Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου: Ἀπών



Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου


Ἀ­πών


ΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξε­κί­νη­σε καὶ βρέ­θη­κε νὰ σκου­πί­ζει τήν Τούσα Μπό­τσα­ρη, Νό­τη καὶ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη καὶ κά­τι Ἀνδρού­τσους στὸ Κου­κά­κι. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ τοῦ ‘­πε «εἶ­σαι ἐ­θνι­κό­φρων, θὰ σὲ πά­ρουν». Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν ἐ­πι­τρο­πή, ξε­βρα­κώ­θη­κε καὶ κά­τι ξέ­νοι τοῦ ἄ­νοι­ξαν μὲ χά­ρα­κα τὸ στό­μα καὶ κοί­τα­ξαν τὰ δόν­τια του. Ἄ­κου­σαν τὴν καρ­διά του, τὸν πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἀ­κτί­νες καὶ τέ­λος τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν.

     Ἦ­ταν τσί­μα-τσί­μα καὶ στὴν ἡ­λι­κί­α.

     «Εἶ­μαι ἐ­θνι­κό­φρων» τόλ­μη­σε νὰ ψελ­λί­σει καὶ πῆ­ρε κα­τσού­φης τοὺς δρό­μους.

     Πῶς νὰ γυ­ρί­σει πί­σω! Ἐ­κεῖ, μό­λις νύ­χτω­νε, ἔ­πε­φταν τὰ βου­νὰ κι ἡ βου­βα­μά­ρα νὰ σὲ πλα­κώ­σουν.

     Τὰ λαμ­πό­γυα­λα γι­ό­μι­ζαν τὰ πρό­σω­πα ἴ­σκιους καὶ λύ­πη.

     Τὸ κα­φε­νεῖ­ο καὶ τὸ οὖ­ζο τὸν πε­ρί­με­ναν. Με­ρο­κά­μα­το στὴ χά­ση καὶ στὴ φέ­ξη, ὅ­ταν κά­νας ὁ­μο­γε­νὴς ἀ­π’ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἔ­φτια­χνε, στὰ γύ­ρω χω­ριά, ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴν ψυ­χή του.

     Καὶ ποι­ός ἀ­κού­ει τὶς κο­ρο­ϊ­δί­ες, ποὺ τὸν ἔ­βγα­λαν ἄ­χρη­στο οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες!

     Πῆ­γε στὸ βου­λευ­τή. Εἶ­χαν κοι­νοὺς γνω­στούς, τοῦ ‘­πε πὼς εἶ­ναι καὶ ἐ­θνι­κό­φρων.

     Βρέ­θη­κε δου­λειὰ στὸ Δῆ­μο. Ὁ­δο­κα­θα­ρι­στής. Δὲν τοῦ ‘ρ­θε κα­λὰ ἀλ­λά, ὅ­πως τοῦ ‘­πε καὶ τὸ τσι­ρά­κι τοῦ βου­λευ­τῆ, «μή­νας μπαί­νει, μή­νας βγαί­νει…» Τοῦ ‘­δω­σε καὶ συγ­χαρ­τή­ρια κι­ό­λας. Ἄκου πρά­μα­τα. Συγ­χαρ­τή­ρια γιὰ σκου­πι­διά­ρης.

     Τὴν πρώ­τη μέ­ρα, ν’ ἀ­νοί­ξει ἡ γῆ νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ. Ποῦ ἀ­κού­στη­κε, ἄν­τρας μὲ σκού­πα, στοὺς δρό­μους! Λού­φα­ξε σ’ ἕ­να παρ­κά­κι τοῦ Δή­μου.

     «Ἐ­δῶ ‘­σαι, ρὲ πα­λι­ο­μα­λά­κα; Ὧ­ρες σὲ ψά­χνω. Για­τί δὲ σκου­πί­ζεις, ρέ;» Ἦ­ταν ὁ ἐ­πι­στά­της του.

     «Δὲν εἶ­μαι κα­λά, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Νὰ πᾶς σπί­τι σου, ρέ! Στὰ τσα­κί­δια! Ἢ σκου­πί­ζεις καὶ κά­νεις τοὺς δρό­μους ἀ­ε­ρο­δρό­μιο ἢ λέ­ω καὶ σ’ ἀ­πο­λύ­ουν. Στὸ δι­ά­ο­λο, πρω­ῒ-πρωΐ, κα­ρι­ό­λια!»

     Κι ἔ­φυ­γε ἀ­πει­λη­τι­κός. Πα­ρα­κά­τω κον­το­στά­θη­κε.

     «Θὰ ξα­να­πε­ρά­σω. Πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι σου θά ‘­μαι. Μα­λά­κα, ἔ μα­λα­κά!»

     Τί νὰ κά­νει. Λύσ­σα­γε, μὰ τί νὰ κά­νει!

     Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε, ἤ­πι­ε, κι ὅ­λη τὴ νύ­χτα ἔ­βλε­πε γουρ­λω­μέ­να τὰ μά­τια τοῦ ἐ­πι­στά­τη. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κὸ κα­πέ­λο ἀγ­γα­ρεί­ας —ἀ­π’ αὐ­τὰ μὲ τὸ με­γά­λο γεῖ­σο— καὶ τὸ κα­τέ­βα­σε νὰ τοῦ κρύ­ψει τὰ μά­τια, ποὺ τά ‘­χε πιὰ μο­νί­μως καρ­φω­μέ­να στὰ πό­δια του, στὰ σκου­πί­δια. Τό­σο τοῦ ‘­γι­νε συ­νή­θεια πού, κι ἐ­χτὸς δου­λειᾶς, δὲν κοί­τα­ζε τοὺς ἄλ­λους στὰ μά­τια.

     Πά­ει, τοῦ κόλ­λη­σε ἡ ντρο­πή.

     Τρεῖς φο­ρὲς τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ὁ ἐ­πι­στά­της νὰ βά­λει ὑ­πο­γρα­φὴ στὴν κάρ­τα, πὼς εἶ­ναι πα­ρών.

     Δὲν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα κι ἔ­βα­ζε πλά­ι στ’ ὄ­νο­μά του σταυ­ρό.

     Ἡ κάρ­τα κι ὁ σταυ­ρός, μὲ τὸν και­ρό, ἀ­πέ­κτη­σαν στὰ μά­τια του μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη δύ­να­μη. Ἦ­ταν τὸ ἀ­ναγ­κα­στι­κό, ἄ­ρα σπου­δαῖ­ο, ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸν ἐ­πι­στά­τη, μὲ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε σταυ­ρὸ ποὺ ἔ­βα­ζε, ἔ­νι­ω­θε πιὸ σί­γου­ρος.

     «Ἄιν­τε, στοῦρ­νο! Τέ­λει­ω­νε» τὸν ἀ­πό­παιρ­νε μα­λα­κὰ ὁ ἐ­πι­στά­της. Ὂχ ὀ­ρέ, μό­λις τοῦ ‘­λε­γε κά­να τέ­τοι­ο μι­σο­γλυ­κό­λο­γο! Χτύ­πα­γε ἡ καρ­διά του.

     «Μά­λι­στα, ἀ­φεν­τι­κό. Μά­λι­στα. Μά­λι­στα.»

     «Θὰ κά­νεις καὶ συν­τή­ρη­ση. Σπιρ­τό­ξυ­λο νὰ μὴ μεί­νει. Ἄν­τε, γειά σου.»

     «Χαί­ρε­τε. Οὔ­τε σπίρ­το. Χαί­ρε­τε. Χαί­ρε­τε.»

     Τοῦ ‘­πε καὶ «γειά σου» ὅ­ταν ἔ­φυ­γε. Βρέ, βρὲ πρά­μα­τα. Χα­μο­γε­λοῦ­σε γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα, σκου­πί­ζον­τας μ’ ἐ­πι­μέ­λεια.

     Μιὰ στὸ καρ­φὶ καὶ μιὰ στὸ πέ­τα­λο ὁ ἐ­πι­στά­της.

     Ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν τὸν ἔ­βρι­ζε ὅ­μως, δο­κί­μα­ζε μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τα­ρα­χὴ – πε­ρι­έρ­γως, ὄ­χι δυ­σά­ρε­στη. Ἔ­νι­ω­θε ἕρ­μαι­ο στὰ χέ­ρια του. Τὸ ἀ­φεν­τι­κό. Τὸ κρά­τος.

     Τὸν θαύ­μα­ζε ὅ­ταν τοῦ ‘­βα­ζε τὶς φω­νές, χαι­ρό­ταν ὅ­ταν τοῦ πέ­τα­γε κά­να κό­κα­λο κα­λο­σύ­νης, εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν καὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σε δί­και­ο ὅ­ταν τοῦ ‘­παιρ­νε μί­ζα ἀ­π’ τὶς ὑ­πε­ρω­ρί­ες καὶ τὶς Κυ­ρι­α­κά­δες ποὺ δού­λευ­ε.

     Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα μού­δια­ζαν, ἀ­λά­φια­ζαν, μερ­μήγκια­ζαν, φό­βι­ζαν, γλύ­και­ναν τὸ κορ­μί του. Στὸ σταυ­ρό, ἔ­φτα­ναν στὴν κο­ρύ­φω­σή τους.

     Ὅ,τι ἔ­βγα­ζε πιά, τ’ ἀ­κούμ­πα­γε στὸ οὖ­ζο. Ὅ­ταν πο­τί­στη­κε γιὰ τὰ κα­λά το κορ­μί του, ζή­τα­γε καὶ στὴ δου­λειά. Ἔ­παιρ­νε μα­ζί του, σὲ μπο­τί­λια ἐμ­φι­α­λω­μέ­νου νε­ροῦ, κι ἔ­πι­νε.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της τὸν σκυ­λό­βρι­ζε, συ­χνὰ πυ­κνὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε καὶ τοῦ ‘­κο­βε τὸ με­ρο­κά­μα­το, μὰ στὸ τέ­λος τὸν ἄρ­χι­σε στὴν πλά­κα.

     Ποῦ νὰ χά­νει τώ­ρα τὴ μί­ζα του καὶ ποι­ός ξέ­ρει ποι­ό μοῦ­τρο θὰ ‘ρ­θεῖ στὴ θέ­ση του! Ἔ­γι­νε ὁ κα­ραγ­κι­ό­ζης του. «Ἀν­τρί­κο, μα­λα­καν­τρί­κο;»

     «Δι­α­τάξ­τε, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Σοῦ ση­κώ­νε­ται, ρέ; Σοῦ ση­κώ­νε­ται;»

     Ἔ­γι­νε τὸ νού­με­ρο στὴν πε­ρι­ο­χή, για­τὶ τρέ­κλι­ζε καὶ για­τὶ ἀ­π’ τὴν ἀ­φα­γί­α ἔ­μει­νε πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο καὶ μο­νά­χα ἡ μύ­τη του φού­σκω­νε, σὰν με­λι­τζά­να.

     Τὰ παι­διὰ πε­τρο­βό­λη­μα, κι οἱ με­γά­λοι: «Σού­ρα; χῶ­μα; λι­ῶ­μα; Πά­λι πορ­το­κα­λά­δα ἤ­πι­ες, ρέ;»

     Μιὰ μέ­ρα ἔ­πε­σε στὸ δρό­μο ἀ­ναί­σθη­τος. Τὸν πῆ­γαν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Συ­κώ­τι. Βα­ριὰ μορ­φή.

     Μό­λις βγῆ­κε, ὁ Δῆ­μος τοῦ ‘­δω­σε σύν­τα­ξη λό­γω ἀ­να­πη­ρί­ας.

     Ἐ­κεῖ γύρ­να­γε, στὸ Κου­κά­κι, ἀ­πὸ κα­φε­νεῖ­ο σὲ κα­φε­νεῖ­ο.

     Ἔ­νι­ω­θε κι ἀ­μυ­δρὰ κά­ποι­α προ­στα­σί­α, ἀ­π’ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α ἀ­π’ τὸν ἐ­πι­στά­τη. Τὸ χω­ριὸ τὸ λη­σμό­νη­σε τε­λεί­ως. Τὸ κορ­μί του ζη­τοῦ­σε μό­νο οὖ­ζο. Οὔ­τε σχέ­δια οὔ­τε ἀ­να­μνή­σεις. Οὖ­ζο.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τὸν περ­νά­ει στὴν κάρ­τα σὰν ἀ­πόν­τα, γιὰ ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ἀ­π’ τὴ δι­α­κο­πὴ τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μέ­ρα συ­ναν­τή­θη­καν.

     «Ἀν­τρί­κο, σοῦ κά­νει νιά­ου, ρέ; Πῶς τὴ βγά­ζεις, ρὲ σού­ρα; Τὴ βα­ρᾶς κα­θό­λου;»

     «Ἀ­φεν­τι­κό, νὰ ὑ­πο­γρά­ψω. Δώ­σ’ μου νὰ ὑ­πο­γρά­ψω.»

     «Για­τί, μὴ χά­σεις τὸ με­ρο­κά­μα­το; Ρὲ τὸ μα­λά­κα! Ξέ­ρεις τί γρά­φει ἐ­δῶ, δί­πλα στ’ ὄ­νο­μά σου; Ἀ­πών.»

     Ἔ­λαμ­ψε τὸ πρό­σω­πό του. Ὥ­στε τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἔ­γρα­φε τ’ ὄ­νο­μά του καὶ δί­πλα «ἀ­πών»;

     Γι­ό­μι­σε πε­ρη­φά­νια καὶ σι­γου­ριά. Σὰν τό­τε ποὺ τοῦ ‘­πε ὁ πρό­ε­δρος πὼς εἶ­ναι ἐ­θνι­κό­φρων.

     Νὰ ποὺ τὸν νοι­ά­ζον­ται ἀ­κό­μα! Ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ἐ­πι­στα­τῶν κά­θε πρω­ΐ, ἄ­νοι­γε δει­λὰ τὴν πόρ­τα κι ἔ­λε­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     Ἐ­κεῖ­νος τὸν ἔ­λου­ζε, για­τὶ τὸν βα­ρέ­θη­κε.

     Καὶ τί δὲν τοῦ ‘­λε­γε: πο­δο­πα­τη­μέ­νε, ξε­φτι­λι­σμέ­νε, μου­νό­σκυ­λο. Μὰ ὅ­σο τοῦ ‘­λε­γε, τό­σο δὲν κου­νι­ό­ταν καὶ κά­που κά­που ρώ­τα­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     «Εἶ­σαι, ρὲ βλά­χο! Εἶ­σαι, ρὲ ἀρ­χί­δι! Ἄ σι­χτίρ!»

     Τό­τε φω­τι­ζό­ταν τὸ πρό­σω­πό του κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε, το­νί­ζον­τας κι ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς συλ­λα­βές:

     «Εἶ­μαι ἀ­πών. Εἶ­μαι ἀ­πών.»



Πηγή: Ντι­ά­λιθ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις (ποι­ή­μα­τα, 1985), Ντι­ά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μα σου (1993), Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011) κ.ἄ.


			

Σωτήρης Δημητρίου: Ντιάλιθ΄ ἴμ, Χριστάκη

 


Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου


Ντι­ά­λιθ’ ἴμ, Χρι­στά­κη


ΠΟ ‘ΝΑ ΠΕΙΣΜΑ τὴν πῆ­ρε.

Δὲν τὸν πο­λυ­έ­νοι­α­ζε, μὰ πέ­σαν νὰ τὸν φᾶ­νε οἱ δι­κοί του.

«Κα­λά, τό ’χα­σες τε­λεί­ως; Νὰ μπά­σου­με σπί­τι μας τὴν Ἀρβα­νί­τω, τὴν τέ­τοι­α, τὴν πάν­τοι­α;»

Ἰ­δί­ως οἱ ἀ­δερ­φές του ἦ­ταν κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κές: «Σπί­τι μας δὲν μπαί­νει ἡ πα­λι­ο­σκι­πι­τάρ.»

       Βέ­βαι­α, πιὸ πο­λὺ ἀ­π’ τὴ φυ­λε­τι­κή της ἰ­δι­ό­τη­τα τὶς πεί­ρα­ζε πού, ὅ­ταν ἔμ­παι­νε στὸ φοῦρ­νο τους, σὰν κά­τι νὰ ὀ­μόρ­φαι­νε.

        Στὸ φοῦρ­νο λοι­πὸν τὴ γνώ­ρι­σε.

        Γε­ρή, νο­στι­μού­λα — ἔ, θεό­φτω­χη ἦ­ταν μὰ τά ’χε πε­ρα­σμέ­να κι αὐ­τὸς τὰ τριά­ντα πέν­τε.

        Δὲν μπῆ­κε σὲ οἰ­κο­γέ­νεια ἡ κο­πέ­λα, μπῆ­κε σὲ φι­δο­φω­λιά. Μοῦ­τρα, μι­σό­λο­γα, ξε­θέ­ω­μα στὶς δου­λει­ές, κι ὁ ἄν­τρας ἔ­κα­νε τὸ πεῖ­σμα ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Βο­λεύ­τη­κε. Τέρ­μα.

        «Καὶ νὰ τ’ ἀ­φή­σεις αὐ­τὰ τὰ μὶρ καὶ τὰ μίρ. Δὲν εἶ­ναι Ἀρ­βα­νι­τιὰ ἐ­δῶ. Μπῆ­κες σὲ σπί­τι ρύ­ζι κα­ρο­λί­να. Τά ’κου­σες; Σὲ κά­να­με ἄν­θρω­πο.»

