Πάμπλο Χένρικ Λαμπίας (Pablo Henrik Llambías): Οἱ Χιβίτατς

 

 

Πάμ­πλο Χέν­ρικ Λαμ­πί­ας (P­a­b­lo H­e­n­r­ik L­l­a­m­b­í­as)

 

Ο Χι­βί­τατς

(T­he H­i­v­i­t­a­ts)

 

ΗΤΑΝ Η ΜΕΡΑ πρὶν ἐ­κεί­νη φύ­γει σὲ τα­ξί­δι – θὰ ἔ­λει­πε γιὰ τέσ­σε­ρις μῆ­νες.

 

         Τὸ ὄ­νει­ρο

 

Εἴ­χα­με πά­ει νὰ φᾶ­με ἔ­ξω. Ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να πιά­τα ποὺ ἀ­κρο­βα­τοῦ­σαν ἀ­νά­με­σα στὸ ἐ­ξαί­σιο καὶ τὸ πε­νι­χρό. Ἀρ­γό­τε­ρα πή­γα­με σι­νε­μὰ καὶ εἴ­δα­με τὸ A­r­i­z­o­na D­r­e­am. Ὅ­ταν πιὰ κα­θί­σα­με ἐ­κεῖ μέ­σα συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πὼς τὴν ται­νί­α τὴν εἶ­χα ξα­να­δεῖ. Ὅ­σο ἔ­βλε­πα τὴν ται­νί­α ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς αὐ­τὴ θὰ ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α μου ται­νί­α, δὲν ἤ­θε­λα νὰ δῶ ἄλ­λες: «Ὄ­νει­ρα στὸ σκο­τά­δι», ὅ­πως λέ­νε ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ἐ­πεν­δύ­σουν μὲ λί­γη ποί­η­ση αὐ­τὸ τὸ ἐν­τρύ­φη­μα καὶ νὰ ζή­σουν τὴ ζω­ή τους ἀ­πὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι.

 

        Περ­πα­τή­σα­με γιὰ λί­γο στὴ βρο­χή. Τὸ φθι­νό­πω­ρο εἶ­χε ἔρ­θει νω­ρὶς θὰ ἔ­λε­γε κα­νείς, μὰ ὄ­χι ἐ­γώ. Ἀν­τ’ αὐ­τοῦ εἶ­πα πὼς μοῦ ἄ­ρε­σε τὸ ὅ­λο πράγ­μα μὲ τὸ ὄ­νει­ρο, στὴν ται­νί­α.

        Ἦ­ταν μι πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χὴς ἀ­πει­κό­νι­ση το ὀ­νεί­ρου, εἶ­πα, καὶ ἔ­νι­ω­σα τὰ λό­για μου νὰ μπερ­δεύ­ον­ται μὲ ρή­σεις βι­βλι­ο­θη­κά­ρι­ων δε­κα­ε­τί­ας. Δὲν τὸ ἐν­νο­οῦ­σα ἔ­τσι. Αὐ­τὸ πο ἐν­νο­οῦ­σα, ἄρ­χι­σα νὰ ἐ­ξη­γῶ, εἶ­ναι πς ται­νί­α ἀ­πει­κο­νί­ζει πρῶ­τα κα κύ­ρια τν ἀ­πο­κα­θή­λω­ση το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ Ὀ­νεί­ρου, ὡ­στό­σο ἀ­κο­λου­θεῖ τ εὐ­ρω­πα­ϊ­κό, T­he E­u­r­o­p­ä­i­s­he R­ê­ve: Τ ὄ­νει­ρο πε­ρὶ ἑ­νὸς τα­ξι­διοῦ πο πε­ραι­ώ­νε­ται, ἑ­νὸς χει­ρο­γρά­φου πο ἀγ­κα­λιά­ζει τ πάν­τα, πε­ρὶ τς σύν­τη­ξης το πνεύ­μα­τος, πε­ρὶ τς ἐγ­γύ­τη­τας το Θε­οῦ. «Τ ὄ­νει­ρα εἶ­ναι ὄ­μορ­φα», λέ­ει δυ­τι­κὸς κό­σμος ἀ­να­μει­γνύ­ον­τας στ συ­νη­θι­σμέ­νο του χαρ­μά­νι τ μοι­ρο­λα­τρι­κὴ με­λαγ­χο­λί­α μ τν εὐ­οί­ω­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό. Κι ἔ­τσι ἐ­κεῖ­νος πη­γαί­νει δι­α­κο­πὲς μᾶλ­λον στν ἐ­ρη­μιά, συν­θέ­τει ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ἔρ­γο κα βρί­σκει ἐ­ρω­μέ­νη – κι ἔ­πει­τα κα­ταρ­ρέ­ει σν ἕ­να κομ­μά­τι πα­νί. Για­τὶ ν δν ἦ­ταν αὐ­τό, τό­τε τί ἦ­ταν;

