Φαῖδρος Μπαρλᾶς: Αἷμα στὴν ἄσφαλτο

 

 

Φαῖ­δρος Μπαρ­λᾶς

 

Αἷ­μα στὴν ἄ­σφαλ­το*

 

Υ­ΤΟ ΣΥ­ΝΕ­ΒΗ εἰς τὰ Χαυ­τεῖ­α, ἐ­κεῖ ὅ­που δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται αἱ ὁ­δοὶ Πα­νε­πι­στη­μί­ου καὶ Πα­τη­σί­ων – καὶ οἱ συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στὰ ἑ­κα­τέ­ρω­θεν πε­ζο­δρό­μια δι­α­βά­τες πε­ρι­μέ­νουν τὴν συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ ἀ­στυ­φύ­λα­κος γιὰ νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι. Ἦ­ταν, λοι­πόν, με­ση­μέ­ρι – καί, ὅ­πως συ­νή­θως, κό­σμος πο­λὺς ἐ­πε­ρί­με­νε κι ἀ­πὸ τὶς δυ­ὸ με­ρι­ές, μ’ ἕ­ναν ἀ­στυ­φύ­λα­κα ἐ­πὶ κε­φα­λῆς ἡ κά­θε πα­ρά­τα­ξις, ποὺ τὸ κρά­νος του ἐ­γυ­ά­λι­ζε στὸν ἥ­λιο. Αἴφ­νης, οἱ ἀ­στυ­φύ­λα­κες ἔ­δω­σαν τὸ σύν­θη­μα – καὶ οἱ δυ­ὸ πα­ρα­τά­ξεις ἐ­ξε­κί­νη­σαν, βα­δί­ζον­τας κα­τὰ μέ­τω­πον. Τὸ σύ­νη­θες σ’ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις, εἶ­ναι οἱ δυ­ὸ πα­ρα­τά­ξεις νὰ δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται στὸ μέ­σον τοῦ δρό­μου, νὰ προ­σπερ­νῶν­ται ἀ­δι­ά­φο­ρες καί, με­τὰ ἀ­πὸ τὸ στιγ­μια­ῖο ἐ­κεῖ­νο ἀ­να­κά­τε­μα, νὰ ξε­χω­ρί­ζουν καὶ πά­λιν, προ­χω­ρών­τας, ἡ κά­θε μιά, πρὸς τὸ πε­ζο­δρό­μιο τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ της. Τὸ με­ση­μέ­ρι, ὅ­μως, ἐ­κεῖ­νο, τὰ πράγ­μα­τα συ­νέ­βη­σαν δι­α­φο­ρε­τι­κά.

       Ὅ­λοι οἱ ἐρ­χό­με­νοι ἀ­πὸ τὸ ἕ­να πε­ζο­δρό­μιο σ υ ­ν έ ­π ε ­σ ε νὰ ἔ­χουν στε­νοὺς γνω­ρί­μους με­τα­ξὺ ἐ­κεί­νων ποὺ ἐρ­χόν­του­σαν ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­θε­το. Καὶ ὄ­χι π ο λ ­λ ο ὺ ς στε­νοὺς γνω­ρί­μους. Ὄ­χι: κα­θέ­νας τοῦ ἑ­νός πε­ζο­δρο­μί­ου ἐ­γνώ­ρι­ζε καὶ ἀ­πὸ ἕ ­ν α ν τοῦ ἀν­τι­θέ­του. Καὶ δὲν τὸν ἐ ­γ ν ώ ­ρ ι ­ζ ε ἁ­πλῶς, ὅ­πως συμ­βαί­νει τό­σους καὶ τό­σους νὰ γνω­ρί­ζω­με. Ὁ γνώ­ρι­μος αὐ­τὸς ἦ­ταν ἕ­να πρό­σω­πο πο­λὺ φι­λι­κό, συν­δε­δε­μέ­νο μὲ χί­λι­ες ἀ­κρι­βές ἀ­να­μνή­σεις τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, ἕ­να πρό­σω­πο ἀ­κό­μη, ποὺ εἶ­χε και­ρὸ ὁ ἀ­πέ­ναν­τι γνώ­ρι­μος νὰ τὸ δῇ, ποὺ νό­μι­ζε πὼς εἶ­χε χα­θῆ – καὶ τώ­ρα μὲ ἀ­νε­κλά­λη­τη χα­ρὰ θὰ τὸ ξα­να­συ­ναν­τοῦ­σε.

      Πλη­σι­ά­ζον­τας, λοι­πόν πρὸς τὸ μέ­σον τοῦ δρό­μου, ἐ­κεῖ ποὺ δι­έρ­χον­ται οἱ γραμ­μὲς τοῦ τράμ, οἱ δυ­ὸ πα­ρα­τά­ξεις ἄρ­χι­σαν ν’ ἀ­να­γνω­ρί­ζων­ται. Κραυ­γὲς ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως ἀ­κού­στη­καν πρῶ­τα, ἔ­πει­τα ὁ γε­νι­κὸς ρυθ­μὸς τοῦ βη­μα­τι­σμοῦ ἐ­πι­τα­χύν­θη­κε καί, τέ­λος, ὅ­λοι ὥρ­μη­σαν πρὸς ὅ­λους μὲ χέ­ρια προ­τε­τα­μέ­να.

      Κα­νεὶς δὲν λο­γά­ρια­ζε πιὰ νὰ πε­ρά­ση στὸ ἀ­πέ­ναν­τι πε­ζο­δρό­μιο· ὅ­λοι εἶ­χαν μεί­νει ἐ­κεῖ, κα­τα­με­σὶς τῆς ὁ­δοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, γε­λών­τας, συ­ζη­τών­τας μὲ θό­ρυ­βο, σφίγ­γον­τας πά­νω-κά­τω τὰ χέ­ρια, ἐ­νῷ οἱ ἀ­στυ­φύ­λα­κες ἐ­κύτ­τα­ζαν ἄ­ναυ­δοι, ἀλ­λά, κα­τὰ βά­θος, συγ­κι­νη­μέ­νοι καὶ αὐ­τοί.

      Ἔ­ξαφ­να πα­ρα­τη­ρή­θη­κε κά­τι τὸ ἀ­νώ­μα­λο. Ἕ­νας πε­ρίσ­σευ­ε. Ναί, ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας, ποὺ κα­νέ­ναν δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε, κα­νεὶς δὲν τὸν γνώ­ρι­ζε καὶ κα­νέ­ναν δὲν χαι­ρε­τοῦ­σε. Κι’ ὁ ἕ­νας αὐ­τὸς δὲν ἔ­λε­γε νὰ πε­ρά­σει ἀν­τί­κρυ, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ ἀρ­χι­κὴ πρό­θε­σή του, ἀλ­λ’ εἶ­χε μεί­νει, ὁ­λο­φά­νε­ρα χω­ρὶς λό­γο, κι αὐ­τὸς στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου, κυτ­τά­ζον­τας ἀ­λα­λι­α­σμέ­νος τοὺς ἄλ­λους. Ἡ πα­ρου­σί­α του ἔ­γι­νε, στὴν ἀρ­χή, αἰ­σθη­τὴ μό­νο στοὺς πιὸ κον­τι­νούς, ποὺ ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν κυτ­τά­ζουν κά­πως ὕ­πο­πτα. Ἔ­πει­τα, ἡ αἴ­σθη­ση αὐ­τὴ τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας σκόρ­πι­σε καὶ μα­κρύ­τε­ρα – καί, σὲ λί­γο, ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο εἶ­χε στρέ­ψει ἐ­νω­χλη­μέ­νο τὰ βλέμ­μα­τα πρὸς τὸ μέ­ρος του καὶ τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε μὲ δι­α­θέ­σεις, ποὺ γί­νον­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­χθρι­κές.

