Γ. Παλαβός, Κ. Παλαιολόγος, Γ. Πατίλης: Ὁ Δὸν Κιχώτης σὲ (λιγότερες ἀπὸ) 150 λέξεις


Palabos-Palaiologos-Patilis-AfieromaCervantes-Eisagogi-Eikona-01


Γ. Παλαβός, Κ. Παλαιολόγος, Γ. Πατίλης

 

Δὸν Κι­χώ­της σὲ (λι­γό­τε­ρες ἀ­πὸ) 150 λέ­ξεις

12+1 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα

ἐμ­πνευ­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Θερ­βάν­τες

καὶ μιὰ εἰ­σα­γω­γή


02-TaphΟ 1615, Ο ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΣΑΑΒΕΔΡΑ κυ­κλο­φο­ροῦ­σε τὸ El in­ge­ni­o­so ca­bal­le­ro don Qui­jo­te de la Man­cha, τὸ δεύ­τε­ρο τό­μο, δη­λα­δή, ἑ­νὸς ἀ­πὸ τὰ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα τοῦ Δυ­τι­κοῦ Κό­σμου. Ἕ­να χρό­νο ἀρ­γό­τε­ρα, τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 1616, ὁ Ἰ­σπα­νὸς ἄ­φη­νε τὴν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή· τὴν ἴ­δια μέ­ρα, σύμ­φω­να μὲ τὸν (ψευ­δῆ) θρύ­λο, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πε­βί­ω­σε καὶ ὁ ἄλ­λος κο­ρυ­φαῖ­ος συγ­γρα­φέ­ας τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ κα­νό­να, ὁ Γου­ί­λιαμ Σέξ­πιρ. Τί ση­μα­σί­α ἔ­χει ἂν ὁ πρῶ­τος πέ­θα­νε στὶς 22 Ἀ­πρι­λί­ου καὶ ὁ δεύ­τε­ρος, μᾶλ­λον, στὶς 3 Μα­ΐ­ου, ἡ ἰ­σπα­νι­κὴ ἐκ­δο­τι­κὴ βι­ο­μη­χα­νί­α ἔ­χει κα­θι­ε­ρώ­σει τὴν 23η Ἀ­πρι­λί­ου, ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ἡ­μέ­ρα θα­νά­του καὶ τῶν δύ­ο, ὡς Ἡ­μέ­ρα τοῦ Βι­βλί­ου καὶ δη­μό­σιας ἀ­νά­γνω­σης ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη σὲ δι­ά­φο­ρες πό­λεις (καὶ ἐ­κτὸς Ἰ­σπα­νί­ας) ἀ­πὸ ἐ­θε­λον­τὲς ἀ­να­γνῶ­στες. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς ἕ­νας τρό­πος νὰ ἔρ­χε­ται κά­θε χρό­νο στὸ προ­σκή­νιο ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πού, ὡ­στό­σο, δὲν ἔ­χει ξε­χα­στεῖ πο­τὲ για­τὶ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα τὸ δί­δυ­μο ποὺ ἔ­πλα­σε —Δὸν Κι­χό­τε καὶ Σάν­τσο Πάν­θα (Σάν­τσο ὁ Κοι­λα­ράς)— πα­ρα­μέ­νει παγ­κό­σμιο ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς (γιὰ ἀ­να­γνῶ­στες καὶ μή) τό­σο λό­γῳ τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς του ἀ­ξί­ας, ὅ­σο για­τὶ τὰ δύ­ο μέ­λη του ὑ­πῆρ­ξαν οἱ πρῶ­τοι «ἥ­ρω­ες» πού, στὴ ρο­ὴ τῆς μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς πλο­κῆς, ἐ­ξε­λίσ­σον­ται (συν­δι­α­λε­γό­με­νοι) ὡς χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ ἀλ­λά­ζουν ἰ­δέ­ες καὶ κο­σμο­θε­ω­ρί­α.

       Ἔ­κλει­σαν καὶ κλεί­νουν, λοι­πόν, 400 χρό­νια ἀ­πὸ δύ­ο ση­μαν­τι­κὲς ἐ­πε­τεί­ους καί, ὅ­πως εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­νο λαμ­βά­νουν χώ­ρα σὲ ὅ­λον τὸν κό­σμο ἐκ­δη­λώ­σεις γιὰ νὰ τι­μή­σουν τὸ ἔρ­γο καὶ τὸν συγ­γρα­φέ­α του, μὲ προ­ε­ξάρ­χου­σα τὴν Ἰ­σπα­νί­α καὶ τὸ συ­νε­πώ­νυ­μο μὲ τὸν δη­μι­ουρ­γὸ τοῦ Δὸν Κι­χό­τε ἰν­στι­τοῦ­το δι­ά­δο­σης τῆς ἰ­σπα­νι­κῆς γλώσ­σας (Instituto Cervantes) τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ορ­γά­νω­σε δύ­ο πρω­τό­τυ­πες ἐκ­θέ­σεις. Ἡ πρώ­τη, ποὺ ἔ­γι­νε τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2015, ἦ­ταν μιὰ ἔκ­θε­ση ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­τι­ε φό­ρο τι­μῆς στοὺς με­τα­φρα­στὲς τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη μὲ τὴν πα­ρου­σί­α­ση 185 ἐκ­δό­σε­ων σὲ 56 γλῶσ­σες. Τὴν ἔκ­θε­ση τὴν ἐγ­και­νί­α­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας Χου­ὰν Γκο­ϊ­τι­σό­λο, βρα­βευ­μέ­νος τὸ 2014 μὲ τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τῶν ἰ­σπα­νι­κῶν γραμ­μά­των ποὺ φέ­ρει καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἐ­πί­θε­το τοῦ Θερ­βάν­τες (Premio Cervantes). Ἡ δεύ­τε­ρη ἔ­λα­βε χώ­ρα τὸ Δε­κέμ­βριο τοῦ 2015 καὶ πε­ρι­λάμ­βα­νε φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Νά­βια καὶ κεί­με­να τοῦ πε­ζο­γρά­φου Χού­λιο Γι­α­μα­θά­ρες μὲ ἀ­φορ­μὴ ἕ­να κοι­νό τους ὁ­δοι­πο­ρι­κὸ «στοὺς δρό­μους τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας», στοὺς δρό­μους, δη­λα­δή, τῆς Κα­στίλ­λης ποὺ δι­α­τρέ­χουν στὰ τρί­α τα­ξί­δια τους οἱ ἥ­ρω­ες τοῦ Θερ­βάν­τες.

       Ἀ­να­γνῶ­στες, συγ­γρα­φεῖς, με­τα­φρα­στές, φω­το­γρά­φοι… τι­μοῦν τὸν Θερ­βάν­τες συν­δι­α­λε­γό­με­νοι, ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸ δι­κό του τρό­πο, μὲ τὸ ἔρ­γο του. Τὸ ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­διον–Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ οἱ συ­νερ­γά­τες του, μὲ τὴ συν­δρο­μὴ τοῦ Books’ Journal, ὁρ­μώ­με­νοι ἀ­πὸ τὴν ἰ­δέ­α ὅ­τι ἕ­νας ἐ­πι­πλέ­ον τρό­πος νὰ τι­μή­σεις τὴν ἐ­πέ­τει­ο ἔκ­δο­σης ἑ­νὸς τό­σο ση­μαν­τι­κοῦ ἔρ­γου εἶ­ναι, τὸ δί­χως ἄλ­λο, νὰ τὸ (ξα­να)δι­α­βά­σεις ἀλ­λὰ καὶ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σεις, ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀ­πὸ αὐ­τό, κά­λε­σε τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες νὰ στεί­λουν ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα μέ­χρι 150 λέ­ξεις (ἀ­νώ­τα­το ὅ­ριο, τοῦ τί­τλου, ποὺ ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου) ἔ­χον­τας ὡς ἔμ­πνευ­ση κά­ποι­ο κε­φά­λαι­ο, πε­ρι­στα­τι­κὸ ἢ ἰ­δέ­α —ἐ­πι­μέ­ρους ἢ γε­νι­κή— τῶν δύ­ο τό­μων τοῦ ἐν λό­γῳ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στό­χος τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου ἦ­ταν νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς δι­ά­λο­γος τῶν συγ­γρα­φέ­ων τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν μπον­ζά­ι μὲ τὸ ἔρ­γο τοῦ Θερ­βάν­τες καί, μέ­σῳ αὐ­τοῦ, νὰ πα­ρα­χθοῦν κεί­με­να μι­κρῆς ἔ­κτα­σης ἀλ­λὰ ἀ­ξι­ό­λο­γης δη­μι­ουρ­γι­κῆς πνο­ῆς.

