Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς: Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας



Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς

 

Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας


Waiting for Godot

ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐ­κτε­λοῦ­σαν. Ὄ­χι ὅ­τι μὲ ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἀλ­λὰ ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νεις ἕ­νας θά­να­τος εἶ­ναι θά­να­τος καὶ εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι βί­αι­ος.

       Ἦρ­θε στὸ κε­λί μου ὁ φρου­ρὸς καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα νὰ πᾶ­με.

       Τὸ κα­τά­λα­βε καὶ ὁ ἴ­διος ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ μὲ ἁ­λυ­σο­δέ­σει. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη νὰ φύ­γω.

       Ἄ­νοι­ξε τὴ με­ταλ­λι­κὴ πόρ­τα καὶ βγή­κα­με στὸ μα­κρο­σκε­λὴ δι­ά­δρο­μο. Περ­πά­τη­σα ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα δί­πλα του, σι­ω­πη­ρὸς καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος.

       Μπή­κα­με στὸ δω­μά­τιο. Πέν­τε ἄν­τρες ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σὲ μιὰ γω­νιὰ συ­ζη­τών­τας ψι­θυ­ρι­στά.

       Εἶ­χαν τό­σο κοι­νὰ πρό­σω­πα ποὺ τοὺς ξέ­χνα­γες τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ ποὺ τοὺς ἔ­βλε­πες.

       Ὅ­ταν μᾶς ἀν­τι­λή­φθη­καν, στα­μά­τη­σαν καὶ ἕ­νας τους ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Ἦ­ταν ἐ­ξί­σου βα­ρι­ε­στη­μέ­νος μὲ ἐ­μέ­να. Τὸ ἔ­βλε­πα στὸ πρό­σω­πό του καὶ στὰ ὑ­πο­το­νι­κὰ λό­για μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μοῦ μί­λη­σε.

       «Ἄν­τε ἔ­λα, νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα. Κα­λὸ εἶ­ναι νὰ σὲ δέ­σου­με, για­τὶ ὁ προ­η­γού­με­νος, ποὺ ἐ­πέ­με­νε τὸ ἀν­τί­θε­το, πε­τά­χτη­κε μι­σο­πε­θα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ δι­α­κό­ψου­με καὶ νὰ τὸν ξα­να­κα­θί­σου­με, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος οὔρ­λια­ζε ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νο γιὰ ὅ­λους. Χώ­ρια ὅ­τι κα­τα­λέ­ρω­σε τὸν τό­πο μὲ κα­μέ­νες σάρ­κες καὶ αἵ­μα­τα.»

       Δὲν εἶ­χα ὄ­ρε­ξη νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σω, οὔ­τε ποὺ μὲ συγ­κί­νη­σε ἡ φρι­κι­α­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φή του. Μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε.

       «Θὰ ἤ­θε­λα μιὰ χά­ρη κύ­ρι­ε ἐ­κτε­λε­στή.»

       «Ὢχ αὐ­τοὶ οἱ κα­τά­δι­κοι μὲ τὶς χά­ρες τους. Ὅ­λο μπε­λά­δες μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν», σκέ­φτη­κε.

       Εἶ­δα τὶς σκέ­ψεις του στὸ πρό­σω­πό του, ποὺ σφί­χτη­κε ἀ­συ­ναί­σθη­τα, μὰ δὲν εἶ­πα κου­βέν­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος.

       «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­βά­λου­με τὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ μιὰ ἄλ­λη φο­ρά. Ἴ­σως σὲ λί­γες μέ­ρες. Βα­ρι­έ­μαι ἀ­φό­ρη­τα σή­με­ρα.»

       Ἔ­κα­νε ἕ­ναν μορ­φα­σμὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης.

       «Δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ γιὰ ­σέ­να. Ἂν θε­λή­σεις κά­τι, ἂς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πί­μο­να ἀρ­νεῖ­σαι τό­σο και­ρό. Νὰ ζη­τή­σεις χά­ρη καὶ δι­α­γρα­φὴ τῆς ποι­νῆς σου ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σουν. Ἔ­χει συμ­βεῖ σὲ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη καὶ τὸ ξέ­ρε­τε. Μό­νο λί­γο χρό­νο θὰ χρεια­στῶ.»

       «Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸν χρό­νο; Ξέ­ρεις ὅ­τι τί­πο­τα δὲ θὰ συμ­βεῖ καὶ θὰ μεί­νεις κλει­σμέ­νος ὅ­λη τὴν ὥ­ρα στὸ κε­λί σου μό­νος.»

       «Δὲν εἶ­μαι χα­ζός, τὸ κα­τα­λα­βαί­νω. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σε­τε γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔ­χε­τε καὶ δί­κιο, ἀλ­λὰ χα­ζὸς δὲν εἶ­μαι.»