      Κα­νείς, ἐν­τω­με­τα­ξύ, δὲν εἶ­χε πά­ψει νὰ κρα­τά­ει σφι­χτὰ τὸ χέ­ρι τοῦ γνω­ρί­μου του. Δι­α­τη­ροῦ­σαν τὴν χει­ρα­ψί­α ἐ­πί­τη­δες, ἐ­πι­δει­κτι­κά, γιὰ νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σουν ἐν­το­νώ­τε­ρα στὸν ἄ­γνω­στο τὸ ἄ­και­ρο τῆς πα­ρου­σί­ας του κον­τά τους. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­μοια­ζε πλέ­ον νὰ ἔ­χει πα­νι­κο­βλη­θῆ. Εἶ­χε πα­ρα­λύ­σει στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ βρι­σκό­ταν καὶ δὲν ἔ­λε­γε νὰ κου­νή­ση οὔ­τε μπρός, οὔ­τε πί­σω. Ἡ τρο­με­ρὴ μο­να­ξιά, ποὺ δὲν τὴν πε­ρί­με­νε, δὲν τήν ὑ­πε­λό­γι­ζε —ἐ­κεῖ, ξαφ­νι­κά, με­ση­μέ­ρι, εἰς τὰ Χαυ­τεῖ­α.­.­.— τὸν ἔ­κα­νε νὰ ὑ­πο­φέ­ρη ἀ­φάν­τα­στα. Αἰ­σθα­νό­ταν τρο­μα­χτι­κὰ ἔ­ρη­μος καὶ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νος, ἄν­θρω­πος σὲ ξέ­νο Σύμ­παν, χω­ρὶς γο­νεῖς, χω­ρὶς φί­λους ἢ συγ­γε­νεῖς, χω­ρὶς γυ­ναῖ­κα ἢ ἐ­ρω­μέ­νη, χω­ρὶς κα­νέ­να δι­κό του στὸν κό­σμο. Τὸ μυα­λό του εἶ­χε ἀ­κι­νη­τή­σει καὶ σχη­μά­τι­ζε μό­νον κά­θε τό­σο ἕ­ναν ἀ­ριθ­μό, ἕ­ναν ἀ­ριθ­μὸ ποὺ ἐκ­προ­σω­ποῦ­σε αὐ­τὸν τὸν ἴ­διο, ἕ­ναν —πάν­το­τε— π ε ­ρ ι τ ­τ ὸ ἀ­ριθ­μό. Εἶ­μαι, σκε­πτό­ταν, ὁ 21, ὁ 27, ὁ 35, ὁ 41.­..

      Ἡ κα­τά­στα­σις, ὅ­μως, ἀ­δι­ά­κο­πα χει­ρο­τέ­ρευ­ε. Τὰ ζεύ­γη τὸν ἐ­πλη­σί­α­ζαν καί, σι­γὰ-σι­γά, ἕ­νας κύ­κλος σχη­μα­τί­στη­κε γύ­ρω του. Οἱ μα­τι­ὲς ἦ­σαν ἄ­γρι­ες, θα­νά­σι­μα ἐ­χθρι­κές. Οἱ ἀ­στυ­φύ­λα­κες ἄρ­χι­σαν καὶ αὐ­τοὶ νὰ ὀρ­γί­ζων­ται. Εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸ πό­στο τους καὶ βά­δι­ζαν πρὸς τὸ μέ­ρος του· φα­νε­ρό, πὼς ἐ­πρό­κει­το νὰ τὸν συλ­λά­βουν.Ἔ­ξαφ­να, ὁ ἄν­θρω­πος ἔμ­πη­ξε μιὰ κραυ­γὴ ἀ­γω­νί­ας καὶ τρό­μου, ποὺ ἀν­τή­χη­σε ἐκ­κω­φαν­τι­κὰ κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο τοῦ με­ση­με­ριοῦ, – καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χη.

      — Πιά­στε τον! πιά­στε τον! ἀ­κού­στη­καν με­ρι­κὲς θυ­μω­μέ­νες φω­νές. Οἰ ἀ­στυ­φύ­λα­κες καὶ ὁ κό­σμος τὸν κυ­νή­γη­σαν. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­τρε­χε μὲ φρε­νί­τι­δα. Ὁ φό­βος ἔ­δι­νε φτε­ρὰ στὰ πό­δια του. Ὥρ­μη­σε πρὸς τὴν πλα­τεῖ­α τῆς Ὁ­μο­νοί­ας. Πί­σω του, τὸ πλῆ­θος ὠ­ρυ­ό­ταν:

      — Πιά­στε τον! πιά­στε τον!

      Με­ρι­κοί, ποὺ ἐρ­χόν­του­σαν ἀ­πὸ τήν ὁ­δὸ Πει­ραι­ῶς ἢ τὴν ὁ­δό Ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου, κι­νή­θη­καν νὰ τὸν ἀ­να­κό­ψουν. Τοὺς χτύ­πη­σε, τοὺς ἀ­νέ­τρε­ψε, ξέ­φυ­γε, – κι ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νὰ τρέ­χη.

      — Πιά­στε τον! Πιά­στε τον!

      Ἡ κραυ­γὴ ἔ­βγαι­νε πιὰ ἀ­πὸ χί­λια στό­μα­τα.

      Οἱ ἀ­στυ­φύ­λα­κες τὸν εἶ­χαν πλη­σιά­σει. Ἔ­κα­νε νὰ στρί­ψη, νὰ χω­θῆ στὰ σο­κά­κια. Δὲν πρό­φθα­σε. Ἕ­νας πυ­ρο­βο­λι­σμὸς ἀ­κού­στη­κε, ξε­ρὸς μέ­σα στὴν δι­ά­πυ­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα. Ὁ ἄν­θρω­πος σω­ρι­ά­στη­κε χά­μω. Παν­δαι­μό­νιο χα­ρᾶς ὑ­πο­δέ­χτη­κε τὴν πτώ­ση του.

      — Ἔ­πρε­πε! ἔ­πρε­πε! Φω­νά­ξα­νε.

      Κά­ποι­ος, ποὺ δὲν εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθῆ τὰ ὅ­σα εἶ­χαν συμ­βῆ, ρώ­τη­σε τοὺς πλα­ϊ­νούς του:

      — Μὰ τί ἔ­κα­νε, λοι­πόν, αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος;

      Δὲν τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­καν. Ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το τῶν Πρώ­των Βο­η­θει­ῶν φρε­νά­ρι­σε ἀ­πό­το­μα, ση­κώ­νον­τας σύν­νε­φο τὴν σκό­νη. Τὸν φόρ­τω­σε μέ­σα καὶ χά­θη­κε πρὸς τὴν ὁ­δὸ 3ης Σε­πτεμ­βρί­ου.

      Μο­νά­χα λί­γες κη­λί­δες αἷ­μα εἶ­χαν ἀ­πο­μεί­νει στὴν ἄ­σφαλ­το.

 

* Ση­μεί­ω­ση τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Τὸ δι­ή­γη­μα αὐ­τὸ ἐ­γρά­φη τὸ 1952. Δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη τό­τε εἰ­σα­χθῆ τὸ σύ­στη­μα τῆς αὐ­το­μά­του ση­μα­το­δο­τή­σε­ως.

 

  

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ Ἐ­πί­σκε­ψις, Ἐκ­δό­σεις Φέ­ξη, Ἀ­θῆ­ναι, 1963.

 

Μπαρ­λᾶς Φαῖ­δρος (Ἀ­θή­να, 1925-1975). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το βι­βλί­ο του: Δώ­δε­κα τρα­γού­δια, ἐκδ. Ἀ­ε­τός, Ἀ­θή­να, 1943. Ἅ­παν­τα, Τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά, Ἀ­θή­να, 1980.

 

Βλ. κόμη δ μερολόγιο Καταστρώματος (γγραφ 07-04-2010) 

 

Νατάσα Κεσμέτη: Σὰν μὲ τὸ Φαῖδρο παραριγμένοι…

 

 

Νατάσα Κεσμέτη

 

 Σὰν μὲ τὸ Φαῖδρο παραριγμένοι…

 

Στὴ μνή­μη τοῦ Φαί­δρου Μπαρ­λᾶ

 

ΙΩΘΑΜΕ ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ γιὰ τὰ κα­λά, ἔ­τσι ἰ­σο­πε­δω­μέ­νοι ὁ­ρι­ζόν­τια ποὺ βρι­σκό­μα­σταν τό­σον και­ρό, κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ πιὸ ἄ­σκη­μο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς λά­χει, για­τί μᾶς βρῆ­κε ἀ­να­πάν­τε­χα, κι ὅ,τι εἴ­πα­με πὼς ἐ­πι­τέ­λους τὰ εἴ­χα­με κα­τα­φέ­ρει νὰ προ­σαρ­μο­στοῦ­με – κα­θὼς μᾶς τὸ βε­βαι­ώ­να­νε οἱ πα­λι­ό­τε­ροι στὴ σύ­να­ξη, τὸν πρῶ­το και­ρὸ ποὺ κα­τε­βή­κα­με δῶ στὰ ρι­ζά: «Νὰ μὴν ἀμ­φι­βάλ­λε­τε δι­ό­λου!», «Καὶ βέ­βαι­α θὰ συ­νη­θί­σε­τε!», «Νά, δεῖ­τ’ ἐ­μᾶς!…» καὶ κου­νού­σα­νε μὲ κα­τα­νό­η­ση τὰ κρα­νί­α με­τα­ξύ τους, σὰ νὰ ξέ­ρα­νε αὐ­τοί, τό ‘­χα­νε πε­ρά­σει τὸ δύ­σκο­λο πρῶ­το στά­διο…

         «Μπά, μ’ αὐ­τὰ τὰ στά­δια», γέ­λα­σε τὴν πρώ­τη φο­ρὰ κά­ποι­ος ἢ κά­ποι­α (ποῦ νὰ ξε­χω­ρί­σου­με τό­τε, ἔ­τσι πρω­το­ριγ­μέ­νοι πού ‘­μα­σταν στὴν πλή­ρη ἀ­που­σί­α δι­α­κρι­τι­κῶν, κα­θὼς θαρ­ρέ­ψα­με ἐν­τε­λῶς βι­α­στι­κὰ κι ἐ­πι­πό­λαι­α ἀ­π’ τὴν πρώ­τη μα­τιά), «Κα­κὸ ποὺ βρῆ­κε τὸ εἶ­δος! Σω­σμὸ νὰ μὴν ἔ­χου­νε τ’ ἀ­θε­ό­φο­βα!»… Καὶ ὅ­λοι τὸν συ­νο­δέ­ψα­με σὲ γέ­λιο ἀ­βί­α­στο καὶ τέ­λεια εἰ­ρη­νι­κό, σὰν προ­έ­κτα­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ λό­γου (τί λό­γου, ψί­θυ­ρου ἂς ποῦ­με κα­λύ­τε­ρα), μέ­σ’ ἀ­π’ τὰ σφι­χτο­κλει­σμέ­να σα­γό­νια, τεν­τω­μέ­να στὴ μο­να­δι­κὴ γκρι­μά­τσα: τοῦ μοι­ραί­ου ἀ­πο­γυ­μνω­μέ­νου χα­μό­γε­λου τῶν νε­κρῶν… Ἔ­τσι πά­λι μᾶς πρω­το­φά­νη­κε. Αὐ­τὰ τὰ τε­λει­ω­τι­κά, ἀ­πό­λυ­τα, ἐν­σφρά­γι­στα ἐ­πί­θε­τα ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ὅ,τι χα­ρα­κτή­ρι­ζε τὸν πρῶ­το μας και­ρό, στὰ δι­α­λείμ­μα­τα τῆς ἀ­πό­λυ­της αὐ­το­συγ­κέν­τρω­σης κι αὐ­το­πα­ρατή­ρη­σης ποὺ πέ­σα­με μὲ τὸ ποὺ ἔ­κλει­σε κά­θε πρό­σβα­ση γιὰ τ’ ἀπά­νου ὅ­πως πι­στέ­ψα­με μα­ζὶ μ’ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους κι ἐ­μεῖς τὰ θύ­μα­τα, νὰ ποῦ­με…

        Κι ὅ­πως λοι­πόν μᾶς βρῆ­κε ὁ­λό­τε­λα ἀ­προ­ε­τοί­μα­στους τέ­τοι­α μα­κρο­χρό­νια, ἐν­τα­τι­κὴ καὶ πολυ­ό­φθαλ­μη θά ‘­λε­γε κα­νεὶς αὐ­το­πα­ρα­τή­ρη­ση: ἀ­φοῦ κά­θε ση­μεῖ­ο τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου καὶ πε­ρί­που οἰ­κεί­ου ὣς τό­τε σχή­μα­τός μας συμ­με­τεῖ­χε στὴν κα­θο­λι­κὴ ἀ­πέκ­δυ­ση καὶ σύγ­χρο­να ἀ­πορ­ρό­φη­ση κι ἐ­σώ­τα­τη συρ­ρα­φὴ μὲ τὸ πε­ρι­έ­χον μας — πράγ­μα ποὺ ἀ­πο­σποῦ­σε διαρ­κῶς τὴν προ­σο­χή μας ἀ­π’ ὅ,τι ἄλ­λο μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦ­σε μέ­σα στὸν ἑ­αυ­τό μας κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, σὲ μιὰ βου­βὴ κα­τά­πλη­ξη ἀ­πὸ τὴν πλη­ρό­τη­τα ποὺ πρω­το­δο­κι­μά­ζα­με, ὄ­χι ἁ­πλὰ σὰν αἴ­σθη­μα, μὰ σὰν κά­τι πο­λὺ ἄ­με­σο, πραγ­μα­τι­κὸ κι ἐ­φαρ­μό­σι­μο σὲ κά­θε μας κύτ­τα­ρο (ποὺ ἄ  ­ν  ο  ι  ­γ  ε νὰ δο­κι­μά­σει στὴν ἴ­δια του τὴν οὐ­σί­α κι ὣς τὸν πλή­ρη ἐ­ξου­θε­νω­μὸ τοῦ πυ­ρή­να του τὴν ἀ­φάν­τα­στη αὐ­τὴ ἐμ­πει­ρί­α), δὲν εἴ­χα­με μά­τια γιὰ τί­πο­τ’ ἄλ­λο, πα­ρὰ μ’ ἕ­ναν τρό­πο δι­αι­ω­νί­ζα­με μό­νο τὶς πα­λι­ές μας ψευ­δαι­σθή­σεις, κου­βα­λού­σα­με ἀ­κό­μα τὶς προ­κα­τα­λή­ψεις ποὺ σ’ ὅ­λη τὴ ζω­ή μας στά­θη­καν τέ­τοι­α αἰ­τία τυ­φλα­μά­ρας, καὶ πέ­ρα­σ’ ἔ­τσι κάμ­πο­σος χρό­νος, ὥ­σπου ν’ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τὸ φω­σφο­ρι­κὸ φῶς ποὺ κου­φό­καιγ’ ἕ­να γύ­ρω μας ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὶς πο­λυ­δαί­δα­λες στο­ὲς τῆς σι­ω­πῆς ποὺ δια­ρκῶς καὶ δια­ρκῶς ἄ­νοι­γαν, βγά­ζον­τας ἀλ­λοῦ κι ἀλ­λοῦ μὲ μιὰν ἀ­πί­στευ­τη ἁ­πλο­χω­ριὰ πού ‘­δε­νε τὴν πιὸ ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξιὰ μὲ τὴν πιὸ στε­νὴ κοι­νό­τη­τα.

        Ἄ, τί ἀ­να­σα­σμὸς βα­θὺς ξέ­φυ­γε τό­τε ἀ­π’ τ’ ἀ­να­κου­φι­σμέ­να γυ­μνά μας χεί­λη, σὰν ἐ­πι­τέ­λους ὅ­λα νά ‘­χα­νε ἀ­παν­τη­θεῖ, σὰν ἐ­πι­τέ­λους νά ‘­χα­νε χω­ρι­στεῖ τὰ ἐ­ρί­φια ἀ­πὸ τοὺς ἀ­μνούς, τὰ πε­ριτ­τὰ ἀ­πὸ τὰ πρώ­της χρεί­ας καὶ τὸ Ἀ­πο­λύ­τως Ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ κα­ταύ­γα­ζε τὴ ζω­ή μας Μέ­γας Κα­νών.