       Το μυ­θι­στό­ρη­μα, ὡς λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, εἶ­ναι ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύμ­παν ποὺ φι­λο­δο­ξεῖ νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει καὶ νὰ ἐκ­φρά­σει τὰ πάν­τα, ἀ­πὸ τὸ το­πί­ο καὶ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου μέ­χρι τὴν ἰ­δε­ο­λο­γί­α καὶ τὶς μύ­χι­ες σκέ­ψεις τῶν χα­ρα­κτή­ρων του. Ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς ὁ Θερ­βάν­τες, στοὺς δύ­ο τό­μους τοῦ μνη­μει­ώ­δους ἔρ­γου του, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πέ­τει­ες τῶν δύ­ο ἀν­τι­η­ρώ­ων του, ἀλ­λὰ καὶ πα­ρεμ­βάλ­λον­τας ἱ­στο­ρί­ες ξέ­νες πρὸς τὴν κύ­ρια πλο­κή, συν­θέ­τει τὸ πορ­τρέ­το μιᾶς ὁ­λό­κλη­ρης ἐ­πο­χῆς. Στὸ ἀν­τί­θε­το ἄ­κρο τῆς μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κῆς «πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τας» ἀ­παν­τᾶ­με τὴν ἀ­φαι­ρε­τι­κό­τη­τα τῆς ὑ­περ­βρα­χεί­ας ἀ­φή­γη­σης, τῶν μι­κρο­δι­η­γη­μά­των ἤ, ἀλ­λι­ῶς, ἱ­στο­ρι­ῶν μπον­ζά­ι ποὺ στὴν ἰ­δα­νι­κὴ μορ­φή τους δί­νουν χῶ­ρο μό­νο στὰ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν ἀ­φή­γη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας τους καὶ ἀ­φή­νουν τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ φαν­τα­σί­α τοῦ ἀ­να­γνώ­στη: «Ξύ­πνη­σα φρε­σκο­ξυ­ρι­σμέ­νος», γρά­φει ὁ Ἀν­τρὲς Νέ­ου­μαν σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ δι­ά­ση­μα ἰ­σπα­νό­γρα­φα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ τι­τλο­φο­ρεῖ­ται «Μυ­θι­στό­ρη­μα τρό­μου» καὶ μὲ μό­λις τέσ­σε­ρις λέ­ξεις (τοῦ τί­τλου συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου) δη­μι­ουρ­γεῖ κλί­μα ἔν­τα­σης ποὺ θὰ ζή­λευ­αν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ἑ­κα­τον­τά­δων σε­λί­δων. Τὰ κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ αὐ­τοῦ τοῦ λι­λι­πού­τει­ου λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους εἶ­ναι ἡ συν­το­μί­α, ἡ ἀ­φαι­ρε­τι­κό­τη­τα, ἡ ἐ­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα, ἡ δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα καὶ ἡ ἀ­να­τρο­πή: ὅ,τι πρέ­πει, δη­λα­δή, γιὰ μιὰ «αἱ­ρε­τι­κὴ ἀ­να­μέ­τρη­ση» μὲ τὸν Δὸν Κι­χώ­τη.

       Ὁρ­μώ­με­νοι, λοι­πόν, ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ πρω­το­τύ­που ἢ τῶν με­τα­φρά­σε­ων τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος στὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ (θυ­μί­ζου­με ὅ­τι ὁ Δὸν Κι­χώ­της ὑ­πάρ­χει δι­α­θέ­σι­μος στὸ ἐμ­πό­ριο στὶς με­τα­φρά­σεις Κ. Καρ­θαί­ου καὶ Α. Δη­μη­τρού­κα [ἐκδ. Πα­τά­κης, τό­μοι Α’ καὶ Β’], Ἠ­λί­α Ματ­θαί­ου [ἐκδ. 4π Εἰ­δι­κὲς Ἐκ­δό­σεις Α.Ε., τό­μοι Α’ καὶ Β’] καὶ Με­λί­νας Πα­να­γι­ω­τί­δου [ἐκδ. Βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ον τῆς Ἑ­στί­ας, τό­μος Α’]) οἱ συγ­γρα­φεῖς ἔ­πρε­πε νὰ συγ­γρά­ψουν καὶ νὰ ἀ­πο­στεί­λουν ἐ­πώ­νυ­μα τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά τους με­τα­ξὺ 15 Σε­πτεμ­βρί­ου καὶ 15 Δε­κεμ­βρί­ου 2015 στὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ δι­εύ­θυν­ση τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου. Τὰ κεί­με­να ἔ­πρε­πε ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὰ νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πὸ ἀ­να­φο­ρὰ στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πό­σπα­σμα ἢ ἰ­δέ­α τοῦ βι­βλί­ου ποὺ ἀ­πε­τέ­λε­σε ἀ­φορ­μὴ γιὰ τὴ συγ­γρα­φὴ τῆς ὑ­περ­βρα­χεί­ας ἱ­στο­ρί­ας. Κά­θε συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ λά­βει μέ­ρος στὸ ἐγ­χεί­ρη­μα μὲ ἕ­να μό­νο μι­κρο­δι­ή­γη­μα.

       Λά­βα­με συ­νο­λι­κὰ 129 ἱ­στο­ρί­ες μπον­ζά­ι, μὲ ἔ­κτα­ση ἀ­πὸ 13 ἕ­ως 150 λέ­ξεις. Ἡ κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πή, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ­το ἀ­πὸ τὸν δι­η­γη­μα­το­γρά­φο καὶ με­τα­φρα­στῆ Γιά­ννη Πα­λα­βό, τὸν κα­θη­γη­τὴ με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας καὶ ἰ­σπα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ ΑΠΘ καὶ με­τα­φρα­στῆ Κων­σταν­τῖ­νο Πα­λαι­ο­λό­γο καὶ τὸν ποι­η­τὴ καὶ ἐκ­δό­τη Γιά­ννη Πα­τί­λη, θε­ω­ρεῖ τὴν ἀν­τα­πό­κρι­ση πο­λὺ ὑ­ψη­λή, ἀ­φοῦ τὸ πιὸ αἰ­σι­ό­δο­ξο μέ­λος της δὲν ἀ­νέ­με­νε πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ 100 συμ­με­το­χὲς (γιὰ τοὺς ἀ­παι­σι­ό­δο­ξους ἂς μὴ μι­λή­σου­με…), καὶ εἶ­ναι ἰ­διαί­τε­ρα συγ­κι­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ἀ­πὸ μα­θη­τὲς λυ­κεί­ων της χώ­ρας: τὸ Α’ Πει­ρα­μα­τι­κὸ Λύ­κει­ο Ἀ­θη­νῶν (σχο­λεῖ­ο στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε φοι­τή­σει μέ­λος τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς), τὸ Β’ Γε­νι­κὸ Λύ­κει­ο Δι­α­πο­λι­τι­σμι­κῆς Ἐκ­παί­δευ­σης Εὐ­ό­σμου καὶ τὸ ΣΤ’ Γε­νι­κὸ Λύ­κει­ο Ζω­γρά­φου. Ἡ συμ­με­το­χή τους ἀ­πο­τέ­λε­σε ἔ­νε­ση αἰ­σι­ο­δο­ξί­ας. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με, λοι­πόν, ἀ­πὸ καρ­διᾶς τοὺς ἔ­φη­βους συγ­γρα­φεῖς καὶ τοὺς κα­θη­γη­τές τους, ὅ­πως εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καὶ τοὺς δε­κά­δες φί­λους, ἀρ­κε­τοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς κα­τα­ξι­ω­μέ­νοι συγ­γρα­φεῖς, ποὺ μᾶς συ­νό­δευ­σαν σὲ τοῦ­το τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα καὶ μᾶς τί­μη­σαν μὲ τὴ συμ­με­το­χή τους.

       Ἀ­κο­λου­θοῦν τὰ δε­κα­τρί­α (κα­θό­τι δί­σε­κτο τὸ 2016…) κα­λύ­τε­ρα μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἔ­τσι ὅ­πως τὰ ἀ­πο­τί­μη­σε ἡ κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πή. Τὰ δι­α­κρί­νουν χι­οῦ­μορ, πρω­τό­τυ­πες ὀ­πτι­κὲς γω­νί­ες στὴν ἀ­φή­γη­ση, ἀ­να­τρο­πὲς στὴν πλο­κὴ καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη ἔκ­βα­ση, κά­πο­τε καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο: στο­χα­στι­κὸς σύγ­χρο­νος μὲ τὴν ἐ­πο­χή μας προ­βλη­μα­τι­σμὸς πά­νω στὴ γε­νι­κὴ ἰ­δέ­α τοῦ ἔρ­γου. Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ πρό(σ)κληση τοῦ Πλα­νό­διον–Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ τοῦ Books’ Journal δὲν ἦ­ταν ἕ­νας (ἀ­κό­μη) λο­γο­τε­χνι­κὸς δι­α­γω­νι­σμὸς —ἔ­τσι καὶ ἀλ­λι­ῶς δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λο «βρα­βεῖ­ο» πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ δη­μο­σί­ευ­ση τῶν μι­κρο­δι­η­γη­μά­των πού, σύμ­φω­να μὲ τὴν κρι­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πή, ξε­χώ­ρι­σαν— οἱ ἱ­στο­ρί­ες μπον­ζά­ι ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν δη­μο­σι­εύ­ον­ται κα­τὰ τὴν ἀλ­φα­βη­τι­κὴ σει­ρὰ τῶν ἐ­πι­θέ­των τῶν συγ­γρα­φέ­ων τους.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: ἐπιθεώρηση The Books’ Journal, ἀρ. 63, Φεβουάριος 2016.

Γιά­ννης Πα­λα­βός (1980). Ἐ­ξέ­δω­σε δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (­λη­θι­νὴ ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ­στο­ρί­ες [2007] καὶ ­στεῖ­ο [2012] καὶ συ­νυ­πέ­γρα­ψε τὸ σε­νά­ριο ἑ­νὸς κό­μικ (Τὸ πτῶ­μα, 2011). Με­τέ­φρα­σε τοὺς Τρι­λο­βί­τες τοῦ Breece Pancake (2015) καὶ τὸ ­με­ρο­λό­γιο προ­σευ­χῆς τῆς Flannery O’Connor (2015).

