Μάνος Κοντολέων: Δῶρο γενεθλίων

 

 

Μάνος Κοντολέων

 

Δῶ­ρο γε­νε­θλί­ων

 

ΗΜΕΡΑ ἔ­χω τὰ γε­νέ­θλιά μου. Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ τὰ πό­σα χρό­νια κλεί­νω… Τὰ δέ­κα, τὰ τριά­ντα ἢ τὰ ἑ­ξῆν­τα; Τὰ ὀ­γδόν­τα ἴ­σως;

       Προ­σπα­θῶ αὐ­τὸ νὰ τὸ δι­ευ­κρι­νί­σω ἀ­πὸ τοὺς φί­λους καὶ τοὺς συγ­γε­νεῖς ποὺ ἔ­χουν ἔρ­θει νὰ μὲ ἐ­πι­σκε­φτοῦ­νε. Ὅ­λοι τους μοῦ εὔ­χον­ται νὰ τὰ ἑ­κα­το­στί­σω – ἄ­ρα, συμ­πε­ραί­νω πὼς δὲν θὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χω ξε­πε­ρά­σει τὰ ἐ­νε­νήν­τα. Ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χουν φί­λοι ποὺ ἔ­χω χρό­νια πολ­λὰ νὰ τοὺς δῶ, ὅ­πως καὶ ἄλ­λοι ποὺ μέ­σα στὴ χρο­νιὰ τοὺς ἔ­χω γνω­ρί­σει. Ὑ­πάρ­χουν καὶ κά­ποι­οι ποὺ εἶ­μαι σί­γου­ρος πὼς εἶ­χα πα­ρευ­ρε­θεῖ στὴ κη­δεί­α τους. Τὸ ἴ­διο καὶ μὲ τοὺς συγ­γε­νεῖς. Ἡ κο­ρού­λα τοῦ ἀ­νι­ψιοῦ μου μα­ζὶ μὲ τοὺς γο­νεῖς της, ἀλ­λὰ καὶ ὁ θεῖ­ος Πέ­τρος ποὺ εἶ­μαι βέ­βαι­ος πὼς τὸν εἴ­χα­με θρη­νή­σει ὡς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θύ­μα­τα ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κοῦ δυ­στυ­χή­μα­τος στὰ μέ­σα μιᾶς πε­ρα­σμέ­νης δε­κα­ε­τί­ας. Πάν­τως ὅ­λοι τους μοῦ ἔ­χουν φέ­ρει ἀ­πὸ ἕ­να δῶ­ρο. Δῶ­ρα ποὺ ἄλ­λα τους ται­ριά­ζουν σὲ παι­δὶ ἢ σὲ ἔ­φη­βο, κι ἄλ­λα τους ποὺ ἁρ­μό­ζουν σὲ ἄν­δρα μιᾶς κά­ποι­ας ἡ­λι­κί­ας.

       Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να βι­βλί­α, μὰ καὶ DVD μὲ τὴν Μπάρ­μπι. Ἐ­πι­τρα­πέ­ζια παι­χνί­δια καὶ δι­σκέ­τες τοῦ game boy. Που­κά­μι­σα σὲ τολ­μη­ροὺς χρω­μα­τι­κοὺς συν­δυα­σμοὺς καὶ ἄλ­λα ποὺ ἔ­χουν ἐ­φε­δρι­κὲς μαν­σέ­τες καὶ για­κὰ – σὰν καὶ αὐ­τὰ ποὺ φό­ρα­γε ὁ πα­τέ­ρας. Μό­λις ξε­τύ­λι­ξα ἕ­να πα­κέ­το ποὺ μέ­σα του εἶ­χε μιὰ κού­τα μὲ προ­φυ­λα­κτι­κά – κά­τι τέ­τοι­α δῶ­ρα συ­νή­θως τὰ ἔ­κα­νε ὁ Χρί­στος… Ἀλ­λὰ ὁ Χρί­στος —τὸ θυ­μᾶ­μαι κα­λά— πέ­θα­νε ἀ­πὸ τὴν καρ­διά του ἐ­δῶ καὶ δέ­κα πε­ρί­που χρό­νια. Ἀλ­λὰ τὸ πιὸ ἀ­πρό­σμε­νο δῶ­ρο εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ μοῦ ἔ­στει­λε ὁ παπ­πούς μου. Ὁ ἴ­διος δὲν ἔ­χει ἔρ­θει, κι ἄλ­λω­στε αὐ­τὸ εἶ­ναι φυ­σι­κό, μιᾶς κι ὁ παπ­πούς μου εἶ­ναι ἐ­δῶ καὶ χρό­νια πολ­λὰ ποὺ τὸν ἔ­χου­με χά­σει. Ἐ­γὼ ἤ­μου­να ἀ­κό­μα ἀ­νύ­παν­τρος, ἐ­νῶ τώ­ρα —νο­μί­ζω, του­λά­χι­στον— ἔ­χω καὶ ἐγ­γό­νια…

