Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.


			

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.



		

	

Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]: Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]


Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]


«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

            Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

            Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.



Πη­γή: Alumbramiento (Páginas de Espuma, 2016)

Ὁ Ἀν­τρὲς Νέου­μαν (Andrés Neuman) γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες τὸ 1977, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἐ­τῶν ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Γρα­νά­δα. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους σύγ­χρο­νους ἱ­σπα­νό­φω­νους μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Ἡ πα­ρού­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2023/24, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἰ­ά­σων Βα­ὴς Στερ­γιά­δης, Ἀ­λέ­σια Γκο­λέ­μι, Κων­σταν­τί­να Δρά­τσα, Μα­ρί­α Λα­ζα­ρί­δου, Ἀ­να­στα­σί­α Μπο­ζί­νου, Βί­κυ Πα­πα­κώ­στα, Δη­μή­τριος Σα­λο­νι­κί­δης, Ἐ­λε­ούσα-Ἐ­λευ­θε­ρί­α Σαρ­ρή, Χρι­στό­φο­ρος-Γε­ρά­σι­μος Σκλα­βοῦ­νος, Ἔ­λε­να Τά­που, Λί­να Χα­ρι­στού, Αἰ­μί­λιος Χρυ­σι­κό­που­λος.

 

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου: Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου


Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να

 

ΗΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΕΚΕΙ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου. Βρέ­χει συ­χνά σοῦ λέ­ω. Ὑ­πέρ­βα­ρο τὸ σύν­νε­φο ποὺ κα­τε­βαί­νει φο­βε­ρὸ ἀ­π’ τὸ τα­βά­νι. Βρέ­χει συ­χνά. Βρέ­χει ρα­γδαί­α. Ἄλ­λο­τε δά­κρυ­α ἀ­π’ τὰ πολ­λὰ κρεμ­μύ­δια. Τὸ στι­φά­δο θέ­λει δάφ­νη. Δὲν πῆ­γα φέ­τος τῶν Βα­γι­ῶν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Τὸν ἀ­γα­πῶ, ἀλ­λὰ κου­ρά­στη­κα στὴ ρά­χη νὰ τὸν φέ­ρω. Ὄ­χι, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸ βά­ρος του τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο, ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τὸ ἀ­σή­κω­το τῆς γνώ­σης. Δῶ­σε μου τώ­ρα δάφ­νη ἀ­π’ τὴ δι­κή σου. Αὐ­τὴ ποὺ ἔ­χεις φυ­λαγ­μέ­νη καὶ μα­σᾶς γιὰ τοὺς χρη­σμοὺς καὶ γιὰ τοὺς γρί­φους σου. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει δά­χτυ­λα ποὺ ἀρ­νή­θη­καν σὲ μούν­τζα νὰ ἀ­νοί­ξουν. Ἀγ­κυ­λω­μέ­να, σὲ γρο­θιὰ σφιγ­μέ­να. Τὰ κό­βου­με σὲ σχῆ­μα κύ­βου στὸ ξύ­λο κο­πῆς. Ἄλ­λο­τε βρέ­χει ὄ­νει­ρα μα­ται­ω­μέ­να. Γλά­σο σο­κο­λά­τας μπί­τερ γιὰ τὸ κέ­ικ. Ἄλ­λο­τε ὑ­πο­σχέ­σεις καὶ ὅρ­κους ποὺ προ­δό­θη­καν. Πέ­φτει ἡτ­τη­μέ­νο τὸ σου­φλέ σου. Ἄλ­λο­τε ἀ­παι­τή­σεις καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις, ἀ­παι­τή­σεις. Χα­λα­ζό­πτω­ση. Ἅ­πλω­σε μὲ προ­σο­χὴ τὸ χέ­ρι νὰ πέ­σει τὸ πα­γά­κι στὸ πο­τή­ρι. Μὴν πί­νεις σκέ­το τὸ πο­τό σου. Τί θὰ φᾶ­με; Ἡ μι­κρὴ δη­λώ­νει χορ­το­φά­γος κι ὁ ἀ­θλη­τὴς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πρω­τε­ΐ­νη. Ἄλ­λο­τε φτε­ρὰ δι­α­με­λι­σμέ­να πέ­φτουν μὲς στὴν κα­τσα­ρό­λα. Σού­πα πτή­σης. Τὸ χά­δι τοῦ ἀ­νέ­μου μὲς στὰ πού­που­λα θέ­λει νὰ βρά­σει ὧ­ρες μέ­χρι νὰ πά­ψει πιὰ ν’ ἀ­κού­γε­ται. Ἄλ­λο­τε στή­θη ἀ­τμί­ζον­ται. Ὑ­γεί­α πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα. Ἄλ­λο­τε μπού­τια ξε­κλει­δώ­νον­ται καὶ ρί­γες ἀ­πο­κτοῦν στὶς σχά­ρες. Μώ­λω­πες. Ὅ­λως ἐ­λα­φρὰ ἡ κά­κω­ση. Ἄλ­λο­τε λι­α­νί­ζον­ται πλευ­ρά. Δὲν πρό­σε­ξες, τὸ πά­τω­μα ἦ­ταν βρεγ­μέ­νο. Ἄλ­λο­τε ψι­λο­κό­βον­ται ἐν­τό­σθια. Νε­φροί, καρ­δι­ές, πνευ­μό­νια.

