Γιάννης Παλαβός: Μεγάλος

 

 

Γιάννης Παλαβός

 

Μεγάλος

 

Στὴν Ἕλη

                 

 ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ κά­τω ἀ­πὸ τὸ κι­ό­σκι. Κα­θι­στὸς σ’ ἕ­να σκα­μνί. Μό­λις ποὺ τὸν ξε­χω­ρί­ζω πί­σω ἀ­π’ τὶς ντο­μα­τι­ὲς κα­θὼς κα­τη­φο­ρί­ζω γιὰ νὰ μπῶ στὸν μπαχ­τσέ. «Μπαμ­πά» λέ­ω «τὸ πο­δή­λα­το τά ’­παι­ξε». Τὸν βλέ­πω ποὺ σμί­γει τὰ φρύ­δια του. Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ μι­λά­ω ἔ­τσι. «Τί ἔ­χει;» ρω­τά­ει. Στη­ρί­ζω τὸ πο­δή­λα­το σὲ δυ­ὸ ντά­νες τε­λά­ρα, ἄ­δεια, δε­μα­τι­α­σμέ­να γιὰ νὰ πᾶ­με στὸ χω­ρά­φι τὸ πρω­ί. Τώ­ρα σου­ρου­πώ­νει. Ὁ μπαμ­πὰς ση­κώ­νε­ται ἀρ­γά. Σή­με­ρα ἦ­ταν πρω­ι­νός, ἔ­πει­τα ἤ­πι­ε ρα­κὲς στὸ κα­φε­νεῖ­ο. Κοι­μή­θη­κε δυ­ὸ ὧ­ρες καὶ τώ­ρα, κα­θὼς τὸ Βελ­βεν­τὸ γί­νε­ται μὸβ κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ποὺ δύ­ει, κά­νει τὸ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νό του τσι­γά­ρο. Δεί­χνω τὸ πε­τά­λι, «ξε­βι­δώ­θη­κε» λέ­ω. Τὸ πιά­νω καὶ τὸ φέρ­νω μιὰ σβού­ρα. Ἄλ­λη μιὰ καὶ θὰ πέ­σει στὰ χόρ­τα. «Πλα­στι­κού­ρα, μπαμ­πά. Θέ­λει ἄλ­λαγ­μα.» Ὁ μπα­μπὰς φέρ­νει τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη. Τὴν ἔ­χει μέ­σα στὸ πα­λιὸ ψυ­γεῖ­ο. Τώ­ρα οἱ γο­νεῖς μου ἀ­γό­ρα­σαν και­νού­ριο, no frost. Τὸ πα­λιὸ ἔ­γι­νε ντου­λά­πα κά­τω ἀ­π’ τὸ κιό­σκι. Ὁ μπα­μπὰς σκύ­βει στὰ πε­τά­λια. Ἐ­γὼ κά­θο­μαι πα­ρα­πέ­ρα, σὲ μιὰ κλού­βα. «Τοὺς πού­στη­δες» λέ­ει. Μ’ ἀ­κού­ει ποὺ γε­λά­ω καὶ μοῦ ρί­χνει ἕ­να κο­φτὸ βλέμ­μα. «Θὰ πᾶ­με αὔ­ριο με­τὰ τὰ ρο­δά­κι­να στὰ Σέρ­βια ν’ ἀλ­λά­ξου­με πε­τά­λια.» Ὕ­στε­ρα ἀ­νοί­γει τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη καὶ τὴν κοι­τά­ζει, ἀ­μί­λη­τος. Ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου βλέ­πω τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό της. Θὰ πρέ­πει νά ’­ναι ’­κεῖ μέ­σα γύ­ρω στὰ πε­νήν­τα κλει­διὰ καὶ κα­τσα­βί­δια, τὸ ἕ­να πά­νω στὸ ἄλ­λο, σὰν μα­κα­ρό­νια με­τὰ τὸ σού­ρω­μα. Ὁ μπαμ­πὰς τὰ πα­ρα­τη­ρεῖ. Ἔ­πει­τα ἁ­πλώ­νει τὸ χέ­ρι, παίρ­νει ἕ­να λε­πτὸ καὶ μα­κρὺ κλει­δί, μὲ μιὰ τρύ­πα στὴ μέ­ση. Γο­να­τί­ζει πλά­ι στὸ πε­τά­λι ποὺ πα­λατ­ζά­ρει. Ἀρ­χί­ζει καὶ βι­δώ­νει τὴ βά­ση τοῦ πε­τα­λιοῦ. Τὸ βλέ­πω, τὸ νι­ώ­θω ποὺ σφίγ­γει. «Γιὰ ἀ­νέ­βα» λέ­ει. Ἀ­νε­βαί­νω. Κά­νω ἕ­ναν γύ­ρο στὴν αὐ­λή, βγαί­νω στὸν κεν­τρι­κὸ δρό­μο, ξα­να­κα­τη­φο­ρί­ζω. Τὸ πο­δή­λα­το φυ­σά­ει, σκέ­φτο­μαι – ἀλ­λὰ δὲν τὸ λέ­ω. Φτά­νω στὸ κιό­σκι καὶ ξε­πε­ζεύ­ω. Ὁ μπαμ­πὰς ἔ­χει ἀ­νά­ψει κι ἄλ­λο τσι­γά­ρο. «Θὰ μοῦ δώ­σεις κι ἐ­μέ­να ἕ­να;» λέ­ω. Δὲν προ­λα­βαί­νει ν’ ἀ­παν­τή­σει κι ἀ­κού­γε­ται ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να τη­λέ­φω­νο. Ὁ μπαμ­πὰς πά­ει νὰ τὸ ση­κώ­σει. «Ἐμ­πρός;» λέ­ει. «Ναί, ἐ­δῶ εἶ­ναι.» Γυ­ρί­ζει σὲ μέ­να, τὸν βλέ­πω μέ­σα ἀ­π’ τὴ σί­τα τῆς πόρ­τας. «Ἡ γυ­ναί­κα σου, λέ­ει ὅ­τι ὁ μι­κρὸς ἔ­χει πυ­ρε­τὸ – ἔ­λα, πλη­ρώ­νει ὑ­πε­ρα­στι­κό.» Ση­κώ­νο­μαι, σκύ­βω μὴ χτυ­πή­σω τὸ κε­φά­λι στὸ κι­ό­σκι καὶ μπαί­νω στὸ σπί­τι.

 

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Γιά­ννης Πα­λα­βὸς (Βελ­βεν­δὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Τελευταῖο του βιβλίο εἶναι: Τὸ ἀστεῖο (ἐκδ.Νεφέλη, 2012). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, (Δε)κα­τά, Ἐν­τευ­κτή­ριο, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση κ.ἄ. Συ­νερ­γά­της τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι.