Σβετοσλὰβ Μίνκοφ (Светослав Минков): Ἡ κυρία μὲ τὰ ἀκτινοβόλα μάτια


Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков)


Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια

(Дамата с рентгеновите очи)


ΤΟΝ ΦΑΡΔΥ καὶ φω­τει­νὸ χῶ­ρο ἀ­να­μο­νῆς τοῦ φη­μι­σμέ­νου ἰν­στι­τού­του καλ­λο­νῆς «Κο­σμέ­τι­κουμ Ἄ­μου­λετ – κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς», κά­θον­ταν πέν­τε κυ­ρί­ες – κομ­ψὰ ντυ­μέ­νες, φρον­τι­σμέ­να βαμ­μέ­νες, ἀλ­λὰ καὶ πά­λι τό­σο ἄ­σχη­μες, ποὺ κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κὰ θὰ βρι­σκό­ταν σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση, ἂν ἔ­σκυ­βε πά­νω τους μὲ τὸ δυ­σά­ρε­στο κα­θῆ­κον νὰ ξε­χω­ρί­σει ποι­ά ἀ­πὸ αὐ­τὲς ἀ­ξί­ζει νὰ φέ­ρει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τὸν τί­τλο τῆς «βα­σί­λισ­σας τῆς ἀ­σχή­μιας». Ἐ­νῶ προ­σπερ­νᾶ­με μὲ ἁ­βρὴ ἀ­δι­α­φο­ρί­α τὶς φυ­σι­κὲς ἀ­τέ­λει­ες τῶν πέν­τε αὐ­τῶν κυ­ρι­ῶν, θὰ ἀ­να­φέ­ρου­με μό­νο μιὰ μι­κρὴ λε­πτο­μέ­ρεια, ὡς ἕ­να κα­θα­ρὰ δι­α­κο­σμη­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο στὸ δι­ή­γη­μά μας: οἱ σε­βά­σμι­ες ἐ­πι­σκέ­πτρι­ες κά­θον­ταν σὲ βα­θιὰ με­ταλ­λι­κὰ κα­θί­σμα­τα καὶ ξε­φύλ­λι­ζαν ἀ­φη­ρη­μέ­να ἀ­πὸ ἕ­να εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο πε­ρι­ο­δι­κό, ἀ­νά­με­σα στὶς σε­λί­δες τοῦ ὁ­ποί­ου, μα­ζὶ μὲ τὶς πα­νη­γυ­ρι­κὲς ἀ­να­κοι­νώ­σεις γιὰ τοὺς ἐ­πι­κεί­με­νους σκα­κι­στι­κοὺς ἀ­γῶ­νες καὶ τὶς και­νούρ­γι­ες ἐ­ξε­ρευ­νή­σεις στοὺς πό­λους, κρύ­βον­ταν ἀ­κό­μα καὶ εἰ­δή­σεις, ὅ­πως ὅ­τι ὁ Οὐα­λλὸς πρίγ­κηψ δι­έ­σχι­σε προ­σφά­τως τοὺς λον­δρέ­ζι­κους δρό­μους μὲ κόκ­κι­νο φρά­κο ἢ ὅ­τι ὁ Ἰν­δὸς μα­χα­ρα­γιὰς Χα­ρί­α Τριμ­πχουμ­πά­να Γιοὺν Μπα­χαν­τοὺρ Σουμ­σα­ρὲ κα­τέ­φθα­σε αἰ­σί­ως στὴ Ρι­βι­έ­ρα. Ποὺ καὶ ποὺ οἱ σι­ω­πη­λὲς ἐ­πι­σκέ­πτρι­ες σή­κω­ναν τὰ μά­τια ἀ­πὸ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἔ­ρι­χναν ἕ­να ἀ­νυ­πό­μο­νο βλέμ­μα πρὸς τὴ γα­λά­ζια πόρ­τα στὸ βά­θος τοῦ χώ­ρου ἀ­να­μο­νῆς, ἐ­κεῖ ὅ­που ἔ­πρε­πε νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος ὅ­λων τῶν γυ­ναι­κῶν – ὁ ἰ­δι­ο­φυ­ὴς μα­έ­στρο Τσε­ζά­ριο Γκαλ­φό­νε, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τεῖ­χε τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο χά­ρι­σμα νὰ πα­λεύ­ει μὲ τὰ κα­πρί­τσια τῆς φύ­σης καὶ νὰ με­τα­μορ­φώ­νει καὶ τὸ πιὸ ἀ­πο­κρου­στι­κὸ τέ­ρας σὲ θαυ­μά­σιο ἄγ­γε­λο.

           Ἐ­δῶ καὶ κάμ­πο­σα χρό­νια τὸ ἰν­στι­τοῦ­το καλ­λο­νῆς «Κο­σμέ­τι­κουμ Ἄ­μου­λετ – κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς» εἶ­χε κερ­δί­σει τὴν ἐ­πά­ξια δό­ξα ἑ­νὸς ἀ­λη­θι­νοῦ μα­γι­κοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου, στὸ ὁ­ποῖ­ο κά­θε γυ­ναί­κα μπο­ροῦ­σε ἁ­πλὰ νὰ γί­νει ἀ­γνώ­ρι­στη. Ἐ­δῶ ἔρ­χον­ταν κυ­ρί­ες ἑ­κα­τὸ κι­λῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἄ­φη­ναν τὰ λί­πη τους καὶ ἔ­βγαι­ναν ὠ­χρὲς καὶ λε­πτὲς σὰν μα­νε­κέν. Ἔρ­χον­ταν γυ­ναῖ­κες μὲ μα­κρι­ὲς μύ­τες, μὲ χον­τρὰ καὶ στρα­βὰ πό­δια, μὲ στό­μα­τα σκι­στὰ μέ­χρι τ’ ἀ­φτιά, μὲ μα­ρα­μέ­να στή­θη ἢ μὲ κορ­μιὰ γε­μά­τα τρί­χες – καὶ ὅ­λες αὐ­τές, με­τὰ ἀ­πὸ ἡ­μί­ω­ρη ἐ­πέμ­βα­ση, ἐγ­κα­τέ­λει­παν τὸ ἰν­στι­τοῦ­το σὰν πεν­τά­μορ­φες τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. Ὅ­μως ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἦ­ταν φη­μι­σμέ­νος ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴν τέ­χνη του νὰ ὑ­περ­νι­κᾶ τὴ φυ­σι­κὴ ἀ­σχή­μια τῆς πε­λα­τεί­ας του. Ὄ­χι, αὐ­τὸς ἐ­πι­νο­οῦ­σε καὶ τὶς πιὸ ἀ­να­πάν­τε­χες καλ­λω­πι­στι­κὲς ἐκ­πλή­ξεις καὶ ἔ­δι­νε ἀ­δι­ά­κο­πα νέ­ες κα­τευ­θύν­σεις στὴν τε­χνι­κὴ τοῦ μα­κι­γι­άζ. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, δι­κό του εὔ­ρη­μα ἦ­ταν τὸ φίλ­τρο γιὰ τὸν ἐμ­πο­τι­σμὸ τοῦ δέρ­μα­τος ἐ­νάν­τια στὰ ση­μά­δια τῶν πα­θι­α­σμέ­νων φι­λι­ῶν, κα­θὼς καὶ τὰ τρι­γω­νι­κὰ φρύ­δια, τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­βρι­σκαν εὐ­ρεί­α δι­ά­δο­ση ἀ­νά­με­σα στὶς σε­μνὲς κυ­ρί­ες τῆς ὑ­ψη­λῆς κοι­νω­νί­ας. Ἐν τέ­λει, ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἔ­φθα­σε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὅ­πως ὁ ὀρ­ρὸς ἐ­νάν­τια στὸν τύ­φο πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται ἀ­πὸ βα­κί­λους τοῦ τύ­φου, στὴν ἴ­δια βά­ση μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­σκευα­στεῖ καὶ ὀρ­ρὸς ἀ­πὸ ἐγ­κέ­φα­λο πά­πιας γιὰ τὸ φρε­σκά­ρι­σμα τῶν νο­η­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των ἐ­κεί­νων τῶν γυ­ναι­κῶν, ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ φι­λαν­θρω­πι­κὰ τέ­ϊα, φι­λαν­θρω­πι­κὰ κο­κτέ­ιλς, φι­λαν­θρω­πι­κὰ πα­ζά­ρια καὶ γε­νι­κῶς κά­θε εἴ­δους φι­λαν­θρω­πι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἑ­τοί­μα­σε τὸν μα­γι­κό του ὀρ­ρὸ καὶ ἀ­πέ­δει­ξε ἅ­παξ διὰ παν­τὸς ὅ­τι εἶ­ναι πράγ­μα­τι θαυ­μα­τουρ­γός. Μὲ τὴ βο­ή­θεια αὐ­τοῦ τοῦ ὀρ­ροῦ μιὰ γνω­στὴ κυ­ρί­α κα­τά­φε­ρε νὰ πεί­σει μὲ ἰλ­λιγ­γι­ώ­δη λο­γι­κὴ τὸν ζη­λιά­ρη σύ­ζυ­γό της, ὅ­τι ἡ ἀ­πι­στί­α τῆς σύγ­χρο­νης γυ­ναί­κας δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ ἔκ­φρα­ση τῆς πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νης φι­λαν­θρω­πι­κῆς κο­κε­τα­ρί­ας. Κον­το­λο­γίς, ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἦ­ταν μιὰ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἡ ζω­ὴ τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν πλή­ρως ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ἀ­σθε­νοῦς φύ­λου τῆς χά­ϊ λά­ϊφ κοι­νω­νί­ας.

         Τώ­ρα, θὰ ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μό­νο μὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πέν­τε κυ­ρί­ες ποὺ κά­θον­ταν στὸν χῶ­ρο ἀ­να­μο­νῆς τοῦ Κο­σμέ­τι­κουμ, χω­ρίς, ἐν­νο­εῖ­ται, νὰ ἔ­χου­με κά­ποι­α ἐ­σκεμ­μέ­νη προ­τί­μη­ση στὴν ἐ­πι­λο­γή μας. Στε­κό­μα­στε σ’ ἐ­κεί­νη τὴν κυ­ρί­α ὄ­χι για­τί ὑ­περ­τε­ρεῖ τῶν ἄλ­λων ἢ ἔ­χει συγ­γε­νι­κοὺς δε­σμοὺς μὲ τὸν συγ­γρα­φέ­α, ἀλ­λὰ ἁ­πλὰ καὶ ξά­στε­ρα δι­ό­τι αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς ὅ­ρι­σε ἡ θεί­α πρό­νοι­α γιὰ νὰ παί­ξει τὸν ρό­λο τῆς ἡ­ρω­ΐ­δας στὴν πα­ρα­κά­τω ἐ­ξι­στό­ρη­ση.

         Καὶ ἡ κυ­ρί­α ποὺ ἀ­ξι­ώ­θη­κε τὴν προ­σο­χή μας ἔ­φε­ρε τὸ εὔ­η­χο ὄ­νο­μα Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα, δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴ μοί­ρα μὲ ἀλ­λή­θω­ρα μά­τια, τὰ ὁ­ποῖ­α ἦ­ταν ὁ φο­βε­ρὸς ἐ­φιά­λτης, στήν, κα­τὰ τ’ ἄλ­λα, αἰ­θέ­ρια νι­ό­τη της. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ ἦ­ταν τυ­φλή, πα­ρὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­ται ἄ­δι­κα τοὺς θαυ­μά­σιους πει­ρα­σμοὺς τῆς ζω­ῆς τρι­γύ­ρω της, τοὺς ὁ­ποί­ους δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀγ­γί­ξει. Οἱ γυ­ναῖ­κες τὴν κοι­τοῦ­σαν μὲ πε­ρι­φρό­νη­ση, οἱ ἄν­τρες τὴν προ­σπερ­νοῦ­σαν μὲ ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι τὸ κορ­μί της ἦ­ταν μιὰ χα­ρὰ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο, ὅ­μως τὰ γουρ­λω­τὰ καὶ ἀλ­λή­θω­ρα μά­τια της ἀ­πω­θοῦ­σαν τοὺς πάν­τες καὶ τὴν ἔ­κα­ναν ἀ­φό­ρη­τη στὸν κύ­κλο ἐ­κεί­νων, ποὺ ἔ­παι­ζαν τέ­νις καὶ μι­λοῦ­σαν γιὰ τὶς και­νούρ­γι­ες μάρ­κες αὐ­το­κι­νή­των.  Ὅ­μως, ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ὀ­νει­ρευ­ό­ταν νὰ παν­τρευ­τεῖ μὲ ἑ­κα­τομ­μυ­ρι­οῦ­χο, ἐ­πει­δὴ ἡ ἴ­δια ἦ­ταν κό­ρη πλού­σιου ἐρ­γο­στα­σιά­ρχη καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σχέ­σεις της μὲ τὴν παρ­φου­μα­ρι­σμέ­νη νε­ο­λαί­α τῶν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῶν κύ­κλων. Ὅ­λη μέ­ρα κα­θό­ταν μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­φτη καὶ βα­σα­νι­ζό­ταν νὰ κα­λύ­ψει μὲ κά­θε τρό­πο τὸ σκλη­ρὸ ἀ­στεῖ­ο τῆς φύ­σης, ἀλ­λὰ μά­ται­α. Οὔ­τε οἱ βα­θι­ὲς σκι­ὲς στὰ μά­τια της, οὔ­τε οἱ ἐ­κτε­τα­μέ­νες βλε­φα­ρί­δες της, οὔ­τε τὰ γυ­α­λι­σμέ­να μὲ βα­ζε­λί­νη βλέ­φα­ρά της μπο­ροῦ­σαν νὰ τὴ βο­η­θή­σουν. Στὸ τέ­λος, ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νί­σχυ­ρη ν’ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴ μοί­ρα της, ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ἔ­πε­σε σὲ φο­βε­ρὴ ἀ­πό­γνω­ση, ἡ ὁ­ποί­α τὴν ὁ­δή­γη­σε στα­δια­κὰ στὴ σκέ­ψη νὰ κλει­στεῖ σὲ μο­να­στή­ρι. Ὅ­μως τό­τε ἀ­κρι­βῶς, στὴ σκο­τει­νι­α­σμέ­νη μνή­μη της, ἔ­λαμ­ψε ἀ­να­πάν­τε­χα ὡς φά­ρος σω­τη­ρί­ας τὸ ὄ­νο­μα «Κο­σμέ­τι­κουμ Ἄ­μου­λετ – κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς». Χο­ρο­πή­δη­σε ἀ­πὸ χα­ρὰ καὶ ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸ μι­κρὸ καὶ στριφ­νὸ εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ φαρ­μά­κω­νε τὶς μέ­ρες της μὲ τὴν ἁ­γί­α βα­ρε­μά­ρα του. Μὰ πῶς καὶ δὲν τὸ σκέ­φτη­κε νω­ρί­τε­ρα ν’ ἀ­να­ζη­τή­σει βο­ή­θεια ἀ­πὸ ἐ­τοῦ­το τὸ ἰν­στι­τοῦ­το καλ­λο­νῆς, ἀ­π’ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν πε­ρά­σει, σὰν μέ­σα ἀ­πὸ κά­ποι­α μα­γι­κὴ φάμ­πρι­κα τῶν εὐ­τυ­χῶν με­τα­μορ­φώ­σε­ων, τό­σες πολ­λὲς γυ­ναῖ­κες! Ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ἔ­συ­ρε βι­α­στι­κὰ δυ­ὸ κα­τα­κόκ­κι­νες γραμ­μὲς πά­νω στὰ χεί­λη της, πού­δρα­ρε τὸ πρό­σω­πο καὶ τρά­βη­ξε λε­πτὲς ἀγ­κύ­λες στὰ φρύ­δια της μὲ μαῦ­ρο μο­λυ­βά­κι, ἔ­πει­τα ἅρ­πα­ξε τὴν τσάν­τα της καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε μὲ συγ­κρα­τη­μέ­νη ἀ­να­πνο­ὴ πρὸς τὸ κέν­τρο τῆς γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς, στὸν χω­ρὸ ἀ­να­μο­νῆς τοῦ ὁ­ποί­ου, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, εἴ­χα­με τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τὴ δοῦ­με, κα­θι­σμέ­νη στὸ βα­θὺ με­ταλ­λι­κὸ κά­θι­σμα.

