Μιχάλης Μακρόπουλος: Τὸ ψωμὶ καὶ ὁ θεὸς

 

.

Μι­χά­λης Μα­κρό­που­λος

 

Τὸ ψω­μὶ καὶ ὁ Θε­ός

. 

ΥΤΗ εἶ­ναι μιὰ φαν­τα­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α γιὰ τὸν Κλὼντ Λο­ραίν, ὅ­ταν ἀ­κό­μα τα­ξί­δευ­ε καὶ δού­λευ­ε με­ρο­κα­μα­τιά­ρης βο­η­θὸς φουρ­νά­ρη­δων, προ­τοῦ κα­τα­λή­ξει ξα­κου­στὸς ζω­γρά­φος στὴ Ρώ­μη. Σ’ ἕ­να τρί­στρα­το κά­που στὴ Λο­ραί­νη, στὴν ἀρ­χὴ τοῦ τα­ξι­διοῦ του, συ­ναν­τή­θη­κε μ’ ἕ­να νέ­ο ἄν­τρα, ποὺ ἐ­πί­σης τα­ξί­δευ­ε προ­σφέ­ρον­τας τὶς ζω­γρα­φι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες του, ἔ­χον­τας ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν μα­θη­τεί­α του ὡς πα­ρα­γιὸς δί­πλα σ’ ἕ­ναν μά­στο­ρα καὶ τώ­ρα γυρ­νών­τας ἀ­πὸ πό­λη σὲ πό­λη κι ἀ­πὸ ἐρ­γα­στή­ρι σὲ ἐρ­γα­στή­ρι. Οἱ δυὸ νέ­οι ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ τα­ξι­δέ­ψουν μα­ζὶ ὣς τὴν κον­τι­νό­τε­ρη με­γά­λη πό­λη κι ἐ­κεῖ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σουν δου­λειά. Ἔ­τσι, θὰ κου­βέν­τια­ζαν καὶ θά ’­ταν τὸ τα­ξί­δι πιὸ ξε­κού­ρα­στο. Τὸν τε­χνί­τη τὸν ἔ­λε­γαν Ζάν. Ἦ­ταν ὄ­μορ­φη μέ­ρα κι ὁ δρό­μος ἦ­ταν εὐ­χά­ρι­στος. Βλέ­πον­τας τὰ δέν­τρα, ἕ­να πο­τά­μι, τὰ βου­νά, ὁ Ζάν τὰ ἀγ­κά­λια­σε ὅ­λα μὲ μιὰ πλα­τιὰ κί­νη­ση τοῦ χε­ριοῦ του κι εἶ­πε: «Τὰ βλέ­πεις ὅ­λα αὐ­τά, Κλώντ; Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ σ’ τὰ ζω­γρα­φί­σω ἔ­τσι ποὺ θά ’­λε­γες ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά.»

       «Καὶ τί νὰ τὰ κά­νω ζω­γρα­φι­στά», τοῦ ἀν­τα­πάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος, «ἀ­φοῦ ἔ­χω τὰ ἴ­δια, νὰ στέ­κο­μαι ὅ­πο­τε θέ­λω νὰ τὰ βλέ­πω; Καὶ μά­λι­στα ὄ­χι ἀ­πα­ράλ­λα­χτα, ὅ­πως σὲ μιὰ ζω­γρα­φιά, ἀλ­λὰ συ­νε­χῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ φῶς κι ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἐ­πο­χή, ἔ­τσι πού, καὶ μί­α στιγ­μὴ ὅ­λη κι ὅ­λη νὰ κοι­τά­ξω ἀλ­λοῦ καὶ με­τὰ νὰ γυ­ρί­σω τὸ βλέμ­μα μου ἀ­πά­νω τους ξα­νά, ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι ἄλ­λη, για­τὶ ἀ­έ­ρας φύ­ση­ξε, για­τὶ μιὰ σκιὰ ἄλ­λα­ξε, για­τὶ ἕ­να που­λὶ πέ­τα­ξε, για­τὶ ἕ­να σύν­νε­φο πῆ­γε λί­γο πα­ρα­κεῖ».

       «Ὅ­λα στὸν κό­σμο γύ­ρω μας εἶ­ναι προ­σω­ρι­νά», εἶ­πε πει­σμω­μέ­νος τώ­ρα ὁ ζω­γρά­φος, «ἀλ­λὰ στὴ φύ­ση τοῦ Θε­οῦ, ποὺ μὲ τὸ ἔρ­γο μας ὅ­λοι ὑ­πη­ρε­τοῦ­με, πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σι­διά­ζει τὸ ἀ­με­τά­βλη­το, τὸ δια­ρκές, κι ὁ ζω­γρά­φος, δί­νον­τας στὰ πράγ­μα­τα κά­τι ἀ­πὸ τὴ μο­νι­μό­τη­τα τῆς φύ­σης Του, Τὸν δο­ξά­ζει».

       Ὁ Κλὼντ ζή­λε­ψε τώ­ρα τὸ ζω­γρά­φο, ποὺ μὲ τὴν τέ­χνη του ὑ­μνοῦ­σε τὴν ἀ­με­τά­βλη­τη οὐ­σί­α τῶν πραγ­μά­των· ἀ­πὸ τὶς ἰ­δι­ό­τη­τές τους τὴν πιὸ κον­τι­νὴ στὸ Θε­ό. «Μπο­ρεῖ ζω­γρα­φί­ζον­τας ἐ­σὺ τὰ πράγ­μα­τα νὰ τοὺς δί­νεις κά­τι ἀ­πὸ τὴ φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου κι ἔ­τσι νὰ Τὸν δο­ξά­ζεις», εἶ­πε, «ἀλ­λὰ τὸ ψω­μὶ εἶ­ναι τὸ σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ μ’ αὐ­τὸ θρέ­φει τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ὄ­χι ἁ­πλῶς κά­τι ἀ­πὸ τὴ φύ­ση Του, ἀλ­λὰ ὅ,τι πιὸ πο­λύ­τι­μο μᾶς χά­ρι­σε Ἐ­κεῖ­νος ἀ­πὸ τὴ φύ­ση Του, ἀ­π’ ὅ­λες τὶς τρο­φὲς ἡ πιὸ ἱ­ε­ρή. Κι ἄς δου­λεύ­ω ἕ­ως καὶ δε­κα­ο­χτὼ ὧ­ρες κι ἄς πρέ­πει, ζυ­μώ­νον­τας, συ­νε­χῶς νὰ ἀ­να­στε­νά­ζω γιὰ νὰ μὴ μοῦ μπαί­νει τὸ ἀ­λεύ­ρι στὰ πνευ­μό­νια, δὲν παύ­ω νὰ σκέ­φτο­μαι ὅ­τι τὸ ψω­μί, ὁ τρό­πος ποὺ φτι­ά­χνε­ται, εἶ­ναι ἀ­π’ ὅ­λες τὶς με­τα­μορ­φώ­σεις ἡ πιὸ θαυ­μα­στή».

       «Ἀ­να­λο­γί­σου πό­σο θαυ­μα­στὴ εἶ­ναι ἡ με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ ἄ­μορ­φου χρώ­μα­τος, μιᾶς χρω­μα­τι­στῆς κη­λί­δας χω­ρὶς νό­η­μα ἢ σχῆ­μα, σὲ εἰ­κό­να τοῦ κό­σμου», εἶ­πε ὁ ζω­γρά­φος.

       Σ’ ὅ­λη τὴ δι­α­δρο­μὴ συ­νέ­χι­σε ὁ κα­θέ­νας νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ζει μὲ πά­θος τὴν τέ­χνη του καί, φτά­νον­τας στὴν πό­λη, οἱ δρό­μοι τους χώ­ρι­σαν. Ἀλ­λὰ ἡ ἀ­νά­μνη­ση τῆς κου­βέν­τας τους τοὺς συν­τρό­φευ­ε ἔ­κτο­τε καὶ τοὺς δυ­ό, ὁ­ρί­ζον­τας κα­θε­νὸς τὸ δρό­μο. Ὁ Κλὼντ ὁ φούρ­να­ρης ἔ­γι­νε ξα­κου­στὸς ὡς ζω­γρά­φος ἀ­πὸ τοὺς πιὸ ὀ­νο­μα­στούς τῆς ἐ­πο­χῆς του. Ὅ­σο γιὰ τὸν Ζὰν τὸ ζω­γρά­φο, τὸ ὄ­νο­μά του ξε­χά­στη­κε, για­τί αὐ­τὸς ἔ­ζη­σε ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ φουρ­νί­ζον­τας ψω­μιά.

 

 

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Μι­χά­λης Μα­κρό­που­λος (Ἀ­θή­να 1965) Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν.  Ἐρ­γά­ζεται ὡς με­τα­φρα­στὴς λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ ἑ­φτὰ βι­βλί­α του. Τελευταίο του βιβλίο τὸ Σπουργίτω καὶ Γράχαμ, δύο νουβέλες (ἐκδ. Γιάννης Πικραμένος, 2012).