        Τό­τε ἦ­ταν ποὺ πράγ­μα­τι ἀν­τι­κρύ­σα­με τοὺς γει­τό­νους μας, ποὺ πράγ­μα­τι κα­τα­λά­βα­με τί μᾶς ἔ­λε­γαν τό­σον και­ρὸ οἱ πα­λιό­τε­ροι, ποὺ πράγ­μα­τι ἀρ­χί­σα­με νὰ κα­τοι­κοῦ­με τὸ «Ρι­ζί­διο 1.000.777 στὸ ἄ­πει­ρο ἀ­ε­νά­ως Ἐ­πα­να­φε­ρό­με­νο Βα­θιὰ τῆς Γε­ω­κεν­τρι­κῆς Ρί­ζας: Αὐ­τό – ὁ Τό­πος – Ἐ­μεῖς».

        Κι ὅ,τι ἀρ­χί­σα­με νὰ μπαί­νου­με στὰ μυ­στι­κά, νὰ ξε­χω­ρί­ζου­με τὰ δι­α­κρι­τι­κά, τὶς ἀ­πο­κλί­σεις, τὶς με­τα­πτώ­σεις, τὶς με­τα­κι­νή­σεις καὶ τὶς ἀ­πο­χρώ­σεις ἀ­κό­μα τοῦ πε­ρι­έ­χον­τός μας καὶ μά­λι­στα μ’ ἀ­τά­ρα­χτη σχε­δὸν κι οὐ­δέ­τε­ρη ἔκ­πλη­ξη νὰ συν­τυ-χαί­νου­με πα­λιοὺς γνω­στούς, φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς ἀ­π’ τ’ ἀ­πά­νου, ἦρ­θε ξαφ­νι­κὰ αὐ­τὴ ἡ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ μου­δι­ά­σμα­τος νὰ τὰ χα­λά­σει ὅ­λα!

        Πᾶ­νε κι οἱ ἀ­νέ­να­ες κι­νη­τι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες μέ­σ’ ἀ­πὸ κά­θε ὑ­λι­κό, οἱ ἀ­ό­ρα­τες δι-ε­πι­σκέ­ψεις τοῦ με­τα­φυ­σι­κοῦ μας πο­λύ­πο­δα μέ­σ’ ἀ­πὸ τὰ πο­λύ­στρο­φα ἐ­λα­στι­κά του σπει­ρά­μα­τα… Πά­ει ἡ χα­ρὰ τῆς πιὸ παι­δι­κῆς μας ἀ­να­κού­φι­σης καὶ πλη­ρό­τη­τας.

        Τὸ «ὁ­ρι­ζόν­τια» ἦ­ταν μιὰ συ­νεί­δη­ση ἀ­νυ­πό­φο­ρη καὶ τυ­ραν­νι­κή.

        Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὴν ἦ­ταν ἔ­τσι. Μπο­ρεῖ νὰ τὸ νο­μί­ζα­με — ἀλ­λὰ τί μ’ αὐ­τό;

        Γιὰ μᾶς ἦ­ταν ἀ­βά­στα­χτη αὐ­τὴ ἡ τέ­λεια ἐ­πί­πε­δη συ­νύ­παρ­ξη.

        Οἱ πα­λι­ό­τε­ροι ὡ­στό­σο μοι­ά­ζα­νε νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­νε. Μό­νο ποὺ δὲ μᾶς λέ­γα­νε πιὰ πὼς θὰ τὸ συ­νη­θί­σου­με κι αὐ­τό, ἀλ­λὰ εἶ­χαν ἕ­να ὕ­φος μοι­ραῖ­ο, σάμ­πως ὅ,τι μᾶς συ­νέ­βαι­νε νὰ ἦ­ταν ὁ πιὸ με­γά­λος πει­ρα­σμὸς τοῦ Ἑ­ω­σφό­ρου, κι αὐ­τοὶ στὴν παν­σο­φί­α τους ἢ τὴν πα­νά­γνοι­ά τους (ἐ­πι­τέ­λους τὸ ἴ­διο κά­νει, σὲ μιὰ θέ­ση σὰν τὴ δι­κή μας) τὸ ξέ­ρα­νε κα­λὰ πό­σο ἐ­σα­εὶ ὑ­πάρ­χων, ἀ­ήτ­τη­τος ἐ­φευ­ρέ­της νέ­ων πα­γί­δων, παν­τε­πό­πτης τοῦ ἀ­πά­νω καὶ τοῦ κά­τω κό­σμου εἶ­ναι ὁ Ἑ­ω­σφό­ρος, λὲς καὶ δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρὰ τὸ «ἄλ­λο μά­τι τοῦ Θε­οῦ» ἢ ἁ­πλῶς τὸ δια­ρκῶς «πα­ρα­κά­τω στά­διο»…

        «Ἄχ, αὐ­τὰ τὰ στά­δια!» γέ­λα­γαν ὅ­λοι μα­ζί, μ’ ἕ­να φουρ­φου­ρι­στὸ τρί­ξι­μο, σὰ νά ‘­ταν τὰ ἄ­σπρα τους κό­κα­λα ἀ­πὸ πα­πυ­ρό­χαρ­το, πα­νά­λα­φρα χει­ρό­γρα­φα ἀν-ά­ξια ἀπο­θε­μέ­να στὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τῶν Κεν­τρι­κῶν Βα­θῶν, μί­λια κά­τω ἀ­π’ τὸ Φλοι­ὸ οἱ ὑ­πέρ­γη­ροι τῆς σύ­να­ξης — καὶ τό­τε μᾶς πρω­τοδώ­σα­νε πά­νω στὴν ἀ­κμὴ τοῦ πό­νου μας τὴν ἄ­δεια καὶ ὁ  ­δ  η  ­γ  η  ­θ  ή  ­κ  α  ­μ  ε…

        Πό­σο δὲν ἦ­ταν πάγ­κλει­στες οἱ προ­σβά­σεις λοι­πόν! Πό­σο τὸ ἀ­πά­νου καὶ τὸ κά­του εἰ­σχω­ρούσα­νε βα­θιὰ τό ‘­να μέ­σα στ’ ἄλ­λο! Πό­σο, μιᾶς καὶ βρε­θή­κα­με κά­πο­τε, ἀ­πο­κλει­ό­ταν νὰ χα­θοῦ­με πο­τέ – σάμ­πως τὸ νὰ ὑ­πάρ­χεις καὶ τὸ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χεις δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τὸ ἴ­διο ἀ­χνά­ρι ἰ­δω­μέ­νο ἀ­πὸ μέ­σα ἢ ἀ­π’ ἔ­ξω, ἡ ἴ­δια δι­κα­στι­κὴ συν­θή­κη ποὺ σὲ προσ­δέ­νει ἐ­σα­εὶ στὸ δι­πλὸ ἕ­δρα­νο τοῦ Κα­τή­γο­ρου καὶ Κα­τη­γο­ρού­με­νου κό­σμου, ἡ ἴ­δια αἰ­ώρη­ση ἀ­νά­με­σα στὰ πα­νάρ­χαι­α σχή­μα­τα, τῶν ἴ­δι­ων ποι­ο­τή­των: Ψη­λά-Χα­μη­λά, Ὀ­δυ­νη­ρά-Ἡ­δο­νι­κὰ καὶ τἀνά­πα­λιν…

        Καὶ ὁ­δη­γη­θή­κα­με λοι­πὸν πά­λι στὴν Πύ­λη!