 

        «Πρέ­πει νὰ συ­νε­χί­σου­με νὰ πι­στεύ­ου­με στὸ ὄ­νει­ρο» εἶ­πα ἔ­χον­τας τὴ γλυ­κε­ρί­νη τῆς χα­ρᾶς καὶ τοῦ πό­νου κά­τω ἀ­πὸ τὸ δε­ξὶ μά­τι.

 

        Ἡ γλώσ­σα τῆς ἀ­γά­πης

 

Μὲ τὸ κέ­λυ­φος ἀ­π’ τὰ μύ­δια στὸ στό­μα μου ἄρ­χι­σα νὰ κλαί­ω στὸν ὦ­μο της. Ἔ­πε­φτε ἕ­να ἥ­συ­χο, δρο­σε­ρὸ πρω­το­βρό­χι κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ μα­ζί. Προ­σπά­θη­σα νὰ ἐ­ξη­γη­θῶ ψελ­λί­ζον­τας πὼς φο­βό­μουν τὴ γλώσ­σα ποὺ ἀρ­θρώ­νε­ται μὲ ἀ­σφα­λι­στι­κὲς δι­κλί­δες. Θ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς ν πνι­γεῖ ἐ­κεῖ μέ­σα, πρν προ­λά­βει ν μι­λή­σει τ γλώσ­σα τς ἀ­γά­πης, εἶ­πα χω­ρὶς νὰ ξέ­ρω ἂν μί­λη­σα.  

 

        Οἱ Χι­βί­τατς

 

Εἴ­χα­με ξα­πλώ­σει στὸ κρε­βά­τι κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ. Αἰ­σθα­νό­μουν ἀ­πό­γνω­ση στὴ σκέ­ψη πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­χα­με σκί­σει ὁ ἕ­νας τὰ ροῦ­χα τοῦ ἄλ­λου, πὼς ἡ γλώσ­σα μου θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­ταν θαμ­μέ­νη ἀ­νά­με­σα στὰ χεί­λη τοῦ αἰ­δοί­ου της, πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­χα­με κά­νει ἔ­ρω­τα μέ­χρι οἱ κα­θρέ­φτες νὰ θρυμ­μα­τι­στοῦν στὸ πά­τω­μα. Ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ πρὶν ἀ­πὸ ἕ­ναν τε­τρά­μη­νο, βα­σα­νι­στι­κὸ χω­ρι­σμό. Κι ἐ­μεῖς βουρ­τσί­σα­με τὰ δόν­τια μας καὶ ξα­πλώ­σα­με ἀγ­κα­λιὰ νὰ ζε­στα­θοῦ­με, χα­ϊ­δέ­ψα­με τὸ δέρ­μα καὶ τὰ μαλ­λιὰ ὁ ἕ­νας του ἄλ­λου, μὰ δέν… Πές μου μι ἱ­στο­ρί­α, μὲ πα­ρα­κά­λε­σε ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας.  Ἐν­τά­ξει, ἀ­πάν­τη­σα χω­ρὶς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Θ σο π ἐ­κεί­νη γι Τ Κόκ­κι­να Βου­νά. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἢ ἐ­σὺ τν ἐ­πι­νό­η­σες; ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη. Εἶ­ναι μι ἱ­στο­ρί­α πο θ ἐ­πι­νο­ή­σω τώ­ρα, εἶ­πα ἐ­γώ, κα­θὼς ἀν­τι­λή­φθη­κα ὅ­λο τὸν ἄ­πλε­το χρό­νο, ποὺ τώ­ρα εἶ­χα. Ἤλ­πι­ζα πὼς θὰ ἔ­βγαι­νε μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ νό­η­μα, ἂν καὶ κα­τὰ βά­θος δὲν μ’ ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

