Τομπάιας Γούλφ (TobiasWolff)
Πὲς ναί
(Say yes)
ΚΑΝΑΝ ΤΗ ΛΑΝΤΖΑ, ἡ γυναίκα του ἐπλένε τὰ πιάτα κι αὐτὸς τὰ σκούπιζε. Τὸ προηγούμενο βράδυ τὰ εἶχε πλύνει ἐκεῖνος. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς περισσότερους ἄντρες ποὺ ἤξερε, ἐκεῖνος συνεισέφερε οὐσιαστικὰ στὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες εἶχε κρυφακούσει μιὰ φίλη τῆς γυναίκας του νὰ τὴ συγχαίρει ποὺ εἶχε ἕναν τόσο καλὸ σύζυγο, καὶ εἶχε σκεφτεῖ, Προσπαθῶ. Τὸ νὰ βοηθάει στὸ πλύσιμο τῶν πιάτων ἦταν ἕνας τρόπος ποὺ εἶχε βρεῖ γιὰ νὰ ἀποδεικνύει πόσο καλὸς σύζυγος ἦταν.
Μιλοῦσαν περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων καὶ κάπως ἦρθε ἡ κουβέντα στὸ ἂν πρέπει οἱ λευκοὶ νὰ παντρεύονται μὲ μαῦρες ἢ τὸ ἀντίστροφο. Ἐκεῖνος εἶπε ὅτι, ἂν τὰ ἔβαζες κάτω, ἦταν μᾶλλον κακὴ ἰδέα.
«Γιατί;» τὸν ρώτησε.
Ὧρες-ὧρες, ἡ γυναίκα του ἔπαιρνε ἕνα συγκεκριμένο ὕφος: ἔσμιγε τὰ φρύδια, δάγκωνε τὸ κάτω χείλι καὶ κάρφωνε τὸ βλέμμα της κάπου χαμηλά. Ὅταν τὴν ἔβλεπε ἔτσι, καταλάβαινε ἀμέσως ὅτι ἔπρεπε νὰ κρατήσει τὸ στόμα του κλειστό, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸ ἔκανε. Μάλιστα, κάτι τὸν ἔσπρωχνε νὰ μιλάει ἀκόμα πιὸ πολύ. Ἐκείνη εἶχε πάρει τώρα αὐτὸ τὸ ὕφος.
«Γιατί;» τὸν ξαναρώτησε καὶ σταμάτησε μὲ τὸ χέρι της μέσα σ’ ἕνα μπόλ, δίχως νὰ τὸ πλένει παρὰ κρατώντας το μόνο πάνω ἀπ’ τὴ σαπουνάδα.
«Ἄκου», τῆς εἶπε, «εἶχα συμμαθητὲς μαύρους, ἔχω συνεργαστεῖ μὲ μαύρους, ἔχω μείνει στὴν ἴδια γειτονιὰ μὲ μαύρους, καὶ πάντα τὰ πηγαίναμε μιὰ χαρά. Δὲν μοῦ ἀρέσει καθόλου νὰ ὑπαινίσσεσαι ὅτι εἶμαι ρατσιστής».
«Δὲν ὑπαινίσσομαι τίποτα», εἶπε ἐκείνη κι ἄρχισε πάλι νὰ πλένει τὸ μπόλ, στριφογυρνώντας το στὸ χέρι της σὰν νὰ τὸ σμίλευε. «Ἁπλά, δὲν καταλαβαίνω τί πειράζει νὰ παντρεύεται λευκὸς μὲ μαύρη ἢ μαῦρος μὲ λευκή.»
