Βασίλης Γκουρογιάννης: Ὁδηγώντας ὁ τυφλός

 

 

 

Βασίλης Γκουρογιάννης

 

Ὁδηγώντας ὁ τυφλός

 

ΤΗΡΙΖΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ στὶς πα­λά­μες καὶ προ­σπα­θῶ νὰ ἀ­να­κα­λέ­σω τὸ κλί­μα καὶ τὴν ψυ­χο­λο­γί­α ἐ­κεί­νου τοῦ και­ροῦ, ὄ­χι τό­σο μα­κρι­νοῦ και­ροῦ ἀλ­λὰ ἀ­νά­με­σα Χρι­στού­γεν­να καὶ Ὀ­λυμ­πια­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ 2004. Θυ­μᾶ­στε, τό­τε ἦ­ταν σὰ νὰ βρι­σκό­μα­σταν ὅ­λοι οἱ Ἕλ­λη­νες σ΄ἕ­να νη­σι­ώ­τι­κο τα­βερ­νά­κι μὲ θέ­α καὶ κοι­τά­ζα­με στὸν γλαυ­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­να­μέ­νον­τας ἀ­πὸ κεῖ ποὺ ρο­δί­ζει νὰ φα­νεῖ ἡ παν­σέ­λη­νος. Ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο ὅ­λα ἦ­ταν πο­θη­τά, ἡ­δο­νι­κὰ ἀ­νυ­πό­μο­να σὰν ἕ­να χέ­ρι ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ δι­α­νοί­ξει τοὺς βε­λού­δι­νους μη­ροὺς καὶ ν΄ἀ­νέ­βει ψη­λό­τε­ρα. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι ἦ­ταν ἀ­νυ­πο­ψί­α­στοι γιὰ τὴν τρι­σμέ­γι­στη σο­φί­α τοῦ ἀ­πά­νω κό­σμου ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι κύ­κλος. Μᾶλ­λον ἔ­τσι θὰ ἔ­νι­ω­θα καὶ ἐ­γὼ ἐ­κεῖ­νο τὸ γι­ορ­τι­νὸ με­ση­με­ρά­κι ποὺ πῆ­ρα γιὰ πέμ­πτη, ἕ­κτη φο­ρὰ τὸ και­νού­ριο μας Με­τρὸ πη­γαί­νον­τας ἄ­σκο­πα πρὸς τὸ τέρ­μα καὶ πά­λι πρὸς τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α γλεν­τών­τας τὸ συγ­κοι­νω­νια­κὸ ἐ­πί­τευγ­μα τῆς πρω­τεύ­ου­σας. Εἶ­χε ἐγ­και­νια­σθεῖ πρὶν λί­γες μέ­ρες. Μπο­ρού­σα­με ἐ­πι­τέ­λους οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι νὰ κυ­κλο­φο­ροῦ­με μέ­σα στὴ γῆ ἄ­νε­τα καὶ γρή­γο­ρα σὰν τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους. Ὁ κα­θέ­νας ἔμ­παι­νε καὶ ἔ­βγαι­νε σὲ ὅ­ποια τρύ­πα ἤ­θε­λε. Σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πλα­νή­σεις μου στὴν ἔ­ξο­δο τοῦ σταθ­μοῦ «Ὁμόνοια» συγ­κρού­σθη­κα ἄ­γαρ­μπα μὲ κά­ποι­α κυ­ρί­α. Τὸ αἰ­σθάν­θη­κα ἐ­νο­χλη­τι­κὸ σὰ νὰ ἤ­θε­λε νὰ μὲ σκουν­τή­σει ἐκ προ­θέ­σε­ως. Τὴν κοί­τα­ξα ἐ­νο­χλη­μέ­νος, ἐ­κεί­νη δὲν μὲ κοί­τα­ξε κάν.