        Ὅ­ταν τα­ξί­δευ­α στς ἑ­πτὰ θά­λασ­σες, ἄρ­χι­σα νὰ δι­η­γοῦ­μαι, εἶ­χα πά­ρει τν ἀ­πό­φα­ση ν φτά­σω στ Κόκ­κι­να Βου­νά, γι τ ὁ­ποῖ­α εἶ­χα ἀ­κού­σει τό­σα πολ­λά. Κά­πο­τε ἔ­πια­σα στε­ριὰ κα βρέ­θη­κα ν πε­ρι­πλα­νι­έ­μαι στς με­γά­λες πε­διά­δες, πί­σω ἀ­π’ τς ὁ­ποῖ­ες μπο­ροῦ­σα ν δ τ Κόκ­κι­να Βου­νά. 

        Στν πε­διά­δα ὑ­πῆρ­χαν με­ρι­κοὶ με­γά­λοι κά­κτοι. Ἦ­ταν ψη­λοὶ ὅ­σο ἕ­να ἑ­ξα­ώ­ρο­φο σπί­τι. Ἐ­κεῖ ὑ­πῆρ­χε ἀ­κό­μα ἕ­νας αὐ­τό­χθων λα­ός, ο Χι­βί­τατς. Ο Χι­βί­τατς δν ἦ­ταν πο­λὺ ψη­λοί, μό­νο ἕ­να μέ­τρο κα εἴ­κο­σι. Φο­ροῦ­σαν ὡ­στό­σο κά­τι τε­ρά­στια σομ­πρέ­ρο, πο τος ἔ­κα­ναν ν μοιά­ζουν μ κον­τὸ ζυ­γὸ κά­ρου μ ρό­δες,  πο ἔ­χει στη­θεῖ ὄρ­θιος κα χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ς τρα­πε­ζά­κι κή­που σ ἐ­ξο­χι­κό.

        Ο Χι­βί­τατς ἔ­με­ναν μέ­σα σ αὐ­τοὺς τος κά­κτους, ο ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν τό­σο εὐ­ρύ­χω­ροι, ὥ­στε σ κα­θέ­ναν ἀ­π’ αὐ­τοὺς μπο­ροῦ­σε ν μεί­νει μι ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια. Ο Χι­βί­τατς ζοῦ­σαν πα­ράλ­λη­λα ἀ­π’ τος κά­κτους. Ἔ­τρω­γαν κά­κτους κα ἔ­πι­ναν κά­κτους. κά­θε οἰ­κο­γέ­νεια ἔ­τρω­γε κα ἔ­πι­νε τν κά­κτο μέ­σα στν ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­νε. κά­θε κά­κτος μπο­ροῦ­σε ν τρο­φο­δο­τή­σει μι ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια γι μι ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ή.  Συ­νε­πῶς ο Χι­βί­τατς δν ἔ­κα­ναν ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα. Μό­νο ἔ­τρω­γαν κι ἔ­πι­ναν κα τν ὑ­πό­λοι­πη μέ­ρα τρι­γυρ­νοῦ­σαν ἄ­σκο­πα στν πε­διά­δα σν σβοῦ­ρες, τύ­φλα ἀ­πὸ τν εὐ­φο­ρι­κὸ χυ­μὸ το κά­κτου – πη­δι­όν­του­σαν κα ἔ­κα­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρους Χι­βί­τατς.  

        Κά­πο­τε ἦρ­θε στν πε­διά­δα ἕ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ συ­νερ­γεῖ­ο γι ν γυ­ρί­σει μι ται­νί­α σχε­τι­κὰ μ τν συ­ναρ­πα­στι­κὸ ἀ­γώ­να ἐ­πι­βί­ω­σης τν Χι­βί­τατς, μ κα­θὼς ο Χι­βί­τατς δν ἔ­κα­ναν ἄλ­λο στ ζω­ὴ τος ἀ­π’ τ ν τρῶ­νε τ σπί­τι στ ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­ναν κα κα­τό­πιν ν πη­γαί­νουν σ και­νού­ριο, πά­λι ν τρι­γυρ­νοῦν ἄ­σκο­πα στ πε­διά­δα ν πη­δι­οῦν­ται κα ν κά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρους Χι­βί­τατς, ναί, ἔ­τσι τ συ­νερ­γεῖ­ο τ μά­ζε­ψε γρή­γο­ρα κα γύ­ρι­σε πί­σω.

