Βασιλικὴ Πέτσα
Βαλσαμωμένο ἐλάφι
Στὴν Τέτη
ΒΑΦΕΣ τὰ νύχια τῶν ποδιῶν σου μὲ κόκκινο μαρκαδόρο, θυμᾶσαι;
Κι ἐσὺ σχεδίαζες ἕνα βάζο μὲ λουλούδια, τριαντάφυλλα νομίζω, αὐτὰ σοῦ ἀρέσανε.
Δὲν μοιάζανε ποτὲ μὲ τριαντάφυλλα.
Ναί, δὲν μοιάζανε.
Κι ἐσὺ εἶχες μουντζουρωθεῖ γύρω γύρω στὰ δάχτυλα.
Ἀκόμα μουντζουρώνομαι.
Σοῦ εἶπα ὅτι ἡ μαμὰ θὰ σὲ μαλώσει ἅμα ξυπνήσει.
Κι ἐγὼ σοῦ εἶπα ὅτι θὰ φορέσω κάλτσες καὶ τὰ κλειστὰ παπούτσια γιὰ νὰ μὴν τὰ δεῖ. Καὶ σὲ εἶπα καὶ κακιὰ καὶ ζηλιάρα καὶ χαζή.
Καὶ μὲ ἔβαψες στὸ πρόσωπο μὲ τὸν μαρκαδόρο.
Στὴ μύτη, γιὰ νὰ μοιάζεις μὲ κλόουν.
*
Ἡ Ἕλλη κάθεται στὴ λευκὴ φὲρ φορζέ, τὸ ἕνα της γόνατο λυγισμένο μέχρι τὸ πιγούνι. Τὸ ἄλλο τὸ ἔχει ἀφήσει ἐλεύθερο νὰ αἰωρεῖται, δὲν φτάνει τὸ πάτωμα. Στὸ δεξί της χέρι κρατᾶ ἕναν πράσινο χοντρὸ μαρκαδόρο. Μὲ αὐτὸν βάφει τὰ νύχια τῶν ποδιῶν της. Ἡ Μαρία εἶναι καθισμένη διαγώνια στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς βεράντας μὲ τὴ γυάλινη ἐπιφάνεια. Μπροστά της ἕνα μπλὸκ ζωγραφικῆς μὲ σπιρὰλ καὶ σκόρπιοι μαρκαδόροι. Ζωγραφίζει ἕνα σπίτι μὲ καμινάδα ἀπὸ ὅπου ἀναδύεται καπνός, ἔχει ἤδη τελειώσει ἕναν μπλὲ οὐρανὸ μὲ ἕναν μεγάλο κίτρινο ἥλιο μὲ μυτερὲς ἀχτίδες καὶ ἕνα πολύχρωμο οὐράνιο τόξο. Δὲν ἔχουν σημασία οἱ ἐποχές, ὄχι στὶς ζωγραφιὲς τῆς Μαρίας. Ρίχνει κλεφτὲς ματιὲς στὴν Ἕλλη, ματιὲς ἐπίκρισης. Εἶναι καλοκαίρι, εἶναι μεσημέρι, στὸ δίπλα δωμάτιο κοιμᾶται ἡ γιαγιὰ καὶ στὸ βάθος κοιμοῦνται οἱ γονεῖς. Τὸ ἀπόγευμα θὰ πᾶνε πάλι γιὰ μπάνιο. Σήμερα δὲν νυστάζουν καθόλου.
*
Μὲ ρώτησες ἅμα ξέρω ὅτι ἡ μαμὰ καὶ ὁ μπαμπὰς θὰ πεθάνουν.
Κι ἐσὺ μὲ ρώτησες πότε καὶ γιατί.
Μοῦ εἶπες ὅτι δὲν ξέρεις.
Ἀλλὰ ὅτι θὰ γίνει. Σίγουρα.
Μετὰ δὲν σοῦ μιλοῦσα. Εἶχα θυμώσει.
Ὄχι μαζί μου.
Ὄχι.
