάνω ἀπ’ τοὺς ὤμους του σὰν ἑτοιμόρροπες ἁψίδες. Τὴν ἔπιασε ναυτία καὶ προσπάθησε νὰ τρίψει τὰ μάτια της χωρὶς νὰ μουτζουρωθεῖ. Δὲν τῆς ἄρεσε ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐξελιχθεῖ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὸν ἤξερε τὸν Χάρβι, ἦταν ἀγύριστο κεφάλι. Γέλασε· εἶχε ἔρθει ἀπ’ τὴ Δυτικὴ Βιρτζίνια γιὰ νὰ δεῖ καουμπόηδες, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ἔβλεπε γύρω της ἦταν μιὰ ἔκταση στρωμένη μὲ χωράφια καὶ φράχτες. Ἡ ἀνοιχτωσιὰ τῆς ἔδινε μιὰ αἴσθηση ἐλευθερίας καὶ ταυτόχρονα τὴ φόβιζε.
Ὁ Χάρβι σκίρτησε μὲς στὸν ὕπνο του καὶ τὸ κεφάλι του γλίστρησε στὸ τζάμι. Στὸ σαγόνι του εἶχε στάξει μιὰ λευκὴ γραμμούλα σάλιου. «Θὲς νὰ ὁδηγήσεις;» ρώτησε.
Ἡ Ἀλίνα μπῆκε στὸ αὐτοκίνητο. «Ὅλη νύχτα ἤμουν ἀνήσυχη. Σήμερα ἡ μαμὰ φτιάχνει κονσέρβες.»
«Κόφ’ το», εἶπε. «Ἦταν δικαίωμά σου νὰ φύγεις.» Ἔσφιξε τὰ λουριὰ τῆς πιστολοθήκης καὶ ἴσιαξε τὸ μπουφάν του.
«Δηλαδὴ σ’ ἀρέσει αὐτὸ ποῦ πᾶς νὰ κάνεις;»
«Τοῦ ἀξίζει. Ἂς πρόσεχε.»
«Ἔτσι καὶ σὲ πιάσουν, ξέχνα τὴν ἀναστολή. Θὰ φᾶς πολλὰ χρόνια ἀκόμα.»
«Παράτα με, μόλις ξύπνησα», εἶπε ἀπλώνοντας τὸ χέρι νὰ πιάσει ἕνα τσιγάρο.
Καθὼς ὁδηγοῦσε ὁ Χάρβι, ἡ Ἀλίνα ἔβλεπε τὴν καταχνιὰ νὰ σηκώνεται, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξατμίζεται ὅπως ἡ ὑγρασία. Ἀντίθετα, ἄφηνε ἕνα λεπτὸ στρῶμα σκόνης στὴν ἀτμόσφαιρα, ἐνῶ μπροστά, στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, τὸ τοπίο ἦταν θολὸ ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσαν ἔξω ἀπ’ τὴν Ὀκλαχόμα Σίτι, ἡ ὁμίχλη πύκνωσε καὶ ἡ ζέστη ἄρχισε νὰ κολλάει στὸ δέρμα τους. Σταμάτησαν σὲ μιὰ καντίνα. Ὁ Χάρβι βγῆκε καὶ ἡ Ἀλίνα ἔσκυψε στὸν χάρτη, γιὰ νὰ δεῖ τὴ διαδρομὴ ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν. Σὲ ἕνα πλαίσιο στὸ πλάι, μιὰ φωτογραφία τοῦ «Cowboy Hall of Fame» τράβηξε τὴν προσοχή της. Ὁ Χάρβι γύρισε. Κρατοῦσε δυὸ ποτήρια καφὲ καὶ μιὰ σακούλα μὲ σάντουιτς.
«Χάρβ», εἶπε ἡ Ἀλίνα δείχνοντας τὴ φωτογραφία, «νὰ πᾶμε».