        Ἀρ­γό­τε­ρα τ συ­νερ­γεῖ­ο ἐ­πέ­στρε­ψε στν πε­διά­δα, ἀ­φοῦ ὁ κό­σμος ἤ­θε­λε τώ­ρα ν ἀ­κού­σει τος συ­ναρ­πα­στι­κοὺς μύ­θους κα τς τε­λε­τουρ­γί­ες πε­ρὶ τς ἁ­πλό­τη­τας κα τς ὁ­μό­νοι­ας πο λε­γό­ταν πς χα­ρα­κτή­ρι­ζε τος Χι­βί­τατς. σκη­νο­θέ­της εἶ­χε δι­α­βά­σει κά­τι γι τ συ­ναρ­πα­στι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α τν ἰν­διά­νων τς Βο­ρεί­ου Ἀ­με­ρι­κῆς κα ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νος πς ο Χι­βί­τατς θ εἶ­χαν ἀ­νά­λο­γες ἱ­στο­ρί­ες, τς ὁ­ποῖ­ες θ μπο­ροῦ­σε ν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει στν ται­νί­α του. Ὡ­στό­σο δν εἶ­χαν. Δν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε μί­α ἱ­στο­ρί­α γι τν Θε­ὸ το Ἥ­λιου, γι τ μη­τέ­ρα γ γι τν πα­νοῦρ­γο σκί­ου­ρο, ἔ­τσι τ συ­νερ­γεῖ­ο πῆ­ρε πι­κρα­μέ­νο τ δρό­μο τς ἐ­πι­στρο­φῆς.

 

        Οὔ­τε ἐ­μέ­να μ ἐν­δι­έ­φε­ραν ο Χι­βί­τατς, ἤ­θε­λα μό­νο ν πε­ρά­σω ἀ­πέ­ναν­τι στ Κόκ­κι­να Βου­νά.  

 

Με­σο­λά­βη­σε μιὰ μι­κρὴ παύ­ση, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­γὼ κοί­τα­ζα τρι­γύ­ρω γε­νι­κὰ καὶ ἀ­ό­ρι­στα. Ἔ­τσι τε­λει­ώ­νει; ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη. Ναί, ἀ­πάν­τη­σα.

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to J­ø­r­g­e­n­s­en, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­k­l­æ­r­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 1996.

 

P­a­b­lo H­e­n­r­ik L­l­a­m­b­í­as (Ἄλ­μπορκ, Δα­νί­α, 1964). Γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ μη­τέ­ρα Δα­νὴ καὶ πα­τέ­ρα Ἀρ­γεν­τί­νο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε τὸ 1996 μὲ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ἔ­χει γρά­ψει σει­ρὰ μυ­θι­στο­ρη­μά­των κα­θὼς καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Δί­δα­ξε δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ σὲ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια καὶ τὸ φθι­νό­πω­ρο τοῦ 2009 ἔ­γι­νε πρύ­τα­νης τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Συγ­γρα­φι­κῆς Τέ­χνης τῆς Κο­πεγ­χά­γης.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ δα­νέ­ζι­κα:

Εὔ­η Ξη­ρο­με­ρί­τη (Ἀ­θή­να, 1979). Σπού­δα­σε Μη­χα­νι­κὸς Πε­ρι­βάλ­λον­τος στὸ Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο τῆς Κρή­της. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ δα­νέ­ζι­κα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Κο­πεγ­χά­γη.

  

Μπέννυ Ἄντερσεν (Benny Andersen): Ἀπ΄τὸ σπίτι ξυστά

 

 

Μπέν­νυ Ἄν­τερ­σεν (Benny Andersen)

 

Ἀ­π’ τὸ σπί­τι ξυ­στά

(Hus forbid)

 

Ε ΞΥΠΝΑΕΙ τὸ κου­δού­νι. Πε­τά­γο­μαι πά­νω καὶ ἔ­ξω.

Ἕ­νας νε­α­ρὸς μὲ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ στο­λὴ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ ξε­δι­άντροπα.

