Γιάννης Παλαβός: Μιὰ σύντομη ἀποτίμηση τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος

.

09-Palabos,Giannis-Beach,Lou-MiaSyntomiApotimisiTouEgcheirimatos-Eikona-01

.

Γιά­ννης Πα­λα­βός

 .

Μιὰ σύν­το­μη ἀ­πο­τί­μη­ση τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος

[Γιὰ τoὺς 420 χαρακτῆρες τοῦ Lou Beach]

 .

13-Alpha-Century_Mag_A_AraratΝ ΣΥΝΟΨΙΖΑΜΕ τὰ βα­σι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ποὺ κα­θι­στοῦν ἕ­να δι­ή­γη­μα ἀ­ξι­α­νά­γνω­στο, θὰ κα­τα­λή­γα­με, ἐν­δε­χο­μέ­νως, στὰ ἑ­ξῆς: συμ­πύ­κνω­ση, οἰ­κο­νο­μί­α, ὑ­παι­νιγ­μός, αἰφ­νι­δια­σμός, ἀ­κρί­βεια, ἰ­δι­ά­ζου­σα γλώσ­σα, προ­σω­πι­κὸ βλέμ­μα καί, πρω­τί­στως, τὸ ρί­γος ποὺ ἀ­παν­τᾶ­ται στὴν ποί­η­ση· ὅ­λα, ἄλ­λω­στε, τὰ πα­ρα­πά­νω στοι­χεῖ­α προ­σι­διά­ζουν στὸν ποι­η­τι­κὸ λό­γο. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους Ἕλ­λη­νες δι­η­γη­μα­το­γρά­φους τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὁ Γι­ῶρ­γος Σκαμ­παρ­δώ­νης, ἐ­πι­ση­μαί­νει σ’ ἕ­να κρι­τι­κό του ση­μεί­ω­μα ὅ­τι «κά­τω ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα πρέ­πει νὰ σα­λεύ­ει τὸ ποί­η­μα» (Βι­βλι­ο­θή­κη Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­ας, 23 Ὀ­κτω­βρί­ου 2009).

       Λαμ­βά­νον­τας ὑ­πό­ψη τὰ πα­ρα­πά­νω, θὰ μπο­ροῦ­σε ἴ­σως ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἢ ὁ δι­η­γη­μα­το­γρά­φος ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κὰ τὶς νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες καὶ τὶς συν­θῆ­κες ποὺ αὐ­τὲς δι­α­μορ­φώ­νουν γιὰ τὴ συγ­γρα­φή, νὰ ἀ­να­ρω­τη­θεῖ ἂν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ γρα­φτοῦν ἀ­ξι­ό­λο­γα δι­η­γή­μα­τα στὸ νέ­ο ψη­φια­κὸ πε­ρι­βάλ­λον. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς κα­τα­φα­τι­κή. Οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ ποὺ τί­θεν­ται ἀ­πὸ τὰ νέ­α μέ­σα μπο­ροῦν στὰ χέ­ρια ἱ­κα­νῶν πε­ζο­γρά­φων ἢ ποι­η­τῶν νὰ ἀ­να­δει­χθοῦν σὲ ἀ­φε­τη­ρί­α πα­ρα­γω­γῆς κα­θό­λα ἀ­ξι­α­νά­γνω­στων ἔρ­γων. Οἱ κά­θε λο­γῆς πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ ποὺ ὣς τὸν 20ὸ αἰ­ώ­να ὑ­πα­γό­ρευ­αν οἱ πα­ρα­δε­δο­μέ­νες ἐκ­φρα­στι­κὲς φόρ­μες (ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὴν ὑ­ψη­λὴ κω­δι­κο­ποί­η­ση τοῦ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου πρὶν τὸ μον­τερ­νι­σμὸ) οὐ­δέ­πο­τε ἐμ­πό­δι­σαν τὴ γέν­νη­ση ση­μαν­τι­κῶν ἔρ­γων – σπου­δαῖ­α σο­νέ­τα, παν­τούμ, χα­ϊ­κοῦ ἢ ποι­ή­μα­τα σὲ δε­κα­πεν­τα­σύλ­λα­βο γρά­φον­ταν πάν­το­τε. Κι αὐ­τὸ δι­ό­τι ὁ ἐ­παρ­κὴς ποι­η­τὴς ἢ πε­ζο­γρά­φος ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς καὶ τοὺς ἐν γέ­νει κα­νό­νες μιᾶς φόρ­μας ὑ­πέρ του καὶ ὑ­πὲρ τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου – ἀρ­κεῖ φυ­σι­κὰ νὰ δι­α­θέ­τει ὁ­ρι­σμέ­νες ἢ ὅ­λες τὶς ποι­ό­τη­τες ποὺ ἀ­να­φέρ­θη­καν στὴν ἀρ­χὴ τοῦ ση­μει­ώ­μα­τος.

       Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Λοὺ Μπίτς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ γρά­ψει μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τὸ πο­λὺ 420 χα­ρα­κτή­ρων, τοὺς ὁ­ποί­ους μέ­χρι πρό­σφα­τα ἔ­θε­τε ὣς ὅ­ριο τὸ Φέ­ισ­μπουκ, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὸν ἰ­σχυ­ρι­σμὸ αὐ­τόν. Τὰ σύν­το­μα κεί­με­να τοῦ Μπὶτς ὑ­περ­βαί­νουν εὔ­κο­λα τὸ ἐ­πί­πε­δο τοῦ εὐ­φυ­ο­λο­γή­μα­τος, τοῦ ἐν­τυ­πω­σι­ο­θη­ρι­κοῦ λε­κτι­κοῦ πυ­ρο­τε­χνή­μα­τος ἢ τῆς βι­νι­έ­τας, δι­α­θέ­τον­τας ἱ­κα­νὸ βά­θος, ποι­η­τι­κὴ προ­ο­πτι­κὴ καὶ τὸν ἀ­ναγ­καῖ­ο ὑ­παι­νι­κτι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα· εἶ­ναι, συ­νε­πῶς, κα­θό­λα ἀ­ξι­α­νά­γνω­στα λο­γο­τε­χνή­μα­τα, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἔ­κτα­σης ἢ πε­ρι­βάλ­λον­τος ὅ­που δη­μι­ουρ­γή­θη­καν. Ὁ Μπὶτς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε στὸ ἔ­πα­κρο τὰ ἀ­σφυ­κτι­κὰ ὅ­ρια τοῦ Φέ­ισ­μπουκ πα­ρα­δί­δον­τας κεί­με­να ποὺ πεί­θουν τὸν ἀ­να­γνώ­στη.

      Ἀ­σφα­λῶς, δὲν εἶ­ναι ὅ­λα τα ἀ­νά­λο­γα ἐγ­χει­ρή­μα­τα a p­r­i­o­ri ἐ­πι­τυ­χῆ. Τὸ 2011, ἡ Ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων ὀρ­γά­νω­σε μιὰ ἐκ­στρα­τεί­α ἐ­ναν­τί­ον τῆς μεί­ω­σης ἀ­να­γνώ­σε­ων δι­η­γη­μά­των ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο τοῦ BBC. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τρό­πους ἀν­τί­δρα­σης ἦ­ταν ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των μέ­σω Του­ί­τερ (γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα, βλ. τὸ σχετικὸ ἀφιέρωμα τοῦ ἰ­στο­λο­γί­ου Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι). Ὡ­στό­σο στὴν πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δὲ στέ­φθη­κε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α, δι­ό­τι, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὸ χρο­νι­κὸ πε­ρι­θώ­ριο συγ­γρα­φῆς τῶν μι­κρο­δι­η­γη­μά­των ἦ­ταν πο­λὺ μι­κρὸ (μό­λις λί­γες ὧ­ρες), τὸ τε­λι­κὸ δι­ή­γη­μα ἦ­ταν προ­ϊ­ὸν συλ­λο­γι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας ἑ­κα­τον­τά­δων χρη­στῶν του Του­ί­τερ. Μὲ ἄλ­λα λό­για, ἀ­που­σί­α­ζε τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα μιᾶς μο­να­δι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας, ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς ὁ­ποί­ας —αἰ­σθη­τι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ ὡς πε­ρι­ε­χό­με­νο— ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κεί­με­νο. Οἱ πα­ρά­γον­τες αὐ­τοὶ δὲ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὸ ἴ­διο το μέ­σο καὶ τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς ποὺ θέ­τει, ἀλ­λὰ μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς πα­ρά­γον­τες, δη­λα­δὴ τὴ χρή­ση τοῦ μέ­σου.

       Ἀν­τί­θε­τα, ὁ Μπὶτς ἔ­γρα­ψε τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων στὸ Φέ­ισ­μπουκ, ὅ­πως θὰ τὰ ἔ­γρα­φε ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος συγ­γρα­φέ­ας σὲ «πα­ρα­δο­σια­κὸ» πε­ρι­βάλ­λον, δη­λα­δὴ στὸ χαρ­τί: ἀ­σκών­τας ὁ ἴ­διος πλή­ρη ἔ­λεγ­χο στὸ κεί­με­νο, μὲ ἐ­λευ­θε­ρί­α χρό­νου καὶ ἐ­πι­λο­γῆς ὕ­φους. Ἐ­φό­σον ὁ Μπὶτς εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος —πράγ­μα ποὺ τὸ βι­βλί­ο ὡς σύ­νο­λο ἀ­πο­δει­κνύ­ει—, τὸ δι­ή­γη­μα ὄν­τως, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Σκὸτ Μπράν­τφιλντ στὴν κρι­τι­κή του στοὺς N­ew Y­o­rk T­i­m­es, «βγαί­νει θρι­αμ­βευ­τὴς» ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἐν­δι­α­φέ­ρον πεί­ρα­μα.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἦρθε ἀπὸ τὸ Φέισμπουκ

.