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (1963). Ἀ­να­πλη­ρω­τὴς κα­θη­γη­τὴς Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νης Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας καὶ Ἰ­σπα­νι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ ΑΠΘ καὶ με­τα­φρα­στής (Οὐ­να­μοῦ­νο, Λόρ­κα, Σάμ­πα­το, Γι­α­μα­θά­ρες, Γκα­μο­νέ­δα, Πά­μι­ες κ.ἄ). Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο του ἡ (Ἀ)πει­θαρ­χί­α τῶν λέ­ξε­ων. Κεί­με­να γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἰ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α (Ἐκ­δό­σεις Γα­βρι­η­λί­δης, 2014). Προ­σω­πι­κὸ μπλόγκ:

http://konstantinos-paleologos.blogspot.gr

Γιά­ννης Πα­τί­λης (1947). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε ἕν­τε­κα συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των, κα­θὼς καὶ δο­κί­μια, κρι­τι­κὲς καὶ φι­λο­λο­γι­κὲς με­λέ­τες. Ἐ­ξέ­δω­σε τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον (1986-2012). Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2010 ἵ­δρυ­σε τὴν δι­α­δι­κτυα­κὴ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση γιὰ τὸ μι­κρὸ διή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι τὴν ὁ­ποί­α συν­δι­ευ­θύ­νει ἔ­κτο­τε μὲ τὴν πε­ζο­γρά­φο Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου.


			

Yanis Palavós: Password


Palabos,Giannis-Password-Εικονα-02


Yanis Palavós

 

Password


04-Delta-590px-Dilluminated_svgURANTE dos veranos enteros, cuando iba al pueblo de vacaciones, robaba la red del vecino. Al principio la tenía abierta, sin clave. Cuando descubrió que alguien se la robaba, le puso contraseña. Un día en la cafetería le pregunté su fecha de nacimiento, chorradas de que quería saber su signo zodiacal. Volví a casa y tecleé los números. Dos veranos así estuve descargándome música. Incluso una tarjeta de felicitación pensé en mandarle por su cumpleaños. Hoy, 12 de junio de 2009, en cuanto me han dado permiso, he cogido el autobús para ir al pueblo. Llego y veo enfrente un ataúd. Le hago señas a mi madre. «Lo pilló un coche», dijo. «Una injusticia, tan joven». Subí a mi habitación, encendí el ordenador y tecleé la contraseña: seguía funcionando.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Fuente: Primera publicación en el blog Planodion – Historias Bonsái (13 de a­go­sto de 2010)

Yanis Palavós [Γιάννης Παλαβός] (Velvendos, Kozani, 1980). Estudió Periodismo en la Universidad Aristóteles de Salónica y Gestión Cultural en la Universidad de Pantio. Ha publicado las colecciones de relatos Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, (Intro Books, 2007) [Amor verdadero y otras historias] y Αστείο (Nefeli, 2013) [La broma]. Sus relatos han sido publicados en revistas como To Δέντρο(Δέ)καταΕντευκτήριο y otras.

Traducción: Cristina Ocete

La traducción es producto de las clases de traducción literaria del español al griego y viceversa que imparte Konstantinos Paleologos en el Departamento de Filología Italiana de la Universidad de Aristóteles de Salónica.


Γιάννης Παλαβός: Μιὰ σύντομη ἀποτίμηση τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος

.

09-Palabos,Giannis-Beach,Lou-MiaSyntomiApotimisiTouEgcheirimatos-Eikona-01

.

Γιά­ννης Πα­λα­βός

 .

Μιὰ σύν­το­μη ἀ­πο­τί­μη­ση τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος

[Γιὰ τoὺς 420 χαρακτῆρες τοῦ Lou Beach]

 .

13-Alpha-Century_Mag_A_AraratΝ ΣΥΝΟΨΙΖΑΜΕ τὰ βα­σι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ποὺ κα­θι­στοῦν ἕ­να δι­ή­γη­μα ἀ­ξι­α­νά­γνω­στο, θὰ κα­τα­λή­γα­με, ἐν­δε­χο­μέ­νως, στὰ ἑ­ξῆς: συμ­πύ­κνω­ση, οἰ­κο­νο­μί­α, ὑ­παι­νιγ­μός, αἰφ­νι­δια­σμός, ἀ­κρί­βεια, ἰ­δι­ά­ζου­σα γλώσ­σα, προ­σω­πι­κὸ βλέμ­μα καί, πρω­τί­στως, τὸ ρί­γος ποὺ ἀ­παν­τᾶ­ται στὴν ποί­η­ση· ὅ­λα, ἄλ­λω­στε, τὰ πα­ρα­πά­νω στοι­χεῖ­α προ­σι­διά­ζουν στὸν ποι­η­τι­κὸ λό­γο. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους Ἕλ­λη­νες δι­η­γη­μα­το­γρά­φους τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὁ Γι­ῶρ­γος Σκαμ­παρ­δώ­νης, ἐ­πι­ση­μαί­νει σ’ ἕ­να κρι­τι­κό του ση­μεί­ω­μα ὅ­τι «κά­τω ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα πρέ­πει νὰ σα­λεύ­ει τὸ ποί­η­μα» (Βι­βλι­ο­θή­κη Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­ας, 23 Ὀ­κτω­βρί­ου 2009).

       Λαμ­βά­νον­τας ὑ­πό­ψη τὰ πα­ρα­πά­νω, θὰ μπο­ροῦ­σε ἴ­σως ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἢ ὁ δι­η­γη­μα­το­γρά­φος ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κὰ τὶς νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες καὶ τὶς συν­θῆ­κες ποὺ αὐ­τὲς δι­α­μορ­φώ­νουν γιὰ τὴ συγ­γρα­φή, νὰ ἀ­να­ρω­τη­θεῖ ἂν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ γρα­φτοῦν ἀ­ξι­ό­λο­γα δι­η­γή­μα­τα στὸ νέ­ο ψη­φια­κὸ πε­ρι­βάλ­λον. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς κα­τα­φα­τι­κή. Οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ ποὺ τί­θεν­ται ἀ­πὸ τὰ νέ­α μέ­σα μπο­ροῦν στὰ χέ­ρια ἱ­κα­νῶν πε­ζο­γρά­φων ἢ ποι­η­τῶν νὰ ἀ­να­δει­χθοῦν σὲ ἀ­φε­τη­ρί­α πα­ρα­γω­γῆς κα­θό­λα ἀ­ξι­α­νά­γνω­στων ἔρ­γων. Οἱ κά­θε λο­γῆς πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ ποὺ ὣς τὸν 20ὸ αἰ­ώ­να ὑ­πα­γό­ρευ­αν οἱ πα­ρα­δε­δο­μέ­νες ἐκ­φρα­στι­κὲς φόρ­μες (ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὴν ὑ­ψη­λὴ κω­δι­κο­ποί­η­ση τοῦ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου πρὶν τὸ μον­τερ­νι­σμὸ) οὐ­δέ­πο­τε ἐμ­πό­δι­σαν τὴ γέν­νη­ση ση­μαν­τι­κῶν ἔρ­γων – σπου­δαῖ­α σο­νέ­τα, παν­τούμ, χα­ϊ­κοῦ ἢ ποι­ή­μα­τα σὲ δε­κα­πεν­τα­σύλ­λα­βο γρά­φον­ταν πάν­το­τε. Κι αὐ­τὸ δι­ό­τι ὁ ἐ­παρ­κὴς ποι­η­τὴς ἢ πε­ζο­γρά­φος ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς καὶ τοὺς ἐν γέ­νει κα­νό­νες μιᾶς φόρ­μας ὑ­πέρ του καὶ ὑ­πὲρ τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου – ἀρ­κεῖ φυ­σι­κὰ νὰ δι­α­θέ­τει ὁ­ρι­σμέ­νες ἢ ὅ­λες τὶς ποι­ό­τη­τες ποὺ ἀ­να­φέρ­θη­καν στὴν ἀρ­χὴ τοῦ ση­μει­ώ­μα­τος.

       Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Λοὺ Μπίτς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ γρά­ψει μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τὸ πο­λὺ 420 χα­ρα­κτή­ρων, τοὺς ὁ­ποί­ους μέ­χρι πρό­σφα­τα ἔ­θε­τε ὣς ὅ­ριο τὸ Φέ­ισ­μπουκ, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὸν ἰ­σχυ­ρι­σμὸ αὐ­τόν. Τὰ σύν­το­μα κεί­με­να τοῦ Μπὶτς ὑ­περ­βαί­νουν εὔ­κο­λα τὸ ἐ­πί­πε­δο τοῦ εὐ­φυ­ο­λο­γή­μα­τος, τοῦ ἐν­τυ­πω­σι­ο­θη­ρι­κοῦ λε­κτι­κοῦ πυ­ρο­τε­χνή­μα­τος ἢ τῆς βι­νι­έ­τας, δι­α­θέ­τον­τας ἱ­κα­νὸ βά­θος, ποι­η­τι­κὴ προ­ο­πτι­κὴ καὶ τὸν ἀ­ναγ­καῖ­ο ὑ­παι­νι­κτι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα· εἶ­ναι, συ­νε­πῶς, κα­θό­λα ἀ­ξι­α­νά­γνω­στα λο­γο­τε­χνή­μα­τα, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἔ­κτα­σης ἢ πε­ρι­βάλ­λον­τος ὅ­που δη­μι­ουρ­γή­θη­καν. Ὁ Μπὶτς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε στὸ ἔ­πα­κρο τὰ ἀ­σφυ­κτι­κὰ ὅ­ρια τοῦ Φέ­ισ­μπουκ πα­ρα­δί­δον­τας κεί­με­να ποὺ πεί­θουν τὸν ἀ­να­γνώ­στη.

