Μέριλιν Κρίσλ (Marilyn Krysl): Ἡ Ἀγκινάρα

Μέ­ρι­λιν Κρίσλ (M­a­r­i­l­ynK­r­y­sl)

Ἡ Ἀγκινάρα

(T­he A­r­t­i­c­h­o­ke)

.­.. μέ­χρι νὰ λά­βου­με ὑ­πό­ψη τὶς πιὸ προ­σω­πι­κές του θε­ω­ρί­ες γιὰ τὴν ἀγ­κι­νά­ρα, τὸ γάν­τι, τὸ μπι­σκό­το ἢ τὸ κα­ρού­λι.

Μπρε­τόν, Νάν­τια

Α ΣΥΜΒΕΙ σὲ ἕ­να τρέ­νο γιὰ τὸ Μπάνφ, κι οἱ δυ­ό μας νὰ νο­μί­ζου­με ὅ­τι εἴ­μα­στε σὲ δι­α­κο­πές. Θὰ εἴ­μα­στε στὸ βαγ­κὸν-ρε­στο­ράν, νὰ κα­πνί­ζου­με καὶ νὰ συ­ζη­τᾶ­με γιὰ τὸν Μπον­τλέρ, ἢ γιὰ τὴν Γκὰλφ Ὄιλ, ἢ γιὰ τὸν πλη­θω­ρι­σμό, κα­θὼς πε­ρι­μέ­νου­με τὸ σερ­βι­τό­ρο. Ἐ­νῶ πε­ρι­μέ­νου­με τὸ σερ­βι­τό­ρο χω­ρὶς κα­μί­α βι­α­σύ­νη καὶ ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα πει­να­σμέ­νοι. Καὶ σὲ αὐ­τὴ τὴ συ­ζή­τη­ση θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τὶς ἐκ­φρά­σεις Α­ΕΠ καὶ ἐμ­πο­ρι­κὴ ἀ­ξί­α καὶ ἰ­δέ­α τοῦ κα­κοῦ. Καὶ θὰ μι­λᾶς ἐ­σὺ καὶ ἐ­γώ, ὄ­χι κά­ποι­ος ἄλ­λος κά­που ἀλ­λοῦ, καὶ ὄ­χι κά­ποι­ο ζευ­γά­ρι στη­μέ­νο γιὰ μυ­θι­στό­ρη­μα.

       Ὁ σερ­βι­τό­ρος ἔρ­χε­ται νὰ πά­ρει τὴν πα­ραγ­γε­λί­α μας. Εἶ­ναι μαῦ­ρος καὶ φο­ρεῖ ἄ­σπρο σα­κά­κι. Θὰ εἶ­ναι μαῦ­ρος, ἐ­πει­δὴ ἔ­τσι εἶ­ναι οἱ σερ­βι­τό­ροι στὰ τρέ­να γιὰ τὸ Μπάνφ, εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ σι­δη­ρο­δρό­μου νὰ ἐ­πι­τε­λεῖ τὸ ἔρ­γο του μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο. Θὰ εὐ­χη­θοῦ­με νὰ μὴν ἦ­ταν ὁ σερ­βι­τό­ρος μας, ἀλ­λὰ νά! Καὶ ἐ­κεῖ θὰ εἴ­μα­στε κα­θὼς ὁ σερ­βι­τό­ρος πε­ρι­μέ­νει, ἐ­φό­σον ἔ­χει πλη­ρω­θεῖ ἀρ­κε­τά, ἀλ­λὰ ὄ­χι πά­ρα πολ­λὰ γιὰ νὰ φτά­νουν, μέ­χρι ποὺ εἶ­πα τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μά μου γιὰ τὸν Μπον­τλὲρ καὶ δι­α­κό­ψα­με τὴ συ­ζή­τη­ση γιὰ νὰ πα­ραγ­γεί­λου­με.

       Τὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο θὰ εἶ­ναι κολ­λα­ρι­στό, ἄ­σπρο λι­νό. Ὄ­χι για­τί θέ­λου­με κολ­λα­ρι­στό, ἄ­σπρο λι­νό, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ ἂν μπεῖς στὸ τρέ­νο γιὰ τὸ Μπάνφ, παίρ­νεις ἕ­να ἄ­σπρο λι­νὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο. Καὶ παίρ­νου­με αὐ­τὸ τὸ τρέ­νο ποὺ δι­α­σχί­ζει τὰ βου­νά. Τὰ βου­νὰ δὲν θὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ γιὰ μᾶς βέ­βαι­α, ἀλ­λὰ θὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ.

       Καὶ θὰ πα­ραγ­γεί­λου­με μιὰ ἀγ­κι­νά­ρα. Ἐ­πει­δὴ μᾶς ἀ­ρέ­σουν. Μᾶς ἀ­ρέ­σουν καὶ ὑ­πάρ­χουν στὸν κα­τά­λο­γο.

       Ξέ­ρου­με ὅ­τι μπο­ροῦ­με νὰ ἀλ­λά­ξου­με κά­ποι­α πράγ­μα­τα, καὶ ἄλ­λα ὄ­χι, καὶ ξέ­ρου­με ποι­ὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀλ­λά­ξου­με, ὅ­ταν κλω­τσή­σεις ἕ­να βρά­χο θὰ σπά­σεις τὸ δά­κτυ­λό σου, καὶ τώ­ρα πει­νᾶ­με. Ἤ­δη ἔ­χου­με ξε­φορ­τω­θεῖ τὴ μαυ­ρί­λα τοῦ σερ­βι­τό­ρου, τὸ κολ­λά­ρι­σμα στὸ λι­νό, τὰ ὀ­ρει­νὰ βου­νά, ἔ­χου­με προ­σαρ­μό­σει τὰ αἰ­σθή­μα­τά μας γιὰ αὐ­τά, γι’ αὐ­τὸ τὸ γε­γο­νός. Ἔ­χου­με ἀ­κό­μα μπου­χτί­σει μὲ αὐ­τὰ τὰ αἰ­σθή­μα­τα ποὺ μᾶς γυ­ρο­φέρ­νουν σὰν ἀ­νια­ρὰ πι­τσι­ρί­κια ποὺ δὲν ἔ­χουν κά­τι νὰ κά­νουν, ἀλ­λὰ πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα πει­νᾶ­με.

       Καὶ ὅ­λοι φυ­σι­κὰ ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα ποὺ πει­νᾶ­νε, μπο­ροῦ­με νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦ­με γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο σὰν γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι. Αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ θὰ μπο­ροῦ­σα ἄ­νε­τα νὰ ξε­φορ­τω­θῶ τὶς ὑ­περ­βο­λι­κὲς ἠ­θι­κο­λο­γί­ες καὶ νὰ κα­θί­σω μὲ τὸν Πρό­ε­δρο τοῦ συμ­βου­λί­ου τῆς Γκάλφ, φτά­νει καὶ οἱ δυ­ό μας νὰ εἴ­χα­με μιὰ ἀγ­κι­νά­ρα.

