Τόλη Καζαντζής
«Ὁ Ζωγράφος»
ΟΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ἀπ’ τὴν παρέα μας μετὰ τὴν κατοχή, μιὰ μέρα δὲν ἐρχόνταν στὸ σχολεῖο ἢ ξαφνικὰ χανόντανε ἀπ΄ τὰ παιγνίδια κι ὕστερα δὲν τοὺς ξαναβλέπαμε. Ὁ Στέργιος, νὰ ποῦμε, τῆς κυρα-Ἐλπινίκης. Ἦταν τὸ πιὸ ἀφρόπλαστο ἀπ’ ὅλα τὰ παιδιά, μὰ σάπιο πάχος. Ἔλειπε συχνὰ πυκνὰ ἀπ’ τὸ σχολεῖο, ὥσπου μιὰ μέρα ἐξαφανίστηκε. Κάτι εἴπανε πὼς νοίκιασαν δωμάτιο στ’ Ἀσβεστοχώρι, ἀπέναντι ἀπ’ τὸ Σανατόριο, πὼς ὁ πατέρας του ὁ κυρ-Νίκος ξετινάχτηκε, ἀκόμη κι ἕνα χωράφι πατρικὸ στὸ Χαρμάνκιοϊ τὸ πούλησε. Ὅμως τὸ Στέργιο δὲν τὸν ξανάδαμε. Οὔτε ρωτήσαμε. Τί νὰ ρωτήσουμε; Σάματις δὲ βλέπαμε τὰ μαῦρα; Ὅμως, παιδιά, δὲ θέλαμε πολλὰ γιὰ νὰ ξεχάσουμε καὶ μόνον ὅταν βλέπαμε τὴν κυρα-Ἐλπινίκη ἢ τὸν κυρ-Νίκο, τότε μονάχα τὸν θυμόμασταν καί, ποιὸς ξέρει γιατί, ἐξαφανιζόμασταν ἀπὸ μπροστά τους. Ὅμως τὸν κυρ-Νίκο τὸν εἴχαμε μπροστά μας κάθε μέρα κι ὅσο καὶ νὰ τὸν ἀποφεύγαμε, αὐτὸς μᾶς ξετρύπωνε, τάχα γιὰ νὰ μᾶς δώσει καραμέλες ἢ στραγάλια. Μιὰ φορὰ πάλι, εἶχα ἀρρωστήσει. Ἀπ’ τὰ πολλὰ ἐρύκια ποὺ εἶχα φάει μ’ ἐπίασε τσίρλα καὶ πυρετὸς καὶ δὲ μούφτανε τὸ χάλι μου, εἶχα ἀπὸ πάνω καὶ τὴ μάνα μου, ποὺ κάθε τόσο θύμωνε μὲ τὰ καμώματά μου καὶ μούφερνε κάτι ἀνάποδες ξεγυρισμένες. Τὸ πρῶτο κιόλας βράδυ ποὺ ἀρρώστησα, ἦρθε ὁ κυρ-Νίκος νὰ μὲ δεῖ καὶ μούφερε ἕνα πακετάκι καραμέλες εὐκάλυπτο. Μὰ ὅσο καθότανε δίπλα στὸ κρεβάτι μου, ἐμένα μ΄ ἔζωναν κάτι ἀνεξήγητοι φόβοι καὶ γινόμουνα χειρότερα. Φαίνεται τὸ κατάλαβε ὁ ἄνθρωπος κι ἔφυγε καὶ δὲν ξανάρθε μέχρι ποὺ γίνηκα καλά. Δὲν ἔλεγε νὰ ἡσυχάσει ὁ κυρ-Νίκος μὲ τὸ χαμὸ τοῦ Στέργιου. Κι αὐτὸς κι ἡ κυρα-Ἐλπινίκη, φιλενάδα τῆς μάνας μου, εἴχανε ρέψει κι ἤτανε πιά, σαράντα χρονῶ ἄνθρωποι, σωστοὶ γέροι. Δὲν ἤτανε νὰ πεῖς μικρὸ πράμα. Εἴδανε καὶ πάθανε ὅσο νὰ τὸν στεργιόσουνε τὸ Στέργιο κι αὐτὸ ἀφοῦ πρῶτα χάσανε δυὸ κοριτσάκια, μηνῶν ἀκόμη. Μετὰ ἔγινε ὁ Στέργιος ποὺ τοὺς τὸν κράτησε