Ἡ Ἕλλη φορᾶ τὸ πολύχρωμο ὁλόσωμο μαγιώ της μὲ τοὺς φραμπαλάδες, τὶς πλαστικὲς σαγιονάρες μὲ τὰ λουλουδάκια, τὸ ρὸζ καπέλο της καὶ κρατᾶ τὴ φουσκωτὴ μπάλα καθὼς διασχίζουν τὴν τσιμεντένια πιλοτὴ-γκαράζ. Πηγαίνουν στὴ θάλασσα, ἡ Μαρία θὰ ἔρθει ἀργότερα μὲ τὴ γιαγιά, ἡ μαμὰ προχωρᾶ μπροστὰ μὲ τὸ στρῶμα θαλάσσης καὶ τὶς ψάθες, τὴν ὀμπρέλα τὴν κουβαλᾶ ὁ μπαμπὰς ποὺ ἔχει ἤδη φτάσει στὴν παραλία. Ὁ μπαμπὰς πάντα ἔφτανε πρῶτος. Καὶ ἔφευγε πρῶτος. Ἦταν ἐκεῖ γιὰ λίγο. Ἡ μαμὰ φορᾶ τὸ παρεό της στερεωμένο στὸ στῆθος μὲ ἕναν κόμπο, ἡ Ἕλλη ἀκούει τὸ φρὰστ-φροὺστ ποὺ κάνουν τὰ πόδια της καθὼς τρίβονται μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ ὕφασμα. Ἡ Ἕλλη σκέφτεται ξαφνικὰ ὅτι ἡ μαμὰ θὰ πεθάνει. Καὶ δὲν θὰ εἶναι ἐδῶ. Καὶ δὲν θὰ εἶναι πουθενά. Οὔτε ὁ μπαμπάς. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ στιγμὴ βλέπει μόνο τὴ μαμά. Θέλει νὰ τὴ ρωτήσει ἂν θὰ πεθάνει. Καὶ νὰ μὴν πεθάνει. Ἡ Ἕλλη ὅταν φοβᾶται τραγουδάει δυνατά. Τώρα τραγουδάει.
*
Εἶπες νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ νὰ μήν.
Σοῦ εἶπα ὅτι γιὰ τὴ γάτα ποὺ ἀρρώστησε εἴπαμε πέντε φορὲς τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Καὶ μετὰ ψόφησε.
Μοῦ εἶπες νὰ μὴ λέω «ψόφησε». Καὶ μὲ χτύπησες.
Σοῦ εἶπα ὅτι ἀφοῦ ψόφησε, θὰ λέω ψόφησε, κι ὅ,τι θέλω θὰ λέω. Καὶ σὲ χτύπησα κι ἐγώ.
Καὶ μετὰ ἡ γιαγιὰ φώναξε «σσστ».
Καὶ σὲ εἶπα μὲ σιγανὴ φωνὴ «ἠλίθια».
Καὶ εἶπες ὅτι θὰ τὸ πεῖς στὴ μαμά.
Καὶ σὲ εἶπα καρφί. Κι ὅτι ὅταν ἡ μαμὰ πεθάνει δὲν θὰ μπορεῖς νὰ τὸ λὲς πουθενά.
Καὶ σὲ εἶπα κι ἐγὼ «ἠλίθια».
*
Ἡ Ἕλλη βαρέθηκε νὰ χρωματίζει τὰ νύχια της. Πετάει τὸν μαρκαδόρο μὲ δύναμη στὸ τραπέζι, πάνω στὴ ζωγραφιὰ τῆς Μαρίας, νὰ τὴ μουντζουρώσει. Ἡ Μαρία τσαλακώνει τὴ ζωγραφιά της σὲ μπάλα καὶ τὴν πετάει μὲ φόρα στὴν Ἕλλη. Τῆς πετάει καὶ τοὺς μαρκαδόρους. Κάθονται καὶ οἱ δύο μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ δὲν μιλᾶνε. Ἡ γιαγιὰ ροχαλίζει στὸ δωμάτιο. Ἡ Ἕλλη γελάει. Καὶ ἡ Μαρία, ἀλλὰ πιὸ δειλά. Ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἕλλη σοβαρεύουν. Σκέφτονται. Ἡ Ἕλλη κοιτάζει μέσα στὸ δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς, τὸ ταριχευμένο κεφάλι τοῦ ἐλαφιοῦ ποὺ κοσμεῖ τὸ διαχωριστικὸ τῆς κουζίνας. Ἔχει μεγάλα κέρατα ποὺ πετάγονται ἑκατέρωθεν τοῦ κεφαλιοῦ μὲ τὰ ὑγρὰ μάτια. Ἡ Ἕλλη χοροπηδᾶ στὴν καρέκλα της, ποὺ τρίζει.
