Κωνσταντία Σωτηρίου: « Ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς παίρνουν τὶς γάτες μας!»


Κων­σταν­τί­α Σω­τη­ρί­ου


«Ἔρ­χον­ται οἱ Τοῦρ­κοι καὶ μᾶς κλέ­βουν τὶς γά­τες μας!»


ΕΙΔΗΣΗ εἶ­χε πε­ρά­σει τό­τε στὰ ψι­λὰ τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν εἶ­χε με­γά­λη ση­μα­σί­α γιὰ τὴν βα­ρύ­τη­τά της. Δύ­ο Κυ­πρια­κὰ εἴ­δη γα­τι­ῶν, ἔ­λε­γε, κα­θα­ρό­αι­μα καὶ αὐ­τό­χθο­να, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν μά­λι­στα ὀ­νό­μα­τα ποὺ συν­δύ­α­ζαν τὸν ἀρ­χαῖ­ο Ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμὸ καὶ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, κιν­δύ­νευ­αν μὲ ἀ­φα­νι­σμὸ ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους. Ἡ ρά­τσα «Ἀ­φρο­δί­τη» καὶ ἡ ρά­τσα «Ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη», ρά­τσες γα­τι­ῶν ἑλ­λη­νι­κῶν τῆς Κύ­πρου μας, μὲ κον­τὸ τρί­χω­μα καὶ με­γά­λη μου­σού­δα, κιν­δύ­νευ­αν ἀ­πὸ Τούρ­κους ποὺ τὶς ἔ­κλε­βαν καὶ τὶς με­τέ­φε­ραν στὰ κα­τε­χό­με­να, ὅ­που τὶς δι­α­σταύ­ρω­ναν μὲ τουρ­κι­κές, μω­α­με­θα­νὲς γά­τες. Στό­χος ἔ­λε­γε τὸ δη­μο­σί­ευ­μα ἦ­ταν νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν μιὰ τρί­τη, και­νούρ­για ρά­τσα, ποὺ θὰ τὴν κα­το­χύ­ρω­ναν ὡς κυ­πρια­κὴ γιὰ νὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σουν ἀρ­γό­τε­ρα ἐμ­πο­ρι­κά. Τὸ θέ­μα ἔ­φτα­σε μέ­χρι τὴ Βου­λὴ ὅ­που ἕ­νας Οἰ­κο­λό­γος Βου­λευ­τὴς φαί­νε­ται νὰ ἔ­φε­ρε τὸ θέ­μα στὴν Ὁ­λο­μέ­λεια φω­νά­ζον­τας ἐμ­φαν­τι­κά: «Ἔρ­χον­ται οἱ Τοῦρ­κοι καὶ μᾶς κλέ­βουν τὶς γά­τες μας!». Ὅ­ταν φυ­σι­κὰ ἐμ­πλά­κη­καν οἱ μυ­στι­κές μας ὑ­πη­ρε­σί­ες, δι­α­φά­νη­κε πὼς τέ­τοι­ο θέ­μα δὲν ὑ­πῆρ­χε. Μιὰ ὁ­μά­δα γυ­ναι­κῶν ἀ­πὸ τὴ Ρω­σί­α, ἦρ­θε λέ­ει σὲ μιὰ ἐκ­δή­λω­ση γιὰ κα­θα­ρό­αι­μες γά­τες στὴ Λε­με­σὸ καὶ ὑ­πο­στή­ρι­ξε μὲ πά­θος πὼς ἔ­πρε­πε νὰ κα­τα­χω­ρη­θοῦν οἱ δύ­ο ἀρ­χαῖ­ες γά­τες ἀ­πὸ τὸ κρά­τος νο­μι­κά, γιὰ νὰ προ­στα­τευ­τεῖ ἡ ὀ­νο­μα­σί­α προ­έ­λευ­σης. Στό­χος τους ἦ­ταν νὰ ἐκ­με­ταλ­λευ­τοῦν οἱ ἴ­δι­ες τὶς γά­τες ἐμ­πο­ρι­κά. Σκά­ρω­σαν τό­τε τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τοὺς Τούρ­κους ποὺ ἀ­πή­γα­γαν τὶς γά­τες καὶ τὶς ἀλ­λοί­ω­ναν. Καὶ ἔ­βα­λαν στὴν ἱ­στο­ρί­α τὴν Ἀ­φρο­δί­τη καὶ τὴν Ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τά μας ποὺ κιν­δυ­νεύ­ει κά­θε μέ­ρα ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους. Συν­τα­γὴ δο­κι­μα­σμέ­νη νὰ τα­ρά­ξει τὰ νε­ρά. Ἄ­σχε­τα ἂν στὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, δύ­ο ἴ­δι­ες γά­τες μὲ κον­τὸ τρί­χω­μα καὶ με­γά­λη μου­σού­δα, σερ­γι­α­νί­ζουν κά­θε μέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἀ­ψη­φών­τας τὸ ὁ­δό­φραγ­μα. «Gel kucuk kedim», ἔ­λα ἐ­δῶ μι­κρό μου γα­τί, ψι­θυ­ρί­ζει τὶς νύ­χτες ὁ Τοῦρ­κος σκο­πὸς κα­θὼς φω­νά­ζει γιὰ φαῒ τὴν «Βε­νούς»* καὶ τὴν «Οὒμ Χα­ράμ»*.