ὁ Θεός. Δόλιο κράτημα. Δὲν πέρναγε σχεδὸν μήνας ποὺ νὰ μὴ πιάσει, τὸ παιδὶ τὸ στρῶμα. Πολλὲς φορές, ἔκανε ὁλόκληρες βδομάδες στὸ κρεβάτι. Ἐμεῖς πάλι πηγαίναμε γιὰ νὰ τοῦ ποῦμε τὰ μαθήματα κι ἡ κυρα- Ἐλπινίκη προσπαθοῦσε νὰ μᾶς κρατήσει ὅσο γινόταν περισσότερο μὲ κάτι κουλουράκια καὶ μὲ τέτοια. Μὰ ποῦ νὰ μᾶς κρατήσεις μέσα ἐμᾶς. «Καλύτερα νὰ τόχαναν μωρὸ κι αὐτό.» Βαριὰ κουβέντα, θὰ πεῖς τί δυό, τί τρία; Ὅ,τι καὶ νάλεγες ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἤτανε νὰ τοὺς κλαῖς. Μονάχα νάβλεπες πῶς λαχταρούσανε καὶ μὲ τὰ ξένα ἀκόμη τὰ παιδιά…
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κοντὰ στοῦ Ἰωαννίδη, στὸ σχολεῖο μας, ἦρθαν καὶ κάτσανε ἀνταρτόπληχτοι. Διωγμένοι ἀπ΄ τὰ χωριά τους, πιάσανε μὲ τὰ χίλια ζόρια ἕνα παληὸ παπαδίστικο χτήριο, σαράβαλο σωστό, ποὺ εἶχε ἀκόμα ἀπέξω στοὺς σουβάδες, σημάδια ἀπὸ σφαῖρες. Ἐκεῖ μέσα, ἔλεγε ὁ πατέρας μου, ἦταν κρυμμένοι τὸ «δεκατρία» Βούλγαροι στρατιῶτες κι ἀπέξω οἱ δικοί μας τοὺς ρίχνανε. Μάλιστα ὁ πατέρας μου θυμότανε, πὼς μικρὸ παιδὶ τότε, στὴν ἡλικία μου, πήγαινε νερὸ καὶ ψωμὶ στοὺς τσολιάδες. Ἐκεῖ λοιπόν, σ΄ αὐτὸ τὸ σαράβαλο, ἦρθαν καὶ κάτσανε χωριὰ ὁλόκληρα κουβαλώντας ὅ,τι πρόλαβε ὁ καθένας καὶ φέρανε τὴ γειτονιὰ ἄνω κάτω. Γιατί, πῶς νὰ τὸ συνηθίσουν; πῶς νὰ τὸ καταλάβουνε ἀπ’ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη πὼς δὲν ἤτανε πιὰ στὸ χωριό τους; Ἐμένα ὅμως, τὸ μόνο ποὺ μὲ πείραξε ἦταν ποῦρθε στὸ σχολεῖο μας ἐκεῖνος ὁ πόντιος ὁ Κῶτσος. Στὴν τάξη μας ἤμουνα ὁ καλύτερος στὴ ζωγραφική. Ἤμουν καλὸς καὶ στ΄ ἄλλα τὰ μαθήματα ὅμως, τὸ ἔβλεπα, ἀπόλα πιὸ πολὺ μετροῦσε ἡ ζωγραφική. Δὲν ἦταν μόνο ποὺ οἱ τοῖχοι ἦταν γεμάτοι ἀπὸ δικές μου ζωγραφιές, ἤτανε τ΄ ἄλλα τὰ παιδιὰ ποὺ μὲ θαυμάζανε κι εἶχαν ξεχάσει τὸ παληό μου παρατσούκλι, «μπίτζος» καὶ μὲ φωνάζανε «ζωγράφο». Τὸ ἴδιο κι οἱ δάσκαλοι καὶ τ’ ἀδέρφια μου στὸ σπίτι, ποὺ σὰ πιὸ μικρό, μ’ εἴχανε τοῦ κλώτσου καὶ τοῦ βρόντου.