         Με­τὰ ἀ­πὸ μα­κρὰ καὶ βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­να­μο­νή, ὁ μα­έ­στρο Τσε­ζά­ριο Γκαλ­φό­νε ὑ­πο­δέ­χθη­κε ἐ­πι­τέ­λους τὴ δυ­στυ­χι­σμέ­νη πε­λά­τισ­σά του, μὲ ὅ­λη ἐ­κεί­νη τὴ συμ­πό­νια τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πέ­βα­λε τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του.

         Κα­θη­σύ­χα­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ βρι­σκό­ταν σὲ ἔ­ξα­ψη, μὲ τὴν πα­νη­γυ­ρι­κὴ ὑ­πό­σχε­ση ὅ­τι θὰ τὴν κά­νει μιὰ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη θε­ὰ τῆς ὀ­μορ­φιᾶς – μιὰ Ἀ­φρο­δί­τη, φαι­νό­με­νο τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να, μὲ στή­θη πα­ρα­φί­νης καὶ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια.

       — Μὰ τί λέ­τε! – ἀ­πό­ρη­σε μὲ εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα, ἐ­νῶ τί­να­ξε τὴ στά­χτη τοῦ τσι­γά­ρου της στὸ ἐ­μα­γι­ὲ στα­χτο­δο­χειά­κι τοῦ τρα­πε­ζιοῦ γιὰ τὸ κά­πνι­σμα.

       — Πο­λύ ἁ­πλό, τζεν­τι­λί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να! – ἀ­να­φώ­νη­σε θε­α­τρι­κὰ ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε, ἐμ­πνευ­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­μη­χα­νί­α τῆς συ­νο­μι­λή­τριάς του. — Ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χα τὴ μέ­γι­στη εὐ­χα­ρί­στη­ση νὰ δῶ τὸ σου­τι­έν σας, ὅ­μως ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι τὸ κό­ψι­μό του εἶ­ναι ἄ­ψο­γο. Καὶ πά­λι, γκρα­τσι­ο­ζί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­γραμ­μα τοῦ μπού­στου σας κά­τω ἀ­πὸ τὸ φό­ρε­μα, τολ­μῶ νὰ δη­λώ­σω, ἐν­τε­λῶς κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά, ἀ­κό­μα καὶ ἐ­νώ­πιον τῆς αὐ­τῆς Αὐ­θεν­τι­κῆς Ἐ­ξο­χό­τη­τος τοῦ σι­νιὸρ Μο­ρὶς ντὲ Βα­λέφ, ἐμ­πνευ­σμέ­νου εἰ­δή­μο­νος σὲ ὅ­λους τοὺς πα­ρι­σι­νοὺς δι­α­γω­νι­σμοὺς παγ­κό­σμιας ὀ­μορ­φιᾶς, ὅ­τι τὰ θε­ϊ­κά σας στή­θη ξε­φεύ­γουν κά­πως ἀ­πὸ τὴν κα­νο­νι­κὴ ἀ­να­το­μί­α καὶ συ­νε­πῶς χρει­ά­ζον­ται μιὰ ἔγ­χυ­ση πα­ρα­φί­νης, ἡ ὁ­ποί­α θὰ τὰ μορ­φο­ποι­ή­σει θαυ­μά­σια καὶ θὰ τοὺς ἐ­πα­να­φέ­ρει τὴ χα­μέ­νη κλα­σι­κὴ φόρ­μα.

         — Θε­έ μου! Μὰ τί λέ­τε! – ἀ­να­στέ­να­ξε ἐ­ρε­θι­σμέ­νη ἀ­πὸ χα­ρὰ ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα, ἐ­νῶ ἔ­βγα­λε κο­κέ­τι­κα τὸ κί­τρι­νο κα­στό­ρι­νο κα­πε­λά­κι της καὶ τὸ φό­ρε­σε πά­νω στὸ γυ­μνό της γό­να­το.

           — Ὅμως τί θὰ γί­νει μὲ τὰ μά­τια μου; Πεῖ­τε, γιὰ τὸ Θε­ό, θὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ δι­ορ­θώ­σε­τε τὰ μά­τια μου; – πρό­σθε­σε, τὴν ἴ­δια στιγ­μή, καὶ τὸ πρό­σω­πό της σκο­τεί­νια­σε σὲ μιὰ θλι­βε­ρὴ γκρι­μά­τσα.

         Ὁ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἔ­βα­λε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι στὴν καρ­διά, σή­κω­σε τὸ δε­ξὶ μὲ νό­η­μα πρὸς τὰ πά­νω καὶ γο­να­τί­ζον­τας ἀ­πρό­σμε­να μπρο­στὰ στὴν ἔκ­πλη­κτη κο­πέ­λα, φώ­να­ξε μὲ τὴν ἁ­πα­λή, ὅ­λο γλυ­κε­ρί­νη, φω­νή του:

          — Ὤ, τζεν­τι­λί­σι­μα, μπε­λί­σι­μα καὶ κα­ρί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἡ ὀ­πτι­κὴ ἑ­στί­α­ση τῶν μα­γευ­τι­κῶν ὀ­φθαλ­μῶν σας εἶ­ναι με­τα­το­πι­σμέ­νη σὲ κά­ποι­α ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔ­κτα­ση, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως ἡ ση­με­ρι­νὴ χει­ρουρ­γι­κὴ στέ­κε­ται σὲ τέ­τοι­ο ὕ­ψος, ὅ­που μιὰ τέ­τοι­α ἐν­τε­λῶς ἀ­θώ­α ἀ­τέ­λεια μπο­ρεῖ νὰ ἀ­φαι­ρε­θεῖ μό­νο μέ­σα σὲ δέ­κα λε­πτά. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τὴ θὰ ἐν­στα­λά­ξω στὶς ἀγ­γε­λι­κές σας κό­ρες ἀρ­κε­τὲς στα­γό­νες ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α μου ἐ­φεύ­ρε­ση, τὸ «Ρεν­τγκε­νόλ», τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ τὶς λού­σει μὲ γο­η­τευ­τι­κὴ λάμ­ψη καὶ θὰ τὶς με­τα­μορ­φώ­σει σὲ λαμ­πε­ρὰ ἀ­στέ­ρια, γιὰ τὴν πε­τα­λου­δέ­νια ἔμ­πνευ­ση τῶν ποι­η­τῶν. Εἶ­μαι ἕ­τοι­μος, χω­ρὶς καμ­μί­α ἀμ­φι­βο­λί­α, νὰ σᾶς δώ­σω γρα­πτὴ ἐγ­γύ­η­ση τρι­ῶν χρό­νων γιὰ τὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ δρά­ση τῶν θαυ­μα­τουρ­γῶν μου στα­γό­νων, μα­ζὶ μὲ τὸν λό­γο τῆς τι­μῆς μου, ὅ­τι ἐ­σεῖς ἔρ­χε­στε στὸ κέν­τρο μου, ἀ­κρι­βῶς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­γὼ σκο­πεύ­ω νὰ θέ­σω σὲ κυ­κλο­φο­ρί­α τὴν πρώ­τη δο­κι­μα­στι­κὴ παρ­τί­δα κυ­ρι­ῶν μὲ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια. Ἐμ­πι­στευ­θεῖ­τε τὶς φρον­τί­δες μου, ἰ­λου­στρί­σι­μα σι­νι­ο­ρί­να, καὶ τὸ ἀρ­γό­τε­ρο σὲ μι­σὴ ὥ­ρα θὰ βα­δί­ζε­τε στοὺς δρό­μους σὰν ἀ­να­στη­μέ­νη, ἐκ τοῦ τά­φου, Σε­μί­ρα­μις!

         Ναρ­κω­μέ­νη ἀ­π’ τὴν πε­ρι­πα­θὴ καλ­λι­λο­γί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­συ­νή­θι­στου δη­μι­ουρ­γοῦ τῆς γυ­ναι­κεί­ας ὀ­μορ­φιᾶς, ἡ Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα πέ­ρα­σε σὰν ὑ­πνω­τι­σμέ­νη καὶ κρύ­φτη­κε πί­σω ἀ­πὸ τὰ μαῦ­ρα λου­στρα­ρι­σμέ­να φύλ­λα τοῦ ἐ­λα­φροῦ κι­νέ­ζι­κου πα­ρα­πε­τά­σμα­τος.

         Ὣς ἐ­δῶ, ἀ­γα­πη­τὲ ἀ­να­γνώ­στη, ὅ­λα κυ­λοῦ­σαν, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με, ὁ­μα­λά. Ὅ­μως, νὰ ποὺ ἡ ἱ­στο­ρί­α μας παίρ­νει ἐν­τε­λῶς ἀ­να­πάν­τε­χη κα­τά­λη­ξη, καὶ πρὸς ἔκ­πλη­ξη ὅ­λων λαμ­βά­νει τὴ μορ­φὴ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ με­τα­μορ­φω­μέ­νη μας ἡ­ρω­ΐ­δα ἔ­χει γρά­ψει μὲ τὸ ἴ­διο της τὸ χέ­ρι τὶς πα­ρά­ξε­νες ἐμ­πει­ρί­ες της, με­τὰ τὴν ἔ­ξο­δο ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο γυ­ναι­κεί­ας χει­ρουρ­γι­κῆς. Ἀλ­λά, ἄς πά­ψου­με πλέ­ον νὰ μι­λᾶ­με ἐξ ὀ­νό­μα­τος τοῦ συγ­γρα­φέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος, τὸ δί­χως ἄλ­λο, ἀ­πε­χθά­νε­ται τὴν κου­τσομ­πο­λί­στι­κη φλυ­α­ρί­α γιὰ τὴ μιὰ ἢ γιὰ τὴν ἄλ­λη πε­ρί­στα­ση. Οἱ ἑ­πό­με­νες σε­λι­δοῦ­λες ἀ­πὸ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο τῆς Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα ἐ­ξη­γοῦν τί συ­νέ­βη πα­ρα­κά­τω.


8 Σε­πτεμ­βρί­ου


Μό­λις ἐ­πέ­στρε­ψα ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τοῦ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε. Κα­θὼς περ­πα­τοῦ­σα στοὺς δρό­μους, ὅ­λοι γύ­ρι­ζαν νὰ μὲ κοι­τά­ξουν. Ἀρ­κε­τοὶ μά­λι­στα στα­μα­τοῦ­σαν καὶ ἀ­να­φω­νοῦ­σαν: «Ἄχ, τί ἐκ­πλη­κτι­κὰ μά­τια!» Μό­λις τώ­ρα αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι ζῶ. Θε­έ μου, πό­σο εἶ­μαι εὐ­τυ­χι­σμέ­νη! Μα­κά­ρι μό­νο νὰ παν­τρευ­τῶ πιὸ γρή­γο­ρα.


9 Σε­πτεμ­βρί­ου


Γι­ού­πι, γι­ού­πι! Βλέ­πω πράγ­μα­τα ποὺ οἱ ἄλ­λοι δὲν βλέ­πουν. Τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια μου τρυ­πώ­νουν παν­τοῦ. Αὐ­τὸ τὸ πρω­ΐ, ὅ­ταν ξύ­πνη­σα, πα­ρα­τή­ρη­σα στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρά μου ἕ­ναν σκε­λε­τὸ μὲ ἀ­ση­μέ­νιο δί­σκο σερ­βι­ρί­σμα­τος στὰ χέ­ρια. Στὴν ἀρ­χὴ τρό­μα­ξα καὶ νό­μι­σα ὅ­τι ἀ­κό­μα ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι. Ὅ­μως ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα, ὅ­τι ὁ σκε­λε­τὸς δὲν ἦ­ταν κα­νέ­νας ἄλ­λος, πα­ρὰ ἡ μα­γεί­ρισ­σά μας, ἡ ὁ­ποί­α μπῆ­κε γιὰ νὰ μοῦ φέ­ρει τὸ πρω­ϊ­νό. Οἱ μα­γι­κὲς στα­γό­νες τοῦ μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε ἔ­δω­σαν στὰ μά­τια μου τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα νὰ βλέ­πουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὕ­λη.


10 Σε­πτεμ­βρί­ου


Στὸν δρό­μο, στὸ τρόλ­λε­ϋ, στὸν κῆ­πο — παν­τοῦ βλέ­πω μό­νο σκε­λε­τούς. Καὶ αὐ­τὸ τρο­με­ρὰ μὲ δι­α­σκε­δά­ζει. Στὸν θώ­ρα­κα με­ρι­κῶν χτυ­πᾶ­νε καρ­δι­ές, με­γά­λες σὰν γρο­θι­ές, σὲ ἄλ­λων, πά­λι, οἱ καρ­δι­ὲς εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς μι­κροῦ­λες, σὰν τῶν σπουρ­γι­τι­ῶν.


11 Σε­πτεμ­βρί­ου


Κυ­κλο­φο­ρῶ θαρ­ρεῖς καὶ εἶ­μαι σὲ κά­ποι­ο ζων­τα­νὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι, ὅ­τι δὲν νι­ώ­θω τί­πο­τε τὸ δυ­σά­ρε­στο μὲ αὐ­τό. Ἀν­τι­θέ­τως, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δι­α­σκέ­δα­σή μου εἶ­ναι νὰ κοι­τά­ζω ἐ­πί­μο­να τὸν κά­θε πε­ρα­στι­κὸ καὶ νὰ ἐ­ξε­τά­ζω τὴν ἀ­να­το­μί­α του.


14 Σε­πτεμ­βρί­ου


Ἐ­δῶ καὶ κά­ποι­ον και­ρὸ πα­ρα­τη­ρῶ ἕ­να ἀ­συ­νή­θι­στο φαι­νό­με­νο. Κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, τοὺς ὁ­ποί­ους συ­ναν­τῶ, καὶ κυ­ρί­ως ἀ­π’ τὸ χά­ϊ λά­ϊ­φ, δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου ἐγ­κέ­φα­λο στὰ κε­φά­λια τους. Σή­με­ρα, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, εἶ­δα τὸν ἐ­ξά­δελ­φο τῆς Βά­λιας, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι μέ­λος τοῦ δι­οι­κη­τι­κοῦ συμ­βου­λί­ου τῆς ἀ­θλη­τι­κῆς ὁ­μο­σπον­δί­ας καὶ ἔ­χει ἰ­δα­νι­κὰ ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο σῶ­μα. Μὲ στα­μά­τη­σε καὶ μοῦ ἔπι­α­σε τὴν κου­βέν­τα. Μοῦ φί­λη­σε τὸ χέ­ρι, ἄρ­χι­σε νὰ μὲ στο­λί­ζει μὲ κομ­πλι­μέν­τα, καὶ ἐ­γὼ τὸν κοι­τά­ζω καὶ σκέ­φτο­μαι: «Θε­έ μου, τί γε­ρο­δε­μέ­νος σκε­λε­τός!» Ὅ­ταν ὅ­μως σή­κω­σα τὰ μά­τια πρὸς τὸ κε­φά­λι του, ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι σὲ αὐ­τὸ δὲν ὑ­πάρ­χει ἴ­χνος ἐγ­κε­φά­λου. Ἤ­μουν ἕ­τοι­μη νὰ τοῦ τὸ πῶ, ὅ­μως κρα­τή­θη­κα, γιὰ νὰ μὴν τὸν προ­σβάλ­λω. Ἴ­σως αὐ­τὸς νὰ ἑρ­μή­νευ­ε τὰ λό­για μου μὲ με­τα­φο­ρι­κὴ ση­μα­σί­α. Καὶ πά­λι, ἐ­γὼ προ­τι­μῶ νὰ παν­τρευ­τῶ μ’ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο σὰν κι αὐ­τόν, ἀν­τὶ νὰ ἔ­χω γιὰ σύ­ζυ­γο κά­ποι­ον ποὺ τὸ κρα­νί­ο του εἶ­ναι γε­μά­το μὲ μυα­λό, ἀλ­λὰ στη­ρί­ζε­ται πά­νω σε ἀ­δύ­να­μο σῶ­μα.