         — Ἔ­χω ἔρ­θει νὰ μα­ζέ­ψω τὴν κό­ρη σας!

         — Ἡ κό­ρη μου ἔ­χει με­τα­κο­μί­σει ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια, ζεῖ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό.

        — Καὶ τό­τε ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τή; Μοῦ δεί­χνει τὴ γριὰ στὴν ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα ποὺ παί­ζει τὸ We shall overcome* στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα.

        — Αὐ­τὴ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ μά­να μου.

        — Ἡ μά­να σου δὲν ἔ­χει παί­ξει πο­τὲ στὴ ζω­ή της φυ­σαρ­μό­νι­κα. Μὲ προ­σπερ­νά­ει ἀρ­γὰ καὶ μπαί­νει στὸ σπί­τι.

        — Ἕ­να λε­πτό, μὲ ποι­ό δι­καί­ω­μα…αὐ­τὸ ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου!

        Θαυ­μά­σια, τὸ κα­θι­στι­κὸ δὲν μοῦ θυ­μί­ζει ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα.

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ἀρ­πά­ζει ἕ­να-δυ­ὸ μῆ­λα ἀ­πὸ μιὰ πι­α­τέ­λα. Μπαί­νει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        — Καὶ ποι­οί εἶ­ναι τό­τε αὐ­τοὶ οἱ δυ­ό; Ἕ­να νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι κοι­μᾶ­ται στὸ δι­πλὸ κρε­βά­τι, κι οἱ δυ­ό τους γυ­μνοί. Δὲν τοὺς πρό­σε­ξα ὅ­ταν ση­κώ­θη­κα. Δὲν τοὺς ἔ­χω ξα­να­δεῖ. Ἢ κά­νω λά­θος; Μή­πως συμ­με­τεῖ­χα σὲ ἐ­ρω­τι­κὸ τρί­γω­νο χω­ρὶς νὰ τὸ ξέ­ρω;

        Τὸ ζευ­γά­ρι ση­κώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, ντύ­νε­ται καὶ πη­γαί­νει στὴ κου­ζί­να χω­ρὶς νὰ μᾶς προ­σέ­ξει.

        Ἀ­π’ ἔ­ξω ἀ­κού­γον­ται γέ­λια νε­α­ρῶν κο­ρι­τσι­ῶν.

        — Καὶ ποι­ά εἶ­ναι τό­τε αὐ­τὰ τὰ κο­ρί­τσια;

        Ἂν καὶ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὰ βλέ­πω, ξε­στο­μί­ζω βι­α­στι­κά:  — Οἱ­ ἀ­δελ­φές μου – ἐν­νο­ῶ οἱ ἀ­νι­ψι­ές μου.

        Δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ πό­σο χρο­νῶν εἶ­μαι, ἂν εἶ­μαι παν­τρε­μέ­νος, χω­ρι­σμέ­νος ἢ χῆ­ρος.

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς πε­τά­ει τὰ μῆ­λα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μα­κριὰ ἔ­ξω στὸ δρό­μο. Τὰ κο­ρί­τσια τρέ­χουν ξε­φω­νί­ζον­τας νὰ τὰ πιά­σουν.

        Ἀ­να­κτῶ τὴν αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α μου: — Θὰ τη­λε­φω­νή­σω ἀ­μέ­σως στὸ δι­κη­γό­ρο μου!

        Ὅ­μως οἱ λέ­ξεις ποὺ τε­λι­κὰ ξε­στο­μί­ζω εἶ­ναι οἱ ἀ­κό­λου­θες: — Θὰ βά­λω ἀ­μέ­σως μπου­γά­δα! Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς κά­νει νὰ πέ­σει κά­τω, ση­κώ­νε­ται πά­λι ὄρ­θιος, πα­ρα­πα­τά­ει. — Μπο­ρῶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὴν του­α­λέ­τα σας;

        — Νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις; Μπο­ρεῖς νὰ τὴν πά­ρεις καὶ νὰ φύ­γεις. Δὲν ξέ­ρω ποὺ εἶ­ναι, αὐ­τὸ ἐ­δῶ δὲν εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου καὶ δὲν δί­νω δε­κά­ρα!

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ἀρ­χί­ζει νὰ κλα­ψου­ρί­ζει: — Εἶ­μαι τό­σο μὰ τό­σο κου­ρα­σμέ­νος.

        — Κου­ρα­σμέ­νος; Ἂμ ἐ­γὼ τί εἶ­μαι, ἔρ­χε­σαι καὶ μὲ ξυ­πνᾶς στὴ μέ­ση ἑνὸς ἐ­ρω­τι­κοῦ τρι­γώ­νου ποὺ οὔ­τε κὰν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ!

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς βγά­ζει κλαί­γον­τας τὴ στο­λή του καὶ μοῦ τὴ δί­νει:  — Ὁ­ρί­στε, εἶ­ναι ὅ­λη δι­κή σου —  καὶ συγ­γνώ­μη…

        Πέ­φτει στὸ δι­πλὸ κρε­βά­τι. Τὸν παίρ­νει ἀ­μέ­σως ὁ ὕ­πνος.

        Τὸ νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι ἔ­χει βά­λει μπρο­στὰ τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Τὰ νε­α­ρὰ κο­ρί­τσια τσι­ρί­ζουν ἐν­θου­σι­α­σμέ­να καὶ πε­τᾶ­νε κου­κού­τσια στὸ κα­τό­πι τους.

        Ἡ γριὰ ἔ­χει ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ πά­νω στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα, ὅ­μως ἕ­να ἀ­δέ­σπο­το κου­κού­τσι τὴ βρί­σκει στὸ λαι­μὸ καὶ τὴ ξυ­πνά­ει. Ἀρ­χί­ζει ἀ­μέ­σως νὰ παί­ζει ἀ­π’ τὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἶ­χε στα­μα­τή­σει, κά­πως πα­ρά­φω­να αὐ­τὴ τὴ φο­ρά: We shall overcome…        

        Πρὶν τὸ αὐ­το­κί­νη­το ξε­κι­νή­σει, ἡ γυ­ναί­κα κα­τε­βά­ζει τὸ πα­ρά­θυ­ρο, κοι­τά­ζει πρὸς τὸ μέ­ρος μου, μοῦ κλεί­νει τὸ μά­τι καὶ κά­νει ἕ­να εἶ­δος χαι­ρε­τι­σμοῦ ἢ τὸ σῆ­μα τῆς νί­κης μὲ δύο δά­χτυ­λα.

        Ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται ἡ χθε­σι­νὴ νύ­χτα ἦ­ταν μᾶλ­λον ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα.

   

      

* Θὰ Θρι­αμ­βεύ­σου­με! Τρα­γού­δι δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὸ τοῦ Κι­νή­μα­τος γιὰ τὰ Πο­λι­τι­κὰ Δι­και­ώ­μα­τα στὶς Η.Π.Α. (ἀγ­γλι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο).

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο: Kortprosa 1990-2003, Ἐ­πι­μέ­λεια Max Ipsen, Ἐκ­δό­σεις Systime, 2003. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: 2001.

 

Benny Andersen (1929). Δα­νὸς τρα­γου­δο­ποι­ός, ποι­η­τής, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, συν­θέ­της καὶ πι­α­νί­στας. Ὁ πιὸ πο­λυ­δι­α­βα­σμέ­νος, πο­λυ­τρα­γου­δι­σμέ­νος καὶ ἀ­γα­πη­μέ­νος ποι­η­τὴς τῆς Δα­νί­ας. Ἡ συλ­λο­γὴ μὲ τὰ ἅ­παν­τα ποιή­­μα­τά του ἔ­χει που­λή­σει πά­νω ἀ­πὸ 100.000 ἀν­τί­τυ­πα. Μέ­λος τῆς Δα­νι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας ἀ­πὸ τὸ 1972.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Εἰκόνα: Ἔργο τοῦ Pablo Picasso.