        Τό­σο πο­λὺ τὴν ἐ­φό­βι­σαν πού, σὰν τῆς ἐρ­χό­ταν ἀ­κά­λε­στη κα­μιὰ λέ­ξη ἀ­π’ τὴν ψυ­χὴ στὰ χεί­λη, προ­λά­βαι­νε καὶ χτύ­πα­γε δυ­να­τὰ μὲ τὴ χού­φτα της τὸ στό­μα.

        Τὴ μά­να της εἶ­χε μο­νά­χα. Βρῆ­καν τρό­πο οἱ ἀ­δερ­φὲς νὰ τὶς ξε­σμί­ξουν.

        «Ἔρ­δε πρά­πε, μά­να» ἔ­λε­γαν καὶ ξε­καρ­δί­ζον­ταν ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­παν.

        Μὲ τὸ σύ­ζυ­γο ἡ ἐ­πα­φὴ ἦ­ταν μο­νά­χα σὰν τὴν πλά­κω­νε μὲ τὸ κε­φά­λι μό­νι­μα πά­νω ἀ­π’ τὸ δι­κό της νὰ τὴν τρυ­πά­ει μὲ τὸ πι­γού­νι του. Ἔ­μει­νε ἔγ­κυ­ος, καὶ ἡ κα­τά­στα­ση ἴ­δια. Τὴν ἔ­παιρ­νε ἀ­π’ τὶς τρεῖς τὸ πρω­ὶ στὸ φοῦρ­νο. Κα­τό­πι στὸ σπί­τι νὰ τοὺς πε­ρε­τεύ­ει ὅ­λους. Τό ‘­ρι­ξε τὸ παι­δί.

        Τό­τε εἶ­ναι ποὺ δὲν ἤ­ξε­ραν τί ἔ­λε­γαν: «Ἐ­πί­τη­δες, ἡ πα­λιοβρό­μα, ποιός ξέ­ρει τί ἔ­κα­νε!» καὶ «Ὅ­ταν σ’ τὰ λέ­γα­με ἐ­μεῖς!»

        Ποῦ νὰ ξε­σπά­σει κι αὐ­τός, σή­κω­σε χέ­ρι καὶ τὸ κα­θι­έ­ρω­σε. Τὸ ψω­μὶ ἅρ­πα­ζε, τὸ κορ­μί της τὸ πλή­ρω­νε.

        Ξα­νάμεινε ἔγ­κυ­ος καὶ πα­ρα­κά­λα­γε νυ­χτο­ή­με­ρα τὸ Θε­ὸ νὰ γεν­νή­σει κα­λὰ γιὰ νὰ τοὺς ἡ­με­ρέ­ψει.

        Κα­θά­ρι­σε κι ἕ­να χῶ­ρο στὴν καρ­διά της κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ μέ­σα, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε μα­κριὰ ἀ­πὸ φούρ­νους κι ἀ­δερ­φές. Κα­θά­ρι­σε τὸ χῶ­ρο κι ἔ­βα­λε καὶ τὴν Πα­να­γί­α μέ­σα νὰ τὴ βο­η­θή­σει. Δὲ γνώ­ρι­ζε ἄλ­λον τρό­πο οὔ­τε εἶ­χε ἄλ­λον ἄν­θρω­πο.

        Ἡ μά­να της ἐρ­χό­ταν ἀ­ραι­ά, κα­θό­ταν σι­ω­πη­λὴ κι ἔ­φευ­γε γρή­γο­ρα.

        Κά­πο­τε πῆ­γε νὰ τῆς μι­λή­σει, καὶ τὴν ἔ­κο­ψε.

        «Βου­βά­σου, ἔ­χεις ἄν­τρα, χόρ­τα­σες ψω­μί.»

        Γέν­νη­σε, μὰ οὔ­τε ἡ καρ­διά της οὔ­τε ἡ Πα­να­γί­α νί­κη­σαν τὸ φοῦρ­νο καὶ τὸ τσα­λα­πά­τη­μα.

        Γέν­νη­σε ἄρ­ρω­στο παι­δί. Μογ­γο­λι­κό.

        Τό­τε ἔ­γι­νε ἡ ἐ­χθρό­τη­τα. Οὔ­τε κου­βέν­τα πιά, καὶ τὴν πιὸ ἄ­χρω­μη!

        Μο­νά­χα τὴν κοί­τα­ζαν, ποι­ός ξέ­ρει πῶς, για­τὶ ἔ­νι­ω­θε τὸ κορ­μί της νὰ φο­βᾶ­ται καὶ νά ’ναι σὲ ἄ­μυ­να.

        Ἔ­φτα­νε ἡ νύ­χτα νὰ πλα­γιά­σουν, κι ἔ­τρε­με σὰν πλά­για­ζε καὶ κεῖ­νος. Δὲν τῆς εἶ­πε λέ­ξη γιὰ τὸ παι­δί, καὶ νό­μι­ζε πὼς θὰ τὴν κό­ψει χί­λια κομ­μά­τια. Κά­θε βρά­δυ αὐ­τὸ πε­ρί­με­νε. Ἐν­τέ­λει, τὴν ἔ­δι­ω­ξε ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι του. Τοὺς ἔ­δω­σαν, σ’ αὐ­τὴ καὶ τὸ παι­δί, μιὰ κά­μα­ρη καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ ἐρ­χό­ταν καὶ τὴ βά­τευ­ε γρή­γο­ρα.

        Ἂν δὲν εἶ­χε κεῖ­νο τὸ ἄρ­ρω­στο πλά­σμα, θὰ τρε­λαι­νό­ταν, θὰ σκο­τω­νό­ταν. Λὲς καὶ τό ’νι­ω­θε τὸ νή­πιο, τὴν ἔσφιγ­γε μὲ δύ­να­μη ἄν­τρα, ἀ­πὸ τρι­ῶν ἡ­με­ρῶν. Σ’ αὐ­τὸ τὸ ἀγ­κά­λια­σμα βρῆ­κε πα­ρη­γο­ριά. Ἀ­χώ­ρι­στοι.

        Ὁ τρό­μος ὅ­μως, μέ­σα της. Ὅ­ταν, σπά­νια, ἦ­ταν μο­νά­χοι στὸ σπί­τι, πή­γαι­νε νὰ τοῦ τρα­γου­δή­σει στ’ ἀρ­βα­νί­τι­κα, κι ὅ­λο καὶ χω­νό­ταν κά­να μου­σού­δι ἀ­π’ τὴν πόρ­τα καὶ τὴ σού­φλι­ζε μὲ τὰ μά­τια.

        Εἶ­δε κι ἀ­πό­ει­δε, τά ‘­θα­ψε ὅ­λα μέ­σα της: τὰ μι­κρά της χρό­νια, τὴν ἀ­γά­πη, τὶς φι­λε­νά­δες. Ἔ­θα­ψε τὶς τρε­χά­λες, τὰ πε­ζού­λια, τὶς μυ­γδα­λι­ές. Ἔ­θα­ψε βλέμ­μα­τα πο­νε­μέ­να, γε­λού­με­να· βλέμ­μα­τα, βλέμ­μα­τα καὶ χεί­λη. Ἔ­θα­ψε τὴ γλώσ­σα.

        Ἔ­μει­νε μο­νά­χα ἕ­να ἀ­γρί­μι ἀ­λα­φι­α­σμέ­νο πού ‘­θε­λε τὸ γιό της.

        Με­γά­λω­νε καὶ δὲν ἔ­κα­νε βῆ­μα ἀ­πὸ κον­τά της. Τὸν ἔ­βγα­ζε ἔ­ξω σε κρυ­φούς, σκο­τει­νοὺς δρό­μους, μὰ τοὺς μυ­ρί­ζον­ταν τὰ παι­διὰ κι ἔρ­χον­ταν κομ­πα­νί­α ἀ­πὸ πί­σω, μὲ πέ­τρες καὶ κο­ρο­ϊ­δί­ες.

        Ὁ Χρι­στά­κης ἦ­ταν ἀ­π’ τὴ μέ­ση καὶ κά­τω ἀ­φύ­σι­κα χον­τρός. Τὸν βά­φτι­σαν «φο­ρά­δα», κι ἐ­πει­δὴ τραύ­λι­ζε πο­λὺ ψι­λά, νύ­χτα μέ­ρα ἄ­κου­γε ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νες παι­δι­κὲς φω­νές, κα­μιὰ φο­ρὰ κι ἀ­πὸ με­γά­λους: «φο­ρά­δα, φο­ρά­δα».