Μόλις ὅμως ἦρθε ὁ Κῶτσος, τὰ πράματα ἀλλάξανε. Στ’ ἄλλα μαθήματα ἤτανε σκράπα. Χαμπάρι δὲν ἔπαιρνε ἡ χοντροκεφάλα του. Ἂν πεῖς γιὰ τὰ γραψίματα, παιδὶ τρίτης δημοτικοῦ καὶ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ βάλει τὸν τόνο. Μιὰ μέρα ὁ δάσκαλός μας ὁ κύριος Τριφωνίδης, μᾶς διάβασε μιὰ ἔκθεση τοῦ Κώτσου ἔτσι ὅπως ἤτανε τονισμένες οἱ λέξεις.
«Τὸ πρώι ὁτὰν σηκωνομαί, πλυνόμαι, ντυνόμαι, τρωῶ», καὶ τὰ λοιπὰ κι ἀπὸ κάτω τ’ ὄνομά του. «Κωνστάντινος Παντέλιδης».
Σκάσαμε ὅλοι στὰ γέλια καὶ πιὸ πολὺ ἀπόλους ἐγώ, γιατί ἐντομεταξὺ εἶχα δεῖ πῶς ζωγράφιζε. Κι αὐτὸς ἄλλο δὲν ἔκανε. Μόνο ζωγράφιζε. Ὅπου εὕρισκε, μ’ ὅ,τι ἔπεφτε στὰ χέρια του: Μολύβια, μπογιές, κιμωλίες, ἀκόμη καὶ μὲ καρφιὰ ἀκόμη καὶ μὲ πέτρες ἢ μὲ τὰ δάχτυλα πάνω στὸ χῶμα. Κι ἦταν οἱ ζωγραφιές του ἄλλο πράμα. Φράγκο δὲ πιάνανε οἱ δικές μου μπροστά τους, τόσο ποὺ οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ νὰ προσπαθήσω νὰ τὸν φτάσω. Τόρριξα καὶ γὼ στὸ κορόιδεμα γιὰ τὰ μαθήματα, γιὰ τοὺς τόνους, ὅμως ἔμεινα μονάχα μὲ τὴν κακία μου γιατί τὸ «ζωγράφος» μοῦ τόφαγε ὁ Κῶτσος ἀπ’ τὴν πρώτη κιόλας μέρα καὶ μένα μοῦ ξαναβγῆκε τὸ παληό, τὸ «μπίτζος». Ὥσπου εἶδα κι ἀπόειδα πώς δὲ γινότανε κι ἀλλιῶς, τὸν παραδέχτηκα κι ἡσύχασα καὶ γινήκαμε μὲ τὸν Κῶτσο φίλοι ἀχώριστοι. Μάλιστα τὸν βοηθοῦσα καὶ στὰ μαθήματα κι αὐτὸς καλλιτέρεψε πολὺ καὶ μοῦ χάριζε ὡραῖες ζωγραφιὲς ποὺ ἔφτιαχνε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ διάβαζε στὴν ἱστορία καὶ στὰ θρησκευτικά. Στὸ σπίτι μας πάλι, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι γιατί ἤτανε πραγματικὰ καλὸ παιδὶ καὶ τὸ βραδάκι τὸ συμμαζεύαμε γιὰ νὰ διαβάσει στὴ ζέστα καὶ νὰ φάει ὅ,τι βρισκότανε. Τὰ μεσημέρια πάλι, πήγαινε στὸ «Φρουραρχεῖο», ἐκεῖ στὰ Δικαστήρια καὶ περίμενε νὰ πάρουν οἱ φαντάροι τὸ φαΐ τους κι ὑστέρα ὁ μάγειρας νὰ μοιράσει στ’ ἀνταρτόπληχτα τὸ περίσεμα. Καὶ μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα τὰ παιδιὰ περίμενε κι ὁ Κῶτσος μ΄ ἕνα ντενεκεδένιο κουτὶ ἀπὸ ἁλίπαστα, ποὺ τοῦχε κάνει καὶ χερούλι ἀπὸ σύρμα γιὰ νὰ μὴ ζεματιέται. Κι ὕστερα πήγαινε καὶ μοιραζόταν τὸ φαῒ μὲ τὴ θειά