Ἄνα Μαρία Σούα (Ana Maria Shua)
Μιὰ συνέντευξη στὴν Ἄννα Βερροιοπούλου
γιὰ τὸ ἱστολόγιο «Πλανόδιον- Ἱστορίες Μπονζάι»
Α.Β.: Εἶστε γνωστὴ ὡς ἡ βασίλισσα τοῦ μικροδιηγήματος στὴν ἰσπανικὴ γλώσσα. Γιατί ἀσχοληθήκατε μὲ τὴ συγκεκριμένη φόρμα; Ἐσεῖς ἐπιλέξατε τὴ μικρομυθοπλασία ἢ μήπως ἡ μικρομυθοπλασία ἐπέλεξε ἐσᾶς;
Α.Μ.Σ.: Ὅπως συμβαίνει συνήθως μὲ ὅλα τα μεγάλα πάθη τῆς Ἱστορίας (παγκόσμια καὶ προσωπικά), ἡ ἐπιλογὴ ἦταν ἀμοιβαία. Πάντα μὲ ἐνδιέφερε ὡς ἀναγνώστρια ἡ σύντομη ἀφήγηση. Στὴν ἀργεντινὴ λογοτεχνία ὅλοι οἱ μεγάλοι μας συγγραφεῖς εἶχαν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ εἶδος: ὁ Μπόρχες, ὁ Κορτάσαρ, ὁ Κασάρες καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἐξάλλου, στὴ γραφή μου ἔχω μιὰ αὐθόρμητη τάση πρὸς τὴ συντομία. Ὅταν ἐγὼ ξεκίνησα νὰ γράφω, ἡ μικρομυθοπλασία δὲν ἀναγνωριζόταν ὡς μιὰ διαφορετικὴ λογοτεχνικὴ φόρμα ἀπὸ τὸ διήγημα. Ὑπῆρχε τότε ἕνα μεξικανικὸ περιοδικὸ El cuento, τὸ ὁποῖο εἶχε προκηρύξει ἕνα διαγωνισμὸ σύντομου διηγήματος, μὲ ἀποτέλεσμα στὰ εἴκοσι πέντε μου νὰ ἀρχίσω νὰ γράφω μικροδιηγήματα γιὰ νὰ λάβω μέρος. Ἔτσι βγῆκε τὸ πρῶτο μου βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἀκόμη καὶ σήμερα ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ΄ ὅλα: Ἡ ὀνειροπαγίδα (La sueñera).
Α.Β.: Μιλῆστε μας λίγο γιὰ τὰ μικροδιηγήματά σας: τὸ ὕφος σας, τὶς ἐπιρροές σας κλπ.
Α.Μ.Σ.: Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς ποὺ προανέφερα, στοὺς ὁποίους ὀφείλω νὰ προσθέσω τὴ Σιλβίνα Ὀκάμπο, τὸν Ἰσιδόρο Μπλάιστεν καὶ τὸν Μάρκο Ντενέβι (ὄχι τόσο γνωστοὶ παγκοσμίως, ὡστόσο πολὺ σημαντικοὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία μας), ὑπάρχουν κι ἄλλοι ποὺ ἐπηρέασαν σημαντικὰ τὸ ἔργο μου. Πρῶτον, οἱ γάλλοι νεωτεριστὲς συγγραφεῖς τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, οἱ ὁποῖοι θέσπισαν νέους ριζοσπαστικοὺς κανόνες στὴ λογοτεχνία: Μπρετόν, Ἀπολλιναίρ, Σβόμπ, Ζαρύ, Ἀρτώ, Λοτρεαμόν… Λίγα χρόνια ἀργότερα παρουσιάστηκε ἕνα ἄλλο βιβλίο ποὺ μὲ σημάδεψε: Τὸ ὄπιο τοῦ Κοκτώ. Τὸ ἔργο μου ἐπηρέασε ἰδιαίτερα ἕνας βέλγος συγγραφέας, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ποιητὴς ἀλλὰ γιὰ μένα ἦταν ἕνας ἐξαίρετος μικροδιηγηματογράφος: ὁ Ἀνρὶ Μισὼ μὲ τὸ Voyage en Grande Garabagne. Χάρη στὸ περιοδικὸ El cuento γνώρισα ἐπίσης τοὺς λατινοαμερικάνους συγγραφεῖς, τοὺς θεμελιωτὲς τοῦ εἴδους (ὅπως ὁ Ἀρρεόλα καὶ ὁ Μοντερρόσο) κι ἄλλους ἀπ΄ ὅλη τὴν ἀμερικανικὴ ἤπειρο, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ Μεξικό, ὅπου εἶχε ἀνθίσει ἡ σύντομη ἀφήγηση. Καὶ φυσικά, ἔχω πάντα στὴ σκέψη μου τὸν μεγαλύτερο γιὰ μένα συγγραφέα μικροδιηγημάτων τοῦ 20οῦ αἰώνα, τὸν Φρὰντς Κάφκα.