Ρόμπερτ Φόξ (Robert Fox)
Παραμύθι
(A Fable)
ΝΕΑΡΟΣ ἦταν φρεσκοξυρισμένος καὶ καλοντυμένος. Ἦταν Δευτέρα, νωρὶς τὸ πρωί, ὅταν ἐπιβιβάστηκε στὸν ὑπόγειο σιδηρόδρομο. Ἦταν ἡ πρώτη μέρα τῆς πρώτης του δουλειᾶς καὶ ἔνιωθε ἀμήχανα: δὲν ἤξερε ἀκριβῶς ποιὰ θὰ ἦταν ἡ δουλειά του. Κατὰ τ’ ἄλλα ἔνιωθε ὑπέροχα. Ἀγαποῦσε τοὺς πάντες στὸ δρόμο καὶ ὅλους ποὺ ἔμπαιναν στὸ τρένο, καὶ ἀγαποῦσε τὸν κόσμο γιατί ἦταν μιὰ ὄμορφη ἀνέφελη μέρα, ἡ πρώτη τῆς πρώτης του δουλειᾶς.
Χωρὶς νὰ κλοτσήσει κανέναν, ὁ νεαρὸς κατάφερε νὰ βρεῖ μιὰ θέση στὸ τρένο γιὰ τὸ Μανχάταν. Ὁ συρμὸς γέμισε γρήγορα: ὁ νεαρὸς κοίταξε γύρω του, τοὺς ὄρθιους ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ κάθονται αὐτοὶ στὴ θέση του. Ἀνάμεσά τους ἦταν μιὰ μητέρα καὶ μιὰ κόρη ποὺ εἶχαν βγεῖ γιὰ ψώνια. Ἡ κόρη, μιὰ ὄμορφη ξανθιὰ κοπέλα μὲ ἁπαλὸ δέρμα, τοῦ τράβηξε ἀμέσως τὸ ἐνδιαφέρον.
«Σὲ κοιτάζει», ψιθύρισε ἡ μητέρα στὴν κόρη.
«Ναί, μητέρα, νιώθω πολὺ ἄβολα. Τί νὰ κάνω;»
«Σὲ ἔχει ἐρωτευτεῖ.»
«Μὲ ἔχει ἐρωτευτεῖ; Μὰ ποῦ τὸ κατάλαβες;»
«Ἡ μητέρα σου εἶμαι.»
«Καὶ τί νὰ κάνω;»
«Τίποτα. Θὰ προσπαθήσει νὰ σοῦ μιλήσει. Ἂν τὸ κάνει, ἀπάντησέ του. Νὰ εἶσαι εὐγενική. Μικρὸ ἀγόρι εἶναι ἀκόμα.»
Τὸ τρένο ἔφτασε στὸ ἐπιχειρηματικὸ κέντρο καὶ κατέβηκαν πολλοὶ ἐπιβάτες. Ἄδειασαν θέσεις καὶ τὸ κορίτσι μὲ τὴ μητέρα της κάθισαν ἀπέναντι ἀπὸ τὸν νεαρό. Αὐτὸς συνέχισε νὰ κοιτάζει τὸ κορίτσι καὶ αὐτὴ κοίταζε κάθε τόσο νὰ δεῖ ἂν τὴν κοιτοῦσε.
Ὁ νεαρὸς ἔδωσε τὴ θέση του σ’ ἕναν ἡλικιωμένο κύριο, μιὰ καλὴ δικαιολογία νὰ σταθεῖ ὄρθιος πάνω ἀπὸ τὸ κορίτσι καὶ τὴ μητέρα. Αὐτὲς ἀντάλλασσαν ψιθυριστὲς κουβέντες καὶ ὅλο κοιτοῦσαν πρὸς τὸ μέρος του. Σὲ μιὰ ἄλλη στάση ἄδειασε τὸ κάθισμα δίπλα στὸ κορίτσι καὶ ὁ νεαρὸς μπορεῖ νὰ κοκκίνισε ἀλλὰ ἔσπευσε νὰ καθίσει ἐκεῖ.