Ὁ Χάρβι τὴν κοίταξε, τὴ χούφτωσε στὸν καβάλο καὶ τὴ φίλησε. «Θὰ ’χουμε μπόλικο καιρὸ μόλις ξεμπερδέψουμε.»
Ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν, ὁ Χάρβι ἔβγαλε ἕνα σημείωμα ἀπ’ τὸ πουκάμισό του, τὸ ἄφησε δίπλα στὸν χάρτη καὶ τὸ περιεργάστηκε. Ἔμεινε γιὰ ὥρα σκεφτικός, μὲ τὸ βλέμμα κολλημένο στὸ ταμπλὸ τοῦ αὐτοκινήτου. Ἡ Ἀλίνα τὸν ἔβλεπε ποὺ φουρκιζόταν, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσε νὰ τοῦ ζητήσει νὰ ἀλλάξει γνώμη. Ἤλπιζε ὅτι ὁ Χάρβι δὲν θὰ ἔκανε τὴ χαζομάρα νὰ τὸν σκοτώσει.
Ὁ Χάρβι ἔβαλε μπρὸς καὶ μπῆκαν σ’ ἕναν στενὸ παράδρομο ποὺ ἔβγαζε σὲ μιὰ φάρμα. Ἡ Ἀλίνα χάζευε τὰ γύρω χωράφια, πού, μὲς στὴ ζέστη ποὺ ἄναβε, ἁπλώνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἐπίπεδα, ὅλο καὶ πιὸ πλατιά. Μπροστὰ ὁ ὁρίζοντας παρέμενε κρυμμένος στὴν ὁμίχλη. Μακάρι, σκεφτόταν ἡ Ἀλίνα, μακάρι νὰ ἔβλεπα ἕναν καουμπόη.
Ἡ σκάλα ἦταν ἄδεια καὶ ἥσυχη, ὅμως ἡ Ἀλίνα, κοιτάζοντας τὸν Χάρβι, ἄρχισε πάλι νὰ χάνει τὴν ψυχραιμία της. Ὁ Χάρβι παραπατοῦσε, δὲν ἔβλεπε μπροστά του ἀπ’ τὸ μεθύσι. Ἀνέβηκαν δύο ὀρόφους καὶ ἄνοιξαν τὴν πόρτα. Τὸ δωμάτιό τους, μίζερο καὶ στενόχωρο, ἔβλεπε στὸν δρόμο, ὅπου οἱ φανοστάτες εἶχαν πάρει ἕνα κιτρινιάρικο χρῶμα ἐξαιτίας τῆς ἀμμοθύελλας. Ὁ Χάρβι ἔβγαλε τὸ μπουφάν, ἄνοιξε τὸν σάκο του κι ἔπιασε τὸ οὐίσκι. Τὸ κορμί του ἔτρεμε καὶ τὸ περίστροφό του παλλόταν μὲς στὴν πιστολοθήκη.
«Ρὲ Χάρβι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ…» εἶπε ἡ Ἀλίνα καὶ κάθισε στὸ κρεβάτι.
«Βούλωσ’ το.»
Ἡ σκηνὴ ἔπαιζε ἀκόμα στὸ μυαλό της: ὁ ἄντρας νὰ ἁπλώνει τὸ χέρι γιὰ χειραψία καὶ ὁ Χάρβι νὰ τοῦ φυτεύει τρεῖς σφαῖρες στὸ στῆθος. «Φοβᾶμαι», εἶπε, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ βγάλει ἀπ’ τὸν νοῦ της τὴ γριὰ ποὺ καθάριζε φασολάκια στὴ βεράντα. Ποιός ξέρει, σκεφτόταν ἡ Ἀλίνα, ἂν καθόταν ἀκόμα στὴν ἴδια θέση, ἀκίνητη, μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ καὶ τὸν γιό της στὴν αὐλὴ νεκρό.
«Βάλε νὰ πιεῖς», εἶπε ὁ Χάρβι. Δὲν ἔτρεμε πιά.
«Θὰ ξεράσω.»