08-Beach,Lou-SynenteyksiStonDavidAbrams-Eikona-01

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

 .

Ἦρ­θε ἀ­πὸ τὸ Φέ­ισ­μπουκ

(Συ­νέν­τευ­ξη στὸ συγ­γρα­φέ­α Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς

γιὰ τοὺς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες)

 .

Ν.Α.: Τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν στὸ Φέ­ισ­μπουκ. Ἦ­ταν κά­τι ποὺ εἶ­χες προ­σχε­διά­σει ἢ τὸ βι­βλί­ο ἄρ­χι­σε νὰ παίρ­νει τὴ μορ­φή του τυ­χαῖ­α, μιὰ μέ­ρα ποὺ ἁ­πλῶς ἤ­θε­λες νὰ κά­νεις μιὰ ἀ­νάρ­τη­ση στὰ κοι­νω­νι­κὰ δί­κτυ­α; Μ’ ἄλ­λα λό­για, πές μου πῶς γεν­νή­θη­κε ἡ συλ­λο­γή σου.

Λ.Μ.: Ἡ συλ­λο­γὴ ξε­κί­νη­σε σὰν ἀ­στεῖ­ο. Δο­κί­μα­σα, πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ νὰ πε­ρά­σει ἡ ὥ­ρα, ν’ ἀ­ναρ­τή­σω στὸ Φέ­ισ­μπουκ ἕ­να κεί­με­νο μυ­θο­πλα­σί­ας. Τε­λι­κὰ τὸ παι­χνί­δι ἐ­ξε­λί­χθη­κε σὲ πεί­ρα­μα – ἄρ­χι­σα νὰ γρά­φω ἕ­να κεί­με­νο μυ­θο­πλα­σί­ας κα­θη­με­ρι­νά. Ἡ συγ­γρα­φὴ καὶ ἡ ἄ­με­ση δη­μο­σί­ευ­ση ἦ­ταν ἕ­να στοί­χη­μα. Δὲν τὸ εἶ­χα ξα­να­κά­νει καὶ μά­θαι­να μέ­ρα μὲ τὴ μέ­ρα πῶς γί­νε­ται. Ἀ­σφα­λῶς, ἡ θε­τι­κὴ ὑ­πο­δο­χὴ τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων μὲ ἐν­θάρ­ρυ­νε νὰ συ­νε­χί­σω τὴν προ­σπά­θεια (πολ­λὰ «L­i­ke»­!­). Ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι μπο­ρῶ εὔ­κο­λα νὰ συμ­πυ­κνώ­σω μιὰ ἀ­φή­γη­ση σὲ μι­κρὴ ἔ­κτα­ση. Αὐ­τὴ ἡ εὐ­χέ­ρεια μὲ ἐν­θου­σί­α­σε. Ἦ­ταν καὶ ἡ συγ­κυ­ρί­α εὐ­τυ­χής, λὲς καὶ οἱ πλα­νῆ­τες εἶ­χαν εὐ­θυ­γραμ­μι­στεῖ. Σή­με­ρα δὲν θὰ εἶ­χε νό­η­μα, μιᾶς καὶ τὸ Φέ­ισ­μπουκ ἔ­χει αὐ­ξή­σει πο­λὺ τὸ ὅ­ριο τῶν χα­ρα­κτή­ρων στὶς ἀ­ναρ­τή­σεις του. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὅ­ταν ἔ­γρα­φα τὰ δι­η­γή­μα­τα, βρι­σκό­ταν στὴν ἐ­πι­και­ρό­τη­τα ἡ ται­νί­α T­he S­o­c­i­al N­e­t­w­o­r­k(1) κι ἔ­τσι, πι­στεύ­ω, ἡ συλ­λο­γὴ προ­κά­λε­σε τὸ ἐκ­δο­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἐ­πί­σης, δὲ μοῦ φαι­νό­ταν κα­κὴ ἰ­δέ­α νὰ ἔ­χω μιὰ ἱ­στο­σε­λί­δα σχε­δι­α­σμέ­νη ὥ­στε νὰ μοιά­ζει μὲ βι­βλίο· ἔ­κα­νε τὰ κεί­με­να πιὸ προ­σι­τὰ στὸν ἀ­να­γνώ­στη —κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο τὰ κα­θι­στοῦ­σε πιὸ ἁ­πτά— κι ἐ­πι­πλέ­ον πε­ρι­εῖ­χε ἀ­να­γνώ­σεις δι­η­γη­μά­των ἀ­πὸ δι­α­ση­μό­τη­τες, πράγ­μα ποὺ τρά­βη­ξε τὴν προ­σο­χὴ τοῦ κοι­νοῦ.

.

Ν.Α.: Ὅ­λα τα δι­η­γή­μα­τα τῆς συλ­λο­γῆς ἀ­ριθ­μοῦν ἐ­πα­κρι­βῶς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες; Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἀ­λή­θεια, ἀ­πὸ τεμ­πε­λιὰ δὲν μπῆ­κα στὸν κό­πο νὰ πιά­σω τὸ μο­λύ­βι καὶ νὰ με­τρή­σω μὲ τὸ χέ­ρι.

Λ.Μ.: Ναί, σχε­δὸν ὅ­λα. Νο­μί­ζω ὅ­τι δυ­ὸ-τρί­α τὰ ξα­να­σκά­λι­σα καὶ πρό­σθε­σα με­ρι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες, ὥ­στε νὰ γί­νουν πιὸ κα­τα­νο­η­τά. Γε­νι­κά, ὅ­μως, προ­σπά­θη­σα σχο­λα­στι­κὰ νὰ μὴν ξε­πε­ρά­σω τοὺς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες ποὺ ἐ­πέ­τρε­πε τὸ Φέ­ισ­μπουκ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄλ­λω­στε δὲ θὰ μὲ ἄ­φη­νε ν’ ἀ­ναρ­τή­σω τὸ κεί­με­νο, ἂν ἔ­βγαι­νε ἔ­στω καὶ κα­τὰ ἕ­ναν χα­ρα­κτή­ρα με­γα­λύ­τε­ρο. Με­ρι­κὰ δι­η­γή­μα­τα εἶ­ναι συν­το­μό­τε­ρα.­.. Μοῦ φαι­νό­ταν χα­ζὸ νὰ τρα­βή­ξω ἀ­π’ τὰ μαλ­λιὰ ἕ­να δι­ή­γη­μα μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ φτά­σω πά­σῃ θυ­σί­ᾳ τὸ μα­γι­κὸ ἀ­ριθ­μό. Κα­τὰ κα­νό­να ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο μιὰ δι­α­δι­κα­σί­α συμ­πύ­κνω­σης καὶ ἀ­φαί­ρε­σης πα­ρὰ πρό­σθε­σης.

.

Ν.Α.: Ἡ γκά­μα τῶν δι­η­γη­μά­των σου εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λη καὶ γε­μά­τη ἐκ­πλή­ξεις. Τί σὲ ὤ­θη­σε νὰ πλά­σεις τό­σο πολ­λοὺς καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες (καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ μὲ τὴ λέ­ξη «χα­ρα­κτῆ­ρες» ἐν­νο­ῶ «ἀν­θρώ­πι­νους χα­ρα­κτῆ­ρες»­);

Λ.Μ.: Δὲν ἔ­χω ἰ­δέ­α. Ἐ­νερ­γῶ κα­θα­ρὰ ἐν­στι­κτω­δῶς, παίρ­νον­τας ἔμ­πνευ­ση ἀπ’ τὰ ὄ­νει­ρά μου κι ἀ­πὸ ἀ­πο­σπά­σμα­τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῶν δι­α­λό­γων ἢ τρα­γου­δι­ῶν, ποὺ πυ­ρο­δο­τοῦν τὴν ἀρ­χὴ μιᾶς ἀ­φή­γη­σης. Στὴ συ­νέ­χεια ἀρ­χί­ζω νὰ δου­λεύ­ω τὸ πρῶ­το ὑ­λι­κὸ καὶ ἀν­τλῶ ἀ­π’ αὐ­τὸ μιὰ ἱ­στο­ρί­α. Δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ ἔρ­γου ἑ­νὸς σπου­δαί­ου συγ­γρα­φέ­α μὲ πα­ρα­κι­νεῖ νὰ τρέ­ξω στὸ πλη­κτρο­λό­γιο, ὄ­χι για­τὶ θέ­λω ν’ ἀν­τι­γρά­ψω τὸ ὕ­φος του ἢ τὴν πλο­κὴ ἢ κι ἐ­γὼ δὲν ξέ­ρω τί, ἀλ­λὰ για­τὶ ἐ­ξά­πτει τὴ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τά μου. Οἱ ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λη πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης, ἀλ­λὰ ἐ­ξί­σου μὲ ἐμ­πνέ­ουν καὶ οἱ σκη­νο­θέ­τες, οἱ ζω­γρά­φοι, οἱ μου­σι­κοί, οἱ μά­γει­ρες, οἱ ἀ­θλη­τές.­.. Φί­λε μου, γε­μά­τος θαύ­μα­τα ὁ κό­σμος, ἔ­τσι;

.