«Τὸ ἤξερα», ψιθύρισε ἡ μητέρα μέσα ἀπὸ τὰ δόντια της. «Τὸ ἤξερα, τὸ ἤξερα.»
Ὁ νεαρὸς ξερόβηξε καὶ σκούντησε τὸ κορίτσι. Αὐτὴ πετάχτηκε ξαφνιασμένη.
«Μὲ συγχωρεῖτε», τῆς εἶπε. «Εἶστε πολὺ ὡραία κοπέλα.»
«Σᾶς εὐχαριστῶ», τοῦ εἶπε αὐτή.
«Μὴν τοῦ μιλᾶς», τῆς εἶπε ἡ μητέρα της. «Μὴν τοῦ ἀπαντᾶς. Σὲ προειδοποιῶ. Πίστεψέ με».
«Σὲ ἔχω ἐρωτευτεῖ», εἶπε αὐτὸς στὸ κορίτσι.
«Δὲν σὲ πιστεύω», τοῦ ἀπάντησε αὐτή.
«Μὴν τοῦ ἀπαντάς», τῆς εἶπε ἡ μητέρα της.
«Ἀλήθεια σοῦ λέω», ἐπέμεινε αὐτός. «Μάλιστα εἶμαι τόσο ἐρωτευμένος ποὺ θέλω νὰ σὲ παντρευτῶ.»
«Δουλειὰ ἔχεις;» τὸν ρώτησε αὐτή.
«Ναί, σήμερα εἶναι ἡ πρώτη μέρα. Πηγαίνω στὸ Μανχάταν νὰ ξεκινήσω σήμερα».
«Τί δουλειὰ θὰ κάνεις;» τὸν ρώτησε.
«Δὲν ξέρω ἀκριβῶς», τῆς εἶπε. «Δὲν ἄρχισα ἀκόμα, βλέπεις.»
«Συναρπαστικὸ ἀκούγεται», εἶπε αὐτή.
«Εἶναι ἡ πρώτη μου δουλειά, ἀλλὰ θὰ ἔχω δικό μου γραφεῖο καὶ θὰ περνᾶνε πολλὰ χαρτιὰ ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ θὰ τὰ κουβαλάω μὲ ἕνα χαρτοφύλακα καὶ θὰ παίρνω καλὰ λεφτὰ καὶ θὰ φτάσω ψηλά.»
«Σ’ ἀγαπῶ», τοῦ εἶπε αὐτή.
«Θὰ μὲ παντρευτεῖς;»
«Δὲν ξέρω. Πρέπει νὰ ρωτήσω τὴ μητέρα μου.»
Ὁ νεαρὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ἀφοῦ καθάρισε καλὰ καλὰ τὸ λαιμό του, τῆς εἶπε: «Μπορῶ νὰ ἔχω τὴν τιμὴ νὰ ζητήσω τὸ χέρι τῆς κόρης σας;», ἀλλὰ ὁ θόρυβος τοῦ τρένου σκέπασε τὰ λόγια του.
Ἡ μητέρα σήκωσε τὸ βλέμμα καὶ τὸν κοίταξε. «Τί;» τοῦ εἶπε. Οὔτε αὐτὸς μποροῦσε νὰ τὴν ἀκούσει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κίνηση τῶν χειλιῶν της καὶ ἀπὸ τὴν σύσπαση τοῦ προσώπου της κατάλαβε ὅτι τὸν ρώτησε «Τί;».
Τὸ τρένο σταμάτησε σ’ ἕνα σταθμό.
«Μπορῶ νὰ ἔχω τὴν τιμὴ νὰ ζητήσω τὸ χέρι τῆς κόρης σας;» εἶπε φωναχτά, λησμονώντας ὅτι εἶχε σταματήσει ὁ θόρυβος τοῦ τρένου.
Ὅλοι οἱ ἐπιβάτες τοῦ τρένου τὸν κοίταξαν, χαμογέλασαν καὶ χειροκρότησαν.
