Ἀντρέας Ρούσσης: Ὄνειρο στὴν Καταλονία

.

Roussis,Antreas-OneiroStinKatalonia-Eikona-06

.

Ἀν­τρέ­ας Ρούσ­σης

 .

Ὄ­νει­ρο στὴν Κα­τα­λο­νί­α

 .

18-MiΙΑ ΜΕΡΑ Ο ΙΣΑΑΚ ΑΛΜΠΕΝΙΘ ἔ­πε­σε καὶ κοι­μή­θη­κε πά­νω στὰ ἄ­χυ­ρα τοῦ πα­τρι­κοῦ του στά­βλου, ἀ­νά­με­σα σὲ σα­μά­ρια καὶ πέ­τα­λα, μπάγ­κους καὶ κα­βα­λί­νες. Ἡ βρώμα ἦ­ταν ἀ­φό­ρη­τη καὶ ὁ Ἰ­σα­ὰκ Ἀλ­μπέ­νιθ ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν κου­ρα­σμέ­νος ὀ­νει­ρεύ­τη­κε πὼς κοι­μό­ταν πά­νω στὰ ἄ­χυ­ρα τοῦ πα­τρι­κοῦ του στά­βλου ἀ­νά­με­σα σὲ σα­μά­ρια καὶ πέ­τα­λα, μπάγ­κους καὶ κα­βα­λί­νες.Ἦ­ταν προ­χω­ρη­μέ­νο κα­λο­καί­ρι κι­ ­ὁ κάμ­πος τῆς Κα­τα­λο­νί­ας ἔ­βρα­ζε ἀ­πὸ τὴ ζέ­στη. Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀρ­μέ­νι­ζε μιὰ χα­ρου­πιά. Τό­τε ὁ Ἰ­σα­ὰκ Ἀλ­μπέ­νιθ ἄ­κου­σε μί­α πρω­τά­κου­στη κι ἐ­ξαί­σια μου­σι­κή. Μὲ καλ­πα­σμοὺς νὰ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ μα­κρι­ά. Μ΄ ἕ­να duende. Μὲ φι­ο­ρι­τοῦ­ρες, staccati ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πέ­ραν­τες σι­ω­πές. Ἕ­ναν νο­σταλ­γι­κὸ καὶ ἄ­γνω­στο χο­ρό. (Στὸ βά­θος τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τοῦ­σε ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη του μ’ ἕ­να μαν­τή­λι .) Ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα σκέ­φτη­κε πὼς αὐ­τὸ κά­που τὸ εἶ­χε ξα­να­κού­σει. Πὼς τὸ ἤ­ξε­ρε. Ναὶ βέ­βαι­α. Ἦ­ταν τὸ Ἀ­στού­ριας τοῦ Ἰ­σα­ὰκ Ἀλ­μπέ­νιθ. Καὶ τό­τε ξύ­πνη­σε. Μιὰ ἐ­νο­χλη­τι­κὴ καὶ ἄ­θλια ἀ­λο­γό­μυ­γα πε­τοῦ­σε (βοΐ­ζον­τας) πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι του. Ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ πο­λὺ συ­χνὰ τοῦ ἔ­κλε­βαν τὸν ὕ­πνο του τὰ με­ση­μέ­ρια. Μέ­σα στὸν κάμ­πο τῆς Κα­τα­λο­νί­ας.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀν­δρέ­ας Ρούσ­σης (Πει­ραι­ᾶς, 1958). Ποί­η­ση, μου­σι­κή. Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη καὶ Ἀ­νώ­τε­ρα Θε­ω­ρη­τι­κὰ στὸ Κεν­τρι­κὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Δί­δα­ξε μου­σι­κὴ στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ σὲ Ὠ­δεῖ­α, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἡ μου­σι­κή του πρά­ξη βρί­σκει κύ­ρια ἔκ­φρα­ση στὸ τρα­γού­δι. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ δι­σκο­γρα­φι­κὰ μὲ τοὺς Μ. Γκα­νᾶ, Ἀρ­γύ­ρη Μπα­κιρ­τζῆ (Ἐγ­κόλ­πιο 1997), Θ. Γκό­νη (1999). Δη­μο­σί­ευ­σε τὸ βι­βλί­ο: Μαρ­τυ­ρί­α καὶ ἄλ­λα ποι­ή­μα­τα (Πλα­νό­διον, 2008).