Τὰ μαῦ­ρα γυα­λιά της κοι­τοῦ­σαν εὐ­θεί­α, ὕ­στε­ρα εἶ­δα στὸ χέ­ρι της τὸ πτυσ­σό­με­νο μπα­στου­νά­κι τῶν τυ­φλῶν ποὺ ἤ­δη ἄρ­χι­σε νὰ τὸ πε­ρι­φέ­ρει καὶ νὰ ξύ­νει τὸ δά­πε­δο τῆς ἀ­πο­βά­θρας ἀ­να­ζη­τών­τας ἀ­σφα­λῆ πο­ρεί­α. Δύ­σκο­λο νὰ πι­στέ­ψω ὅ­τι τὸ μπα­στου­νά­κι τῶν τυ­φλῶν δὲν εἶ­ναι ζῶν ὀρ­γα­νι­σμὸς καὶ ὅ­τι κά­που ἔ­χει ἄ­γρυ­πνα μι­κρο­σκο­πι­κὰ μα­τά­κια σὰν τοῦ φι­διοῦ. Πα­ρα­τη­ρεῖ­στε το! Κοί­τα­ξα τώ­ρα τὴν κυ­ρί­α μὲ συμ­πά­θεια, ἐν­τά­ξει εἶ­χε γιὰ τὴ βο­ή­θειά της τὸ μα­γι­κὸ ρα­βδά­κι ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ χρο­νιά­ρες μέ­ρες ἔ­πρε­πε νὰ κά­νω τὸ κα­λό. Προ­σφέρ­θη­κα νὰ τὴν βο­η­θή­σω καὶ τὴν ἄγ­γι­ξα ἐ­πι­κοι­νω­νια­κά. Χα­μο­γέ­λα­σε καὶ δέ­χτη­κε τὴ βο­ή­θειά μου. Ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ σα­ράν­τα χρο­νῶν καὶ τὰ μαῦ­ρα γυα­λιά της πό­τε πρό­σθε­ταν πό­τε ἀ­φαι­ροῦ­σαν μυ­στή­ριο ἀ­πὸ τὴν πα­γω­μέ­νη φυ­σι­ο­γνω­μί­α της. Ἐ­γὼ μὲ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τοῦ ἀ­νοι­χτο­μά­τη κοί­τα­ζα τὶς πι­να­κί­δες καὶ τὶς φω­τει­νὲς ἐν­δεί­ξεις τῶν εἰ­σό­δων, ἐ­ξό­δων, ἀ­νό­δων, κα­θό­δων, τὰ βέ­λη καὶ βε­λά­κια τῆς πο­ρεί­ας, τὶς κυ­λι­ό­με­νες καὶ στα­θε­ρὲς σκά­λες κ.τ.λ. καὶ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ κι­νη­θῶ πρὸς τὴν σω­στὴ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου κα­τεύ­θυν­ση ἐ­ξό­δου τοῦ λα­βυ­ρίν­θου. Ἡ πρώ­τη ἀ­πό­πει­ρα ἐ­ξό­δου μὲ ἔ­στει­λε ἀλ­λοῦ, ἡ δεύ­τε­ρη ἀλ­λοῦ, τὰ λά­θη μου ἦ­ταν δύ­ο στὰ δύ­ο. Ἐ­κεί­νη τί­να­ξε τὸ μπρά­τσο της νὰ ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­η­θεῖ ἀ­πὸ τὴ συ­νο­δεί­α μου. Στά­θη­κε ἀ­κί­νη­τη μὲ ὑ­ψω­μέ­νο τὸ κε­φά­λι σὰν κά­τι νὰ ὀ­σμι­ζό­ταν ἀ­πὸ μα­κρυά. Συ­γύ­ρι­σε τὸ κορ­μί της ὅ­πως τὰ ἀ­πο­δη­μη­τι­κὰ ποὺ γυ­μνά­ζουν τὶς φτε­ροῦ­γες, ὕ­στε­ρα ἄ­κου­σα μὲ κα­τά­πλη­ξη κά­τι ποὺ εἶ­πε δυ­να­τά, μᾶλ­λον πρὸς ἐ­μέ­να σὰν δι­α­τα­γή. «Ἀκολουθεῖστε». Τὸ ἄγ­χος τοῦ ἐγ­κλω­βι­σμοῦ μας με­τα­βλή­θη­κε σὲ δι­κή μου ἀ­μη­χα­νί­α καὶ ντρο­πή. Ὅ­μως μη­χα­νι­κὰ τὴν ἀ­κο­λού­θη­σα, μὲ κρά­τα­γε δι­α­κρι­τι­κὰ ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι καὶ βά­δι­ζε μὲ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση. Προ­σπα­θοῦ­σα νὰ κοι­τά­ξω λο­ξά, δί­πλα ἀ­πὸ τὰ γυα­λιὰ τὰ μά­τια της. Ἦ­ταν κλει­στά, τό­σο κλει­στὰ σὰν πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα ἀ­κα­τοί­κη­του σπι­τιοῦ. Τὸ ρα­βδά­κι της χτυ­ποῦ­σε ρυθ­μι­κά, ἀ­δι­ά­κο­πα σὲ δά­πε­δα, τοι­χεῖ­α, πα­πού­τσια πε­ρα­στι­κῶν. Πά­λι ξα­να­κοί­τα­ξα τὰ μά­τια της μὲ δι­α­κρι­τι­κὸ τρό­πο ἐ­πει­δὴ ὑ­πο­πτευ­ό­μουν βά­σι­μα ὅ­τι μᾶλ­λον βλέ­πει, ἔ­στω πί­σω ἀ­πὸ μιὰ λε­πτὴ κουρ­τί­να. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν δύ­σμορ­φες οὐ­λές. Τώ­ρα ὅ­μως μὲ ἔ­σερ­νε ἀ­λάν­θα­στα πρὸς τὸν ἀ­νελ­κυ­στή­ρα. Πά­τη­σε τὸ κουμ­πί, κα­τά­λα­βε πό­τε ἦρ­θε ἡ καμ­πί­να, ἄ­νοι­ξε, σχε­δὸν μὲ ἔ­συ­ρε μέ­σα, μὲ εἶ­χε ἀ­κό­μα κρα­τη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι τοῦ παλ­τοῦ. Μὲ ὀρ­θά­νοι­χτη —σὰν μούν­τζα— τὴ δε­ξιά της πα­λά­μη χά­ι­δε­ψε ἐ­κτε­τα­μέ­να τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς καμ­πί­νας στὴν πλευ­ρὰ τῶν κουμ­πι­ῶν. Χω­ρὶς δι­σταγ­μὸ πά­τη­σε τὸ σω­στὸ μπου­τὸν ποὺ ἔ­βγα­ζε στὸ πρῶ­το ὑ­πό­γει­ο τῆς Ὁ­μό­νοι­ας. Ἐ­ξήλ­θα­με. Πλέ­ον ἤ­μουν σὲ πα­σί­γνω­στο μέ­ρος, ἀ­να­κου­φί­σθη­κα. Ἴ­σως κά­τι πε­ρί­με­νε ν΄ἀ­κού­σει ἀ­πὸ μέ­να ποὺ ὅ­μως δὲν τὸ ἄ­κου­γε. Δι­αι­σθα­νό­μουν τὴν πλη­σμο­νή της. Μὲ εἶ­χε ἀ­κό­μα κρα­τη­μέ­νον ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι καὶ στε­κό­ταν λο­ξά μου. Ἄ­κου­σα νὰ λέ­ει ψυ­χρὰ ἀλ­λὰ στορ­γι­κά: «Φαν­τά­ζο­μαι ξέ­ρε­τε νὰ βγεῖ­τε ἀ­πὸ δῶ. Πρὸς τὰ ποῦ πᾶ­τε;» Ἂν ἀ­παν­τοῦ­σα θὰ ἔ­πρε­πε ἐν­τί­μως μό­νο αὐ­τὸ νὰ πῶ :«Κα­λή μου κυ­ρί­α θὰ πά­ω νὰ βγά­λω τὰ μά­τια μου. Θέ­λω κι ἐ­γὼ νὰ βλέ­πω ἀ­πὸ ἄλ­λα μά­τια ὅ­πως ἐ­σεῖς, ἐ­τοῦ­τα τὰ πρά­σι­να τὰ ἔ­χω γιὰ ὀ­μορ­φιά.» Ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι τὸ κορ­μί της τρέ­μει, ὅ­τι τρο­φο­δο­τεῖ­ται ἀ­πὸ ἄ­γνω­στα μα­γνη­τι­κὰ πε­δί­α, τρέ­μει σὰν τὸ ρα­βδὶ τῶν ρα­βδο­σκό­πων. Συ­γυ­ρί­σθη­κε, ὕ­ψω­σε τὸ κε­φά­λι σὰν κά­τι νὰ ὀ­σφραί­νε­ται, μὲ μιὰ νευ­ρι­κὴ κί­νη­ση μὲ ξαγ­κί­στρω­σε ἀ­πὸ τὸ κρά­τη­μα τοῦ παλ­τοῦ, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε με­τα­ξὺ μας ἀ­πό­στα­ση κι ἐ­γὼ αἰ­σθάν­θη­κα πο­λὺ ἄ­σχη­μα, ὅ­πως αἰ­σθά­νε­ται τὸ ἄ­γευ­στο ψα­ρά­κι ποὺ τὸ ξαγ­κι­στρώ­νουν οἱ ψα­ρά­δες καὶ τὸ πε­τᾶ­νε μὲ πε­ρι­φρό­νη­ση πά­λι στὸ νε­ρό. Ἀ­πὸ τὰ σπα­σμέ­να ρου­θου­νά­κια τρέ­χει τὸ λι­γο­στὸ αἷ­μα στὴν ἀ­πέ­ραν­τη θά­λασ­σα, ἀ­δύ­να­τον νὰ τὴν κοκ­κι­νή­σει. Ὅ­μως δὲν ἦ­ταν μά­ται­ο τὸ ἀγ­κί­στρω­μά του. Στὸν λί­γο χρό­νο ποὺ σπαρ­τά­ρι­σε στὸ κα­λά­μι τοῦ ψα­ρὰ εἶ­δε ὅ­τι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ νε­ρὰ ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἄλ­λος δι­α­φο­ρε­τι­κός, ἀ­δι­α­νό­η­τος κό­σμος. Τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τὴ τὴ λέ­ω στοὺς φί­λους μου, στὸν Κούρ­τη, στὸν Ρεκ­κέ, στὸν Πα­πα­νώ­τη καὶ γε­λοῦν. Ὅ­μως δὲν τὴν πι­στεύ­ουν. Νο­μί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι τῆς φαν­τα­σί­ας μου, δὲν ὑ­πο­ψι­ά­ζον­ται ὅ­τι ἕ­νας ἀ­λη­θι­νὰ τυ­φλὸς μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει.

 

      14.03.2012

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Βα­σί­λης Γκου­ρο­γιά­ννης (Γρα­νί­τσα Ἰ­ω­αν­νί­νων, 1951). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα, θέ­α­τρο. Φοί­τη­σε στὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἀ­πὸ τὸ 1977 ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­κη­γό­ρος στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ἀ­πὸ φω­το­γρα­φί­α βου­νοῦ (ποί­η­ση, ἐκδ. Τὸ Δέν­τρο, Ἀ­θή­να, 1985), Τὸ ἀ­ση­μό­χορ­το ἀν­θί­ζει (μυ­θι­στό­ρη­μα, Κα­στα­νι­ώ­της, Ἀ­θή­να, 1992), Κόκ­κι­νο στὴν Πρά­σι­νη Γραμ­μή (μυ­θι­στό­ρη­μα, Με­ταίχ­μιο, Ἀ­θή­να, 2009). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη γω­νία (Με­ταίχ­μιο, Ἀ­θή­να, 2011).

 

Εἰκόνα: Ἐπιτοίχιος χάρτης γιὰ τυφλοὺς στὸ παρισινὸ μετρό.