Σ.τ.Συγγραφέως: Βέ­νους λέ­νε οἱ Τουρ­κο­κύ­πριοι τὴν Ἀ­φρο­δί­τη. Οὒμ Χα­ρὰμ εἶ­ναι συγ­γε­νὴς τοῦ προ­φή­τη Μω­ά­μεθ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει ση­μαν­τι­κὸ τέ­με­νος στὴ Λάρ­να­κα.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κων­σταν­τί­α Σω­τη­ρί­ου γεν­νή­θη­κε στὴν  Λευ­κω­σί­α. Ἡ νου­βέ­λα της Ἡ Ἀ­ϊ­σὲ πά­ει δι­α­κο­πὲς βρα­βεύ­τη­κε μὲ τὸ «Athens Prize for Literature» καὶ ἦ­ταν στὴ βρα­χεί­α λί­στα τῶν κρα­τι­κῶν βρα­βεί­ων Ἑλ­λά­δας καὶ Κύ­πρου. Ἡ δεύ­τε­ρή της νου­βέ­λα μὲ τί­τλο Φω­νὲς ἀ­πὸ χῶ­μα ἦ­ταν ἐ­πί­σης στὴ βρα­χεί­α λί­στα τῶν κρα­τι­κῶν βρα­βεί­ων Ἑλ­λά­δας καὶ Κύ­πρου. Ἡ τρί­τη νου­βέ­λα της Πι­κρί­α χώ­ρα κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 2019. Οἱ τρεῖς νου­βέ­λες ἀ­πο­τε­λοῦν μιὰ τρι­λο­γί­α γιὰ τὸ πῶς οἱ γυ­ναῖ­κες τῆς Κύ­πρου δι­η­γοῦν­ται τὸν πό­λε­μο. Ἔ­χει γρά­ψει θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα γιὰ ἀ­νε­ξάρ­τη­τες σκη­νὲς ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὸν Θε­α­τρι­κὸ Ὀρ­γα­νι­σμὸ Κύ­πρου. Τὸ δι­ή­γη­μα της «Ἔ­θι­μα Θα­νά­του» κέρ­δι­σε τὸν παγ­κό­σμιο δι­α­γω­νι­σμὸ δι­η­γή­μα­τος τῆς Κοι­νο­πο­λι­τεί­ας γιὰ τὸ 2019.


Κωνσταντία Σωτηρίου: Ἄσπρα, μεγάλα δάκρυα

Sotiriou,Konstantia-Aspra,MegalaDakrya-Eikona-02

Κων­σταν­τί­α Σω­τη­ρί­ου


Ἄ­σπρα, με­γά­λα δά­κρυ­α

 