«Ξέρνα, γαμῶ τὸ στανιό μου!» Ἔτριψε δυνατὰ τὸν σβέρκο του.
Ἡ Ἀλίνα ἔσκυψε στὸν νεροχύτη καὶ κοίταξε τὴ γούρνα, ἀλλὰ δὲν βγῆκε τίποτα ἀπ’ τὸ στομάχι της. «Καὶ τώρα τί κάνουμε;»
«Καθόμαστε στ’ αὐγά μας», ἀπάντησε ὁ Χάρβι, στραγγίζοντας τὸ πρῶτο ποτήρι καὶ ψάχνοντας τὸ μπουκάλι γιὰ τὸ δεύτερο.
«Συγχώρα με ποὺ φοβᾶμαι», ψιθύρισε ἡ Ἀλίνα καὶ ἄνοιξε τὴ βρύση γιὰ νὰ πλυθεῖ.
«Τράβα νὰ ξαπλώσεις», εἶπε ὁ Χάρβι. Στεκόταν δίπλα στὸ παράθυρο.
Ἡ Ἀλίνα κάθισε κοντὰ στὸν νεροχύτη καὶ κοίταξε τὸν Χάρβι. Εἶχε κατεβάσει τὸ μισὸ ποτήρι καὶ στηριζόταν στὸ παραθυρόφυλλο. Δὲν ἦταν ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε γνωρίσει στὸ χωριό, πάνω στοὺς λόφους. Τώρα τῆς φαινόταν ξερακιανὸς καὶ μοχθηρός, τώρα κατάλαβαινε ὅτι ἦταν φονιάς, ὅτι τὸ ὅπλο δὲν τὸ κουβαλοῦσε γιὰ μόστρα. Τὸν ἔνιωθε ξένο· ὁ ἔρωτάς τους ἔσβησε τόσο γρήγορα, ποὺ ἡ Ἀλίνα δὲν ἤξερε ἂν εἶχαν ἐρωτευτεῖ κὰν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
«Θὰ πᾶμε στὸ Μεξικὸ νὰ παντρευτοῦμε», εἶπε ὁ Χάρβι.
«Δὲν μπορῶ, φοβᾶμαι.»
Ὁ Χάρβι γύρισε πρὸς τὸ μέρος της. Ἀπ’ τὸν δρόμο, ὁ φανοστάτης ἔλουζε τὸ πρόσωπο καὶ τὸ στῆθος του μὲ μιὰ κίτρινη λάμψη.
«Ὅσο ἤμουν στὴ φυλακή», εἶπε, «δύο πράγματα περίμενα: νὰ τὸν σκοτώσω καὶ νὰ σὲ παντρευτῶ».
«Δὲν γίνεται, Χάρβι. Δὲν τὸ εἶχα καταλάβει.»
«Τί; Ὅτι σ’ ἀγαποῦσα;»
«Γιὰ τὸ ἄλλο… Νόμιζα ὅτι δὲν μιλοῦσες σοβαρά.»
«Πάντα μιλάω σοβαρά», εἶπε καὶ ξαναγέμισε τὸ ποτήρι.
«Χριστέ μου, μακάρι νὰ μὴν εἶχαν ἔρθει ἔτσι τὰ πράγματα.»
«Καὶ τί θές; Νὰ γυρίσεις στοὺς λόφους, στὸ χωριό;»
«Ναί, δὲν τὴν ἀντέχω αὐτὴ τὴν κατάσταση. Τὴ σιχαίνομαι.»
Ὁ Χάρβι σήκωσε τὸ περίστροφο καὶ τὴ σημάδεψε. Καθιστή, ἡ Ἀλίνα τὸν κοίταζε, ἔβλεπε τὰ μάτια του ποὺ εἶχαν ἀνοίξει διάπλατα ἀπ’ τὸν φόβο, καὶ ὕστερα ἔσκυψε στὸ πλάι καὶ ἄρχισε νὰ ξερνάει κίτρινη χολή. Ὅταν σταμάτησε νὰ βήχει, σκούπισε τὰ χείλη της, καὶ τότε ὁ Χάρβι σωριάστηκε στὴ γωνιὰ μὲ τὸ πιστόλι νὰ κρέμεται ἀπ’ τὸ χέρι του.