«Τρελάθηκες;» ρώτησε ἡ μητέρα. Τὸ τρένο ξεκίνησε πάλι. «Τί;» τὴ ρώτησε.
«Γιατί θὲς νὰ τὴν παντρευτεῖς;» τὸν ρώτησε.
«Μά, εἶναι ὄμορφη – θέλω νὰ πῶ, τὴν ἔχω ἐρωτευτεῖ.»
«Μόνο αὐτό;»
«Ἔτσι νομίζω», εἶπε. «Χρειάζεται κάτι παραπάνω;»
«Ὄχι, συνήθως ὄχι», εἶπε ἡ μητέρα. «Ἐργάζεσαι κάπου;»
«Ναί, ἐργάζομαι. Μάλιστα γι’ αὐτὸ πηγαίνω τόσο νωρὶς στὸ Μανχάταν. Σήμερα εἶναι ἡ πρώτη μέρα τῆς πρώτης μου δουλειᾶς.»
«Συγχαρητήρια», εἶπε ἡ μητέρα.
«Σᾶς εὐχαριστῶ», ἀπάντησε αὐτός. «Μπορῶ νὰ παντρευτῶ τὴν κόρη σας;»
«Ἔχεις αὐτοκίνητο;»
«Ὄχι ἀκόμα, ἀλλὰ εἶναι βέβαιο ὅτι σύντομα θὰ ἀποκτήσω. Καὶ σπίτι.»
«Καὶ σπίτι;»
«Μὲ πολλὰ δωμάτια.»
«Ναί, αὐτὸ περίμενα ὅτι θὰ ἔλεγες», συνέχισε ἐκείνη. Γύρισε πρὸς τὸ μέρος τῆς κόρης της. «Τὸν ἀγαπᾶς;»
«Ναί, μητέρα, τὸν ἀγαπῶ.»
«Γιατί;»
«Γιατί εἶναι καλὸς καὶ τρυφερὸς καὶ εὐγενικός.»
«Εἶσαι σίγουρη;»
«Εἶμαι.»
«Τότε τὸν ἀγαπᾶς πραγματικά.»
«Ναί».
«Εἶσαι σίγουρη ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσεις καὶ νὰ θὲς νὰ παντρευτεῖς;»
«Ὄχι, μητέρα», εἶπε τὸ κορίτσι.
«Ὡραῖα, λοιπόν», εἶπε ἡ μητέρα στὸν νεαρό. «Φαίνεται ὅτι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κάνω κάτι γι’ αὐτό. Ξαναρώτα την.» Τὸ τρένο σταμάτησε.
«Πολυαγαπημένη μου», εἶπε αὐτός, «θὰ μὲ παντρευτεῖς;»
«Ναί», τοῦ εἶπε αὐτή. Ὅλοι οἱ ἐπιβάτες τοῦ βαγονιοῦ χαμογέλασαν καὶ χειροκρότησαν.
«Δὲν εἶναι ὑπέροχη ἡ ζωή;» εἶπε ὁ νεαρὸς στὴ μητέρα.
«Πανέμορφη», τοῦ ἀπάντησε αὐτή.
Ὁ εἰσπράκτορας κατέβηκε ἀπὸ τὸ χώρισμα ἀνάμεσα στὰ βαγόνια καί, καθὼς ξεκινοῦσε πάλι τὸ τρένο, ἔφτιαξε τὴ σκουρόχρωμη γραβάτα του καὶ τοὺς πλησίασε κρατώντας ἕνα ἐπίσημο μαῦρο βιβλίο.