       «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω για­τί δὲν ζη­τᾶς χά­ρη. Τό­σα χρό­νια καὶ πρώ­τη φο­ρὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Μά­λι­στα τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σει. Ἀρ­κεῖ νὰ τὴ ζη­τή­σεις. Εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση κα­θή­κον­τος ποὺ στὸ λέω, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τέ­χω νὰ βλέ­πω αὐ­τὸν τὸν πα­ρα­λο­γι­σμό, πα­ρό­λο ποὺ δὲ μοῦ πέ­φτει λό­γος.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη, στὸ λέ­ω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά. Θέ­λω νὰ πε­θά­νω ὅ­πως ὅ­λοι. Μό­νο νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ ἡ ἐ­κτέ­λε­ση ἐ­πι­θυ­μῶ. Του­λά­χι­στον νὰ μὴ γί­νει σή­με­ρα.»

       Δί­στα­σε. «Πε­ρι­μέ­νεις καὶ ­σὺ νά ’ρ­θει. Τὸ βλέ­πω στὰ μά­τια σου. Πε­ρι­μέ­νεις. Εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α. Πο­τὲ δὲν ἔ­χει συμ­βεῖ μέ­χρι τώ­ρα καὶ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲ θὰ γί­νει πο­τέ. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ κά­πο­τε, λέ­νε, ὅ­τι τὸ βί­ω­σαν, ἦ­ταν μι­σό­τρε­λοι ἢ τό­σο στε­ρη­μέ­νοι ποὺ δὲν ἔ­βλε­παν τὴν τύ­φλα τους. Ἄ­σε ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πιὰ κα­νέ­νας τους νὰ μᾶς τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει.

       »Κά­ποι­οι ἄλ­λοι μά­λι­στα εἶ­παν, ὅ­τι μό­λις τὸ ἔ­νοι­ω­σαν, ἔ­πα­ψε νὰ τοὺς συγ­κι­νεῖ καὶ ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ τε­τριμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια ἢ μιὰ ἀ­νού­σια συ­νή­θεια.

       »Στα­μά­τα λοι­πὸν τὶς χα­ζο­μά­ρες, ἐ­πί­στρε­ψε στὴ ζω­ή, καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­θύ­νον­τες χά­ρη. Θὰ στὴ δώ­σουν σί­γου­ρα καὶ θὰ γλι­τώ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν κό­πο.»

       Τὸν κοί­τα­ξα ἀ­δι­ά­φο­ρα. Ἂν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐ­κτε­λε­στῶ μό­νος μου καὶ τὸν γλύ­τω­να ἀ­πὸ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

       «Σοῦ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι χα­ζός. Δὲν πε­ρι­μέ­νω τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν ὅ­πως πρέ­πει. Ἡ ἐ­κτέ­λε­ση πρέ­πει νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς θὰ τὸ ζη­τή­σω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους σου καὶ σί­γου­ρα θὰ δε­χθοῦν.»

       «Ἔμ­πλε­ξα μὲ μουρ­λό», σκέ­φτη­κε.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στοὺς ἄλ­λους στὴν ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ξα­νάρ­χι­σαν πά­λι νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε φα­νε­ρὰ μπου­χτι­σμέ­νος.

       «Ἄν­τε, πή­γαι­νε στὸ κε­λί σου. Δὲν ἔ­χει ἐ­κτέ­λε­ση σή­με­ρα. Αὔ­ριο πά­λι.»

       Ὁ φρου­ρὸς μὲ χτύ­πη­σε φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη καὶ ξε­κι­νή­σα­με γιὰ τὸ κε­λί.

       Τώ­ρα εἶ­μαι μό­νος καὶ πά­λι. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι θέ­λε­τε νὰ ζη­τή­σω αὐ­τὴν τὴν ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη χά­ρη, ἀλ­λὰ δὲ θὰ σᾶς κά­νω τὸ χα­τί­ρι. Μά­λι­στα αὔ­ριο θὰ πά­ρω καὶ ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς μα­ζί μου στὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Πρέ­πει νὰ ξέ­ρει, για­τὶ καὶ ­σεῖς ἐ­κεῖ κά­πο­τε θὰ κα­τα­λή­ξε­τε.

       Μπο­ρεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα θὰ πε­θά­νε­τε. Ὅ­σο γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νε­τε, σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἴ­σως ἦ­ταν μιὰ φάρ­σα, καὶ ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο γιὰ τὸν κα­θέ­να σας. Ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν τὸ πί­στε­ψα, ἀλ­λὰ ἂν νοι­ώ­θε­τε κα­λύ­τε­ρα ἂς τὸ πε­ρι­μέ­νε­τε νά ’ρ­θει. Ἡ αὐ­τα­πά­τη…

       Σή­με­ρα εἶ­μαι πο­λὺ χα­ρού­με­νος. Ἐ­πι­τέ­λους θὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἐ­θε­λον­τές. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ ἕ­να εἶ­δος δι­καί­ω­σης. Μή, ὄ­χι, μὴ μοῦ κρυ­φο­γε­λᾶ­τε. Μὴ μοῦ λέ­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἔ­χει σχέ­ση μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γὼ πε­ρι­μέ­νω νά ’ρ­θει. Δὲν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρω­νεί­α.

       Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γί­νει στὸ μέλ­λον κι ἀ­μέ­σως θὰ στα­μα­τή­σε­τε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ θὰ ἀρ­χί­σουν οἱ ὁ­μα­δι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις ποὺ πάν­τα φο­βό­σα­στε. Μὴν ἀ­να­τρι­χι­ά­ζε­τε, οὔ­τε νὰ λυ­πᾶ­στε. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο —ξέ­ρε­τε ποι­ό, μὴ κά­νε­τε τοὺς ἀ­νή­ξε­ρους— ποτὲ δὲ θὰ φα­νεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιά­ζει ὅ­πως καὶ ἐ­μέ­να. Μπο­ρεῖ τό­τε νὰ βα­ρι­έ­στε, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς (Ἀ­θή­να,1968). Σπού­δα­σε θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ σχό­λιά του σὲ ἔρ­γα συ­να­δέλ­φων του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να, κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἠ­ρι­δα­νὸς (2007). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ὁ Σί­συ­φος». Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κοὺς δι­α­γω­νι­σμούς.

Δι­α­τη­ρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.


			

Γρηγόρης Τεχλεμετζῆς: Ἡ φαντασία



Γρηγόρης Τεχλεμετζῆς


Ἡ φαν­τα­σί­α


ΑΝΤΑ μοῦ ἄρεσε νὰ φαν­τά­ζο­μαι πράγ­μα­τα. Ὅ­σο πιὸ πο­λὺ ἐγ­κλω­βι­ζό­μουν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό­σο πιὸ πο­λὺ ἀ­ρε­σκό­μουν στὸ νὰ ψά­χνω τὰ ἄ­φτα­στα, ἀ­κό­μα καὶ —για­τί ὄ­χι;— τὰ ἀ­νό­σια. Οἱ σκέ­ψεις δι­α­δέ­χον­ταν ἡ μιὰ τὴν ἄλ­λη, σὲ ἕ­να ξέ­φρε­νο καλ­πά­ζον πα­ρα­φου­σκω­μέ­νο τα­ξί­δι, δι­α­κυ­βεύ­ον­τας τὴ λο­γι­κή. Μὰ εἶ­χα πλή­ρη συ­νεί­δη­ση ὅ­τι δὲ θὰ συμ­βοῦν, ἀλ­λὰ κα­θό­λου δὲ μὲ ἐ­νο­χλοῦ­σε, οὔ­τε ἀ­φαι­ροῦ­σε τὴν ἀ­πό­λαυ­ση καὶ φυ­σι­κὰ δὲ μὲ ἀ­πέ­τρε­πε. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ μυ­στι­κὸς κῆ­πος μου, μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­σα ἀ­πε­ρί­σπα­στος καὶ ἀ­νε­ξάρ­τη­τος νὰ ζῶ στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση ἑ­νὸς μα­κρι­νοῦ ἄν­θους. Κα­νεὶς δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ τὸν πά­ρει. Ἦ­ταν δι­κός μου. Ὀ­λο­δι­κός μου. Μό­νο οἱ θό­ρυ­βοι δο­κί­μα­ζαν νὰ μὲ ἀ­πο­σπά­σουν. Πε­ριτ­τὲς ὁ­μι­λί­ες, ἀ­νού­σι­ες κου­βέν­τες, ἐ­πι­δερ­μι­κὲς μου­σι­κές, ἀλ­λὰ καὶ ἡ κι­νη­τή­ρια κα­τα­πι­ε­στι­κὴ δύ­να­μη τῶν ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων. Προ­σαρ­τή­σεις. Δου­λειά, φρον­τί­δα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μου, χρό­νος ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρέ­χω στὴν οἰ­κο­γέ­νειά μου, στοὺς φί­λους καὶ στοὺς συγ­γε­νεῖς – γιὰ νὰ μὴ μοῦ γυ­ρί­σουν μὲ τὸ δί­κιο τους τὴν πλά­τη. Ἄλ­λα μιὰ χα­ρὰ τὰ κα­τά­φερ­να μέ­χρι τώ­ρα. Σω­στὴ δό­ση φαν­τα­σί­ας καὶ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, νὰ ἀ­να­φλο­γί­ζο­μαι συ­νέ­χεια.

       Τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ ὅ­λα μοῦ πᾶ­νε πρί­μα. Ἐ­πι­τυ­χί­ες στὴ δου­λειά, δι­α­κο­πές, τα­ξί­δια, κα­λοὶ φί­λοι, δι­α­σκέ­δα­ση! Ζω­ὴ ζη­λευ­τή. Λὲς καὶ εἶ­μαι σὲ πα­ρα­μύ­θι. Ποι­ὸς θὰ πε­ρί­με­νε τέ­τοι­α χα­ρά; Οὔ­τε στὸ φαν­τα­στι­κό μου κό­σμο ἔ­τσι.

       Μὰ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τόν; Θυ­έ­στιο δεῖ­πνο. Τὰ ὄ­νει­ρα κα­τα­σί­γα­σαν. Ὅ­λα χά­νον­ται μὲς στὸ σύ­θαμ­πο. Κα­μί­α ζω­η­ρὴ ἀ­σά­φεια. Κα­μί­α νε­φε­λώ­δης αἴ­σθη­ση μα­γεί­ας. Μό­νο κα­θα­ρὰ σκέ­τη, στε­γνή, στε­νω­πὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πε­ρί­κλει­στη, ἀ­να­πό­δρα­στη, κο­φτε­ρὴ λο­γι­κή. Πῶς νὰ πο­θή­σω αὐ­τὰ ποὺ μοῦ ἔ­λει­παν; Θὰ ἦ­ταν του­λά­χι­στον ἀ­χα­ρι­στί­α καί, μᾶλ­λον, πα­ρα­λο­γι­σμός. Εἶ­μαι ἤ­δη εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

       Σκίρ­τη­σα. Μιὰ ἀ­κυ­βέρ­νη­τη θλί­ψη μὲ κα­τέ­βα­λε. Θε­έ μου, για­τί μοῦ τὸ ἔ­κα­νες αὐ­τό;

       Στά­χτη καὶ μπούλ­μπε­ρη νὰ γί­νουν ὅ­λα.

       Μό­νο μέ­σα ἀ­π’ τὰ ἐ­ρεί­πια μπο­ροῦ­σα νὰ ξα­να­ζή­σω.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά (Κέδρος, 2021).

 Ὁ Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζὴς (Ἀ­θή­να 1968). Σπού­δα­σε χη­μι­κὸς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος του κοι­νοῦ με­τα­πτυ­χια­κοῦ προ­γράμ­μα­τος Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ ΕΑΠ καὶ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Ἡ με­τα­πτυ­χια­κή του ἐρ­γα­σί­α εἶ­χε θέ­μα τὴν ψυ­χα­να­λυ­τι­κὴ κρι­τι­κὴ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τὴν ἐ­φαρ­μο­γή της στὴν πε­ζο­γρα­φί­α τοῦ Μά­ριου Χάκ­κα.

   Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2004 μὲ τὴ συμ­με­το­χή του στὴν ἀν­θο­λο­γί­α δι­η­γη­μά­των τοῦ Β΄ Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Δι­α­γω­νι­σμοῦ Ἀν­τώ­νης Σα­μα­ρά­κης (Κα­στα­νι­ώ­της). Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ Λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἔν­τυ­πα καὶ δι­α­δι­κτυα­κά). Ἔ­χει πα­ρου­σιά­σει βι­βλί­α συ­να­δέλ­φων του σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις. Βι­βλί­α του: Οἱ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Ἡ ὄ­ψη (Γκο­βό­στης 2010) καὶ  Μυ­θο­λο­γή­μα­τα καὶ ἕν­τε­κα πλὴν ἕ­να μι­κρὰ πε­ζὰ (Κέ­δρος 2021) καὶ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να (Ἠ­ρι­δα­νὸς 2007) καὶ Ὁ Ἀρ­χι­λο­χὸς του (τὸ μό­νο ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα γιὰ τὸν ποι­η­τὴ/ Γα­βρι­η­λί­δης 2016). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ Λο­γο­τε­χνι­κὸ Πε­ρι­ο­δι­κὸ Ὁ Σί­συ­φος. Ἐ­πί­σης ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν κρι­τι­κὴ λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ποί­η­σης καὶ πε­ζο­γρα­φί­ας, δη­μο­σι­εύ­ον­τας κεί­με­νά του σὲ Λο­γο­τε­χνι­κὰ Πε­ρι­ο­δι­κά. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ πολ­λὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸν Σί­συ­φο γιὰ Ἕλ­λη­νες λο­γο­τέ­χνες. Συμ­με­τεῖ­χε μὲ κεί­με­νά του σὲ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα πε­ρι­ο­δι­κῶν καὶ συλ­λο­γι­κῶν ἐκ­δό­σε­ων.

Ἐ­πι­κοι­νω­νί­α: tehlemetzis@gmail.com