«Ἔχουν ἄλλη κουλτούρα ἀπὸ τὴ δική μας. Στῆσε μιὰ φορὰ αὐτὶ νὰ τοὺς ἀκούσεις – ἔχουν καὶ τὴ δική τους γλώσσα ἀκόμα. Ἐγὼ δὲν ἔχω πρόβλημα μ’ αὐτό, μ’ἀρέσει νὰ τοὺς ἀκούω νὰ μιλᾶνε» —κι ἦταν ἀλήθεια, ὅταν τοὺς ἄκουγε, τὸν πλημμύριζε ἕνα ἀνεξήγητο αἴσθημα εὐδαιμονίας— «ἀλλὰ ἡ γλώσσα τους εἶναι διαφορετική. Ἕνα ἄτομο ἀπὸ τὸν δικό τους πολιτισμὸ κι ἕνα ἄτομο ἀπὸ τὸν δικό μας, δὲν γίνεται νὰ γνωρίσουν ποτὲ ἀληθινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο».
«Ὅπως γνωρίζεις ἐσὺ ἐμένα, δηλαδή;» ρώτησε ἡ γυναίκα του.
«Ναί. Ὅπως γνωρίζω ἐγὼ ἐσένα.»
«Ἄν, ὅμως, ἀγαπιοῦνται», εἶπε. Τώρα ἐπλένε μὲ πιὸ γοργὲς κινήσεις, δίχως νὰ τὸν κοιτάζει.
Ὤ, Θεέ μου, συλλογίστηκε ἐκεῖνος. «Ἐντάξει, μὴν ἀκοῦς ἐμένα», εἶπε. «Γιὰ δές, ὅμως, τὶς στατιστικές. Οἱ περισσότεροι μικτοὶ γάμοι διαλύονται.»
«Οἱ στατιστικές!» Ἡ γυναίκα του στοίβαζε τὰ πιάτα μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα στὸ στραγγιστήρι ἐνῶ μόλις ποὺ τὰ εἶχε περάσει μὲ τὸ σφουγγάρι. Πολλὰ εἶχαν λίπη ἀκόμα, ὑπῆρχαν κομματάκια φαγητοῦ ἀνάμεσα στὰ δόντια τῶν πιρουνιῶν. «Ὡραία», εἶπε. «Καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἀπὸ ἄλλες χῶρες; Ὑποθέτω ὅτι ἔχεις τὴν ἴδια ἄποψη καὶ γιὰ τοὺς ξένους ποὺ παντρεύονται μεταξύ τους».
«Πράγματι», εἶπε ἐκεῖνος, «τὸ ἴδιο πιστεύω καὶ γι’ αὐτούς. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ καταλάβεις κάποιον ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕνα περιβάλλον τελείως διαφορετικό;»
«Διαφορετικό», εἶπε ἡ γυναίκα του. «Ὄχι ἴδιο, ὅπως ἐμεῖς.»
«Ναί, διαφορετικό», τῆς πέταξε, θυμωμένος μαζί της ποὺ κατέφευγε στὸ τέχνασμα τοῦ νὰ ἐπαναλαμβάνει τὶς δικές του λέξεις ἔτσι ὥστε νὰ ἠχοῦν ἀνόητες ἢ ὑποκριτικές. «Αὐτὰ εἶναι βρόμικα», εἶπε καὶ ξαναπέταξε ὅλα τα μαχαιροπίρουνα μὲς στὸ νεροχύτη.
Τὸ νερὸ εἶχε γίνει θολὸ καὶ γκρίζο. Ἐκείνη τὸ κοίταξε μὲ σφιγμένα χείλη, κι ὕστερα βύθισε τὰ χέρια της κάτω ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια. «Ἄουτς!» ἔκανε κι ἀναπήδησε. Ἔπιασε τὸ δεξί της χέρι ἀπ’ τὸν καρπὸ καὶ τὸ σήκωσε ψηλά. Ὁ ἀντίχειράς της ἔτρεχε αἷμα.
