.
.
Πίο Μπαρόχα (Pio Baroja)
.
Τὸ ρολόι
(El reloj)
.
«ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἀλγημάτων καὶ θυμοῦ περισπασμὸς αὐτοῦ,
καί γε ἐν νυκτὶ οὐ κοιμᾶται ἡ καρδία αὐτοῦ»
Ἐκκλησιαστής 2,23
.
ΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ τῆς φαντασίας ὄμορφοι τόποι, ὅπου τὰ δέντρα ἀναστενάζουν καὶ τὰ κρυστάλλινα ρυάκια κυλοῦν τραγουδώντας ἀνάμεσα ἀπὸ ὄχθες στολισμένες μὲ λουλούδια, γιὰ νὰ χυθοῦν στὴ γαλάζια θάλασσα. Μακριὰ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους, πολὺ μακριά, εἶναι ἕνα μέρος τρομερὸ καὶ μυστηριῶδες, ὅπου τὰ δέντρα ὑψώνουν στὸν οὐρανὸ τ’ ἀδύνατα σκελετωμένα χέρια τους καὶ ἡ σιωπὴ καὶ τὸ σκοτάδι προβάλλουν στὴν ψυχὴ ἀκτίνες ζοφερῆς ἐρημιᾶς καὶ θανάτου.
Καὶ στὴν πιὸ σκοτεινὴ γωνιὰ αὐτοῦ τοῦ τόπου τῶν σκιῶν, ὑπάρχει ἕνα κάστρο, ἕνα κάστρο μαῦρο καὶ μεγάλο, μὲ πυργίσκους γιὰ ἐπάλξεις, μὲ τὸν ἁψιδωτὸ ἐξώστη του πιὰ διαλυμένο καὶ μιὰ τάφρο γεμάτη νεκρὰ καὶ ἄρρωστα νερά.
Ἐγὼ τὸ γνωρίζω, τὸ ξέρω αὐτὸ τὸ μέρος τὸ τρομερό. Μιὰ νύχτα, μεθυσμένος ἀπὸ τὶς στεναχώριες μου καὶ τὸ ἀλκοόλ, προχωροῦσα στὸ δρόμο ταλαντευόμενος σὰν γέρικο σκαρὶ στὸ ρυθμὸ ποὺ ἔδιναν οἱ νότες ἑνὸς παλιοῦ ναυτικοῦ τραγουδιοῦ. Ἦταν ἕνα τραγούδι σὲ τόνο μινόρε τὸ δικό μου, τραγούδι ἑνὸς λαοῦ ἄγριου καὶ πρωτόγονου, στενάχωρο σὰν λουθηρανικὸς ψαλμός, γαλήνιος σκοπὸς μιᾶς πίκρας μεγάλης καὶ σκοτεινῆς, τῆς πίκρας τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ δάσους. Καὶ ἦταν νύχτα. Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα τρόμο μεγάλο. Βρέθηκα κοντὰ στὸ κάστρο καὶ μπῆκα σὲ μιὰ ἔρημη αἴθουσα· ἕνα γεράκι, μὲ σπασμένο τὸ ἕνα του φτερό, σερνόταν στὸ πάτωμα.
Ἀπὸ τὸ παράθυρο φαινόταν ἡ σελήνη, ποὺ φώτιζε μὲ τὸ ἰσχνό της φῶς τὸν παγωμένο καὶ γυμνὸ κάμπο. Στὶς τάφρους ριγοῦσε τὸ ἀνήσυχο καὶ γεμάτο ἀναθυμιάσεις νερό. Πάνω, στὸν οὐρανό, ὁ λαμπερὸς Ἀρκτοῦρος ἀκτινοβολοῦσε καὶ τρεμόπαιζε μ’ ἕνα βλεφάρισμα μυστηριακὸ κι ἐμπιστευτικό. Στὸ βάθος, οἱ φλόγες μιᾶς φωτιᾶς ταλαντεύονταν ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Στὸ εὐρύχωρο σαλόνι, ποὺ ἦταν στολισμένο μὲ μαῦρες κουρτίνες, τοποθέτησα τὸ κρεβάτι μου ἀπὸ ξερὲς φτέρες. Τὸ σαλόνι ἦταν ἐγκαταλειμμένο: τὸ φώτιζε ἕνα μικρὸ μαγκάλι, ὅπου ἔκαιγαν ἕνας σωρὸς δαδιά. Κοντὰ σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς τοίχους του ὑπῆρχε ἕνα τεράστιο ρολόι, ψηλὸ καὶ στενό, σὰν φέρετρο, ἕνα ρολόι μὲ μαῦρο περίβλημα, πού, τὶς γεμάτες μὲ ἡσυχία νύχτες ἐξαπέλυε τὸ μεταλλικό του τὶκ τὰκ μὲ τὴν ὁρμὴ μιᾶς ἀπειλῆς.
