Ἔιμι Χέμπελ (Amy Hempel): Τί ἦταν τὰ λευκὰ πράγματα;

 

 

Ἔιμι Χέμπελ (Amy Hempel)

 

Τί ἦταν τὰ λευκὰ πράγματα;

(W­h­at w­e­re t­he w­h­i­te t­h­i­n­gs?)

 

ΥΤΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ἀ­πὸ πι­α­τι­κὰ εἶ­ναι ἔ­ναs θί­α­σος μό­νι­μου ρε­περ­το­ρί­ου ποὺ παί­ζει ρό­λο σὲ κά­θε ὄ­νει­ρο. Ὄ­χι, δὲν εἶ­ναι ἔ­τσι ποὺ ξε­κί­νη­σε. Εἶ­πε ὅ­τι τὰ κομ­μά­τια ἀ­πὸ πι­α­τι­κὰ παί­ζουν ρό­λο σὲ κά­θε πί­να­κα. Ὁ καλ­λι­τέ­χνης ἔ­γι­νε γνω­στὸς μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς πί­να­κες νε­κρῆς φύ­σης ποὺ ζω­γρά­φι­ζε γιὰ πά­νω ἀ­πὸ 30 χρό­νια. Κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὸ μι­κρό, μὰ προ­σε­κτι­κὸ κοι­νὸ εἶ­πε: «Στὸν πί­να­κα εἶ­ναι ἡ κού­πα ἀ­πὸ πα­λαι­ό­τε­ρα χρό­νια;» Ναί, ἦ­ταν, εἶ­πε ὁ καλ­λι­τέ­χνης, καὶ τὸ κα­νά­τι καὶ ἡ κού­πα ἀ­να­κα­τέ­μα­τος καὶ τὸ κο­λω­νά­το πο­τή­ρι ἐ­πί­σης. Ποι­ά ἦ­ταν ἡ γυ­μνὴ γυ­ναί­κα ποὺ ἀ­κουμ­ποῦ­σε στὸ τρα­πέ­ζι στὸ ὁ­ποῖ­ο τὰ πι­α­τι­κὰ ἐ­πι­δει­κνύ­ον­ταν; Ὁ καλ­λι­τέ­χνης δὲν εἶ­πε, καὶ κα­νέ­νας ἀ­πὸ τὸ μι­κρό, μὰ προ­σε­κτι­κὸ κοι­νὸ δὲν ρώ­τη­σε.

       Χαι­ρό­μουν ποὺ ἔ­βλε­πα τὰ ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ εἶ­χαν τρα­βή­ξει τὴν προ­σο­χὴ ἑ­νὸς χα­ρι­σμα­τι­κοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τό­σα χρό­νια. Ἔ­φτα­σα στὴ δι­ά­λε­ξη κα­θὼς ἤ­μουν στὸ δρό­μο γιὰ κά­που ἀλ­λοῦ, σὲ ἕ­να ραν­τε­βοὺ μὲ ἕ­να για­τρὸ ποὺ ἡ για­τρός μου εἶ­χε δι­ευ­θε­τή­σει. Δύο μέ­ρες πρὶν ἡ για­τρός μου, μοῦ ἔ­λε­γε τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ἄλ­λου για­τροῦ καὶ τὴ δι­εύ­θυν­σή του. Πρέ­πει ὅ­μως νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω ὅ­τι στα­μά­τη­σα ν’ ἀ­κού­ω, πα­ρό­λο πού, ἢ ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ση­μαν­τι­κό. Ἔ­τσι, ἀν­τὶ νὰ πά­ω στὸ γρα­φεῖ­ο τοῦ ἀ­κτι­νο­λό­γου μπῆ­κα σὲ μιὰ ἐκ­κλη­σί­α ὅ­που ἡ ἔκ­θε­ση τοῦ καλ­λι­τέ­χνη δι­α­φη­μι­ζό­ταν μὲ μιὰ ταμ­πέ­λα ἀ­π’ ἔ­ξω ποὺ ἔ­λε­γε: «Ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ Μυ­στή­ριο στὴ Δια­ύγεια». Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν ἦ­ταν τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν; Καὶ σκέ­φτη­κα ὅ­τι θὰ μά­θω κά­τι.

       Τὰ πι­α­τι­κὰ ἦ­ταν λευ­κὰ ὄ­χι ἐ­πι­στρω­μέ­να μὲ γυα­λὶ ἀλ­λὰ βαμ­μέ­να ρε­α­λι­στι­κά. Τὰ κομ­μά­τια εἶ­χαν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ με­γέ­θη σκι­ῶν ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴ γω­νί­α τοῦ φω­τὸς σὲ κά­θε πί­να­κα. Κά­ποιες φο­ρὲς τὰ κομ­μά­τια ἦ­ταν το­πο­θε­τη­μέ­να, ὥ­στε νὰ ἀγ­γί­ζει τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο, καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς ὑ­πῆρ­χαν κε­νά. Μή­πως τὰ κε­νὰ ἦ­ταν μέ­ρος τοῦ μυ­στη­ρί­ου ποὺ εἶ­χε στὸ μυα­λό του ὁ καλ­λι­τέ­χνης; Ἤ­θε­λε νὰ τὸ πά­ρου­με κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ καὶ νὰ σκε­φτοῦ­με: ἀ­που­σί­α; Εἶ­πε ὅ­τι τὸ μυα­λὸ θέ­λει νὰ βγά­ζει νό­η­μα σὲ ἕ­να πράγ­μα, τὸ μυα­λὸ θέ­λει νὰ ξέ­ρει τί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει κά­θε πράγ­μα. Ἐν­τά­ξει, εἶ­πε ὁ καλ­λι­τέ­χνης ἐ­δῶ εἶ­ναι ὅ,τι ἔ­χω ζω­γρα­φί­σει αὐ­τὸ τὸν Σε­πτέμ­βρη. Στὴν ὀ­θό­νη εἴ­δα­με ἕ­να γνω­στὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο, γνω­στὰ ἀν­τι­κεί­με­να ἀ­πὸ τὰ χρό­νια τῶν νε­κρῶν του φύ­σε­ων καὶ τὰ ψη­λό­τε­ρα κομ­μά­τια γυ­α­λι­κῶν, ἡ κα­νά­τα καὶ τὸ βά­ζο ἔ­λει­παν. Τί­πο­τα δὲν βρι­σκό­ταν στὴ θέ­ση τους.