        …Φύ­σα­γε ἕ­να ἀ­λα­φρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κο, κατα­ποὺ συ­νή­θι­ζε νὰ φυ­σᾶ στὴν πα­τρί­δα ποὺ πρωτα­νοί­ξα­με τὰ μά­τια μας, πέ­ρα στὴ Με­σό­γει­ο, τὶς μέ­ρες τῆς αἰ­θρί­ας, μὲ τὸν ἥ­λιο ἀ­η­τό­που­λο νὰ ξα­πλώ­νει πάγ­χρυ­σες φτε­ροῦ­γες κα­τὰ τὰ μέ­ρη μας κι ἀ­νά­με­σά τους νὰ κυ­λᾶ­νε τὰ σύν­νε­φα τῆς μέ­ρας, οἱ θά­λασ­σες ποὺ μᾶς τα­ξι­δεύ­α­νε τὶς πα­ρα­λί­ες ὣς τὰ πιὸ μα­κρι­νὰ νη­σιὰ τῶν ὠ­κε­α­νῶν… καὶ μὲ βα­θιὰ γνώ­ρι­μη χα­ρὰ τεν­τω­θή­κα­με κ ά ­θ  ε  ­τ  ο  ι καὶ σκαρ­φα­λώ­σα­με στὸν τοῖ­χο μπρο­στὰ ἀ­π’ τὴ σει­ρὰ τῶν βα­θυ­πρά­σι­νων (κι ἴ­σα­με τὸ μπλέ) κυ­πα­ρισ­σι­ῶν, κρε­μών­τας τὰ πό­δια μας ἔ­ξω, ὅ­πως πο­λὺ πα­λιά, παι­διὰ πά­νω στὶς ξε­ρο­λι­θι­ὲς ἢ τί­πο­τα μαν­τρό­τοι­χους, σὰν ἔ­πε­φτε σι­ω­πὴ καὶ κοι­τού­σα­με πέ­ρα… Ἤ­μα­σταν τό­τε μα­ζὶ κι ὅ­μως μό­νοι. Μέ­σα στὴν ἀν­τη­λιὰ ἢ τὶς ἀ­πό­βρα­δες σκι­ὲς μό­νοι κι ὅ­μως μα­ζὶ κου­νών­τας τὰ πό­δια καὶ κοι­τών­τας πέ­ρα… ἐ­κεῖ ὅ­που ἀ­νέ­τελ­λε ἕ­να βου­νὸ ἢ μί­α βλε­φα­ρί­δα φεγ­γά­ρι κι οἱ ὧ­ρες μᾶς δι­α­περ­νοῦ­σαν μ’ ἕ­να δί­χτυ τό­σο λε­πτὸ καὶ πυ­κνὸ ποὺ ἤ­μα­σταν πιὰ ἐ­μεῖς οἱ Ὧ­ρες, ἐ­μεῖς τὰ χρυ­σὰ ψά­ρια στὸ δί­χτυ τοῦ Θε­οῦ… Τὰ πό­δια μας πτε­ρύ­για ἢ ἀ­στρα­φτε­ρὲς οὐ­ρὲς κι ἀ­νε­βαί­να­με κά­θε­τα σὲ μί­αν Ἀ­νά­λη­ψη, για­τί Ἕ­να Αἴ­νιγ­μα μᾶς τρα­βοῦ­σε. Μιὰ ἀ­να­τρι­χί­λα, φρι­κί­α­ση, στὴ σι­ω­πή… βομ­βοῦ­σε: εἶ­μαι… ε  ἶ  ­μ  α  ι…

        «Κα­λὰ ἦ­ταν ἐ­δῶ… Καὶ κά­του κα­λὰ εἶ­ναι…», εἶ­πε ἄ­ξαφ­να ὁ Φαῖ­δρος, ποὺ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸν και­ρὸ σώ­παι­νε, καὶ τεν­τώ­θη­κε κά­θε­τος μ’ ἀ­πό­λαυ­ση φα­νε­ρὴ καὶ φω­νὴ ὅ­πως ἡ τεσ­σε­ρι­σή­μι­σι τ’ ἀ­πο­γεύ­μα­τα τό­τε, μπρο­στὰ στὰ λαμ­πρὰ πα­ρά­θυ­ρα, μὲ τὸν ἀ­λα­φρὸ ἀ­τμὸ τοῦ κα­φὲ καὶ τὴν ὥ­ρι­μη γυ­ναί­κα τοῦ σπι­τιοῦ τρί­βον­τας τὰ χέ­ρια σάμ­πως ἀ­δι­ό­ρα­τα λυ­πη­μέ­να, ἢ σὰ νὰ τό ‘χει πά­ρει ἀ­πό­φα­ση ἀ­πὸ και­ρὸ πὼς ἐ­κεῖ θὰ δύ­ει γλυ­κὰ μα­ζί του κι αὐ­τή, ἐ­νῶ τῆς φω­τί­ζει τοὺς θαμ­ποὺς λο­βοὺς τῶν αὐ­τι­ῶν, καὶ τ’ ἀ­γα­πη­μέ­να χέ­ρια ποὺ ξε­χνᾶ­νε, στα­θε­ρὰ ξε­χνᾶ­νε πιά… ἐ­κτὸς κι ἂν εἶ­ναι γιὰ μι­κρὰ παι­διά: νὰ τοὺς ὑ­ψώ­νουν τὸ πη­γού­νι καὶ νὰ βλέ­πουν ἐ­κεῖ μέ­σα ἄ­πει­ρα τρυ­φε­ρά, ὥ­ρα κι ὥ­ρα, ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ τὴ χει­ρο­νο­μί­α τῆς ζω­ῆς, τὸ ἀ­δι­ά­κο­πο πη­γαι­νέ­λα της στ’ ἄ­φω­να μά­τια τους, ποὺ γε­λᾶ­νε πα­ρα­ξε­νε­μέ­να, δί­χως νὰ τα­ρά­ζον­ται, δί­χως ν’ ἀμ­φι­σβη­τοῦν.

        —Θαρ­ρεῖς καὶ μό­νο αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα κα­τοί­κη­σες, πα­ρα­κμια­κή! Ἀ­π’ ὅ­λο τὸ χρό­νο κι ἀ­π’ ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α μό­νον εἰς τά… πε­ρὶ τὴν Δύ­σιν, μοῦ ‘­πε ξα­να­βρί­σκον­τας τὸ πα­λιό του «ρῶ» στὴ φω­νή. Ἀ­δυ­σώ­πη­το «ρῶ», τρι­ζά­το σὰν ἐγ­χει­ρί­διο στὴ θή­κη, παι­γνι­δι­ά­ρι­κο σὰν ἐγ­χει­ρί­διο, ἐ­πι­κίν­δυ­νο σὰν ἐγ­χει­ρί­διο, δι­α­κρι­τι­κὸ σὰν ἐγ­χει­ρί­διο-ἔμ­βλη­μα.

        —Μά… εἶ­χε ἱ­στο­ρί­α; μπῆ­κε στὴ μέ­ση ὁ Φω­κί­ων μὲ τὸν ἴ­διο μυ­στή­ριο τό­νο του ὅ­πως πα­λιά. Κα­θέ­νας μας σπρω­χνό­ταν σὲ μιὰν ὥ­ρα, ἕ­να λι­γο­στὸ τό­πο (ἕ­να κῆ­πο ἢ ἕ­να γρα­φεῖ­ο νὰ ποῦ­με) γιὰ νὰ τὸν κα­τοι­κή­σει ἰ­δι­ω­τι­κά: αὐ­τὸς καὶ ἡ δι­κή του ποί­η­ση, μέ­σα στὴν ἀ­που­σί­α Ἱ­στο­ρί­ας…

         

Ὢ ἡ ἐκ­κλη­σιὰ τό­σο κον­τὰ κι ἐ­γὼ νὰ κά­θο­μαι σπί­τι

Ἡ πύ­λη της ἀ­νοι­χτὴ κι ἐ­γὼ νὰ μὴν μπο­ρῶ νὰ μπῶ

Νὰ χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες…

Νὰ ψάλ­λον­ται τ’ ἀ­  ν  α  ­σ  τ  ά  ­σ  ι  ­μ  α

Κι ἐ­γώ…

 

          —Νά ‘­χα­με καὶ πα­σα­τέμ­πο! τὸν ἔ­κο­ψε ἀ­πό­το­μα ὁ Φαῖ­δρος. (Σάρ­κα­ζε; Σο­βα­ρεύ­ον­ταν;) Νά ‘­χα­με καὶ πα­σα­τέμ­πο, θά ‘μα­σταν, τέ­λεια, ἡ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἀ­σκή­μια τοῦ τό­τε.