      Ἀ­σφα­λῶς, δὲν εἶ­ναι ὅ­λα τα ἀ­νά­λο­γα ἐγ­χει­ρή­μα­τα a p­r­i­o­ri ἐ­πι­τυ­χῆ. Τὸ 2011, ἡ Ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων ὀρ­γά­νω­σε μιὰ ἐκ­στρα­τεί­α ἐ­ναν­τί­ον τῆς μεί­ω­σης ἀ­να­γνώ­σε­ων δι­η­γη­μά­των ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο τοῦ BBC. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τρό­πους ἀν­τί­δρα­σης ἦ­ταν ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των μέ­σω Του­ί­τερ (γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα, βλ. τὸ σχετικὸ ἀφιέρωμα τοῦ ἰ­στο­λο­γί­ου Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι). Ὡ­στό­σο στὴν πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δὲ στέ­φθη­κε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α, δι­ό­τι, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὸ χρο­νι­κὸ πε­ρι­θώ­ριο συγ­γρα­φῆς τῶν μι­κρο­δι­η­γη­μά­των ἦ­ταν πο­λὺ μι­κρὸ (μό­λις λί­γες ὧ­ρες), τὸ τε­λι­κὸ δι­ή­γη­μα ἦ­ταν προ­ϊ­ὸν συλ­λο­γι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας ἑ­κα­τον­τά­δων χρη­στῶν του Του­ί­τερ. Μὲ ἄλ­λα λό­για, ἀ­που­σί­α­ζε τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα μιᾶς μο­να­δι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας, ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς ὁ­ποί­ας —αἰ­σθη­τι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ ὡς πε­ρι­ε­χό­με­νο— ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κεί­με­νο. Οἱ πα­ρά­γον­τες αὐ­τοὶ δὲ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὸ ἴ­διο το μέ­σο καὶ τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς ποὺ θέ­τει, ἀλ­λὰ μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς πα­ρά­γον­τες, δη­λα­δὴ τὴ χρή­ση τοῦ μέ­σου.

       Ἀν­τί­θε­τα, ὁ Μπὶτς ἔ­γρα­ψε τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τῶν 420 χα­ρα­κτή­ρων στὸ Φέ­ισ­μπουκ, ὅ­πως θὰ τὰ ἔ­γρα­φε ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος συγ­γρα­φέ­ας σὲ «πα­ρα­δο­σια­κὸ» πε­ρι­βάλ­λον, δη­λα­δὴ στὸ χαρ­τί: ἀ­σκών­τας ὁ ἴ­διος πλή­ρη ἔ­λεγ­χο στὸ κεί­με­νο, μὲ ἐ­λευ­θε­ρί­α χρό­νου καὶ ἐ­πι­λο­γῆς ὕ­φους. Ἐ­φό­σον ὁ Μπὶτς εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος —πράγ­μα ποὺ τὸ βι­βλί­ο ὡς σύ­νο­λο ἀ­πο­δει­κνύ­ει—, τὸ δι­ή­γη­μα ὄν­τως, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Σκὸτ Μπράν­τφιλντ στὴν κρι­τι­κή του στοὺς N­ew Y­o­rk T­i­m­es, «βγαί­νει θρι­αμ­βευ­τὴς» ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἐν­δι­α­φέ­ρον πεί­ρα­μα.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

 .

Γιάννης Παλαβός: Μεγάλος

 

 

Γιάννης Παλαβός

 

Μεγάλος

 

Στὴν Ἕλη

                 

 ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ κά­τω ἀ­πὸ τὸ κι­ό­σκι. Κα­θι­στὸς σ’ ἕ­να σκα­μνί. Μό­λις ποὺ τὸν ξε­χω­ρί­ζω πί­σω ἀ­π’ τὶς ντο­μα­τι­ὲς κα­θὼς κα­τη­φο­ρί­ζω γιὰ νὰ μπῶ στὸν μπαχ­τσέ. «Μπαμ­πά» λέ­ω «τὸ πο­δή­λα­το τά ’­παι­ξε». Τὸν βλέ­πω ποὺ σμί­γει τὰ φρύ­δια του. Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ μι­λά­ω ἔ­τσι. «Τί ἔ­χει;» ρω­τά­ει. Στη­ρί­ζω τὸ πο­δή­λα­το σὲ δυ­ὸ ντά­νες τε­λά­ρα, ἄ­δεια, δε­μα­τι­α­σμέ­να γιὰ νὰ πᾶ­με στὸ χω­ρά­φι τὸ πρω­ί. Τώ­ρα σου­ρου­πώ­νει. Ὁ μπαμ­πὰς ση­κώ­νε­ται ἀρ­γά. Σή­με­ρα ἦ­ταν πρω­ι­νός, ἔ­πει­τα ἤ­πι­ε ρα­κὲς στὸ κα­φε­νεῖ­ο. Κοι­μή­θη­κε δυ­ὸ ὧ­ρες καὶ τώ­ρα, κα­θὼς τὸ Βελ­βεν­τὸ γί­νε­ται μὸβ κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ποὺ δύ­ει, κά­νει τὸ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νό του τσι­γά­ρο. Δεί­χνω τὸ πε­τά­λι, «ξε­βι­δώ­θη­κε» λέ­ω. Τὸ πιά­νω καὶ τὸ φέρ­νω μιὰ σβού­ρα. Ἄλ­λη μιὰ καὶ θὰ πέ­σει στὰ χόρ­τα. «Πλα­στι­κού­ρα, μπαμ­πά. Θέ­λει ἄλ­λαγ­μα.» Ὁ μπα­μπὰς φέρ­νει τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη. Τὴν ἔ­χει μέ­σα στὸ πα­λιὸ ψυ­γεῖ­ο. Τώ­ρα οἱ γο­νεῖς μου ἀ­γό­ρα­σαν και­νού­ριο, no frost. Τὸ πα­λιὸ ἔ­γι­νε ντου­λά­πα κά­τω ἀ­π’ τὸ κιό­σκι. Ὁ μπα­μπὰς σκύ­βει στὰ πε­τά­λια. Ἐ­γὼ κά­θο­μαι πα­ρα­πέ­ρα, σὲ μιὰ κλού­βα. «Τοὺς πού­στη­δες» λέ­ει. Μ’ ἀ­κού­ει ποὺ γε­λά­ω καὶ μοῦ ρί­χνει ἕ­να κο­φτὸ βλέμ­μα. «Θὰ πᾶ­με αὔ­ριο με­τὰ τὰ ρο­δά­κι­να στὰ Σέρ­βια ν’ ἀλ­λά­ξου­με πε­τά­λια.» Ὕ­στε­ρα ἀ­νοί­γει τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη καὶ τὴν κοι­τά­ζει, ἀ­μί­λη­τος. Ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου βλέ­πω τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό της. Θὰ πρέ­πει νά ’­ναι ’­κεῖ μέ­σα γύ­ρω στὰ πε­νήν­τα κλει­διὰ καὶ κα­τσα­βί­δια, τὸ ἕ­να πά­νω στὸ ἄλ­λο, σὰν μα­κα­ρό­νια με­τὰ τὸ σού­ρω­μα. Ὁ μπαμ­πὰς τὰ πα­ρα­τη­ρεῖ. Ἔ­πει­τα ἁ­πλώ­νει τὸ χέ­ρι, παίρ­νει ἕ­να λε­πτὸ καὶ μα­κρὺ κλει­δί, μὲ μιὰ τρύ­πα στὴ μέ­ση. Γο­να­τί­ζει πλά­ι στὸ πε­τά­λι ποὺ πα­λατ­ζά­ρει. Ἀρ­χί­ζει καὶ βι­δώ­νει τὴ βά­ση τοῦ πε­τα­λιοῦ. Τὸ βλέ­πω, τὸ νι­ώ­θω ποὺ σφίγ­γει. «Γιὰ ἀ­νέ­βα» λέ­ει. Ἀ­νε­βαί­νω. Κά­νω ἕ­ναν γύ­ρο στὴν αὐ­λή, βγαί­νω στὸν κεν­τρι­κὸ δρό­μο, ξα­να­κα­τη­φο­ρί­ζω. Τὸ πο­δή­λα­το φυ­σά­ει, σκέ­φτο­μαι – ἀλ­λὰ δὲν τὸ λέ­ω. Φτά­νω στὸ κιό­σκι καὶ ξε­πε­ζεύ­ω. Ὁ μπαμ­πὰς ἔ­χει ἀ­νά­ψει κι ἄλ­λο τσι­γά­ρο. «Θὰ μοῦ δώ­σεις κι ἐ­μέ­να ἕ­να;» λέ­ω. Δὲν προ­λα­βαί­νει ν’ ἀ­παν­τή­σει κι ἀ­κού­γε­ται ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να τη­λέ­φω­νο. Ὁ μπαμ­πὰς πά­ει νὰ τὸ ση­κώ­σει. «Ἐμ­πρός;» λέ­ει. «Ναί, ἐ­δῶ εἶ­ναι.» Γυ­ρί­ζει σὲ μέ­να, τὸν βλέ­πω μέ­σα ἀ­π’ τὴ σί­τα τῆς πόρ­τας. «Ἡ γυ­ναί­κα σου, λέ­ει ὅ­τι ὁ μι­κρὸς ἔ­χει πυ­ρε­τὸ – ἔ­λα, πλη­ρώ­νει ὑ­πε­ρα­στι­κό.» Ση­κώ­νο­μαι, σκύ­βω μὴ χτυ­πή­σω τὸ κε­φά­λι στὸ κι­ό­σκι καὶ μπαί­νω στὸ σπί­τι.

 

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Γιά­ννης Πα­λα­βὸς (Βελ­βεν­δὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Τελευταῖο του βιβλίο εἶναι: Τὸ ἀστεῖο (ἐκδ.Νεφέλη, 2012). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, (Δε)κα­τά, Ἐν­τευ­κτή­ριο, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση κ.ἄ. Συ­νερ­γά­της τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι.