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ὕφος μου, ξεκίνησα γράφοντας ποίηση καὶ πιστεύω ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη μου ἐξακολουθεῖ νὰ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὰ μικροδιηγήματά μου. Ὅλα ἢ σχεδὸν ὅλα εἶναι ἀφηγηματικά, μολαταῦτα ἡ ποίηση πάντα γυροφέρνει, παίζοντας μὲ τὴ γλώσσα, προκαλώντας στὰ κείμενά μου ἀμφιλογία καὶ πολυσημία. Τουλάχιστον, στὰ καλύτερα ἀπὸ αὐτά.
Α.Β.: Ἡ συγγραφὴ ἀποτελεῖ ἐνίοτε μέσο συναισθηματικῆς ἀποφόρτισης. Γιὰ σᾶς ἡ συγγραφὴ μικροδιηγημάτων εἶναι μιὰ πράξη συναισθηματικὴ ἢ διανοητικὸ παιχνίδι;
Α.Μ.Σ.: Θεωρῶ πὼς γιὰ ἕναν ἐπαγγελματία συγγραφέα (καὶ δὲν ἐννοῶ ὅποιον ἀμείβεται ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸ γράψιμο) δὲν εἶναι ποτὲ ἕνα μέσο ἀποφόρτισης. Ἐμεῖς οἱ συγγραφεῖς δὲν ἀποζητοῦμε τὴ συναισθηματικὴ κάθαρση, ἀλλὰ νὰ προκαλέσουμε μιὰ συναισθηματικὴ ἀντίδραση σὲ ὅποιον μᾶς διαβάζει. Πολλοὶ μοῦ λένε ὅτι γράφουν μανιωδῶς γιὰ νὰ ἐκτονωθοῦν κι ἔπειτα σβήνουν ἢ καταστρέφουν τὶς ἀποδείξεις. Οἱ πραγματικοὶ συγγραφεῖς τρεφόμαστε ἀπὸ γνήσια ματαιοδοξία: δὲ σβήνουμε, δὲν καταστρέφουμε τίποτα καὶ τελικὰ ἀφήνουμε τὴν τύχη τῶν γραπτῶν μας στοὺς ἐκτελεστὲς τῆς διαθήκης μας μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ποτὲ δὲ θὰ κάνουν κάτι τέτοιο.
Συνεπῶς, ὄχι, ἡ συγγραφὴ μικροδιηγημάτων δὲν εἶναι γιὰ μένα συναισθηματική. Ἀναμφίβολα, δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οὔτε διανοητικὸ παιχνίδι, τουλάχιστον στὶς καλύτερες περιπτώσεις. Ὅταν ἡ μικρομυθοπλασία περιορίζεται σὲ ἕνα παιχνίδι εὑρηματικότητας, προδίδει τὶς δυνατότητές της μὲ ἀποτέλεσμα μιὰ φτωχὴ λογοτεχνία. Εἶναι καλὸ ἕνα ἔργο νὰ χαρακτηρίζεται εὐφυές, ἀλλὰ ὄχι μόνο αὐτό. Ἂν κάποια κείμενά μου ἔχουν γραφτεῖ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν εἶναι αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα νιώθω περήφανη. Εἶμαι ἄνθρωπος φιλόδοξος: τὰ σύντομα ἀφηγήματά μου, ὅπως καὶ τὰ διηγήματα, τὰ μυθιστορήματα καὶ τὰ ποιήματά μου ἔχουν ἕνα σκοπό. Νὰ μιλήσουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν τὸν ἔχει ξανακάνει κανείς, νὰ εἶναι ἱκανὰ νὰ φέρνουν τὸ χαμόγελο καὶ νὰ συγκινοῦν, νὰ εἶναι ἱκανὰ νὰ ταρακουνήσουν τὸν ἀναγνώστη.