του, τὸ μόνο δικό του ἄνθρωπο, ποὺ μένανε μαζί. Αὐτὴ ἡ θειά, νέα ἀκόμη, μιὰ μέρα ἐξαφανίστηκε ἀπ’ τὸ χτήριο κι ὑστέρα ἀπὸ καιρὸ τὴν εἴδαμε μὲ ἐμπριμὲ καὶ παπούτσια ἀπὸ φελλό. Κι ἔμεινε ὁ Κῶτσος μόνος του σὲ μιὰ γωνιὰ στὸ χτήριο. Μετὰ τὸ σχολεῖο, δούλευε λουστράκι. Ἔφτιαξε μονάχος του τὸ κασελάκι του καὶ τὸ ζωγράφισε μερακλήδικα μὲ κλαράκια καὶ πουλάκια. Μ΄ αὐτὸ τὸ κασελάκι γύρναγε παντοῦ. Δὲν εἶχε στέκι γιατί τὸν κυνηγούσανε ὅπου τὸν πετυχαίνανε οἱ ἄλλοι, οἱ παληοὶ οἱ λοῦστροι. Γύρναγε κι αὐτὸς παντοῦ, στὸ πάρκο καὶ στὰ καφενεῖα τῆς παραλίας καὶ τῆς Ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ βραδάκι ἐρχότανε στὸ σπίτι μας.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἦρθε σπίτι μας ἡ κυρα-Ἐλπινίκη καὶ σὰν εἶδε τὸν Κῶτσο, τὸ ρώτησε πῶς καὶ τί κι ὕστερα πῆρε καὶ τούδειχνε τὰ μαθήματα. Κι ὅταν πιὰ νύχτωσε γιὰ καλὰ σηκώθηκε νὰ φύγει τὸ παιδὶ καὶ μαζὶ κι ἡ κυρα-Ἐλπινίκη.
Πέρασαν χρόνια γιὰ νὰ μάθουμε τί ἔγινε ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα. Λοιπόν, τὸ βράδυ, ἡ κυρὰ- Ἐλπινίκη πῆρε στὸ σπίτι τους τὸν Κῶτσο. Τὸν ἔπλυνε, τὸν καθάρισε καὶ περιμένανε μαζὶ νάρθει ὁ κυρ-Νίκος. Ἐκεῖνος πάντα πέρναγε τὰ βράδια ἀπ’ τ’ ἀδερφοῦ του, τοῦ μεγαλύτερου, τὸ μαγαζί, «Οἴνοι-Ποτά» στὴν Ἐγνατία. Ἦταν ἕνα βροχερὸ βράδυ κι ἐκεῖ στὸ μπάγκο τοῦ ἀδερφοῦ του ἤπιανε κάνα οὖζο παραπάνω. Ἡ κυρα-Ἐλπινίκη δὲν ἔλεγε νὰ ἡσυχάσει κι ὅταν ἄκουσε τὰ βήματα τοῦ ἀντρός της στὴ σκάλα ἔμεινε ἀκίνητη, βαστώντας τὴν ἀνάσα της πλάϊ στὸ παιδί. Ὁ κυρ-Νίκος τοὺς κοίταξε μονάχα καὶ δὲν εἶπε λέξη. Ἡ γυναίκα του πῆγε τὸν Κῶτσο στοῦ Στέργιου τὸ δωμάτιο γιὰ ὕπνο, κι ὑστέρα ψευτοφάγανε ἀμίλητοι μὲ τὸν ἄντρα της. Δὲν πῆγε στὴν κρεβατοκάμαρα ὅλη νύχτα ὁ κυρ-Νίκος κι ἡ κυρα-Ἐλπινίκη τὸν ἄκουγε ἄγρυπνη μὲς στὸ σκοτάδι νὰ πηγαινοέρχεται συνέχεια στὴ σάλα καπνίζοντας τόνα τσιγάρο ἀπάνω στ’ ἄλλο. Μονάχα ὁ Κῶτσος καλοκοιμήθηκε στὸ μαλακὸ στρῶμα τοῦ Στέργιου καὶ τὸ πρωὶ χουχούλιαζε κάτω ἀπ’ τὸ λουλουδάτο πάπλωμα. Ἡ κυρα-Ἐλπινίκη ἦρθε καὶ τὸν σήκωσε γιὰ τὸ σχολεῖο. Τὸν ἔπλυνε καὶ τὸν ἔβαλε νὰ φάει. Ὁ κυρ-Νίκος, ντυμένος, ἕτοιμος νὰ φύγει ἔπινε τὸν καφὲ του ἀμίλητος.