 

Γιάννης Παλαβός: Ἕνας λογοτεχνικὸς «τουϊτομαραθώνιος»

 

 

[Ἕ­νας λο­γο­τε­χνι­κὸς «τουϊ­το­μα­ρα­θώ­νιος»: Α’ – Τὸ ἐγχείρημα]

 

Γιάννης Παλαβός

 

Ἕ­νας λο­γο­τε­χνι­κὸς «του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιος»

 

ΔΩ ΚΑΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ, τὸ B­BC ἐν­τάσ­σει στὸ πρό­γραμ­μά του ἀ­να­γνώ­σεις δι­η­γη­μά­των. Πρό­κει­ται γιὰ ἰ­σχυ­ρὴ πα­ρά­δο­ση, τὴν ὁ­ποί­α μέ­χρι πρό­σφα­τα ἡ δι­οί­κη­ση τοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος ὑ­πο­στή­ρι­ζε σθε­να­ρά. Στὸ πλαί­σιο, ὡ­στό­σο, τῶν πε­ρι­κο­πῶν καὶ τῆς ἀ­να­θε­ώ­ρη­σης τοῦ προ­γράμ­μα­τός του πρὸς ὄ­φε­λος τῶν ἐ­νη­με­ρω­τι­κῶν ἐκ­πομ­πῶν, οἱ ἑ­βδο­μα­δια­ῖες με­τα­δό­σεις ἔ­χουν στα­δια­κὰ κα­τὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια πε­ρι­ο­ρι­στεῖ. Ὣς τὸ 2009, τὸ Radio 4 τοῦ BBC με­τέ­δι­δε ἕ­ξι δι­η­γή­μα­τα τὴν ἑ­βδο­μά­δα. Ἔ­κτο­τε, οἱ με­τα­δό­σεις πε­ρι­ο­ρί­στη­καν στὶς δύ­ο ἐ­βδο­μα­δια­ίως, ἐ­νῶ πρό­σφα­τα ἀ­να­κοι­νώ­θη­κε ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν Ἄ­νοι­ξη τοῦ 2012 θὰ με­τα­δί­δε­ται μό­νον ἕ­να δι­ή­γη­μα τὴν ἑ­βδο­μά­δα.

       Ἡ κί­νη­ση αὐ­τή, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἀ­ναι­ρεῖ μιὰ πα­ρά­δο­ση δε­κα­ε­τι­ῶν καὶ συμ­βάλ­λει στὴν ἀ­πα­ξί­ω­ση τῆς μι­κρῆς φόρ­μας, ἔ­χει καὶ πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες: ἀρ­κε­τοὶ συγ­γρα­φεῖς —νε­ό­τε­ροι καὶ δό­κι­μοι— στὸ πα­ρελ­θὸν ἀ­πέ­κτη­σαν πρό­σβα­ση σὲ εὐ­ρύ­τε­ρα ἀ­κρο­α­τή­ρια μέ­σω τῶν με­τα­δό­σε­ων τοῦ BBC, ἐ­νῶ τοὺς δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ προ­ω­θή­σουν ὡς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες τὸ ἔρ­γο τους.

       Ὅ­πως ἦ­ταν εὔ­λο­γο, ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων (Society of Authors) ἀν­τέ­δρα­σε στὴν ὑ­πὸ σχε­δια­σμὸ νέ­α μεί­ω­ση. Ἐ­πε­λέ­γη ὡς τρό­πος ἡ δι­ορ­γά­νω­ση ἑ­νὸς μα­ρα­θω­νί­ου συγ­γρα­φῆς μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος μέ­σῳ τοῦ twitter: κά­θε Τε­τάρ­τη, γιὰ πέν­τε ἑ­βδο­μά­δες (ἀ­πὸ τὶς 14 Σε­πτεμ­βρί­ου ὣς τὶς 12 Ὀ­κτω­βρί­ου ἐ­φέ­τος), ἕ­νας κα­τα­ξι­ω­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας, μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, ἔ­δι­νε μέ­σω τοῦ twitter μιὰ ἐ­ναρ­κτή­ρια φρά­ση καὶ οἱ χρῆ­στες ἔ­πρε­πε νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὴ συ­νέ­χεια. Κά­θε μι­κρο­δι­ή­γη­μα ἀ­πο­τε­λοῦν­ταν ἀ­πὸ πέν­τε ἀ­ναρ­τή­σεις (t­w­e­e­ts), τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐ­πέ­λε­γε εἴ­τε ὁ ἴ­διος ὁ συγ­γρα­φέ­ας εἴ­τε κά­ποι­ος ἐ­πι­με­λη­τής. Τὸ κά­θε δι­ή­γη­μα ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­ριθ­μεῖ συ­νο­λι­κὰ ἕ­ως 670 χα­ρα­κτῆ­ρες. Οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἔ­λα­βαν μέ­ρος εἶ­ναι οἱ Σά­ι­μον Μπρὲτ (Si­mon Brett), Νὴλ Γκάιμαν (Neil Gai­man), Τζοὰν Χάρις (Jo­an­ne Har­ris), Ἴ­αν Ράνκιν (Ian Ran­kin) καὶ Σά­ρα Γου­ό­τερς (Sa­rah Wa­ters). Συ­νο­λι­κὰ ὁ «του­ι­το­μα­ρα­θώ­νιος» ἀ­πέ­δω­σε ἕ­ξι μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (τὴν τε­λευ­ταί­α Τε­τάρ­τη, 12 Ὀ­κτω­βρί­ου, ὁ Νὴλ Γκά­ι­μαν ποὺ ἔ­κλει­σε τὸν μα­ρα­θώ­νιο ἔ­δω­σε δύ­ο ἐ­ναρ­κτή­ρι­ες φρά­σεις). Συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὰ τοῦ μα­ρα­θω­νί­ου, ὑ­πῆρ­χε —ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη— δι­α­θέ­σι­μη στὸν ἱ­στό­το­πο τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων (www.societyofauthors.org) αἴ­τη­ση γιὰ τὴν ἀ­κύ­ρω­ση τῆς ἀ­πό­φα­σης τοῦ BBC, τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­γρά­ψει κά­θε ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νος. Ἐ­πί­σης, στὸν ἴ­διο ἱ­στό­το­πο μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ἀ­κού­σει τὰ ἕ­ξι μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἀ­να­γνω­σμέ­να ἀ­πὸ τρεῖς δη­μο­φι­λεῖς βρε­τα­νοὺς ἠ­θο­ποι­ούς, τὴ Μπρέν­τα Μπλέ­θιν (Bren­da Ble­thyn), τὸν Μπὶλ Νάι (Bill Ni­ghy) καὶ τὸν Χιοὺ Μπόν­βιλ (Hugh Bon­ne­vil­le).

       Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀ­να­κοί­νω­ση τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα κρί­νε­ται ἐ­πι­τυ­χές: χι­λιά­δες χρῆ­στες τοῦ twitter συμ­με­τεῖ­χαν κά­θε Τε­τάρ­τη στὴ συλ­λο­γι­κὴ συγ­γρα­φὴ κά­θε μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος, ἐ­νῶ ἡ αἴ­τη­ση γιὰ ἀ­να­στο­λὴ τῆς ἀ­πό­φα­σης τοῦ BBC ἔ­χει συγ­κεν­τρώ­σει πά­νω ἀ­πὸ 7000 ὑ­πο­γρα­φές.

 

* * *

 

Ἡ ἰ­δέ­α νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ γιὰ δη­μι­ουρ­γι­κοὺς σκο­ποὺς τὸ twitter, μὲ τοὺς ἐν­δι­α­φέ­ρον­τες φορ­μα­λι­στι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς ποὺ ἐ­πι­βάλ­λει ἡ τε­χνι­κὴ φύ­ση τοῦ μέ­σου, ἀ­κού­γε­ται ἑλ­κυ­στι­κή. Μοιά­ζει σὰν ἄ­σκη­ση ὕ­φους, ἡ ὁ­ποί­α κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­αν θυ­μί­ζει τὶς αὐ­στη­ρὲς φόρ­μες τῆς ποί­η­σης πρὶν τὶς ρή­ξεις ποὺ ἐ­πέ­φε­ρε ὁ μον­τερ­νι­σμός· ἤ, κα­λύ­τε­ρα —μιᾶς καὶ τὸ δι­α­κύ­βευ­μα στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πα­ρα­γω­γὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου μὲ αἰ­σθη­τι­κὴ ἀ­ξί­α μὲν ἀλ­λὰ μὲ τὴ μέ­γι­στη οἰ­κο­νο­μί­α— τὸ χα­ι-κοὺ ἢ τὸ ἐ­πί­γραμ­μα. Ἐ­πι­πλέ­ον, εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἡ δη­μο­φι­λί­α τῶν λε­γό­με­νων «μέ­σων κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης» ὅ­πως τὸ twitter ἐ­ξα­σφα­λί­ζει δη­μο­σι­ό­τη­τα. Ὁ­μοί­ως λει­τουρ­γεῖ καὶ ἡ συμ­με­το­χι­κὴ φύ­ση τοῦ μέ­σου, ἡ ὁ­ποί­α κι­νη­το­ποι­εῖ ἄ­κο­πα χι­λιά­δες κό­σμου.

