Φαῖδρος Μπαρλᾶς
Αἷμα στὴν ἄσφαλτο*
ΥΤΟ ΣΥΝΕΒΗ εἰς τὰ Χαυτεῖα, ἐκεῖ ὅπου διασταυρώνονται αἱ ὁδοὶ Πανεπιστημίου καὶ Πατησίων – καὶ οἱ συγκεντρωμένοι στὰ ἑκατέρωθεν πεζοδρόμια διαβάτες περιμένουν τὴν συγκατάθεση τοῦ ἀστυφύλακος γιὰ νὰ περάσουν ἀπέναντι. Ἦταν, λοιπόν, μεσημέρι – καί, ὅπως συνήθως, κόσμος πολὺς ἐπερίμενε κι ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, μ’ ἕναν ἀστυφύλακα ἐπὶ κεφαλῆς ἡ κάθε παράταξις, ποὺ τὸ κράνος του ἐγυάλιζε στὸν ἥλιο. Αἴφνης, οἱ ἀστυφύλακες ἔδωσαν τὸ σύνθημα – καὶ οἱ δυὸ παρατάξεις ἐξεκίνησαν, βαδίζοντας κατὰ μέτωπον. Τὸ σύνηθες σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, εἶναι οἱ δυὸ παρατάξεις νὰ διασταυρώνονται στὸ μέσον τοῦ δρόμου, νὰ προσπερνῶνται ἀδιάφορες καί, μετὰ ἀπὸ τὸ στιγμιαῖο ἐκεῖνο ἀνακάτεμα, νὰ ξεχωρίζουν καὶ πάλιν, προχωρώντας, ἡ κάθε μιά, πρὸς τὸ πεζοδρόμιο τοῦ προορισμοῦ της. Τὸ μεσημέρι, ὅμως, ἐκεῖνο, τὰ πράγματα συνέβησαν διαφορετικά.
Ὅλοι οἱ ἐρχόμενοι ἀπὸ τὸ ἕνα πεζοδρόμιο σ υ ν έ π ε σ ε νὰ ἔχουν στενοὺς γνωρίμους μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ τὸ ἀντίθετο. Καὶ ὄχι π ο λ λ ο ὺ ς στενοὺς γνωρίμους. Ὄχι: καθένας τοῦ ἑνός πεζοδρομίου ἐγνώριζε καὶ ἀπὸ ἕ ν α ν τοῦ ἀντιθέτου. Καὶ δὲν τὸν ἐ γ ν ώ ρ ι ζ ε ἁπλῶς, ὅπως συμβαίνει τόσους καὶ τόσους νὰ γνωρίζωμε. Ὁ γνώριμος αὐτὸς ἦταν ἕνα πρόσωπο πολὺ φιλικό, συνδεδεμένο μὲ χίλιες ἀκριβές ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος, ἕνα πρόσωπο ἀκόμη, ποὺ εἶχε καιρὸ ὁ ἀπέναντι γνώριμος νὰ τὸ δῇ, ποὺ νόμιζε πὼς εἶχε χαθῆ – καὶ τώρα μὲ ἀνεκλάλητη χαρὰ θὰ τὸ ξανασυναντοῦσε.
Πλησιάζοντας, λοιπόν πρὸς τὸ μέσον τοῦ δρόμου, ἐκεῖ ποὺ διέρχονται οἱ γραμμὲς τοῦ τράμ, οἱ δυὸ παρατάξεις ἄρχισαν ν’ ἀναγνωρίζωνται. Κραυγὲς ἀγαλλιάσεως ἀκούστηκαν πρῶτα, ἔπειτα ὁ γενικὸς ρυθμὸς τοῦ βηματισμοῦ ἐπιταχύνθηκε καί, τέλος, ὅλοι ὥρμησαν πρὸς ὅλους μὲ χέρια προτεταμένα.