Ἡ γυναίκα καὶ τὸ παιδὶ τὸν περιμένανε, μὲ τὴν καρδιὰ σφιγμένη, νὰ πεῖ ἔστω καὶ μιὰ μονάχα λέξη. Ὕστερα ὁ κυρ-Νίκος ἔσβησε τὴ γόπα του καὶ σήκωσε τὰ μάτια κουρασμένα ἀπάνω στὴ γυναίκα του: Ὁ Στέργιος, εἶπε, εἶναι πολὺ βαθιὰ χωμένος μεσ’ στὸ χῶμα, Ἐλπινίκη…
Δὲν εἶπαν ἄλλη λέξη. Ἡ γυναίκα του ἔκρυψε ἀπελπισμένη τὸ πρόσωπό της στὶς παλάμες της. Ὁ Κῶτσος κατάλαβε πώς ὣς ἐδῶ ἦταν καὶ σηκώθηκε. Πῆρε τὴ σάκα του, πῆρε τὸ κασελάκι του κι ἔκανε νὰ φύγει. Στὴν πόρτα κοντοστάθηκε δισταχτικός. Ὕστερα ἄφησε τὴ σάκα του σὲ μιὰ καρέκλα καὶ πῆγε κι ἔστησε τὰ κασελάκι μπρὸς στὸν κυρ-Νίκο. Αὐτὸς ἔβαλε ἀπάνω μηχανικά τὸ πόδι του. Οἱ βοῦρτσες γρήγορες κι ἐπιδέξιες διῶξαν τὶς ξεραμένες λάσπες. Τὰ δαχτυλάκια τοῦ Κώτσου τυλίχτηκαν σφυχτὰ στὸ πανὶ κι ἁπλώνανε παντοῦ ἀπάνω στὸ παπούτσι τοῦ κυρ-Νίκου τὸ τζιλά. Ἐκεῖνος κοίταξε μιὰ τὸ παιδί, μιὰ τὴ γυναίκα του καί, –ἄς φάει κι αὐτὸ ἕνα κομμάτι ψωμί, εἶπε ἀναστενάζοντας.
Πηγή: Ἡ παρέλαση (διηγήματα, ἐκδ. Ἑρμῆς, 1976).
Τόλης Καζαντζῆς (Θεσσαλονίκη, 1938-1991). Πεζογραφία, βιβλιοκριτική, μελέτες. Σπούδασε νομικά, συνεργάστηκε μὲ τὸ περιοδικὸ Διαγώνιος. Πρῶτο του βιβλίο: Ἡ κυρα-Λισάβετ (1975), τελευταῖο Μιὰ μέρα μὲ τὸν Σκαρίμπα. (Σοκόλη, 2005)
Filed under: Αυτοβιογραφία,Αισθήματα-Πάθη,Ελληνικά,Θάνατος,Ιστορία,Καζαντζής Τόλης,Μονόλογος,Οικογένεια,Ρεαλισμός,Χαρακτήρες | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Τόλης Καζαντζης | Τὰ σχόλια στὸ Τόλης Καζαντζῆς: “Ὁ ζωγράφος” ἔχουν κλείσει