       Μὲ ἄλ­λα λό­για, ἕ­νας «Τουϊ­το­μα­ρα­θώ­νιος γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος» (ὅ­πως τι­τλο­φο­ρεῖ­ται τὸ ἄρ­θρο τοῦ Νὴλ Γκά­ι­μαν ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ­­ στὴν ἑ­πό­με­νη ἀνάρ­τη­ση) συ­νι­στᾶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε μιὰ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη, ἠ­χη­ρὴ κί­νη­ση γιὰ νὰ προ­ω­θη­θοῦν οἱ σκο­ποὶ τῶν δι­ορ­γα­νω­τῶν – μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­σφα­λῶς δὲν θὰ δι­α­φω­νοῦ­σαν πολ­λοί.

       Ὡ­στό­σο, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ἂν κρι­θεῖ μὲ αὐ­στη­ρὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ κρι­τή­ρια, δὲν εἶ­ναι ἐν­θαρ­ρυν­τι­κό. Τὰ ἕ­ξι μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ ἀ­πέ­δω­σε ὁ του­ι­το­μα­ρα­θώ­νιος μᾶλ­λον δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν ὄν­τως δι­η­γή­μα­τα. Ὁ Γκά­ι­μαν, δύ­ο μέ­ρες ἀ­φοῦ ξε­κί­νη­σε ὁ μα­ρα­θώ­νιος (το ἄρ­θρο του δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὶς 16 Σε­πτεμ­βρί­ου στὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ βι­βλί­ο ἰ­στο­λό­γιο τοῦ G­u­a­r­d­­i­an) ἐ­πε­σή­μαι­νε: «Ὁ του­ι­το­μα­ρα­θώ­νιος ποὺ κά­νου­με [­.­.­.] μπο­ρεῖ νὰ δώ­σει σπου­δαῖ­ες ἱ­στο­ρί­ες, μπο­ρεῖ καὶ ὄ­χι: ἡ συ­νερ­γα­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α πολ­λῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­δί­δει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ὅ­ταν τὸ ζή­τη­μα εἶ­ναι ἡ συγ­κέν­τρω­ση εἰ­δή­σε­ων ἢ ὁ σχο­λια­σμός, ἀλ­λὰ συ­νή­θως δὲν πα­ρά­γει σπου­δαί­α τέ­χνη.» Καὶ ἔ­χει δί­κιο: τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ προ­έ­κυ­ψαν μοιά­ζουν μὲ συ­νον­θύ­λευ­μα δι­α­φο­ρε­τι­κῶν φω­νῶν καὶ αἰ­σθη­τι­κῶν ἐ­πι­λο­γῶν, ποὺ στὴν πλει­ο­ψη­φί­α τους δὲν κα­τα­λή­γουν που­θε­νά. Πα­ρό­λο ποὺ τὸ εἶ­δος τῆς ἱ­στο­ρί­ας ὁ­ρι­ζό­ταν πρὶν ἀ­πὸ κά­θε μα­ρα­θώ­νιο καὶ πα­ρό­λο ποὺ ὑ­πῆρ­χε ἐ­πι­με­λη­τὴς μὲ κα­θῆ­κον νὰ ἑ­νο­ποι­ή­σει ὑ­φο­λο­γι­κὰ καὶ νὰ δώ­σει κα­τεύ­θυν­ση στὰ ἑ­κα­τον­τά­δες μη­νύ­μα­τα ἀρ­μο­λο­γών­τας τα σὲ ἕ­να ἑ­νια­ῖο σῶ­μα, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα —δε­δο­μέ­νου καὶ τοῦ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νου χρό­νου συγ­γρα­φῆς— δὲν δι­και­ώ­νει τὶς προσ­δο­κί­ες γιὰ ἕ­να πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­ξι­α­νά­γνω­στο κεί­με­νο.

       Πρέ­πει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ ἀ­πό­πει­ρα νὰ γρά­ψει κα­νεὶς ἐκ­κι­νών­τας ἀ­πὸ τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς τοῦ μέ­σου αὐ­τοῦ στε­ρεῖ­ται νο­ή­μα­τος· οἱ 670 χα­ρα­κτῆ­ρες ποὺ τέ­θη­καν ὡς ὅ­ριο θὰ μπο­ροῦ­σαν ἄ­νε­τα στὰ χέ­ρια ἑ­νὸς ἐ­παρ­κοῦς συγ­γρα­φέα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἱ­κα­νὸ χῶ­ρο —ἢ καὶ ἔ­ναυ­σμα— γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξει ἕ­να ἀ­ξι­ό­λο­γο, ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο μι­κρο­δι­ή­γη­μα. Ἕ­να τέ­τοι­ο ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ὅ­μως, εἶ­ναι πι­θα­νῶς ἐ­φι­κτὸ ὑ­πὸ συν­θῆ­κες δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεῖ­νες τοῦ του­ϊτο­μα­ρα­θώ­νιου· ἤ­τοι, ὅ­ταν συγ­γρα­φέ­ας εἶ­ναι ἕ­να πρό­σω­πο μὲ προ­σω­πι­κό­τη­τα, τα­λέν­το καὶ πλή­ρη ἔ­λεγ­χο τοῦ κει­μέ­νου, καὶ χω­ρὶς ἀ­σφυ­κτι­κὸ χρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­ρι­σμό. Ἀ­σφα­λῶς, ὅ­λα κρί­νον­ται ἐκ τοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος· ὡ­στό­σο, ἕ­να κεί­με­νο λο­γο­τε­χνι­κῶν ἀ­ξι­ώ­σε­ων συ­νή­θως εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν ἑ­νὸς συγ­γρα­φι­κοῦ νοῦ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πο­τύ­πω­ση τῆς μο­να­δι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας καὶ τῆς μο­να­δι­κῆς αἰ­σθη­τι­κῆς του.

 

* * *

 

Στὸ πλαί­σιο τοῦ μι­κροῦ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου «Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι» τοῦ Πλα­νό­διου στὸ πρω­τό­τυ­πο ἐγ­χεί­ρη­μα τῆς ἀγ­γλι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, πα­ρα­τί­θε­ται τὸ ἄρ­θρο τοῦ Νὴλ Γκά­ι­μαν μὲ τί­τλο «Ἕ­νας του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιος γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος». Τὸ κεί­με­νο πα­ρου­σιά­ζει ἐν­δι­α­φέ­ρον, για­τί ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τά­θε­ση τῆς εἰ­λι­κρι­νοῦς ἀ­γά­πης ἑ­νὸς ἀ­ξι­ό­λο­γου καὶ δη­μο­φι­λέ­στα­του συγ­γρα­φέ­α, γνω­στοῦ κυ­ρί­ως ὡς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φου, γιὰ τὴ μι­κρὴ φόρ­μα. Ταυ­τό­χρο­να, θί­γει τὸ ζή­τη­μα τοῦ ὅ­λο καὶ συρ­ρι­κνού­με­νου ἐκ­δο­τι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιὰ τὸ δι­ή­γη­μα. Ἐ­πί­σης, τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα πε­ρι­λαμ­βά­νει με­τα­φρα­σμέ­νες στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ τὶς δύ­ο ἐ­παρ­κέ­στε­ρες, κα­τὰ τὴν κρί­ση τοῦ γρά­φον­τος, ἱ­στο­ρί­ες ἀ­πὸ τὶς ἕ­ξι τοῦ μα­ρα­θω­νί­ου. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­τρέ­ξει στὸν ἱ­στό­το­πο τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων γιὰ νὰ δι­α­βά­σει καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες, ὥ­στε νὰ σχη­μα­τί­σει μιὰ πλή­ρη ἄ­πο­ψη γιὰ τὴν ἔκ­βα­ση τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος.

 

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση

 

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν Intro Books ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἀν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (Jem­ma Press). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: Edgar Lee Ma­sters, Mi­ro­slav Ho­lub, Mat­thew Ar­nold, Do­nald Jus­ti­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­».

 

Γιάννης Παλαβός: Ὁ Ἄμπροουζ Μπὴρς καὶ οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύθοι

 

 

Γιάννης Παλαβός

 

«Τί­πο­τα δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α»:

ὁ Ἄμπροουζ Μπὴρς καὶ οἱ Φανταστικοὶ μύθοι. Μι­κρὴ ἐ­κλο­γή.

 

ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΕ­ΖΟ­ΓΡΑ­ΦΟΣ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς (A­m­b­r­o­se B­i­e­r­ce. Ὀ­χά­ι­ο, 1842–Με­ξι­κό, με­τὰ τὸ 1913) ὑ­πῆρ­ξε ση­μαί­νου­σα μορ­φὴ τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ τέ­λους τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20ου. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ στα­δι­ο­δρο­μί­α του στὰ γράμ­μα­τα, ἐρ­γά­στη­κε ὡς δη­μο­σι­ο­γρά­φος στὴν Ἀγ­γλί­α καὶ τὶς Η­ΠΑ – ἰ­δί­ως στὴ Δυ­τι­κὴ Ἀ­κτή, ὅ­που τα ἄρ­θρα του ἀ­σκοῦ­σαν ση­μαν­τι­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ή. Τὰ ἴ­χνη του χά­θη­καν τὸ 1913, ὅ­ταν πέ­ρα­σε τὰ ἀ­με­ρι­κα­νο-με­ξι­κα­νι­κὰ σύ­νο­ρα γιὰ νὰ συν­δρά­μει —ὅ­πως του­λά­χι­στον εἰ­κά­ζε­ται— τὶς δυ­νά­μεις τῆς με­ξι­κα­νι­κῆς ἐ­πα­νά­στα­σης ὑ­πὸ τὸν Πάν­τσο Βί­για.