«Πουτάνα», ψέλλισε. «Τώρα ποὺ σ’ ἔχω ἀνάγκη, κάνεις σὰν πουτάνα.» Ἔπιασε τὸ περίστροφο καὶ κόλλησε τὴν κάννη στὸν κρόταφό του, ἀλλὰ ἡ Ἀλίνα τὸν εἶδε ποὺ χαμογελοῦσε. Ὁ Χάρβι ξεφύσηξε κι ἔχωσε τὸ πιστόλι στὴ θήκη.
«Πάω νὰ τὰ πιῶ», εἶπε καὶ σηκώθηκε. «Κάνε ὅ,τι καταλαβαίνεις. Δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσω.» Βγῆκε ἀπ’ τὸ δωμάτιο καί, ὅπως διέσχιζε τὸν διάδρομο, ἡ Ἀλίνα τὸν ἄκουγε νὰ κουτουλάει στοὺς τοίχους.
Ἡ Ἀλίνα πλύθηκε κι ἄναψε τὸ φῶς. Τὰ μάτια της ἦταν κόκκινα καὶ ἀπὸ κάτω διαγράφονταν κύκλοι. Τὰ χείλη της εἶχαν σκάσει. Βάφτηκε καὶ βγῆκε.
Καθὼς περπατοῦσε, ὁ ἄνεμος ἔφερνε στὰ πόδια της ἄμμο καὶ παλιόχαρτα. Στὴ βιτρίνα μιᾶς καφετέριας ἔγραφε: «Ζητεῖται σερβιτόρα». Ἡ Ἀλίνα μπῆκε καὶ ζήτησε μπίρα. Ἡ κοπέλα πίσω ἀπ’ τὸν πάγκο τὴν κοίταζε βαριεστημένη.
«Ψάχνετε σερβιτόρα;»
«Ὄχι γιὰ τώρα, γιὰ τὴν πρωινὴ βάρδια. Ἔλα τὸ πρωὶ καὶ ζήτα τὸν Πίτ. Μᾶλλον θὰ σὲ πάρει.»
«Εὐχαριστῶ», εἶπε καὶ ρούφηξε μιὰ γουλιά.
Στὸ βάθος ὑπῆρχε ἕνας τηλεφωνικὸς θάλαμος. Ἡ Ἀλίνα ἔπιασε τὸ ποτήρι της, πῆγε στὸ τηλέφωνο καὶ σήκωσε τὸ ἀκουστικό. Σχημάτισε τὸν ἀριθμὸ καὶ μετὰ ἀπὸ δύο χτυπήματα τῆς ἀπάντησαν.
«Γειά σου, μαμά.»
«Ἀλίνα…» ἀκούστηκε μιὰ τρεμάμενη φωνή.
«Μαμά, εἶμαι στὸ Τέξας. Ἦρθα μὲ τὸν Χάρβι.»
«Τριγυρνᾶς μ’ αὐτὸ τὸν ἀλήτη… Ἐμεῖς φταῖμε ποὺ σὲ κακομάθαμε.»
«Μὴν ἀνησυχεῖτε γιὰ μένα, δὲν ὑπάρχει λόγος.»
Ἀκολούθησε μεγάλη παύση. «Ἀλίνα, γύρνα σπίτι.»
«Δὲν γίνεται, μαμά. Βρῆκα δουλειά. Ὑπέροχα νέα, ἔ;»
«Τὸ ἀπάνω ράφι τῆς κουζίνας δὲν βάσταξε, ἔσπασε κι ἔκανε τὸν τόπο χάλια. Ἀνησυχῶ. Εἶναι κακὸ σημάδι.»
«Ὄχι, μαμά, δὲν εἶναι τίποτα, ὅλα καλά, τ’ ἀκοῦς; Βρῆκα δουλειά.»