*
Τὸ βρῆκα, σοῦ εἶπα.
Περίμενες νὰ σὲ ρωτήσω, ὅμως ἐγὼ ζήλευα ποὺ ἐσὺ κάτι βρῆκες κι ἐγὼ τίποτα.
Βρῆκα πῶς δὲν θὰ πεθάνει ἡ μαμά, σοῦ εἶπα.
Οὔτε ὁ μπαμπάς.
Οὔτε αὐτός, ναί, ναί, σοῦ εἶπα.
Θὰ τοὺς βαλσαμώσουμε.
Καὶ μοῦ ἔδειξες τὸ ἐλάφι.
Δὲν θὰ κουνιοῦνται, ὅμως, οὔτε θὰ μιλᾶνε μετά, σοῦ εἶπα. Εἶσαι χαζή.
Τὸ ἐλάφι μιλάει, ἐσὺ δὲν τὸ ἀκοῦς, σοῦ εἶπα. Ἐσὺ εἶσαι χαζή.
Καὶ τί λέει;
Εἶναι μυστικό, μόνο σὲ μένα μιλάει, μοῦ εἶπες.
Καὶ κουνιέται κιόλας;
Μόνο ὅταν δὲν τὸ βλέπει κανείς.
Καὶ ποῦ τὸ ξέρεις, σὲ ρώτησα.
Μοῦ τὸ εἶπε, μοῦ εἶπες.
Καὶ ποιός θὰ μοῦ λέει ἐμένα καληνύχτα πρὶν κοιμηθῶ;
Θὰ σοῦ λέω ἐγώ, σοῦ εἶπα.
Ἀκόμα μοῦ λές.
Ἀκόμα σοῦ λέω.
Καὶ ἡ γιαγιά; σὲ ρώτησα.
Ἡ γιαγιὰ δὲν θὰ μᾶς κάνει λουκουμάδες τὸ βράδυ ἅμα τὴ βαλσαμώσουμε.
Ἄ, ναί, σοῦ εἶπα.
Εἴχαμε πάει μὲ τὸ σχολεῖο στὸ μουσεῖο μὲ τὰ λιοντάρια καὶ τὰ φίδια καὶ τὰ πουλιὰ καὶ ἤξερα, σοῦ εἶπα, μᾶς εἶχαν πεῖ πῶς γίνεται.
Τώρα ποὺ κοιμοῦνται, νὰ μὴν τὸ καταλάβουν.
Τώρα, μοῦ εἶπες.