«Ἄνν, μὴ κουνηθεῖς», τῆς εἶπε. «Μεῖνε ἐκεῖ ποὺ εἶσαι». Ἔτρεξε ἐπάνω, στὸ λουτρό, καὶ ψαχούλεψε στὸ ντουλαπάκι τοῦ φαρμακείου γιὰ νὰ βρεῖ οἰνόπνευμα, βαμβάκι καὶ λευκοπλάστ. Ὅταν ξανακατέβηκε, τὴ βρῆκε ἀκουμπισμένη στὸ ψυγεῖο, μὲ τὰ μάτια κλειστά, νὰ κρατάει ἀκόμα τὸ χέρι της. Πῆρε τὸ χέρι καὶ σφούγγισε τὸν ἀντίχειρά της μὲ τὸ βαμβάκι. Τὸ αἷμα εἶχε σταματήσει. Πίεσε τὸ δάχτυλο νὰ δεῖ πόσο βαθιὰ ἦταν ἡ πληγὴ καὶ φάνηκε μόνο μιὰ αἱμάτινη σταγόνα, τρεμουλιαστὴ καὶ κατακόκκινη, ποὺ ἔπεσε στὸ πάτωμα. Ἐκείνη τὸν παρακολουθοῦσε πάνω ἀπ’ τὸν ἀντίχειρά της μὲ κατηγόρια. «Δὲν εἶναι τίποτα», τῆς εἶπε. «Αὔριο οὔτε ποὺ θὰ φαίνεται.» Ἤλπιζε ὅτι θὰ ἐκτιμοῦσε ἡ γυναίκα του τὸ πῶς εἶχε σπεύσει νὰ τὴν περιποιηθεῖ. Τὸ εἶχε κάνει ἀπὸ γνήσιο ἐνδιαφέρον, δίχως νὰ σκεφτεῖ νὰ ζητήσει κάτι σὲ ἀντάλλαγμα, τώρα, ὅμως, τοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ ὅτι θὰ ἦταν εὐγενικὴ κίνηση ἐκ μέρους της νὰ μὴν ἐπανέλθει σ’ ἐκείνη τὴν κουβέντα, γιατί τὸν εἶχε κουράσει. «Θὰ τὰ τελειώσω ἐγώ», τῆς εἶπε. «Ἐσὺ ἄντε νὰ ξεκουραστεῖς.»
«Δὲν πειράζει», εἶπε ἐκείνη. «Θὰ τὰ σκουπίζω.»
Ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ πλένει πάλι τὰ μαχαιροπίρουνα, προσέχοντας ἰδιαίτερα τὰ πιρούνια.
«Ὁπότε», εἶπε ἐκείνη, «ἂν ἤμουν μαύρη δὲν θὰ μὲ εἶχες παντρευτεῖ».
«Ἄνν, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πιά!»
«Μά, αὐτὸ δὲν εἶπες;»
«Ὄχι, δὲν εἶπα αὐτό. Τὸ ὅλο ἐρώτημα εἶναι γελοῖο. Ἂν ἤσουν μαύρη, τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι δὲν θὰ εἴχαμε ποτὲ γνωριστεῖ. Ἐσὺ θὰ εἶχες τὶς παρέες σου κι ἐγὼ τὶς δικές μου. Ἡ μόνη μαύρη κοπέλα ποὺ γνώρισα πραγματικὰ ἦταν ἡ παρτενέρ μου στὸν ρητορικὸ ὅμιλο, καὶ τότε τὰ εἶχα ἤδη φτιάξει μαζί σου.»
«Ἄν, ὅμως, μὲ γνώριζες καὶ ἤμουν μαύρη;»
«Τότε τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι θὰ τὰ εἶχες ἤδη μὲ κάποιον μαῦρο.» Πῆρε τὸ ντοὺς τοῦ νεροχύτη καὶ ξέπλυνε τὰ μαχαιροπίρουνα. Τὸ νερὸ ἦταν τόσο καυτὸ ποὺ τὸ ἀτσάλι ἔγινε στιγμιαία γαλαζωπὸ πρὶν ξαναπάρει τὸ ἀσημένιο χρῶμα του.
«Ἂς ποῦμε ὅτι δὲν τὰ εἶχα μὲ κανένα», συνέχισε ἐκείνη. «Πὲς ὅτι εἶμαι μαύρη, ἐλεύθερη, γνωρίζω ἐσένα κι ἐρωτευόμαστε.»