«Ἄ! Εἶμαι εὐτυχὴς —ἐπαναλάμβανα στὸν ἑαυτὸ μου— . Δὲν ἀκούω πιὰ τὴ μισητὴ ἀνθρώπινη φωνή, ποτέ, ποτέ.»
Καὶ τὸ σκοτεινὸ ρολόι μετροῦσε ἀδιάφορα τὶς λυπημένες ὧρες μὲ τὸ μεταλλικό του τὶκ τάκ.
Ἡ ζωή μου ἦταν ὑπὸ ἔλεγχο: εἶχα βρεῖ τὴν ἀνάπαυση. Τὸ πνεῦμα μου ἀπολάμβανε τὸν τρόμο τῆς νύχτας, περισσότερο ἀπὸ τὴ λευκὴ ἑωθινὴ καθαρότητα.
Ὤ! Ἤμουν ἥσυχος, τίποτα δὲν τάραζε τὴν ἠρεμία μου· θὰ μποροῦσα νὰ περάσω ἐκεῖ ὅλη μου τὴ ζωὴ μόνος, πάντα μόνος, μηρυκάζοντας στὴ σιωπὴ τὸν πικρὸ σανὸ τῶν ἰδεῶν μου, χωρὶς τρελὲς ἐλπίδες, χωρὶς χαζὲς ψευδαισθήσεις, μὲ τὸ πνεῦμα ξέχειλο ἀπὸ μιὰ γκρίζα ἠρεμία, σὰν φθινοπωρινὸ τοπίο.
Καὶ τὸ σκοτεινὸ ρολόι μετροῦσε ἀδιάφορα τὶς λυπημένες ὧρες μὲ τὸ μεταλλικό του τὶκ τάκ. Τὶς ἤρεμες νύχτες μὲ συνόδευε μιὰ νότα μελαγχολική, τὸ τραγούδι ἑνὸς βατράχου.
— Κι ἐσὺ —ἔλεγα στὸν βάρδο τῆς νύχτας— ζεῖς στὴ μοναξιά. Στὰ βάθη τῆς κρυψώνας σου δὲν ὑπάρχει ἄλλος νὰ σοῦ ἀπαντήσει, παρὰ ἡ ἠχὼ τῶν χτύπων τῆς καρδιᾶς σου.
Καὶ τὸ σκοτεινὸ ρολόι μετροῦσε ἀδιάφορα τὶς λυπημένες ὧρες μὲ τὸ μεταλλικό του τὶκ τάκ.
Μιὰ νύχτα, μιὰ ἥσυχη νύχτα, ἔνιωσα τρόμο γιὰ κάτι ἀπροσδιόριστο ποὺ κρεμόταν πάνω ἀπ’ τὴν ψυχή μου: κάτι τόσο ἀόριστο, ὅπως ἡ σκιὰ ἑνὸς ὀνείρου στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα τῶν ἰδεῶν. Πῆγα στὸ παράθυρο. Ἐκεῖ πέρα, στὸν μαῦρο οὐρανό, ἀναρριγοῦσαν καὶ τρεμόπαιζαν τ’ ἀστέρια, στὴν ἀπεραντοσύνη τῶν μοναχικῶν τους ὑπάρξεων· οὔτε φωνή, οὔτε ἴχνος ζωῆς στὴ μαύρη γῆ. Καὶ τὸ σκοτεινὸ ρολόι μετροῦσε ἀδιάφορα τὶς λυπημένες ὧρες μὲ τὸ μεταλλικό του τὶκ-τάκ.
