Ἐμὶλ Ζολά (Émile Zola)
Ὁ ἑκατοχρονίτης
(Le centenaire)
ΑΘΕ ΜΕΡΑ, ἔβρισκα καθισμένο σ’ ἕνα παγκάκι τοῦ κήπου τοῦ Λουξεμβούργου ἕνα μεγαλόσωμο ἑκατοχρονίτη γέροντα. Στὴ σκιὰ τῶν καστανιῶν τὸ καλοκαίρι, τὸ χειμώνα κάτω ἀπὸ τὶς ξεθωριασμένες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, στοχαζόταν, μὲ τὸ πηγούνι ἀκουμπισμένο στὴ λαβὴ τοῦ μπαστουνιοῦ του.
Ὁ ἑκατοχρονίτης κοιτοῦσε τὰ κοριτσάκια μὲ τὶς κορδέλες τους, ποὺ ἔπαιζαν στὰ πόδια του, χαρίζοντάς του τὰ φωτεινὰ γελάκια τους. Μᾶλλον στοχαζόταν τὸ βρεφικό του λίκνο καὶ τὸν τάφο του. Τὸν διέκρινε μιὰ σοβαρὴ καὶ γλυκιὰ ἠρεμία, στὸ πρόσωπό του φαινόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ πείρα, πράγματα γιὰ τὰ ὁποία μὲ ἔθελγε. Μοῦ ἄρεσε νὰ τὸν ἀκούω νὰ μιλάει γιὰ τὴ ζωή, αὐτὸν ποὺ εἶχε γνωρίσει πόνους καὶ χαρές.
*
Μιὰ μαρτιάτικη μέρα —ὁ οὐρανὸς ἦταν συννεφιασμένος καὶ τὸ Παλάτι τοῦ Λουξεμβούργου(1) ξεπρόβαλλε θλιμμένο καὶ ἄχρωμο πάνω στὸ βρώμικο γκρίζο τῶν νεφῶν— ὁ ἑκατοχρονίτης, ποὺ σκάλιζε τὴ γῆ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ μπαστουνιοῦ του, μοῦ εἶπε μὲ μελαγχολικὴ φωνή:
«Παιδί μου, οἱ οὐρανοὶ ἔριξαν πολλὲς βροχὲς ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκα, καὶ τὰ μάτια μου ἔχυσαν πολλὰ δάκρυα. Πόνεσα πολὺ γιὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχασα. Οἱ γιοί μου καὶ οἱ ἐγγονοί μου ἔχουν πεθάνει, ἔχω μείνει ὁλομόναχος, κουρασμένος ἀπὸ τὸ θάνατο ποὺ δὲν ἔρχεται, σ’ ἕναν αἰώνα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ὁ δικός μου.
»Μὴν εὐχηθεῖτε ποτὲ νὰ ὑπερβεῖτε τὴ μέση ἡλικία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ θάνατος εἶναι μία ἀναγκαία ἀνάπαυση· εἶναι γλυκὸς γιὰ τὸν γέροντα σὰν τὸ φιλὶ ἐρωτευμένης γυναίκας. Εἶχα τὶς δικές μου θλίψεις καὶ εἶχα τὶς θλίψεις τῶν μακριῶν ἡμερῶν ποὺ ἔζησα. Εἶδα πέντε μοναρχίες, δυὸ αὐτοκρατορίες, τρεῖς δημοκρατίες· ἔζησα ὅλα τὰ λάθη ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας λαὸς μέσα σὲ ἕνα αἰώνα. Θυμηθεῖτε τὴν ἱστορία μας. Πόσα δάκρυα καὶ πόσο αἷμα!
»Σήμερα, κάτω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄθλιο οὐρανὸ τοῦ Μαρτίου, καθὼς ἀναρωτιέμαι γιὰ τὸ παρελθόν, ζηλεύω ὅσους δὲν ὑπάρχουν πιά, αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴ γῆ καὶ ἀγνοοῦν τὶς τελευταῖες ντροπὲς καὶ τοὺς τελευταίους λυγμούς μας. Νιώθω οἶκτο γιὰ τὸν ἑαυτό μου ποὺ ζῶ ἀκόμη, νιώθω οἶκτο γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ὁποῖο ἔχω κατοικήσει τόσο πολὺ καιρό.
«Αὐτοὶ ποὺ πεθαίνουν νέοι, εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τῶν θεῶν».
*
Τὸν Μάιο, βρῆκα τὸν ἑκατοχρονίτη νὰ κάθεται στὸ ἴδιο παγκάκι. Τὸ Παλάτι τοῦ Λουξεμβούργου ἔλαμπε μέσα στὸ ἄπλετο φῶς τοῦ χρυσοῦ ἥλιου· πνοὲς ἀνέμου ἔρχονταν ἀπὸ τὰ παρτέρια, φέρνοντας μαζί τους τὶς γλυκὲς εὐωδιὲς ἀπὸ τὶς πασχαλιές.
Ὁ ἑκατοχρονίτης μοῦ εἶπε χαμογελώντας μου τρυφερά:
«Παιδί μου, νά μιὰ ὄμορφη μέρα ἀκόμη ἀνάμεσα στὶς ὄμορφες μέρες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Θυμᾶμαι ὅλες τὶς ἀνοίξεις μου, ὅλες τὶς χαρές μου. Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο καλὸ εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς μέσα στὸ ζεστούτσικο ἀέρα. Ἑκατὸ ἀνοίξεις δὲν μπόρεσαν νὰ ἐξαντλήσουν τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὸν ἥλιο καὶ θά ‘θελα ἄλλες ἑκατὸ ποὺ πάλι θὰ μοῦ ἀφήσουν τὴν πίκρα γιὰ τὰ πρῶτα φύλλα καὶ τὶς πρῶτες ἀχτίδες. Ὁ ἄνθρωπος ξανανιώνει, κάθε καινούρια χρονιά. Σήμερα εἶμαι εἴκοσι χρόνων.