Εἰκόνα: Isaac van Ostade, Ἐσωτερικὸ  ἀποθήκης (1645)

Ἐδῶ τὸ ἔργο Asturias τοῦ Ἰσαὰκ Ἀλμπένιθ παιγμένο ἀπὸ τὸν κιθαρίστα Τζὼν Οὐίλλιαμς:

.

 .

Ἀνδρέας Ρούσσης: Diabolus in musica

 

 

Ἀν­δρέ­ας Ρούσ­σης

 

D­i­a­b­o­l­us in m­u­s­i­ca

 

ΠΟ ΤΟΤΕ ποὺ οἱ ἀλ­χη­μι­στὲς κα­τα­σκεύ­α­σαν τὶς πρῶ­τες δι­ό­πτρες, ὅ­λοι οἱ μύ­ω­πες ἐν­θου­σι­ά­στη­καν, πή­ρα­νε τὸ πά­νω χέ­ρι καὶ δι­έ­δω­σαν πώς, πράγ­μα­τι, ὑ­πάρ­χει ἀ­λή­θεια ἀρ­κεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νὰ κα­τα­φέ­ρει κά­πο­τε νὰ τὴν δεῖ κα­θα­ρά. Σὲ μιὰ τέ­τοι­α πλά­νη δὲν ἔ­πε­σε πο­τὲ ὁ F­i­c­i­n­io, ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς τῆς S­a­n­ta L­u­c­ia στὴν Γέ­νο­βα, ἄν­θρω­πος μυ­στι­κο­πα­θὴς καὶ ἀ­βυσ­σα­λέ­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­χνοῦ­σε πάν­τα ἐ­σκεμ­μέ­να τὰ γυα­λιά του. Ἔ­τσι, μιὰ μέ­ρα ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ κρί­νει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα ἑ­νὸς δό­κι­μου­ στὰ τρο­πά­ρια καὶ τοὺς ὄρ­θρους, τὴν πά­τη­σε οἰ­κτρά. Για­τὶ ὁ F­i­o­r­i­no παίρ­νον­τας μα­ζὶ καὶ τὸν φί­λο του F­a­r­i­n­io κα­τὰ τὴν ἐ­ξέ­τα­ση, δὲν ἔ­κα­νε τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ νὰ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει (ἐ­πι­δει­κτι­κά) τὸ στό­μα του μπρο­στὰ στὰ μά­τια τοῦ ἀ­με­τά­πει­στου κρι­τῆ. Ἀ­πὸ πί­σω τρα­γου­δοῦ­σε ὁ ἄλ­λος. Ἔ­τσι ἀρ­γό­τε­ρα κα­τὰ τὶς Εὐ­χα­ρι­στί­ες, ὅ­ταν ὁ θε­ό­φαλ­τσος F­i­o­r­i­no ἀ­νε­βο­κα­τέ­βαι­νε δρα­μα­τι­κὰ τὶς κλί­μα­κες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­λοι δι­ε­ρω­τῶν­το μὲ ἀ­γα­νά­κτη­ση ποι­ός ἠ­λί­θιος ἔ­κα­νε τὸν F­i­o­r­i­no μο­να­χό.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Ἀν­δρέ­ας Ρούσ­σης (Πει­ραι­ᾶς, 1958). Ποί­η­ση, μου­σι­κή. Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη καὶ Ἀ­νώ­τε­ρα Θε­ω­ρη­τι­κὰ στὸ Κεν­τρι­κὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Δί­δα­ξε μου­σι­κὴ στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ σὲ Ὠ­δεῖ­α, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἡ μου­σι­κή του πρά­ξη βρί­σκει κύ­ρια ἔκ­φρα­ση στὸ τρα­γού­δι. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ δι­σκο­γρα­φι­κὰ μὲ τοὺς Μ. Γκα­νᾶ, Ἀρ­γύ­ρη Μπα­κιρ­τζῆ (Ἐγ­κόλ­πιο 1997), Θ. Γκό­νη (1999). Δη­μο­σί­ευ­σε τὸ βι­βλί­ο: Μαρ­τυ­ρί­α καὶ ἄλ­λα ποι­ή­μα­τα (Πλα­νό­διον, 2008).