Ἔστησα τὸ ἀφτί μου· τίποτα δὲν ἀκουγόταν. Σιωπή! Σιωπὴ παντοῦ! Τρομαγμένος, παραληρῶν, ἱκέτευσα τὰ δέντρα ποὺ ἀναστενάζουν τὶς νύχτες νὰ μὲ συντροφεύσουν μὲ ἀναστεναγμούς· ἱκέτευσα τὸν ἄνεμο νὰ θροΐσει μὲς ἀπ’ τὰ φυλλώματα καὶ τὴ βροχὴ νὰ ἀντηχήσει πάνω στὰ ξερὰ φύλλα τοῦ δρόμου· καὶ παρακάλεσα τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴ μ’ ἐγκαταλείψουν καὶ ζήτησα ἀπὸ τὴ σελήνη νὰ σκίσει τὸν ἐβένινο μανδύα της καὶ νὰ χαϊδέψει τὰ μάτια μου, τὰ φτωχά μου μάτια, θολὰ ἀπὸ τὴν ὀδύνη τοῦ θανάτου, μὲ τὴν ἀσημιὰ καὶ καθαρὴ ματιά της.
Καὶ τὰ δέντρα καὶ τὸ φεγγάρι καὶ ἡ βροχὴ καὶ ὁ ἄνεμος ἔμειναν κουφά. Καὶ τὸ σκοτεινὸ ρολόι ποὺ μετράει ἀδιάφορο τὶς λυπημένες ὧρες σταμάτησε γιὰ πάντα.
.
Πηγή: Biblioteca Digital Ciudad Seva, (http://www.ciudadseva.com/textos/cuentos/esp/baroja/reloj.htm). Πρώτη δημοσίευση στὴ συλλογὴ διηγημάτων του Vidas sombrias (1900).
Πίο Μπαρόχα (Pio Baroja y Nessi) (Σὰν Σεμπαστιὰν 28 Δεκεμβρίου 1872–Μαδρίτη 30 Ὀκτωβρίου 1956). Ἰσπανὸς συγγραφέας καὶ γιατρός, ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ἐκπροσώπους τῆς «Γενιᾶς τοῦ ‘98». Ἂν καὶ ἐκπαιδεύεται ὡς παθολόγος, ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα γιὰ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Θὰ χρησιμοποιήσει τὶς ἰατρικές του γνώσεις ἀργότερα, γιὰ τὸ σπουδαῖο μυθιστόρημά του Τὸ δέντρο τῆς γνώσης (El arbol de la ciencia) (1911), ὅπου ἀπεικονίζει τὴ ματαιότητα τῆς γνώσης καὶ τῆς ζωῆς. Ὁ Μπαρόχα ἔγραψε, σύμφωνα μὲ τὴν ἰσπανικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση, σὲ ἕνα ὕφος συχνὰ ἀπαισιόδοξο, κύριο μέλημά του ὅμως ἦταν νὰ κάνει γνωστὸ στὴν Ἰσπανία τὸν κόσμο τῶν Βάσκων. Ἀσχολήθηκε ἐπίσης σὲ κάποιο βαθμὸ μὲ τὸ δοκίμιο, τὴ λυρικὴ ποίηση καὶ τὸ θέατρο. Ὁ ἴδιος χώρισε τὰ ἔργα του σὲ ἐννέα τριλογίες καὶ μία τετραλογία. Ἡ συλλογὴ διηγημάτων στὴν ὁποία ἐμφανίζεται τὸ παρὸν διήγημα ὀνομάζεται Vidas Sombrias (1900) καὶ εἶναι τὸ πρῶτο του βιβλίο.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:
Οὔρσουλα Φωσκόλου (Ἀθήνα, 1986). Σπουδάζει Νομικά. Εἶναι μόνιμη συνεργάτις τῆς ἐφημερίδας Περὶ Τήνου, ποὺ ἐκδίδει ἡ Ἀδελφότητα τῶν Τηνίων ἐν Ἀθήναις. Μεταφράσεις της ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικὰ Νέα Εὐθύνη καὶ Τὸ Δέντρο.
.
Filed under: Baroja Pio,Επέκεινα,Θάνατος,Ισπανικά,Μυστήριο,Μοναξιά,Φυγή,Φωσκόλου Ούρ.,Φύση-Ζώα,Φανταστικό,Ψυχή,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Ούρσουλα Φωσκόλου,Pio Baroja | Τὰ σχόλια στὸ Πίο Μπαρόχα (Pio Baroja): Τὸ ρολόι ἔχουν κλείσει