Ν.Α.: Γρά­φον­τας ἀ­κο­λου­θεῖς κά­ποι­ο κα­θη­με­ρι­νὸ πρό­γραμ­μα; Σὲ φαν­τά­ζο­μαι νὰ κου­βα­λᾶς συ­νε­χῶς ἕ­να ση­μει­ω­μα­τά­ριο καὶ νὰ κα­τα­γρά­φεις σκόρ­πι­ες ἰ­δέ­ες καὶ φρά­σεις τὴ στιγ­μὴ ποὺ σοῦ ’ρ­χον­ται στὸ μυα­λό.

Λ.Μ.: Ξυ­πνά­ω πο­λὺ νω­ρίς, κα­μιὰ φο­ρὰ καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὶς πέν­τε, καὶ ἐ­πε­ξερ­γά­ζο­μαι μὲ τὸ νοῦ μου ἕ­να δι­ή­γη­μα ποὺ τὸ σκε­φτό­μουν τὴ νύ­χτα μέ­χρι νὰ μὲ πά­ρει ὁ ὕ­πνος. Μέ­νω ξα­πλω­μέ­νος, γυ­ρί­ζω τὶς λέ­ξεις μέ­σα στὸ μυα­λό μου καὶ φαν­τά­ζο­μαι τὸ δι­ή­γη­μα στὴ σε­λί­δα. Ἔ­πει­τα, με­τὰ τὸ πρω­ι­νό, τὸ δα­κτυ­λο­γρα­φῶ καὶ τὸ δι­α­βά­ζω φω­να­χτά. Ὕ­στε­ρα τὸ ξα­να­δου­λεύ­ω καὶ τὸ δι­ορ­θώ­νω. Συ­χνὰ μοῦ φαί­νε­ται βλα­κεί­α καὶ τό­τε κά­νω κά­τι ἄλ­λο, λό­γου χά­ρη βγά­ζω βόλ­τα τὸ σκύ­λο, κι ἔ­πει­τα ξα­να­πιά­νω τὸ δι­ή­γη­μα μὲ τὴν ἐλ­πί­δα ὅ­τι θὰ τὸ βελ­τι­ώ­σω. Ἐ­πα­νέρ­χο­μαι στὸ κεί­με­νο κά­θε μέ­ρα, ὥ­σπου νὰ ἠ­χή­σει στ’ αὐ­τιά μου σὰν κά­τι τὸ αὐ­θεν­τι­κό. Βέ­βαι­α, αὐ­τὴ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­φο­ρᾶ τὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ γρά­φω τώ­ρα, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­να. Τὰ δι­η­γή­μα­τα τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων τὰ ἔ­γρα­φα πο­λὺ πιὸ αὐ­θόρ­μη­τα καὶ συ­χνὰ τὰ ἀ­ναρ­τοῦ­σα χω­ρὶς ἐ­πι­μέ­λεια, μὲ συ­νέ­πεια με­ρι­κὲς φο­ρὲς ν’ ἀ­πο­γο­η­τεύ­ο­μαι ἀ­πὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

.

Ν.Α.: Ποι­ά ἦ­ταν ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐ­πι­μέ­λειας τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων;

Λ.Μ.: Δὲν ἦ­ταν τί­πο­τα τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο. Ἐ­πι­με­λη­τής μου ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο ἦ­ταν ὁ Τὸμ Μπού­μαν. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ ἡ δου­λειά μου κι ἔ­τσι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κα­να­δυ­ὸ μι­κρο­δι­α­φω­νί­ες ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς συλ­λο­γῆς, ἤ­μα­σταν σύμ­φω­νοι γιὰ τὸ πῶς θὰ στη­νό­ταν. Ὁ Μπού­μαν, προ­κει­μέ­νου τὸ βι­βλί­ο ν’ ἀ­πο­κτή­σει ρυθ­μό, δι­ά­λε­ξε ἔ­ξυ­πνα τὴ σει­ρὰ τῶν δι­η­γη­μά­των – γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, δὲν ἔ­βα­λε μα­ζὶ ὅ­λα τὰ δι­η­γή­μα­τα μὲ θέ­μα τὴν Ἄ­γρια Δύ­ση.

.

Ν.Α.: Ρω­τά­ω γιὰ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια για­τὶ, ὅ­πως ὅ­λοι ξέ­ρου­με, στὴ λο­γο­τε­χνί­α κά­θε λέ­ξη ἔ­χει εἰ­δι­κὸ βά­ρος: ὅ­λα ἔ­χουν ση­μα­σί­α, ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς λέ­ξης ὣς τὴ θέ­ση της μέ­σα στὴν πρό­τα­ση. Στὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά σου δὲν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε μί­α πε­ριτ­τὴ συλ­λα­βή – στοὺς πο­λὺ μι­κροὺς καὶ στε­νοὺς χώ­ρους τους ζων­τα­νεύ­ουν ὁ­λό­κλη­ροι κό­σμοι, ὁ­λό­κλη­ρες σε­λί­δες πε­ρι­γρα­φῶν καὶ ἐ­πε­ξη­γή­σε­ων καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νοι χα­ρα­κτῆ­ρες. Σκέ­φτη­κες πο­τὲ πὼς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες σου θὰ ἔ­βα­ζαν τὴ φαν­τα­σί­α τους νὰ δου­λέ­ψει φτι­ά­χνον­τας ὑ­πο­ϊ­στο­ρί­ες ποὺ συμ­πλη­ρώ­νουν τὸ κά­θε δι­ή­γη­μα;

Λ.Μ.: Ὄ­χι, δὲν τὸ σκέ­φτη­κα, ἀλ­λὰ γιὰ πο­λὺ και­ρὸ ἀρ­κε­τοὶ ἀ­να­γνῶ­στες ἔ­νιω­θαν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ «ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν» ἢ του­λά­χι­στον νὰ ἐ­πε­κτεί­νουν τὰ δι­η­γή­μα­τα – ὁ­ρι­σμέ­νοι μά­λι­στα κα­τὰ πο­λύ, λὲς καὶ ἐ­πρό­κει­το γιὰ δι­α­δρα­στι­κὸ παι­χνί­δι. Δὲν ἤ­θε­λα νὰ γί­νω ἀ­γε­νὴς καὶ νὰ τοὺς τὸ ἀ­πα­γο­ρεύ­σω —σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, τὸ Φέ­ισ­μπουκ εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὸ καὶ προ­σβά­σι­μο σὲ ὅ­λους—, ἀλ­λὰ ἐ­νί­ο­τε ἐ­κνευ­ρι­ζό­μουν. Κα­κῶς ἔ­παιρ­να τὸν ἑ­αυ­τό μου τό­σο στὰ σο­βα­ρά.­.. Προ­φα­νῶς τὸ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν καὶ στὸ τέ­λος-τέ­λος δὲν εἶ­χε καὶ με­γά­λη ση­μα­σί­α, δὲν ἔ­βλα­ψαν κα­θό­λου τὸ φαν­τα­σμέ­νο συγ­γρα­φέ­α.

.

Ν.Α.: Πό­σον και­ρὸ σοῦ πῆ­ρε νὰ γρά­ψεις τὰ δι­η­γή­μα­τα;

Λ.Μ.: Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἕ­να δι­ή­γη­μα μοῦ ἔ­παιρ­νε εἴ­κο­σι λε­πτά, ἄλ­λες φο­ρὲς μιὰ-δυ­ὸ ὧ­ρες, ἄλ­λες μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη μέ­ρα. Νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­πὸ τὴ σύλ­λη­ψη τοῦ βι­βλί­ου ὣς τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­σή του χρει­ά­στη­κα δυ­ό­μι­σι χρό­νια. Ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­φό­του ἡ συλ­λο­γὴ ἐκ­δό­θη­κε καὶ τὸ Φέ­ισ­μπουκ αὔ­ξη­σε τὸ ὅ­ριο τῶν χα­ρα­κτή­ρων, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γι’ αὐ­τὴν τὴ λι­τὴ φόρ­μα μει­ώ­θη­κε, ἂν καὶ πε­ρι­στα­σια­κὰ ἀ­σχο­λι­ό­μουν μα­ζί της. Ἔ­γρα­ψα τὶς προ­άλ­λες ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα τέ­τοι­ου τύ­που καὶ ὁ βαθ­μὸς δυ­σκο­λί­ας του μὲ ἐν­τυ­πω­σί­α­σε. Ὅ­μως εἶ­ναι χρή­σι­μη ἄ­σκη­ση, ὅ­πως ὅ­ταν παί­ζεις κλί­μα­κες. Τε­λευ­ταῖ­α ἔ­χω στρα­φεῖ σὲ πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­να δι­η­γή­μα­τα. Καὶ πά­λι σύν­το­μα εἶ­ναι, ἀλ­λὰ ἔ­χω κα­τα­φέ­ρει νὰ τὰ ἁ­πλώ­σω σὲ ἀρ­κε­τὲς σε­λί­δες. Ὅ­πως λέ­με καὶ στοὺς «Ἀ­νώ­νυ­μους Συγ­γρα­φεῖς» – «Πρό­τα­ση πρὸς πρό­τα­ση»(2).

.

Ν.Α.: Νὰ φαν­τα­στῶ ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ δὲν συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν στὴ συλ­λο­γή;

Λ.Μ.: Ἄ ναί, πά­ρα πολ­λά.

.