         Ὡ­στό­σο ρού­φα­γε ἄ­πλη­στα κι αὐ­τὸς τὸν ἀ­έ­ρα, χει­μώ­να και­ρὸ καὶ τρέ­χα­νε μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τα, πέ­ρα στὴ δη­μο­σιά, κα­τὰ τὶς πα­ρα­λί­ες οἱ νέ­οι

         Κι ὕστε­ρα, ξαφ­νι­κὰ χα­μέ­νος, κε­ραυ­νό­πλη­κτος:

         —…Μπο­ρεῖ καὶ νά ‘­χεις δί­κιο. Ποιά «Ἱστο­ρί­α»; Ποι­ός Μύ­θος; Κι­νή­θη­κε πο­τὲ τί­πο­τα; Ξε­τυ­λί­χτη­κε κά­τι πο­τέ;… Σὰ νὰ πέ­ρα­σε ὁ Χρό­νος, ὅ­λος ὁ Χρό­νος ἔ­τσι: ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν Πύ­λη, μὴ ὄν­τας…

         —Σκέ­τα μό­νο! (σφύ­ρι­ξε πί­σω μας ἡ φω­νὴ τοῦ Φί­νιου: «ἀ­κό­μα φι­λο­σο­φι­έ­στε ρέ, ἀ­κό­μα ψυ­χο­λο­γί­ζε­στε… σκε­λε­τοί;») Κι ἐ­γώ σᾶς λέ­ω πάν­τα ἔ­τσι πέ­ρα­σε: σκέ­τα μό­νο κι ἄ­δεια «Ὄν­τας»!

         Ἀλ­λά, σὰ νὰ μὴν τὸν ἄ­κου­σε κα­θό­λου, ὅ­πως ὁ λη­στὴς ἐ­λά­χι­στα πρὸ τῆς ἑν­δέ­κα­της — κα­θη­λω­μέ­νος στὸ συγ­κλο­νι­σμὸ μιᾶς ἐκ­κω­φαν­τι­κῆς, ὁ­λο­σχε­ροῦς, ἀ­βυσ­σα­λέ­ας κα­τάρ­ρευ­σης:

         —Μὴ ὄν­τας φί­λε μου…, ἐ­πα­νέ­λα­βε ὁ Φαῖ­δρος πι­κρά… νὰ μὴ μπο­ρῶ νὰ μπῶ. Σ’ Ὅ­  λ  ο  τ  ὸ  Χ  ρ  ό  ­ν  ο… πο­τὲ νὰ μὴ μπο­ρῶ… Ἄ­θω, εἶ­σαι κά­που ἐ­δῶ; Μέ­σα στὴν τε­ρά­στι­α ἀ­δρά­νεια… εἶ­χες δί­κιο Ἄ­θω: πο­τέ, πο­τὲ οἱ λέ­ξεις δὲν τὴ με­τα­φέ­ρουν τοῦ κό­σμου τὴν οὐ­σί­α!

         Γι’ αὐ­τὸ κρύ­βε­ται κι ἕν «ἀ­λί­μο­νο»…

         Πο­τὲ νὰ μὴ μπο­ρῶ…, μέ­σα σὲ κά­θε ποί­η­μα.

         Οἱ ποι­η­τὲς πυ­κνώ­να­νε γύ­ρω μας. Συν­τρο­φι­ὲς συν­τρο­φι­ὲς ἀ­νέ­βαι­ναν ἀ­πὸ βα­θιά.

         Ἀ­ό­ρα­τα δά­χτυ­λα σα­λεῦ­αν καὶ συλ­λέ­γαν κρου­νοὺς τὰ ἀ­ό­ρα­τα δά­κρυ­α.

         Ἀ­κό­μα κι ὁ Φί­νιος πλη­σί­α­σε στὴν ἀ­σά­λευ­τη σι­ω­πή…

         Κα­λὰ ἦ­ταν ἐ­δῶ πά­νω. Καὶ τό­τε ποὺ ζού­σα­με, κα­λὰ ἦ­ταν, κι ἂς ἔ­λει­πε ἡ Ἱ­στο­ρί­α, κι ἂς κα­τοι­κού­σα­με μό­νι­μα εἰς τὸ πε­ρὶ τὴν Δύ­σιν…., κι ἂς ἤ­τα­νε καρ­μπὸν ὅ­λα, ξέ­θω­ρα καὶ κα­κο­πα­τη­μέ­να — καὶ πῶς νὰ τά ‘­δε­νε κα­νείς, μὲ ποι­ά πνο­ὴ ζω­ῆς, ποι­ά δη­μι­ουρ­γί­α εὐ­ρύ­στη­θη, εὐ­ρυ­μέ­τω­πη, μα­κρο­σκε­λή, ἔ­πος τοῦ και­ροῦ ποὺ ζή­σα­με; Στε­νοῦ και­ροῦ, σὰν ἄ­χα­ρο, κα­κο­χυ­μέ­νο κε­ρὶ πα­ρα­φί­νης, ποὺ δὲ φώ­τι­σε κα­μιὰ πρά­ξη, ξὸν ἀ­π’ τὴν τε­λευ­ταί­α. Κι ὕ­στε­ρα φύ­γα­νε καὶ μᾶς ἀ­φή­σα­νε, νο­μί­ζον­τας —κι αὐ­τοὶ καὶ μεῖς— πὼς ἀ­δει­ά­σα­με πράγ­μα­τι τὸ χῶ­ρο.

         Ὅ­μως κα­λὰ εἶ­ναι δῶ πά­νω στὸν τοῖ­χο. Βρά­χος, πές, ὁ­λό­μαυ­ρη ρά­χη καὶ μεῖς ξε­κα­λο­και­ρι­ά­ζου­με… Ὅ­πως ἡ μνή­μη, καρ­πε­ρὴ μή­τρα ὅ­λων τῶν ἄ­νυ­δρων χώ­ρων κά­θε ἐ­ρή­μου τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως με­λε­τᾶ, σάν… ὁ μό­νος ἔ­ρω­τας α  ὐ  ­τ  ή, καὶ γε­μί­ζει τὸ χῶ­ρο δια­ρκῶς δο­ξά­ζον­τας ὡ­ραῖ­α πλά­σμα­τα τῆς φαν­τα­σί­ας.

         Ἅ­μα ψυ­χρά­νει, θὰ κα­τέ­βου­με πά­λι.

         Οὔ­τε κά­θε­τοι γιὰ πο­λὺ οὔ­τε ὁ­ρι­ζόν­τιοι.

         Μπο­ρεῖ αὐ­τὸ νά ‘­ταν καὶ τὸ πιὸ βα­θὺ νό­η­μα — ἡ πιὸ ἄ­γρια ἔλ­λει­ψη, ἡ πιὸ σπα­ρα­κτι­κὴ λα­χτά­ρα στὸ μαρ­τύ­ριο τοῦ Σί­συ­φου:

         Ἕ­να σχῆ­μα γιὰ κά­θε και­ρό.

                                    Κα­λη­νύ­χτα.

         1976

  

 

Πη­γή: Ἡ Βίρ­γκω τῆς Ἐρη­μιᾶς καὶ τὰ Κρυφὰ Κε­λα­ϊ­δό­νια, Δι­η­γή­μα­τα (1973-1996), ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀθή­να, 1996.

 

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀθή­να 1947). Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μικὰ καὶ Ἀγγλικὴ Λογο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φανί­στη­κε με τὴν συλ­λογὴ δι­η­γημά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972)· τε­λευ­ταῖο της βι­βλίο: Νησὶ ἀπὸ ἐλα­φρόπε­τρα (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀλε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να, 2008).

 

Φαῖδρος Μπαρλᾶς: Ὁ Λήσταρχος

 

 

Φαῖ­δρος Μπαρ­λᾶς

 

Ὁ Λήσταρχος

 

ΠΙ ΕΤΗ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ὁ λή­σταρ­χος ἐ­και­ρο­φυ­λά­κτει εἰς τὴν ἰ­δί­αν πάν­το­τε στε­νω­πὸν καὶ κα­τε­λή­στευ­ε τοὺς δι­ερ­χο­μέ­νους. Ἀλ­λοί­μο­νον εἰς ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πε­πει­ρῶν­το νὰ δι­έλ­θουν ἐ­κεῖ­θεν, φέ­ρον­τες με­θ’ ἑ­αυ­τῶν τι­μαλ­φῆ ἢ χρυ­σόν. Ἀ­πη­νής, ὁ λή­σταρ­χος ἥρ­πα­ζε τὰ πάν­τα, κω­φεύ­ων εἰς τὰς σπα­ρα­κτι­κὰς ἱ­κε­σί­ας καὶ τὰ δά­κρυ­α τῶν θυ­μά­των του.