Α.Β.: Ἂν καὶ ἰδιαίτερα σύντομα, τὰ μικροδιηγήματα ἀπαιτοῦν συχνὰ τὴν αὐξημένη συγκέντρωση τοῦ ἀναγνώστη. Πιστεύετε ὅτι οἱ ἀναγνῶστες τους εἶναι πιὸ ἀπαιτητικοὶ λόγῳ αὐτοῦ;
Α.Μ.Σ.: Πράγματι, τὰ μικροδιηγήματα ἀπαιτοῦν πολὺ μεγάλη συγκέντρωση. Μπορεῖ κανεὶς νὰ διαβάσει ἕνα μυθιστόρημα ἀφηρημένα, πηδώντας ὁλόκληρες παραγράφους, κι ὅμως νὰ τὸ καταλάβει πλήρως. Σὲ ἕνα μικροδιήγημα καὶ ἡ ἐλάχιστη ἀπροσεξία ἐμποδίζει τὴν κατανόηση. Ἐπιπλέον, ὅσον ἀφορᾶ τὸ μυθιστόρημα, ὁ ἀναγνώστης κάνει τὸν κόπο νὰ τὸ ξεκινήσει, νὰ συλλάβει τὸ ὕφος, νὰ ἀνακαλύψει τοὺς κώδικές του, νὰ συνηθίσει τὸ ρυθμό, τὴν πλοκή, νὰ μάθει τὰ πρόσωπα. Κι ἔπειτα τὸ ἀφήνει στὸ κομοδίνο μπαινοβγαίνοντας στὸ βιβλίο ὅποτε θέλει χωρὶς πρόβλημα. Σὲ ἕνα μικροδιήγημα, μόλις κάποιος καταφέρει νὰ κατανοήσει τοὺς νόμους ποὺ διέπουν τὸ μικροσκοπικό του σύμπαν, τὸ κείμενο ἔχει τελειώσει καὶ ὁ ἀναγνώστης ἀναγκάζεται νὰ ξαναρχίσει τὴν προσπάθεια γιὰ τὸ ἑπόμενο. Γι’ αὐτὸ οἱ ἐκδοτικοὶ προτιμοῦν κατὰ σειρὰ προτεραιότητας τὸ μυθιστόρημα, τὸ διήγημα καὶ τελευταῖο τὸ μικροδιήγημα. (Τὴν ποίηση οὔτε κὰν τὴν ἀναφέρω διότι δὲν ἔχει θέση στὴν ἀγορὰ τοῦ βιβλίου). Κι ἀναμφίβολα, εἶναι ἕνα λογοτεχνικὸ εἶδος ἀπαιτητικὸ γιὰ τὸν ἀναγνώστη.
Α.Β.: Κλείνοντας τούτη τὴ συνέντευξη, ἂς πᾶμε στὴν Ἑλλάδα. Σᾶς ἀρέσει κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες συγγραφεῖς;
Α.Μ.Σ.: Δὲν καλογνωρίζω τοὺς σύγχρονους Ἕλληνες συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐξάλλου ἔχουν μεταφραστεῖ ἐλάχιστα στὰ ἱσπανικά. Μοῦ ἀρέσουν πολὺ οἱ ποιητές, γνωρίζω ὅμως μόνο τοὺς πιὸ διάσημους: τὸν Καβάφη καὶ τὸν Ἐλύτη. Φυσικὰ ἔχω διαβάσει Καζαντζάκη, κάτι ἴσως ἀναμενόμενο. Καὶ Σαμαράκη. Αὐτὴ τὴν περίοδο στὴν Ἀργεντινὴ διαβάζονται πολὺ τὰ ἀστυνομικὰ τοῦ Μάρκαρη, ὁ ὁποῖος ἔχει πολλοὺς θαυμαστές, μολαταῦτα ἐγὼ σπάνια διαβάζω ἀστυνομικά…
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἄνα Μαρία Σούα (Ana Maria Shua) (Μπουένος Ἄιρες, Ἀργεντινή, 1951). Ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιόλογες καὶ δημοφιλεῖς συγγραφεῖς τῆς Ἀργεντινῆς. Ἔχει ἐκδώσει περιςσότερα ἀπὸ σαράντα βιβλία καὶ θεωρεῖται ἡ βασίλιςσα τοῦ μικροδιηγήματος στὴν ἰσπανικὴ γλώςσα. Τὰ διηγήματα καὶ τὰ μικροδιηγήματά της ἔχουν βραβευτεῖ καὶ χαίρουν παγκόσμιας ἀναγνώρισης μὲ μεταφράσεις σὲ ὅλο τὸν κόσμο: ἀπὸ τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν Γερμανία ἕως τὴν Ἰσλανδία καὶ τὴν Κίνα. Τὸ 2014 ἔλαβε τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας (Ἀργεντινή). Στὰ ἑλληνικὰ ἔχει κυκλοφορήσει ἡ συλλογὴ μικροδιηγημάτων Ὀνειροπαγίδα (La sueñera, 1984) σὲ μετάφραση τῆς Ἄννας Βερροιοπούλου, ἕνα βιβλίο γιὰ τὰ ὄνειρα, τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀϋπνία. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς μεταφράστριας καὶ στὴν στήλη μας «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ τῆς 13-08-2016.)
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:
Ἄννα Βερροιοπούλου (Ἀθήνα, 1970). Μετάφραση, διήγημα. Σπούδασε Ὠκεανογραφία καὶ Ἰσπανικὴ Γλώςσα καὶ Πολιτισμό. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνικὴ μετάφραση (Juan Ramon Jimenez, Antonio Di Βenedetto κ.ἄ.). Διδάσκει ἰσπανικὰ καὶ ἐργάζεται ὡς καθηγήτρια στὰ Κέντρα Διὰ Βίου Μάθησης. Εἶναι ἀρθρογράφος στὸ ispania.gr κι ἔχει μεταφράσει ἰσπανόφωνη ποίηση γιὰ τὸ poetica.net. Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ ἠλεκτρονικὸ καὶ ἔντυπο τύπο. Στὸ ἱστολόγιό μας ἔχει δημοσιευτεῖ τὸ διήγημά της «Ἀγγέλων ἔργα».
§¶ß
ANA MARIA SHUA – ANNA VERRIOPOULOU * ENTREVISTA
Anna Verriopoulou: Usted es conocida como la reina del microrrelato. ¿Porqué se ha dedicado a este tipo narrativo? ¿Usted eligió el microrrelato o el microrrelato le eligió a usted?
Ana Maria Shua: Como suele suceder en todas las grandes pasiones de la historia (universal y personal), la elección fue mutua. Siempre me interesó como lectora el género brevísimo. En la literatura argentina, todos nuestros grandes maestros lo han trabajado: Borges, Cortázar, Bioy Casares y muchos otros. Y por otra parte, yo tengo una tendencia natural a la brevedad, lo más espontáneo en mi escritura. Cuando empecé a escribir, ni siquiera se reconocía al microrrelato como un género diferente del cuento. Había una revista mexicana llamada El cuento tenía un Concurso Permanente de Cuento Brevísimo. A los veinticinco años empecé a escribir microrrelatos para presentarme a ese concurso. Así empezó mi primer libro en el género, y el que todavía me gusta más que ninguno: La sueñera.
Anna Verriopoulou: Cuéntenos un poco sobre sus libros de microficción: su estilo, influencias etc.
Ana Maria Shua: Además de los autores argentinos mencionados, a los que debería añadir a Silvina Ocampo, Isidoro Blaisten y Marco Denevi, (menos conocidos internacionalmente pero muy importantes para nuestra literatura) debo añadir otras influencia muy importantes. En primer lugar, los clásicos de la rebeldía, esos autores franceses que escribieron a principios del siglo XX revolucionando todas las reglas: Breton, Schwob, Apollinaire, Jarry, Arteaud, Lautremond… Unos años después aparece otro libro que me marcó: Opium, de Cocteau. Y hubo un autor belga en particular, un escritor al que en francés se considera poeta pero que para mí fue un gran minificcionista y tuvo un papel muy importante en mi literatura: Henry Michaux, con su Viaje a la Gran Garabaña. La revista El cuento me hizo conocer a los autores latinoamericanos, los fundadores (como Arreola y Monterroso) y los que estaban escribiendo en ese momento en todo el continente: Britto García en Venezuela, Jaramillo Levy en Panamá, Menén Desleal en el Salvador, Monsreal, Garrido, Samperio y muchos otros en México, que es uno de los países donde más creció el género. Y por supuesto, tengo siempre presente al que considero el más grande minificcionista del siglo XX: Franz Kafka.