Τῆς ἔριξε μιὰ ματιά. Τὸν παρακολουθοῦσε μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν. «Ἄκου», τῆς εἶπε, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὴ λογικέψει, «αὐτὸ δὲν γίνεται. Ἂν ἤσουν μαύρη δὲν θὰ ἤσουν ἐσύ». Καθὼς τὸ ἔλεγε αὐτό, συνειδητοποίησε ὅτι ἴσχυε πέρα γιὰ πέρα. Δὲν ὑπῆρχε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία πὼς ἂν ἦταν μαύρη δὲν θὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ ἦταν. Κι ἔτσι ἐπανέλαβε: «Ἂν ἤσουν μαύρη, δὲν θὰ ἤσουν ἐσύ.»
«Τὸ ξέρω», εἶπε, «ἀλλά, ἔτσι, πές».
Ἐκεῖνος πῆρε βαθιὰ ἀναπνοή. Τὴν εἶχε κερδίσει μὲ τὸ ἐπιχείρημά του, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν διακατέχει μιὰ ἀνησυχία. «Νὰ πῶ τί;» ρώτησε.
«Πὲς ὅτι εἶμαι μαύρη, κι ὅτι εἶμαι ἀκόμα ἐγώ, κι ἐρωτευόμαστε. Θὰ μὲ παντρευτεῖς;»
Ἐκεῖνος τὸ σκέφτηκε.
«Λοιπόν;» τοῦ εἶπε κι ἔκανε ἕνα βῆμα πιὸ κοντά του. Τὰ μάτια της ἀστραποβολοῦσαν. «Θὰ μὲ παντρευτεῖς;»
«Τὸ σκέφτομαι», τῆς εἶπε.
«Δὲν θὰ τὸ κάνεις, εἶναι ὁλοφάνερο. Θὰ πεῖς ὄχι.»
«Νομίζω ὅτι βιάζεσαι πολύ», εἶπε ἐκεῖνος. «Ἔχουμε πολλὰ πράγματα νὰ βάλουμε κάτω. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ κάνουμε κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μετανιώνουμε σ’ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας.»
«Ἄσε ἔξω τὴ λογική. Ναὶ ἢ ὄχι;»
«Ἐφόσον τὸ θέτεις ἔτσι…»
«Ναὶ ἢ ὄχι.»
«Καλά, Ἂνν – ἐντάξει. Ὄχι.»
«Εὐχαριστῶ», τοῦ εἶπε καὶ φεύγοντας ἀπ’ τὴν κουζίνα πῆγε στὸ σαλόνι. Ἕνα λεπτὸ μετά, τὴν ἄκουσε ποὺ ξεφύλλιζε ἕνα περιοδικό. Ἤξερε ὅτι ἦταν πολὺ θυμωμένη ὥστε πραγματικὰ νὰ τὸ διαβάζει, ἀλλὰ δὲν γύριζε ἀπότομα τὶς σελίδες ὅπως θὰ ἔκανε αὐτὸς ἂν βρισκόταν σὲ παρόμοια θέση. Τὶς γύριζε ἀργὰ-ἀργά, σὰν νὰ μελετοῦσε τὴν κάθε ἀράδα. Τοῦ ἔκανε ἐπίδειξη τῆς ἀδιαφορίας της καὶ αὐτὴ ἡ ἐπίδειξη εἶχε τὴν ἐπιθυμητὴ ἐπίδραση πάνω του. Τὸν πλήγωνε.
Δὲν εἶχε ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ τῆς δείξει κι αὐτὸς τὴ δική του ἀδιαφορία. Ἔπλυνε ἥσυχα καὶ προσεκτικά τα ὑπόλοιπα πιάτα. Μετὰ τὰ σκούπισε καὶ τὰ ἔβαλε στὸ ντουλάπι. Σκούπισε τοὺς πάγκους, τὴν ἑστία τῆς κουζίνας κι ἔσκυψε νὰ καθαρίσει τὸ πάτωμα στὸ σημεῖο ποὺ εἶχε πέσει ἡ σταγόνα τοῦ αἵματος. Πάνω ἐκεῖ ἀποφάσισε ὅτι ἦταν εὐκαιρία νὰ τὸ σφουγγαρίσει ὅλο. Ὅταν τελείωσε, ἡ κουζίνα ἦταν σὰν καινούρια, ὅπως τὴ μέρα ποὺ ὁ μεσίτης τοὺς ἔδειχνε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ σπίτι, πρὶν κὰν ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ.