       Ἄ­α­α, τὸ μι­κρό, μὰ προ­σε­κτι­κὸ κοι­νὸ ψι­θύ­ρι­σε. Τό­τε κά­ποι­ος ρώ­τη­σε τὸν καλ­λι­τέ­χνη, τί ἦ­ταν τὰ λευ­κὰ πράγ­μα­τα στοὺς ἄλ­λους πί­να­κες. Τί συμ­βό­λι­ζαν; Καὶ ὁ καλ­λι­τέ­χνης εἶ­πε ὅ­τι δὲν θὰ ἀ­παν­τοῦ­σε σὲ αὐ­τὴν τὴν ἐ­ρώ­τη­ση.

       Ἡ μη­τέ­ρα μου στὰ τε­λευ­ταῖ­α της μᾶς ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι θὰ ἔ­δι­νε τὰ πάν­τα ἀλ­λοῦ, σὲ ἄλ­λους. Ἦ­ταν ἐ­ξορ­γι­σμέ­νη. Μοῦ εἶ­πε νὰ βά­λω ἕ­να αὐ­το­κόλ­λη­το στὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἤ­θε­λα νὰ κρα­τή­σω, ἀλ­λὰ κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ ἔ­κα­να μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ τὸ πράγ­μα ἐ­κεῖ­νο σὲ κά­ποι­ον ἄλ­λο. Τὸ σπί­τι ἦ­ταν ὅ­λη μου ἡ ζω­ή. Τὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἤ­θε­λα νὰ κρα­τή­σω ἦ­ταν ὅ­λα λευ­κά. Ἀλ­λὰ τί ἦ­ταν ἄ­ρα­γε τὰ λευ­κὰ πράγ­μα­τα;

       Με­τὰ τὴ δι­ά­λε­ξη προ­σπά­θη­σα νὰ θυ­μη­θῶ τί ἤ­θε­λα νὰ κρα­τή­σω. Ὅ­μως τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­σα νὰ πῶ ἦ­ταν ὅ­τι τὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἤ­θε­λα ἦ­ταν ὅ­λα λευ­κά. Με­τὰ τὴ δι­ά­λε­ξη τη­λε­φώ­νη­σα στὴ γραμ­μα­τέ­α τοῦ για­τροῦ μου καὶ πή­ρα τὴν δι­εύ­θυν­ση ἑ­νὸς εἰ­δι­κοῦ. Δὲν ἄρ­γη­σα τό­σο, ὥ­στε νὰ μὴ δε­χτεῖ νὰ μὲ δεῖ.

       Ὅ­ταν ἑ­τοι­μά­στη­καν οἱ ἀ­κτι­νο­γρα­φί­ες, ἕ­νας βο­η­θὸς τὶς ἔ­φε­ρε στὸ ἐ­ξε­τα­στή­ριο. Ὁ για­τρὸς τὶς ἔ­βα­λε ἀ­πέ­ναν­τι σὲ φῶς καὶ μοῦ ἔ­δει­ξε τὶς εὐ­δι­ά­κρι­τες κη­λί­δες ποὺ ὑ­πο­ψι­α­ζό­ταν ἡ για­τρός μου πὼς θὰ βρεῖ. Τοῦ εἶ­πα πὼς πί­στευ­α ὅ­τι οἱ κη­λί­δες θὰ ἦ­ταν σκου­ρό­χρω­μες. Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ποὺ θὰ πε­ρί­με­ναν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἄν­θρω­ποι;

       Ὁ για­τρὸς μοῦ ἐ­ξή­γη­σε τί εἴ­δα­με στὴν ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α. Μὲ ρώ­τη­σε ἂν κα­τά­λα­βα τί μοῦ εἶ­χε πεῖ. Εἶ­πα ναί. Εἶ­πα ναὶ καὶ ὅ­τι ἤ­θε­λα νὰ ρω­τή­σω κά­τι: Τί ἦ­ταν τὰ λευ­κὰ πράγ­μα­τα;

       Ὁ για­τρὸς εἶ­πε ὅ­τι θὰ μοῦ ἐ­ξη­γοῦ­σε ξα­νὰ καὶ ἄρ­χι­σε νὰ μοῦ λέ­ει μία ἀ­κό­μη φο­ρά. Μὲ ρώ­τη­σε ἂν αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ κα­τά­λα­βα τί μοῦ εἶ­χε πεῖ. Ναί, εἶ­πα. Εἶ­πα ναί, ἀλ­λὰ τί ἦ­ταν τὰ λευ­κὰ πράγ­μα­τα;

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes and Ro­bert Sha­pard, eds., Flash Fi­ction For­ward, 80 ve­ry short sto­ries, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.

 

Ἔι­μι Χέμ­πελ (A­my H­e­m­p­el) (Σι­κά­γο). Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των, ἐ­νῶ πολ­λὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἔ­χει δι­δά­ξει σὲ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια καὶ ἔ­χει λά­βει πολ­λὰ βρα­βεῖ­α γιὰ τὸ ἔρ­γο της.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Ἀν­τώ­νης Πα­λουρ­τῆς. Φοι­τη­τὴς τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.