        Ἔ­βγα­λε κι αὐ­τό, σὰν με­γά­λω­σε, ζάν­τζες καὶ πα­ρά­ξε­να φερ­σί­μα­τα. Ἔ­βλε­πε κο­ρι­τσά­κια καὶ κα­τέ­βα­ζε τὰ παν­τε­λό­νια του. Ἀ­κό­μα καὶ σ’ αὐ­τὴν τὸ ἀγ­κά­λια­σμά του ἄλ­λα­ξε. Στρι­φογύ­ρι­ζε, πι­ε­στά, τὰ ὄρ­γα­νά του στὸ κορ­μί της.

        Πά­λευ­ε, πά­λευ­ε.

      Θυ­μό­ταν πάν­τα ποὺ οἱ για­τροὶ εἶ­παν, σὰν γεν­νή­θη­κε, πὼς θὰ πε­θά­νει σὲ κά­ποι­α «με­τε­φη­βεί­α». Τὴν πε­ρί­με­νε, πό­τε σὰν τὴν πιὸ με­γά­λη ἀ­πει­λὴ ποὺ θὰ τὴν ἀ­φα­νί­σει καὶ πό­τε μὲ προ­σμο­νὴ γιὰ νὰ γλι­τώ­σει πιὸ πο­λὺ αὐ­τό.

        Πράγ­μα­τι ἀρ­ρώ­στη­σε, κι ὅ­λος ἐ­κεῖ­νος ὁ ὄγ­κος, ἡ «φο­ρά­δα», τα­χύ­τα­τα ἔ­μει­νε σὰν τσά­κι­νο.

        Πέ­θα­νε. Μέ­χρι νὰ τὸ πᾶν στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο, δὲν ἔ­βγα­λε ἄ­χνα.

        Μό­νο στὸ μυα­λό της ἐρ­χό­ταν συ­νε­χῶς πώς, σὰν γέν­νη­σε τὸ ἄρ­ρω­στο, χά­ρη­κε ἀ­πὸ μιὰ με­ριὰ γι’ αὐ­τὸν τὸν πα­λι­ο­πού­στη ποὺ τῆς χά­λα­σε τὴ ζω­ή. Θυ­μό­ταν ποὺ κα­μιὰ φο­ρὰ ζη­τοῦ­σε νὰ πε­θά­νει καὶ θυ­μό­ταν ἀ­κό­μα συ­νε­χῶς πὼς δὲν τοῦ τρα­γού­δη­σε πο­τὲ στὴ γλώσ­σα τους, δὲ γι­ό­μι­σε λι­γά­κι τὴν ψυ­χή του μ’ αὐ­τὰ ποὺ μπο­ροῦ­σαν, ὅ­σο μπο­ροῦ­σαν, νὰ τὴ γι­ο­μί­σουν.

        Στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ξέ­σπα­σε.

        Ἔ­πε­σε στὸν τά­φο κι ἀ­λά­λα­ζε στ’ ἀρ­βα­νί­τι­κα, λό­για ἀ­γά­πης, ἀ­να­θέ­μα­τα, να­νου­ρί­σμα­τα.


        Ντιά­λι­θ’ ­ἴμ, Χρι­στά­κη μου, ντι­ά­λι­θ’ ­ἲμ

        λοῦ­λε ἒ στου­πίς, ὀρ­φα­νό μου, λοῦ­λε

        οὒ ἒ ζέ­ζα μὲ τοὺς πα­λι­αν­θρώ­πους.

        Ἄχ! χού­να ἴ­με, μοῦ σπό­βε σπίρ­τιν τῆς μαύ­ρης.


        Κύ­μα­τα κόκ­κι­να πά­φλα­ζαν στὰ σω­θι­κά της οἱ λέ­ξεις κι ἀ­νέ­βαι­ναν στὸ λαι­μὸ νὰ τὴν πνί­ξουν.

        Λι­βά­δια, μαρ­γα­ρί­τες, νύ­χτες καὶ μα­τά­κια, ὄ­νει­ρα τῆς νι­ό­της, θαμ­ποὶ χει­μῶ­νες, πό­νοι πε­ρα­σμέ­νοι, χα­μέ­νοι ἥ­λιοι, μα­νού­σια καὶ πρω­το­βρό­χια, τρυ­φε­ρά, λὲς γιὰ πα­ρη­γο­ριά, τῆς ἄ­λε­θαν τὰ σπλά­χνα, οἱ εἰ­κό­νες, οἱ λέ­ξεις.

        Μέ­σα σὲ κεῖ­νο τὸ μαῦ­ρο τοῦ πό­νου, πρώ­τη της φο­ρὰ ἔ­νι­ω­θε, με­τὰ ἀ­πὸ νε­κρά, ἐ­ξευ­τε­λι­σμέ­να χρό­νια, πὼς ζοῦ­σε.

        Ἔ­παιρ­νε βα­θιὰ ἀ­νά­σα κι ἄρ­χι­ζε. Ἔ­λε­γε, ἔ­λε­γε. Πο­τά­μι. Λύ­θη­κε τὸ κορ­μί της. Χτύ­πα­γε πα­λα­μά­κια, πό­τε μ’ ἄ­φα­το θυ­μὸ καὶ πό­τε μὲ τρε­λὴ χα­ρά.


        Ζού­μουρ, πε­ρι­στέ­ρι μου, λοῦ­λε ἒ στου­πὶς

        οὒ ἒ ζέ­ζα, ποὺ δὲ σὲ χόρ­τα­σα φι­λί.

        Ἔ­μει­να ἐ­σκρέ­τα μὲς στοὺς λύ­κους.

        Ντι­ά­λι­θ’ ἴμ, προ­στά­τη μου, μ’ ἄ­φη­σες μο­νά­χη.


        Ἔ­παιρ­νε χώ­μα­τα καὶ πέ­τρες ἀ­π’ τὸν τά­φο καὶ τὰ πέ­τα­γε στὶς ἀ­δερ­φές, στὸν κό­σμο, στὸν ἄν­τρα.

        Ἔ­λε­γε καὶ τὶς ἄλ­λες μέ­ρες.

        Τῆς ἔ­φυ­γε τε­λεί­ως ὁ φό­βος καὶ τὴν κα­τέ­κλυ­σαν ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Βρῆ­καν τρό­πο καὶ τὴν ἔ­βα­λαν σὲ ἵ­δρυ­μα.



Πηγή: Ντι­ά­λιθ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις, ποι­ή­μα­τα (1985), Ντιά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μά σου (1993), Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011) κ.ἄ.


 

Sotiris Dimitríu: Te mataré


Dimitriou,Sotiris-ThaSeSkotoso-Eikona-02


Sotiris Dimitríu

 

Te mataré


16-AlphaAQUEL QUE DIJO que Dios te guarde del mal momento, algo grave le habrá pasado, así como me pasó a mí.

Por aquel entonces, trabajaba en un local como camarero. De noche. Al final de la calle Ipokratus estaba el local.

    No tenía quejas ni de mi jefe ni de ningún cliente. Pero el cocinero desde el primer momento no me tragó. Haz esto, haz lo otro, continuamente como para no tomar respiro ni un momento.

    No me molestaba el trabajo, sino que me tenía siempre el ojo encima como un perro malo. Por mi nombre nunca me llamaba. Venga so cateto, y venga so cateto, la Albania que os parió, me decía.

    Se convirtió en una pesadilla. Iba a casa a dormir pero no podía pegar ojo.

    Algunas veces intenté calmarlo a mi manera y se reía extraño.

    Entonces me enfermé por dentro. Buscaba encontrar la forma de matarlo.

    Una noche me sacó de quicio. Terminé de trabajar, salí del local y le vi el ojo encima de mí como si yo no existiera, como si fuera una lacra.

    Tiré para casa de un amigo que vivía en Dafni. Llovía sin parar.

    Desde el final de Ipokratus después hasta plaza Síntagma iba en medio de la calle trastornado, como loco. Todos los conductores me gritaban y me hacían cortes de mangas.

    Llegué a Síntagma, esperaba en la parada. Al cabo de un tiempo, se detiene un coche delante de mí, me pita y el conductor abrió la puerta del copiloto. Ven, me dice, sube. Era el cocinero.

    Otra persona. Me preguntaba por qué estás empapado, cómo di­a­blos te has puesto así. Yo le decía que no quiero sacarte de tu camino. No pasa nada, te llevo donde tú quieras, sube. Otra persona, pero a mí el odio no se me había ido para nada.

    Al inicio de Vuliagmeni, íbamos a paso de tortuga. Sábado por la noche el tráfico estaba colapsado.

    Ahí donde estábamos parados, qué me agarró y voy y le digo quiero matarte.

    No me dijo nada, ni qué ni cómo. Se quedó mudo.

   Tras unos quinientos metros, que estábamos otra vez parados, abrí la puerta y me bajé.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Primera publicación en el blog Planodion – Historias Bonsái (17 de mayo de 2012).