Πῆρε τὴ σακούλα τῶν σκουπιδιῶν καὶ βγῆκε ἔξω. Ἦταν ἀνέφελη ἡ βραδιὰ καὶ στὰ δυτικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφταναν τὰ φῶτα τῆς πόλης, διακρίνονταν μερικὰ ἀστέρια. Στὸ Ἒλ Καμίνο, ἡ κίνηση τῶν αὐτοκινήτων ἦταν ἀραιὴ καὶ σταθερή, σὰν ἤρεμο ποτάμι. Ἔνιωθε ντροπὴ ποὺ εἶχε ἐπιτρέψει στὴ γυναίκα του νὰ τὸν παρασύρει σ’ αὐτὸ τὸν καβγά. Σὲ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια ἀπὸ τώρα θὰ ἦταν καὶ οἱ δυό τους πεθαμένοι. Τί σημασία θὰ εἶχαν ὅλα αὐτὰ τότε; Συλλογίστηκε τὰ χρόνια ποὺ εἶχαν ζήσει μαζὶ καὶ πόσο στενὴ ἦταν ἡ σχέση τους, πόσο καλὰ γνώριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, κι ἔνιωσε ἕνα κόμπο στὸ λαρύγγι ποὺ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ πάρει ἀνάσα. Ἕνα φούντωμα ἁπλώθηκε στὸ πρόσωπο καὶ τὸ λαιμό του. Μιὰ ζέστη πλημμύρισε τὸ στῆθος του. Στάθηκε ἐκεῖ γιὰ λίγο, ἀπολαμβάνοντας αὐτὲς τὶς αἰσθήσεις, κι ὕστερα πῆρε τὴ σακούλα καὶ βγῆκε στὴν πίσω αὐλή.
Τὰ δυὸ ἀδέσποτα σκυλιὰ τῆς γωνίας εἶχαν τραβήξει πάλι τὸν κάδο τῶν σκουπιδιῶν πιὸ πέρα. Τὸ ἕνα κυλιόταν καταγῆς ἀνάσκελα, ἐνῶ τὸ ἄλλο εἶχε κάτι στὸ στόμα του. Γρυλίζοντας, τὸ πέταξε στὸν ἀέρα, ἔκανε ἕνα ἅλμα καὶ τὸ ἔπιασε, γρύλισε ξανὰ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι πέρα-δῶθε. Ὅταν τὸν εἶδαν νὰ πλησιάζει, ἔσπευσαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ κοφτά, λεπτεπίλεπτα βήματα. Σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ τοὺς πέταγε πέτρες, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ ἄφησε νὰ φύγουν.
Τὸ σπίτι ἦταν σκοτεινὸ ὅταν ξαναμπῆκε μέσα. Ἐκείνη ἦταν στὸ μπάνιο. Κοντοστάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ φώναξε τὸ ὄνομά της. Τὴν ἄκουσε ποὺ μετακινοῦσε κάτι μπουκαλάκια, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀπάντησε. «Ἄνν, συγνώμη – εἰλικρινά», εἶπε. «Θὰ ἐπανορθώσω, στὸ ὑπόσχομαι.»
«Πῶς;» τὸν ρώτησε.
Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση δὲν τὴν περίμενε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς της, ποὺ εἶχε μιὰ νότα ἤρεμη καὶ τελεσίδικη, μιὰ νότα πρωτάκουστη γιὰ τὰ αὐτιά του, κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νὰ δώσει τὴ σωστὴ ἀπάντηση. Ἔγειρε πάνω στὴν πόρτα. «Θὰ σὲ παντρευτῶ», ψιθύρισε.