        Βρέ­χει συ­χνὰ στὴν κου­ζί­να σοῦ λέ­ω.

        Κι αὐ­τὲς τὶς νύ­χτες ποὺ τρυ­πώ­νει ἐ­κεῖ τὸ κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι καὶ τὸ σύν­νε­φο τὸ βά­φει καὶ τὸ πυ­ρα­κτώ­νει μὲ τὰ γοῦ­στα του, τό­τε γί­νε­ται αἱ­μά­τι­νη ἡ βρο­χή. Ἔ­τσι ὅ­πως σι­γο­βρά­ζει κά­τι, κά­τι γί­νε­ται, κά­τι μι­κρὸ κι ἀ­σή­μαν­το, ἕ­να πο­τή­ρι σπά­ει, ἄς ποῦ­με, ἢ πέ­φτει ἀ­πὸ τὸ ντου­λά­πι ἕ­να βά­ζο ζά­χα­ρη, κι ἐ­κρή­γνυ­ται. Ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὸς ὁ θερ­μο­στά­της. Συμ­βαί­νει… στὴν κου­ζί­να ἑ­δρεύ­ουν ὅ­λα τὰ ἐ­νερ­γεια­κὰ βαμ­πίρ.

        Μὴν μπαί­νεις ἐ­κεῖ μέ­σα δί­χως τὴν ὀμ­πρέ­λα σου.

        Ἂν εἶ­ναι ἄ­σχη­μη ἡ­μέ­ρα, ἂν ἡ κα­κιὰ στιγ­μὴ μὲ τὰ βα­ριά της παν­τε­λό­νια μπῆ­κε νὰ πά­ρει μυ­ρω­διὰ τί μα­γει­ρεύ­ε­ται ἐ­κεῖ μέ­σα, φό­ρα καὶ σω­σί­βιο.

      Κι ὅ­ταν κο­πά­σει ἡ μπό­ρα, μὴν ξε­χά­σεις νὰ πε­τά­ξεις τὰ σκου­πί­δια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.



		

	

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση: Με­τὰ τὴ βρο­χὴ

 

 

 


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χὴ


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Δημήτρης Τούλιος: Τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας υἱ­ό, ἀ­δελ­φό, θεῖ­ο καὶ κου­νιά­δο


Δη­μή­τρης Τού­λιος


Τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας υἱ­ό, ἀ­δελ­φό, θεῖ­ο καὶ κου­νιά­δο


ΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ἀν­τι­λη­πτὸ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἕ­να νευ­ρό­σπα­στο πιά. Ὁ γαμ­πρός του καὶ τ’ ἀ­νί­ψια του, μὰ προ­πάν­των ἡ ἀ­δερ­φή του βρί­σκον­ταν κα­θη­με­ρι­νὰ στὸ στό­χα­στρο. Κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ κά­νει τὴν πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση δί­χως νὰ νι­ώ­σει τὸ βα­ρύ του πά­τη­μα πί­σω του. Τὸ ἀ­νά­θε­μά του δὲν ἀρ­γοῦ­σε νὰ πέ­σει πά­νω τους μὲ ἐ­κεί­νη τὴ μπά­σα ὅ­λο γρύ­λι­σμα, φω­νή του: Πῶς κό­βεις ἔ­τσι τὸ καρ­πού­ζι; Πυ­ρα­μι­δω­τό, πρέ­πει, μά­λω­νε τὴν ἀ­δελ­φή του. Για­τί ξέ­χα­σες τὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἀ­νοι­χτή; στὸ γαμ­πρό. Σύ­ρε νὰ φέ­ρεις νε­ρὸ στὴ για­γιά, κο­πρό­σκυ­λο, στὸν ἀ­νι­ψιό. Πῶς ντύ­θη­κες ἔ­τσι σὰν Κα­ραγ­κι­ό­ζω; Θὰ μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν ὄ­ξω στὰ κα­φε­νεῖ­α, σύ­ρε σπί­τι σου νὰ κά­νεις μα­σκαρ­λί­κια, τὸ τερ­μά­τι­σε μὲ τὴ μι­κρὴ ἀ­νι­ψιά του.

        Κα­νεὶς δὲν ἀν­τι­δροῦ­σε, ἦ­ταν ἡ για­γιὰ στὴ μέ­ση, μὴν τὴ στε­νο­χω­ρή­σουν. Κα­θό­τι ὁ Σω­τή­ρης ἀ­νύ­παν­τρος ἐ­ξην­τά­ρι­ζε καὶ τό ‘­χε κα­η­μό, τώ­ρα πιά, τί κα­η­μό, εἶ­χε κα­εῖ ὁ­λό­κλη­ρη, νὰ παν­τρευ­τεῖ κά­ποι­α μέ­ρα.

        Μέ­χρι ποὺ ὁ Σω­τή­ρης ἔ­πα­θε μι­κρὸ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ ἐ­πα­νῆλ­θε. Κι ἐ­κεῖ ποὺ ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν μπὰς κι ἀλ­λά­ξει στά­ση ζω­ῆς, ἐ­κεῖ, ὁ Σω­τή­ρης, ἀ­με­τα­κί­νη­τος. Καὶ ὁ­λο­έ­να πιὸ συν­τη­ρη­τι­κός. Ἔ­χω ἀρ­χὲς ἐ­γώ, τί τὸ πέ­ρα­σες ἀ­δελ­φή; Εἶ­στε φι­λο­ξε­νού­με­νοι ἐ­δῶ! Μα­ζέψ­τε τὰ μπο­γα­λά­κια σας καὶ δρό­μο, ἂν δὲν σᾶς ἀ­ρέ­γει!

        Τε­λευ­ταί­α του ἐ­πι­τυ­χί­α, ὅ­ταν τοὺς ἔ­φε­ρε «τὴν κα­λύ­τε­ρη πί­τσα τῆς χώ­ρας!» καὶ τοὺς τὴ μοί­ρα­ζε κομ­μά­τι-κομ­μά­τι μέ­σα ἀ­πὸ κλει­στὰ κου­τιά. Ἐ­σὺ δι­και­οῦ­σαι αὐ­τό, ἐ­σὺ ἐ­κεῖ­νο. Τοὺς ἔ­κα­νε νὰ χά­σκουν σὰ σκυ­λά­κια. Μὲ τὸ στα­γο­νό­με­τρο. Ξε­φτί­λα, σα­δι­σμός. Ἔτσι ξε­χεί­λι­σε τὸ πο­τή­ρι καὶ χώ­ρι­σαν οἱ δρό­μοι τους. «Σω­τή­ρη, φεύ­γου­με, ἔ­τσι ποὺ τά ‘κά­νες» τοῦ δή­λω­σε ἡ ἀ­δελ­φή του τὴν ἑ­πο­μέ­νη.