Ν.Α.: Στὴν ἰ­στο­σε­λί­δα σου γρά­φεις ὅ­τι ἡ συγ­γρα­φή σου προ­έ­κυ­ψε ὡς μιὰ «ἀ­να­πάν­τε­χη, ὡς ἐκ θαύ­μα­τος, πα­ράλ­λη­λη καλ­λι­τε­χνι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα». Πῶς ἀ­να­δύ­θη­κε ἡ λο­γο­τε­χνί­α μέ­σα ἀ­π’ τὴν πο­λύ­χρο­νη πεί­ρα σου ὡς εἰ­κα­στι­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη;

Λ.Μ.: Πάν­το­τε καλ­λι­ερ­γοῦ­σα τὴ φαν­τα­σί­ω­ση ὅ­τι μιὰ μέ­ρα θὰ γι­νό­μουν συγ­γρα­φέ­ας, για­τί εἶ­χα μεί­νει πολ­λὲς φο­ρὲς κα­τά­πλη­κτος καὶ γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα ἑ­νὸς σπου­δαί­ου συγ­γρα­φέ­α νὰ φω­τί­ζει μύ­χι­ες πτυ­χὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἀ­να­τρε­πτι­κὰ τὴ γλώσ­σα καὶ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ αὐ­θεν­τι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα. Τὸ εἰ­κα­στι­κό μου ἔρ­γο ἔ­χει δύ­ο πτυ­χές: ἡ μί­α εἶ­ναι ὅ­ταν δου­λεύ­ω ὡς εἰ­κο­νο­γρά­φος, κυ­ρί­ως γιὰ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά, καὶ πρέ­πει νὰ ἐν­το­πί­σω τὴν οὐ­σί­α ἑ­νὸς ἄρ­θρου, νὰ σχε­διά­σω μιὰ εἰ­κό­να ποὺ θὰ τοῦ ται­ριά­ζει καὶ θὰ προ­σελ­κύ­σει τὸν ἀ­να­γνώ­στη – στὴν οὐ­σί­α πρέ­πει νὰ δι­α­φη­μί­σω τὸ ἄρ­θρο. Ἡ ἄλ­λη εἶ­ναι τὸ προ­σω­πι­κό μου ἔρ­γο, ἡ μέ­θο­δος τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­χει πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ τὴ συγ­γρα­φή. Ὅ­μως, καὶ στὶς δύ­ο πτυ­χὲς τῆς δου­λειᾶς μου ὡς εἰ­κα­στι­κοῦ καλ­λι­τέ­χνη δη­μι­ουρ­γῶ μί­αν ἀ­φή­γη­ση. Κα­θε­μιὰ ἀ­πὸ τὶς εἰ­κό­νες μιᾶς εἰ­κα­στι­κῆς σύν­θε­σης ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν χα­ρα­κτή­ρα ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴ μι­κρὴ σκη­νὴ τῆς σε­λί­δας. Καὶ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴ συγ­γρα­φή, συ­χνὰ «βλέ­πω» κά­τι ποὺ γί­νε­ται ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας. Τὶς προ­άλ­λες μοῦ ἦρ­θε ἡ εἰ­κό­να μιᾶς γυ­ναί­κας στὴν ἄ­κρη μιᾶς ἀ­πο­βά­θρας σὲ μιὰ λί­μνη. Δὲν ξέ­ρω πῶς μου ἦρ­θε, ἀλ­λὰ τὴ χρη­σι­μο­ποί­η­σα ὡς βά­ση γιὰ ἕ­να σύν­το­μο δι­ή­γη­μα. Ἐ­πί­σης, ἡ σύν­θε­ση μιᾶς εἰ­κό­νας εἶ­ναι μιὰ ἄ­σκη­ση ἐ­πι­μέ­λειας, κα­θὼς ἀ­φαι­ρῶ στοι­χεῖ­α μέ­χρι ν’ ἀ­πο­στα­χθεῖ ἡ οὐ­σί­α – δη­λα­δὴ ὅ,τι κά­νω γρά­φον­τας.

.

Ν.Α.: Τὸ βι­βλί­ο σου ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο θὰ μπο­ροῦ­σε ἄ­νε­τα νὰ θε­ω­ρη­θεῖ εἰ­κα­στι­κὸ ἔρ­γο. Αὐ­τὸ ἰ­σχύ­ει γιὰ πολ­λὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του – ἀ­πὸ τὸ κά­λυμ­μα ποὺ ντύ­νει ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου ὣς τὰ λευ­κὰ πε­ρι­θώ­ρια γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ κεί­με­νο καὶ τὰ πο­λύ­χρω­μα κο­λὰζ τῶν σε­λί­δων. Συμ­με­τεῖ­χες στὸ σχε­δια­σμό του; Ποι­ά αἴ­σθη­ση ἢ μή­νυ­μα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ποι­ό­τη­τα καὶ τὴν αἰ­σθη­τι­κὴ τῶν ἐκ­δό­σε­ων στὶς μέ­ρες μας ἤ­θε­λες νὰ με­τα­δώ­σεις στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες;

Λ.Μ.: Τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο ἀ­να­πα­ρά­γει τὴν ἀρ­χι­κὴ σε­λί­δα τοῦ ἱ­στό­το­που τοῦ βι­βλί­ου. Ἡ ἰ­δέ­α γιὰ τὸ κά­λυμ­μά του προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ συ­ζη­τή­σεις μὲ τὴ Μάρ­θα Κέ­νεν­τι, γρα­φί­στρια στὶς ἐκ­δό­σεις H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, ἐ­νῶ τὸ σχε­δια­σμὸ τοῦ βι­βλί­ου ἀ­νέ­λα­βε ἡ Με­λί­σα Λό­φτι. Πρό­κει­ται γιὰ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες. Τὰ κο­λὰζ τὰ δι­ά­λε­ξα ἐ­γώ. Ὅ­λοι οἱ συ­νερ­γά­τες στὶς ἐκ­δό­σεις H­o­u­g­h­t­on μὲ βο­ή­θη­σαν πο­λὺ καὶ ἀγ­κά­λια­σαν μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ τὸ βι­βλί­ο, κά­νον­τάς με νὰ νι­ώ­θω σὰν κα­νο­νι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­γὼ εἶ­χα τὴν τά­ση ν’ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι τὸν ἑ­αυ­τό μου πιὸ πο­λὺ ὡς ἕ­ναν ἐ­ρα­σι­τέ­χνη ποὺ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε ἡ τύ­χη. Ἀ­γα­πῶ τὰ βι­βλί­α, λα­τρεύ­ω τὴν αἴ­σθη­ση ποὺ σοῦ δη­μι­ουρ­γοῦν, ὅ­ταν τὰ πιά­νεις στὰ χέ­ρια σου. Ἔ­τσι, συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὰ μὲ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του, ἤ­θε­λα τὸ βι­βλί­ο ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ποὺ νὰ εὐ­χα­ρι­στεῖ τὰ δά­χτυ­λα καὶ τὰ μά­τια τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Νο­μί­ζω ὅ­τι τὸ πε­τύ­χα­με.

.

Ν.Α.: Ὑ­πάρ­χουν συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­πη­ρέ­α­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ κεί­με­νά σου;

Λ.Μ.: Ἄ­σ’ τα νὰ πᾶ­νε, δὲν τὴν μπο­ρῶ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση, για­τὶ πάν­τα ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ποὺ φο­βᾶ­μαι ὅ­τι τὸν ξέ­χα­σα ἢ τὸν θυ­μᾶ­μαι ὅ­ταν οἱ ἀ­παν­τή­σεις ἔ­χουν ἤ­δη δη­μο­σι­ευ­θεῖ. Θαυ­μά­ζω τὸν Τζὸρτζ Σόν­τερς γιὰ τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴν ἀν­θρω­πιά του, θαυ­μά­ζω τὸν Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ γιὰ τὴν ἁ­πλό­τη­τα καὶ τοὺς ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κοὺς δι­α­λό­γους του, θαυ­μά­ζω τὸν Τζ. Ρόμ­περτ Λέ­νον, τὸν Τζό­να­θαν Λί­θεμ, τὸν Πὶτ Ντέξ­τερ, τὸν Κάρ­βερ (φυ­σι­κά), τὸν Ντέ­νις Τζόν­σον, τὸν Ρά­σελ Μπάν­κς, τὸν Ἄ­λαν Χίθ­κοκ, τοὺς δύ­ο Ἀν­τρὲ Ντιμ­πούς —πρε­σβύ­τε­ρο καὶ νε­ο­τε­ρο—, τὸν Σκὸτ Μπράτ­φιλντ, τὸν Χέ­μιν­γου­ει, τὸν Ντά­νι­ελ Γοῦν­τρελ, τὸν Λά­ρι Μπρά­ουν, τὸν Τζέ­ιμς Σάλ­τερ, τὸν Τσὰρ­λς Μπάξ­τερ, τὴ Γου­έλ­τι, τὴ Φλά­νε­ρι Ὀ’ Κό­νορ, τὸ Ρόμ­περτ Στό­ουν καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς.­.. Ποῦ νὰ στα­μα­τή­σω; Μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι κά­θε βι­βλί­ο ποὺ πέ­φτει στὰ χέ­ρια μου ἔ­χει κά­τι ποὺ μὲ χτυ­πά­ει κα­τα­κού­τε­λα – μιὰ πα­ρά­γρα­φο, ἕ­να γύ­ρι­σμα μιᾶς πρό­τα­σης, μιὰ δι­εισ­δυ­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση ἑ­νὸς χα­ρα­κτή­ρα ποὺ μὲ σπρώ­χνει νὰ θέ­λω κι ἐ­γὼ νὰ γρά­ψω τό­σο κα­λά.