       Ὁ παπ­πούς μου, πάν­τως καὶ ἀ­πὸ πάν­τα, μοῦ ἔ­κα­νε τὰ πιὸ ἀ­πρό­σμε­να δῶ­ρα. Χαρ­τα­ε­τούς, ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κὰ εἰ­σι­τή­ρια, τρι­ώ­ρο­φες τοῦρ­τες, ἀ­κό­μα καὶ γυ­ναῖ­κες – μὲ ἕ­να τέ­τοι­ο δῶ­ρο τοῦ παπ­ποῦ ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σα τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς παρ­θε­νί­ας μου. Τὸ ἐ­φε­τι­νό του δῶ­ρο τὸ ἔ­φε­ραν δυ­ὸ γε­ρο­δε­μέ­να πα­λι­κά­ρια. Πο­λὺ βα­ρὺ ἔ­δει­χνε καὶ σα­φέ­στα­τα ἦ­ταν ὀγ­κῶ­δες. Κέ­ρα­σα γλυ­κὸ καὶ λι­κὲρ τοὺς με­τα­φο­ρεῖς καὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ δι­α­κρί­νω στὸ βλέμ­μα τους –βλέμ­μα ἀν­θρώ­πων ποὺ ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­να πρώ­τη τους φο­ρὰ μὲ συ­ναν­τού­σα­νε- τὸ πὼς μὲ ἀν­τι­με­τω­πί­ζα­νε. Ἐν­νοῶ ὡς παι­δί, ἔ­φη­βο, νέ­ο ἄν­τρα ἢ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο; Τὸ βλέμ­μα τους ὅ­μως ἦ­ταν οὐ­δέ­τε­ρο. Φά­γα­νε τὸ γλυ­κό, ἤ­πια­νε τὸ πο­τό, καὶ μοῦ εὐ­χή­θη­καν μὲ τὸ γε­νι­κό­λο­γο «Νὰ ζή­σε­τε!». Κι ἔ­πει­τα φύ­γα­νε κι ἐ­γὼ ἔ­μει­να μὲ τὸ βα­ρὺ καὶ ὀγ­κῶ­δες πα­κέ­το. Πῆ­ρα νὰ τὸ ξε­τυ­λί­γω προ­σε­χτι­κά. Πο­τὲ δὲν ἤ­ξε­ρα ἂν τὰ δῶ­ρα τοῦ παπ­ποῦ ἦ­ταν εὔ­θραυ­στα ἢ μὲ πε­ρί­πλο­κους μη­χα­νι­σμούς. Δὲν ἄρ­γη­σα νὰ δι­α­πι­στώ­σω πὼς τὸ δῶ­ρο ἦ­ταν ἕ­να ρο­λό­ι, ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ στη­ρί­ζον­ται στὸ πά­τω­μα, δι­α­θέ­τουν ἕ­να με­ταλ­λι­κὸ ἐκ­κρε­μὲς πί­σω ἀ­πὸ μιὰ τζα­μέ­νια πόρ­τα καὶ πά­νω ἀ­πὸ τὸ στρογ­γυ­λὸ καν­τράν τους ὑ­πάρ­χει ἕ­να πορ­τά­κι ποὺ συ­νή­θως, μὲ τὶς ἀλ­λα­γὲς τῶν ὡ­ρῶν, μπαι­νο­βγαί­νει κά­ποι­ο που­λὶ – ὁ πε­ρί­φη­μος κοῦ­κος. Τέ­τοι­ο ρο­λό­ι ἦ­ταν τὸ δῶ­ρο τοῦ παπ­ποῦ. Ἂν τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις σω­στά, μπο­ρεῖ νὰ κερ­δί­σεις τὸ χρό­νο – τὸ ση­μεί­ω­μα ἦ­ταν κολ­λη­μέ­νο στὴ τζα­μέ­νια πόρ­τα. Δὲν θυ­μό­μου­να τὸ γρα­φι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ παπ­ποῦ κι ἔ­τσι ἁ­πλῶς ὑ­πέ­θε­σα πὼς ὁ ἴ­διος πρέ­πει νὰ τὸ εἶ­χε γρά­ψει. Ἔ­μει­να νὰ κοι­τῶ τὸ ρο­λό­ι καὶ νὰ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι γιὰ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς συμ­βου­λῆς. Πα­ρέ­μει­να σκε­πτι­κὸς καὶ ἀ­κί­νη­τος γιὰ ὥ­ρα πο­λὺ μπρο­στὰ στὸ ρο­λό­ι. Κι ἔ­τσι ἦ­ταν ποὺ δι­α­πί­στω­σα πὼς τὴ στιγ­μὴ τῆς ἀλ­λα­γῆς τῶν ὡ­ρῶν, τὸ πορ­τά­κι μὲν ἄ­νοι­γε, ἀλ­λὰ κα­νεὶς κοῦ­κος ἢ ἄλ­λο εἶ­δος που­λιοῦ δὲν πρό­βα­λε, οὔ­τε κά­ποι­ος ἦ­χος ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὰ σπλά­χνα τοῦ πε­ρί­πλο­κου μη­χα­νι­σμοῦ μέ­τρη­σης τοῦ χρό­νου. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ πα­ρα­μεί­νω γιὰ πο­λὺ ἐ­κεῖ, ὅ­μως. Οἱ κα­λε­σμέ­νοι μου μὲ ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν γιὰ νὰ κό­ψου­με τὴν τούρ­τα. Ἐ­πέ­στρε­ψα στὸ σα­λό­νι καὶ τοὺς ἐ­ξή­γη­σα πὼς δὲν εἶ­χα πά­ρει τούρ­τα για­τί δὲν ἤ­ξε­ρα μὲ πό­σα κε­ρά­κια θὰ ἔ­πρε­πε νὰ τὴ στο­λί­σω. Ἐ­κεῖ­νοι ξέ­ρα­νε – ἀλ­λὰ ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε τὴ δι­κή του ἄ­πο­ψη γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α μου. Μὲ ἐ­νό­χλη­σε ὁ ἀ­πό­λυ­τος τρό­πος τους καὶ δι­α­κρι­τι­κὰ ἐ­πέ­στρε­ψα στὸ δω­μά­τιο ποὺ εἶ­χα ἀ­φή­σει τὸ ρο­λό­ι. Καὶ τό­τε ἦ­ταν ποὺ κα­τά­λα­βα τί μὲ συμ­βού­λευ­ε ὁ παπ­ποὺς μὲ τὸ ση­μεί­ω­μά του. Οἱ κα­λε­σμέ­νοι μου συ­νέ­χι­ζαν νὰ δι­α­φω­νοῦν καὶ νὰ φω­να­σκοῦ­νε γιὰ κάμ­πο­ση ὥ­ρα – συγ­κε­κρι­μέ­να μέ­χρι ποὺ ἦρ­θε ἡ στιγ­μὴ τὸ πορ­τά­κι τοῦ ρο­λο­γιοῦ νὰ ἀ­νοί­ξει κι ἤ­μου­να ἐ­γὼ ποὺ πρό­βα­λα ἀ­πὸ μέ­σα καὶ φώ­να­ξα «Κού­κου, κού­κου, κού­κου!» κι ἔ­πει­τα ἐ­πέ­στρε­ψα ἐν­τὸς τῶν σπλά­χνων τοῦ ρο­λο­γιοῦ, ἀ­νά­με­σα στὰ γρα­νά­ζια καὶ τὰ βα­ρί­δια του – ἐ­κεῖ δη­λα­δὴ ποὺ εἶ­χα ἐ­πι­λέ­ξει νὰ ζῶ. Οἱ κα­λε­σμέ­νοι μου δὲν εἶ­χαν πλέ­ον λό­γο νὰ πα­ρα­μέ­νουν δί­πλα μου. Ἄλ­λω­στε τί θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ μοῦ εὐ­χη­θοῦ­νε; «Νὰ τὰ ἑ­κα­το­στί­σεις»; Ἀ­στεῖ­ο θά ‘­ταν. Δὲν εὔ­χε­σαι κά­τι τέ­τοι­ο στὸν με­τρη­τὴ τῶν ὡ­ρῶν, πα­ρὰ μό­νο σὲ ὅ­ποι­ους ὑ­φί­σταν­ται τὸ μέ­τρη­μά του. Δη­λα­δὴ, ὄ­χι σὲ μέ­να… Πλέ­ον.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση

 

Μά­νος Κον­το­λέ­ων (Ἀθή­να, 1946). Μυ­θι­στο­ρή­μα, δι­η­γή­μα, θέ­α­τρο, μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ πα­ρα­μύ­θια. Σπού­δα­σε Φυ­σι­κὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Πα­ράλ­λη­λα ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν κρι­τι­κὴ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Συ­νερ­γά­ζεται μὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ, ἐ­φη­με­ρί­δες, τὸ ρα­δι­ο­φώ­νο καὶ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Ἔρ­γα του ἔ­χουν δι­α­σκευα­στεῖ καὶ πα­ρου­σια­στεῖ στὸ θέ­α­τρο καὶ στὴν τη­λε­ό­ρα­ση, ἐ­νῶ κά­ποια ἄλ­λα ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ.