Ἀ­ρις Ἀ­λε­βῖ­ζος: Κορονοϊός, κορωνοϊὸς ἢ κοροναϊός

 



Ἀ­ρις Ἀ­λε­βῖ­ζος


Κορονοϊός, κορωνοϊὸς ἢ κοροναϊός


ΥΜΝΟΚΕΦΑΛΗ τη­λε­περ­σό­να, ποὺ ἐ­λέ­ῳ τῆς ‘σο­φῆς’ ψή­φου ὑ­πο­δύ­ε­ται τὸν βου­λευ­τὴ ρη­ξι­κέ­λευ­θου προ­φίλ, ἀ­γω­νί­ζε­ται με­τὰ πά­θους ἀ­πὸ τη­λε­ο­πτι­κῆς κα­θέ­δρας νὰ μᾶς δι­δά­ξει ποι­ό ἀ­πὸ τὰ τρί­α εἶ­ναι τὸ ὀρ­θό. Οἰ­κτί­ρον­τας μὲ ἀ­γα­νά­κτη­ση ὅ­σους τὸ λέ­νε λά­θος καὶ ἐκ­χω­ρών­τας στὴν φά­τσα του βλέμ­μα ἄ­φα­της αὐ­το­ϊ­κα­νο­ποί­η­σης.

       Κα­θεὶς καὶ τὰ φί­δια του, θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ γυ­μνο­κέ­φα­λος μὲ τὰ δι­κά του κι ἐ­γὼ μὲ τὶς ἀλ­λερ­γί­ες μου αὐ­τὴ τὴν ἐ­πο­χή. Δὲν πρό­λα­βε νὰ μπεῖ κα­λὰ-κα­λὰ ὁ Μάρ­της καὶ λὲς καὶ μοῦ ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ μιὰ χού­φτα ἄμ­μο σὲ κά­θε μά­τι. Ἔ­κλει­σα τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ γυ­ρέ­ψω ὀ­φθαλ­μί­α­τρο στὸ δι­α­δί­κτυ­ο.

       «Πᾶς κα­λά:», μὲ ἀ­πο­πῆ­ρε ἡ κό­ρη μου, «ἐ­δῶ ἔ­χου­με δι­κό μας ἄν­θρω­πο κι ἐ­σὺ ψά­χνεις στὰ κου­του­ροῦ;»

       Ὁ δι­κός μας ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἦ­ταν στὸ Μα­ρού­σι κι ἐ­γὼ βα­ρι­ό­μουν νὰ ξε­κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὸ Κέν­τρο. Βρῆ­κα κά­ποι­α μὲ ἐ­πώ­νυ­μο σὲ -ί­δη κι ἔ­κλει­σα ραν­τε­βοῦ.

       Ἡ σε -ί­δη μὲ ἐ­ξέ­τα­σε, ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε τὴν ἀλ­λερ­γι­κὴ φύ­ση τῆς τα­λαι­πω­ρί­ας μου καὶ πε­ρί­που μοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νὰ μά­θω νὰ ζῶ μὲ τὸ πρό­βλη­μά μου. Δε­κα­πέν­τε λε­πτὰ κρά­τη­σε ἡ συν­τα­γο­γρά­φη­ση, μό­λις δέ­κα εἶ­χε κρα­τή­σει ἡ ἐ­ξέ­τα­ση. Ἄλ­λο ἕ­να ἐ­πί­τευγ­μά μας αὐ­τό.

       Τε­λει­ώ­νον­τας ἄρ­χι­σε νὰ ρω­τά­ει, ἀ­πὸ ποῦ εἶ­μαι, τί δου­λειὰ κά­νω, ποὺ ἦ­ταν τὸ γρα­φεῖ­ο μου, τί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἔ­χω.

       «Λές», γαρ­γα­λή­θη­κα, «νὰ εἶ­ναι πρό­σφο­ρη γιὰ παι­χνί­δι; Λές;»

       Κά­τι χαρ­μό­συ­νο πῆ­γε νὰ σκιρ­τή­σει μέ­σα μου, ἀλ­λὰ κα­πα­κώ­θη­κε σχε­δὸν ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὴ δεύ­τε­ρη σκέ­ψη: «Φυ­λά­ξου, κα­ρα­δο­κεῖ ξε­φτί­λα, ἐ­δῶ τῆς ρί­χνεις κα­μιὰ εἰ­κο­σι­πεν­τα­ριὰ χρό­νια…»

       Ἀ­να­δι­πλώ­θη­κα, «ἡ μὲν σὰρξ πρό­θυ­μη, τὸ δὲ πνεῦ­μα ἀ­σθε­νές….»

       Βγῆ­κα μὲ τὴν συν­τα­γὴ στὸ χέ­ρι. Στὸ πρῶ­το φαρ­μα­κεῖ­ο πῆ­γα μὲ φό­ρα νὰ μπῶ.

       «Μεί­νε­τε στὴν θέ­ση σας!», μὲ πρό­λα­βε προ­τοῦ δρα­σκε­λί­σω τὸ κα­τώ­φλι, κά­τι σὰν τρα­χὺ πα­ράγ­γελ­μα κα­ρα­βα­νὰ ἐ­πι­λο­χί­α, σὲ θη­λυ­κὴ ὅ­μως ἔκ­δο­ση.

       Κοκ­κά­λω­σα.

       Εὐ­ει­δὴς καὶ νέ­α ἡ φαρ­μα­κο­ποι­ὸς ποὺ μὲ ἀ­κι­νη­το­ποί­η­σε. Ἐμ­φά­νι­ση ἐν­τε­λῶς ἀ­ναν­τί­στοι­χη μὲ τὴν τρα­χύ­τη­τα τοῦ πα­ραγ­γέλ­μα­τος.

       «Πε­ρι­μέ­νε­τε νὰ τε­λει­ώ­σω μὲ τὸν κύ­ριο καὶ με­τὰ θὰ μπεῖ­τε», συ­νέ­χι­σε στὸν ἴ­διο τό­νο.

       Εἶ­χε ἀ­πο­φα­σί­σει μό­νο ἕ­νας μέ­σα στὸ φαρ­μα­κεῖ­ο κά­θε φο­ρά. Πε­ρί­με­να ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ στὸ πε­ζο­δρό­μιο μέ­χρι νὰ τε­λει­ώ­σει μὲ τὸν κύ­ριο, ὁ­πό­τε δεύ­τε­ρο πα­ράγ­γελ­μα μὲ πε­ρί­με­νε: «Ἀ­πε­λευ­θε­ρῶ­στε τὰ χέ­ρια σας». Κοί­τα­ξα τὰ χέ­ρια μου. Κρά­τα­γα στὸ ἕ­να τὴν τσάν­τα μου, στὸ ἄλ­λο τὴν συν­τα­γή.

       Φορ­τώ­θη­κα τὴν τσάν­τα στὴν πλά­τη καὶ ἔ­βα­λα τὴν συν­τα­γὴ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ὑ­πὸ μά­λης.

       Μοῦ ἔ­δει­ξε τὸ ἀν­τι­ση­πτι­κὸ καὶ ἀ­πο­λύ­μα­να τὰ χέ­ρια μου.

       «Ὁ­ρί­στε», ἄ­κου­σα ἐ­πὶ τέ­λους φυ­σι­ο­λο­γι­κὴ τὴν φω­νή της. Τῆς ἔ­τει­να τὴν συν­τα­γὴ καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σα πρὸς τὸ μέ­σον τοῦ φαρ­μα­κεί­ου, φο­βού­με­νος ἐν­δε­χό­με­νη πα­ρα­τή­ρη­σή της ποὺ δὲν θὰ μοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ πα­ρα­μεί­νω εὐ­γε­νής.