       Τὸ ἔρ­γο τοῦ Μπὴρς συν­τί­θε­ται ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀ­πό: (α) Δι­η­γή­μα­τα σὲ ρε­α­λι­στι­κὸ ὕ­φος ποὺ ἀν­τλοῦν ἀ­πὸ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες του ὡς στρα­τι­ώ­τη καὶ με­τέ­πει­τα ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοῦ στὸν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ ἐμ­φύ­λιο. Στὰ δι­η­γή­μα­τα αὐ­τὰ οὐ­δέ­πο­τε δο­ξο­λο­γεῖ­ται ὁ πό­λε­μος· κυ­νι­κὰ καὶ με­λαγ­χο­λι­κά, τὰ κεί­με­να τοῦ Μπὴρς πα­ρου­σιά­ζουν τὸν πό­λε­μο ὡς μιὰ ὀ­δυ­νη­ρὴ καὶ μά­ται­η ἄ­σκη­ση στὴ βία καὶ τὸ θά­να­το. (β) Δι­η­γή­μα­τα τρό­μου· ἐ­δῶ τὸ εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν κα­τα­βο­λῶν γοτ­θι­κὸ στοι­χεῖ­ο μπο­λι­ά­ζε­ται μὲ τὴν το­πο­γρα­φί­α καὶ ἀν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φί­α τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς Δύ­σης, ἐ­νῶ δί­νε­ται ἔμ­φα­ση στὶς ψυ­χο­λο­γι­κὲς πτυ­χὲς τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Εἶ­ναι μιὰ ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες φο­ρὲς στὴν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α —τὸ δρό­μο ἄ­νοι­ξε ὁ Ἔν­τγκαρ Ἄ­λαν Πό­ε— ποὺ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ἡ ὑ­παρ­ξια­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ. (γ) Ἀλ­λη­γο­ρι­κοὺς μύ­θους· στὴν κα­τη­γο­ρί­α αὐ­τὴ ἐν­τάσ­σον­ται οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύ­θοι, στοὺς ὁ­ποί­ους θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἐ­κτε­νέ­στε­ρα στὴ συ­νέ­χεια. (δ) Ποι­ή­μα­τα· πρό­κει­ται γιὰ ἔμ­με­τρα ποι­ή­μα­τα, συ­χνὰ ὀ­λι­γό­στι­χα, ποὺ κα­τα­πι­ά­νον­ται μὲ τὰ ἴ­δια θέ­μα­τα ποὺ ἀ­πα­σχό­λη­σαν ἐν γέ­νει τὸν Μπήρς. Ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τῶν πε­ζο­γρα­φη­μά­των του ἔ­χει ἐ­πι­σκιά­σει αὐ­τὴ τὴν πλευ­ρὰ τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς του δρα­στη­ρι­ό­τη­τας. (ε) Ἐ­κλο­γὴ ἀ­πὸ τὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή του ἐρ­γα­σί­α ἢ δι­α­σκευ­ὴ αὐ­τῆς σε λο­γο­τέ­χνη­μα· εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ δη­μο­φι­λέ­στε­ρου πο­νή­μα­τός του, τοῦ Ἀλ­φα­βη­τα­ρί­ου τοῦ Δι­α­βό­λου, ἑ­νὸς ἰ­δι­ό­τυ­που ἀν­τι-λε­ξι­κοῦ ποὺ ξε­κί­νη­σε ὡς στή­λη σὲ ἐ­φη­με­ρί­δα καὶ κα­τό­πιν ἐκ­δό­θη­κε ὑ­πὸ μορ­φὴ βι­βλί­ου.

       Ὁ Μπὴρς εἶ­ναι πε­ρί­φη­μος κυ­ρί­ως γιὰ τὸ ὕ­φος του: πι­κρός, εἴ­ρων, ἱ­κα­νό­τα­τος στὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ κοι­νω­νι­κὴ σά­τι­ρα, τα­γὸς τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου. Στό­χοι του ἦ­ταν τὸ πο­λι­τι­κὸ καὶ δι­κα­στι­κὸ σύ­στη­μα, οἱ δι­πλω­μά­τες, ἡ ὀρ­γα­νω­μέ­νη θρη­σκεί­α, ὁ Τύ­πος, οἱ συγ­γρα­φεῖς καὶ τὸ σι­νά­φι τους ἀλ­λὰ καὶ οἱ δι­ά­φο­ρες «Ἑ­νώ­σεις Γυ­ναι­κῶν» (ὁ Μπὴρς ἔ­γρα­φε κα­τὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς πρώ­της γυ­ναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης). Τὰ ἐ­πί­θε­τα ποὺ συ­νο­δεύ­ουν τὸ ἔρ­γο του κω­δι­κο­ποι­οῦν­ται εὔ­κο­λα: κυ­νι­κό, σαρ­κα­στι­κό, πνευ­μα­τῶ­δες, ἀλ­λό­κο­το, μα­κά­βριο, ἀ­παι­σι­ό­δο­ξο, μι­σαν­θρω­πι­κό. Ἡ φρά­ση ποὺ λέ­γε­ται πὼς ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τὸ μό­το του εἶ­ναι «No­thing mat­ters»: «Τί­πο­τα δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α».

       Ἡ κρι­τι­κὴ ὑ­περ­τό­νι­σε τὸν μη­δε­νι­στι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τῶν κει­μέ­νων τοῦ Μπήρς. Ὡ­στό­σο, πρό­κει­ται γιὰ πα­ρε­ξή­γη­ση. Ἡ πε­ρί­πτω­σή του φέρ­νει στὸ νοῦ ἕ­ναν ἄλ­λον, νε­ό­τε­ρο ὁ­μό­τε­χνό του ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ Ἀ­τλαν­τι­κοῦ, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χουν γρα­φτεῖ πε­ρί­που τὰ ἴ­δια: τὸν αὐ­στρια­κὸ Τό­μας Μπέρ­νχαρντ. Ἡ ἀ­στο­χί­α τῶν κα­τη­γό­ρων ἀμ­φό­τε­ρων τῶν συγ­γρα­φέ­ων ἔγ­κει­ται στὸ ὅ­τι δὲν ἀν­τι­λή­φθη­καν ὅ­τι ἡ πι­κρὴ αὐ­τὴ στά­ση εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος ἀ­νε­στραμ­μέ­νης τρυ­φε­ρό­τη­τας. Τό­σο ὁ Μπὴρς ὅ­σο καὶ ὁ Μπέρ­νχαρντ δι­ῆλ­θαν βί­ο συ­χνὰ μο­νή­ρη καὶ πλή­ρη ἀ­πο­γο­η­τεύ­σε­ων. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει γιὰ τὸν Μπέρ­νχαρντ ὁ με­τα­φρα­στής του Σπύ­ρος Μο­σκό­βου «­[­…] Ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τῆς προ­σω­πι­κῆς εὐ­τυ­χί­ας καὶ ἡ ἄ­πω­ση γιὰ τὸν κοι­νω­νι­κὸ πε­ρί­γυ­ρο δι­ο­χε­τεύ­θη­καν σὲ μιὰ λο­γο­τε­χνί­α γε­μά­τη σαρ­κα­σμὸ καὶ ὑ­παρ­ξια­κὴ με­λαγ­χο­λί­α. Τὰ πε­ζὰ καὶ τὰ θε­α­τρι­κά του Μπέρ­νχαρντ μοιά­ζουν ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως μὲ ἔρ­γα “μι­σαν­θρώ­που”. Μέ­χρι νὰ ἀ­φουγ­κρα­στεῖς πί­σω τους τὸ ἀ­να­τρι­χι­α­στι­κὸ κλά­μα γιὰ τὴ χα­ρὰ ποὺ δὲν ἦρ­θε πο­τὲ» (στὸ Τὰ βρα­βεῖ­α μου, Ἑ­στί­α, 2010).

 

Ὁ Μπὴρς στὰ ἑλ­λη­νι­κά

 

       Ἂν κι ἕ­να μᾶλ­λον ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το πο­σο­τι­κὰ μέ­ρος του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἑλ­λη­νι­κά, τὸ ἔρ­γο τοῦ Μπὴρς δὲν ἔ­χει τύ­χει ἀ­κό­μη τῆς δέ­ου­σας ὑ­πο­δο­χῆς στὴν Ἑλ­λά­δα. Μὲ ἐ­ξαί­ρε­ση τὸ Ἀλ­φα­βη­τά­ρι τοῦ δι­α­βό­λου, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς ἔρ­γο ἀ­να­φο­ρᾶς καὶ εἶ­ναι πιὰ ἐν­ταγ­μέ­νο στὸν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ κα­νό­να, ὁ Μπὴρς δὲν φαί­νε­ται νὰ ἔ­χει ἀ­πα­σχο­λή­σει ἰ­δι­αί­τε­ρα τοὺς δι­α­μορ­φω­τὲς τοῦ ἐγ­χώ­ριου κα­νό­να. Αὐ­τὸ ἐν­δε­χο­μέ­νως ὀ­φεί­λε­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ συγ­γρα­φέ­α στὰ κα­θ’ ἡ­μᾶς ἀ­νέ­λα­βαν συ­χνὰ ἐ­λάσ­σο­νες ἐκ­δο­τι­κοὶ οἶ­κοι ποὺ εἰ­δι­κεύ­ον­ται στὴν πα­ρα­λο­γο­τε­χνί­α τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ. Πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας κεί­με­νά του σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες τοῦ εἴ­δους —ἀρ­κε­τὲς φο­ρὲς πρό­χει­ρα με­τα­φρα­σμέ­νες καὶ ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας χω­ρὶς ἐ­πι­μέ­λεια— προ­σέ­δε­σαν, λό­γω τῆς ἀ­τυ­χοῦς αὐ­τῆς με­ρί­κευ­σης, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Μπὴρς στὸ ἅρ­μα μιᾶς λο­γο­τε­χνί­ας εἰ­δι­κῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης ἀν­το­χῆς. Σ΄ αὐ­τὸ τὸ πλαί­σιο, ἡ πρό­σφα­τη ἔκ­δο­ση μιᾶς συλ­λο­γῆς τεσ­σά­ρων δι­η­γη­μά­των τοῦ Μπὴρς ὑ­πὸ τὸν τί­τλο Λέ­σχη γο­νε­ο­κτό­νων (2010) ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἄ­γρα καὶ ἡ σχε­τι­κὴ κρι­τι­κο­γρα­φί­α δη­μι­ουρ­γοῦν ἴ­σως τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ ἀ­νά­σχε­ση τοῦ κλί­μα­τος.