[Ἡ δραματοποίηση πεζογραφικῶν κειμένων ποὺ τὰ τελευταῖα ἔτη σαρώνει τὴ ἑλληνικὴ θεατρικὴ σκηνή (ἀπομένει ὁ τηλεφωνικὸς κατάλογος) ἔχει τὸ προηγούμενό της στὴν διαδεδομένη πρακτικὴ τοῦ διαδικτύου ἐρασιτέχνες καὶ νέοι καλλιτέχνες νὰ δραματοποιοῦν γνωστὰ καὶ ἄγνωστα μικρὰ διηγήματα. Ἕνα φαινόμενο ποὺ περιλαμβάνει ἐξαιρετικὰ δείγματα, ὅπως τὸ «Ροχέλιο» τοῦ Γκιγέρμο Ἀρριάγα ποὺ ἀναρτήσαμε ἐδῶ, ἕως τὸ παρακάτω ἐρασιτεχνικὸ βίντεο ποὺ παραθέτουμε γιὰ τὴν τεκμηρίωση τοῦ φαινομένου (γιὰ τὴν καλύτερη παρακολούθηση τῶν διαλόγων παραθέτουμε καὶ τὸ ἀγγλικὸ πρωτότυπο):
Robert Fox
A Fable
THE YOUNG MAN was clean shaven and neatly dressed. It was early Monday morning and he got on the subway. It was the first day of his first job and he was slightly nervous; he didn’t know exactly what his job would be. Otherwise he felt fine. He loved everybody he saw. He loved everybody on the street and everybody disappearing into the subway, and he loved the world because it was a fine clear day and he was starting his first job.
Without kicking anybody, the young man was able to find a seat on the Manhattan-bound train. The car filled quickly and he looked up at the people standing over him envying his seat. Among them were a mother and daughter who were shopping. The daughter was a beautiful girl with blond hair and soft-looking skin, and he was immediately attracted to her.
“He’s staring at you,” the mother whispered to the daughter.
“Yes, Mother, I feel so uncomfortable. What shall I do?”
“He’s in love with you.”
“In love with me? How can you tell?”
“Because I’m your mother.”
“But what shall I do?”
“Nothing. He’ll try to talk to you. If he does, answer him, be nice to him. He’s only a boy.”
The train reached the business district and many people got off. The girl and her mother found seats opposite the young man. He continued to look at the girl who occasionally looked to see if he was looking at her.
The young man found a good pretext for standing in giving his seat to an elderly woman. He stood over the girl and her mother. They whispered back and forth and looked up at him. At another stop the seat next to the girl was vacated, and the young man blushed but quickly took it. “I knew it,” the mother said between her teeth. “I knew it, I knew it.”
The young man cleared his throat and tapped the girl. She jumped.
“Pardon me,” he said. “You’re a very pretty girl.”
“Don’t talk to him,” her mother said. “Don’t answer him. I’m warning you. Believe me.”
“I’m in love with you,” he said to the girl.
“I don’t believe you,” the girl said.
“Don’t answer him,” the mother said.
“I really do,” he said. “In fact, I’m so much in love with you that I want to marry you.”
“Do you have a job?” she said.
“Yes, today is my first day. I’m going to Manhattan to start my first day of work.”
“What kind of work will you do?” she asked.
“I don’t know exactly,” he said. “You see, I didn’t start yet.”
“It sounds exciting,” she said.
“It’s my first job, but I’ll have my own desk and handle a lot of papers and carry them around in a briefcase, and it will pay well,” and I’ll work my way up.”
“I love you,” she said.
“Will you marry me?”
“I don’t know. You’ll have to ask my mother.”
The young man rose from his seat and stood before the girl’s mother. He cleared his throat very carefully for a long time. “May I have the honor of having your daughter’s hand in marriage?” he said, but he was drowned out by the subway noise.
The mother looked up at him and said, “What?” He couldn’t hear her either, but he could tell by the movement of her lips and by the way her face wrinkled up that she said, What.
The train pulled to a stop.
“May I have the honor of having your daughter’s hand in marriage!” he shouted, not realizing there was no subway noise. Everybody on the train looked at him, smiled, and then they all applauded.
“Are you crazy?” the mother asked.
The train started again.
“What?” he said.
“Why do you want to marry her?” she asked.
“Well, she’s pretty — I mean, I’m in love with her.”
“Is that all?”
“I guess so,” he said. “Is there supposed to be more?”
“No. Not usually,” the mother said. “Are you working?”