10-Taph-Chronica_Polonorum_TΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΑ νὰ γί­νω, ἦ­ταν μη­τέ­ρα. Μιὰ μη­τέ­ρα χον­τρὴ μὲ κον­τὰ πο­διὰ σφη­νω­μέ­να σὲ ἄ­βο­λες ρὸζ κάλ­τσες. Πάν­τα εἶ­χα με­γά­λη λε­κά­νη. Αὐ­τὴ θὰ κά­νει πολ­λὰ παι­διὰ ἔ­λε­γε ἡ μά­να μου, θὰ μᾶς γεν­νο­βο­λᾶ ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Θὰ ἀ­νοί­γει τὰ πό­δια της θὰ βά­ζει τὰ χέ­ρια της καὶ θὰ τρα­βᾶ τὰ μω­ρὰ νὰ βγοῦ­νε στὸν κό­σμο μι­λι­ού­νια. Ἄ­νοι­γα τὰ πό­δια μου, ἔ­βα­ζα τὰ χέ­ρια μου ἔ­βγα­ζα τὰ μώ­ρα στὸν κό­σμο μι­λι­ού­νια, τὰ ἔ­βα­ζα στὸ στῆ­θος μου καὶ θή­λα­ζα γά­λα. Ἔ­τρε­χε τὸ γά­λα πο­τα­μὸς ἀ­πὸ τὰ στή­θια μου καὶ ἐ­γὼ ἔ­κλαι­γα ἄ­σπρα με­γά­λα δά­κρυ­α. Κολ­λοῦ­σε τὸ γά­λα μου, κυ­λοῦ­σε στὴν κοι­λιά μου στὰ πό­δια μου κόμ­πους, κομ­μά­τια. Κά­πο­τε ἔ­βα­ζα τὰ μω­ρὰ στὸ στῆ­θος μου καὶ ἔ­τρε­χα. Αὐ­τὰ χτυ­πού­σα­νε πά­νω στὰ πό­δια μου, στὴν μέ­ση μου, βα­στιόν­ταν γε­ρὰ μό­νο ἀ­πὸ τὸ στῆ­θος μου, εἶ­χα τὰ χέ­ρια γε­μά­τα τσάν­τες καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὰ κρα­τή­σω. Ἔ­τρε­χα ὅ­μως γρή­γο­ρα καὶ ἂς εἶ­χα δυ­ὸ μω­ρὰ στὸ στῆ­θος μου. Αὐ­τὸ ποὺ λέ­νε γιὰ τοὺς χον­τροὺς πὼς δὲν τρέ­χουν γρή­γο­ρα, γιὰ μέ­να κα­θό­λου δὲν ἰ­σχύ­ει. Πο­λὺ ἔ­τρε­χα καὶ εἶ­χα καὶ τὰ μω­ρὰ σφη­νω­μέ­να νὰ ρου­φᾶ­νε στὸ στῆ­θος μου. Ἔ­τρε­χα. Κά­πο­τε στεί­ρευ­ε τὸ στῆ­θος μου, ἔ­νι­ω­θα τὸ γά­λα ποὺ στέ­ρευ­ε, φτά­νει, ἀλ­λὰ τὰ μω­ρὰ ρου­φοῦ­σαν ἀ­κό­μα, ἄ­κου­γα τὸ στό­μα τους ποὺ ἔ­κα­νε ρούφφφφ καὶ ἔ­πει­τα ἔ­πι­α­ναν αἵ­μα­τα ἢ καὶ λί­γο κρα­σὶ καὶ ἔ­πι­ναν. Ἕ­να κρα­σὶ ὡ­ραῖ­ο κόκ­κι­νο, λί­γο γλυ­κό, ποὺ ἔ­πι­να τὶς νύ­χτες, κρυ­φὰ στὴν ζού­λα. Μὴν πί­νεις κρα­σί μοῦ ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος, μὴν πί­νεις κρα­σὶ στὸ σπί­τι, ἔ­χου­με μω­ρὰ παι­διά, κοι­τᾶ­νε. Ξύ­πνα, πά­λι μι­λᾶς στὸν ὕ­πνο σου. Ξυ­πνοῦ­σα ἔ­τρε­χα νὰ δῶ τὰ μω­ρά, κοι­μόν­του­σαν χορ­τα­σμέ­να μὲ πρη­σμέ­νες κοι­λι­ές, στὸ πη­γού­νι τους σκού­πι­ζα μιὰ ἰ­δέ­α σά­λια μὲ ρὸζ χρῶ­μα. Γε­νι­κὰ σὰν οἰ­κο­γέ­νεια μᾶς ἄ­ρε­σε τὸ ρόζ, ἀ­γο­ρά­ζα­με ρὸζ κάλ­τσες καὶ ρὸζ παλ­του­δά­κια καὶ κά­τι κόκ­κι­να ἀ­χνὰ γλυ­κά­κια ποὺ τὰ τρώ­γα­με μὲ σαν­τι­γὶ τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα. Ἡ λε­κά­νη μου βά­ρυ­νε. Χόν­τραι­νε. Μὴν τρῶς τό­σα γλυ­κά, ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος, μὴν τρῶς τό­σο πο­λύ. Τὰ παι­διὰ κοι­τᾶ­νε. Τὶς νύ­χτες ἔ­πι­α­να μιὰ κόκ­κι­νη ἀ­χνὴ κλω­στή, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν πεῖς καὶ ρόζ, περ­νοῦ­σα ἄ­ρον ἄ­ρον τὸ βε­λό­νι, ἔρα­βα σφι­κτὰ τὰ χεί­λια μου. Ἔ­κα­να στὸ στό­μα μου σταυ­ρο­βε­λο­νιά, γαλ­λι­κὴ στε­νὴ ρα­φή, εἶ­μαι