       Μέ­χρι νὰ βρεῖ τὰ φάρ­μα­κα ἔ­ρι­ξε ἄλ­λα δύ­ο αὐ­στη­ρὰ πα­ραγ­γέλ­μα­τα καὶ κάρ­φω­σε στὴν πόρ­τα ἕ­ναν νε­α­ρὸ καὶ μιὰ για­γιά.

       Μοῦ ἔ­δω­σε τὰ φάρ­μα­κα, τῆς ἔ­δω­σα χαρ­το­νό­μι­σμα τῶν πε­νήν­τα. Τὸ ἔ­πι­α­σε μὲ τὸ δε­ξὶ χέ­ρι ποὺ φο­ροῦ­σε πλα­στι­κὸ γάν­τι.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὰ ρέ­στα, τριά­ντα πέν­τε καὶ τριά­ντα, μὲ τὸ …γυ­μνὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι.

       Τὴν κοί­τα­ξα ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νος, «μᾶς δου­λεύ­ει ἄ­γρια, δὲ γί­νε­ται», ἦ­ταν ἡ πρώ­τη σκέ­ψη. Ἡ μή­πως ὁ κορο(ω)νο(α)ϊὸς «δυ­να­τὸν νὰ κολ­λᾶ εἰς κά­θε πράγ­μα, ἀλ­λ’ εἰς τὰ χρή­μα­τα ὄ­χι…»

       Γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι καὶ κα­τέ­βα­σα ἀ­πὸ τὴν βι­βλι­ο­θή­κη «ἐ­κεῖ­νον τὸν πε­ρι­ού­σιο Πα­πα­δι­α­μάν­τη».

       Βρῆ­κα τὴ νου­βέ­λα «Βαρ­διά­νος στὰ Σπόρ­κα» κι ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω τὰ πά­θη «τῆς Σκεύ­ως τῆς Σα­βου­ρό­κο­φας». Τὰ πά­θη τῶν μέ­σα καὶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ λοι­μο­κα­θαρ­τή­ριο τῆς ἐ­πο­χῆς.

       …Ὅ­πως συμ­βαί­νει πάν­το­τε ἐν και­ρῷ πα­νι­κοῦ φό­βου, μέ­γας συ­νω­στι­σμὸς καὶ σπου­δὴ ἀ­λό­γι­στος καὶ τυ­φλὴ φυ­γὴ εἶ­χον ἐ­πέλ­θει […]. Ἀλ­λὰ τὸ πλεῖ­στον κα­κὸν ὀ­φεί­λε­ται ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως εἰς τὴν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς δι­οι­κή­σε­ως. Θὰ ἔ­λε­γέ τις ὅ­τι ἡ χώ­ρα αὕ­τη ἠ­λευ­θε­ρώ­θη ἐ­πί­τη­δες διὰ ν’ ἀ­πο­δει­χθεῖ ὅ­τι δὲν ἦ­το ἱ­κα­νὴ πρὸς αὐ­το­δι­οί­κη­σιν […]. Οἱ κερ­δο­σκό­ποι ἀ­πέ­θε­τον τὰ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τά των εἰς τὴν ἄ­κραν της ἀ­πω­τά­της ἀ­κτῆς τῆς ἐ­ρη­μο­νή­σου, ἐ­λάμ­βα­νον τὰ λε­πτά των καὶ ἔ­φευ­γον. Ἡ χο­λέ­ρα δυ­να­τὸν νὰ κολ­λᾷ εἰς κά­θε πράγ­μα, ἀλ­λ’ εἰς τὰ χρή­μα­τα ὄ­χι. Ἐ­λέ­χθη ὅ­τι οἱ πλεῖ­στοι των ἀν­θρώ­πων, τῶν πα­ρα­στα­θέν­των τό­τε ὡς θυ­μά­των τῆς χο­λέ­ρας, ἀ­πέ­θα­νον πραγ­μα­τι­κῶς ἐκ πεί­νης. Ἴ­σως νὰ μὴν ὑ­πῆρ­ξεν ὅ­λως χο­λέ­ρα. Ἀλ­λ’ ὑ­πῆρ­ξε τύ­φλω­σις καὶ ἀ­θλι­ό­της καὶ συμ­φο­ρὰ ἀ­νή­κου­στος. Οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­λοι πά­σχον­τες, ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τ’ ἀλ­λή­λων, εἰς ἐ­πί­με­τρον, καὶ κα­θί­στων τὴν δει­νο­πά­θειαν ἀ­πεί­ρως με­γα­λυ­τέ­ραν. Οἱ εὔ­πο­ροι ἐκ τῶν κα­θα­ρι­ζο­μέ­νων ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν πτω­χῶν […]. Οἱ πτω­χοὶ ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν εὐ­πό­ρων […]. Ὅ­λοι ὁ­μοῦ οἱ ὑ­πὸ κά­θαρ­σιν τα­ξι­δι­ῶ­ται ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν κα­τοί­κων τῆς πο­λί­χνης, καὶ τοὺς κα­τη­γό­ρουν ἐ­πὶ ἀ­συ­νει­δή­τῳ αἰ­σχρο­κερ­δεί­ᾳ καὶ σκλη­ρό­τη­τι […]. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς πο­λί­χνης ἐ­σκλη­ρύ­νον­το κα­τὰ τῶν τα­ξι­δι­ω­τῶν, καὶ ἐ­μί­σουν αὐ­τούς, δι­ό­τι εἶ­χον ἔλ­θει νὰ τοὺς φέ­ρω­σι τὴν χο­λέ­ραν. Κα­κὴ ὑ­πο­ψία, δυ­σπι­στί­α καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λεια χω­ροῦ­σα μέ­χρις ἀ­παν­θρω­πί­ας, ἐ­βα­σί­λευ­ε παν­τα­χοῦ. Ὅ­λα ταῦ­τα ἤ­σαν εἰς τὸ βά­θος καὶ ὁ φό­βος τῆς χο­λέ­ρας ἦ­το εἰς τὴν ἐ­πι­φά­νειαν. Θὰ ἔ­λε­γές τις ὅ­τι ἡ χο­λέ­ρα ἦ­το μό­νον πρό­φα­σις, καὶ ὅ­τι ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­σις τῶν ἀν­θρώ­πων ἦ­το ἡ ἀ­λή­θεια.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἄρις Ἀλεβῖζος (Χά­στε­μη [Λευ­κο­χώ­ρα] Μεσ­ση­νί­ας, 1955). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ δι­κη­γό­ρη­σε ἐ­πὶ 37 χρό­νια στὴν Ἀ­θή­να. Σή­με­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν γε­ωρ­γί­α. Ἔρ­γα: Δει­νὸς κα­βα­λά­ρης, δι­η­γή­μα­τα, Πλα­νό­διον· Τὸ ἀ­ό­ρα­το ἄ­συ­λο, μυ­θι­στό­ρη­μα, Κέ­δρος· Σφαῖ­ρες στὸ Αἰ­γά­λε­ω, δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης· Ἕ­νας Αὔ­γου­στος χω­ρὶς ἐ­πί­λο­γο, μυ­θι­στό­ρη­μα, Με­ταίχ­μιο· Ἂς μὴν ἐ­νο­χλη­θεῖ κα­νείς, μυ­θι­στό­ρη­μα, Με­ταίχ­μιο· Ἡ δω­ρε­ὰ τῶν δέν­τρων, δι­η­γή­μα­τα, Εὔ­μα­ρος.

Ἄρις Ἀλεβῖζος: Τὰ διηγήματα τοῦ Τσαϊκόφσκι

 

 

Ἄ­ρις Ἀ­λε­βῖ­ζος

 

Τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Τσα­ϊ­κόφ­σκι

 

­ΝΙ­ΒΑΣ.­.­.­», ἦ­ταν ἀ­γα­πη­μέ­νη του τη­λε­φω­νι­κὴ προ­τρο­πὴ κά­θε με­ση­μέ­ρι. Ἀν­τὶ γιὰ «ἀ­νέ­βα».

Δού­λευ­ε σὲ με­γά­λο δι­κη­γο­ρι­κὸ γρα­φεῖ­ο ποὺ ἀρ­γὰ τὸ με­ση­μέ­ρι ἐ­ρή­μω­νε. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς τη­λε­φω­νοῦ­σε καὶ μὲ πρό­στα­ζε: «Ἀ­νί­βας…»

       Μὲ πε­ρί­με­νε πί­σω ἀ­πὸ τὸ γρα­φεῖ­ο του ὁ ἴ­διος καὶ πά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρω­μέ­νο —κα­τὰ τὴν ἰ­δι­ο­τρο­πί­α μου— οὐ­ί­σκι. Ὁ ἴ­διος βρι­σκό­ταν στὸ δεύ­τε­ρο, ἔ­λε­γε. Στὸ τρί­το καὶ βά­λε ἦ­ταν.

       Ἔ­βα­ζε στὴ μέ­ση κά­τι πα­λι­ο­στρα­γά­λια νὰ μα­σου­λᾶ­με καὶ ἀρ­χί­ζα­με. Κου­βέν­τα καὶ πι­ό­μα. Τὸ πι­ό­μα εἶ­χε πάν­τα στα­θε­ρὴ ἐ­ξέ­λι­ξη: Ἐ­γὼ στὸ τρί­το σχε­δὸν πάν­τα στα­μα­τοῦ­σα. Ὁ ἴ­διος συ­νέ­χι­ζε μέ­χρι τέ­ταρ­το-πέμ­πτο, ἀλ­λὰ συ­νέ­χι­ζε καὶ τὸ βρά­δυ στὸ μπε­κι­ά­ρι­κο σπί­τι του. Ἀν­τί­θε­τα ἡ κου­βέν­τα μας —μὲ θέ­μα ὅ,τι κα­θό­ταν— πο­τὲ δὲν ξέ­ρα­με ποῦ θὰ βγά­λει. Ἄλ­λο­τε συμ­φω­νού­σα­με καὶ ἐ­ξε­λισ­σό­ταν ὁ­μα­λά, ἄλ­λο­τε βγά­ζα­με τὰ μά­τια μας καὶ φεύ­γα­με σκο­τω­μέ­νοι.

       Μὲ τὰ χρό­νια μὲ κού­ρα­σε αὐ­τὴ ἡ φα­γω­μά­ρα —ποὺ τοῦ τὴν ἀ­πέ­δι­δα— ἄρ­χι­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νο­μαι. Ὁ ἴ­διος συ­νέ­χι­σε νὰ πί­νει ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ, κα­τέ­λη­ξε ἀλ­κο­ο­λι­κός.

       Μα­ζευ­τή­κα­με μιὰ μέ­ρα οἱ τρεῖς πιὸ στε­νοί του φί­λοι —παρ’ ὅ­τι ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νος ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σα νὰ ἀ­νή­κω σὲ αὐ­τούς—, «εἶ­σαι ἀλ­κο­ο­λι­κός, πα­ρα­δέ­ξου το», τοῦ εἴ­πα­με.

       «Ποι­ός, ἐ­γώ; Ὅ­πο­τε θέ­λω τὸ κό­βω…­», λε­ον­τά­ρι­σε στὴν ἀρ­χή, ὕ­στε­ρα ὁ­μο­λό­γη­σε.

       Μπῆ­κε γιὰ ἀ­πε­ξάρ­τη­ση στὸ Δαφ­νί. Ὅ­λοι οἱ δι­κοί του σκι­στή­κα­νε στὴν ἀρ­χή, ἀ­κό­μη κι ἐ­γώ. Τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­κα ἀρ­κε­τὲς φο­ρές, μό­λις βγῆ­κε τοῦ κά­να­με θρι­αμ­βευ­τι­κὴ ὑ­πο­δο­χή. Ἔ­πει­τα τὸν πα­ρα­λά­βα­με μὲ τὸν Κώ­στα καὶ τὸ Νί­κο, τοὺς δύ­ο ἄλ­λους τῆς τριά­δας, τὸν πή­γα­με ἐκ­δρο­μὴ στὴ Βό­ρεια Πε­λο­πόν­νη­σο.

       Ἔ­μει­νε κα­θα­ρὸς κά­ποι­ους μῆ­νες, ὕ­στε­ρα ξα­να­κύ­λη­σε. Τη­λε­φω­νοῦ­σε καὶ ψεύ­δι­ζε, δὲν ἤ­θε­λε πο­λὺ γιὰ νὰ κα­τα­λά­βω.

       Ξα­ναμ­πῆ­κε γιὰ ἀ­πε­ξάρ­τη­ση, ξα­να­βγῆ­κε. Μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα τὸν πῆ­ρα μα­ζί μου σ’ ἕ­να ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι στὴν ἐ­παρ­χί­α. Νὰ πιά­σει τὸν κα­φὲ πή­γαι­νε καὶ τὸ χέ­ρι του ἔ­τρε­με.

       Ἔ­πει­τα ἄρ­χι­σε νὰ μπαί­νει καὶ νὰ βγαί­νει στὸ «Γα­λή­νη», ἔ­χα­σα τὸν λο­γα­ρια­σμό. Κό­πα­σε σι­γὰ-σι­γὰ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου, ἔ­φτα­σα στὸ τέ­λος ν’ ἀ­δι­α­φο­ρῶ.

       Μέ­σα στὴν τύ­φλα του ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ μὲ παίρ­νει στὸ τη­λέ­φω­νο, «ἔ­λα ρὲ πθο­φί­μι…­».

       Μοῦ ἔ­στελ­νε μη­νύ­μα­τα ὅ­λο πί­κρα, «ἕ­να φί­λο νό­μι­ζα κι ἐ­γὼ πὼς εἶ­χα…»

       Ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο καὶ πέ­ρα τοῦ τὴ σβού­ρι­ξε μὲ τὶς που­τά­νες. Κλει­νό­ταν σ’ ἕ­να ξε­νο­δο­χεῖ­ο καὶ φώ­να­ζε δυ­ὸ-τρεῖς. Νὰ γα­μή­σει δὲν μπο­ροῦ­σε. Ἄλ­λο­τε ἔ­βα­ζε ὑ­παλ­λή­λους τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου νὰ τὶς πη­δᾶ­νε κι αὐ­τὸς κοί­τα­ζε, ἄλ­λο­τε ἔ­βα­ζε τὶς γυ­ναῖ­κες νὰ κά­νουν δι­ά­φο­ρα με­τα­ξύ τους κι αὐ­τὸς πά­λι κοί­τα­ζε. Ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε ὡ­στό­σο νὰ μὲ παίρ­νει στὸ τη­λέ­φω­νο: «Ἀ­νί­βας!­… κερ­νά­ω που­τά­να!­» Καὶ ἐ­πέ­με­νε ἐ­πὶ ὥ­ρα στὰ σο­βα­ρά, νὰ πά­ω στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο ὅ­που ἦ­ταν καὶ νὰ πη­δή­ξω… δω­ρε­άν! Πολ­λὲς φο­ρὲς γιὰ νὰ μὲ δε­λε­ά­σει, μοῦ ἔ­δι­νε τὴν ἴ­δια τὴ γυ­ναί­κα.

       «Ἰ­έ­λα», ἄ­κου­γα τὴν Ρω­σο­ου­κρα­νο­μολ­δαυ­ὴ νὰ μοῦ λέ­ει καὶ ἄ­νοι­γε ἡ καρ­διά μου.

       «Πὲς εἶ­μαι που­τά­να μω­ρή, πὲς εἶ­μαι που­τά­να…­», τὸν ἄ­κου­γα νὰ πα­ρι­στά­νει τὸν αὐ­στη­ρὸ ὑ­πο­βο­λέ­α.