Κανεὶς δὲν λογάριαζε πιὰ νὰ περάση στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο· ὅλοι εἶχαν μείνει ἐκεῖ, καταμεσὶς τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου, γελώντας, συζητώντας μὲ θόρυβο, σφίγγοντας πάνω-κάτω τὰ χέρια, ἐνῷ οἱ ἀστυφύλακες ἐκύτταζαν ἄναυδοι, ἀλλά, κατὰ βάθος, συγκινημένοι καὶ αὐτοί.
Ἔξαφνα παρατηρήθηκε κάτι τὸ ἀνώμαλο. Ἕνας περίσσευε. Ναί, ὑπῆρχε ἕνας, ποὺ κανέναν δὲν ἐγνώριζε, κανεὶς δὲν τὸν γνώριζε καὶ κανέναν δὲν χαιρετοῦσε. Κι’ ὁ ἕνας αὐτὸς δὲν ἔλεγε νὰ περάσει ἀντίκρυ, ὅπως ἦταν ἡ ἀρχικὴ πρόθεσή του, ἀλλ’ εἶχε μείνει, ὁλοφάνερα χωρὶς λόγο, κι αὐτὸς στὴ μέση τοῦ δρόμου, κυττάζοντας ἀλαλιασμένος τοὺς ἄλλους. Ἡ παρουσία του ἔγινε, στὴν ἀρχή, αἰσθητὴ μόνο στοὺς πιὸ κοντινούς, ποὺ ἄρχισαν νὰ τὸν κυττάζουν κάπως ὕποπτα. Ἔπειτα, ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἀνωμαλίας σκόρπισε καὶ μακρύτερα – καί, σὲ λίγο, ὅλο τὸ πλῆθος ἐκεῖνο εἶχε στρέψει ἐνωχλημένο τὰ βλέμματα πρὸς τὸ μέρος του καὶ τὸν παρατηροῦσε μὲ διαθέσεις, ποὺ γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἐχθρικές.
Κανείς, ἐντωμεταξύ, δὲν εἶχε πάψει νὰ κρατάει σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ γνωρίμου του. Διατηροῦσαν τὴν χειραψία ἐπίτηδες, ἐπιδεικτικά, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσουν ἐντονώτερα στὸν ἄγνωστο τὸ ἄκαιρο τῆς παρουσίας του κοντά τους. Ἐκεῖνος ἔμοιαζε πλέον νὰ ἔχει πανικοβληθῆ. Εἶχε παραλύσει στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν καὶ δὲν ἔλεγε νὰ κουνήση οὔτε μπρός, οὔτε πίσω. Ἡ τρομερὴ μοναξιά, ποὺ δὲν τὴν περίμενε, δὲν τήν ὑπελόγιζε —ἐκεῖ, ξαφνικά, μεσημέρι, εἰς τὰ Χαυτεῖα...— τὸν ἔκανε νὰ ὑποφέρη ἀφάνταστα. Αἰσθανόταν τρομαχτικὰ ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, ἄνθρωπος σὲ ξένο Σύμπαν, χωρὶς γονεῖς, χωρὶς φίλους ἢ συγγενεῖς, χωρὶς γυναῖκα ἢ ἐρωμένη, χωρὶς κανένα δικό του στὸν κόσμο. Τὸ μυαλό του εἶχε ἀκινητήσει καὶ σχημάτιζε μόνον κάθε τόσο ἕναν ἀριθμό, ἕναν ἀριθμὸ ποὺ ἐκπροσωποῦσε αὐτὸν τὸν ἴδιο, ἕναν —πάντοτε— π ε ρ ι τ τ ὸ ἀριθμό. Εἶμαι, σκεπτόταν, ὁ 21, ὁ 27, ὁ 35, ὁ 41...