Sotiris Dimitríu (Povla Tesprotías, 1955). Escritor de cuentos y novelas. Vive y trabaja en Atenas. Sus últimos libros: Η σιωπή του ξερόχορτου [Εl silencio de la hierba seca] (2012) y Κοντά στην κοιλιά [Cerca de la barriga] (2014).

La traducción colectiva es producto del taller de Traducción Literaria del español al griego y del griego al español organizado por Konstantinos Paleologos y Enrique Íñiguez Rodríguez bajo la égida del Departamento de Lengua y Filología Italianas de la Universidad Aristóteles de Salónica en colaboración con la Unión Hispanohelena de Lengua y Cultura que se realizó en Salónica del 22 abril al 20 de mayo de 2015. Participaron los estudiantes: Sandra Armero, Juana Barrios, Χρίστος Βασιλειάδης, Marisol Fuentes, Αικατερίνη Ιορδανοπούλου, Ζωή Καραγιώργου, Αλεξάνδρα Κουρκουμέλη, Gabriela Larrieux, Ματθίλδη Σιμχά, Εύα Τοπάλογλου.



		

	

Sotiris Dimitriou: Man from Bulgaria

.

Dimitriou,Sotiris-AntrasApoTiBoulgaria-05a

.

Sotiris Dimitriou

 

Man from Bulgaria

.

02-IotaT’S THIS WHORE’S FAULT. Hers and hers only. If only you knew what she says behind your back. She’s mean and she has the devil inside her. Bye now, bye. I’m hanging up because she’s coming.”

“On the phone again, my dear Rita? Where were you calling this time?”

         “Oh, shut the fuck up, you crazy woman! To my boyfriend, to whomever I want. I’ve got ears, I’ve got mouth. Ain’t I allowed to call? I’ve got pussy. Ain’t I allowed to fuck? Go to hell, you old bitch. You shouldn’t have borne me.”

         She was a reddish girl, around 18 years of age, and very fat. There were folds in her belly and neck because of this.

         Her eyes, two small shiny little holes, lost in the swollen, barely outlined face and the voice was shrill, penetrating. She was eating the whole day and at nights she would get up every once in a while and open the fridge or the cupboard, with her eyes closed, looking for something to eat. Whatever that was. As long as it was edible.

         She would place her in an asylum, but she pitied her – she was her blood – and on the other hand, only God knows what she would have done in there. She was a beast. Even when she was breastfeeding, she would pull and bite her nipples. She never cast a peaceful eye on her. In several occasions, when she tried to hug her, intentionally using a funny excuse, she would punch her on her belly and below and when her breasts started swelling, even without a provocation, she would shout all kinds of dirty words at her.

         Where did she learn those things? They would rarely go out together. Growing up, she would find more sophisticated ways to torture her. She wouldn’t wear a tampon in her period so as for the underwear to moist in blood, she would shit herself and make her wash, whispering in frenzy:

         “It was an accident. As if I did it on purpose? You shouldn’t have borne me, you old bitch. You shouldn’t have spread your thighs for the dick of that punk. He had better put a viper in your hole. Won’t I find him one day? I will cut his dick with my teeth.”

         “The parents’ sins torture the children. You think I don’t know?”

         When they were going out on a visit in the neighbourhood, she would hug the men tightly, laughing and sighing at the same time, she would kiss them hard on the cheeks, and look, pretending to act childishly, for the lips.

         She started going out by herself, in a small radius around the house, and was showing her breasts and her genitals to men.

         One Sunday, after the church, she locked herself in her room and started shouting:

         “Fuck me hard, my man. Fuck me hard. Oh! Wow!

         “Wow! What a big dick you have, baby!”

         Her mother was scared, because several men realized what she was doing and lusted after her strolling around the house.

         “What if she let someone in,” she thought.

         She begged her to open the door. In the end, she comes out naked and throws a fat bloody torch on her mother’s face.

         “Here, you bitch. My first fucker. Put it in your own cunt as well. But what do you care? You fuck like a bitch when you go out. Where do you go, bitch? Shopping only?”

         Her mother burst into tears and that made her mad.

         “Shut up. Don’t even say a word. Now, you care? Shut up or I’ll beat the shit out of you.”

         Just then she started the thing with the telephone. She was calling everyone they knew and was saying a bunch of things about her mother. She was pressing people. Always with the phone receiver in hand.

         The doctors would always say the same thing. To keep her close, to show her love, to take her out and if it is possible to take her out on trips. She would benefit from all these.

         In the beginning, she did not want to, but when one of her aunts told her, “come on, Rita.You will find your groom. In those travels it is easier” her life became only travels and search for a groom.

         She even changed behaviour somehow in the hope of finding a man. She would dust the floor a bit, she even washed the dishes every now and then. Thus, her relieved mother, was struggling to save money and they travelled a lot. She had some fun as well.

        At first, they chose close destinations. Aegina, Loutraki, Evia. Then, by joining a group, a bit further. Where they roamed, whenever she found someone she liked, she would approach him and pointing with her finger, she would shout, “There, you bitch, him.”

         In the first few times, she was able to trick her by saying: “What? Just like that? Let’s go back, and we’ll see.”

         “Let’s go abroad. The men there are not as cunning as they are here.”

         The days passed and she started getting impatient and wild.

         At nighs, she would caress her genitals, moaning rhythmically for a long time, not because of pleasure, but to spite her mother.

         Until one day, she lashed at her and grabbed her by the throat.

         “When are you going to find me a groom, you culprit? You’ re trying to trick me, right?”

         “My daughter, my little daughter. Don’t. Abroad. We’ll go abroad. To Bulgaria.”

         “To Bulgaria? It sounded real and beautiful. She believed deeply that there her love awaits. And the whole day she would sing in the tune of folk songs, “My Bulgarian, My Bulgarian.”

         On the phone, in the neighbourhood and the passers-by, she had nothing to say but “My Bulgarian.”

         The long awaited hour finally came. Her mother was shivering during the whole trip. She couldn’t hold her anymore. The moment they set foot on Bulgaria, she started pointing and crying. “Him, him.”

         She tried to trick her again by saying that “here it can’t be done right away, they have a different system, we have to go to the State to agree upon it.”

         She had to fight to bring her back, with the promise she had already talked about someone she liked, they had agreed and when his passpost was ready he would come to Greece.

         She continued in the same tune. She would paraphrase well known folk songs:

         My history, my sin

         My Bulgarian worship

         I see you in my dreams

         and I fart my sorrow.

         She kept cleaning the house to make it presentable, she bought cosmetics and spent time in front of the mirror.

     The time was passing and she gradually let go. She neither spoke nor moved from the bed. Her mother was filled with sweet expectations. “My God, I wish she stayed like that.”

         Until one night, she burst stark naked into her room, holding her cunt.

         “Where is the Bulgarian, you bitch? What am I going to do with it?”

         The mother was startled and scared and she became furious.

         “Which groom are you waiting for, you demon? Who, you Satan? What are you going to do with him? To wash your hair? To feed you? To put your knickers on? Men want to take them off, you creep, not to put them on. Like that beast that spawned you and disappeared. But it was a good decision, you monster, very good. And I hope they find him, Lord, with his tongue bitten and his mouth full of maggots. You ruined my life. One breath, you bitch. One breath and I will die. How is breath, you bitch? You’re sick.”

         She couldn’t speak no more, she got spasms and was making odd sounds like sucking her saliva.

         “You clipple, slurp. Mathouse, slurp.”

         “So, you got him in your brain. I’ll show you,” the daughter says in a mild sweet voice.

         She went out of the room and when she returned she was holding a fat bottle full of olive oil and started beating her on the head with it. The bottle broke, but she kept crashing her head with what was left, until her face became unrecognizable.

         She then covered her feet so as not to feel cold, she sat beside her and stuck her greasy fingers into her cranium, looking for the brain. Whenever she found a piece of the Bulgarian, she chewed it, and cursed her mother, calling her a whore and a liar.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Source: A child in Thessaloniki, short stories, Kedros editions, Athens, 1989.

 

Sotiris Dimitriou (Povla, Thesprotia, 1955). He is a fiction writer. His first book was Gropings, poems (1985), his most recent book was Like scarce water, fiction (2010).

 

Translated from the greek by

Vassilis Manoussakis (Athens, 1972). Poet, short-story writer, translator. He studied English Language and Literature. He currently teaches at the University of Peloponnese in Kalamata.

 

.

 

Σωτήρης Δημητρίου: Θὰ σὲ σκοτώσω

 

 

Σωτήρης Δημητρίου

 

Θὰ σὲ σκοτώσω

 

ΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΠΕ νὰ σὲ φυ­λά­ει ὁ Θε­ὸς ἀ­π’ τὴν κα­κιὰ τὴν ὥ­ρα κά­τι βα­ρὺ θὰ ἔ­πα­θε, ὅ­πως ἔ­πα­θα κι ἐ­γώ.