«Τὰ βάζα ποὺ γεμίσαμε ἔγιναν ὅλα θρύψαλα.»
«Δὲν πειράζει, μαμά, ἔχεις κι ἄλλα, δὲν θὰ ξεμείνεις.»
«Ναί, μπορεῖ.»
«Πρέπει νὰ κλείσω, μαμά. Σ’ ἀγαπάω.»
Ἡ Ἀλίνα κατέβασε τὸ ἀκουστικό.
Τὸ βράδυ ὁ καιρὸς μαλάκωσε. Ἡ πιὸ πολλὴ ἄμμος εἶχε ἀρχίσει νὰ κατακάθεται καὶ στροβιλιζόταν δίπλα στὰ χαντάκια. Πηγαίνοντας πρὸς τὸ ξενοδοχεῖο, ἡ Ἀλίνα ἔνιωθε καλύτερα. Ὁ Χάρβι εἶχε φύγει, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔνοιαζε. Εἶχε βρεῖ δουλειὰ καὶ βρισκόταν στὸ Τέξας.
Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσε ἀπ’ τὸ χὸλ τοῦ ξενοδοχείου, ὁ ὑπάλληλος τῆς χαμογέλασε κι αὐτὸ τῆς ἄρεσε. Ὅμως στὸ πλατύσκαλο ἔξω ἀπ’ τὸ δωμάτιο τὴν περίμενε ὁ Χάρβι. Γύρω ἀπ’ τὰ παπούτσια του ὑπῆρχαν πεταμένες γόπες. Φαινόταν ράκος, σκέτο ἐρείπιο.
«Γύρισα νὰ ζητήσω συγγνώμη», εἶπε κι ἔκανε νὰ τὴν ἀγκαλιάσει. Ἡ Ἀλίνα τὸν ἔσπρωξε.
«Ἰσχύει αὐτὸ ποὺ εἴπαμε. Θὰ μείνω ἐδῶ.»
«Τὸ ἀποφάσισες;»
Ἡ Ἀλίνα ἔγνεψε «ναί». «Βρῆκα δουλειά, τηλεφώνησα καὶ στοὺς γονεῖς μου. Ὅλα ἐντάξει.»
«Πᾶμε στὸ δωμάτιο νὰ μιλήσουμε;»
«Πᾶμε», ἀπάντησε ἡ Ἀλίνα.
«Ἂς μιλήσουμε, λοιπόν», εἶπε ὁ Χάρβι καί, ἀπλώνοντας τὸ χέρι νὰ πιάσει ἕνα τσιγάρο, τὸ μπράτσο του χάιδεψε τὸ περίστροφο.
Πηγή: The Stories of Breece D’J Pancake (1983, 2002).
Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ (Breece D’J Pancake) (Σάουθ Τσάρλστον τῆς Δυτικῆς Βιρτζίνιας, 1952-1979). Σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο Μάρσαλ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιρτζίνιας καὶ δίδαξε στὶς Στρατιωτικὲς Ἀκαδημίες τοῦ Φὸρτ Γιούνιον καὶ τοῦ Στάντον. Αὐτοκτόνησε στὸ Σαρλότσβιλ τῆς Βιρτζίνιας τὸ 1979, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του δημοσίευσε ἕξι διηγήματα. Τὰ διηγήματα αὐτά, μαζὶ μὲ ἄλλα ἕξι ποὺ βρέθηκαν στὰ κατάλοιπά του, ἀποτέλεσαν τὴ μοναδικὴ συλλογή του μὲ τίτλο Τὰ διηγήματα τοῦ Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε τὸ 1983.