       «Εἶ­μαι πο­τά­να», ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε ἡ ἔρ­μη καὶ ἔ­κλει­να τὸ τη­λέ­φω­νο ἀ­λη­θι­νὰ λυ­πη­μέ­νος.

       Κά­ποι­α φο­ρὰ μὲ πέ­τυ­χε σὲ τα­βέρ­να μὲ φί­λους.

       «Δὲ μοῦ λὲς ρὲ πθο­φί­μι…»

       Κά­θε λέ­ξη ποὺ πρό­φε­ρε ἀ­πεῖ­χε ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἀρ­κε­τὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα.

       «Δὲ μοῦ λὲς ρὲ πθο­φί­μι, ἐ­θὺ ποὺ κά­νεις καὶ τὸ μορ­φω­μέ­νο, τί μοῦ λέ­ει τού­τη ἐ­δῶ ἡ που­τά­να, ὁ Τσα­ϊ­κό­φθκι δὲν ἔ­χει γρά­ψει δι­η­γή­μα­τα;»

       «Ὁ Τσα­ϊ­κόφ­σκι;»

       «Ναὶ ὁ Τσα­ϊ­κόθ­κι; Γιὰ πάρ­τη νὰ τὰ πεῖ­τε…»

       «Τοῦ λέ­ω, κύ­ρι­ε», ἄ­κου­σα μιὰ νε­α­νι­κὴ φω­νὴ μὲ ξε­νι­κὴ προ­φο­ρά, «ὅ­τι ὁ Τσέ­χωφ ἔ­χει γρά­ψει δι­η­γή­μα­τα, ὄ­χι ὁ Τσα­ϊ­κόφ­σκι…»

 

       Ἔ­φτα­σε σὲ χά­λια ἀ­προ­χώ­ρη­τα. Κλει­σμέ­νος σ’ ἕ­να ἄ­θλιο δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὸ γέ­ρο πα­τέ­ρα του, τρώ­γον­ταν, δέρ­νον­ταν, τὰ ἔ­κα­νε πά­νω του, «θὰ τὸν σκο­τώ­σω νὰ ἡ­συ­χά­σω», ἀ­πει­λοῦ­σε ὁ γέ­ρος.

       Ἔ­μει­νε κε­νὴ ἡ ἀ­πει­λή, πρό­λα­βε νὰ πε­θά­νει μό­νος του.

       Στὴν κη­δεί­α κοί­τα­ζα τὸ πρό­σω­πό του, τὸ στε­νό­τε­ρο γιὰ μέ­να πρό­σω­πο κον­τὰ μιὰ δε­κα­ε­τί­α, χω­ρὶς κα­νέ­ναν σπα­ραγ­μό.

      «Μᾶλ­λον ἔ­χω γί­νει ἀ­νάλ­γη­τος», ἐξομολογήθηκα στὸν Κώστα τὴν ὥρα τοῦ καφὲ τῆς παρηγοριᾶς.

      «Κατὰ βάθος θά ’θελα κι ἐγὼ νὰ ἐπιβεβαιώσω τὴν ἀναλγησία σου. Δὲ νομίζω ὅμως ὅτι μπορῶ…»

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἄ­ρις Ἀ­λε­βῖ­ζος (Χά­στε­μη [Λευ­κο­χώ­ρα] Μεσ­ση­νί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ δι­κη­γο­ρεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Δη­μο­σί­ευ­σε τὰ βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φί­ας: Δει­νὸς κα­βα­λά­ρης (Πλα­νό­διον, 2000), Τὸ ἀ­ό­ρα­το ἄ­συ­λο (Κέ­δρος, 2001), Σφαῖ­ρες στὸ Αἰ­γά­λε­ω (Σο­κό­λης, 2003), Ἕ­νας Αὔ­γου­στος χω­ρὶς ἐ­πί­λο­γο (Με­ταίχ­μιο, 2005), Ἂς μὴν ἐ­νο­χλη­θεῖ κα­νείς (Με­ταίχ­μιο, 2008).