        Ὁ Σω­τή­ρης μῆ­τε ποὺ τοὺς χαι­ρέ­τη­σε. Νὰ φύ­γε­τε! Γά­βγι­σε. Συ­νέ­χι­σε ἀ­κά­θε­κτος πρὸς τὸ χω­ρά­φι νὰ πά­ει νὰ κλεί­σει τὶς κό­τες, νὰ τα­ΐ­σει τὸ σκύ­λο καὶ νὰ κα­μα­ρώ­σει τὶς πορ­το­κα­λι­ές. Δώ­δε­κα στρέμ­μα­τα ἦ­ταν αὐ­τά, τοῦ τὰ ἔ­γρα­ψε ὅ­λα ὁ πα­τέ­ρας του μπὰς καὶ παν­τρευ­τεῖ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τί­πο­τα. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε νὰ τὰ φά­ει ὅ­λα, ἔ­θι­μο, λέ­ει, τὸ παι­δὶ ὅ­λα, τὸ κο­ρί­τσι τί­πο­τα. Ὁ γαμ­πρός του σι­χτί­ρι­ζε σὲ ὅ­λο το δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ἀλ­λὰ κι εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν ἀ­να­κου­φι­σμέ­νος ποὺ τε­λεί­ω­σε μὲ τὸν φα­τα­ού­λα.

        Ὁ Σω­τή­ρης ἀγ­κά­λια­σε τὸ σκύ­λο κλαί­γον­τας καὶ βλα­στη­μών­τας. Δὲν ἔ­πρε­πε κα­νεὶς νὰ τὸν δεῖ καὶ πρὸς Θε­οῦ, νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἔ­χει εὐ­αι­σθη­σί­ες γυ­ναι­κου­λί­στι­κες καὶ τέ­τοι­α. Στοὺς βα­τρα­χαν­θρώ­πους ὑ­πη­ρέ­τη­σε!

        Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε πο­τὸ στὴ γνω­στὴ κα­φε­τέ­ρια μὲ τὸ φί­λο του ποὺ τὸν κα­τα­λά­βαι­νε: Κα­λά τοὺς ἔ­κα­νες, μάγ­κα! Πά­λι τοὺς ἔ­φται­γαν οἱ με­τα­νά­στες καὶ οἱ ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι. Με­θυ­σμέ­νος γύ­ρι­σε νὰ πι­εῖ καὶ τὰ χά­πια του. Αὐ­τὰ δὲν χω­νεύ­ον­ταν μὲ τί­πο­τα, ὅ­πως κι ἐ­κεῖ­νος ὁ πα­λι­ο­τεμ­πέ­λα­ρος, ὁ γαμ­πρός του ποὺ ἤ­θε­λε νὰ τρώ­ει καὶ νὰ πί­νει τζάμ­πα στὸ χω­ριὸ καὶ νὰ κά­θε­ται νὰ δι­α­βά­ζει δῆ­θεν μὲ τὶς ὧ­ρες βι­βλί­α. Κι ἔ­σβη­σε τὴν ἀ­δελ­φή του ἀ­πὸ τὶς ἐ­πα­φές, σὰν νὰ ἦ­ταν κε­ρά­κι ἀ­νά­βον­τας ταυ­τό­χρο­να τὴν τη­λε­ό­ρα­ση.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Δη­μή­τρης Τού­λιος (Πά­τρα, 1966). Ἐρ­γά­ζεται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός.Ἔ­χει συμ­με­τάσχει σὲ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα ποί­η­σης καὶ δι­η­γή­μα­τος. Πρῶτο του βι­βλίο Πα­θη­τι­κὸ κά­θι­σμα (ποί­η­ση, Χα­ρα­μά­δα, 2018).



		

	

Δήμητρα Γεράση: Με­τὰ τὴ βρο­χή

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χή


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ: Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου



Ἀ­ρί­στη Τριανταφυλλίδου-Τρεν­τέλ


Ὁ χο­ρὸς τοῦ Ζα­λόγ­γου


ΙΣΤΕΥΕ ὅ­τι ἦ­ταν πα­σι­φί­στρια, ὅ­τι κα­τα­δί­κα­ζε κά­θε μορ­φὴ βί­ας. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γιὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τῆς Χα­μᾶς στὸ Ἰσ­ρα­ήλ, πρῶ­τα σκέ­φτη­κε τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Γο­λιὰθ —μό­νο ποὺ ὁ Γολιὰθ ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν ἦ­ταν Ἰσ­ρα­η­λί­της— με­τὰ ἄ­κου­σε κραυ­γὲς καὶ ἀ­λα­λαγ­μούς, κα­τό­πιν εἶ­δε τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α, τὸ μί­σος, τοὺς νε­κρούς, καὶ ἀ­μέ­σως ἦρ­θαν οἱ φω­νὲς τῶν Φι­λι­σταί­ων καὶ ἡ ἐκ­δί­κη­ση τοῦ ἀ­νί­κη­του Γο­λιάθ. Τό­τε ἡ φω­νὴ βο­ῶν­τος στὴν ἔ­ρη­μο τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πεί­λη­σε νὰ τὶς σπά­σει τὰ τύμ­πα­να. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­νά­πο­δα.

       Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες καὶ τοὺς Σου­λι­ῶ­τες. Τὴν εἶ­χαν πο­λὺ προ­βλη­μα­τί­σει στὸ Γυ­μνά­σιο. Αὐ­τὴ θὰ ἔ­ρι­χνε τὰ παι­διά της στὸ γκρε­μό; Τί εἴ­δους ἡ­ρω­ι­σμὸς ἦ­ταν αὐ­τός; Πῶς ἀ­πο­φά­σι­ζαν γιὰ αὐ­τά; Μιὰ χα­νού­μι­σα ἡ ἕ­νας γε­νί­τσα­ρος δὲν ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να παι­δὶ νε­κρὸ μὲ ἐ­κτε­λε­στῆ τὸν ἴ­διο του τὸν γο­νιό; Δὲν θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε προ­βάλ­λει ἀν­τίρ­ρη­ση στὴν τά­ξη, ἀλ­λὰ δὲν δέ­χτη­κε τὴν ἐ­πί­ση­μη ἐκ­δο­χή. Ἴ­σως γιὰ αὐ­τὸ οἱ Σου­λι­ῶ­τες τῆς ἔ­γι­ναν γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Θρύ­λος, ξε­θρύ­λος, αὐ­τὴ δὲν θὰ χό­ρευ­ε τὸν χο­ρό. Θὰ ἔ­δι­νε τὸ παι­δί της στοὺς Τούρ­κους. Δὲν ἦ­ταν καὶ αὐ­τὸ ἡ­ρω­ι­σμός; Τε­λι­κὰ τὶς ξέ­χα­σε. Ἄλ­λα αἰ­νίγ­μα­τα, πι­ε­στι­κὰ καὶ αὐ­τά, πῆ­ραν τὴν θέ­ση τους. Οὔ­τε χρει­ά­στη­κε βέ­βαι­α νὰ τὶς θυ­μη­θεῖ. Προ­στα­τευ­τι­κὸς καὶ ὁ πα­σι­φι­σμός.

       Μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες στὸ μυα­λὸ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­κε­λει­ό. Στὴν Γά­ζα ὅ­λοι χό­ρευ­αν τὸν χο­ρό. Ἤ­θε­λαν, δὲν ἤ­θε­λαν. Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­σπα­γαν οἱ πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι τὸν κλοι­ό. Χο­ρεύ­ον­τας στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε καὶ τὸν Σο­λω­μό. Ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἶ­χε νὰ τὸν δι­α­βά­σει. Ἔ­τρε­φε κά­ποι­α προ­κα­τά­λη­ψη γιὰ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς ποι­η­τές. Νὰ σκο­νί­ζε­ται τὸν ἄ­φη­σε πί­σω στὸ πα­τρι­κό της σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ τὴν αἰφ­νι­δί­α­σαν. Μα­ζὶ μὲ τὶς Σου­λι­ώ­τισ­σες ἔ­κα­ναν ἕ­φο­δο στὸ μυα­λό της. Οἱ βομ­βαρ­δι­σμοὶ στὸν τύ­πο χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­ρεί­πια καὶ ἡ ἀ­λή­θεια. Βομ­βάρ­δι­σαν καὶ τὴν δι­κή της.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου-Τρεν­τέλ (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλ­λί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Δημοσίευσε τὴν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Ἄρτε­μις (ἐκδ. Ἠρι­δα­νός, 2010). Τε­λευ­ταῖο βι­βλί­ο της One Solar Year (Outskirtspress, 2012).



