Λουὶς Ματέο Ντίεθ (Luis Mateo Díez): Τὸ γράμμα


Diez,LuisMateo-ToGramma-Eikona-02


Λουὶς Ματέο Ντίεθ (Luis Mateo Díez)

 

Τὸ γράμμα

(La carta)


Diez,LuisMateo-ToGramma-Eikona-01


05-Kappa-351px-K_oiseaux_svgΑΘΕ ΠΡΩΪ, φτά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο, κά­θο­μαι, ἀ­νά­βω τὸ φῶς, ἀ­νοί­γω τοὺς φα­κέ­λους μου καί, πρὶν ἀρ­χί­σω τὴν κα­θη­με­ρι­νή μου ἐρ­γα­σί­α, γρά­φω μί­α ἀ­ρά­δα στὸ μα­κρο­σκε­λὲς γράμ­μα ὅ­που, ἐ­δῶ καὶ δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια, ἐ­ξη­γῶ μὲ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια τὶς αἰ­τί­ες τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας μου.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ μικροδιηγημάτων Los males menores, Ἐκδόσεις Ε­spa­sa, 2001.

Λου­ὶς Μα­τέ­ο Ντί­εθ (Luis Mateo Díez) (Βι­για­μπλί­νο, Λε­όν, Ἱ­σπα­νία, 1942). Ἰ­σπα­νός συγ­γρα­φέ­ας καὶ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κός. Στὰ ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φο­ρεῖ τὸ μυ­θι­στό­ρημά του  μα­γι­κὴ πη­γὴ τῆς νιό­της. Ἄλ­λα ἔρ­γα τουA­pó­cri­fo del cla­vel y la es­pi­na (1988), Las ho­ras com­ple­tas (1990),El ex­pe­di­en­te del ná­u­fra­go (1992), Ca­mi­­no de per­di­ción (1995), La mi­ra­da del al­ma (1997), El pa­ra­í­so de los mor­ta­les (1998), Dí­as del Des­ván (1999), Fan­tas­mas del in­vier­no (2004).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἀναπληρωτὴς κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Λoυίς Ματέο Ντίεθ (Luis Mateo Díez): Ἕνας θησαυρός

 

 

Λoυίς Ματέο Ντίεθ (Luis Mateo Díez)

 

Ἕνας Θησαυρὸς 

(Un tesoro)

 

ΑΞΙΔΕΨΑ στὴ μι­κρὴ πό­λη ποὺ γεν­νή­θη­κε ἡ γυ­ναί­κα μου ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα τοῦ Φλε­βά­ρη.

Πή­γαι­να γιὰ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σω μιὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς τε­λευ­ταῖ­ες ἐ­πι­θυ­μί­ες ποὺ ἂν ὑ­πό­σχε­ται κά­ποι­ος νὰ σε­βα­στεῖ, εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο λό­γῳ τῆς συ­νεί­δη­σης τοῦ πό­νου καὶ τῆς μνή­μης, πα­ρὰ ἀ­πὸ τὴ δι­ά­θε­ση νὰ τὶς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει καὶ ἤ­μουν ἀ­κό­μα συγ­κλο­νι­σμέ­νος ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­που­σί­α ποὺ τὴ θλί­ψη της δὲν εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει ὁ χρό­νος νὰ ἁ­πα­λύ­νει.

       Ἡ Ρό­σα εἶ­χε θε­λή­σει, καὶ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γιὰ ἕ­να κα­πρί­τσιο τὸ ὁ­ποῖ­ο προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς ἔμ­μο­νες ἰ­δέ­ες ποὺ τό­σο τὴν εἶ­χαν βα­σα­νί­σει στὸ τέ­λος, νὰ ψά­ξω γιὰ ἕ­να μεν­τα­γιὸν σὲ μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη γω­νιὰ τῆς αὐ­λῆς τοῦ σχο­λεί­ου, ἐ­κεῖ ὅ­που συ­χνὰ ἔ­παι­ζε ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δί.

      Εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νο ὅ­τι κά­ποι­ος μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει μὲ τό­ση λε­πτο­μέ­ρεια ἀ­κρι­βῶς τὴ θέ­ση ἑνὸς μι­κροῦ καὶ συ­νη­θι­σμέ­νου θη­σαυ­ροῦ ποὺ ἀ­νή­κει σ΄ ἕ­να πα­ρελ­θὸν τό­σο ἀ­πό­μα­κρο, καὶ ἀ­κό­μα πιὸ πα­ρά­ξε­νο ὅ­τι σ΄ αὐ­τὲς τὶς τό­σο κρί­σι­μες στιγ­μὲς στὸ τε­λι­κὸ στά­διο τῆς ἀ­σθέ­νειας, ἐ­πα­νέρ­χε­ται μιὰ ἀ­νά­μνη­ση ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α ποὺ πι­θα­νό­τα­τα ὣς τό­τε δὲν εἶ­χε ἔρ­θει πο­τὲ στὴν ἐ­πι­φά­νεια.

      Κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να τοῦ­βλο, ἀ­κρι­βῶς στὸ σω­στὸ ση­μεῖ­ο, βρι­σκό­ταν τὸ σκου­ρι­α­σμέ­νο μεν­τα­γιόν. Τὸ ἔ­παι­ξα στὰ δά­χτυ­λά μου καὶ ὅ­ταν κα­τά­φε­ρα νὰ τὸ κα­θα­ρί­σω ἀ­να­κά­λυ­ψα τὸ πρό­σω­πο μιᾶς Πα­να­γί­τσας.

      — Τί κά­νεις…; – Εἶ­πε κά­ποι­ος πί­σω ἀ­πὸ τὴν πλά­τη μου. Ἕ­να κου­τσὸ κο­ρι­τσά­κι μὲ μιὰ σχο­λι­κὴ τσάν­τα στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι μὲ κοι­τοῦ­σε μὲ αὐ­στη­ρὸ καὶ θυ­μω­μέ­νο ὕ­φος.

      — Για­τί μοῦ τὸ κλέ­βεις; – Ἐ­πα­νέ­λα­βε.

      Ἅ­πλω­νε τὸ δε­ξί της χέ­ρι μὲ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα κι ἐ­γὼ σχε­δὸν αὐ­τό­μα­τα ἔ­βα­λα στὴν πα­λά­μη της τὸ μεν­τα­γιόν.

      Ἀ­πὸ τό­τε, ἡ ἀ­νά­μνη­ση τοῦ ἔ­ρω­τά μου γιὰ τὴ Ρό­σα ξε­θω­ριά­ζει καὶ μὲ με­γά­λο πό­νο σι­γὰ-σι­γὰ πεί­θο­μαι ὅ­τι πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ δυ­στυ­χί­α ποὺ μοῦ προ­ξε­νεῖ ἡ ἀ­πώ­λειά της, βρί­σκε­ται ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α τῆς δι­αί­σθη­σης ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­ξε δι­κή μου πο­τέ.

      Ἡ ἰ­δι­ο­κτή­τρια τοῦ θη­σαυ­ροῦ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν αὐ­λὴ τρέ­χον­τας, ἐ­νῶ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς αἴ­θου­σες ἀ­κου­γό­ταν σὰν μιὰ ἀ­κα­θό­ρι­στη βο­ή, τὸ τρα­γού­δι τῆς προ­παί­δειας.

 

 

Πη­γή: www.Ficcionminima.blogspot.com

 

Λου­ὶς Μα­τέ­ο Ντί­εθ (Luis Mateo Díez) (Βι­για­μπλί­νο, Λε­όν, Ἱ­σπα­νία, 1942). Ἱ­σπα­νός συγ­γρα­φέ­ας καὶ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κός. Στὰ ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φο­ρεῖ τὸ μυ­θι­στό­ρημά του Ἡ μα­γι­κὴ πη­γὴ τῆς νιό­της. Ἄλ­λα ἔρ­γα του A­­cri­fo del cla­vel y la es­pi­na (1988), Las ho­ras com­ple­tas (1990), El ex­pe­di­en­te del ná­u­fra­go (1992), Ca­mi­no de per­di­ción (1995), La mi­ra­da del al­ma (1997), El pa­ra­í­so de los mor­ta­les (1998), ­as del Des­ván (1999), Fan­tas­mas del in­vier­no (2004).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἱ­σπα­νι­κά:

Στα­μά­της Πο­λε­νά­κης (Ἀ­θή­να, 1970). Σπού­δα­σε Ἱ­σπα­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Complutense τῆς Μα­δρί­της. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση, τὸ θέ­α­τρο καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά, δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Τὸ δέν­τρο». Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ θε­α­τρι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκου­στά­βο Ὂττ «Ἡ τρυ­φε­ρή σου Μο­λό­τωφ» (Ἔκδ. Λα­γου­δέ­ρα, 2008).