»Πρέπει νὰ εὐχαριστήσω τὴ ζωὴ γιὰ ὅλη τὴν εὐτυχία πού μοῦ ἔδωσε. Εἶδα γύρω ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ ἑστία τοὺς ἀπογόνους μου ὣς τὴν τέταρτη γενιά, καὶ χάρηκα ὅταν συνειδητοποίησα πὼς ἤμουν ὁ πατέρας μιᾶς ὁλόκληρης φυλῆς. Καὶ τώρα ἀκόμη, μέσα στὴ μοναξιά μου, εὐλογῶ τὴ ζωή, γιατί ἡ ζωὴ εἶναι καὶ ἡ ἀνάμνηση. Χαίρομαι μὲ τὶς χαρὲς τοῦ παρελθόντος.
»Ἤμουν μάρτυρας σὲ ἕνα μεγαλειῶδες θέαμα. Ὁ αἰώνας μου ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος αἰώνας, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος κατέκτησε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἐπιστήμη. Θὰ πάρω μαζί μου τὴν ἀνακουφιστικὴ σκέψη ὅτι βαδίζουμε πρὸς τὸ φῶς, μὲ ἀργὰ καὶ βέβαια βήματα. Ξεχνῶ τὶς δυστυχίες μας γιὰ νὰ σκεφτῶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δικαιοσύνη ποὺ μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς σπρώχνουν πρὸς τὰ ἐμπρός.
»Ζητῶ ἀπὸ τὴν ἄνοιξη νέες καὶ μακριὲς χρονιές.»
*
Ἦταν οἱ δύο αἰώνιες κραυγὲς τῆς ζωῆς, ἡ φωνὴ τῆς ἀπελπισίας καὶ ἡ φωνὴ τῆς ἐμπιστοσύνης.
Μοῦ φάνηκε ὅτι ἔβλεπα τὴ Γαλλία στὸ παγκάκι τοῦ ἑκατοχρονίτη, στοὺς τελευταίους σκοτεινοὺς καιρούς, νὰ θρηνεῖ τὰ νεκρὰ παιδιά της, νὰ κλαίει καὶ νὰ στενάζει πάνω στὸ χῶμα. Ἀλλὰ τὴν βλέπω σήμερα, καθὼς ἀναθαρρεύουν οἱ ἐλπίδες της, νὰ χαμογελᾶ στὸ παρελθόν, νὰ ἑτοιμάζει τὸ μέλλον της, νὰ εὔχεται μὲ θέρμη τὴν ὕπαρξη μιᾶς μακριᾶς, μιᾶς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ θὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ φτάσει στὴν ἐλευθερία καὶ τὸ φῶς.
(1) Σ.τ.μ. Τὸ Παλάτι τοῦ Λουξεμβούργου βρίσκεται μέσα στὸν ὁμώνυμο κῆπο, στὸ 6ο Διαμέρισμα τῆς πόλης τοῦ Παρισιοῦ. Χτίστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰ. καὶ σήμερα εἶναι ἡ ἕδρα τῆς Γαλλικῆς Γερουσίας.
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Διηγήματα καὶ νουβέλες, 1864-1874 (Contes et nouvelles, 1864-1874), ἐπιλογὴ κειμένων, παρουσίαση, σημειώσεις, βιογραφία τοῦ Ζολᾶ, χρονολόγιο τῶν διηγημάτων καὶ νουβελῶν καὶ βιβλιογραφία: Fr. -Mar. Mourad, ἔκδ. Gallimard, Flammarion, Παρίσι, 2008) * Πρώτη δημοσίευση: Ὁ ἑκατοχρονίτης ἐμφανίστηκε πρώτη φορὰ στὸ Événement Illustré στὶς 13 Ἰουλίου 1868, ἔπειτα ὡς μία ἀπὸ τὶς Lettres Parisiennes τοῦ La Cloche, στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1872. Γιὰ τὸ κείμενο ἐδῶ χρησιμοποιήθηκε ἡ δεύτερη ἐκδοχή.
Émile Zola (Παρίσι 1840-1902). Γάλλος συγγραφέας, θεωρεῖται ὁ πατέρας τοῦ νατουραλισμοῦ. Μεταξὺ ἄλλων συνέγραψε καὶ μιὰ σειρὰ ἀπὸ εἴκοσι μυθιστορήματα ὑπὸ τὸν τίτλο Les Rougon-Macquart. Histoires naturelles et sociale d’ une famille sous le Second Empire (Ρουγκὸν–Μακάρ. Φυσικὴ καὶ κοινωνικὴ ἱστορία μιᾶς οἰκογένειας ὑπὸ τὴν Β’ Αὐτοκρατορία).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα, 1963). Ἱστορικός, πεζογράφος, θεατρικὴ κριτικός. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ μετάφραση λογοτεχνίας καὶ δοκιμίων ἀρχαίας ἱστορίας καὶ φιλοσοφίας, ἀπὸ τὰ γαλλικὰ καὶ ἀγγλικὰ καὶ μὲ τὴ μετάφραση κειμένων τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματείας.
Filed under: Γαλλικά,Διδακτισμός,Ηλικίες,Τριανταφύλλου Μαρώ,Zola Emile | Tagged: Emile Zola,Γαλλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μαρώ Τριανταφύλλου | Τὰ σχόλια στὸ Ἐμὶλ Ζολά (Émile Zola): Ὁ ἑκατοχρονίτης ἔχουν κλείσει