		

	

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ: Τὰ γυαλιά



Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


Τὰ γυα­λιά


ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΕΙ αὐ­τὰ τὰ γυα­λιά! Βι­βλί­α, σχο­λεῖ­α, πρό­σω­πα, ὅ­λα ὅ­σα ἔ­βλε­πε ἡ Τα­σού­λα, φι­λό­λο­γος κλα­σι­κῆς εἰ­δί­κευ­σης, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ποὺ τὴ βρῆ­κε ἡ πρε­σβυ­ω­πί­α μέ­σα ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε· μα­ζί τους. Καὶ τὰ μα­κρὰ τὰ ἀ­τε­λεί­ω­τα τὰ κα­λο­καί­ρια τῶν δι­α­κο­πῶν ποὺ τὰ περ­νοῦ­σε μό­νη στὸ ἐ­ξο­χι­κὸ τὰ φο­ροῦ­σε, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­χει μὴν τυ­χὸν καὶ πά­ει κά­ποι­ο μυρ­μηγ­κά­κι στὸ φα­γη­τό. Καὶ τὰ βρα­χέ­α τὰ ἐ­πει­σό­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­τα­σης φο­ρών­τας τὰ μα­το­γυά­λια της τὰ ζοῦ­σε – μα­το­γυά­λια τὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζε χα­ρι­το­λο­γών­τας ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε Πλά­τω­να, ἐ­πει­δὴ θό­λω­ναν καὶ αὐ­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­λα­φρη μέν, πλὴν ὅ­μως ὑ­γρὴ συγ­κί­νη­ση τοῦ στο­χα­σμοῦ. Καὶ τὰ δί­χρο­να τὰ ὄ­νει­ρα, μι­σά τῶν σφα­λι­στῶν βλε­φά­ρων καὶ μι­σά τῶν ἀ­νοι­χτῶν ὀ­φθαλ­μῶν μὲ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε, ἀ­φοῦ μ’ αὐ­τὰ στε­ρε­ω­μέ­να στὴ μύ­τη ἀ­πο­κοι­μι­ό­ταν ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ στὴ με­γά­λη πο­λυ­θρό­να τοῦ σα­λο­νιοῦ, μ’ αὐ­τὰ καὶ ξη­με­ρω­νό­ταν μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­χτί­δα τοῦ ἥ­λιου – πῶς μπερ­δευ­ό­ταν γλυ­κὰ τὸ ὄ­νει­ρο μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κά­θε μέ­ρα ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ…

       Καὶ νὰ τώ­ρα, σὲ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο μέ­σα, ποὺ ἔ­σπα­σαν καὶ οἱ κρυ­στάλ­λι­νοι φα­κοὶ καὶ ὁ σκε­λε­τὸς ποὺ τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε. Μιὰ ξαφ­νι­κὴ ἀ­να­στά­τω­ση ἀ­πὸ ἕ­να παν­τζού­ρι ποὺ ἔ­κλει­σε μὲ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα, ἕ­να ἀ­πό­το­μο τί­ναγ­μα τοῦ κε­φα­λιοῦ καὶ νὰ ποὺ ἔ­πε­σαν τὰ «δεύ­τε­ρα μά­τια» της στὸ μάρ­μα­ρο τῆς σκά­λας καὶ ἔ­γι­ναν θρύ­ψα­λα – τί­πο­τα ἄ­θραυ­στο σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, ὅ­ποι­α ἐγ­γύ­η­ση καὶ νὰ τὸ συ­νο­δεύ­ει, τί­πο­τα.