16 Σε­πτεμ­βρί­ου


Ἐ­χθὲς τὸ βρά­δυ ἤ­μου­να σὲ σουα­ρὲ στῆς Νταί­ζης. Εἶ­χε πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα κό­σμο. Ὅ­λο κυ­ρί­ες καὶ κυ­ρί­ους τῆς κα­λῆς κοι­νω­νί­ας, ἀ­νά­με­σα στοὺς ὁ­ποί­ους καὶ ἕ­ναν ξέ­νο δι­πλω­μά­τη. Ὅ­λοι δι­α­γω­νί­ζον­ταν στὸ νὰ φλερ­τά­ρου­νε μα­ζί μου, ὅ­μως στὸ τέ­λος ἐ­γὼ προ­τί­μη­σα τὸν Ζάν. Αὐ­τὸς εἶ­ναι καὶ πλού­σιος, καὶ τρυ­φε­ρός. Λέ­νε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κὸς κλη­ρο­νό­μος τοῦ θεί­ου του – κά­ποι­ου πο­λυ­ε­κα­τομ­μυ­ρι­ού­χου, ὁ ὁ­ποῖ­ος στὸν και­ρὸ τοῦ πο­λέ­μου ἀ­πέ­κτη­σε τε­ρά­στιο πλοῦ­το καὶ τώ­ρα γι­α­τρεύ­ει τὸ συ­κώ­τι του στὸ Βι­σύ. Ἀ­νά­με­σα σὲ μιὰ δε­κα­πεν­τα­ριὰ κα­βα­λι­έ­ρους, οὔ­τε ἕ­νας δὲν εἶ­χε ἐγ­κέ­φα­λο. Τὰ κε­φά­λια ὅ­λων ἦ­ταν ἄ­δεια, μὰ καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, θε­σπέ­σια ὄ­μορ­φα. Καὶ οἱ σκε­λε­τοί τους – ἄχ, τί σω­μα­τι­κὴ δι­ά­πλα­ση! Ἐν­νο­εῖ­ται, ὅ­τι ὁ Ζὰν κρα­τοῦ­σε τὰ πρω­τεῖ­α. Αὐ­τὸς ἔ­χει πα­ρά­στη­μα ἀ­θλη­τὴ καὶ ὅ­ταν γε­λά­ει, μουγ­κρί­ζει σὰν ἀρ­κού­δα. Νο­μί­ζω, ὅ­τι ἂν μὲ ἀγ­κα­λιά­σει, θὰ λι­ώ­σω στὰ χέ­ρια του. Εἶ­μαι πε­ρί­ερ­γη νὰ μά­θω ἀ­πὸ ποῦ ἀ­πέ­κτη­σε αὐ­τὴ τὴν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ἔ­χει, ὥ­στε νὰ μὲ δι­α­σκε­δά­ζει ὅ­λο το βρά­δυ μὲ τὰ πιὸ πι­κάν­τι­κα ἀ­νέκ­δο­τα. Μι­λᾶ­με, πα­ρα­λί­γο νὰ σκά­σω ἀ­πὸ τὰ γέ­λια. Δῆ­θεν οἱ σκέ­ψεις τοῦ ἀν­θρώ­που ἔρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸν ἐγ­κέ­φα­λό του. Ποι­ός ξέ­ρει, ἴ­σως οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ὑ­ψη­λῆς κοι­νω­νί­ας συλ­λο­γί­ζον­ται καὶ σκέ­φτον­ται μὲ κά­ποι­α ἄλ­λα μέ­ρη τοῦ σώ­μα­τός τους… Γιὰ τὶς κυ­ρί­ες – τί νὰ πῶ. Οὔ­τε μιὰ δὲν μοῦ ἔ­κα­νε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση. Τὰ κε­φά­λια τους ἐ­πί­σης δὲν εἶ­χαν ἐγ­κέ­φα­λο καὶ οἱ σκε­λε­τοὶ τους ἦ­ταν φο­βε­ρὰ ἀ­νοι­χτοὶ στοὺς γο­φοὺς ἂν καὶ ὅ­λες φο­ροῦ­σαν κορ­σέ­δες. Ἡ Νταί­ζη ἦ­ταν ντυ­μέ­νη μὲ ἕ­να και­νούρ­γιο φό­ρε­μα ἀ­πὸ βι­ο­λε­τὶ λα­μέ, ἀλ­λὰ ἔ­μοια­ζε κά­πως ντε­μον­τέ. Ἡ Πέ­πη καὶ ἡ Γκρε­τού­λα εἴ­χα­νε βά­ψει μπρού­τζι­να τὰ νύ­χια τους, ὅ­μως πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἔ­μει­ναν στὴ σκιά. Ἐ­γὼ πα­ρα­τη­ροῦ­σα πὼς τὰ πνευ­μό­νια τους φου­σκώ­νουν ἀ­πὸ φθό­νο μπρο­στὰ στὴ λαμ­πε­ρή μου ἐ­πι­τυ­χί­α ἀ­νά­με­σα στοὺς κα­βα­λι­έ­ρους. Αὐ­τὲς τα­ρά­χτη­καν ἀ­πὸ ὀρ­γή, ἐ­πει­δὴ εἶ­χα γί­νει τὸ ἐ­πί­κεν­τρο τῆς προ­σο­χῆς, καὶ συ­νε­χῶς ἔ­ψα­χναν εὐ­και­ρί­α νὰ μὲ γλωσ­σο­φᾶ­νε. Πρό­στυ­χες! Καὶ κα­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση, τόλ­μη­σαν νὰ μὲ ἀ­σπα­στοῦν λὲς καὶ δὲν συ­νέ­βη τί­πο­τα, καὶ μά­λι­στα ἐκ­δή­λω­σαν τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ μοῦ ἔρ­θουν ἐ­πί­σκε­ψη. Τί ξε­δι­αν­τρο­πιά!


18 Σε­πτεμ­βρί­ου


Ἄχ, ὁ Ζὰν εἶ­ναι ὁ πιὸ σα­γη­νευ­τι­κὸς ἄν­δρας ποὺ ἔ­χω γνω­ρί­σει σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή μου! Σή­με­ρα πή­γα­με βόλ­τα μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τό του ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη. Εἴ­μα­σταν μό­νο οἱ δυ­ό μας. Αὐ­τὸς εἶ­ναι στ’ ἀ­λή­θεια ἀ­ξε­πέ­ρα­στος στ’ ἀ­στεῖα του. Ξέ­ρει ὅ­λα τὰ πε­ρι­θω­ρια­κὰ τρα­γού­δια τοῦ λα­ου­τζί­κου καὶ τὰ τρα­γου­δοῦ­σε σὲ ὅ­λο τὸν δρό­μο. Ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη πό­σο εἶ­ναι εὐ­φυ­ὴς καὶ εὐ­γε­νι­κός! Μοῦ μι­λά­ει γιὰ τὴ ση­μα­σί­α καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἀ­ρω­μά­των καὶ γιὰ τὸν κα­θα­ρι­σμὸ τῶν δον­τι­ῶν μὲ ὀ­δον­το­γλυ­φί­δα στὰ ἐ­πί­ση­μα γεύ­μα­τα. Τέ­τοι­ους ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νους τρό­πους σὰν καὶ τοὺς δι­κούς του δὲν εἶ­δα σὲ κα­νέ­ναν! Ναί, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ εἴ­μα­στε ἕ­να ἰ­δε­ῶ­δες ζευ­γά­ρι!


23 Σε­πτέμ­βριου


Φυ­σι­κὰ καὶ οἱ ἀ­ρι­στο­κρά­τες πρέ­πει νὰ δι­α­φέ­ρουν σὲ κά­τι ἀ­πὸ τοὺς ἁ­πλοὺς ἀν­θρώ­πους. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τὰ κε­φά­λια τους φαί­νον­ται κε­νά. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οἱ ἐγ­κέ­φα­λοί τους βρί­σκον­ται στὴ θέ­ση τους, μό­νο ποὺ εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­ποι­α πο­λὺ λε­πτὴ ὕ­λη, πιὸ λε­πτὴ πι­θα­νῶς κι ἀ­πὸ ἱ­στὸ ἀ­ρά­χνης, καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦν νὰ γί­νουν ὁ­ρα­τοί. Ἄχ, μα­κά­ρι καὶ ὁ δι­κός μου ἐγ­κέ­φα­λος νὰ εἶ­ναι ἔ­τσι φί­νος σὰν τοῦ Ζάν!


27 Σε­πτεμ­βρί­ου


Νι­ώ­θω ὅ­τι εἶ­μαι στὸν ἕ­βδο­μο οὐ­ρα­νὸ ἀ­π’ τὴ χα­ρά! Ὁ Ζὰν μοῦ ἔ­κα­νε ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Εἴ­μα­σταν πά­λι στὸ αὐ­το­κί­νη­τό του γιὰ βόλ­τα. Σὲ μιὰ στρο­φή, αὐ­τὸς χα­μή­λω­σε τα­χύ­τη­τα, μὲ ἀγ­κά­λια­σε καὶ μὲ φί­λη­σε. Εἶ­πε, ὅ­τι αὔ­ριο θὰ μὲ ζη­τή­σει ἐ­πί­ση­μα ἀ­πὸ τὸν μπαμ­πά.


28 Σε­πτεμ­βρί­ου


Στὴν ἀρ­χὴ ὁ μπαμ­πὰς ἀν­τι­δροῦ­σε, ἐ­πει­δὴ τὸ πο­σὸ τοῦ φά­νη­κε με­γά­λο. Ὅ­μως ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ Ζὰν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος μὲ τσα­γα­νό, ὑ­πο­χώ­ρη­σε. Ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο γιὰ προ­κα­τα­βο­λὴ καὶ δυ­ὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια με­τὰ τὸν γά­μο. 


5 Ὀ­κτω­βρί­ου


Νο­μί­ζω ὅ­τι θὰ τρε­λα­θῶ ἀ­πὸ εὐ­τυ­χί­α! Ὁ Ζὰν τρέ­μει ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ δι­α­βε­βαι­ώ­νει συ­νε­χῶς γιὰ τὴν ἀ­τε­λεί­ω­τη ἀ­γά­πη του. Σή­με­ρα τὸ ἀ­πό­γευ­μα φτερ­νί­στη­κα κι αὐ­τὸς ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως γιὰ για­τρό. Πο­τέ μου δὲν πί­στευ­α ὅ­τι θὰ ἔ­χω τέ­τοι­ον προ­σε­κτι­κὸ καὶ τρυ­φε­ρὸ σύ­ζυ­γο.


20 Νο­εμ­βρί­ου


Ζή­τω! Φεύ­γου­με μὲ τὸ ἐξ­πρὲς γιὰ Vоуаgе dе nосе! Γιὰ ἀρ­χὴ στὴ Νί­τσα, καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ – γιὰ παλ­τὸ ἐρ­μί­νας καὶ του­α­λέ­τα χο­ροῦ στὸ Πα­ρί­σι.

            (1934)



Πη­γή: Ἰ­στό­το­πος Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλ­γά­ρι­κη εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη «Σλό­βο­το»).

 https://www.slovo.bg/showwork.php3?AuID=5&WorkID=21&Level=1


*  *  *

 
Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ:

Τὸ —πρω­το­πο­ρεια­κὸ ἀ­πὸ κά­θε ἀ­πο­ψη— δι­ή­γη­μα τοῦ Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ, «Ἡ κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια» («Дамата с рентгеновите очи»), πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὴ γερ­μα­νι­κὴ ἐ­φη­με­ρί­δα Projektor στὰ 1934 καὶ πε­ρι­ε­λή­φθη στὴν ὁ­μώ­νυ­μη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των —εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ ἡ συλ­λο­γὴ Αὐ­τό­μα­τα (Автомати, 1932), ὅ­που ἐ­κεῖ ὁ Μίν­κοφ προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε γιὰ τὴν τε­χνο­λο­γι­κὴ ἀλ­λο­τρί­ω­ση καὶ «ἀ­παν­θρω­πο­ποί­η­ση» τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που— ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δό­θη­κε τὸν ἴ­διο χρό­νο. Ἀ­να­πτύσ­σε­ται σὲ δύ­ο μέ­ρη, συν­δυ­ά­ζον­τας εὑ­ρη­μα­τι­κὰ τὴν ἀρ­χι­κὴ ἀ­φή­γη­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α μὲ τὶς πρω­το­πρό­σω­πες ἡ­με­ρο­λο­για­κὲς ση­μει­ώ­σεις τῆς πρω­τα­γω­νί­στρι­ας στὴν εὔ­γλωτ­τη κα­τα­κλεί­δα του. Τὸ ἐν λό­γῳ δι­ή­γη­μα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἀ­ξι­ο­λο­γώ­τε­ρα καὶ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ δείγ­μα­τα τοῦ με­σο­πο­λε­μι­κοῦ βουλ­γα­ρι­κοῦ μον­­τερ­νι­σμοῦ, συν­δυ­ά­ζον­τας στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ, τὸ πα­ρά­λο­γο καὶ τὸ γκρο­τέ­σκο, μέ­σῳ τῶν ὁ­ποί­ων ξε­δι­πλώ­νε­ται μιὰ ὀ­ξύ­τα­τη κοι­νω­νι­κὴ σά­τι­ρα ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καὶ στὶς μέ­ρες μας νὰ πα­ρα­μέ­νει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­πί­και­ρη. Ὡς κεν­τρι­κὰ πρό­σω­πα τῆς ἀ­φή­γη­σης, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται: ὁ παν­το­δύ­να­μος μα­έ­στρο Τσε­ζά­ριο Γκαλ­φό­νε, τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο τοῦ ὁ­ποί­ου δη­μι­ουρ­γεῖ­ται παι­γνι­ω­δῶς ἀ­πὸ τὸν λα­τι­νι­κὸ τί­τλο «caesar» καὶ τὴ βουλ­γα­ρι­κὴ λέ­ξη «галфон» («ἠ­λί­θιος»), ὑ­πο­δη­λώ­νον­τας τὸν «βα­σι­λιὰ τῶν ἠ­λι­θί­ων», καὶ ἡ τρα­γι­κή, μέ­σα στὴν ἀ­φέ­λειά της, πρω­τα­γω­νί­στρια Μί­μη Τρομ­πέ­ε­βα —μὲ τὸ ἐ­πώ­νυ­μό της νὰ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὸ γαλ­λι­κὸ «se trompe», ὑ­πο­νο­ών­τας τὴ γε­νι­κὴ πλά­νη της— ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή της «με­τα­μόρ­φω­ση», ἀ­πο­κτᾶ, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­πὸ τὸν μα­έ­στρο Γκαλ­φό­νε, καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς «δι­εισ­δυ­τι­κῆς» ὅ­ρα­σης. Ἐν­τού­τοις, ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα, ἐγ­κλω­βι­σμέ­νη στὴν ἐ­πι­φά­νεια καὶ στὴν εὐ­δαι­μο­νι­κὴ κε­νό­τη­τα μιᾶς «λι­μνά­ζου­σας» ἀ­στι­κῆς ζω­ῆς, ἀ­δυ­να­τεῖ, ἐκ τῶν πραγ­μά­των, νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει τὸ και­νούρ­γιο αὐ­τὸ χά­ρι­σμα, γιὰ τὴν ἀ­να­κά­λυ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου «ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου» —στὴ θέ­ση τοῦ ὁ­ποί­ου, βλέ­πει μό­νο σκε­λε­τοὺς καὶ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ὄρ­γα­να, κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­α μὲ ἐ­κεῖ­νον τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἐ­νῶ τοῦ δεί­χνουν τὸ φεγ­γά­ρι, αὐ­τὸς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ τὸ δά­χτυ­λο— χά­νον­τας ἔ­τσι, συμ­βο­λι­κά, καὶ τὴ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α γιὰ μί­αν ἀν­τί­στοι­χη ἐ­σω­τε­ρι­κὴ με­τα­μόρ­φω­ση.

Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (ветослав Минков, Ραν­το­μὶρ 1902- Σό­φια 1966), θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀ­να­νε­ω­τὲς τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας καὶ «πα­τέ­ρας» τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ στὴ Βουλ­γα­ρί­α. Ὑ­πῆρ­ξε συν­δη­μι­ουρ­γὸς (μα­ζὶ μὲ τὸν Βλαν­τι­μὶρ Πο­λιά­νοφ) τοῦ ἐκ­δο­τι­κοῦ οἴ­κου «Ἄρ­γκους» (Аргус, 1922) —τοῦ πρώ­του οἴ­κου, παγ­κο­σμί­ως, μὲ ἀ­πο­κλει­στι­κὲς ἐκ­δό­σεις ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ— προ­τεί­νον­τας στὸ βουλ­γα­ρι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό, προ­σεγ­μέ­νες με­τα­φρά­σεις κλα­σι­κῶν ἔρ­γων, λ.χ. τῶν Ε.Α. Poe, Ε.Τ.Α. Ηoffmann, H.H. Ewers, G. Meyrink κ.ἄ., κα­θὼς καὶ πρω­τό­τυ­πα βουλ­γα­ρι­κὰ ἔρ­γα, ἀ­νά­λο­γης αἰ­σθη­τι­κῆς καὶ θε­μα­τι­κῆς. Στo δι­ά­στη­μα 1925-1927 ὁ Μίν­κοφ συμ­με­τεῖ­χε στὸν πε­ρί­φη­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ κύ­κλο «Το­ξό­της» («Стрелец») μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ση­μαν­τι­κοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς πρω­το­πο­ρί­ας τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου. Κο­σμο­πο­λί­της, εὐ­ρυ­μα­θὴς καὶ πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ὁ Μίν­κοφ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν σπου­δῶν του στὴν Αὐ­στρί­α καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α, ἦρ­θε ἀ­πὸ νω­ρὶς σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν γερ­μα­νι­κὸ ἐξ­πρε­σι­ο­νι­σμὸ ἀλ­λὰ καὶ τὴ γοτ­θι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κο­λου­θών­τας στὰ πρώ­ϊ­μα ἔρ­γα του τὸ ρεῦ­μα τοῦ «δι­α­βο­λι­σμοῦ» («diabolism»), τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ἐγ­κα­τέ­λει­πε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’20 γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξει στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’30, ἕ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο κρι­τι­κὸ καὶ προ­σω­πι­κὸ ὕ­φος (ἄλ­λο­τε μὲ τὴ χρή­ση λε­πτοῦ χι­οῦ­μορ στὰ ὅ­ρια τῆς εἰ­ρω­νεί­ας, καὶ ἄλ­λο­τε χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὑ­λι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ τὸ γκρο­τέ­σκο) μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ στη­λί­τευ­ε τὴν «αὐ­το­μα­το­ποί­η­ση» καὶ τὴν ἀ­πο­πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς, ἀ­να­τέ­μνον­τας συ­χνά, τό­σο τὴν «ἀ­στι­κὴ» πλη­κτι­κὴ κε­νό­τη­τα καὶ ὑ­πο­κρι­σί­α, ὅ­σο καὶ τὴν ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νη καὶ μο­να­χι­κὴ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ «μι­κροῦ ἀν­θρώ­που». Τολ­μη­ρός, ἀν­τι­κομ­φορ­μι­στὴς καὶ ἀ­νοι­χτὸς σὲ σύγ­χρο­να λο­γο­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα, συ­νέ­βα­λε στὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας ἀ­πὸ μιὰ κυ­ρί­αρ­χη τό­τε λο­γο­τε­χνι­κὴ συμ­βα­τι­κό­τη­τα, ποὺ ἀν­τλοῦ­σε κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­τι­κή της ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, τὸν «φολ­κλο­ρι­σμὸ» ἀλ­λὰ καὶ τὸν «ρε­α­λι­σμὸ» τῆς ἀ­γρο­τι­κῆς ζω­ῆς στὴν ὕ­παι­θρο. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ διη­γη­μα­το­γρα­φί­α, ὁ Μίν­κοφ ἀ­σχο­λή­θη­κε βι­ο­πο­ρι­στι­κὰ μὲ τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς βι­βλι­ο­θη­κά­ριος, ἐ­πι­με­λη­τὴς ἐκ­δό­σε­ων καὶ με­τα­φρα­στής. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δι­η­γή­μα­τα, ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης πα­ρα­μύ­θια κα­θὼς καὶ τα­ξι­δι­ω­τι­κὲς ἐν­τυ­πώ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Δι­ή­γη­μα: Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο (Синята хризантема, 1922), Ρο­λό­ι (Часовник, 1924), Παι­χνί­δι τῶν σκι­ῶν (Игра на сенките, 1928), Αὐ­τό­μα­τα (Автомати, 1932), Ἡ Κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια (Дамата с рентгеновите очи, 1934), Δι­η­γή­μα­τα σὲ δέρ­μα σκαν­τζο­χοί­ρου (Разкази в таралежова кожа, 1936)· Μυ­θι­στό­ρη­μα: Ἡ καρ­διὰ στὸ χαρ­το­κού­τι. Μυ­θι­στό­ρη­μα γκρο­τέ­σκο σὲ ἑ­πτὰ ἀ­πί­θα­νες πε­ρι­πέ­τει­ες (Сърцето в картонената кутия, Роман-гротеска в седем невероятни приключения, 1933 / σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Κον­σταν­τὶν Κο­σταν­τί­νοφ)· Πα­ρα­μύ­θι: Ἡ μα­σκα­ρε­μέ­νη ἀ­λε­ποῦ (Маскираната лисица, 1936)· Τα­ξι­δι­ω­τι­κά: Ἡ Μα­δρί­τη φλέ­γε­ται. Ἱ­στο­ρί­α σὲ τη­λε­γρα­φή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­τί­στα­ση μιᾶς πό­λης (Мадрид гори. История в телеграми за съпротивата на един град, 1936), Ἡ ἄλ­λη Ἀ­με­ρι­κή. Ἕ­να τα­ξί­δι πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ση­με­ρι­νό (Другата Америка. Едно пътуване отвъд екватора, 1938).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.


			

Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков): Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο

 



Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков)


Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο

(Синята хризантема)


ΜΑΣΤΑΝ ΤΡΕΙΣ. Ἐ­γώ, ὁ Βδέλ­λας κι ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός. Μα­ζευ­ό­μα­σταν στὴν τα­βέρ­να τοῦ Στά­μου τοῦ Τυ­φλοῦ, ὅ­που χαρ­το­παί­ζα­με μέ­χρι ἀρ­γά. Καὶ ἐ­κεῖ, ξο­δεύ­α­με σχε­δὸν ὅ­λα μας τὰ λε­φτά. Δι­ό­τι δὲν ἱ­κα­νο­ποι­ού­μα­σταν μὲ μι­κρο­πο­σά. Σὲ μιὰ γύ­ρα, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ κα­θέ­νας μας ἔ­πρε­πε νὰ πον­τά­ρει του­λά­χι­στον εἴ­κο­σι λέ­βα. Αὐ­τὸ γι­νό­ταν στὴν ἀρ­χὴ τοῦ παι­χνι­διοῦ. Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν τὸ κρα­σὶ φούν­τω­νε τὰ κε­φά­λια μας, βά­ζα­με κι ἀ­πὸ πε­νῆν­τα, ἀ­κό­μα καὶ ἑ­κα­τό. Ὅ­μως ἐ­γὼ δὲν κέρ­δι­ζα. Οὔ­τε κι ὁ Βδέλ­λας. Ὅ­λα μας τὰ λε­φτά, τὰ σά­ρω­νε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μ’ ἕ­ναν ἐκ­πλη­κτι­κὸ τρό­πο ἔ­παι­ζε στὰ δά­χτυ­λά του τὴν κα­τα­στρο­φι­κὴ αὐ­τὴ τέ­χνη τῶν χαρ­τι­ῶν.

       Ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση τῆς σπον­δυ­λι­κῆς στή­λης καὶ ἦ­ταν τό­σο καμ­που­ρια­στός, ποὺ ὅ­ταν παί­ζα­με, μό­νο τὸ κε­φά­λι του ἐ­ξεῖ­χε πά­νω ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι. Στὸ κι­τρι­νι­σμέ­νο πρό­σω­πό του ξε­χω­ρί­ζα­νε δύ­ο τε­ρά­στια μαῦ­ρα μά­τια ποὺ ἀ­στρά­φτα­νε ἀ­γρι­ω­πὰ στὴν πα­ρα­μι­κρή μας ἐ­πι­τυ­χί­α. Καὶ αὐ­τὴ ἡ λάμ­ψη στὰ μά­τια του, ἀ­κού­σια μᾶς ἀ­πο­θάρ­ρυ­νε καὶ χά­να­με τὴ ρο­ὴ τοῦ παι­χνι­διοῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος, ἄρ­χι­ζε νὰ γε­λά­ει φαρ­μα­κε­ρὰ καὶ ξαφ­νι­κὰ ἀ­κού­γα­με τὴ βρα­χνὴ φω­νή του νὰ στριγ­γλί­ζει:

       — Ἄσ­σος, Ἐν­νιὰ κού­πα, Ρή­γας σπα­θί! Καὶ κέρ­δι­ζε.

       Ὅ­μως, ἐ­γὼ καὶ ὁ Βδέλ­λας τοῦ τὴ στή­να­με ἀ­πὸ και­ρό. Καὶ ἔ­τσι ἕ­να βρά­δυ, ἔ­χα­σε. Ἔ­χα­σε ὅ­λα τὰ λε­φτά του. Ἐ­μεῖς, πή­ρα­με τό­ση χα­ρά, ποὺ δὲν στα­μα­τού­σα­με νὰ κο­ρο­ϊ­δεύ­ου­με τὸν Ἑ­σπε­ρι­νό.

       Ἐ­κεῖ­νος σι­ω­ποῦ­σε. Τὰ μά­τια του καί­γα­νε ἀ­πὸ κα­κί­α καὶ ὀρ­γή. Καὶ ὅ­ταν τὰ πει­ράγ­μα­τά μας ξε­πέ­ρα­σαν πιὰ κά­θε ὅ­ριο ἀ­νο­χῆς, τὸ πρό­σω­πό του κοκ­κί­νη­σε ἀ­πὸ θυ­μό, χτύ­πη­σε μὲ τὸ χέ­ρι του στὸ τρα­πέ­ζι, καὶ εἶ­πε:

       — Γιὰ νὰ δοῦ­με! Κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει ἀ­κό­μα ποι­ός εἶ­ναι ὁ νι­κη­τής!

       — Μά, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χεις λε­φτά! ξε­φώ­νη­σε ὁ Βδέλ­λας. Δὲν εἶ­σαι σὲ θέ­ση νὰ παί­ξεις!

       — Πῶς; Ἐ­γὼ θὰ πον­τά­ρω κά­τι ἄλ­λο, θὰ στοι­χη­μα­τί­σω ὅ,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἔ­χω! ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ ἔ­ψα­ξε στὴν τσέ­πη του.

       Ἐ­μεῖς, ἐν­νο­εῖ­ται, πε­ρι­μέ­να­με νὰ δοῦ­με κά­τι πο­λύ­τι­μο, κά­τι, τε­λο­σπάν­των, ποὺ νὰ ἦ­ταν ἀ­ξί­ας. Ὅ­μως, πρὸς με­γά­λη μας ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση, ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ἔ­βγα­λε ἀ­π’ τὸ μι­κρό, δερ­μά­τι­νο πορ­το­φό­λι του ἕ­να γα­λά­ζιο, μα­ρα­μέ­νο χρυ­σάν­θε­μο.

       — Χά, χά, χά! ἔ­βα­λα τὰ γέ­λια. Μὰ αὐ­τὸ δὲν ἀ­ξί­ζει οὔ­τε δυ­ὸ λέ­βα!

       — Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ποῦ ἔ­χεις; ρώ­τη­σε ὁ Βδέλ­λας.

       — Ὅ­μως ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός μᾶς κοί­τα­ξε μὲ τέ­τοι­ο μί­σος, τὰ μά­τια του ἀ­στρά­φτα­νε τό­σο, μὰ τό­σο τρο­με­ρά, ποὺ ἐ­μεῖς ἀ­πρό­θυ­μα συ­νε­χί­σα­με τὸ παι­χνί­δι. Ἀλ­λὰ ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, ἔ­χα­σε καὶ τού­τη τὴ φο­ρά. Ἐ­γὼ κέρ­δι­σα τὸ χρυ­σάν­θε­μο, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν εἶ­χε γιὰ μέ­να τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀ­ξί­α. Καὶ θὰ τὸ ἔ­δι­να πά­λι στὸν Ἑ­σπε­ρι­νό, ἂν μιὰ συμ­φω­νί­α δὲν ὅ­ρι­ζε πάν­τα τὸ παι­χνί­δι μας: νὰ μὴν ὑ­πάρ­ξει καμ­μί­α ὑ­πο­χώ­ρη­ση, ἔ­στω καὶ με­ρι­κή, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο ποὺ κερ­δή­θη­κε. Καὶ ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ τὸν λό­γο ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς μὲ κοι­τοῦ­σε ἀ­βο­ή­θη­τος καὶ προ­σβε­βλη­μέ­νος, ὅ­ταν ἐ­γὼ μά­ζε­ψα τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο.

       Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα γί­να­με ἐ­χθροί. Μὲ μι­σοῦ­σε, τό ’­ξε­ρα. Φαι­νό­τα­νε στὸ βλέμ­μα του. Πα­ρό­λα αὐ­τά, συ­νε­χί­ζα­με νὰ μα­ζευ­ό­μα­στε στὴν τα­βέρ­να καὶ νὰ παί­ζου­με χαρ­τιά. Καὶ ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ἔ­χα­νε, πάν­τα ἔ­χα­νε. Δι­ό­τι ἐ­γὼ κι ὁ Βδέλ­λας τοῦ εἴ­χα­με στή­σει ὡ­ραί­α πα­γί­δα. Σὲ ποι­ά πο­νη­ριά, ὅ­μως, εἴ­χα­με κα­τα­φύ­γει γιὰ νὰ κερ­δί­σου­με, αὐ­τὸ δὲν πρό­κει­ται πο­τέ μου νὰ τὸ πῶ. Θὰ ντρό­πια­ζα κι ἐ­μέ­να καὶ τὸν φί­λο μου.

       Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς δὲν ἦρ­θε. Δὲν ἦρ­θε οὔ­τε καὶ τὸ ἑ­πό­με­νο. Μά­θα­με ὅ­τι ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος. Φι­λι­κὸ χρέ­ος μᾶς ὑ­πο­χρέ­ω­νε νὰ πᾶ­με νὰ τὸν δοῦ­με, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ φο­βό­μουν. Πι­θα­νῶς, ἡ πα­ρου­σί­α μου νὰ τοῦ ξυ­πνοῦ­σε τὴ δυ­σά­ρε­στη ἀ­νά­μνη­ση γιὰ τὸ χρυ­σάν­θε­μο. Καὶ δὲν εἶ­χα σκο­πὸ νὰ πά­ω, ἂν ὁ Βδέλ­λας δὲν μὲ τρα­βοῦ­σε μὲ τὸ ζό­ρι.

       Οἱ φό­βοι μου ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν. Μό­λις μὲ εἶ­δε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, πή­δη­ξε ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι καὶ φώ­να­ξε:

       — Βρω­μιά­ρη, χά­σου ἀ­πὸ ’­δῶ!

       — Ἑ­σπε­ρι­νέ, ἄ­κου με —εἶ­πα ἐ­γὼ— καὶ μὴ μοῦ θυ­μώ­νεις! Ξέ­ρεις, ὅ­τι…

       — Χά­σου ἀ­πὸ ’­δῶ! – οὔρ­λια­ξε πά­λι καὶ ἅρ­πα­ξε τὸ ψα­λί­δι ποὺ βρι­σκό­ταν ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὸ κο­μο­δί­νο του. Τό­τε ἐ­γὼ βγῆ­κα ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο.

       Με­τὰ ὁ Βδέλ­λας μοῦ ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς ἦ­ταν βα­ριὰ ἄρ­ρω­στος καὶ κά­θε ἐλ­πί­δα νὰ γι­α­τρευ­τεῖ, ἤ­τα­νε χα­μέ­νη.

       Καὶ πραγ­μα­τι­κά, πέ­θα­νε. Πέ­θα­νε λί­γες μέ­ρες με­τὰ τὸ πα­ρα­πά­νω πε­ρι­στα­τι­κό.

       Καὶ μεί­να­με οἱ δυ­ό μας. Ἐ­γὼ κι ὁ Βδέλ­λας. Πη­γαί­να­με, ὅ­μως, ξα­νὰ στὴν τα­βέρ­να καὶ συ­νε­χί­ζα­με τὴ χαρ­το­παι­ξί­α μας. Καὶ κέρ­δι­ζε πό­τε ὁ ἕ­νας καὶ πό­τε ὁ ἄλ­λος. Ἔ­τσι, ποὺ οἱ χα­σοῦ­ρες μας δὲν γί­νον­ταν αἰ­σθη­τές.

       Μιὰ φο­ρά, ἤ­πια­με κρα­σὶ πα­ρα­πά­νω. Ἀρ­χί­σα­με νὰ πον­τά­ρου­με με­γά­λα πο­σά. Καὶ κέρ­δι­ζα. Δύ­ο ἢ τρεῖς ὧ­ρες, τὸ παι­χνί­δι ἦ­ταν μὲ τὸ μέ­ρος μου. Ἀλ­λά, ἕ­να μοι­ραῖ­ο γύ­ρι­σμα καὶ…. ὁ Βδέλ­λας μὲ ξε­τί­να­ξε.

       Ἔ­χα­να. Γιὰ νὰ συν­τη­ρῶ ὅ­μως τὴ δι­ά­θε­σή μου, δὲν ἔ­παυ­α νὰ γε­μί­ζω μὲ κρα­σὶ τὸ πο­τή­ρι μου. Νευ­ρι­α­σμέ­νος καὶ φουν­τω­μέ­νος, κο­πα­νοῦ­σα τὸ ἕ­να φύλ­λο με­τὰ τὸ ἄλ­λο ἐ­πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι. Μὰ αὐ­τὸ δὲν βο­η­θοῦ­σε.

       Ὁ Βδέλ­λας, ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι κέρ­δι­ζε ἔ­ρι­χνε σὲ βά­ρος μου ἕ­να σω­ρὸ ὑ­πο­τι­μη­τι­κὲς κο­ρο­ϊ­δί­ες, γε­λών­τας μι­κρό­ψυ­χα καὶ φαρ­μα­κε­ρά. Καὶ σὲ μιὰ στιγ­μή, μοῦ φά­νη­κε ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο τὸ ἤ­ξε­ρα ἀ­πὸ κά­που. Ἔ­στρε­ψα τὸ βλέμ­μα πρὸς τὸ μέ­ρος του, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸν τρό­μο καὶ τὴ φρί­κη, μοῦ ‘πέ­σαν τὰ χαρ­τιά. Ἀ­πέ­ναν­τί μου στε­κό­ταν ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός. Τὰ μά­τια του, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νες τὶς μέ­ρες, φλέ­γον­ταν ἀ­πὸ κα­κί­α καὶ ὀρ­γή, καὶ μοῦ ψιθύ­ρι­ζε:

       — Συ­νέ­χι­σε, συ­νέ­χι­σε νὰ παί­ζεις!

       Κι ἐ­γὼ συ­νέ­χι­σα τὸ παι­χνί­δι, ἐ­πει­δὴ ἡ φω­νὴ του τὸ πρό­στα­ζε.

       Ἔ­χα­να. Δὲν μοῦ εἶ­χαν ἀ­πο­μεί­νει πα­ρὰ με­ρι­κὰ λέ­βα. Καὶ τό­τε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, γέ­λα­σε βρον­τε­ρὰ καὶ φώ­να­ξε:

       — Πόν­τα­ρε τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο!

       Ἐ­γὼ δὲν ἤ­ξε­ρα τί νὰ κά­νω. Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο ἄ­ρα­γε θὰ μὲ γλύ­τω­νε; Ἢ μή­πως τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο θὰ ἀ­φά­νι­ζε κι ἐ­μέ­να, ὅ­πως ἀ­φά­νι­σε κά­πο­τε καὶ τὸν ἴ­διο;

       Ἔ­βγα­λα τὸ χρυ­σάν­θε­μο καὶ τὸ πόν­τα­ρα. Με­τὰ δὲν ξέ­ρω τί ἔ­γι­νε. Στὰ ἀ­φτιά μου ἠ­χοῦ­σε καὶ πά­λι τὸ γέ­λιο τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, ἐ­γὼ γέ­μι­ζα τὰ πο­τή­ρια τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­π’ τ’ ἄλ­λο καὶ ἔ­πι­να. Κά­πως ἔ­τσι μὲ πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος.

       Τὸ πρω­ί, μό­λις ξύ­πνη­σα, ὁ τα­βερ­νιά­ρης μοῦ δή­λω­σε ὅ­τι ὁ Βδέλ­λας σά­λε­ψε. Καὶ πά­νω στὴν τρέ­λα του, ἔ­λε­γε ὅ­τι τὴ νύ­χτα, παί­ζον­τας στὰ χαρ­τιά, κέρ­δι­σε ἀ­πὸ τὸν Ἑ­σπε­ρι­νὸ ἕ­να γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο.


1922


Πη­γή: https://chitanka.info/text/1586-sinjata-hrizantema

Ὁ Σβε­τοσ­λὰβ Μίν­κοφ (Светослав Минков, Ραν­το­μὶρ 1902- Σό­φια 1966), θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀ­να­νε­ω­τὲς τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας καὶ «πα­τέ­ρας» τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ στὴ Βουλ­γα­ρί­α. Ὑ­πῆρ­ξε συν­δη­μι­ουρ­γὸς (μα­ζὶ μὲ τὸν Βλαν­τι­μὶρ Πο­λιά­νοφ) τοῦ ἐκ­δο­τι­κοῦ οἴ­κου «Ἄρ­γκους» (Аргус, 1922) —τοῦ πρώ­του οἴ­κου, παγ­κο­σμί­ως, μὲ ἀ­πο­κλει­στι­κὲς ἐκ­δό­σεις ἀ­πὸ τὸν χῶ­ρο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ— προ­τεί­νον­τας στὸ βουλ­γα­ρι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό, προ­σεγ­μέ­νες με­τα­φρά­σεις κλα­σι­κῶν ἔρ­γων, λ.χ. τῶν Ε.Α. Poe, Ε.Τ.Α. Ηoffmann, H.H. Ewers, G. Meyrink κ.ἄ., κα­θὼς καὶ πρω­τό­τυ­πα βουλ­γα­ρι­κὰ ἔρ­γα, ἀ­νά­λο­γης αἰ­σθη­τι­κῆς καὶ θε­μα­τι­κῆς. Στo δι­ά­στη­μα 1925-1927 ὁ Μίν­κοφ συμ­με­τεῖ­χε στὸν πε­ρί­φη­μο λο­γο­τε­χνι­κὸ κύ­κλο «Το­ξό­της» (Стрелец) μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ση­μαν­τι­κοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς πρω­το­πο­ρί­ας τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου. Κο­σμο­πο­λί­της, εὐ­ρυ­μα­θὴς καὶ πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ὁ Μίν­κοφ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν σπου­δῶν του στὴν Αὐ­στρί­α καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α, ἦρ­θε ἀ­πὸ νω­ρὶς σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν γερ­μα­νι­κὸ ἐξ­πρε­σι­ο­νι­σμὸ ἀλ­λὰ καὶ τὴ γοτ­θι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κο­λου­θών­τας στὰ πρώ­ι­μα ἔρ­γα του τὸ ρεῦ­μα τοῦ «δι­α­βο­λι­σμοῦ» (diabolism), τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ἐγ­κα­τέ­λει­πε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’20 γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξει στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’30, ἕ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο κρι­τι­κὸ καὶ προ­σω­πι­κὸ ὕ­φος (ἄλ­λο­τε μὲ τὴ χρή­ση λε­πτοῦ χι­οῦ­μορ στὰ ὅ­ρια τῆς εἰ­ρω­νεί­ας, καὶ ἄλ­λο­τε χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὑ­λι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ τὸ γκρο­τέ­σκο) μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ στη­λί­τευ­ε τὴν «αὐ­το­μα­το­ποί­η­ση» καὶ τὴν ἀ­πο­πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς, ἀ­να­τέ­μνον­τας συ­χνά, τό­σο τὴν «ἀ­στι­κὴ» πλη­κτι­κὴ κε­νό­τη­τα καὶ ὑ­πο­κρι­σί­α, ὅ­σο καὶ τὴν ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νη καὶ μο­να­χι­κὴ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τοῦ «μι­κροῦ ἀν­θρώ­που». Τολ­μη­ρός, ἀν­τι­κομ­φορ­μι­στὴς καὶ ἀ­νοι­χτὸς σὲ σύγ­χρο­να λο­γο­τε­χνι­κὰ ρεύ­μα­τα, συ­νέ­βα­λε στὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας ἀ­πὸ μιὰ κυ­ρί­αρ­χη τό­τε λο­γο­τε­χνι­κὴ συμ­βα­τι­κό­τη­τα, ποὺ ἀν­τλοῦ­σε κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­τι­κή της ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, τὸν «φολ­κλο­ρι­σμὸ» ἀλ­λὰ καὶ τὸν «ρε­α­λι­σμὸ» τῆς ἀ­γρο­τι­κῆς ζω­ῆς στὴν ὕ­παι­θρο. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ διη­γη­μα­το­γρα­φί­α, ὁ Μίν­κοφ ἀ­σχο­λή­θη­κε βι­ο­πο­ρι­στι­κὰ μὲ τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς βι­βλι­ο­θη­κά­ριος, ἐ­πι­με­λη­τὴς ἐκ­δό­σε­ων καὶ με­τα­φρα­στής. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ δι­η­γή­μα­τα, ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης πα­ρα­μύ­θια κα­θὼς καὶ τα­ξι­δι­ω­τι­κὲς ἐν­τυ­πώ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α – Δι­ή­γη­μα: Τὸ γα­λά­ζιο χρυ­σάν­θε­μο (Синята хризантема, 1922), Ρο­λό­ι (Часовник, 1924), Παι­χνί­δι τῶν σκι­ῶν (Игра на сенките, 1928), Αὐ­τό­μα­τα (Автомати, 1932), Ἡ Κυ­ρί­α μὲ τὰ ἀ­κτι­νο­βό­λα μά­τια (Дамата с рентгеновите очи, 1934), Δι­η­γή­μα­τα σὲ δέρ­μα σκαν­τζο­χοί­ρου (Разкази в таралежова кожа, 1936)· Μυ­θι­στό­ρη­μα: Ἡ καρ­διὰ στὸ χαρ­το­κού­τι. Μυ­θι­στό­ρη­μα γκρο­τέ­σκο σὲ ἑ­πτὰ ἀ­πί­θα­νες πε­ρι­πέ­τει­ες (Сърцето в картонената кутия, Роман-гротеска в седем невероятни приключения, 1933 / σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Κον­σταν­τὶν Κο­σταν­τί­νοφ)· Πα­ρα­μύ­θι: Ἡ μα­σκα­ρε­μέ­νη ἀ­λε­ποῦ (Маскираната лисица, 1936)· Τα­ξι­δι­ω­τι­κά: Ἡ Μα­δρί­τη φλέ­γε­ται. Ἱ­στο­ρί­α σὲ τη­λε­γρα­φή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­τί­στα­ση μιᾶς πό­λης (Мадрид гори. История в телеграми за съпротивата на един град, 1936), Ἡ ἄλ­λη Ἀ­με­ρι­κή. Ἕ­να τα­ξί­δι πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ση­με­ρι­νό (Другата Америка. Едно пътуване отвъд екватора, 1938).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ βουλ­γα­ρι­κά:

Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶ­ς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.


Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Do not disturb


Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Do not disturb


ΤΕΚΕΤΑΙ κα­τα­με­σῆς στὸ δω­μά­τιο τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου, ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἀ­ναμ­μέ­νη, μό­λις ἔ­χει βγεῖ ἀ­πὸ τὸ μπά­νιο, τυ­λιγ­μέ­νη στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη της πρά­σι­νη πε­τσέ­τα. Πο­τὲ δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὶς πε­τσέ­τες τῶν ξε­νο­δο­χεί­ων, τὸ θε­ω­ρεῖ βρω­μιά. Ἀρ­χί­ζει νὰ τι­νά­ζει τὰ βρεγ­μέ­να της μαλ­λιά, νι­ώ­θον­τας ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ βρο­χὴ τρι­γύ­ρω.

       Ἦρ­θε σὲ αὐ­τὸ τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο γιὰ νὰ πε­θά­νει, ὅ­μως ἐ­δῶ καὶ δύ­ο ὧ­ρες ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ ἀ­να­πό­φευ­κτα ψι­λο­πράγ­μα­τα. Δὲν εἶ­χε ὑ­πο­ψια­στεῖ, ὅ­τι καὶ ὁ θά­να­τος χρει­ά­ζε­ται χρό­νο. Ὁ ἄν­τρας στὴ ρε­σε­ψιόν, ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ι­νό, ἔ­δει­χνε ἐ­λα­φρῶς προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἐ­ρώ­τη­σή της, γιὰ τὸ ἂν ἔ­χουν ἐ­λεύ­θε­ρο δω­μά­τιο στὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο. Μή­πως, πράγ­μα­τι, γί­νε­ται ὑ­περ­βο­λι­κὰ ξε­κά­θα­ρο; Ποι­ά εἶ­ναι τὰ στα­τι­στι­κά των αὐ­το­κτο­νι­ῶν σὲ τού­τη τὴ σο­βα­ρὴ ἁ­λυ­σί­δα; Ἄ­ρα­γε οἱ ἄν­θρω­ποι προ­τι­μοῦν νὰ ρι­χτοῦ­νε ἀ­πὸ πο­λυ­τε­λῆ ξε­νο­δο­χεῖ­α, ἢ μιᾶς καὶ τὸ ἀ­πο­φά­σι­σαν τοὺς εἶ­ναι πιὰ τὸ ἴ­διο;

       Προ­τι­μῶ στὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο, ἀ­κού­στη­κε νὰ λέ­ει, ἐ­πει­δὴ ἔ­χω ἐ­λα­φρὰ φο­βί­α ἀ­πὸ τὸ χα­μη­λὸ ὕ­ψος, ἔ­ε­ε, τὸ ἀν­τί­θε­τό της ὑ­ψο­φο­βί­ας, ἡ ὁ­ποί­α, ἐν­νο­εῖ­ται, εἶ­ναι πιὸ δι­α­δε­δο­μέ­νη, κ.ο.κ. Τὸν δι­α­πέ­ρα­σε μὲ τὸ πιὸ ἀ­πο­θαρ­ρυν­τι­κό της χα­μό­γε­λο (μι­σών­τας τὸ ἴ­διο, ἐ­κεῖ­νο, δευ­τε­ρό­λε­πτο). Θε­έ μου, για­τί πρέ­πει νὰ δι­και­ο­λο­γεῖ­ται μπρο­στά σε κά­ποι­ον ἄ­γνω­στο, καὶ μά­λι­στα ἐ­τού­τη τὴ στιγ­μή.