Τὰ διηγήματα τοῦ Πάνκεϊκ ἀποτυπώνουν ἀριστοτεχνικά το ἀφιλόξενο φυσικὸ περιβάλλον καὶ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς στὴ γενέτειρά του, τὴ Δυτικὴ Βιρτζίνια. Οἱ ἥρωές του εἶναι ἀγρότες, ἀνθρακωρύχοι, ξεπεσμένοι πυγμάχοι, νέοι ποὺ ἀσφυκτιοῦν στὴν ὕπαιθρο, ἄνθρωποι ἐγκλωβισμένοι ποὺ ξεσποῦν σὲ πράξεις τυφλῆς βίας. Ὁ μελαγχολικὸς κόσμος του ἀποδίδεται μὲ λιτὴ καὶ κοφτὴ γλώσσα, ποὺ συχνὰ διανθίζεται μὲ λυρισμὸ καὶ σαρκαστικὸ χιοῦμορ. Ἡ αὐτοκτονία του ἀνέκοψε πρόωρα μιὰ συγγραφικὴ πορεία ποὺ ἀναμενόταν λαμπρή. Ὡστόσο, καὶ μόνο τὰ δώδεκα διηγήματα ποὺ πρόλαβε νὰ ὁλοκληρώσει ἀρκοῦν ὥστε σήμερα νὰ θεωρεῖται «ἕνας ἀπὸ τοὺς πέντε καλύτερους διηγηματογράφους τῶν τελευταίων πενήντα ἐτῶν» (Guardian).
Ἡ συλλογὴ Τὰ διηγήματα τοῦ Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ, ὅπου περιλαμβάνεται τὸ διήγημα «Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα», θὰ κυκλοφορήσει τὸν Ὀκτώβριο ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Μεταίχμιο σὲ μετάφραση τοῦ Γιάννη Παλαβοῦ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιάννης Παλαβός (Βελβεντὸ Κοζάνης, 1980). Σπούδασε δημοσιογραφία στὸ ΑΠΘ καὶ πολιτιστικὴ διαχείριση στὸ Παντεῖο. Τὸ 2007 κυκλοφόρησε ἀπὸ τὴν Intro Books ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ἄλλες ἱστορίες. Τὸ 2009 κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Τόπος τὸ βιβλίο Σὰν Ἄνγκρε / Τὰ δάκρυα τῆς Φὸν Μπράουν, ποὺ ἔγραψε μαζὶ μὲ τὸν Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο. Τὸ 2011 ἔγραψε μαζὶ μὲ τὸν Τάσο Ζαφειριάδη τὸ σενάριο γιὰ τὸ κόμικ «Τὸ πτῶμα», σὲ σχέδιο Θανάση Πέτρου (Jemma Press). Διηγήματα καὶ μεταφράσεις του (μεταξὺ ἄλλων: Edgar Lee Masters, Miroslav Holub, Matthew Arnold, Donald Justice) ἔχουν δημοσιευθεῖ στὰ περιοδικὰ Τὸ Δέντρο, Ἐντευκτήριο, (Δε)κατά, Ἡ Παρέμβαση, e–poema κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη, κρατικὸ βραβεῖο διηγήματος). Γιὰ τὸ ἱστολόγιο τοῦΠλανόδιου ἔχει μεταφράσει τὸ διήγημα τῆς Γουίλα Κάθερ «Πίτερ» καὶ ἔχει ἐπιμεληθεῖ τὰ ἀφιέρώματα στὸν Ἄμπρουζ Μπήρς καὶ τὸν Λοὺ Μπίτς καθὼς καὶ τὴν παρουσίαση τοῦ «Λογοτεχνικοῦ Τουϊτομαραθώνιου» ποὺ διοργάνωσε ἡ ἀγγλικὴ Ἑταιρεία Συγγραφέων τὸν Σεπτέμβριο-Ὀκτώβριο τοῦ 2011.
Filed under: Αγγλικά,Ερωτας,Πόλη-Χώροι,Παραβατικότητα,Παλαβός Γ.,Ρεαλισμός,Φυγή,Χαρακτήρες,Pancake Breece | Tagged: Breece Pancake,Γιάννης Παλαβός,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Μπρὶς Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ (Breece D’J Pancake): Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα ἔχουν κλείσει