Νατάσα Κεσμέτη: Ἀγνώστων Μαρτύρων

 

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη

 

Ἀ­γνώ­στων Μαρ­τύ­ρων

 

Ι ΑΞΙΟΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟ εἶ­χε ἐ­κεῖ­νος ὁ δρό­μος; 

Τὸ πὼς ἡ Σού­λα σπί­τω­σε ἕ­ναν πο­λὺ νε­ώ­τε­ρό της καὶ ἦρ­θε μιὰ φο­ρὰ ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του μὲ σκοῦ­ρα κί­τρι­να κε­ριὰ καὶ ἔ­κα­νε ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ σπί­τι τὴν κη­δεία του; Τὸ πὼς πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα αὐ­τὸς τὴν πα­ρά­τη­σε καὶ αὐ­τὴ ἔ­πα­θε ἐγ­κε­φα­λι­κὸ καὶ ρή­μα­ξε ; 

         Ἢ πὼς στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη του, ἡ ἄλ­λη Σού­λα, στὰ χρό­νια ποὺ τὴν χτύ­πη­σε γιὰ τὰ κα­λὰ τὸ ζά­χα­ρο στὸ κε­φά­λι, ἔ­βγαι­νε τσί­τσι­δη στὸ μπαλ­κό­νι; Ἡ ἴ­δια Σού­λα ποὺ ἄλ­λο­τε, ὅ­ταν φο­ροῦ­σε τὴν μπλὲ μπέρτα τῆς ἀ­δελ­φῆς τοῦ Ἐ­ρυ­θροῦ Σταυ­ροῦ, νό­μι­ζες πὼς ἀ­νέ­μι­ζε μπροστά σου τὰ φτε­ρά του κα­νέ­νας ἱ­πτά­με­νος τα­ξί­αρ­χος ἢ περ­νοῦ­σε κα­μιὰ στρα­τη­γά­ρα. 

        Ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το πὼς ὁ δρό­μος ἦ­ταν γε­μά­τος Σοῦ­λες; Κι ἕ­ναν νε­α­ρό, Σού­λη τὸν ἔ­λε­γαν κι αὐ­τόν.

        R­o­t­t­en R­o­ad δὲν ἦ­ταν πάν­τως. Ὁ s­ir W.G­o­l­d­i­ng —νὰ πεῖς πὼς κα­τοί­κη­σε κά­πο­τε κι ἔ­γρα­ψε τὸ F­r­ee F­a­ll— δὲν εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­π’­ τὰ μέ­ρη πο­τέ. Κά­ποι­α Σού­λα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε κά­νει κα­νέ­να ἐ­ξώ­γα­μο ἀλ­λὰ στὸ σύ­νο­λο ὄ­χι: Σα­πι­σμέ­νος Δρό­μος, δὲν ἦ­ταν.

        Ἁ­πλῶς οἱ Σοῦ­λες πε­ρισ­σεύ­α­νε, ὅ­πως ἐ­κεῖ ποὺ τώ­ρα λυ­ώ­νουν οἱ πά­γοι πε­ρισ­σεύ­ουν ἐ­κεῖ­να τὰ που­λιὰ μὲ τὸ πα­ρό­μοι­ο ὄ­νο­μα καὶ  μὲ τὶς ἀ­σύλ­λη­πτες σὲ τα­χύ­τη­τα καὶ ἐμ­βέ­λεια κα­τα­δύ­σεις.

        Οἱ Σοῦ­λες τοῦ δρό­μου ἔ­κα­ναν δι­ά­φο­ρες πτή­σεις. Ἄλ­λη πῆ­γε μα­κρι­νὰ τα­ξί­δια, ἄλ­λη ξε­νι­τεύ­τη­κε σὲ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α, ἄλ­λη ἔ­φυ­γε ξαφ­νι­κά. Ὅ­λες φυ­σι­κά, ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα, πῆ­ραν τὸν δρό­μο ποὺ δὲν ἔ­χει γυ­ρι­σμό.

        Αὐ­τὸς ὅ­μως, οὕ­τως ἡ ἄλ­λως, σκά­βε­ται ἀ­κα­ρια­ῖα, χα­ρά­ζε­ται ἢ στρώ­νε­ται φαρ­δὺς πλα­τὺς αἰφ­νι­δι­α­στι­κὰ καὶ στὶς λε­ω­φό­ρους καὶ στὶς Ἐ­θνι­κὲς καὶ στ’ ­ἀ­δι­έ­ξο­δα σο­κά­κια καὶ σὲ κά­θε δρο­μί­σκο, μό­νοπά­τι ἡ χα­μό­δρο­μο ὅ­που ὁ στό­μας, μᾶλ­λον ἡ χο­ά­νη τοῦ Ἔν­τβαρ Μοὺνκ με­γα­λώ­νει καὶ ἀ­νοί­γει, ἀ­νοί­γει καὶ ἀ­νοί­γει δί­χως τέ­λος, ἀ­πὸ ἕ­να βι­δω­μέ­νο κά­που ἀ­ό­ρα­το δράπανο.

        Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, γιὰ νὰ μὴν εἴ­μα­στε κι ἄ­δι­κοι, οὔ­τε ὁ ἴ­διος,  του­τέ­στιν μὲ σάρ­κα καὶ ὀ­στὰ ὁ Μοὺνκ δι­ῆλ­θεν πο­τὲ τὴν Ἀ­γνώστων Μαρ­τύ­ρων. Ἐ­κτὸς κι ἄν .­..ἀλλὰ ἂς μὴ μπερ­δευ­τοῦ­με μὲ πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νες εἰ­κα­σί­ες.

        Τί ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­το εἶ­χε λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νος ὁ δρό­μος;  Ἀ­κό­μα καὶ τὸ ὄ­νο­μά του δο­ξά­ζει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α.

        Ἦ­σαν οἱ Σοῦ­λες μάρ­τυ­ρες; Ἄγνωστο.

                                                                    

Καλοκαίρι 2010

 

 

 Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀθή­να 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μικὰ καὶ Ἀγγλικὴ Λογο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φανί­στη­κε με τὴν συλ­λογὴ δι­η­γημά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972)· τε­λευ­ταῖο της βι­βλί­ο: Νησὶ ἀπὸ ἐλα­φρόπε­τρα (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀλε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να, 2008).