       Ὁ ἄν­τρας ἀ­πέ­ναν­τι συγ­κα­τά­νε­ψε, πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ τοὺς τύ­πους πα­ρὰ ἀ­πὸ κα­τα­νό­η­ση, δὲν εἶ­ναι σί­γου­ρος ὅ­τι ξέ­ρει ἀ­κρι­βῶς τί εἶ­ναι ἡ φο­βί­α, ἀλ­λὰ δὲν τοῦ πέ­φτει καὶ κα­νέ­νας λό­γος. Εἶ­χαν ἐ­λεύ­θε­ρο δω­μά­τιο στὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο, ἔ­γρα­ψε τὰ στοι­χεῖ­α της, πρό­τει­νε τὴ βο­ή­θειά του γιὰ τὴ βα­λί­τσα, αὐ­τὴ ἀρ­νή­θη­κε, τὴ ρώ­τη­σε ἂν χρει­ά­ζε­ται ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ὄ­χι, εὐ­χα­ρι­στῶ. Τῆς κά­λε­σε τὸ ἀ­σαν­σὲρ καὶ κρά­τη­σε τὴν πόρ­τα. Εἶ­ναι σί­γου­ρη, ὅ­τι στιγ­μια­ία γλί­στρη­σε τὸ βλέμ­μα του ἐ­πά­νω στὸ κορ­μί της, ὁ κα­θρέ­φτης στὸν θά­λα­μο τὸ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε, ὅ­μως, τώ­ρα, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κρί­νει ἂν αὐ­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἐ­κνεύ­ρι­ζε, τὴν κο­λά­κευ­ε, ἢ ἂν πλέ­ον τῆς ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­δι­ά­φο­ρο. Καὶ ἕ­ως πό­τε, στὸ κά­τω-κά­τω τῆς γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­λύ­ει κά­θε ἀ­νο­η­σί­α. Πα­τά­ει τὸ κουμ­πὶ γιὰ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο, στη­ρί­ζε­ται στὸ τοί­χω­μα καὶ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ κα­θα­ρὰ (ἐ­νῶ δῆ­θεν προ­σπα­θοῦ­σε νὰ μὴ σκέ­φτε­ται γιὰ τί­πο­τα), ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ὁ ἄν­τρας ἀ­πὸ τὴ ρε­σε­ψιὸν θὰ γι­νό­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἄν­θρω­πος τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­δε, καὶ δὲν θυ­μᾶ­ται τί­πο­τα ἀ­π’ αὐ­τόν, μά­τια, πρό­σω­πο, ἡ­λι­κί­α, τὸ κε­φά­λι του, τί­πο­τα, τί­πο­τα… Ἕ­νας ἄν­τρας ἀ­πὸ τὴ ρε­σε­ψιόν, ἀ­πρό­σω­πος ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἄν­τρες τῶν ξε­νο­δο­χεί­ων. Καὶ μή­πως ἐ­κεῖ­νος νὰ θυ­μό­ταν κά­τι ἀ­π’ αὐ­τὴν (ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν πι­σι­νό της); Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ἐ­τοῦ­το θὰ ἦ­ταν ση­μαν­τι­κό­τε­ρο, του­λά­χι­στον γιὰ τοὺς μπά­τσους οἱ ὁ­ποῖ­οι θὰ ἔ­κα­ναν τὴν ἀ­νά­κρι­ση ἀρ­γό­τε­ρα. Φαι­νό­ταν ἀ­να­στα­τω­μέ­νη, τρο­μαγ­μέ­νη ἢ κυ­νη­γη­μέ­νη, ποι­ές ἀ­κρι­βῶς κου­βέν­τες ἀν­τάλ­λα­ξαν. Θυ­μή­σου, ἐ­πει­δὴ μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἔ­κα­νε πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σπά­θεια νὰ πε­τά­ξει κά­ποι­α φαν­τα­χτε­ρὴ πρό­τα­ση, μὲ δι­πλὸ νό­η­μα, ἡ ὁ­ποί­α νά…

       Πο­τὲ δὲν ἔ­μα­θε νὰ φτιά­χνει τὸ ἐ­πι­μύ­θιο. Δὲν ἤ­ξε­ρε τί λέ­γε­ται στὸ τέ­λος. Ὅ­πως τό­τε, ποὺ κοι­μή­θη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μὲ ἄν­τρα. Συ­νέ­βη με­τὰ τὸ δεύ­τε­ρο ἑ­ξά­μη­νο στὸ κο­λέ­γιο, σὲ κά­ποι­ο χω­ρά­φι πί­σω ἀ­πὸ τὰ γή­πε­δα. Ἦ­ταν ἄ­βο­λο, ἀγ­χω­τι­κό, κοι­τοῦ­σε τρι­γύ­ρω, ὅ­μως συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σε ὅ­τι σὲ αὐ­τὸ ὑ­πῆρ­χε καὶ κά­τι τὸ ἀ­φυ­πνι­στι­κό. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σαν ὅ­λα (οὔ­τε ὁ πό­νος τό­σο με­γά­λος, οὔ­τε ἡ ἀ­πό­λαυ­ση), ἀ­πο­φά­σι­σε ὅ­τι πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ πεῖ κά­τι, μὰ οὔ­τε ποὺ ἤ­ξε­ρε τί. Καὶ ξε­φούρ­νι­σε τὸ πιὸ χα­ζὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε: Εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ, χά­ρη­κα ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ἀ­μέ­σως με­τά­νοι­ω­σε ποὺ τὸ ξε­στό­μι­σε, ὅ­μως ἦ­ταν ἀρ­γά. Τὸ ἀ­γό­ρι με­τὰ βί­ας συγ­κρά­τη­σε τὸ γέ­λιο του γιὰ νὰ μὴν τὴν θί­ξει. Ἀρ­γό­τε­ρα, προ­φα­νῶς, τὸ ἀ­φη­γή­θη­κε σὲ ὅ­λους στὴν πα­ρέ­α καὶ αὐ­τὴ ἄ­κου­γε τὴν ἀ­τά­κα της νὰ ρί­χνε­ται, δῆ­θεν ἀ­πρό­σε­κτα, στὴ συ­ζή­τη­ση. Εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ, χά­ρη­κα ἰ­δι­αί­τε­ρα. Μὰ σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, δὲν ὑ­πάρ­χει λό­γος…, συμ­πλή­ρω­νε κά­ποι­ος καὶ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἔ­κρη­ξη ἀ­πὸ γέ­λια. Μιὰ φο­ρά, ἕ­ναν χρό­νο ἀρ­γό­τε­ρα, σὲ μιὰ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὴ πα­ρέ­α ὅ­που κα­νεὶς δὲν τὴ γνώ­ρι­ζε, χρει­ά­στη­κε νὰ ὑ­πο­μεί­νει ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α ποὺ κα­τάν­τη­σε νὰ γί­νει τοῦ εἴ­δους «ἕ­νας φί­λος, ἔ­λε­γε ὅ­τι…». Τί πράγ­μα­τα θυ­μᾶ­ται ὁ ἄν­θρω­πος στὰ τε­λευ­ταῖ­α λε­πτά.

       Τε­λευ­ταῖ­ο μπά­νιο, εἶ­πε, ἐ­νῶ τί­να­ζε τὸ βρεγ­μέ­νο κε­φά­λι της. Τε­λευ­ταῖ­ο σε­σου­άρ. Τε­λευ­ταί­α κρέ­μα κα­τὰ τῆς… Τὰ κα­τέ­γρα­ψε ὅ­λα αὐ­το­μα­τι­κά, ὅ­μως τώ­ρα στα­μα­τᾶ, τὸ αὐ­τό­μα­το ἔ­πα­θε ἐμ­πλο­κή. Ἡ κρέ­μα μέ­νει στὴ χού­φτα της. Συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς ὅ­λες οἱ κι­νή­σεις της προ­ο­ρί­ζον­ται γιὰ κά­ποι­ο μελ­λον­τι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, σὲ ἕ­να χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο πλέ­ον δὲν τῆς ἀ­νή­κει. Οἱ πό­ροι τοῦ δέρ­μα­τός της, δὲν θὰ ἔ­χουν χρό­νο νὰ ἀ­πορ­ρο­φή­σουν κα­λὰ αὐ­τὴ τὴν κρέ­μα, τὸ ἐκ­χύ­λι­σμα ἀ­μυ­γδά­λου καὶ τὸ ἀ­πό­σταγ­μα τῆς ἀ­λό­ης δὲν θὰ κα­τορ­θώ­σουν νὰ ξε­δι­πλώ­σουν τὶς δυ­να­τό­τη­τές τους, τὰ μαλ­λιά της, θὰ ξα­να­γί­νουν βρεγ­μέ­να καὶ μπλεγ­μέ­να ἀπ’ τὸ αἷ­μα. Ἀ­να­τρί­χια­σε μὲ τὴν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη καὶ ἀ­πα­γό­ρευ­σε στὸν ἑ­αυ­τό της νὰ σκέ­πτε­ται πῶς θὰ μοιά­ζει με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τό. Τὸ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ δὲν ὑ­πῆρ­χε.

       Ὡ­στό­σο,  ξε­κί­νη­σε νὰ ἁ­πλώ­νει τὴν κρέ­μα σ’ ὁ­λό­κλη­ρό το σῶ­μα της. Τοῦ ἄ­ξι­ζε, τὴν εἶ­χε ὑ­πη­ρε­τή­σει κα­λά, ἔ­κρυ­βε ἐ­πι­δέ­ξια στὶς πτυ­χὲς τοῦ κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ 40 χρό­νια του. Τὸ ἄ­λοι­φε ἀρ­γά, μὲ ἀ­πό­λαυ­ση, σὰν γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Ἡ κρέ­μα εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρό το ἄλ­λο­θι, γιὰ νὰ χα­ϊ­δέ­ψει αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα, νὰ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­στοῦν. Κρέ­μα πά­νω στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ ὦ­μο, ἀν­τί­ο ἀ­ρι­στε­ρὲ ὦ­με… Κρέ­μα στὸ δέρ­μα κά­τω ἀπ’ τὸν λαι­μό, ἀν­τί­ο λαι­μέ… Πά­νω στὰ στή­θη, θὰ λεί­ψε­τε του­λά­χι­στον σὲ με­ρι­κοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀν­τί­ο, ἀν­τί­ο…

       Σὲ ὅ­λο αὐ­τὸ ὑ­πάρ­χει μιὰ τε­λε­τουρ­γί­α καὶ ἡ τε­λε­τουρ­γί­α γα­λη­νεύ­ει, βά­ζει τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους. Μοιά­ζει μὲ ἐ­πά­λει­ψη μύ­ρου, στὴν ὁ­ποί­α ὁ νε­κρὸς μό­νος του ἁ­πλώ­νει τὸ μύ­ρο ἐ­πά­νω στὸ σῶ­μα του.

       Τὰ πράγ­μα­τα θὰ μπο­ροῦ­σαν καὶ νὰ μοιά­ζουν φαι­δρά. Μιὰ γυ­ναί­κα ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ αὐ­το­κτο­νή­σει μὲ τὸν πιὸ πα­λι­ο­μο­δί­τι­κο τρό­πο, πη­δών­τας ἀ­πὸ ψη­λά, ἀ­π’ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου, καὶ ἤ­δη μιὰ ὥ­ρα καὶ κά­τι, κά­νει ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ χα­ζὰ καὶ μά­ται­α γυ­ναι­κεῖ­α πράγ­μα­τα. Μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νια κρέ­μα γιὰ τὶς ρυ­τί­δες κά­τω ἀ­πὸ τὰ μά­τια, με­τὰ θὰ θέ­σει μή­πως σὲ λει­τουρ­γί­α καὶ τὸν ἀ­πο­τρι­χω­τὴ (γιὰ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τὸν πῆ­ρε μα­ζί της), με­τά… Τί τῆς ἦρ­θε στὸ μυα­λό, ποῦ νὰ πά­ρει ὁ δι­ά­ο­λος; Θὰ βγεῖ νὰ πά­ει κά­που; Ἀ­κρι­βέ­στε­ρα, ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα θὰ βγεῖ ἢ ἄ­ρα­γε ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο;

       Θυ­μή­θη­κε, πῶς πρὶν ἀ­πὸ και­ρὸ ἀ­να­κά­λυ­ψε ἐ­κεί­νη τὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘40 γιὰ τὸν ἀ­σκού­με­νο φω­το­γρά­φο σὲ μιὰ νε­ο­ϋ­ορ­κέ­ζι­κη ἐ­φη­με­ρί­δα καὶ τὴν τυ­χαί­α φω­το­γρα­φί­α του μὲ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ πή­δη­ξε ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο ἑ­νὸς ξε­νο­δο­χεί­ου. Τό­τε, ἔ­γρα­ψε ἀ­κό­μη καὶ ποί­η­μα γιὰ τὸ πῶς ἡ γυ­ναί­κα «πα­ρέ­με­νε ζων­τα­νὴ ἀ­νά­με­σα στὸν ἔ­να­το καὶ στὸν ὄ­γδο­ο ὄ­ρο­φο» καὶ πάν­το­τε θὰ ἔ­με­νε ἐ­κεῖ νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται, πά­νω ἀ­π’ τὰ κε­φά­λια τῶν δύ­ο ἀ­πο­γευ­μα­τι­νῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν στὴν κα­φε­τέ­ρια τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. «Οἱ λεκ­κέ­δες ἀ­πὸ τὸν κα­φὲ στὸ πε­ζο­δρό­μιο, εἶ­ναι ἀ­κό­μα μέ­σα στὴν κού­πα», ἔ­τσι τε­λεί­ω­νε τὸ ποί­η­μα. [1]

       Ἀ­νε­βά­ζει τὴν κομ­ψὴ βα­λί­τσα στὸ κρε­βά­τι, τὴν ἀ­νοί­γει καὶ βγά­ζει προ­σε­κτι­κὰ ἀ­πὸ μέ­σα ἕ­να πρά­σι­νο φό­ρε­μα ρε­τρὸ μὲ χα­μη­λὴ τά­λια, τὸ ἁ­πλώ­νει ἐ­πά­νω στὸ σεν­τό­νι. Μιὰ φο­ρά, τῆς εἶ­παν ὅ­τι μὲ αὐ­τὸ μοιά­ζει στὴν Τα­μά­ρα ντὲ Λέμ­πι­τσκα. Τρε­λαι­νό­ταν γιὰ τὸ πρά­σι­νο.