       Γο­νά­τι­σε ἡ Τα­σού­λα πά­νω στὸ σκα­λο­πά­τι κι ἄρ­χι­σε νὰ μα­ζεύ­ει συν­τε­τριμ­μέ­νη τὰ κομ­μα­τά­κια τῶν σπα­σμέ­νων γυ­α­λι­ῶν – ὅ­σα μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει. Σφιγ­μέ­νο τὸ στό­μα, στο­μω­μέ­νη ἡ ψυ­χή της. Τί θὰ ἔ­κα­νε τώ­ρα χω­ρὶς αὐ­τά; Τὰ γυα­λιὰ ἦ­ταν τὸ στή­ριγ­μά της· ὁ φρά­χτης τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας ποὺ κα­ρα­δο­κοῦ­σε στὸν ἄ­χα­ρο χει­μώ­να τῆς ὑ­πε­ρή­λι­κης μο­να­ξιᾶς. Κι ἂς εἶ­χε δια­βεῖ ὅ­λη της τὴ ζω­ὴ ἡ φι­λό­λο­γος ἀ­νά­με­σα στὸ πο­λύ­χρω­μο πε­τά­ρι­σμα τῶν παι­δι­ῶν. Τί ση­μα­σί­α εἶ­χε ποὺ δὲν εἶ­χε δι­κή της οἰ­κο­γέ­νεια; Δι­κά της ἦ­ταν ὅ­λα τὰ μα­θη­τού­δια τοῦ σχο­λεί­ου, συ­νή­θι­ζε νὰ λέ­ει πα­λιά, πρὶν βγεῖ στὴ σύν­τα­ξη. Τὰ παι­διὰ ὅ­μως εἶ­ναι που­λιά, ἔρ­χε­ται ἡ στιγ­μὴ ποὺ πε­τοῦν, πε­τοῦν καὶ φεύ­γουν· χά­νον­ται γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ τὰ πῆ­ραν ἀ­π’ τὸ χέ­ρι καὶ τὰ περ­πά­τη­σαν βῆ­μα βῆ­μα πά­νω στὰ Γράμ­μα­τα.

       Γο­να­τι­σμέ­νη ἡ γη­ραι­ὰ γυ­ναί­κα εἶ­δε τὸν ἑ­αυ­τὸ της νέ­ο —παι­δὶ σχε­δόν— νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται μὲ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὰ κά­τω· νὰ ἵ­πτα­ται ξυ­πό­λη­τη, μὲ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά, μιὰ ἀγ­κα­λιὰ βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας καὶ γυα­λιὰ ἀ­πα­στρά­πτον­τα, σὲ κρε­μα­στὸ λι­βά­δι μὲ πα­πα­ροῦ­νες καὶ χα­μο­μή­λια ρι­ζω­μέ­να πά­νω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­λο νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ, νὰ τα­ξι­δεύ­ει…

       Ἡ Τα­σού­λα ἔ­βγα­λε μὲ μιὰ μα­κρό­συρ­τη ἐκ­πνο­ὴ ὅ­λο τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὰ πνευ­μό­νια της, ἄ­δεια­σε ἐν­τε­λῶς καὶ ἄ­φη­σε τὸ ἀ­δύ­να­μο χέ­ρι της ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν κου­πα­στὴ νὰ γλι­στρή­σει σι­γὰ σι­γὰ πρὸς τὰ κά­τω. Κε­νὸ εἴ­δω­λο πλέ­ον σω­ρι­ά­στη­κε, ἔ­πε­σε πά­νω στὰ σκα­λιὰ μὲ τὰ γυα­λιά· ἔ­σπα­σε ὅ­μως – πάν­τα ἀ­μεί­λι­κτη ἡ ὀ­στε­ο­πό­ρω­ση. Ἔ­σπα­σε ὁ­ρι­στι­κὰ γι’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο, ἀλ­λὰ μπρο­στά της ἄ­νοι­ξε εὐ­θὺς ἕ­νας ἄλ­λος, ποὺ πε­ρί­με­νε τὴν Ἀ­να­στα­σί­α νὰ τὸν δι­α­σχί­σει μὲ τ’ ἀ­χώ­ρι­στα πιὰ ἀ­κό­μα καὶ στὴν ἰ­δε­α­τὴ συν­θή­κη γυ­α­λά­κια της· μα­ζί τους.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ. Γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο: Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020), Πῶς τὰ πᾶς μὲ τὴν ἀ­πώ­λεια; (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2018), Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου (Γρά­φη­μα, 2009), Ἡ Φω­νὴ τοῦ Νε­ροῦ (Ἄ­χθος, 2001) κ.ἄ. Συ­νερ­γα­σί­ες μὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ λό­γου καὶ τέ­χνης (Ἕ­νε­κεν, Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων Πό­λις, Θεῦθ, Κα­ρυ­ο­θραύ­στις, Τὸ Νό­η­μα, Πα­ρέμ­βα­ση, Ὀ­ρο­πέ­διο, Τὸ κο­ράλ­λι, Χάρ­της). Blog: «Προ­σμο­νά­ριος ἀ­φή­γη­σης»

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/)