«Θὰ δοῦμε», εἶπε ἐκείνη. «Ἄντε στὸ κρεβάτι. Ἔρχομαι σὲ λίγο.»
Ἔβγαλε τὰ ροῦχα του καὶ χώθηκε κάτω ἀπ’ τὰ σκεπάσματα. Κάποια στιγμὴ ἄκουσε ἐπιτέλους τὴν πόρτα τοῦ μπάνιου νὰ ἀνοίγει καὶ νὰ κλείνει πάλι.
«Σβῆσε τὸ φῶς», τοῦ εἶπε ἀπ’ τὸ διάδρομο.
«Τί;»
«Σβῆσε τὸ φῶς.»
Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τράβηξε τὴν ἁλυσίδα τοῦ πορτατίφ. Τὸ δωμάτιο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι. «Ἐντάξει», εἶπε. Ἔμεινε νὰ κείτεται ξαπλωμένος, ἀλλὰ τίποτα δὲν συνέβη. «Ἐντάξει», εἶπε πάλι. Ὕστερα ἄκουσε μιὰ κίνηση στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. Ἀνακάθισε, μὰ δὲν ἔβλεπε τὴ μύτη του. Ἐπικρατοῦσε πάλι σιωπή. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε ὅπως τὸ πρῶτο-πρῶτο βράδυ ποὺ πέρασαν μαζί, χτυποῦσε ὅπως ὅταν ξύπναγε καμιὰ φορὰ τὴ νύχτα ἀπὸ κάποιο θόρυβο κι ἔστηνε αὐτὶ μήπως τὸν ξανακούσει – τὸν θόρυβο κάποιου ποὺ κινεῖται μὲς στὸ σπίτι, μιᾶς παρουσίας ξένης.
Ὁ Τομπάιας Γοὺλφ διαβάζει τὸ διήγημά του «Say Yes» στὴ Βραδιὰ Πεζογραφίας 2008 στὸ Σὰν Φρανσίσκο. Παρατίθεται τὸ ἀγγλικὸ πρωτότυπο:
Tobias Wolff
Say Yes
THEY WERE DOING THE DISHES, his wife washing while he dried. He’d washed the night before. Unlike most men he knew, he really pitched in on the housework. A few months earlier he’d overheard a friend of his wife’s congratulate her on having such a considerate husband, and he thought, I try. Helping out with the dishes was a way he had of showing how considerate he was.
They talked about different things and somehow got on the subject of whether white people should marry black people. He said that all things considered, he thought it was a bad idea.
“Why?” she asked.
Sometimes his wife got this look where she pinched her brows together and bit her lower lip and stared down at something. When he saw her like this he knew he should keep his mouth shut, but he never did. Actually it made him talk more. She had that look now.
“Why?” she asked again, and stood there with her hand inside a bowl, not washing it but just holding it above the water.
“Listen,” he said, “I went to school with blacks, and we’ve always gotten along just fine. I don’t need you coming along now and implying that I’m a racist.”
“I didn’t imply anything,” she said, and began washing the bowl again, turning it around in her hand as though she were shaping it. “I just don’t see what’s wrong with a white person marrying a black person, that’s all.”
“They don’t come from the same culture as we do. Listen to them sometime – they even have their own language. That’s okay with me, I like hearing them talk” – he did; for some reason it always made him feel happy – “but it’s different. A person from their culture and a person from our culture could never really know each other.”
“Like you know me?” his wife asked.
“Yes. Like I know you.”
“But if they love each other,” she said. She was washing faster now, not looking at him.
Oh boy, he thought. He said, “Don’t take my word for it. Look at the statistics. Most of those marriages break up.”
“Statistics.” She was piling dishes on the drainboard at a terrific rate, just swiping at them with the cloth. Many of them were greasy, and there were flecks of food between the tines of the forks. “All right,” she said, “what about foreigners? I suppose you think the same thing about two foreigners getting married.”
“Yes,” he said, “as a matter of fact I do. How can you understand someone who comes from a completely different background?”