.

Ν.Α.: Ὑ­πάρ­χουν δι­η­γή­μα­τα ἢ συλ­λο­γὲς ποὺ ἀ­γα­πᾶς πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ συ­νή­θως προ­τεί­νεις σὲ ἄλ­λους ἀ­να­γνῶ­στες;

Λ.Μ.: Κοί­τα, συ­νή­θως δὲν κά­νω προ­τά­σεις σὲ ἄλ­λους ἀ­να­γνῶ­στες, ἀλ­λὰ ὅ­λοι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ μό­λις ἀ­νέ­φε­ρα δι­α­θέ­τουν πλού­σιους θη­σαυ­ρούς. Πάν­τως, εἰ­δι­κὰ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ προ­τεί­νω τὴ σπου­δαί­α συλ­λο­γὴ τοῦ Ἄ­λαν Χίθ­κοκ V­o­lt. Εἶ­ναι θαυ­μά­σια.

.

Ση­μει­ώ­σεις τοῦ Μεταφραστῆ:

(1) T­he S­o­c­i­al N­e­t­w­o­rk: Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ται­νί­α πα­ρα­γω­γῆς 2010 σὲ σκη­νο­θε­σί­α Ντέ­ι­βιντ Φίν­τσερ (D­a­v­id F­i­n­c­h­er). Τὸ φίλμ, ποὺ ση­μεί­ω­σε με­γά­λη εἰ­σπρα­κτι­κὴ ἐ­πι­τυ­χί­α, ἔ­χει ὡς θέ­μα του τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Φέ­ισ­μπουκ, τοῦ δη­μο­φι­λέ­στε­ρου «κοι­νω­νι­κοῦ δι­κτύ­ου». Κα­τὰ τὴν προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας στὴν Ἑλ­λά­δα ὁ τί­τλος πα­ρέ­μει­νε ἀ­με­τά­φρα­στος.

(2) «Ἀ­νώ­νυ­μοι Συγ­γρα­φεῖς»: Ἀ­να­φο­ρὰ στὴν ὀρ­γά­νω­ση «Ἀ­νώ­νυ­μοι Ἀλ­κο­ο­λι­κοί». Ἡ φρά­ση «Πρό­τα­ση πρὸς πρό­τα­ση», ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λου­θεῖ, πα­ρα­πέμ­πει στὴ φρά­ση «Βῆ­μα πρὸς βῆ­μα», κα­θὼς ἡ μέ­θο­δος ἀ­πο­το­ξί­νω­σης ἀ­πὸ τὸ ἀλ­κο­ὸλ ποὺ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται στοὺς «Ἀ­νώ­νυ­μους Ἀλ­κο­ο­λι­κοὺς» ὀ­νο­μά­ζε­ται «Μέ­θο­δος τῶν δώ­δε­κα βη­μά­των».

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: T­he Q­u­i­v­e­r­i­ng P­en, ἱ­στο­λό­γιο τοῦ συγ­γρα­φέ­α Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς (D­a­v­id A­­b­r­a­ms), ποὺ βρί­σκε­ται στὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ δι­εύ­θυν­ση http://davidabramsbooks.blogspot.gr/ , 10 Μα­ΐ­ου 2012. Τὸ πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο τῆς συ­νέν­τευ­ξης εἶ­ναι δι­α­θέ­σι­μο ἐδῶ.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς (D­a­v­id A­b­r­a­ms). Ὁ Ντέ­ι­βιντ Ἄμ­πραμς γεν­νή­θη­κε στὴν Πεν­σιλ­βά­νια καὶ σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὄ­ρεγ­κον. Ἐρ­γά­στη­κε ἐ­πὶ εἴ­κο­σι χρό­νια, μέ­χρι τὴ συν­τα­ξι­ο­δό­τη­σή του τὸ 2008, ὡς δη­μο­σι­ο­γρά­φος στὶς ἀ­με­ρι­κα­νι­κὲς ἔ­νο­πλες δυ­νά­μεις. Τὸ 2012 ἐκ­δό­θη­κε τὸ πρῶ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ τί­τλο F­o­b­b­it (G­r­o­ve P­r­e­ss).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ὁ σερίφης τῆς κομητείας μας…

.

07-Beach,Lou-OSerifisTisKomiteiasMas-Eikona-03

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

 .

02-Omikron ΣΕΡΙΦΗΣ τῆς κο­μη­τεί­ας μας, ὁ Χι­ού­ι Γου­ίλ­σον —γνω­στὸς καὶ ὡς «Κε­φτές» — μὲ τὸ ποὺ ἔ­βλε­πε κά­ποι­ον ἤ­θε­λε νὰ τοῦ πε­ρά­σει χει­ρο­πέ­δες. Ὅ­λες του οἱ γνώ­σεις γύ­ρω ἀ­π’ τὸ νό­μο δὲ θὰ γέ­μι­ζαν οὔ­τε δα­χτυ­λή­θρα, ἀλ­λὰ ὅ­σα ἤ­ξε­ρε ἀ­πὸ ἐ­ξου­σί­α θὰ ὑ­περ­χεί­λι­ζαν ὅ­λες τὶς ὑ­δρορ­ρο­ὲς ἀ­πὸ δῶ ὣς τὸν πο­τα­μό. Γι’ αὐ­τὸν ἡ δι­και­ο­σύ­νη ἦ­ταν ἁ­πλῶς ἕ­να μέ­σο ἄ­σκη­σης ἐ­ξου­σί­ας, ἀ­πο­δι­δό­ταν σὲ σκο­τει­νὰ δω­μά­τια καὶ με­τρι­ό­ταν μὲ μώ­λω­πες καὶ σπα­σμέ­να πλευ­ρά. Ὅ­ταν τὸν βρῆ­καν μὲ τὸ κε­φά­λι γερ­μέ­νο στὸ τι­μό­νι τοῦ πε­ρι­πο­λι­κοῦ, νε­κρό, ἡ φρά­ση H­a­p­py h­o­ur ἀ­πέ­κτη­σε και­νούρ­γιο νό­η­μα.

.

Ση­μεί­ω­ση: ὁ ὅ­ρος H­a­p­py h­o­ur ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῆς ἡ­μέ­ρας, κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο οἱ κα­φε­τέ­ρι­ες καὶ τὰ μπὰρ προ­σφέ­ρουν τὰ προ­ϊ­όν­τα τους σὲ μει­ω­μέ­νες τι­μές. Ὁ ὅ­ρος πα­ρα­μέ­νει ἀ­με­τά­φρα­στος, δι­ό­τι, κα­τὰ τὴν πρό­σφα­τη εἰ­σα­γω­γὴ τῆς συ­νή­θειας αὐ­τῆς στὴν Ἑλ­λά­δα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς ἔ­χει.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Διάβασα κάπου ὅτι ὁ Χίτλερ…

.

06-Beach,Lou-DiabasaKapouOtiOHitler-Eikona-02

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

 .

07-Delta-Haraldsonnenes_saga-initial-G__MuntheΙΑΒΑΣΑ κά­που ὅ­τι ὁ Χί­τλερ ἀ­γα­ποῦ­σε τοὺς σκύ­λους, κι ὅ­τι ἦ­ταν, ἐ­πί­σης, συ­ναι­σθη­μα­τι­κός. Λοι­πὸν ἐ­γὼ μπρο­στὰ σ’ ἕ­να λα­γω­νι­κὸ λι­ώ­νω καὶ μ’ ἕ­να τρα­γού­δι τοῦ Τσάρ­λι Ρὶτς τὰ γυα­λιά μου θο­λώ­νουν, ὁ­πό­τε ἄρ­χι­σαν νὰ μοῦ μπαί­νουν ἰ­δέ­ες, ξέ­ρε­τε, μή­πως βα­θιὰ μέ­σα μου μπο­ρεῖ καὶ νά ’­χω τί­πο­τα τά­σεις γιὰ μα­ζι­κὲς δο­λο­φο­νί­ες. Τό­τε δι­ά­βα­σα ὅ­τι πί­στευ­ε ἐ­πί­σης καὶ στὴν ἀ­στρο­λο­γί­α κι ἔ­νι­ω­σα πο­λὺ κα­λύ­τε­ρα, δι­ό­τι ἐ­γὼ εἶ­μαι εὐ­λα­βὴς Βα­πτι­στής. Ἄλ­λω­στε εἶ­μαι Παρ­θέ­νος, κι ἐ­μεῖς οἱ Παρ­θέ­νοι πα­ρα­μέ­νου­με ἀ­κλό­νη­τοι στὶς ἰ­δέ­ες μας.

.

Ση­μεί­ω­ση: o Τσάρ­λι Ρὶτς (C­h­a­r­l­ie R­i­ch, 1932-1995) ἦ­ταν δη­μο­φι­λὴς Ἀ­με­ρι­κα­νὸς τρα­γου­δι­στῆς καὶ συν­θέ­της κάν­τρι μου­σι­κῆς.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἤμουν νεοσύλλεκτος καὶ φοβισμένος…

.

05-Beach,Lou-ImounNeossylektos-Eikona-02

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

.

09-Htta-The_Author_of_'A_Visit_from_St__Nicholas'_-_Illuminated_HΜΟΥΝ ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ καὶ φο­βι­σμέ­νος. Κα­θό­μα­σταν ὀ­κλα­δόν, σκυμ­μέ­νοι, κρυμ­μέ­νοι πί­σω ἀ­πὸ ἕ­να στε­νὸ μο­νο­πά­τι. Δε­χό­μα­σταν κα­ται­γι­σμὸ πυ­ρῶν. Ὁ Στά­ιν μὲ κοί­τα­ξε: «Ὁ φό­βος εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να συ­νη­θι­σμέ­νο ὅ­πλο, ὅ­πως τὸ πε­ρί­στρο­φο ποὺ ἔ­χεις ζω­σμέ­νο στὴ μέ­ση σου ἢ μιὰ χει­ρο­βομ­βί­δα. Μπο­ρεῖς νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις γιὰ νὰ αὐ­το­πυ­ρο­βο­λη­θεῖς στὸ πό­δι ἢ ν’ ἀ­να­τι­νά­ξεις τὴ δι­μοι­ρί­α. Ἢ μπο­ρεῖς νὰ τὸ στρέ­ψεις πρὸς τὴν ἀ­πέ­ναν­τι πλευ­ρὰ καὶ νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἐ­χθροῦ.» Ἕ­να μή­να ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν κη­δεί­α του, κα­θὼς στε­κό­μουν πλά­ι στὸ φέ­ρε­τρό του, ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν ἂν καὶ ἡ ὀ­δύ­νη ἦ­ταν, ἴ­σως, ἕ­να ὅ­πλο.

 . Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἠ ἐλευθερία ποὺ φιλήσυχα περιπλανιόταν…

.

04-Beach,Lou-IEleytheriaPouFilisychaPeriplaniotan-Eikona-02

.

Λοὺ Μπὶτς (L­ou B­e­a­ch)

.

01-Htta ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ποὺ φι­λή­συ­χα πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν, μύ­ρι­ζε τοὺς κά­δους καὶ τὰ δέν­τρα, ἔ­πι­α­νε τὶς ἱ­πτά­με­νες μπά­λες, ἕ­να ὑ­πέ­ρο­χο μπα­σταρ­δά­κι, πλη­γώ­θη­κε ἀ­πὸ τὶς σφαῖ­ρες τοῦ ἠ­λί­θιου γεί­το­νά μου, τοῦ Νό­ρις, ἑ­νὸς μο­χθη­ροῦ κα­θάρ­μα­τος ποὺ ἔ­τσι καὶ τύ­χαι­νε νὰ πέ­σει ἡ μπά­λα σου στὸν κῆ­πο του, θὰ τὴν ἔ­κο­βε στὰ δύ­ο μὲ τσε­κού­ρι. Ἡ Ἐ­λευ­θε­ρί­α τρι­γύ­ρι­ζε στὸ χω­ρά­φι τοῦ Νό­ρις κι ἐ­κεῖ­νος τὴν πυ­ρο­βό­λη­σε μὲ τὸ του­φέ­κι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιὰ νὰ ρί­χνει στοὺς σκί­ου­ρους. Ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ ἀ­κρω­τη­ρι­ά­σου­με τὸ πί­σω ἀ­ρι­στε­ρό της πό­δι, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα κι ὡς τρί­πο­δο σκυ­λὶ εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρη ἀ­π’ τὸν Νό­ρις ὡς ἀρ­τι­με­λῆ, δί­πο­δο ἄν­θρω­πο.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἀνοίγω μιὰ κονσέρβα τόνο…

.

03-Beach,Lou-AnoigoMiaKonserbaTono-Eikona-02

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

 .

16-AlphaΝΟΙΓΩ μιὰ κον­σέρ­βα τό­νο καὶ τὴν πι­έ­ζω γιὰ νὰ φύ­γει τὸ λά­δι. Θυ­μᾶ­μαι τὰ σάν­του­ιτς ποὺ ἔ­φτια­χνες, εἶ­χαν πάν­το­τε τὴ σω­στὴ πο­σό­τη­τα μα­γι­ο­νέ­ζας, εἶ­χαν κρεμ­μύ­δια, σέ­λε­ρι, ψω­μὶ —μὲ προ­ζύ­μι— καὶ λά­χα­νο ἤ, ἂν ἤ­σουν χα­ρού­με­νη, φύ­τρα ἀ­πὸ ἀλ­φάλ­φα. Ρεμ­βά­ζω καὶ δὲν κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἔ­χω κό­ψει τὸν ἀν­τί­χει­ρά μου στὴν κον­σέρ­βα, τὸ αἷ­μα ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται μὲ τὸ λά­δι καὶ χύ­νε­ται στὸ νε­ρο­χύ­τη καὶ στοὺς σω­λῆ­νες μέ­χρι τὶς ἐγ­κα­τα­στά­σεις ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας λυ­μά­των κι ἀ­πὸ ’­κεῖ στὴ θά­λασ­σα, γιὰ νὰ τὸ βγά­λει τε­λι­κά το κύ­μα σὲ μιὰ πα­ρα­λί­α, ὅ­που οἱ δυ­ό μας κά­πο­τε ψα­ρεύ­α­με.

.

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

.

Λοὺ Μπὶτς (Lou Beach): Βρισκόμαστε σὲ μιὰ πλαγιά…

.

02-Beach,Lou-BriskomasteSeMiaPlagia-Eikona-03

.

Λοὺ Μπὶτς (L­ou B­e­a­ch)

.

11-bΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ σὲ μιὰ πλα­γιὰ μὲ θέ­α στὸν κα­ταυ­λι­σμό τους. Μό­νο τὰ γυ­ναι­κό­παι­δα, οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι καὶ οἱ ἀ­σθε­νεῖς ἀ­πο­μέ­νουν· οἱ ἄν­δρες ἔ­χουν φύ­γει, γιὰ νὰ κυ­νη­γή­σουν ἢ νὰ λε­η­λα­τή­σουν. Κα­θὼς βγά­ζω τὴ σπά­θη μου καὶ δεί­χνω πρὸς τὶς σκη­νές, βλέ­πω ν’ ἀν­τα­να­κλᾶ­ται πά­νω στὸ ἀ­πα­στρά­πτον μέ­ταλ­λο τὸ ἀ­λα­φι­α­σμέ­νο μά­τι τοῦ ἀ­λό­γου μου. Τὸ ἄ­λο­γο γνω­ρί­ζει ὅ­τι θὰ με­σο­λα­βή­σουν πυ­ρὰ καὶ κραυ­γές, ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ αἵ­μα­τος καὶ τοῦ κα­πνοῦ, μέ­χρι νὰ μπο­ρέ­σει τε­λι­κὰ νὰ ξε­δι­ψά­σει στὸν πο­τα­μό.

 .

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α.  Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

.

Σκὸτ Μπράντφιλντ (Scott Bradfield): Ὁ συγγραφέας τοῦ Φέισμπουκ

.

01-Bradfield,Scott-SyggrafeasTouFaceBook-Eikona-01

.

Σκὸτ Μπράν­τφιλντ (S­c­o­tt B­r­a­d­f­i­e­ld)

.

Ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ Φέ­ισ­μπουκ

[Λοὺ Μπὶτς / L­ou B­e­a­ch]

(T­he F­a­c­e­b­o­ok A­u­t­e­ur)

 .

10-Taph-Chronica_Polonorum_TΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ εἶ­ναι ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀν­θε­κτι­κὰ καὶ προ­σαρ­μο­στι­κὰ ὄν­τα – ὅ­πως τὰ βα­κτή­ρια ποὺ συ­νε­χῶς ἀ­να­κα­λύ­πτουν οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες στὰ ἔγ­κα­τα τῶν ἡ­φαι­στεί­ων ἢ τὰ βά­θη τῶν ὠ­κε­α­νῶν. Θάψ­τε τα στὶς ὑ­πο­φω­τι­σμέ­νες καὶ ἀ­φι­λό­ξε­νες γιὰ τὴ ζω­ὴ σε­λί­δες τῶν φοι­τη­τι­κῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν, κι αὐ­τὰ θὰ ἐ­ξα­κο­λου­θή­σουν νὰ εὐ­δο­κι­μοῦν. Ἢ γε­μί­στε τα μὲ ἐ­ξω­γή­ι­νους βγαλ­μέ­νους ἀ­πὸ φτη­νὲς ται­νί­ες καὶ μὲ τσου­λά­κια ποὺ ὁ­πλο­φο­ροῦν, κι αὐ­τὰ εὐ­χα­ρί­στως θὰ τρα­βή­ξουν τὸ δρό­μο τους, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρὸ ἀ­π’ τοὺς ὑ­πε­ρό­πτες νι­κη­τὲς τῶν βρα­βεί­ων Πού­λι­τζερ, οἱ ὁ­ποῖ­οι κά­πο­τε τὰ κοι­τοῦ­σαν μὲ μι­σὸ μά­τι (γιὰ νὰ μὴν ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὶς πε­ρι­σπού­δα­στες κρι­τι­κές τους ἐ­πι­τρο­πές). Κι αὐ­τὸ συμ­βαί­νει δι­ό­τι τὰ δι­η­γή­μα­τα δὲ χρει­ά­ζον­ται πολ­λὰ γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν – μό­νο ἕ­να στό­χο ἄ­ξιο νὰ τὸν κυ­νη­γή­σει κα­νείς, ἕ­ναν ἥ­ρωα ἄ­ξιο νὰ κυ­νη­γή­σει τὸ στό­χο καὶ τρί­α μα­γι­κὰ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὰ συ­στα­τι­κά: ἀρ­χή, μέ­ση καὶ τέ­λος. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­χε­τε στὰ χέ­ρια σας ἕ­να τέ­λεια σχη­μα­τι­σμέ­νο καὶ αὐ­τό­βου­λο τε­ρα­τά­κι. Ἀ­να­πνέ­ει. Ἀ­να­πα­ρά­γε­ται.