“Yes. As a matter of fact, that’s why I’m going to Manhattan so early. Today is the first day of my first job.”
“Congratulations,” the mother said.
“Thanks,” he said. “Can I marry your daughter?”
“Do you have a car?” she asked.
“Not yet,” he said. “But I should be able to get one pretty soon. And a house, too.”
“A house?”
“With lots of rooms.”
“Yes, that’s what I expected you to say,” she said. She turned to her daughter. “Do you love him?”
“Yes, Mother, I do.”
“Why?”
“Because he’s good, and gentle, and kind.”
“Are you sure?”
“Yes.”
“Then you really love him.”
“Yes.”
“Are you sure there isn’t anyone else you might love and might want to marry?”
“No, Mother,” the girl said.
“Well, then,” the mother said to the young man. “Looks like there’s nothing I can do about it. Ask her again.”
The train stopped.
“My dearest one,” he said, “will you marry me?”
“Yes,” she said.
Everybody in the car smiled and applauded.
“Isn’t life wonderful?” the boy asked the mother.
“Beautiful,” the mother said.
The conductor climbed down from between the cars as the train started up and, straightening his dark tie, approached them with a solemn black book in his hand.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986. Πρώτη δημοσίευση στὸ περιοδικὸ The Midwestern University Quarterly, 1966, ἀρ. 3. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ προσεχὲς τεῦχος τοῦ Πλανόδιου τὸ ἀφιερωμένο στὸ ἀμερικανικὸ μπονζάι.
Ρόμπερτ Φόξ (Robert Fox). Διαμένει στὸ Κολόμπους τοῦ Ὀχάιο. Γράφει καὶ δημοσιεύει πεζογραφία γιὰ πάνω ἀπὸ τρεῖς δεκαετίες. Τὸ 1987 κυκλοφόρησε τὸ ἔργο του Tlar & Codpol: The Last American Revolution / Confessions of a Dead Politician. Two novels dy Robert Fox. Ὁ Φὸξ γράφει ἐπίσης καὶ παίζει μπλοὺζ καὶ ἔχει κυκλοφορήσει ἕνα CD μὲ τίτλο Primary Blues. Εἶναι συντονιστὴς ἑνὸς προγράμματος λογοτεχνίας γιὰ τὸ Συμβούλιο Τεχνῶν τοῦ Ὀχάιο, καὶ ἱδρυτὴς (1973) τοῦ ἐκδοτικοῦ «Carpenter Press». Γιὰ τὰ ὑπέρμικρα διηγήματά του δηλώνει: «Οἱ προσπάθειές μου ἐμπνέονται ἀπὸ ἕνα ἀπίθανο μίγμα συγγραφέων: Σαρογιάν, Μπαμπέλ, καὶ Μπόρχες.»
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Νίκος Λίγγρης (Ἡράκλειο Κρήτης, 1948) Λεξικογράφος, συγγραφέας ἐκπαιδευτικῶν βιβλίων καὶ μεταφραστής. Δίδαξε ἀγγλικά, δούλεψε στὴν ἑλληνικὴ ὑπηρεσία τοῦ BBC, ἔχει κάνει ὅλα σχεδὸν τὰ εἴδη τῆς μετάφρασης, καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια βοηθᾶ μεταφραστὲς μέσῳ ἑνὸς μεταφραστικοῦ φόρουμ ποὺ ἔχει ἱδρύσει. Οἱ μεταφράσεις του ἔγιναν στὸ μονοτονικὸ καὶ πολυτονίστηκαν σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ περιοδικοῦ.
Φωτογραφία: Πίνακας τοῦ Κestutis Κasparavicius.
Filed under: Fox Robert,Αγγλικά,ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ,Ερωτας,Λίγγρης Νίκος,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Ρεαλισμός | Tagged: Αμερικανικό διήγημα,Νίκος Λίγγρης,Robert Fox | Τὰ σχόλια στὸ Ρόμπερτ Φόξ (Robert Fox): Παραμύθι ἔχουν κλείσει