Ἃς κρα­τή­σου­με τὸ κά­δρο, στὸ ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ πά­τη­σε μὲ τὰ δυ­ὸ πό­δια στὸ περ­βά­ζι, κά­πως ἀ­νή­συ­χα, εἶ­ναι ὄ­μορ­φη, ἀ­πὸ κά­τω ἀρ­χί­ζουν ἄν­θρω­ποι νὰ συ­στρέ­φον­ται, νὰ συγ­κεν­τρώ­νον­ται, νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν καὶ νὰ κοι­τά­ζουν πρὸς τὰ πά­νω. Ἀ­κό­μα ἀ­πο­ροῦν ἂν γυ­ρί­ζε­ται ται­νί­α, ἢ ἂν ἡ αὐ­το­κτο­νί­α θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ στ’ ἀ­λή­θεια. Ὁ πρώ­ι­μος Σε­πτέμ­βρης, ἄρ­χι­σε νὰ βά­φει ποι­κι­λό­χρω­μα τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν δέν­τρων. Ἀ­πὸ κά­τω, πο­τὲ δὲν πα­ρα­τη­ρεῖς. Σὲ λί­γο κά­ποι­ος θὰ τη­λε­φω­νή­σει στὴν ἀ­στυ­νο­μί­α, στὴν πυ­ρο­σβε­στι­κὴ ἢ στὶς «Πρῶ­τες βο­ή­θει­ες». Ποι­ά ὑ­πη­ρε­σί­α εἶ­ναι ἁρ­μό­δια γιὰ τὶς αὐ­το­κτο­νί­ες σ’ αὐ­τὴ τὴν πό­λη; Δὲν τὸ φαν­τά­στη­κε ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι… Θέ­λει ἁ­πλῶς νὰ μὴν τὴν ἐ­νο­χλοῦν. Νὰ προ­σποι­η­θεῖ, ἄ­ρα­γε, ὅ­τι σκαρ­φά­λω­σε στὸ πα­ρά­θυ­ρο γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σει κά­ποι­ον λεκ­κὲ ποὺ δὲν φαι­νό­ταν ἀ­π’ τὴ μέ­σα με­ριά. Κου­τα­μά­ρες, ποι­ὸς κα­θα­ρί­ζει τὰ πα­ρά­θυ­ρα στὸ δω­μά­τιο τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου ὅ­που μέ­νει…

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ποὺ βου­ί­ζει ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα, βγά­ζει ξαφ­νι­κὰ ἀ­συ­νή­θι­στους καὶ ἀ­νά­στα­τους θο­ρύ­βους, ἀ­κού­γον­ται οὐρ­λια­χτά, ἡ τρο­μαγ­μέ­νη φω­νὴ τοῦ ὁ­μι­λη­τή, κά­τι φρι­κτὸ θὰ πρέ­πει νὰ συ­νέ­βη, ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο φαί­νε­ται μό­νο ἕ­να μέ­ρος τῆς ὀ­θό­νης, ἀλ­λο­παρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι στοὺς δρό­μους, ἀ­ε­ρο­πλά­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο συν­τρί­βε­ται πά­νω… δὲν εἶ­ναι δυ­να­τόν… Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει στὴν ἴ­δια πό­λη. Κα­τε­βαί­νει ἀ­π’ τὸ περ­βά­ζι (πρὸς τὴ με­ριὰ τοῦ δω­μα­τί­ου). Ἀ­νοί­γει τὴν πόρ­τα, ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ  δι­α­δρό­μου φαί­νε­ται ὁ κα­πνὸς ποὺ ὑ­ψώ­νε­ται στὰ δυ­τι­κά, ἀ­πὸ τοὺς πύρ­γους τοῦ Κέν­τρου Ἐμ­πο­ρί­ου, σὲ λί­γο ἀ­κού­γε­ται τὸ ἔ­ξαλ­λο οὐρ­λια­χτὸ τῶν ἀ­σθε­νο­φό­ρων, πυ­ρο­σβε­στι­κῶν, πε­ρι­πο­λι­κῶν, δὲν εἶ­ναι γιὰ ‘κεί­νη… Ἐ­πι­στρέ­φει στὸ δω­μά­τιο.

       Δύ­ο μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ κά­θε­ται μπρο­στὰ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, πλέ­ον στὸ σπί­τι της, ξα­να­βλέ­πει τὰ ἴ­δια κά­δρα καὶ με­τρά­ει αὐ­τοὺς ποὺ πη­δοῦν ἀ­π’ τὰ πα­ρά­θυ­ρα τῶν φλε­γό­με­νων πύρ­γων. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξε­κολ­λή­σει τὸ βλέμ­μα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ πε­ρι­στρε­φό­με­να κορ­μιά. Ἡ αἴ­σθη­ση εἶ­ναι σχε­δὸν φυ­σι­κή, θαρ­ρεῖς καὶ κά­θε φο­ρᾶ πη­δοῦν μὲ τὸ δι­κό της σῶ­μα, ἡ τρι­βὴ τοῦ ἀ­έ­ρα, τὸ τί­ναγ­μα τῶν ἄ­κρων…

       Ἔ­τσι ἀρ­χί­ζει ἡ δεύ­τε­ρη ζω­ὴ τῆς Μ.Κ. Κα­τὰ μιὰ ἔν­νοι­α, γεν­νι­έ­ται μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ μα­ζι­κὴ αὐ­το­κτο­νί­α. Καὶ πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι γιὰ ἕ­ναν χρό­νο με­τά, θὰ ζή­σει ἐμ­φα­νῶς κα­νο­νι­κά, αὐ­τὴ ἡ εἰ­κό­να πο­τὲ δὲν τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πει. Πο­τὲ δὲν πρό­κει­ται νὰ κα­τα­νο­ή­σει τί ἦ­ταν αὐ­τὸ τὸ ση­μά­δι – κά­ποι­ες ἑ­κα­τον­τά­δες ἀν­θρώ­πων ποὺ πη­δοῦν ξαφ­νι­κὰ ἀ­π’ τὰ πα­ρά­θυ­ρα, γιὰ νὰ στα­μα­τή­σουν τὸ με­μο­νω­μέ­νο δι­κό της, ἤ­δη ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο, πή­δη­μα.

       Θὰ αὐ­το­κτο­νή­σει (ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἑ­νὸς ἄλ­λου ξε­νο­δο­χεί­ου) πε­ρί­που δύ­ο χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­τά­ρα­χη, στὰ μέ­σα του Ἰ­ου­λί­ου. Σὲ μέ­ρα, ὅ­που τί­πο­τα τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο δὲν θὰ ἔ­χει συμ­βεῖ.



Πη­γή: Георги Господинов, И всичко стана луна, Жанет 45, Σό­φια, 2013, σ. 77-83. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ στὸν τό­μο 83 Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι γὶa τo Ση­μεῖ­ο Μη­δέν. Ἀν­θο­λο­γί­α (ἐ­πιμ. Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης, Ἠ­ρὼ Νι­κο­πού­λου & Ἔ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη), ἔκδ. Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, Ἀ­θή­να , 2017.

[1] Πρό­κει­ται γιὰ τὴν πε­ρί­φη­μη φω­το­γρα­φί­α τοῦ Russel Sorgi (φω­το­γρά­φου, τό­τε, τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Buffalo Courier Express) μὲ τί­τλο «Suicide» (γνω­στὴ καὶ ὡς «The Ge­nes­se Ho­tel Sui­ci­de» ἢ «The Des­pon­dant Di­vor­cee») τρα­βηγ­μέ­νη στὶς 7 Μα­ΐ­ου 1942, στὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­τυ­πω­νό­ταν ἡ πτώ­ση τῆς τρι­αν­τα­πεν­τά­χρο­νης Mary Miller, ἀ­πὸ τὸν ὄ­γδο­ο ὄ­ρο­φο τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου ξε­νο­δο­χεί­ου. Ὁ Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ, μὲ τὴ γνω­στή του παι­γνι­ώ­δη δι­ά­θε­ση, ἀ­πο­δί­δει —μυ­θο­πλα­στι­κά— στὴν ἡ­ρω­ί­δα του, τὴ συγ­γρα­φὴ ἑ­νὸς ποι­ή­μα­τος μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἐν λό­γω φω­το­γρα­φί­α (πα­ρα­θέ­τον­τας, μά­λι­στα, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­νους στί­χους) ἐ­νῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να ὑ­παρ­κτὸ ποί­η­μα ποὺ ἀ­νή­κει στὸν ἴ­διο, δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στὴν ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γὴ Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στίν (Писма до Гаустин) τὸ 2003, ὑ­πὸ τὸν τί­τλο «Suicide. Φω­το­γρα­φί­α τοῦ Russel Sorgi, 1942» («Sui­cide. Фо­то­графия на Rus­sel Sor­gi, 1942»). Ἀγ­γλι­κὴ με­τά­φρα­ση τοῦ ποι­ή­μα­τος, σὲ συ­νερ­γα­σί­α τοῦ Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ μὲ τὸν Mark Robinson, ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὸ A Balkan Exchange, Eight poets from Bulgaria and Britain, (ed. W. N. Herbert), ἐκδ. Arc Publications, Τον­τμόρ­ντεν 2007.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ σχ­ετι­κὸ κεί­με­νο τοῦ με­τα­φρα­στῆ).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Και­νούρ­γι­ες ἀ­νη­συ­χί­ες



Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Και­νούρ­γι­ες ἀ­νη­συ­χί­ες

(Нови безпокойства)


Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ τοῦ τη­λε­φώ­νου, πραγ­μα­τι­κὰ πρό­σφε­ρε πολ­λὰ στὸν κό­σμο. Καὶ κυ­ρί­ως, μιὰ ἀ­πὸ τὶς βα­σι­κές του ἀ­νη­συ­χί­ες: για­τί δὲν μοῦ τη­λε­φω­νεῖ κα­νείς;

      Πρίν, αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα δὲν ἐ­τί­θε­το.



Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 29.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης Πα­τί­λης.)



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Ρωγ­μὴ στὸ σύ­στη­μα ἀ­σφα­λεί­ας



Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Ρωγ­μὴ στὸ σύ­στη­μα ἀ­σφα­λεί­ας

(Пробив в системата за сигурност)


ΑΝΤΑ ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν, ἂν ἔ­χουν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ζω­ὴ οἱ ὑ­πάλ­λη­λοι τῶν ἀ­ε­ρο­δρο­μί­ων, αὐ­τὲς οἱ πάν­το­τε σφιγ­μέ­νες, μὲ τὰ μαλ­λιὰ πι­α­σμέ­να πί­σω, μι­λι­τα­ρι­στι­κὰ εὐ­γε­νι­κές, ὄ­μορ­φες καὶ αὐ­στη­ρές, ἀ­πο­πνέ­ου­σες σι­γου­ριά, γυ­ναῖ­κες. Ἂν ὑ­πάρ­χει ἀ­μυ­χή, ση­μα­δά­κι, ρυ­τί­δα ἀ­π’ ὅ­που μπο­ρεῖ νὰ φα­νεῖ τί κρύ­βουν μέ­σα. Ἂν ὑ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση, γιὰ κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τές, ἐ­νῶ τοῦ δί­νει τὸ εἰ­σι­τή­ριο καὶ ρω­τά­ει αὐ­τό­μα­τα «δι­ά­δρο­μο ἢ πα­ρά­θυ­ρο», ξαφ­νι­κὰ νὰ στα­μα­τή­σει, νὰ κοι­τά­ξει κά­πως βα­θύ­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο καὶ ἁ­πλῶς νὰ πεῖ – οὔφ, ξε­θε­ώ­θη­κα… Εἶ­ναι σί­γου­ρος, ὅ­τι αὐ­το­μά­τως κά­τι τέ­τοι­ο θὰ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦ­σε τὸν συ­να­γερ­μὸ τοῦ συ­στή­μα­τος ἀ­σφα­λεί­ας· τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς.



Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 30.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης  Πατίλης.)



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Ὁ γέ­ρος καὶ τὸ μῆ­λο

 

 

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Ὁ γέ­ρος καὶ τὸ μῆ­λο

(χρο­νι­κό, σω­τή­ριον ἔ­τος 1996)

Старецът и ябълката

(хроника анно домини 1996)


ΗΜΕΡΑ, εἶ­δα κά­τι ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­σο κα­θό­μουν στὴν πί­σω τα­ρά­τσα. Στὸ νε­κρὸ ση­μεῖ­ο τοῦ με­ση­με­ριοῦ, γύ­ρω στὶς 3 (πάν­τα θε­ω­ροῦ­σα ὅ­τι τὸ με­ση­μέ­ρι εἶ­ναι ἡ βα­θιὰ νύ­χτα τῆς ἡ­μέ­ρας), ἄ­κου­σα πὼς ἀ­νοί­γει ἀρ­γά, μὲ τρί­ξι­μο, ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ πο­λυ­κα­τοι­κί­α. Καὶ κά­ποι­ο πα­ρά­ξε­νο ἐ­ξάρ­τη­μα ξε­μύ­τι­σε δει­λὰ ἀ­πὸ ‘κεῖ. Μπα­στού­νι, στὴν ἄ­κρη τοῦ ὁ­ποί­ου βρι­σκό­ταν δε­μέ­νο μὲ σύρ­μα ἕ­να κα­τσα­ρο­λά­κι. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ξε­πλέ­νε­σαι στὸ μπά­νιο ἢ βρά­ζεις τὸν κα­φέ. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν φα­νε­ρω­νό­ταν. Τὸ μπα­στού­νι ἀρ­γὰ κα­τευ­θυ­νό­ταν πρὸς τὴν ἀ­πέ­ναν­τι μη­λιά, ποι­ὸς ξέ­ρει πῶς ρί­ζω­σε ἐ­δῶ, ἀ­νά­με­σα στὶς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες. Κά­θε χρό­νο ἔ­κα­νε μιὰ χού­φτα μι­κρού­λι­κα ξι­νό­μη­λα. Πάν­τως, με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο φά­νη­κε κι ἕ­να γέ­ρι­κο ἀν­δρι­κὸ χέ­ρι· τὸ δέν­τρο δὲν ἦ­ταν καὶ τό­σο κον­τά. Ὁ γέ­ρος, ἔ­βα­ζε τo κα­τσα­ρο­λά­κι κά­τω ἀ­π’ τὸ μῆ­λο κου­νών­τας το, προ­σπα­θών­τας νὰ τὸ πιά­σει, θαρ­ρεῖς καὶ κυ­νη­γοῦ­σε πε­τα­λού­δα μὲ ἀ­πό­χη. Ἀλ­λὰ καὶ τὸ μῆ­λο δὲν πα­ρα­δι­νό­ταν. Ἦ­ταν μι­σο­ά­γριο καὶ σκλη­ρό, μα­θη­μέ­νο στοὺς ἀ­νέ­μους καὶ στοὺς ἠ­λί­θιους αὐ­τῆς τῆς ἀ­πο­μα­κρι­σμέ­νης γει­το­νιᾶς. Τὸ χέ­ρι τοῦ γέ­ρου κου­ρά­στη­κε, τὸ μπα­στού­νι ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­μει. Ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα, ὅ­μως, δὲν ἔ­βγα­λε κε­φά­λι ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, οὔ­τε κι ἔ­σκυ­ψε, γε­γο­νὸς ποὺ θὰ με­γά­λω­νε ση­μαν­τι­κὰ τὶς πι­θα­νό­τη­τές του. Προ­φα­νῶς, δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὸν δοῦν ὅ­τι ἔ­φτα­σε στὸ ση­μεῖ­ο νὰ πα­λεύ­ει στὰ μου­λω­χτὰ γιὰ ἕ­να ξι­νό­μη­λο. Αὐ­τὴ ἡ ντρο­πὴ ἔ­κα­νε τὴ μά­χη ἀ­κό­μα πιὸ δρα­μα­τι­κή. Πάν­τως, στὸ τέ­λος, ὁ γέ­ρος κα­τά­φε­ρε νὰ ρί­ξει τὸ πει­σμα­τά­ρι­κο μῆ­λο, καὶ τὸ μπα­στού­νι μὲ τὸ κα­τσα­ρο­λά­κι μα­ζεύ­τη­κε τρε­μά­με­νο πί­σω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἤ­μουν ὁ μό­νος μάρ­τυ­ρας αὐ­τῆς τῆς μά­χης καὶ κά­θη­σα νὰ τὴν κα­τα­γρά­ψω.