       Νά, ἔρ­χε­τε ὁ σερ­βι­τό­ρος μὲ μιὰ ἄ­σπρη πι­α­τέλ­λα. Βλέ­πω τὶς σει­ρὲς ἀ­πὸ μυ­τε­ρὰ φύλ­λα τῆς ἀγ­κι­νά­ρας, φύλ­λα σχη­μα­τι­σμέ­να σὰν φτε­ρά, καὶ πιὸ κον­τὰ τώ­ρα, συγ­κεν­τρω­μέ­να γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο σὰν φτε­ρά, πο­λὺ πιὸ κον­τά, καὶ αὐ­τὰ τὰ φτε­ρὰ ἔρ­χον­ται πιὸ κον­τά, αὐ­τὰ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ φτε­ρά. Καὶ τώ­ρα ἡ πεί­να μου ξα­να­κά­νει ὅ­λο το δρό­μο πί­σω, ἀ­πὸ τὴν κοι­λιὰ στὸ στό­μα μου, μιὰ καρ­διὰ ποὺ θέ­λει νὰ πε­τά­ξει ἔ­ξω καὶ μα­κριά. Τὰ φτε­ρά της, εἶ­ναι ἕ­να φτε­ρω­τὸ κά­λυμ­μα τῆς κε­φα­λῆς, εἶ­ναι ἕ­να κε­φά­λι. Καὶ ὁ σερ­βι­τό­ρος βά­ζει μπρο­στά μου τὸ πορ­φυ­ρὸ κε­φά­λι τοῦ Κε­τσαλ­κο­άτλ σὲ ἕ­να δί­σκο.

       Θέ­λω νὰ πῶ Ὄ­χι, ἔ­χε­τε μπερ­δέ­ψει τὴν πα­ραγ­γε­λί­α μου μὲ κά­ποι­ου ἄλ­λου, δὲν ζή­τη­σα ἐ­γὼ γι’ αὐ­τό, πάρ­τε το πί­σω. Μὰ κυ­ρί­α, λέ­ει, ἐ­σεῖς τὸ πα­ραγ­γεί­λα­τε. Καὶ θέ­λω νὰ πῶ «Μὴ μὲ λὲς κυ­ρί­α!» Ἀλ­λὰ εἶ­ναι τὸ κε­φά­λι τοῦ Κε­τσαλ­κο­ά­τλ στὸ δί­σκο μου.

       Αὐ­τὸ ποὺ πα­ραγ­γεί­λα­με δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ θέ­λου­με, θὰ σκε­φτό­σα­σταν ὅ­τι ὁ κά­θε βλά­κας μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ δεῖ αὐ­τό. Θε­ω­ρού­σα­με πάν­τα ὅ­τι οἱ ἄ­κα­κες προ­θέ­σεις μας δι­και­ο­λο­γοῦν τὸν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κὸ τρό­πο ζω­ῆς μας. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα δὲν ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει στὸ ὅ­τι ἕ­νας σερ­βι­τό­ρος μᾶς φέρ­νει τὸ κε­φά­λι τοῦ Κε­τσαλ­κο­ά­τλ σὲ μιὰ πι­α­τέ­λα, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ κε­φά­λι ἔ­χου­με ξε­χά­σει ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ζη­τή­σου­με, ἔ­χον­τας τα­ξι­δέ­ψει σὲ αὐ­τὲς τὶς δι­α­κο­πὲς μέ­σα ἀ­πὸ δα­σω­μέ­να, κα­κο­τρά­χα­λα, κα­τα­πλη­κτι­κὰ βου­νά, ὡ­στό­σο ὄ­χι πλέ­ον παρ­θέ­να, ἀ­φή­νον­τας τὰ παι­διὰ στὸ σχο­λεῖ­ο νὰ με­λε­τοῦν πῶς νὰ δι­α­χει­ρι­στοῦν τὴν Κορ­πόρ­σιον, τῆς ὁ­ποί­ας εὔ­κο­λα κα­τα­φέ­ρα­με νὰ ξε­χά­σου­με ὅ­τι ἀ­φεν­τι­κὰ εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς.

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

Μέ­ρι­λιν Κρίσλ (M­a­r­i­l­yn K­r­y­sl). Βρα­βευ­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας τεσ­σά­ρων συλ­λο­γῶν δι­η­γη­μά­των καὶ ἑ­πτὰ ποι­η­τι­κῶν συλ­λο­γῶν. Γρά­φει δο­κί­μια καὶ κρι­τι­κὲς σὲ ση­μαν­τι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μα­ρί­α Ἀν­τω­νί­ου. Φοι­τή­τρια τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.