“Different,” said his wife. “Not the same, like us.”
“Yes, different,” he snapped, angry with her for resorting to this trick of repeating his words so that they sounded crass, or hypocritical. “These are dirty,” he said, and dumped all the silverware back into the sink.
The water had gone flat and gray. She stared down at it, her lips pressed tight together, then plunged her hands under the surface. “Oh!” she cried, and jumped back. She took her right hand by the wrist and held it up. He thumb was bleeding.
“Ann, don’t move,” he said. “Stay right there.” He ran upstairs to the bathroom and rummaged in the medicine chest for alcohol, cotton, and a Band-Aid. When he came back down she was leaning against the refrigerator with her eyes closed, still holding her hand. He took the hand and dabbed at her thumb with the cotton. The bleeding had stopped. He squeezed it to see how deep the wound was and a single drop of blood welled up, trembling and bright, and fell to the floor. Over the thumb she stared at him accusingly. “It’s shallow,” he said. “Tomorrow you won’t even know it’s there.” He hoped that she appreciated how quickly he had come to her aid. He’d acted out of concern for her, with no thought of getting anything in return, but now the thought occurred to him that it would be a nice gesture on her part not to start up that conversation again, as he was tired of it. “I’ll finish up here,” he said. “You go and relax.”
“That’s okay,” she said. “I’ll dry.”
He began to wash the silverware again, giving a lot of attention to the forks.
“So,” she said, “you wouldn’t have married me if I’d been black.”
“For Christ’s sake, Ann!”
“Well, that’s what you said, didn’t you?”
“No, I did not. The whole question is ridiculous. If you had been black we probably wouldn’t even have met. You would have had your friends and I would have had mine. The only black girl I ever really knew was my partner in the debating club, and I was already going out with you by then.”
“But if we had met, and I’d been black?”
“Then you probably would have been going out with a black guy.” He picked up the rinsing nozzle and sprayed the silverware. The water was so hot that the metal darkened to pale blue, then turned silver again.
“Let’s say I wasn’t,” she said. “Let’s say I am black and unattached and we meet and fall in love.”
He glanced over at her. She was watching him and her eyes were bright. “Look,” he said, taking a reasonable tone, “this is stupid. If you were black you wouldn’t be you.” As he said this he realized it was absolutely true. There was no possible way of arguing with the fact that she would not be herself if she were black. So he said it again: “If you were black you wouldn’t be you.”
“I know,” she said, “but let’s just say.”
He took a deep breath. He had won the argument but he still felt cornered. “Say what?” he asked.
“That I’m black, but still me, and we fall in love. Will you marry me?”
He thought about it.
“Well?” she said, and stepped close to him. Her eyes were even brighter. “Will you marry me?”
“I’m thinking,” he said.
“You won’t, I can tell. You’re going to say no.”
“Since you put it that way – “
“Yes or no.”
“Jesus, Ann. All right. No.”
She said “Thank you,” and walked from the kitchen into the living room. A moment later he heard her turning the pages of a magazine. He knew that she was too angry to be actually reading it, but she didn’t snap through the pages the way he would have done. She turned them slowly, as if she were studying every word. She was demonstrating her indifference to him, and it had the effect he knew she wanted it to have. It hurt him.
He had no choice but to demonstrate his indifference to her. Quietly, thoroughly, he washed the rest of the dishes. Then he dried them and put them away. He wiped the counters and the stove and scoured the linoleum where the drop of blood had fallen. While he was at it, he decided, he might as well mop the whole floor. When he was done the kitchen looked new, the way it looked when they were first shown the house, before they had ever lived here.
He picked up the garbage pail and went outside. The night was clear and he could see a few stars to the west, where the lights of the town didn’t blur them out. On El Camino the traffic was steady and light, peaceful as a river. He felt ashamed that he had let his wife get him into a fight. In another thirty years or so they would both be dead. What would all that stuff matter then? He thought of the years they had spent together, and how close they were, and how well they knew each other, and his throat tightened so that he could hardly breathe. His face and neck began to tingle. Warmth flooded his chest. He stood there for a while, enjoying these sensations, then picked up the pail and went out the back gate.
The two mutts from down the street had pulled over the garbage can again. One of them was rolling around on his back and the other had something in her mouth. Growling, she tossed it into the air, leaped up and caught it, growled again and whipped her head from side to side. When they saw him coming they trotted away with short, mincing steps. Normally he would heave rocks at them, but this time he let them go.
The house was dark when he came back inside. She was in the bathroom. He stood outside the door and called her name. He heard bottles clinking, but she didn’t answer him. “Ann, I’m really sorry,” he said. “I’ll make it up to you, I promise.”
“How?” she asked.
He wasn’t expecting this. But from a sound in her voice, a level and definite note that was strange to him, he knew that he had to come up with the right answer. He leaned against the door. “I’ll marry you,” he whispered.
“We’ll see,” she said. “Go on to bed. I’ll be out in a minute.”
He undressed and got under the covers. Finally he heard the bathroom door open and close.
“Turn off the light,” she said from the hallway.
“What?”
“Turn off the light.”
He reached over and pulled the chain on the bedside lamp. The room went dark. “All right,” he said. He lay there, but nothing happened. “All right,” he said again. Then he heard a movement across the room. He sat up, but he couldn’t see a thing. The room was silent. His heart pounded the way it had on their first night together, the way it still did when he woke at a noise in the darkness and waited to hear it again – the sound of someone moving through the house, a stranger.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ προσεχὲς τεῦχος τοῦ Πλανόδιου τὸ ἀφιερωμένο στὸ ἀμερικανικὸ μπονζάι.
Τομπάιας Γούλφ (Tobias Wolff) (Μπέρμιγχαμ, Ἀλαμπάμα, 1945). Εἶναι γνωστὸς γιὰ τὰ χρονικὰ τοῦ This Boy’s Life, καθὼς καὶ γιὰ τὰ διηγήματά του, ἐνῶ ἔχει γράψει καὶ δύο μυθιστορήματα. Οἱ κριτικοὶ τὸν κατέταξαν στὸ κίνημα τοῦ βρόμικου ρεαλισμοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ρέιμοντ Κάρβερ καὶ μίλησαν γιὰ ἀναγέννηση τοῦ ἀμερικανικοῦ διηγήματος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἀρνεῖται τέτοιους ἰσχυρισμούς. Ἔχει τιμηθεῖ μὲ διάφορα βραβεῖα, ἐνῶ τὰ χρονικὰ καὶ ἕνα διήγημά του ἔχουν μεταφερθεῖ στὸν κινηματογράφο. Βλ. καὶ Πλανόδιον ἀρ. 44 (Ἰούνιος 2008), μιὰ πρώτη ἐκτεταμένη γνωριμία μὲ τὸ ἔργο του στὸ ἀφιέρωμα: «Ἡ χαρὰ τοῦ πολεμιστῆ καὶ ἄλλα διηγήματα», Εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Τάσος Ἀναστασίου. Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πόλις κυκλοφοροῦν ἐπίσης τὰ βιβλία του Τὸ παλιὸ σχολεῖο (μυθιστόρημα, 2008) καὶ Ὁ κλέφτης τοῦ στρατοπέδου (διηγήματα, 2009).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Τόνια Κοβαλένκο. Mεταφράστρια ἀγγλόφωνης λογοτεχνίας. Ἔχει ἐκδώσει τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Γιούρι (ἐκδ. Χατζηνικολῆ) καὶ Πότε νυχτώνει; (ἐκδ. Ἠριδανός).
Βλ. ἀκόμη ἐδῶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 21-02-2011)
Filed under: ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ,Αγγλικά,Ερωτας,Κοβαλένκο Τόνια,Οικογένεια,Ρεαλισμός,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί,Ψυχογραφία,Wolff Tobias | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Τόνια Κοβαλένκο,Tobias Wolff | Τὰ σχόλια στὸ Τομπάιας Γούλφ (Tobias Wolff): Πὲς ναί ἔχουν κλείσει