  

Morten Søndergaard: Δὲν τοῦ ἀρέσει

 

 

Μόρ­τεν Σί­νεγ­κορ (Morten Søndergaard)

 

Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει

(H­an k­an i­k­ke l­i­de d­et)

 

ΕΝ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕΙ, συμ­βαί­νει ὅ­ταν ξυ­πνά­ει τὸ πρω­ί, ὅ­ταν δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα ἂν ἁ­πλώ­σει τὸ χέ­ρι του, ὅ­ταν δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα νὰ κά­νει. Μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει τη­λε­ό­ρα­ση, ἢ ἁ­πλῶς νὰ κοι­τά­ζει ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μὰ ὅ­ταν γυ­ρί­σει τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­πο­στρέ­ψει τὸ βλέμ­μα, αὐ­τὸ ποὺ μό­λις ἔ­βλε­πε δι­α­γρά­φει μιὰ κυ­κλι­κὴ τρο­χιὰ πά­νω στὸν ἀμ­φι­βλη­στρο­ει­δῆ. Ἀ­πο­στρέ­φει τὸ βλέμ­μα. Τὸ ἀ­πο­στρέ­φει καὶ τὸ γυ­ρί­ζει. Αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πει, δὲν λέ­ει νὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ, τὸ ὀ­πτι­κὸ πε­δί­ο ἐ­πι­κά­θε­ται βα­ρὺ σὰν κολ­λώ­δης οὐ­σί­α ποὺ ἔ­χει ξε­ρα­θεῖ, σὰν σφι­χτὸ στρῶ­μα δέρ­μα­τος, ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ δι­α­πε­ρά­σει προ­κει­μέ­νου νὰ δεῖ κά­τι και­νού­ριο. Ὁ κό­σμος μέ­νει γαν­τζω­μέ­νος στὰ μά­τια του, μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ πι­εῖ κά­τι ἢ θὰ κα­πνί­σει. Τό­τε εὐ­τυ­χῶς παύ­ει, ὁ κό­σμος γλι­στρά­ει λί­γο πα­ρα­κά­τω, ὑ­πάρ­χουν μι­κρο­σκο­πι­κὰ γλωσ­σί­δια ποὺ τὰ μά­τια μπή­γουν στὰ ἰ­δω­μέ­να, κι ἐ­κεῖ­να γλι­στροῦν παίρ­νον­τας τὴ θέ­ση τους στὸ μυα­λό. Ἔ­τσι ἐ­κεῖ­νος μπο­ρεῖ γιὰ πα­ρά­δειγ­μα νὰ ἀ­τε­νί­ζει γιὰ ὦ­ρες τὴν σκε­πὴ τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι σπι­τιοῦ, νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ πῶς τὸ χρῶ­μα ἀλ­λά­ζει ἀ­πὸ γκρὶ σὲ κί­τρι­νο καὶ ρο­ζέ. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς εἶ­ναι λὲς καὶ δὲν εἶ­ναι πλέ­ον τὰ μά­τια, αὐ­τὰ ποὺ βλέ­πουν, ἀλ­λὰ ἡ ἴ­δια ἡ σκε­πὴ ποὺ τε­λι­κὰ γλι­στρά­ει μέ­σα στὸ κα­θι­στι­κὸ γιὰ νὰ ἐ­ξε­τά­σει τὸ πρό­σω­πό του σὰν ὀρ­θά­νοι­χτη κό­ρη.

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to Jø­r­g­e­n­sen, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­klær­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998.

 

Morten Søndergaard (Κο­πεγ­χά­γη, 1964). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, ἐκ­δό­της λογοτεχνικῶν περιοδικῶν καὶ ἔχει μεταφράσει με­τα­ξὺ ἄλλων ἔργα τοῦ Jorge Luis Borges. Πρώ­τη του ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή: Sahara i mi­ne hænder (Ἡ Σα­χά­ρα στὰ χέ­ρια μου, 1992).

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Peter Seeberg: Ἡ δημιουργία ἑνὸς δωματίου

 

 

Πῆ­τερ Σή­ημ­περκ (P­e­t­er S­e­e­b­e­rg)

 

Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου

(Udvikling af et rum)

 

ΑΡΕ ΔΥΟ ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἐ­πί­πε­δα ἐ­πί­πε­δα καὶ το­πο­θέ­τη­σέ τα κά­θε­τα με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι θὰ ἔ­χεις κά­νει μιὰ κα­λὴ ἀρ­χή. Ἂν ἡ γω­νί­α δὲν βγεῖ ἀ­κρι­βῶς 90 μοῖ­ρες, τὸ δω­μά­τιο ἔ­χει ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ λέ­ει κά­τι πα­ρα­πά­νω γιὰ τὸ ποι­όν του. Ἡ μὲ μέ­τρο στρε­βλό­τη­τα εἶ­ναι μιὰ ἐ­παρ­κὴς γλώσ­σα.

