Νάνσυ Χαριτωνίδου
17 Λεπτά
ΡΕΘΗΚΑΝ γύρω μου. Στὸ μετρό. Ἕνα πρωί. Τέσσερα καθίσματα, στὸ ἕνα ἐγώ. Τρία ἄδεια, τρεῖς αὐτοί.
Ἐκείνη κάθισε ἀπέναντί μου, κάπως βιαστικά, κάπως ἄτσαλα, μὲ τὴν κοντή της φούστα λίγο ἀνασηκωμένη ἀπ’ τὴ μία πλευρά. Ἐκεῖνος, φορτωμένος μ’ ἕνα βαρὺ χειμωνιάτικο σακάκι, ἔκατσε στὴ διπλανὴ θέση ἀπὸ μένα, ἔβγαλε τὸ κινητό του ἀπ’ τὴν τσέπη του καὶ ἔψαχνε κάποιες φωτογραφίες. Τὸ παιδί, στεκόταν ὄρθιο, κοιτοῦσε μπροστὰ λὲς καὶ βρισκόταν σὲ λεωφορεῖο ἢ τράμ, ἢ κάτι τέτοιο, λὲς καὶ παρακολουθοῦσε τὶς κινήσεις κάποιου ὑποτιθέμενου ὁδηγοῦ.
Τὴν κοίταξε μὲ μιὰ γρήγορη ματιά, μετὰ ξαναγύρισε στὸ κινητό του. Στάθηκε σὲ μιὰ φωτογραφία, ἔσπευσε νὰ τῆς δώσει τὸ κινητὸ γιὰ νὰ τῆς δείξει.
— Ἐδῶ εἶναι ἡ θέα ἀπὸ τὸ σπίτι στὴ Μονεμβασία.
— Πολὺ ὡραῖα, ἀπάντησε αὐτή, κάπως τυπικά, ἀλλὰ ταυτόχρονα χαμογέλασε.
— Μαμά, θὰ κατέβουμε Μοναστηράκι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πάρουμε τὸ τραῖνο γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ θέατρο.
— Ναί, ἐλπίζω νὰ μὴν ἀργήσουμε, ἀποκρίθηκε ἐκείνη.
— Τώρα περνᾶμε τὴ στάση «Κατεχάκη». Ἐδῶ στὸ πάρκινγκ ἀφήνουμε τὸ αὐτοκίνητο μὲ τὸν μπαμπὰ καὶ παίρνουμε τὸ μετρὸ γιὰ Σύνταγμα. Ἐδῶ, ἐδῶ παρκάρουμε τὸ αὐτοκίνητο συνήθως καὶ μετὰ μὲ τὸν μπαμπὰ κατεβαίνουμε Σύνταγμα γιὰ βόλτα. Μᾶς ἀρέσει, κάνουμε βόλτα. Τὸ κάνουμε συχνὰ αὐτό, βόλτα, τρεῖς καὶ τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα.
Τὸ παιδὶ ξαναγύρισε μπροστά.
— Εἶδες πῶς μιλάει γιὰ τὸν πατέρα του;
— Ναί, τὸ βλέπω. Φαίνεται πολὺ περήφανος γι’ αὐτόν. Καὶ σὺ θὰ πρέπει νὰ νιώθεις χαρούμενη.
Χαμογέλασε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι, ἀνασηκώθηκε ἀπ’ τὸ κάθισμά της, ἔφτιαξε τὴ φούστα της καὶ ἀνακάθισε, σταυροπόδι τώρα.
Αὐτὸς γύρισε πάλι στὸ κινητό του καὶ στὶς φωτογραφίες.
— Ἐδῶ εἶναι ὅταν εἶχα πάει στὴ Ρόδο.
— Πολὺ ὡραῖα, ἀπάντησε αὐτή, καὶ κούνησε συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι της.
— Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Μάριαν.
Ἐπικράτησαν δευτερόλεπτα ἀμηχανίας.
Ἔφτιαξε πάλι τὴ φούστα της καὶ χτένισε μὲ τὰ δάχτυλα τὰ μαλλιά της.
Τὸ παιδὶ συνέχισε νὰ κοιτάει μπροστά, σὲ μιὰ ἀόρατη εὐθεία πορεία. Κρατιόταν μὲ τὸ ἕνα του χέρι ἀπ’ τὸ κάθισμα γιὰ νὰ ἰσορροπεῖ μέσα στὶς στροφὲς καὶ στὴν ταχύτητα τοῦ συρμοῦ. Μὲ γυρισμένη τὴν πλάτη στοὺς ἄλλους δύο.
Ἔβαλε τὸ κινητὸ στὴν τσέπη τοῦ σακακιοῦ του. Τὴν κοίταξε, τῆς χαμογέλασε. Τῆς ἔστειλε ἕνα φιλί, ἐναέριο, οὔτε ποὺ ἀκούστηκε, ἀθόρυβο τελείως.
Αὐτὴ χαμογέλασε, προσπάθησε νὰ τὸ κρύψει, κοκκίνισε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Τὸν κοίταξε σὰν νὰ τὸ ἀποδεχόταν.
Τῆς ξανάστειλε ἄλλο ἕνα φιλί, μὲ τὸν ἴδιο ἤρεμο καὶ ἀθόρυβο τρόπο ὅπως πρίν.
Τὰ μάτια της ἔλαμψαν, τὰ χαμήλωσε πάλι.
«Ἑπόμενη στάση, Σύνταγμα». Ἐδῶ ἔπρεπε νὰ κατέβω.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Νάνσυ Χαριτωνίδου (Ἀθήνα, 1985). Μεγάλωσε στὸ Αἴγιο καὶ σπούδασε στὸ Τμῆμα Πλαστικῶν Τεχνῶν καὶ Ἐπιστημῶν τῆς Τέχνης τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, ἐνῶ ἔκανε μεταπτυχιακὸ στὶς Καλὲς Τέχνες στὸ Πανεπιστήμιο Κίνγκστον τοῦ Λονδίνου. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ Ζωγραφική, τὴ Φωτογραφία, τὴ Χαρακτικὴ-Μεταξοτυπία, τὸ Κολλάζ καὶ ἔχει λάβει μέρος σὲ πολλὲς καλλιτεχνικὲς ἐκθέσεις.
Φωτογραφία: Νάνσυ Χαριτωνίδου – Βασίλης Ψαρρᾶς
Filed under: Ελληνικά,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Ρεαλισμός,Χαριτωνίδου Νάνσυ | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Νάνσυ Χαριτωνίδου | Τὰ σχόλια στὸ Νάνσυ Χαριτωνίδου: 17 Λεπτά ἔχουν κλείσει