 

Οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύ­θοι

 

       Οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύ­θοι (F­a­n­t­a­s­t­ic f­a­b­l­es, G.P. P­u­t­n­a­m­’s S­o­ns, Νέ­α Ὑ­όρ­κη, 1899) ἀν­τλοῦν ἀ­πὸ τοὺς μύ­θους τοῦ Αἰ­σώ­που: κα­τὰ τὸ πρό­τυ­πο τῶν αἰ­σώ­πει­ων ἀ­φη­γή­σε­ων, ὁ Μπὴρς πα­ρα­δί­δει σύν­το­μες, ἐν εἴ­δει ἀ­νεκ­δό­του ἱ­στο­ρί­ες, συ­χνό­τα­τα δι­α­λο­γι­κές, μὲ δι­δα­κτι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο (ἂν καὶ κα­τὰ κα­νό­να ἀ­νορ­θό­δο­ξο)· ὅ­πως καὶ στὸν Αἴ­σω­πο, πρω­τα­γω­νι­στὲς εἶ­ναι πολ­λὲς φο­ρὲς ζῶ­α ἀλ­λὰ καὶ ἀ­φη­ρη­μέ­νες ἔν­νοι­ες, ὅ­πως ἡ Ἀ­ρε­τὴ ἢ ἡ Μοί­ρα. Ἡ δι­α­φο­ρὰ εἶ­ναι ὅ­τι στοὺς μύ­θους τοῦ Μπήρς, ποὺ ἀ­πευ­θύ­νον­ται σὲ ἐ­νή­λι­κες, κυ­ρί­αρ­χο στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ σά­τι­ρα, πάν­τα ἀ­πὸ τὸ με­τε­ρί­ζι μιᾶς παι­γνι­ώ­δους ἀλ­λὰ ἄ­τεγ­κτα ὀρ­θο­λο­γι­κῆς με­τρι­ο­πά­θειας. Δι­ά­χυ­το εἶ­ναι ἐ­πί­σης τὸ οἰ­κεῖ­ο καυ­στι­κὸ καὶ κα­τὰ κα­νό­να ἀ­παι­σι­ό­δο­ξο βλέμ­μα τοῦ συγ­γρα­φέα ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση.

       Τὸ βι­βλί­ο πε­ρι­λαμ­βά­νει 245 σύν­το­μα ἀ­φη­γή­μα­τα. Τὰ 181 ἐξ αὐ­τῶν εἶ­ναι πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να τοῦ Μπήρς, ἐ­νῶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἶ­ναι δι­α­σκευ­ὲς αἰ­σώ­πει­ων καὶ ἄλ­λων μύ­θων, τοὺς ὁ­ποί­ους πα­ραλ­λάσ­σει κα­τὰ τὸ δο­κοῦν προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­τυ­πώ­σει τὴν προ­σω­πι­κή του κο­σμο­αν­τί­λη­ψη. Ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι ὅ­λα τὰ κεί­με­να τῆς συλ­λο­γῆς τὸ ἴ­διο ἀ­ξι­ό­λο­γα καὶ ἡ στα­θε­ρὰ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη δο­μή τους κα­τα­λή­γει κου­ρα­στι­κή, ἀρ­κε­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἀ­ξί­ζουν τὴν προ­σο­χὴ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη· ἂν μὴ τί ἄλ­λο δι­ό­τι τὸ βι­βλί­ο συ­νι­στᾶ μιά, κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο, σύ­νο­ψη —αἰ­σθη­τι­κὰ καὶ θε­μα­τι­κά— τῆς πνευ­μα­τώ­δους γρα­φῆς τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει γιὰ τοὺς Φαν­τα­στι­κοὺς μύ­θους ὁ R­o­b­e­rt L. G­a­le στὸ An A­m­b­r­o­se B­i­e­r­ce c­o­m­p­a­n­i­on (G­r­e­e­n­w­o­od P­r­e­ss, 2001, σέλ. 94), «­[­…] Τὸ τε­λι­κὸ συμ­πέ­ρα­σμα τοῦ Μπὴρς εἶ­ναι ὅ­τι τὰ χρή­μα­τα ἐ­πι­κρα­τοῦν ἔ­ναν­τι τῆς ἠ­θι­κῆς, ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α ἔ­ναν­τι τοῦ ἰ­δε­α­λι­σμοῦ, ἡ κα­κί­α ἔ­ναν­τι τῆς κα­λο­σύ­νης, ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α ἔ­ναν­τι τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης, ἡ δι­α­φθο­ρὰ ἔ­ναν­τι τῆς ἀ­κε­ραι­ό­τη­τας χα­ρα­κτή­ρα, ἡ ἀ­πά­θεια ἔ­ναν­τι τῆς δρά­σης – κον­το­λο­γίς, ὁ θά­να­τος, σὲ ὅ­λες του τὶς μορ­φές, ἔ­ναν­τι τῆς ζω­ῆς.» Ὅ,τι δη­λα­δὴ ἐν συ­νό­λῳ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει συ­νε­χῶς τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἄμ­προ­ουζ Μπήρς.

       Ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται ὅ­τι οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύ­θοι πα­ρου­σι­ά­στη­καν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ τὸ 1983 ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γράμ­μα­τα, σὲ με­τά­φρα­ση τοῦ Θέ­μη Μι­χα­ήλ, ὑ­πὸ τὸν τί­τλο Φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ βι­βλί­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι δυ­σεύ­ρε­το σή­με­ρα. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι δὲν συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὸν βι­βλι­ο­γρα­φι­κὸ κα­τά­λο­γο τῆς Ἐ­θνι­κῆς Βι­βλι­ο­θή­κης. Ἔ­τσι δὲν μπο­ρέ­σα­με νὰ ἔ­χου­με τὴν σχε­τι­κὴ αὐ­το­ψί­α.

       Mιὰ μι­κρὴ ἐ­κλο­γὴ δέ­κα κει­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς Φαν­τα­στι­κοὺς μύ­θους θὰ πα­ρου­σια­στεῖ στὶς προ­σε­χεῖς ἀ­ναρ­τή­σεις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου.

  

 

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν In­tro Books ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπαμ­πα­τζι­μό­που­λο. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: Ed­gar Lee Mas­ters, Mi­ro­slav Ho­lub, Mat­thew Ar­nold, Do­nald Justi­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, e-p­o­e­ma κ.ἄ. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο Ἱστορίες Μπονζάι τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Willa Cather «Πίτερ».

 

Φωτογραφία: Ὁ Ἀμβρόσιος Μπὴρς πενήντα ἐτῶν, στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1892.

 

Γιάννης Παλαβός: Password

 

 

Γιά­ννης Πα­λα­βός

 

P­a­s­s­w­o­rd

 

ΥΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ὁ­λό­κλη­ρα, ὅ­ταν πή­γαι­να στὸ χω­ριὸ γιὰ δι­α­κο­πές, ἔ­κλε­βα δί­κτυ­ο ἀ­πὸ τὸ γεί­το­να. Στὴν ἀρ­χὴ τὸ εἶ­χε ἀ­νοι­χτό, χω­ρὶς κω­δι­κό. Ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι κά­ποι­ος τὸν ἔ­κλε­βε, ἔ­βα­λε p­a­s­s­w­o­rd. Μιὰ μέ­ρα στὸ κα­φε­νεῖ­ο τὸν ρώ­τη­σα τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α γέν­νη­σής του, δῆ­θεν ὅ­τι ἤ­θε­λα νὰ μά­θω τὸ ζώ­διό του. Γύ­ρι­σα σπί­τι καὶ πλη­κτρο­λό­γη­σα τοὺς ἀ­ριθ­μούς. Δυ­ὸ κα­λο­καί­ρια ἔ­τσι κα­τέ­βα­ζα μου­σι­κή. Ὣς κι εὐ­χε­τή­ρια κάρ­τα σκέ­φτη­κα νὰ τοῦ στεί­λω στὰ γε­νέ­θλιά του. Σή­με­ρα, 12 Ἰ­ου­νί­ου 2009, μό­λις πῆ­ρα τὴν ἄ­δειά μου, μπῆ­κα στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ τὸ χω­ριό. Φτά­νω καὶ βλέ­πω ἀ­πέ­ναν­τι φέ­ρε­τρο. Γνέ­φω στὴ μά­να μου. «Τὸν χτύ­πη­σε αὐ­το­κί­νη­το» εἶ­πε. «Πῆ­γε ἄ­δι­κα, τό­σο νέ­ος.» Ἀ­νέ­βη­κα στὸ δω­μά­τιό μου, ἄ­νοι­ξα τὸν ὑ­πο­λο­γι­στὴ καὶ πλη­κτρο­λό­γη­σα τὸ p­a­s­s­w­o­rd: δού­λευ­ε ρο­λό­ι.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­δὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴ  συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (I­n­t­ro B­o­o­ks, 2007). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, (Δε)κα­τά, Ἐν­τευ­κτή­ριο, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση κ.ἄ.