          Σκέ­ψου κα­λά. Δὲν χρει­ά­ζε­σαι σφυ­ρί, οὔ­τε πρό­κες. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὰ ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα. Στρῶ­σε ἕ­να χα­λά­κι εἰ­σό­δου ἐ­κεῖ στὴν ἄ­κρη, γιὰ νὰ ξέ­ρουν ὅ­λοι, ὅ­σοι ἔρ­θουν ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­πὸ ποῦ νὰ μποῦν – πόρ­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη.

          Γρά­ψε νε­ρὸ ἢ γρά­ψε Εἰ­ρη­νι­κὸς Ὠ­κε­α­νὸς σὲ μιὰ κα­τάλ­λη­λη γω­νί­α, ἔ­τσι τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο δὲν θὰ εἶ­ναι μα­κριά, κι ἐ­κεῖ­να τὰ κιά­λια, ποὺ ἀ­γό­ρα­σες προ­χθές, θὰ φα­νοῦν χρή­σι­μα.

          Σή­κω καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω. Ἔ­χεις φτιά­ξει ἕ­να μπαλ­κό­νι.

          Ἤ­δη τὸ πρῶ­το αὐ­το­κί­νη­το περ­νά­ει τώ­ρα ἀ­π’ ἔ­ξω στὸ δρό­μο. Ἡ καγ­κε­λό­πορ­τα τρί­ζει. ­Ἕ­νας κα­λε­σμέ­νος ἀ­νε­βαί­νει μὲ βα­ριὰ βή­μα­τα τὶς σκά­λες καὶ χτυ­πά­ει. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ χα­λά­κι εἰ­σό­δου καὶ κρα­τά­ει ἕ­να μπου­κά­λι οὐ­ί­σκι.

          Περ­νᾶ­τε κα­λά. Ὡ­στό­σο κα­τα­φθά­νουν κι ἄλ­λοι. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς ὑ­φη­λί­ου θέ­λουν νὰ σοῦ κά­νουν ἐ­πί­σκε­ψη. Πα­ρα­λαμ­βά­νεις μπου­κέ­τα καὶ σο­κο­λά­τες, κι ἐ­κεί­νη ποὺ τό­σο πο­λὺ θέ­λεις νὰ δεῖς νὰ χα­μο­γε­λά­ει, στέ­κε­ται ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὰ κάγ­κε­λα κά­τω στὴν πα­ρα­λί­α καὶ κοι­τά­ζει μὲ τὰ κιά­λια τὸν Εἰ­ρη­νι­κό.

          — Γιὰ φαν­τά­σου νὰ μπο­ρού­σα­με νὰ δοῦ­με ὣς τὴ Χα­βά­η, λέ­ει.

          Κι ἕ­νας ἄλ­λος κα­λε­σμέ­νος, ὀ­νει­ρο­πο­λών­τας: — Ἢ ἀ­κό­μη πα­ρα­πέ­ρα ὣς τὴν Ἰ­α­πω­νί­α.

 

Ὅ­μως ἐ­σὺ ξέ­ρεις πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, για­τὶ ἡ γῆ εἶ­ναι κυρ­τή, ἐ­νῶ τὸ δω­μά­τιό σου ὄ­χι. Συ­νε­χί­ζει ὅ­λο εὐ­θεί­α.

 

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to Jø­r­g­e­n­sen, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­klær­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: 1990.

 

P­e­t­er S­e­e­b­e­rg (1925-1999). Δα­νὸς μον­τερ­νι­στὴς συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ στὸ ἔρ­γο του ἐ­ξε­ρεύ­νη­σε κυ­ρί­ως τὰ ὅ­ρια τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ καὶ τῆς ἴ­διας της ζω­ῆς. Ἔ­κα­νε τὸ ντεμ­ποῦ­το του τὸ 1956 μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα B­i­p­e­r­s­o­n­e­r­ne (Δευ­τε­ρεύ­ον­τα πρό­σω­πα) καὶ τι­μή­θη­κε μὲ πλῆ­θος βρα­βεί­ων.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­­λυ­­τε­χνεῖο τῆς Κρή­της. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κο­πεγ­χάγη.