         Εἰς μά­την ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως ἐ­πε­χεί­ρη­σαν τὰ κα­τα­δι­ω­κτι­κὰ ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας νὰ ζω­γρή­σουν αὐ­τὸν καὶ τοὺς συν­τρό­φους του. Ὁ λή­σταρ­χος δι­έ­φευ­γεν ἐ­πι­τυ­χῶς ἐκ τοῦ δη­μι­ουρ­γου­μέ­νου κλοι­οῦ, συ­χνά­κις δὲ τὰ ἀ­πο­σπά­σμα­τα κα­τέ­λει­πον ἐ­πὶ τό­που νε­κροὺς καὶ τραυ­μα­τί­ας.

        Ἀλ­λ’ ἡ μα­κρὰ πα­ρα­μο­νὴ εἰς τὰ ὄ­ρη εἶ­χε πλέ­ον κου­ρά­σει τὸν λή­σταρ­χον. Εἶ­χεν ἐξ ὅ­λης ψυ­χῆς βα­ρυν­θῆ τὴν φορ­τι­κὴν ἐ­πα­νά­λη­ψιν τῆς ἰ­δί­ας καὶ ἀ­ναλ­λοι­ώ­του δι­α­δι­κα­σί­ας: Τὴν κύ­κλω­σιν τῶν ἐφ’ ἁμά­ξης διερ­χομένων τὴν στε­νωπόν, τὴν ἀ­πει­λη­τι­κὴν προ­βο­λὴν τῶν ὅ­πλων, τὴν ἐκ­φώ­νη­σιν τῆς ἐ­πι­τα­κτι­κῆς ἐν­το­λῆς «ψη­λὰ τὰ χέ­ρια!» καί, τέ­λος, τὴν ἀ­φαί­ρε­σιν τῶν χρη­μά­των καὶ τῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων ποι­ᾶς τι­νος ἀ­ξί­ας, ποὺ ἔ­φε­ρον μεθ’ ἑ­αυ­τῶν οἱ τα­ξι­δεύ­ον­τες.

        Πα­λαι­ό­τε­ρον, ἠ­γά­πα αὐ­τὸν τὸν τρό­πον ζω­ῆς. Τὸν ἐ­θε­ώ­ρει ὡς τολ­μη­ρόν, ρι­ψο­κίν­δυ­νον, ἀ­συ­νή­θη, πλή­ρως ἁρ­μό­ζον­τα εἰς ἄν­δρα μὲ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­αν ἀ­νή­συ­χον, ὡς ἐ­πί­στευ­εν ἑ­αυ­τόν. Πλὴν ὁ ἀρ­χι­κός του ἐ­κεῖ­νος ἐν­θου­σια­σμὸς εἶ­χεν ἤ­δη κα­τα­πέ­σει. Καὶ ἔ­βλε­πε τὴν ζω­ήν του ὡς ζω­ὴν ὑ­παλ­λή­λου, ζω­ὴν ἀ­πελ­πι­στι­κῶς μο­νό­το­νον, προ­σκε­κολ­λη­μέ­νην πάν­το­τε εἰς τὰ ἴ­δια, τὰς ἰ­δί­ας λέ­ξεις, τὰς ἰ­δί­ας κι­νή­σεις καὶ ἐ­νερ­γεί­ας. Ὁ λή­σταρ­χος εἶ­χε χά­σει τὴν κα­λήν του δι­ά­θε­σιν καὶ ἐ­ξε­τέ­λει τὰς λη­στεί­ας του μη­χα­νι­κῶς σχε­δὸν πλέ­ον, ἐκ κε­κτη­μέ­νης τα­χύ­τη­τος καὶ ὡς ἐκ τοῦ ὅ­τι πᾶν ἕ­τε­ρον βι­ο­πο­ρι­στι­κὸν μέ­σον τοῦ εἶ­χεν ἀ­πο­κλει­σθῆ.

        Ἐν τού­τοις, τὴν ἐ­α­ρι­νὴν ἐ­κεί­νην πρω­ΐ­αν, οἱ σύν­τρο­φοί του, ποὺ τὸν ἔ­βλε­πον μο­νί­μως σκυ­θρω­πὸν καὶ με­λαγ­χο­λι­κόν, εἶ­δον ἀ­νελ­πί­στως εἰς τὸ πρό­σω­πόν του «ἄλ­λον ἄν­θρω­πον». Ὁ λή­σταρ­χος ἐ­μει­δί­α, ἠ­στε­ΐ­ζε­το καὶ —πρᾶγ­μα ἐ­ξό­χως ἀ­σύ­νη­θες καὶ ἀ­πί­θα­νον— ἐ­τε­ρέ­τι­ζεν, ἀ­πὸ δι­α­στή­μα­τος εἰς δι­ά­στη­μα, ἕ­να χα­ρω­πὸν σκο­πόν.

        Ἠ­πό­ρουν οἱ λη­σταὶ διὰ τὴν ἀ­πό­το­μον αὐ­τὴν ἀλ­λα­γὴν δι­α­θέ­σε­ως τοῦ ἀρ­χη­γοῦ των καὶ τὴν ἐ­σχο­λί­α­ζον χα­μη­λο­φώ­νως με­τα­ξύ των, ἀλ­λὰ χω­ρὶς νὰ τολ­μοῦν νὰ ἐ­ρω­τή­σουν ἐ­κεῖ­νον πε­ρὶ τῆς αἰ­τί­ας της. Ἐ­γνώ­ρι­ζον, ὅ­τι ὁ λή­σταρ­χος οὐ­δέ­πο­τε συ­νε­χώ­ρει τοὺς ἀ­δι­α­κρί­τους καὶ τοὺς αὐ­θά­δεις.

        Ἐ­ξαίφ­νης, τὰς συ­ζη­τή­σεις δι­έ­κο­ψεν ἡ κραυ­γὴ τοῦ σκο­ποῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πε­σή­μα­νεν ἅ­μα­ξαν προ­σεγ­γί­ζου­σαν εἰς τὴν εἴ­σο­δον τῆς στε­νω­ποῦ. Με­τ’ ὀ­λί­γον, ἡ ἅ­μα­ξα εἶ­χε κυ­κλω­θῆ ἀ­πὸ τὴν λη­στρι­κὴν συμ­μο­ρί­αν καὶ ὁ ὁ­δη­γὸς αὐ­τῆς, ἀ­να­γνω­ρί­ζων, ὅ­τι πᾶ­σα ἀ­πό­πει­ρα δι­α­φυ­γῆς ἦ­το πλέ­ον ἀ­δύ­να­τος, ἐ­στά­θη, ἀ­να­μέ­νων τὴν μοι­ραί­αν ἐ­ξέ­λι­ξιν.

        Ὁ λή­σταρ­χος ἐ­προ­χώ­ρη­σε πρὸς τήν ἀ­κι­νη­τή­σα­σαν ἅ­μα­ξαν, νεύ­ων, συγ­χρό­νως, πρὸς τοὺς συν­τρό­φους του νὰ μὴν τὸν ἀ­κο­λου­θή­σουν.

        Ἐ­χαι­ρέ­τη­σε προ­ση­νῶς, διὰ κλί­σε­ως τῆς κε­φα­λῆς, τὸν ὁ­δη­γόν, καὶ ἐ­κά­λε­σεν ἀ­κο­λού­θως τοὺς ἐ­πι­βαί­νον­τας νὰ κα­τέλ­θουν. Αὐ­τοὶ ὑ­πή­κου­σαν, ὠ­χροὶ καὶ τρέ­μον­τες.

        Ὁ λή­σταρ­χος τοὺς ἠ­τέ­νι­σεν, ἐ­πὶ μι­κρόν, σι­ω­πη­λός. Ἐ­λα­φρὸν μει­δί­α­μα ἤν­θι­ζεν εἰς τὰ χεί­λη του καὶ ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α του ἐ­κα­τό­πτρι­ζε τὴν φι­λο­παίγ­μο­να δι­ά­θε­σίν του.