En cuanto al estilo, yo empecé escribiendo poesía y creo que mi necesidad de poesía se sigue expresando a través de las minificciones. Todas son o pretenden ser narrativas, pero la poesía está allí cerca, jugando con el lenguaje, provocando ambigüedad y polisemia. En fin, en el mejor de los casos.
Anna Verriopoulou: Escribir es a veces un desahogo. ¿Escribir microficción es para usted un acto sentimental o un juego del ingenio?
Ana Maria Shua: Creo que para un escritor profesional (y no involucro dinero en este adjetivo, sino entrega vital a la escritura) escribir nunca es un desahogo. Los escritores no hacemos catarsis de nuestras emociones en la escritura, lo que buscamos es provocar ciertas emociones en quien nos lee. Mucha gente me cuenta que escribe frenéticamente para desahogarse y después borra o destruye las pruebas. Los verdaderos escritores nos alimentamos de vanidad pura: no borramos ni destruimos nada, a lo sumo se lo encargamos a nuestros albaceas, con la esperanza de que no lo hagan.
De modo que no, escribir microficción no es un acto sentimental. Pero tampoco, en el mejor de los casos, debería ser un juego de ingenio. Si la microficción se queda en el juego de ingenio, está traicionando las posibilidades del género y como literatura es muy pobre. Está bien que tenga ingenio, pero nunca debería ser solo eso, y si entre mis textos hay algunos que son así, no son aquellos de los que estoy orgullosa. Soy ambiciosa: yo quisiera, de mis textos brevísimos, lo mismo que pretendo de mis cuentos o mis novelas, o mis poemas. Que digan algo acerca del ser humano que nunca se haya dicho antes de ese modo. Que sean capaces de convocar a la sonrisa, pero también a la emoción. Que perturben al lector.
Anna Verriopoulou: Aunque brevísimos, los microrrelatos frecuentemente piden la alta concentración del lector. ¿Cree que por eso sus lectores son más exigentes?
Ana Maria Shua: Es verdad, los microrrelatos exigen altísima concentración. Se puede leer una novela distraídamente, salteándose párrafos enteros, y sin embargo entenderla perfectamente. En un microrrelato la más mínima distracción atenta contra la comprensión. Pero además, en una novela uno hace el esfuerzo de comenzar, capta el tono, descubre los códigos, se acomoda en el ritmo, en la trama, conoce a los personajes y después ya puede dejarla sobre la mesa de luz para entrar y salir cuando quiere sin problemas. En un microrrelato, cuando un termina de entender las leyes de ese mínimo universo, el texto se terminó y hay que hacer todo el esfuerzo de atención para entrar en otro. Por eso el mercado editorial prefiere la novela en primer lugar, después el cuento y después el microrrelato. (A la poesía ni la menciono porque no tiene ningún lugar en el mercado). Y sí, este es un género que exige mucho del lector.
Anna Verriopoulou: Cerrando esta entrevista, vamos a Grecia. Le gusta algún escritor/a griego/a?
Ana Maria Shua: Conozco mal a los escritores griegos actuales, que han sido poco traducidos al español. Me gustan mucho los poetas, pero conozco solo a los más famosos: Kavafis, Elytis. Por supuesto he leído a Kazantzakis, lo que quizás es un poco obvio. Y también a Samarakis. En este momento está muy de moda en Argentina el autor de novelas policiales Márkaris, tiene una importante cantidad de fans, pero yo casi no leo policiales…
Filed under: ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Βερροιοπούλου Άννα,Shua Ana Maria | Tagged: Ana Maria Shua,Άννα Βερροιοπούλου,Ισπανόγραπτο διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ἄνα Μαρία Σούα (Ana Maria Shua): Μιὰ συνέντευξη γιὰ τὸ ἱστολόγιο «Πλανόδιον- Ἱστορίες Μπονζάι» ἔχουν κλείσει