Τό­τε δού­λευ­α σ’ ἕ­να μα­γα­ζὶ γκαρ­σόν. Τὴ νύ­χτα. Τέρ­μα Ἱπ­πο­κρά­τους ἦ­ταν τὸ μα­γα­ζί.

       Δὲν εἶ­χα πα­ρά­πο­νο ἀ­π’ τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ οὔ­τε κι ἀ­πὸ τοὺς πε­λά­τες. Ὁ μά­γει­ρας ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα δὲν μὲ χώ­νε­ψε. Κά­νε αὐ­τό, κά­νε τ’­ἄλ­λο συ­νε­χῶς νὰ μὴν πά­ρω ἀ­νά­σα οὔ­τε μιὰ στιγ­μή.

       Δὲν μὲ ἔ­νοια­ζε ἡ δου­λειά, ἦ­ταν ποὺ εἶ­χε τὸ μά­τι συ­νε­χῶς ἀ­πά­νω μου σὰν κα­κὸ σκυ­λί. Μὲ τ’ ὄ­νο­μα δὲν μ’ ἔ­λε­γε πο­τέ. Ἄν­τε ρὲ βλά­χο καὶ ἄν­τε ρὲ βλά­χο, γα­μῶ τὴν Ἀλ­βα­νί­α σας, μοῦ ἔ­λε­γε.

       Μοῦ ἔ­γι­νε ἄγ­χος. Πή­γαι­να στὸ σπί­τι νὰ κοι­μη­θῶ καὶ δὲν μοῦ κόλ­λα­γε ὕ­πνος.

       Με­ρι­κὲς φο­ρὲς πῆ­γα νὰ τὸν καλ­μά­ρω μὲ τὸν τρό­πο μου καὶ γέ­λα­γε πα­ρά­ξε­να.

       Τό­τε ἀρ­ρώ­στη­σα μέ­σα μου. Ἔ­ψα­χνα τρό­πο νὰ βρῶ νὰ τὸν σκο­τώ­σω.

       Ἕ­να βρά­δυ μὲ ἔ­φε­ρε στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το. Σκό­λα­σα, ἔ­φυ­γα ἀπ’ τὸ μα­γα­ζὶ καὶ εἶ­δα τὸ μά­τι του πά­νω μου σὰν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χα, σὰν νὰ ἤ­μουν ἕ­να σί­χα­μα.

       Τρά­βη­ξα γιὰ ἕ­ναν φί­λο μου ποὺ ἔ­με­νε στὴν Δάφ­νη. Ἔ­βρε­χε ἀ­στα­μά­τη­τα.

       Τέρ­μα Ἱπ­πο­κρά­τους κα­τό­πιν μέ­χρι τὸ Σύν­ταγ­μα πή­γαι­να ὅ­λο στὴ μέ­ση του δρό­μου θο­λός, τρε­λα­μέ­νος. Ὅ­λο μὲ μού­τζω­ναν οἱ ὁ­δη­γοὶ καὶ μοῦ φώ­να­ζαν.

      Ἔ­φτα­σα στὸ Σύν­ταγ­μα, πε­ρί­με­να στὴ στά­ση. Με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρα στα­μα­τά­ει ἕ­να γι­ώ­τα χὶ μπρο­στά μου, μοῦ κορ­νά­ρει, καὶ ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα τοῦ συ­νο­δη­γοῦ. Ἔ­λα, μοῦ λέ­ει, ἔμ­πα. Ἦ­ταν ὁ μά­γει­ρας.

       Ἄλ­λος ἄν­θρω­πος. Μὲ ρώ­τα­γε για­τί εἶ­σαι μού­σκε­μα, πῶς δι­ά­ο­λο ἔ­γι­νες ἔ­τσι. Ἐ­γὼ τοῦ ’­λε­γα νὰ μὴν σὲ βγά­λω ἀπ΄τὸν δρό­μο. Μὴ σὲ νοιά­ζει, θὰ σὲ πά­ω ἐ­γὼ ὅ­που θές, ἔμ­πα. Ἄλ­λος ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ ἐ­μέ­να τὸ μί­σος δὲν μοῦ εἶ­χε φύ­γει κα­θό­λου.

       Ἀρ­χὲς Βου­λι­αγ­μέ­νης πη­γαί­να­με σὰν τὶς χε­λῶ­νες. Σάβ­βα­το βρά­δυ εἶ­χε φρα­κά­ρει ἡ συγ­κοι­νω­νί­α.

       Ἐ­κεῖ ποὺ ἤ­μα­σταν στα­μα­τη­μέ­νοι τί μ΄ἐ­πί­α­σε γυρ­νά­ω καὶ τοῦ λέ­ω θέ­λω νὰ σὲ σκο­τώ­σω.

       Δὲν μοῦ εἶ­πε τί­πο­τα, τί καὶ πῶς. Μουγ­κά­θη­κε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ κα­μιὰ πεν­τα­κο­σα­ριὰ μέ­τρα ποὺ πά­λι ἤ­μα­σταν στα­μα­τη­μέ­νοι ἄ­νοι­ξα τὴν πόρ­τα καὶ ἔ­φυ­γα.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις, ποι­ή­μα­τα (1985), Ντιά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μά σου (1993) κ.α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011).

 

Σωτήρης Δημητρίου: Ἄντρας ἀπὸ τὴ Βουλγαρία

 

 

Σωτήρης Δημητρίου

 

Ἄντρας ἀπὸ τὴ Βουλγαρία

 

ΥΤΗ Η ΠΟΥΤΑΝΑ ΦΤΑΙΕΙ. Αὐ­τή, αὐ­τή. Νὰ ξέ­ρα­τε τί λέ­ει, πί­σω ἀπ’ τὴν πλά­τη σας. Εἶ­ναι κα­κιὰ κι ἔ­χει τὸ δι­ά­ο­λο μέ­σα της. Γειά σου μω­ρή, γειά σου. Σὲ κλεί­νω για­τί ἔρ­χε­ται.»

       «Πά­λι στὸ τη­λέ­φω­νο, βρὲ Ρι­τά­κι; Ποῦ τη­λε­φω­νοῦ­σες πά­λι;»

      «Σκά­σε, μω­ρή. Στὸν γκό­με­νό μου, ὅ­που θέ­λω. Νὰ μὴν τη­λε­φω­νή­σω; Αὐ­τὶ ἔ­χω, στό­μα ἔ­χω. Νὰ μὴ γα­μη­θῶ; Μου­νὶ ἔ­χω. Ἄι στὸ δι­ά­ο­λο, γριὰ που­τά­να. Ἂς μὴ μὲ γέν­να­γες.»

      Ἦ­ταν ἕ­να κα­τα­κόκ­κι­νο κο­ρί­τσι, γύ­ρω στὰ 18, χον­τρὸ ὅ­λο ξύγ­κι. Δί­πλω­νε ἡ κοι­λιὰ καὶ ὁ λαι­μὸς ἀ­π’ τὸ πά­χος.

      Τὰ μά­τια, δυ­ὸ μι­κρὲς ἀ­στρα­φτε­ρὲς τρυ­πί­τσες, χα­μέ­νες μέ­σα στὸ πρη­σμέ­νο, ὑ­πο­τυ­πω­δῶς δι­α­γραμ­μέ­νο πρό­σω­πο καὶ ἡ φω­νὴ τσι­ρι­χτή, δι­α­πε­ρα­στι­κή. Ὅ­λη μέ­ρα ἔ­τρω­γε καὶ τὶς νύ­χτες, ση­κω­νό­ταν κά­θε λί­γο καὶ μὲ κλει­στὰ μά­τια ἄ­νοι­γε τὸ ψυ­γεῖ­ο, τὴν ντου­λά­πα καὶ ψα­χού­λευ­ε. Ὅ,τι νά ’βρι­σκε. Ἀρ­κεῖ νὰ μα­σι­ό­ταν.

      Θὰ τὴν ἔ­βα­ζε σὲ ἵ­δρυ­μα, ἀλ­λὰ ἀ­π’ τὴ μιὰ με­ριὰ τὴν πό­να­γε —αἷ­μα της ἦ­ταν— κι ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη, κύ­ριος οἵδε τί θά ‘­κανε ἐ­κεῖ μέ­σα. Ἦ­ταν θη­ρί­ο. Ἀ­π’ τὸ θή­λα­σμα ἀ­κό­μα, τῆς τρά­βα­γε καὶ τῆς δάγ­κα­νε τὰ βυ­ζιά. Ἤ­πιο βλέμ­μα δὲν τῆς ἔ­ρι­ξε πο­τέ. Κά­πο­τε ποὺ πή­γαι­νε νὰ τὴν ἀγ­κα­λιά­σει, μὲ ἐ­πί­τη­δες ἀ­στεῖ­ο κι ἀ­ναγ­κα­στι­κὸ τρό­πο, τὴ βά­ρα­γε μὲ μπου­νι­ὲς στὴν κοι­λιὰ καὶ χα­μη­λό­τε­ρα καὶ μό­λις ἄρ­χι­σαν νὰ φου­σκώ­νουν τὰ βυ­ζιά της, ἀ­κό­μα καὶ χω­ρὶς ἀ­φορ­μή, τῆς φώ­να­ζε τοῦ κό­σμου τὰ βρο­μό­λο­γα.