        — Πα­ρα­κα­λῶ, εἶ­πεν εἰς ἤ­πιον τό­νον, πα­ρα­κα­λῶ, τὶς ἀ­στυ­νο­μι­κές σας ταυ­τό­τη­τες.­..

        Ἐ­κεῖ­νοι ἀλ­λη­λο­ε­κυτ­τά­χθη­καν ἔκ­πλη­κτοι. Τί ἐ­σή­μαι­νε πά­λιν αὐ­τό; Τί τὰς ἤ­θε­λε τὰς ταυ­τό­τη­τάς των, ὁ λη­στής; Ἀλ­λ’ ἡ προ­τε­τα­μέ­νη κάν­νη τοῦ ὅ­πλου του ὑ­πε­δεί­κνυ­εν, ὅ­τι ὤ­φει­λον νὰ πει­θαρ­χή­σουν ἄ­νευ χρο­νο­τρι­βῆς.

        Ὁ λή­σταρ­χος ἔ­λα­βεν ἀ­νὰ χεῖ­ρας τάς ἀ­στυ­νο­μι­κὰς ταυ­τό­τη­τας, τὰς ἤ­λεγ­ξεν ἐ­πι­με­λῶς καὶ εὐ­συ­νει­δή­τως. Δι­ε­πί­στω­σεν, ὅ­τι ἔ­φε­ρον ὅ­λαι τὴν σφρα­γῖ­δα τοῦ οἰ­κεί­ου ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος, τὸν ἀ­ριθ­μὸν μη­τρώ­ου ἑ­νὸς ἑ­κά­στου, τὴν ὑ­πο­γρα­φὴν τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ δι­ευ­θυν­τοῦ, ὅ­τι ἦ­σαν γνή­σιαι, μὴ ἐ­πι­δε­κτι­καὶ ὑ­πο­ψί­ας πλα­στό­τη­τος.

        Τὰς ἐ­πέ­στρε­ψε τό­τε εἰς τοὺς κα­τό­χους των.

        — Εὐ­χα­ρι­στῶ, κύ­ριοι, εἶ­πε. Εἶ­σθε ἐν τά­ξει. Τί­πο­τε ἄλ­λο. Μπο­ρεῖ­τε νὰ πη­γαί­νε­τε.

        Καὶ βλέ­πων, ὅ­τι ὁ ὁ­δη­γὸς εἶ­χεν ἀ­πο­μεί­νει ἀ­κί­νη­τος καὶ τὸν ἠ­τέ­νι­ζεν ἔκ­θαμ­βος:

        — Ἐμ­πρός! τὸν δι­έ­τα­ξε, ἐ­πα­νευ­ρί­σκων τὸν στι­βα­ρὸν τό­νον φω­νῆς, ποὺ ἐ­νέ­πνε­εν εἰς ὅ­λους τὸ δέ­ος.

        Ὁ ὁ­δη­γός, συ­νελ­θὼν ἀ­πο­τό­μως, ἐ­πέ­στρε­ψεν εἰς τὴν θέ­σιν του καὶ ἡ ἅ­μα­ξα ἀ­πε­μα­κρύν­θη ὁ­λο­τα­χῶς.

        Ὁ λή­σταρ­χος εἰ­σέ­πνευ­σεν ἀ­πλή­στως τὸν ἐ­α­ρι­νὸν ἄ­νε­μον, τὸν κα­τά­φορ­τον ἀ­πὸ ὀ­σμὰς εὐ­φρο­σύ­νης. Καί, αἴφ­νης, ἐ­ξέ­σπα­σεν εἰς γέ­λω­τα βρον­τώ­δη. Ἐ­γέ­λα, ἐ­γέ­λα, ἐ­νῶ ἐκ τοῦ μα­κρό­θεν οἱ λη­σταὶ τὸν ἐ­θε­ώ­ρουν ἀ­πο­ροῦν­τες, ἐ­γέ­λα ἀ­κα­τα­παύ­στως ἐ­πὶ ὥ­ραν πολ­λὴν καὶ αἱ κλι­τῦ­ες τοῦ ὄ­ρους ἀν­τή­χουν τὸν γέ­λω­τά του, γέ­λω­τα χαρ­μό­συ­νον, ἱ­λα­ρόν, ἀ­θῶ­ον, γέ­λω­τα παι­δι­κόν καὶ δαι­μο­νι­κὸν συ­νά­μα, ποὺ τὸν ἤ­κου­ον, ὡς μα­κρυ­νὴν βο­ήν, καὶ ἐρ­ρί­γουν οἱ ἐ­πι­βά­ται τῆς ἀ­πο­μα­κρυ­νο­μένης ἁ­μά­ξης, σφίγ­γον­τες εἰς τὸ στῆ­θος τὰ ἀ­νε­ξη­γή­τως δι­α­σω­θέν­τα βα­λάν­τιά των.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ Ἐ­πί­σκε­ψις, Ἐκ­δό­σεις Φέ­ξη, Ἀ­θῆ­ναι, 1963.

 

Μπαρ­λᾶς Φαῖ­δρος (Ἀ­θή­να, 1925-1975). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το βι­βλί­ο του: Δώ­δε­κα τρα­γού­δια, ἐκδ. Ἀ­ε­τός, Ἀ­θή­να, 1943. Ἅ­παν­τα, Τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά, Ἀ­θή­να, 1980.

 

Βλ. ἀκόμη ἐδῶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 07-04-2010)

 

Φαῖδρος Μπαρλᾶς: Ἡ σκούνα

 

 

Φαῖ­δρος Μπαρ­λᾶς

 

 Ἡ σκού­να

 

ΟΡΤΩΜΕΝΗ λε­μό­νια μυ­ρω­δᾶ­τα, ἐ­πλη­σί­α­ζεν εἰς τὸ λι­μά­νι ἡ σκού­να. Ἐ­ξε­χώ­ρι­ζαν ἤ­δη εἰς τὸ λυ­κό­φως, κι­νού­με­ναι ἐ­πὶ τοῦ κα­τα­στρώ­μα­τος, οἱ μορ­φὲς τῶν ναυ­τῶν.

       Ἐ­κεῖ­νος τοὺς ἐ­πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κός. Μό­νον ἡ χαι­ρέ­κα­κος λάμ­ψις εἰς τὸ βλέμ­μα του ἐ­πρό­δι­δε τοὺς κα­τα­χθο­νί­ους σκο­πούς του.

      Ὅ­ταν ἡ σκού­να ἔ­φθα­σε πλέ­ον εἰς ὀ­λί­γων μέ­τρων ἀ­πό­στα­σιν, ἐ­πή­δη­σεν ὄρ­θιος, ἔ­κα­με τὰ χέ­ρια χω­νὶ μπρὸς στὸ στό­μα του καὶ τοὺς φώ­να­ξε:

      — Q­u­id a­p­p­o­r­t­a­t­is, n­a­u­t­ae?

      Ἀλ­λ’ οἱ ναῦ­ται δὲν ἐ­τα­ρά­χθη­σαν:

      — A­p­p­o­r­t­a­m­us c­i­t­r­o­n­es!

      Ἀ­πε­κρί­θη­σαν ἐν χο­ρῷ.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ Ἐ­πί­σκε­ψις, Ἐκ­δό­σεις Φέ­ξη, Ἀ­θῆ­ναι, 1963 [Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Στά­χυς, [ἀρ. 10] τε­λευ­ταῖ­ος, Ὀ­κτώ­βριος-Δε­κέμ­βριος 1951].

 

Μπαρ­λᾶς Φαῖ­δρος (Ἀ­θή­να, 1925-1975). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Πρῶ­το βι­βλί­ο του: Δώ­δε­κα τρα­γού­δια, ἐκδ. Ἀ­ε­τός, Ἀ­θή­να, 1943. Ἅ­παν­τα, Τὰ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά, Ἀ­θή­να, 1980.

 

Βλ. ἀκόμη ἐδῶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 07-04-2010)