*
Ἡ Ἕλλη ἀνοίγει σιγὰ σιγὰ τὴν μπαλκονόπορτα. Κατευθύνεται στὸ συρτάρι μὲ τὰ φάρμακα, στὴν κουζίνα. Ἡ Μαρία κρατάει τσίλιες μήπως ξυπνήσει ἡ γιαγιὰ ποὺ κοιμᾶται στὸ σαλόνι. Ἡ Ἕλλη ψαχουλεύει στὸ συρτάρι, δείχνει στὴ Μαρία τὴ σύριγγα γιὰ τὶς ἐνέσεις τοῦ παπποῦ. Ἡ Μαρία σχηματίζει μὲ τὰ χείλη τῆς τὴ λέξη «σιρόπι», ἡ Ἕλλη δὲν καταλαβαίνει. Ἡ Μαρία ἐκνευρίζεται, τὸ σι-ρό-πι λέει πάλι καὶ τῆς δείχνει μὲ τὸ χέρι τὸ μπουκάλι δίπλα στὴ ζύμη γιὰ τοὺς λουκουμάδες. Τὸ κεφάλι τοῦ ἐλαφιοῦ γυαλίζει ὅταν πέφτει πάνω του τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, εἶναι ὄμορφο καὶ λαμπερό, ἀφοῦ δὲν ξέρουν ποῦ βάζει τὸ βερνίκι γιὰ τὰ ἔπιπλα ὁ μπαμπάς, θὰ τοὺς ἀλείψουν μὲ σιρόπι. Καὶ ἂς μὴν ἔχουν γιὰ τοὺς λουκουμάδες τὸ βράδυ. Θὰ βάλουν μέλι. Ἡ Ἕλλη τραβάει τὸ ἔμβολο καὶ γεμίζει τὴ σύριγγα μὲ νερό. Δὲν θυμᾶται πῶς τὸ λέγανε τὸ φάρμακο ποὺ τοὺς εἶπαν στὸ μουσεῖο, ἔμοιαζε ὅμως μὲ νερό. Ἡ Ἕλλη κρατᾶ τὴ σύριγγα στὸ ἕνα της χέρι, δίνει στὴ Μαρία τὸ μπουκάλι μὲ τὸ σιρόπι. Ἡ πόρτα τοῦ ὑπνοδωματίου εἶναι ἀνοιχτή, ὁ μπαμπὰς κοιμᾶται ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἡ μαμὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Μαρία δείχνει τὴ μαμά, ἀπὸ αὐτὴν θὰ ξεκινήσουν. Ἡ μαμὰ διώχνει μὲ τὸ χέρι της μιὰ μύγα ποὺ τὴν ἐνοχλεῖ, ἡ Ἕλλη καὶ ἡ Μαρία κοιτάζονται. Ἡ μαμὰ ὅμως δὲν ξυπνάει. Ἡ Μαρία νεύει καταφατικὰ στὴν Ἕλλη.
*
Πρέπει νὰ φύγουμε.
Πρέπει. Ἡ θεία Μαρίνα;
Θὰ τὴν πάρουμε ἐμεῖς.
Θὰ πάω αὔριο νὰ ταχτοποιήσω τοὺς λογαριασμοὺς καὶ νὰ κανονίσω γιὰ τὸ μάρμαρο.
Καὶ ἡ Βαρβάρα τὸ ἔχει ἀδειάσει τὸ σπίτι.
Ὡραῖα.
Θὰ εἶσαι ἐντάξει;
Ἐσύ;
Θὰ σὲ πάρω γιὰ καληνύχτα.
Ξέρεις, ἐμένα ἀκόμη δὲν μοῦ μιλᾶνε.
Οὔτε κι ἐμένα. Σοῦ εἶχα πεῖ ψέματα τότε.
*
Ἡ Ἕλλη κλαίει. Ἡ Μαρία κλαίει. Ἡ Ἕλλη καὶ ἡ Μαρία ἀγκαλιάζονται. Ἡ Μαρία θυμᾶται τὴν Ἕλλη μὲ τὸ μαγιὼ μὲ τοὺς φραμπαλάδες καὶ χαμογελάει λίγο. Ἡ Ἕλλη νιώθει στὸ στόμα τὴ γεύση ἀπὸ τοὺς λουκουμάδες τῆς γιαγιᾶς καὶ χαμογελάει λίγο λιγότερο.
Τὸ βράδυ θὰ μιλήσουν στὸ τηλέφωνο.
Πηγή: ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ὅλα τὰ χαμένα (ἐκδ. Πόλις, 2012).
Βασιλικὴ Πέτσα (Καρδίτσα, 1983). Διήγημα, νουβέλα. Σπούδασε Μέσα Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας καὶ Θεωρίες τοῦ Πολιτισμοῦ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μπέρμιγχαμ καὶ Εὐρωπαϊκὴ Λογοτεχνία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης. Βιβλία της Θυμᾶμαι (νουβέλα, ἐκδ. Πόλις, 2011) καὶ Ὅλα τὰ χαμένα (διηγήματα, ἐκδ. Πόλις, 2012).
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Θάνατος,Οικογένεια,Πέτσα Βασιλική,Περιγραφή,Ψυχογραφία | Tagged: Βασιλική Πέτσα,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Βασιλική Πέτσα: Βαλσαμωμένο ἐλάφι ἔχουν κλείσει