       Ἂν ἡ πρώ­τη συλ­λο­γὴ τοῦ Λοὺ Μπὶτς μὲ τί­τλο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ βγά­λου­με ὁ­ρι­σμέ­να συμ­πε­ρά­σμα­τα, τό­τε δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται τὰ δι­η­γή­μα­τα νὰ εἶ­ναι ὄν­τα ἀρ­κε­τὰ με­θο­δι­κὰ καὶ προ­σαρ­μο­στι­κά, ὥ­στε νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν ἀ­κό­μα καὶ στὸ Φέ­ισ­μπουκ – ἤ, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα, στὸ πε­δί­ο τοῦ Φέ­ισ­μπουκ ὅ­που δη­μο­σι­εύ­ει κα­νεὶς τὴν «κα­τά­στα­σή» του καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο μέ­χρι πρό­τι­νος δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ ὑ­περ­βαί­νει τοὺς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες· ἐ­κεῖ πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν αὐ­τὲς οἱ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες. Ὅ­μως οἱ ἱ­στο­ρί­ες εἶ­ναι μι­νι­μα­λι­στι­κὲς μό­νον ὡς πρὸς τὴν ἔ­κτα­ση, μιᾶς καὶ ἡ φαν­τα­σί­α τοῦ Μπὶτς εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη ὅ­σο ἡ γκά­μα τῶν πρω­τα­γω­νι­στῶν του. Πάρ­τε, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὸν Ζού­μα Πέν­τλε­ϊ, πρώ­ην κά­τοι­κο τοῦ Λάμ­ποκ στὸ Τέ­ξας, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἦρ­θε στὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες τὸ ’­02 μὲ τὴν κι­θά­ρα του, με­ρι­κὰ τρα­γού­δια κι ἕ­να ἄ­σχη­μο σκυ­λί». Ἢ τὴ Βέ­ρα (Μαλ­λια­ρὴ) Λάμπ, ἡ ὁ­ποί­α «ντυ­νό­ταν ἄν­δρας καὶ ξε­περ­νοῦ­σε στὶς βρι­σι­ές, στὸ πι­στό­λι καὶ τὸ πο­τὸ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε φο­ροῦ­σε παν­τε­λό­νια, στὸ Λὶ­τλ Ρὸκ τὸ 1922». Ἀ­κό­μα, ὑ­πάρ­χουν ἀρ­κε­τοὶ μο­να­χι­κοὶ ποὺ συ­χνά­ζουν σὲ μπὰρ καὶ στρι­πτι­τζά­δι­κα ἢ ὁ τύ­πος ποὺ «ἀ­νέ­λα­βε ὑ­περ­γο­λα­βί­α νὰ βά­ψει μιὰ κρε­μα­στὴ γέ­φυ­ρα πά­νω ἀ­π’ τὸν πο­τα­μὸ Μπό­ζο στὸ Κογ­κὸ» ἢ ὁ τυ­χο­δι­ώ­κτης ποὺ μπαί­νει σ’ ἕ­να δι­α­στη­μό­πλοι­ο καὶ πά­ει πρὸς τὴ Βα­θιὰ Ἀ­ποι­κί­α 7, ὅ­που, ὅ­πως τοῦ εἶ­παν, «ἡ κα­τά­στα­ση εἶ­ναι ἐν­τά­ξει, εἶ­ναι κα­θα­ρὰ» καί, δό­ξᾳ τῷ Θεῷ, μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα νὰ κα­πνί­σει ἕ­να Μάρλ­μπο­ρο. Ἐ­πει­δὴ ἕ­να δι­ή­γη­μα εἶ­ναι σύν­το­μο ἢ ἔ­στω ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μο, δὲ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­έ­χει πλή­θη (ἢ νὰ τὰ στέλ­νει σὲ ἄλ­λους πλα­νῆ­τες).

       Τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπὶτς μοιά­ζουν μὲ τὸ φλοι­ὸ ἑ­νὸς δέν­τρου, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια τρα­χύ­τη­τα καὶ σκλη­ρό­τη­τα ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν εἶ­ναι γραμ­μέ­να κα­τὰ τὰ πρό­τυ­πα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων. Βρί­σκει κα­νεὶς ἱ­στο­ρί­ες στὸ ὕ­φος τοῦ Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ καὶ τοῦ Τζὶμ Τόμ­σον, στὶς ὁ­ποῖ­ες ἴ­σως συ­ναν­τή­σε­τε κά­ποι­ον ἀ­νώ­νυ­μο μπρά­βο ν’ ἀ­νη­συ­χεῖ μή­πως κόλ­λη­σε σπα­νά­κι ἀ­πὸ τὰ κα­νε­λό­νια στὰ δόν­τια του, ἐ­νῶ πα­σχί­ζει νὰ μὴν κοι­τά­ξει τὸ πτῶ­μα ποὺ κά­ποιος ἄ­φη­σε στὸ πί­σω κά­θι­σμα τοῦ αὐ­το­κι­νή­του του. Ἢ βρί­σκει κα­νεὶς ἱ­στο­ρί­ες στὸ ὕ­φος τοῦ Τέ­ρι Γκί­λιαμ, τοῦ ἰ­δι­όρ­ρυθ­μου καλ­λι­τέ­χνη τοῦ κο­λὰζ (πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, τὰ κο­λὰζ τοῦ ἴ­διου τοῦ Μπὶτς κο­σμοῦν μου­σεῖ­α, ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων καὶ πολ­λὲς σε­λί­δες αὐ­τοῦ του βι­βλί­ου, ποὺ ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν τε­χνι­κὴ τοῦ κο­λάζ), στὶς ὁ­ποῖ­ες ἕ­να φορ­τη­γὸ πλοῖ­ο κα­τα­πλέ­ει σὲ μιὰ ὡ­ραί­α ἀ­στι­κὴ γει­το­νιὰ καὶ γί­νε­ται κα­τά­στη­μα τῆς Ι­ΚΕ­Α, ἢ ἕ­νας ἄν­δρας κρύ­βει κά­τω ἀ­π’ τὸ κα­πέ­λο του ἕ­να σπί­νο ποὺ κα­θα­ρί­ζει μὲ τὸ ράμ­φος του τὸ φτέ­ρω­μά του. Ὅ­μως τὰ κα­λύ­τε­ρα δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπὶτς συ­ναν­τῶν­ται στὴν ἀ­κό­μα πιὸ σκο­τει­νή, ἀ­κό­μα πιὸ ἀ­στεί­α καὶ πο­λὺ πιὸ σου­ρε­α­λι­στι­κὴ ζώ­νη ποὺ χω­ρί­ζει τοὺς ἄν­δρες ἀ­π’ τὶς γυ­ναῖ­κες – κά­τι σὰν Λά­ρι Μπρά­ουν μὲ πά­γο κι ἀ­μέ­σως με­τὰ ἕ­να σφη­νά­κι, γιὰ τὴ γεύ­ση, ἀ­πὸ Ρί­τσαρντ Φόρντ. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­π’ αὐ­τὰ εἶ­ναι σχε­δὸν πλή­ρως ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες πά­νω στὸ τί συμ­βαί­νει ὅ­ταν οἱ ἄν­δρες βι­ώ­νουν τὴν ἀ­νοί­κεια καὶ συγ­κε­χυ­μέ­νη αἴ­σθη­ση ἑ­νὸς τέ­λους κι εἶ­ναι πιὰ ἀρ­γὰ ν’ ἀν­τι­δρά­σουν:

       «Ἀ­φό­του ἔ­φυ­γε ἡ γυ­ναί­κα του, ἔ­γι­νε ὁ ἴ­διος ἡ σύ­ζυ­γός του: σι­δέ­ρω­νε τὰ ἐ­σώ­ρου­χά του, ξε­σκό­νι­ζε τὰ ρά­φια, ἔ­βγα­ζε τὰ μπιμ­πε­λὸ ἀ­πὸ τὴν τρα­πε­ζα­ρί­α κι ἔ­πει­τα τὰ ξα­νά­βα­ζε προ­σε­κτι­κὰ στὴ θέ­ση τους, ὅ­ταν εἶ­χε πιὰ πε­ρά­σει τὰ ἔ­πι­πλα μὲ κε­ρί. Φο­ροῦ­σε τὴν πο­διά της καὶ συ­χνὰ μα­γεί­ρευ­ε φα­γη­τὰ κα­τσα­ρό­λας. Κά­ποι­ες φο­ρὲς ἔμ­παι­νε στὴν ντου­λά­πα της, κα­θό­ταν στὸ πά­τω­μα κι ἔ­χω­νε τὸ πρό­σω­πό του στὰ φο­ρέ­μα­τά της, ἀ­π’ τὴ μιὰν ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη, σὰν σκυ­λὶ ποὺ ψά­χνει μέ­σα στὰ χόρ­τα τοῦ χω­ρα­φιοῦ.»