Ἡ κατάστασις, ὅμως, ἀδιάκοπα χειροτέρευε. Τὰ ζεύγη τὸν ἐπλησίαζαν καί, σιγὰ-σιγά, ἕνας κύκλος σχηματίστηκε γύρω του. Οἱ ματιὲς ἦσαν ἄγριες, θανάσιμα ἐχθρικές. Οἱ ἀστυφύλακες ἄρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ ὀργίζωνται. Εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸ πόστο τους καὶ βάδιζαν πρὸς τὸ μέρος του· φανερό, πὼς ἐπρόκειτο νὰ τὸν συλλάβουν.Ἔξαφνα, ὁ ἄνθρωπος ἔμπηξε μιὰ κραυγὴ ἀγωνίας καὶ τρόμου, ποὺ ἀντήχησε ἐκκωφαντικὰ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ, – καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη.
— Πιάστε τον! πιάστε τον! ἀκούστηκαν μερικὲς θυμωμένες φωνές. Οἰ ἀστυφύλακες καὶ ὁ κόσμος τὸν κυνήγησαν. Ἐκεῖνος ἔτρεχε μὲ φρενίτιδα. Ὁ φόβος ἔδινε φτερὰ στὰ πόδια του. Ὥρμησε πρὸς τὴν πλατεῖα τῆς Ὁμονοίας. Πίσω του, τὸ πλῆθος ὠρυόταν:
— Πιάστε τον! πιάστε τον!
Μερικοί, ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ τήν ὁδὸ Πειραιῶς ἢ τὴν ὁδό Ἁγίου Κωνσταντίνου, κινήθηκαν νὰ τὸν ἀνακόψουν. Τοὺς χτύπησε, τοὺς ἀνέτρεψε, ξέφυγε, – κι ἐξακολούθησε νὰ τρέχη.
— Πιάστε τον! Πιάστε τον!
Ἡ κραυγὴ ἔβγαινε πιὰ ἀπὸ χίλια στόματα.
Οἱ ἀστυφύλακες τὸν εἶχαν πλησιάσει. Ἔκανε νὰ στρίψη, νὰ χωθῆ στὰ σοκάκια. Δὲν πρόφθασε. Ἕνας πυροβολισμὸς ἀκούστηκε, ξερὸς μέσα στὴν διάπυρη ἀτμόσφαιρα. Ὁ ἄνθρωπος σωριάστηκε χάμω. Πανδαιμόνιο χαρᾶς ὑποδέχτηκε τὴν πτώση του.
— Ἔπρεπε! ἔπρεπε! Φωνάξανε.
Κάποιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ τὰ ὅσα εἶχαν συμβῆ, ρώτησε τοὺς πλαϊνούς του:
— Μὰ τί ἔκανε, λοιπόν, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;
Δὲν τοῦ ἀποκρίθηκαν. Ἕνα αὐτοκίνητο τῶν Πρώτων Βοηθειῶν φρενάρισε ἀπότομα, σηκώνοντας σύννεφο τὴν σκόνη. Τὸν φόρτωσε μέσα καὶ χάθηκε πρὸς τὴν ὁδὸ 3ης Σεπτεμβρίου.
Μονάχα λίγες κηλίδες αἷμα εἶχαν ἀπομείνει στὴν ἄσφαλτο.
* Σημείωση τοῦ συγγραφέα. Τὸ διήγημα αὐτὸ ἐγράφη τὸ 1952. Δὲν εἶχε ἀκόμη τότε εἰσαχθῆ τὸ σύστημα τῆς αὐτομάτου σηματοδοτήσεως.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ Ἐπίσκεψις, Ἐκδόσεις Φέξη, Ἀθῆναι, 1963.
Μπαρλᾶς Φαῖδρος (Ἀθήνα, 1925-1975). Ποιητής, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος. Πρῶτο βιβλίο του: Δώδεκα τραγούδια, ἐκδ. Ἀετός, Ἀθήνα, 1943. Ἅπαντα, Τὰ Νέα Ἑλληνικά, Ἀθήνα, 1980.
Βλ. ἀκόμη ἐδῶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 07-04-2010)
Filed under: Ελληνικά,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Μπαρλάς Φαίδρος,Παραβατικότητα,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Φαίδρος Μπαρλάς | Τὰ σχόλια στὸ Φαῖδρος Μπαρλᾶς: Αἷμα στὴν ἄσφαλτο ἔχουν κλείσει