      Ποῦ τὰ ‘­μα­θε; Ἀ­φοῦ ἀ­π’ τὸ σπί­τι σπά­νια ἔ­βγαι­ναν μα­ζί. Με­γα­λώ­νον­τας, ἔ­βρι­σκε πιὸ φί­νους τρό­πους νὰ τὴ βα­σα­νί­ζει. Δὲ φό­ρα­γε ταμ­πὸν στὴν πε­ρί­ο­δο γιὰ νὰ πο­τι­στεῖ ἡ κυ­λότ­τα, τά ‘­κα­νε πά­νω της καὶ τὴν ἔ­βα­ζε νὰ τὴν πλέ­νει, λέ­γον­τας σι­γα­νὰ μὲ λύσ­σα:

      «Μοῦ ‘­φυ­γαν. Σά­μα τό ‘­θε­λα; Ἂς μὴ μ’ ἔ­κα­νες, γριὰ που­τά­να. Ἂς μὴ σή­κω­νες τὰ μπού­τια σου γιὰ τὴν ψω­λὴ ἐ­κεί­νου τοῦ ἀ­λή­τη. Δέ σοῦ ‘­βα­ζε κα­λύ­τε­ρα ὀ­χιὰ στὴν τρύ­πα σου; Δὲ θὰ τὸν πε­τύ­χω κά­πο­τε; Θὰ τοῦ τὴν κό­ψω μὲ τὰ δόν­τια, πέ­ρα πέ­ρα.

      »Ἁ­μαρ­τί­αι γο­νέ­ων παι­δεύ­ου­σι τέ­κνα. Νο­μί­ζεις δὲν τὰ ξέ­ρω;»

      Ὅ­ταν πή­γαι­ναν ἐ­πί­σκε­ψη στὴ γει­το­νιά, ἀγ­κά­λια­ζε σφι­χτά, μὲ γέ­λια κι ἀ­να­στε­ναγ­μοὺς τοὺς ἄν­τρες, τοὺς φί­λα­γε ρου­φη­χτὰ στὰ μά­γου­λα κι ἔ­ψα­χνε, μπεμ­πε­κίζον­τας τά­χα, γιὰ τὰ χεί­λη.

      Ἄρ­χι­σε νὰ βγαί­νει μό­νη της, σὲ μι­κρὴ ἀ­χτί­να ἀ­π’ τὸ σπί­τι καὶ νὰ δεί­χνει τὰ βυ­ζιὰ καὶ τὸ ὄρ­γα­νό της στοὺς ἀρ­σε­νι­κούς.

      Μιὰ Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴ λει­τουρ­γί­α, κλει­δώ­θη­κε στὸ δω­μά­τιό της κι ἄρ­χι­σε νὰ κραυ­γά­ζει:

      «Σκί­σε με, καύ­λα μου. Σκί­σε με. Ἄι! Πώ! Πώ!

      Πώ! Τί που­τσά­ρα εἶ­ναι αὐ­τή, μω­ρό μου!»

      Τρό­μα­ξε ἡ μά­να της, για­τὶ τὴν εἶ­χαν πά­ρει χαμ­πά­ρι δι­ά­φο­ροι λι­γού­ρη­δες καὶ γυ­ρό­φερ­ναν τὸ σπί­τι.

      «Ἔ­χει γοῦ­στο νά ‘­μπα­σε κα­νέ­ναν», σκέ­φτη­κε.

      Τὴν πα­ρα­κά­λα­γε νὰ τῆς ἀ­νοί­ξει. Ἐν­τέ­λει βγαί­νει ξε­βρά­κω­τη καὶ πε­τά­ει στὰ μοῦ­τρα τῆς μά­νας της μιὰ μα­τω­μέ­νη χον­τρὴ λαμ­πά­δα.

      «Νά, μω­ρή, ὁ πρῶ­τος μου γα­μιάς. Βά­λ’ τον καὶ σὺ στὸ μου­νί σου. Ἀλ­λὰ τί ἀ­νάγ­κη ἔ­χεις; Γα­μι­έ­σαι σὰν σκύ­λα ὅ­ταν βγαί­νεις. Ποῦ πᾶς, μω­ρή, μό­νο γιὰ ψώ­νια;»

      Τὴν πῆ­ραν τὰ κλά­μα­τα τὴ μά­να της καὶ λύσ­σα­ξε.

      «Ἄ­χνα. Βού­λω­σ’ τό. Ἄ­χνα σοῦ λέ­ω. Σὲ πῆ­ρε τώ­ρα ὁ πό­νος; Σκά­σε μὴ σὲ πλα­κώ­σω στὸ ξύ­λο.»

      Κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ ἄρ­χι­σε τὴ φάμ­πρι­κα μὲ τὸ τη­λέ­φω­νο. Τοὺς ἔ­παιρ­νε ὅ­λους ὅ­σους ξέ­ρα­νε κι ἔ­λε­γε γιὰ τὴ μά­να της χί­λια δυό. Ἔ­πε­σε στὸ λαι­μὸ τῶν ἀν­θρώ­πων. Συ­νε­χῶς μὲ τ’ ἀ­κου­στι­κὸ στὸ χέ­ρι.

      Οἱ για­τροὶ τὸ ἴ­διο τρο­πά­ρι. Νὰ τὴν ἔ­χει ἀ­πὸ κον­τά, νὰ τῆς δεί­χνει ἀ­γά­πη, νὰ τὴ βγά­ζει βόλ­τες κι ἂν εἶ­ναι δυ­να­τόν, νὰ τὴν πη­γαί­νει τα­ξι­δά­κια. Θὰ ὠ­φε­λη­θεῖ.

      Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἤ­θε­λε, ἀλ­λὰ ὅ­ταν τῆς εἶ­πε μιὰ θειά της, «ἔ­λα, βρὲ Ρί­τα. Θὰ γνω­ρί­σεις καὶ γαμ­πρό. Στὰ τα­ξί­δια εἶ­ναι πιὸ εὔ­κο­λο».

      Ἀ­πὸ κεῖ καὶ πέ­ρα ἡ ζω­ὴ της ἦ­ταν τα­ξί­δια καὶ γαμ­πρός.

      Κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο, στὴν προσ­δο­κί­α γαμ­προῦ ἄλ­λα­ξε καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ψευ­το­σκού­πι­ζε, ἔ­πλε­νε καὶ κά­να πιά­το. Ἔ­τσι κι ἡ μά­να της ἀ­να­κου­φι­σμέ­νη, κυ­ρί­ως ψυ­χο­λο­γι­κά, ἔ­βγα­ζε κι ἀ­π’ τὴ μύ­γα ξύγ­κι καὶ τα­ξί­δευ­αν τα­χτι­κά. Ξέ­δι­νε κι αὐ­τὴ κά­πως.

      Στὴν ἀρ­χὴ πή­γαι­ναν κον­τι­νά. Αἴ­γι­να, Λου­τρά­κι, Εὔ­βοι­α. Με­τὰ μὲ γκρούπ, πιὸ ἔ­ξω. Ἐ­κεῖ ποὺ γύ­ρι­ζαν, ὅ­ποι­ος τῆς γυ­ά­λι­ζε πή­γαι­νε κον­τά του, τὸν ἔ­δει­χνε μὲ τὸ δά­χτυ­λο καὶ τῆς φώ­να­ζε, «Νά, μω­ρή, αὐ­τόν».

      Στὴν ἀρ­χὴ τὴ γέ­λα­γε λέ­γον­τάς της: «Τί ὅ­που ὅ­που; Νὰ γυ­ρί­σου­με, νὰ δοῦ­με.

      »Νὰ πᾶ­με καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἐ­κεῖ οἱ ἄν­τρες δὲν εἶ­ναι πο­νη­ροὶ ὅ­πως ἐ­δῶ».

      Πέρ­να­γε ὁ και­ρὸς κι ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­δη­μο­νεῖ καὶ ν’ ἀ­γρι­εύ­ει.