       Οἱ 420 χα­ρα­κτῆ­ρες εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πο­λαυ­στι­κό, δι­α­σκε­δα­στι­κὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­α­βά­ζε­ται σὲ μί­α ἢ δύ­ο κα­θι­σι­ές, ὅ­μως οἱ ἱ­στο­ρί­ες στὸ σύ­νο­λό τους ἀ­φή­νουν μιὰ ἐ­πί­γευ­ση σπου­δαι­ό­τη­τας καὶ χιοῦ­μορ, καὶ τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μ’ ἕ­να συγ­γρα­φέ­α μὲ συγ­κρο­τη­μέ­νη ἄ­πο­ψη. Αὐ­τὸς ὁ ἑ­τε­ρο­γε­νὴς κό­σμος τῶν μι­κρο­σκο­πι­κῶν δι­η­γη­μά­των εἶ­ναι ἕ­νας κό­σμος εὐ­ρύς, εἶ­ναι μιὰ κα­λο­σχε­δι­α­σμέ­νη ἀλ­λη­λου­χί­α πει­ρα­μά­των πά­νω στὴ σμί­κρυν­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να πει­ρά­μα­τα δί­νουν πρω­τό­τυ­πα καὶ γο­η­τευ­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα (ὅ­πως τὸ ἀ­νω­τέ­ρω δι­ή­γη­μα, ποὺ πα­ρα­τέ­θη­κε στὸ σύ­νο­λό του), ἐ­νῶ ἀ­πὸ ἄλ­λα προ­κύ­πτουν πα­ρά­δο­ξα καὶ μπερ­δε­μέ­να τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα, ποὺ θυ­μί­ζουν τὴ θλι­βε­ρὴ κα­τά­λη­ξη τοῦ Ἀν­τρὲ Ντε­λὰμ­πρ στὴν ται­νί­α Ἡ μύ­γα τοῦ 1958. Στὸ τέ­λος, ὡ­στό­σο, ἀ­π’ τὶς σε­λί­δες αὐ­τὲς βγαί­νει θρι­αμ­βευ­τὴς ὄ­χι μό­νον ὁ Μπὶτς ἀλ­λὰ τὸ ἴ­διο το δι­ή­γη­μα. Δι­ό­τι ἂς τὸ πα­ρα­δε­χτοῦ­με, ἁ­πλού­στα­τα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με τί­πο­τα σ’ αὐ­τὸν τὸ δι­α­βο­λά­κο – κόψ­τε τον, συμ­πι­έ­στε τὸν, ψη­φι­ο­ποι­ῆ­στε τον, Ὀ­στε­ρο­ποι­ῆ­στε τον, Οὐ­λι­πο­ποι­ῆ­στε τον, ἀ­κό­μα ἀ­κό­μα Μαρ­τι­νο­ποι­ῆ­στε τον ἢ κοι­νω­νι­κο-δι­κτυ­ο­ποι­ῆ­στε τον: πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός!

.

Ση­μει­ώ­σεις:

Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ: ὁ Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ (E­l­m­o­re L­e­o­n­a­rd, 1925) εἶ­ναι Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας εὐ­πώ­λη­των ἀ­στυ­νο­μι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των.

Τζὶμ Τόμ­σον: ὁ Τζὶμ Τόμ­σον (J­im T­h­o­m­p­s­on, 1906-1977) ἦ­ταν Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ὅ­πως κι ὁ Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ, ἔ­γρα­ψε πολ­λὰ εὐ­πώ­λη­τα ἀ­στυ­νο­μι­κὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ὡ­στό­σο τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ἡ κρι­τι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρι­σε κι ἄλ­λες ἀ­ρε­τὲς στὸ ἔρ­γο του, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­τάς τον στα­δια­κὰ ἀ­πὸ τὸ στίγ­μα τοῦ «συγ­γρα­φέ­α λα­ϊ­κῆς κα­τα­νά­λω­σης».

Τέ­ρι Γκί­λιαμ: ὁ Τέ­ρι Γκί­λιαμ (T­e­r­ry G­i­l­l­i­am, 1940) εἶ­ναι Βρε­τα­νὸς —γεν­νη­μέ­νος στὶς Η­ΠΑ— σκη­νο­θέ­της τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ δη­μι­ουρ­γὸς κο­λὰζ καὶ κι­νου­μέ­νων σχε­δί­ων, μέ­λος τῆς θρυ­λι­κῆς ὁ­μά­δας Βρε­τα­νῶν κω­μι­κῶν «Μόν­τι Πά­ι­θον» (M­o­n­ty P­y­t­h­on).

Λά­ρι Μπρά­ουν μὲ πά­γο κι ἀ­μέ­σως με­τὰ ἕ­να σφη­νά­κι, γιὰ τὴ γεύ­ση, ἀ­πὸ Ρί­τσαρντ Φόρντ: ὁ Λά­ρι Μπρά­ουν (L­a­r­ry B­r­o­wn, 1951-2004) ἦ­ταν Ἀ­με­ρι­κα­νὸς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος καὶ δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Ὁ Ρί­τσαρντ Φὸρντ (R­i­c­h­a­rd F­o­rd, 1944) εἶ­ναι ἐ­πί­σης Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος. Ἀμ­φό­τε­ροι το­πο­θε­τοῦν­ται ἀ­πὸ τὴν κρι­τι­κὴ στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα τοῦ λε­γό­με­νου Βρό­μι­κου ρε­α­λι­σμοῦ (D­i­r­ty r­e­a­l­i­sm), ποὺ ξε­κί­νη­σε στὶς Η­ΠΑ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­70. Συ­χνὸ θέ­μα στὰ κεί­με­να τῶν πε­ζο­γρά­φων τοῦ ρεύ­μα­τος αὐ­τοῦ εἶ­ναι ὁ βί­ος μο­να­χι­κῶν ἀν­δρῶν, κυ­ρί­ως τῆς ἐρ­γα­τι­κῆς τά­ξης.

Ἀν­τρὲ Ντε­λάμ­πρ: στὴν ται­νί­α τοῦ Κὲρτ Νό­ι­μαν (K­u­rt N­e­u­m­a­nn, 1908-1958) Ἡ μύ­γα (1958) ὁ πρω­τα­γω­νι­στής, ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἀν­τρὲ Ντε­λάμ­πρ, χά­νει τὴ ζω­ὴ του, ὅ­ταν μιὰ ὑ­δραυ­λι­κὴ πρέ­σα τοῦ λι­ώ­νει τὸ κε­φά­λι.

Ὀ­στε­ρο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ πε­ζο­γρά­φο καὶ ποι­η­τὴ Πὸλ Ὄ­στερ (P­a­ul A­u­s­t­er, 1947).

Οὐ­λι­πο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὴν πε­ρί­φη­μη λο­γο­τε­χνι­κὴ ὁ­μά­δα «Οὐ­λι­πό» (O­u­l­i­po) ἢ «Ἐρ­γα­στή­ριο δυ­νη­τι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας», ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­κε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­60. Στὴν ὁ­μά­δα «Οὐ­λι­πό» συμ­με­τεῖ­χαν με­τα­ξὺ ἄλ­λων οἱ Ρε­ϊ­μὸν Κε­νὸ (R­a­y­m­o­nd Q­u­e­n­e­au, 1923-1976), Ζὸρζ Πε­ρὲκ (G­e­o­r­g­es P­e­r­ec, 1936-1982) καὶ Ἴ­τα­λο Καλ­βί­νο (I­t­a­lo C­a­l­v­i­no, 1923-1985).

Μαρ­τι­νο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ πε­ζο­γρά­φο Τζὸρτζ Ρ.Ρ. Μάρ­τιν (G­e­o­r­ge R.R. M­a­r­t­in, 1948). Ὁ Μάρ­τιν εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας ἔρ­γων τρό­μου καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας. Εἶ­ναι γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὴ σει­ρὰ μυ­θι­στο­ρη­μά­των φαν­τα­σί­ας Ἕ­να τρα­γού­δι τοῦ πά­γου καὶ τῆς φω­τιᾶς (A s­o­ng of i­ce a­nd f­i­re), ἡ ὁ­ποί­α δι­α­σκευ­ά­στη­κε γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση μὲ τί­τλο G­a­me of thro­­n­es.

Κοι­νω­νι­κο-δι­κτυ­ο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὰ λε­γό­με­να «μέ­σα κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης» (Φέ­ισ­μπουκ, Του­ί­τερ κ.ἄ.)

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 .

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: S­c­o­tt B­r­a­d­f­i­e­ld, «T­he F­a­c­e­b­o­ok A­u­t­e­ur», T­he N­ew Y­o­rk Ti­mes, 30 Δε­κεμ­βρί­ου 2011. Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι δι­α­θέ­σι­μο στὴ δι­εύ­θυν­ση:

http://www.nytimes.com/2012/01/01/books/review/420-characters-stories-written-and-illustrated-by-lou-beach-book-review.html?_r=2&nl=books&emc=booksupdateema3

Σκὸτ Μπράν­τφιλντ (Scott Bradfield) (1955) Ἀ­με­ρι­κα­νὸς δο­κι­μι­ο­γρά­φος, κρι­τι­κὸς καὶ δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Συ­νερ­γά­ζε­ται ὡς κρι­τι­κὸς μὲ τὸ T­i­m­es L­i­t­e­r­a­ry S­u­p­p­l­e­m­e­nt, τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες O­b­server, I­n­d­e­p­e­n­d­e­nt κ.ἄ., καὶ δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο K­i­n­g­s­t­on τοῦ Λον­δί­νου.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

.