Γιάννης Παλαβός
Μεγάλος
Στὴν Ἕλη
ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ κάτω ἀπὸ τὸ κιόσκι. Καθιστὸς σ’ ἕνα σκαμνί. Μόλις ποὺ τὸν ξεχωρίζω πίσω ἀπ’ τὶς ντοματιὲς καθὼς κατηφορίζω γιὰ νὰ μπῶ στὸν μπαχτσέ. «Μπαμπά» λέω «τὸ ποδήλατο τά ’παιξε». Τὸν βλέπω ποὺ σμίγει τὰ φρύδια του. Δὲν τοῦ ἀρέσει νὰ μιλάω ἔτσι. «Τί ἔχει;» ρωτάει. Στηρίζω τὸ ποδήλατο σὲ δυὸ ντάνες τελάρα, ἄδεια, δεματιασμένα γιὰ νὰ πᾶμε στὸ χωράφι τὸ πρωί. Τώρα σουρουπώνει. Ὁ μπαμπὰς σηκώνεται ἀργά. Σήμερα ἦταν πρωινός, ἔπειτα ἤπιε ρακὲς στὸ καφενεῖο. Κοιμήθηκε δυὸ ὧρες καὶ τώρα, καθὼς τὸ Βελβεντὸ γίνεται μὸβ κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο ποὺ δύει, κάνει τὸ ἀπογευματινό του τσιγάρο. Δείχνω τὸ πετάλι, «ξεβιδώθηκε» λέω. Τὸ πιάνω καὶ τὸ φέρνω μιὰ σβούρα. Ἄλλη μιὰ καὶ θὰ πέσει στὰ χόρτα. «Πλαστικούρα, μπαμπά. Θέλει ἄλλαγμα.» Ὁ μπαμπὰς φέρνει τὴν ἐργαλειοθήκη. Τὴν ἔχει μέσα στὸ παλιὸ ψυγεῖο. Τώρα οἱ γονεῖς μου ἀγόρασαν καινούριο, no frost. Τὸ παλιὸ ἔγινε ντουλάπα κάτω ἀπ’ τὸ κιόσκι. Ὁ μπαμπὰς σκύβει στὰ πετάλια. Ἐγὼ κάθομαι παραπέρα, σὲ μιὰ κλούβα. «Τοὺς πούστηδες» λέει. Μ’ ἀκούει ποὺ γελάω καὶ μοῦ ρίχνει ἕνα κοφτὸ βλέμμα. «Θὰ πᾶμε αὔριο μετὰ τὰ ροδάκινα στὰ Σέρβια ν’ ἀλλάξουμε πετάλια.» Ὕστερα ἀνοίγει τὴν ἐργαλειοθήκη καὶ τὴν κοιτάζει, ἀμίλητος. Ἀπὸ τὴ θέση μου βλέπω τὸ ἐσωτερικό της. Θὰ πρέπει νά ’ναι ’κεῖ μέσα γύρω στὰ πενήντα κλειδιὰ καὶ κατσαβίδια, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, σὰν μακαρόνια μετὰ τὸ σούρωμα. Ὁ μπαμπὰς τὰ παρατηρεῖ. Ἔπειτα ἁπλώνει τὸ χέρι, παίρνει ἕνα λεπτὸ καὶ μακρὺ κλειδί, μὲ μιὰ τρύπα στὴ μέση. Γονατίζει πλάι στὸ πετάλι ποὺ παλατζάρει. Ἀρχίζει καὶ βιδώνει τὴ βάση τοῦ πεταλιοῦ. Τὸ βλέπω, τὸ νιώθω ποὺ σφίγγει. «Γιὰ ἀνέβα» λέει. Ἀνεβαίνω. Κάνω ἕναν γύρο στὴν αὐλή, βγαίνω στὸν κεντρικὸ δρόμο, ξανακατηφορίζω. Τὸ ποδήλατο φυσάει, σκέφτομαι – ἀλλὰ δὲν τὸ λέω. Φτάνω στὸ κιόσκι καὶ ξεπεζεύω. Ὁ μπαμπὰς ἔχει ἀνάψει κι ἄλλο τσιγάρο. «Θὰ μοῦ δώσεις κι ἐμένα ἕνα;» λέω. Δὲν προλαβαίνει ν’ ἀπαντήσει κι ἀκούγεται ἀπ’ τὴν κουζίνα τηλέφωνο. Ὁ μπαμπὰς πάει νὰ τὸ σηκώσει. «Ἐμπρός;» λέει. «Ναί, ἐδῶ εἶναι.» Γυρίζει σὲ μένα, τὸν βλέπω μέσα ἀπ’ τὴ σίτα τῆς πόρτας. «Ἡ γυναίκα σου, λέει ὅτι ὁ μικρὸς ἔχει πυρετὸ – ἔλα, πληρώνει ὑπεραστικό.» Σηκώνομαι, σκύβω μὴ χτυπήσω τὸ κεφάλι στὸ κιόσκι καὶ μπαίνω στὸ σπίτι.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιάννης Παλαβὸς (Βελβενδὸ Κοζάνης, 1980). Σπούδασε δημοσιογραφία στὸ ΑΠΘ καὶ πολιτιστικὴ διαχείριση στὸ Πάντειο. Τελευταῖο του βιβλίο εἶναι: Τὸ ἀστεῖο (ἐκδ.Νεφέλη, 2012). Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικὰ Τὸ Δέντρο, (Δε)κατά, Ἐντευκτήριο, Ἡ Παρέμβαση κ.ἄ. Συνεργάτης τοῦ ἱστολογίου Ἱστορίες Μπονζάι.
Filed under: 1. ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ,Ηλικίες,Οικογένεια,Παλαβός Γιάννης,Φανταστικό | Tagged: Γιάννης Παλαβός,Διήγημα,Λογοτεχνία |