      Τὶς νύ­χτες ἔ­τρι­βε τὰ ὄρ­γα­νά της, μουγ­γα­νί­ζον­τας ρυθ­μι­κά γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα, ὄ­χι ἀ­πὸ εὐ­χα­ρί­στη­ση, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ νευ­ριά­σει τὴ μά­να της.

      Ὥ­σπου κά­ποι­α στιγ­μή, χί­μη­ξε νὰ τὴν ἁρ­πά­ξει ἀ­π’ τὸ λαι­μό.

      «Πό­τε θὰ μοῦ βρεῖς γαμ­πρό, μω­ρὴ ἔ­νο­χη; Μὲ γε­λᾶς μοῦ φαί­νε­ται, ἔ;»

      «Κο­ρού­λα μου, Κο­ρού­λα μου. Μή. Στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, Θὰ πᾶ­με στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Στὴ Βουλ­γα­ρί­α.»

      «Στὴ Βουλ­γα­ρί­α; Τῆς χτύ­πη­σε ἀ­λη­θι­νὸ καὶ ὅ­μορ­φο. Τό ‘­δε­σε κόμ­πο πὼς ἐ­κεῖ τὴν πε­ρι­μέ­νει ἡ ἀ­γά­πη της. Ὅ­λη τὴ μέ­ρα τρα­γού­δα­γε στὸ ρυθ­μὸ μο­τί­βων λα­ϊ­κῶν τρα­γου­δι­ῶν, “Βουρ­γά­ρε μου, Βουρ­γά­ρε μου».»

      Στὸ τη­λέ­φω­νο πλέ­ον, στὴ γει­το­νιὰ καὶ στοὺς πε­ρα­στι­κούς, ἄλ­λο δὲν εἶ­χε στὸ στό­μα ἀ­π’ τὸ «Βουρ­γά­ρε μου».

      Ἦρ­θε ἡ πο­λυ­πό­θη­τη ὥ­ρα. Ἡ μά­να της στὸ τα­ξί­δι ἔ­τρε­με ὁ­λό­κορ­μη. Δὲν τὴ βα­στοῦ­σε πλέ­ον.

      Μὲ τὸ ποὺ πά­τη­σαν πό­δι, ἄρ­χι­σε νὰ δεί­χνει ξε­φω­νί­ζον­τας. «Αὐ­τόν, Αὐ­τόν.»

      Προ­σπά­θη­σε νὰ ξε­φύ­γει λέ­γον­τάς της πὼς «ἐ­δῶ δὲν γί­νε­ται ἀ­μέ­σως, εἶ­ναι ἄλ­λο σύ­στη­μα, πρέ­πει νὰ πᾶ­με στὸ κρά­τος νὰ συμ­φω­νή­σου­με».

      Μὲ τὸ ζό­ρι τὴν ἔ­φε­ρε πί­σω, μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­ση πὼς μί­λη­σε αὐ­τὴ γιὰ κά­ποι­ον ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε, τὰ συμ­φώ­νη­σαν καὶ μό­λις βγεῖ τὸ δι­α­βα­τή­ριό του θά ‘ρ­θει στὴν Ἑλ­λά­δα.

      Πά­λι τὸ ἴ­διο βι­ο­λί. Πα­ρά­φρα­ζε συ­νέ­χεια λα­ϊ­κὰ τρα­γού­δια:

Ἱ­στο­ρί­α μου, ἁ­μαρ­τί­α μου

Βουρ­γα­ρι­κὴ λα­τρεί­α μου

σὲ βλέ­πω στ’ ὄ­νει­ρό μου

καὶ κλά­νω ἀ­π’ τὸν κα­η­μό μου.

      Ἔ­πλε­νε ἄ­τσα­λα τὸ σπί­τι νά ‘­ναι εὐ­πα­ρου­σί­α­στο, ἀ­γό­ρα­σε καλ­λυν­τι­κὰ καὶ παι­δευ­ό­ταν στὸν κα­θρέ­φτη.

      Πέρ­να­γε ὁ και­ρὸς καὶ σι­γὰ σι­γὰ ἀ­φέ­θη­κε. Οὔ­τε μί­λα­γε, οὔ­τε κου­νιό­ταν ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι. Γέ­μι­σε ἡ μά­να της γλυ­κὲς προσ­δο­κί­ες, «Θε­έ μου, νά ΄με­νε πάν­τα ἔ­τσι».

      Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ μπαί­νει ὁ­λό­γυ­μνη στὸ δω­μά­τιό της, μὲ τὰ χέ­ρια πά­νω στὸ μου­νί.

      «Ποῦ ‘­ν’ τος, μω­ρὴ που­τά­να, ὁ Βούρ­γα­ρος; Τί νὰ τὸ κά­νω ἐ­γὼ ἐ­τοῦ­το;»

      Ἀ­λα­φι­ά­στη­κε, τρό­μα­ξε, τῆς ἀ­νέ­βη­κε τὸ αἷ­μα στὸ κε­φά­λι.

      «Ποι­όν γαμ­πρὸ πε­ρι­μέ­νεις, δαί­μο­να; Ποι­όν, σα­τα­νά; Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸ γαμ­πρό; Νὰ σὲ λού­ζει; Νὰ σὲ τα­ΐζει; Γιὰ νὰ σοῦ φο­ρά­ει τὸ βρα­κί; Οἱ ἄν­τρες τὸ κα­τε­βά­ζουν τὸ βρα­κί, τέ­ρας, δὲν τὸ ἀ­νε­βά­ζουν πο­τέ. Ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τὸ χτῆ­νος ποὺ σ’ ἔ­σπει­ρε καὶ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε, μω­ρ’, κα­λὰ ἔ­κα­νε ἔ­κτρω­μα, κα­λὰ ἔ­κα­νε, ποὺ νὰ τὸν βροῦν, Πα­να­γί­α μου, μὲ τὴ γλώσ­σα δαγ­κα­μέ­νη, νὰ τοῦ γι­ο­μί­σει τὸ στό­μα σκου­λή­κια στὰ ζῶν­τα. Μοῦ μαύ­ρι­σες τὴ ζω­ή. Ἀ­νά­σα, μω­ρή. Μιὰ ἀ­νά­σα κι ἄς πε­θά­νω. Πῶς εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­σα, μω­ρή; Εἶ­σαι ἄρ­ρω­στη. Ἄ­λω­τη.»

      Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μι­λή­σει πλέ­ον, ἔ­πα­θε σπα­σμοὺς κι ἔ­βγα­ζε κά­τι ἤ­χους σὰν χλί­ου χλί­ου.

      «Ἀ­νά­πη­λο, χλί­ου χλί­ου. Λε­λο­κο­μεῖ­ο, χλί­ου χλί­ου.»

      «Ἄ, ὥ­στε μέ­σα στὸ μυ­α­λου­δά­κι σου τὸν ἔ­χεις. Θὰ σοῦ δεί­ξω ἐ­γώ», τῆς κά­νει μὲ ζα­χα­ρω­μέ­νη φω­νού­λα.

      Βγῆ­κε καὶ γύ­ρι­σε κρα­τών­τας ἕ­να χον­τρὸ μπου­κά­λι γε­μά­το λά­δι κι ἄρ­χι­σε νὰ τὴ χτυ­πά­ει στὸ κε­φά­λι. Τὸ μπου­κά­λι ἔ­σπα­σε, μὰ συ­νέ­χι­ζε νὰ τὴ λι­α­νί­ζει πολ­λὴ ὥ­ρα μὲ τὸ ὑ­πό­λοι­πο κομ­μά­τι, μέ­χρι ποὺ τῆς ἔ­κα­νε τὸ πρό­σω­πο ἄ­μορ­φο.

      Τῆς σκέ­πα­σε κα­τό­πιν τὰ πό­δια νὰ μὴν κρυ­ώ­νει, ἔ­κα­τσε δί­πλα της, ἔ­χω­σε τὰ λι­γδι­α­σμέ­να δά­χτυ­λα στὰ πολ­τοποι­η­μέ­να μέ­ρη τοῦ κρα­νί­ου κι ἔ­ψα­χνε στὸ μυα­λό. Ὅ­ταν ἔ­βρι­σκε κα­νέ­να κομ­μά­τι τοῦ Βούλ­γα­ρου τὸ μα­σοῦ­σε, μούν­τζω­νε τὴ μά­να της καὶ τὴν ἔ­λε­γε που­τά­να καὶ ψεύ­τρα.

 

  

Πηγή : Ἕνα παιδὶ ἀπ’ τὴ Θεσσαλονίκη, διηγήματα, Ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα, 1989.

 

Σωτήρης Δημητρίου (Πόβλα Θεσπρωτίας, 1955) Πεζογράφος. Πρῶτο του βιβλίο Ψηλαφίσεις, ποιήματα (1985), τελευταῖο του βιβλίο Σὰν τὸ λίγο τὸ νερό, μυθιστόρημα (2010).