Κώστας Ριτσώνης: Ρήξις

Ritsonis,Kostas-Riksis-Eikona-01

Κώ­στας Ρι­τσώ­νης


Ρή­ξις


O-Omikron-SomataΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ τῆς εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε πά­θει ἀ­τε­λῆ ρή­ξη. Ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ δου­λειὰ νὰ γί­νει μέ­χρι τὸ τέ­λος μὲ κά­ποι­ον ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο. Ἐ­πέ­με­νε. Θὰ τῆς ἔ­κα­νε καὶ κα­λὸ στὰ νεῦ­ρα. Δὲ θὰ ἔ­πι­νε συ­νέ­χεια librium. Δὲ θὰ ἔ­χα­νε τὸ φῶς της. Οὔ­τε θά ’­χε τὸ τρε­μού­λια­σμα στὰ χέ­ρια.

       Γι’ αὐ­τὸ πῆ­ρε τὸ ποῦλ­μαν Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀ­θή­να. Μὲ μιὰ βα­λί­τσα ἦρ­θε νὰ μεί­νει στὴ νο­νά της.

      Συγ­κι­νή­θη­κα μό­λις τὴν εἶ­δα νὰ πε­ρι­μέ­νει κά­τω ἀ­πὸ τὸ ἄ­γαλ­μα τοῦ Κά­νιγ­γος.

      Στὸ σπί­τι μου, καὶ μά­λι­στα στὴν κά­μα­ρά μου, ὑ­πῆρ­χε ἐ­λά­χι­στο φῶς. Ἔ­ρι­ξα τὸ ἄ­σπρο φου­στά­νι της στὸ γρα­φεῖ­ο μου καὶ ἑ­τοι­μά­στη­κα μὲ ἀ­θω­ό­τη­τα. Ὅ­πως πα­λιά. Χω­ρὶς πολ­λοὺς κιν­δύ­νους. Προ­η­γου­μέ­νως τῆς ἔ­βγα­λα τὰ πα­πού­τσια μέ­σα στὴν τρα­πε­ζα­ρί­α καὶ τὴν κου­βά­λη­σα ση­κω­τὴ ὡς τὸ ἁ­πα­λὸ στρω­μα­τέξ.

       Μὰ δὲν κα­τά­λα­βα τί συ­νέ­βαι­νε. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα.

      Ἦ­ταν σὰν νὰ μοῦ τὸ πρό­τει­νε, καὶ μά­λι­στα στὰ ἴ­σια! Ἡ καρ­διά μου χτυ­ποῦ­σε καὶ τῆς εἶ­πα: «Σκέ­ψου τὴ ζω­ή σου, Ἄν­να, καὶ τὴ στα­δι­ο­δρο­μί­α σου. Δὲν μπο­ρῶ νὰ ἀ­να­λά­βω εὐ­θύ­νες. Γιὰ τ’ ­ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ.»

      Τό­τε ἄ­κου­σα μὲ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση κά­τι πού μοῦ ψι­θύ­ρι­σε στ’ αὐ­τὶ καὶ μὲ πί­κρα­νε. Ἀ­τε­λὴς ρῆ­ξις. Δὲν τὸ πε­ρί­με­να πο­τὲ αὐ­τό. Ἔ­τσι λυ­πη­μέ­νος πῆ­ρα φό­ρα χω­ρὶς ν’ ἀ­κού­ω τὰ πα­ρα­κά­λια της καὶ τὰ «συ­χώ­ρε­σέ με».

      Ἀ­πὸ κεί­νη τὴν μέ­ρα ἡ ζω­ή μας στὴν Ἀ­θή­να ἔ­γι­νε ἀ­νυ­πό­φο­ρη. Ὄ­χι μό­νο δὲν τῆς ἔ­φυ­γαν τὰ νεῦ­ρα ἀλ­λὰ ἔ­παιρ­νε πιὸ πο­λὺ librium ἀ­πὸ πρίν. Ἀ­παι­τοῦ­σε νὰ τὴν βγά­ζω κά­θε μέ­ρα βόλ­τα, λὲς καὶ ἤ­μα­σταν ζευ­γά­ρι. Ὅ­μως δὲν τὴν χώ­νευ­α κα­τὰ βά­θος.

       Κά­ποι­ος ἄλ­λος εἶ­χε προ­φτά­σει.

      Πή­γα­με στὸ Κε­φα­λά­ρι καὶ τὴν ἔ­πια­σε νευ­ρι­κὴ κρί­ση. Κι ἐ­γὼ γι­νό­μουν νευ­ρα­σθε­νι­κός.

      Πή­γα­με καὶ στὸ ὑ­παί­θριο σι­νε­μὰ ἀλ­λὰ κι ἐ­κεῖ τὴν ἔ­πια­σε κρί­ση ξα­νὰ καὶ κου­νοῦ­σε τὴν μπρο­στι­νὴ κα­ρέ­κλα. Χά­σα­με καὶ τὰ librium φεύ­γον­τας.

      Πρὶν φύ­γει γιὰ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη τὰ ψά­λα­με λι­γά­κι στὴν πλα­τεί­α Κά­νιγ­γος. Τὸ μά­τι τοῦ φι­λέλ­λη­να μᾶς κοί­τα­ζε ἀ­δι­ά­φο­ρα κα­θὼς βρι­ζό­μα­σταν. Ἔ­τρε­με τὸ με­λα­χρι­νὸ κορ­μὶ χω­ρὶς τὸ φάρ­μα­κό του. Ἔ­γι­νε κα­βγάς. Ἡ ρῆ­ξις ἔ­γι­νε τε­λεία.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κώ­στας Ρι­τσώ­νης (Ἀ­θή­να, 1946). Τε­λεί­ω­σε τὴν Πο­λυ­τε­χνι­κὴ Σχο­λὴ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Γρά­φει ἀ­πὸ τὸ 1969. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀγ­κα­λιά (ἐκδ. Δι­α­γώ­νιος), τε­λευ­ταῖ­ο: Τρα­γού­δια στὰ μα­κά­μια (ἐκδ. Ποι­ή­μα­τα τῶν φί­λων).