κα­λὴ στὸ βε­λό­νι, χρυ­σο­χέ­ρα, ἔ­φτια­χνα τὸ στό­μα μου κέν­τη­μα, τοὺς κόμ­πους μό­νο δὲν κα­τά­φερ­να, δὲν τέ­λει­ω­να, ἡ ρα­φή μου ξή­λω­νε, ξέ­φτι­ζε πά­λι τὸ πρω­ί. Νὰ τὸ ρά­ψεις καὶ νὰ μὴν τρῶς καὶ νὰ μὴν μι­λᾶς, ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος. Κι ἐ­γὼ τὶς νύ­χτες ἔ­ρα­βα ἀλ­λὰ τὸ πρω­ὶ ὅ­λα τα ξή­λω­να, μπο­ρεῖ νὰ ἔ­φται­γε ἡ κλω­στή, ποὺ ἦ­ταν ἀ­νοι­κτὴ κόκ­κι­νη ἀ­χνή, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν πεῖς καὶ ρόζ. Μιὰ νύ­χτα ποὺ ἔ­ρα­βα μοῦ ἔ­σπα­σε ἡ κλω­στὴ καὶ πῆ­γα νὰ βρῶ τὴν μά­να μου. Δὲν μοῦ ἔ­μα­θες τῆς εἶ­πα κα­θό­λου νὰ κά­νω κόμ­πους, ἐ­σὺ φταῖς, τὸ μό­νο ποὺ κα­τά­φε­ρα νὰ κά­νω εἶ­ναι μω­ρὰ λό­γῳ ποὺ εἶ­χα με­γά­λη ἀ­νοι­κτὴ λε­κά­νη ποὺ ρού­φη­ξαν ἀ­πὸ τὸ στῆ­θος μου ὅ­λο το αἷ­μα μου, ἀλ­λὰ δὲν μὲ ἔ­μα­θες νὰ κά­νω κόμ­πους νὰ ρά­βω τὸ στό­μα μου, νὰ ρά­βω τὰ χεί­λη μου. Τῆς τά ΄πα μιὰ χα­ρὰ καὶ ξε­θύ­μα­να, τὸ ἄλ­λο πρω­ὶ με­τά­νι­ω­σα καὶ πῆ­γα νὰ τῆς πά­ρω λί­γα λου­λού­δια στὸ μνῆ­μα της. Πῆ­γα καὶ ἀ­γό­ρα­σα κά­τι με­γά­λα ρὸζ γα­ρύ­φαλ­λα, μὲ ἄ­σπρα νε­ρά, ὁ­λάν­θι­στα, εἶ­χαν ἀ­κό­μα τὴν δρο­σιὰ πά­νω τους, ὡ­ραι­ό­τα­τα, ἑ­φτὰ εὐ­ρὼ τὰ πλή­ρω­σα. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­φευ­γα τὶς ἄ­κου­σα πά­λι ποὺ σχο­λί­α­ζαν τή μά­να μου, κοί­τα την κα­λὲ ποὺ τώ­ρα τὴν θυ­μή­θη­κε, κοί­τα ποὺ τῆς παίρ­νει λου­λού­δια τώ­ρα ποὺ πέ­θα­νε. Εἶ­ναι καὶ λι­γά­κι ὑ­πο­κρι­σί­α αὐ­τό, ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος, τό­σο ποὺ τσα­κω­νό­σα­σταν τώ­ρα πη­γαί­νεις καὶ πλέ­νεις τὸν τά­φο της, γε­μί­ζεις κου­βά­δες νε­ρὸ καὶ πλέ­νεις τὰ μάρ­μα­ρα. Ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν τοῦ ἀ­πάν­τη­σα, αὔ­ριο ποὺ πῆ­γα στὸ μνῆ­μα ἔ­μα­θα νὰ κά­νω κόμ­πους πού μοῦ ἔ­δει­ξε ἡ μά­να μου, ρά­βω τὰ χεί­λη μου, ἡ λε­κά­νη μου χόν­τρυ­νε, γε­μί­ζω κου­βά­δες νὰ πι­εῖ νε­ρὸ ἡ μά­να μου, τὸ μό­νο ποὺ κα­τά­φε­ρε ἡ κα­η­μέ­νη εἶ­ναι νὰ γί­νει μη­τέ­ρα. Ἔ­χει με­γά­λη λε­κά­νη. Ἀ­νοί­γει τὰ πό­δια της βά­ζει τὰ χέ­ρια της τρα­βᾶ τὰ μω­ρὰ νὰ βγοῦ­νε στὸν κό­σμο μι­λι­ού­νια. Μα­μά. Πάν­τα ὅ­ταν φεύ­γω ἀ­πὸ τὸ μνῆ­μα κλαί­ω με­γά­λα ἄ­σπρα δά­κρυ­α.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τί­α Σω­τη­ρί­ου (Λευ­κω­σί­α, 1975). Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Τμή­μα­τος Τουρ­κι­κῶν καὶ Με­σα­να­το­λι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου καὶ κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ στὴν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μάν­τσε­στερ. Δημοσίευσε τὸ μυθιστόρημα Ἡ Ἀϊσὲ πάει διακοπές (ἐκδ. Πατάκης, 2015).

Εἰκόνα: Πίνακας τοῦ Φερνάντο Μποτέρο.