       Ὄ­ψι­μο θέ­ρος τοῦ ἔ­τους 1996, με­ση­μέ­ρι, Βουλ­γα­ρί­α.



Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 97-98.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης  Πατίλης.)



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Μέ­χρι τὴν πόρ­τα



Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Μέ­χρι τὴν πόρ­τα

(До вратата)


Ε ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ κα­τα­λα­βαί­νεις, ὅ­τι τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις εἶ­ναι νὰ πα­ρη­γο­ρη­θεῖς. Πρὶν νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ ἡ για­γιά μου, —ἔ­λι­ω­νε πιά— ἔ­σφιγ­γε τὸ χέ­ρι μου καὶ φώ­να­ζε, φο­βε­ρὸ πράμα, ἀ­κό­μα θέ­λω τὴ ζω­ή, αὔ­ριο θ’ ἀρ­μέ­ξω λί­γο γά­λα ἀ­π’ τὴν κα­τσί­κα νὰ πι­ῶ. Ἡ κα­τσί­κα εἶ­χε πε­θά­νει πρὶν 20 χρό­νια, ἐ­νῶ ἡ για­γιά μου δὲν εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἐ­δῶ καὶ ἕ­ξι μῆ­νες…

       Μι­κρός, ὅ­ταν μ’ ἔ­πι­α­νε φό­βος νὰ κοι­μη­θῶ στὸ σκο­τά­δι, ἅ­πλω­να τὸ χέ­ρι ἀπ’ τὸ κρε­βά­τι μου, ἐ­κεί­νη ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι ἀ­π’ τὸ δι­κό της, ἤ­τα­νε στε­νὸ τὸ δω­μά­τιο, καὶ αὐ­τὴ ἡ γέ­φυ­ρα ἔ­δι­ω­χνε τὸν φό­βο μου. Σάμ­πως καὶ συμ­πο­ρευ­ό­μα­σταν ἕ­ως ἕ­να ση­μεῖ­ο, πι­α­σμέ­νοι ἀ­π’ τὸ χέ­ρι, μέ­χρι νὰ δι­α­βοῦ­με τὸ τρο­μα­κτι­κό. Ἔ­πει­τα, μὲ ἄ­φη­νε στὸν ὕ­πνο.

       Τώ­ρα μό­νο μπο­ροῦ­σα νὰ τῆς ἀν­τα­πο­δώ­σω τὴ χει­ρο­νο­μί­α. Στὸν ὕ­πνο καὶ στὸν θά­να­το ὁ κα­θέ­νας μπαί­νει μό­νος, ὅ­μως, μέ­χρι τὴν πόρ­τα, εἶ­ναι κα­λὸ νὰ ‘σαι μὲ κά­ποι­ον.



Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 40.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης  Πατίλης.)



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Τὸ φι­νά­λε τοῦ Ἀ­σχη­μό­πα­που (ἀ­κα­τάλ­λη­λο γιὰ παι­διά)



Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Τὸ φι­νά­λε τοῦ Ἀ­σχη­μό­πα­που (ἀ­κα­τάλ­λη­λο γιὰ παι­διά)

Краят на Грозното пате (не е за деца)


…ΚΑΙ ΠΗΓΕ στὸ τέ­λος τὸ ἀ­σχη­μό­πα­πο στοὺς ὑ­πό­λοι­πους κύ­κνους, με­τὰ ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες καὶ τὶς προ­σβο­λὲς ποὺ ὑ­πέ­στη ἀ­πὸ πά­πι­ες, ἀ­πὸ γα­λο­ποῦ­λες, ἀ­πὸ σκύ­λους, ἀ­π’ τὸ κρύ­ο… Ἐ­πι­τέ­λους, τέ­λος τὰ τρα­βήγ­μα­τα, ὅ­μως… οἱ κύ­κνοι φέρ­θη­καν ψυ­χρὰ καὶ ὑ­πε­ρο­πτι­κά. Ποῦ ἤ­σουν ὁ­λό­κλη­ρο χρό­νο; Δὲν ἤ­σουν μα­ζί μας ἀ­νὰ τὸν κό­σμο. Ξέ­μει­νες σὲ αὐ­τὸ τὸ ξε­χα­σμέ­νο χω­ριὸ μὲ τὶς ἀ­παί­σι­ες πά­πι­ες καὶ τὶς κό­τες. Ἀ­πὸ ποῦ μᾶς ἔρ­χε­σαι; Ἀ­πὸ τὴν αὐ­λὴ τοῦ χω­ριοῦ, χα­χα­χά. Δὲν μοι­ρα­ζό­μα­στε κοι­νὸ πα­ρελ­θόν, δὲν ἔ­χου­με γιὰ τί πράγ­μα νὰ μι­λή­σου­με. Στὸ χω­ριὸ μπο­ρεῖς νὰ εἶ­σαι πρῶ­τος ἀ­νά­με­σα στὶς πά­πι­ες, ὁ ἀ­σχη­μό­τε­ρος ἢ ὁ πιὸ ὄ­μορ­φος, τὸ ἴ­διο κά­νει. Σὲ ἐ­μᾶς, θὰ στρι­μώ­ξεις τὰ φτε­ρά σου ἐ­κεῖ πί­σω, στὸ τέ­λος, γκέγ­κε;! Δὲν θὰ σὲ ξε­που­που­λι­ά­σου­με, δὲν θὰ σὲ σκο­τώ­σου­με, μά­λι­στα θὰ σοῦ ἐ­πι­τρέ­ψου­με νὰ μεί­νεις. Ὅ­μως, πάν­το­τε θὰ εἶ­σαι τὸ Ἀ­σχη­μό­πα­πο. Ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς, θὰ εἶ­σαι ξέ­νος ἀ­νά­με­σά μας… θὰ ἔ­λε­γε ὁ δι­κός τους Τόκ­βιλ, στὸ ἔρ­γο του Γιὰ τὴ δη­μο­κρα­τί­α στὸ κο­πά­δι. (Εἶ­μαι σί­γου­ρος, ὅ­τι οἱ κύ­κνοι, ὅ­πως καὶ ὅ­λα τὰ πτη­νά, ἀμ­φί­βια καὶ θη­λα­στι­κὰ ὄν­τα, ἔ­χουν ἀ­νε­πτυγ­μέ­νες δι­κές τους φι­λο­σο­φι­κὲς σχο­λές.)

       Ἔ­τσι, τὸ Ἀ­σχη­μό­πα­πο δὲν βρῆ­κε ἀ­νά­παυ­ση οὔ­τε ἀ­νά­με­σα στοὺς ξέ­νους, οὔ­τε καὶ ἀ­νά­με­σα στοὺς δι­κούς του.


Δι­δάγ­μα­τα:

       «Δὲν εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα νὰ γεν­νη­θεῖς ἀ­νά­με­σα σὲ πά­πι­ες, ἀρ­κεῖ νὰ βγεῖς ἀ­πὸ αὐ­γὸ κύ­κνου», ὁ­ρί­ζει ρο­μαν­τι­κὰ ὁ Ἀν­τερ­σεν.

       Ἀ­πὸ ὅ,τι αὐ­γὸ θέ­λεις ξε­πε­τά­ξου, φτά­νει μό­νο νὰ βρε­θεῖς ἀ­νά­με­σα σὲ ὁ­μοί­ους σου, ἀ­πο­κρί­νε­ται τὸ πο­λύ­πα­θο Ἀ­σχη­μό­πα­πο.



Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 11-12.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης  Πατίλης.)



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Ἡ ἱ­στο­ρί­α μιᾶς χει­ρο­νο­μί­ας



Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Ἡ ἱ­στο­ρί­α μιᾶς χει­ρο­νο­μί­ας

(Историята на един жест)


ΤΕΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ, μοῦ ἔ­τυ­χε κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χα νὰ δῶ του­λά­χι­στον ἐ­δῶ καὶ εἴ­κο­σι χρό­νια. Ἄ­να­ψα τσι­γά­ρο ἀ­πὸ τὸ τσι­γά­ρο μιᾶς γυ­ναί­κας. Ζή­τη­σα φω­τιά, δὲν εἶ­χε καὶ μοῦ πρό­σφε­ρε τὸ τσι­γά­ρο της, ἐ­νῶ πιὸ πρὶν ρού­φη­ξε βα­θιὰ γιὰ νὰ φουν­τώ­σει ἡ κά­φτρα του. Ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­χα ξε­χά­σει αὐ­τὴ τὴ σκη­νὴ – ρού­φηγ­μα, πλη­σί­α­σμα τῶν προ­σώ­πων, ἄγ­γιγ­μα τῶν δα­κτύ­λων, γρή­γο­ρη ἀν­ταλ­λα­γὴ βλεμ­μά­των… Πα­λιά, ἔ­τσι ἀ­νά­βα­νε τσι­γά­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι στοὺς δρό­μους καὶ στὶς ται­νί­ες. Οἱ πρῶ­τοι ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη, οἱ δεύ­τε­ροι, γιὰ νὰ βροῦν τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ με­τα­δώ­σουν τὸ συν­θη­μα­τι­κό, ἂν εἶ­ναι κα­τά­σκο­ποι, ἢ γιὰ νὰ ἐ­ρω­τευ­θοῦν, ἂν πά­λι τὸ ἔρ­γο ἦ­ταν γαλ­λι­κό.

       Ὁ χρό­νος γιὰ ν’ ἀ­νά­ψεις ἕ­να τσι­γά­ρο ἀ­πὸ ἄλ­λο, εἶ­ναι γύ­ρω στὰ 3 δευ­τε­ρό­λε­πτα. Τὸ ἄγ­γιγ­μα τῶν δύ­ο τσι­γά­ρων δη­μι­ουρ­γεῖ γέ­φυ­ρα, βολ­τα­ϊ­κὸ τό­ξο. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ κοι­τά­ξεις κά­ποι­ον ἀ­πὸ τό­σο κον­τὰ καὶ νὰ μὴ νι­ώ­σεις κά­τι. Ὁ ἔ­ρω­τας εἶ­ναι θέ­μα ἀ­πό­στα­σης. Πρὶν ἀ­πὸ εἴ­κο­σι χρό­νια σί­γου­ρα θὰ κα­ψου­ρευ­ό­μουν (τὸ ρῆ­μα εἶ­ναι ἀ­κρι­βές, ἂν καὶ πα­λι­ο­μο­δί­τι­κο), ὅ­μως τώ­ρα δυ­σκο­λεύ­ο­μαι καὶ κα­τα­φέρ­νω νὰ ἀ­πο­τρα­βη­χτῶ μα­ζὶ μὲ τὸ ἀ­ναμ­μέ­νο μου τσι­γά­ρο. Γερ­νά­ω.


Υ.Γ.

       Θυ­μή­θη­κα, ὅ­τι στὸν στρα­τὸ ὑ­πῆρ­χε ὁ­λό­κλη­ρη τε­λε­τή, φτι­αγ­μέ­νη γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ χει­ρο­νο­μί­α. Πῶς ὁ νέ­ος θὰ ζη­τοῦ­σε φω­τιὰ ἀ­πὸ τὴν «πα­λι­ο­σει­ρά». Ὁ­ρί­στε, μὲ ποιά πα­ρω­χη­μέ­νη φρά­ση: «Σύν­τρο­φε, πα­λαι­ὲ στρα­τι­ώ­τη, ἐ­πι­τρέψ­τε μου νὰ πλη­σιά­σω τὴ φλο­γώ­δη εὐ­τυ­χί­α σας, δί­χως νὰ σᾶς τὴν ἀ­φαι­ρέ­σω.» Ὁ­ποί­α με­γα­λει­ώ­δης τα­πεί­νω­ση.



Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 53-54.

 

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης  Πατίλης.)



		

	

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов): Lapsus

 


Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)


Lapsus

(Лапсус)


Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ τῶν νε­κρῶν εἶ­ναι στα­θε­ρή, μπερ­δεύ­τη­κε ἡ ἐκ­φω­νή­τρια τῶν εἰ­δή­σε­ων… Καὶ τὴν ἴ­δια στιγ­μή, τὸ ρη­θὲν εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­λη­θές. Δὲν μπο­ρῶ νὰ σκε­φτῶ πιὸ στα­θε­ρὴ κα­τά­στα­ση.


Πηγή: Георги Господинов, Всичките наши тела, Жанет 45, Σόφια 2018, σ. 120.

Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νο­φ (Георги Господинов, Γιά­μπολ, 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κὸς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, καὶ εἶ­ναι ὁ πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ με­τὰ τὸ 1989. Μὲ τὸ πρῶ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μὲ τί­τλο Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ἔ­δω­σε —σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κο­γρα­φία— τὸ «πρῶ­το, ὡς γέν­νη­μα καὶ δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ἔρ­γα του ἀ­νὰ κα­τη­γο­ρί­α: Ποί­η­ση: Lapida­rium (Ла­пи­да­риум, 1992)·  κε­ρα­σιὰ ­νὸς ­θνου­ς (Че­реша­та на един на­род, 1996)· Γράμ­μα­τα στὸν Γκα­ου­στί­ν (Писма до Гау­стин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (Е­стес­твен ро­ман, 1999)· Φυ­σι­κὴ τῆς με­λαγ­χο­λί­α­ς (Физи­ка на тъга­та, 2011)· Χρο­νο­κα­τα­φύ­γιο (Времеубежище, 2020). Δι­ή­γη­μα: Καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες (И дру­ги исто­рии, 2000)· Καὶ ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всич­ко ста­на луна, 2013)· ­λα τὰ κορ­μιά μας (Вси­чките наши те­ла, 2018). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)·  ­πο­κά­­λυ­ψη ἔρ­χε­ται στὶς 6 τὸ ­πό­γευ­μα (Апо­ка­лип­си­сът идва в 6 вече­рта, 2010). Δο­κί­μιο: Οἱ ἀ­ό­ρα­τες κρί­σει­ς (Не­види­­мите кризи, 2013). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Ἡ Τε­λε­τή (Ритуа­лът, 2005 – μέ­ρος τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς συμ­πα­ρα­γω­γῆς Lost and Found, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τοῦ προ­γράμ­μα­τος «Forum» τῆς Berlinale 2005)· Ὀ­με­λέ­τα (Омл­ет, 2008). Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Γκο­σπον­τί­νοφ ἔ­χει τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ τῶν σκη­νο­θε­τῶν ποὺ μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὸ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν στὰ ἀ­κό­λου­θα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ ἔρ­γα: Αὐ­τὴ ποὺ γνέφει ἀπὸ τὸ τρέ­νο (2016), Ἡ τυ­φλὴ Βάισα (2016) 8 λε­πτὰ καὶ 19 δευτε­ρό­λεπτα (8΄19΄΄) (2018), Φυσι­κὴ τῆς Με­λαγ­χολίας (2019). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Σπῦρο Ν. Παππᾶ. Βλ. ἐ­δῶ καὶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ στὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (Ἀ­θή­να, 1975). Ἐ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να καὶ με­λέ­τες του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔγ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους.

(Ἐ­πι­μέ­λεια ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος – ἐ­πι­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς – Γιά­ννης  Πατίλης.)