Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ: Τὰ γυαλιά



Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


Τὰ γυα­λιά


ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΕΙ αὐ­τὰ τὰ γυα­λιά! Βι­βλί­α, σχο­λεῖ­α, πρό­σω­πα, ὅ­λα ὅ­σα ἔ­βλε­πε ἡ Τα­σού­λα, φι­λό­λο­γος κλα­σι­κῆς εἰ­δί­κευ­σης, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ποὺ τὴ βρῆ­κε ἡ πρε­σβυ­ω­πί­α μέ­σα ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε· μα­ζί τους. Καὶ τὰ μα­κρὰ τὰ ἀ­τε­λεί­ω­τα τὰ κα­λο­καί­ρια τῶν δι­α­κο­πῶν ποὺ τὰ περ­νοῦ­σε μό­νη στὸ ἐ­ξο­χι­κὸ τὰ φο­ροῦ­σε, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­χει μὴν τυ­χὸν καὶ πά­ει κά­ποι­ο μυρ­μηγ­κά­κι στὸ φα­γη­τό. Καὶ τὰ βρα­χέ­α τὰ ἐ­πει­σό­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­τα­σης φο­ρών­τας τὰ μα­το­γυά­λια της τὰ ζοῦ­σε – μα­το­γυά­λια τὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζε χα­ρι­το­λο­γών­τας ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε Πλά­τω­να, ἐ­πει­δὴ θό­λω­ναν καὶ αὐ­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­λα­φρη μέν, πλὴν ὅ­μως ὑ­γρὴ συγ­κί­νη­ση τοῦ στο­χα­σμοῦ. Καὶ τὰ δί­χρο­να τὰ ὄ­νει­ρα, μι­σά τῶν σφα­λι­στῶν βλε­φά­ρων καὶ μι­σά τῶν ἀ­νοι­χτῶν ὀ­φθαλ­μῶν μὲ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε, ἀ­φοῦ μ’ αὐ­τὰ στε­ρε­ω­μέ­να στὴ μύ­τη ἀ­πο­κοι­μι­ό­ταν ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ στὴ με­γά­λη πο­λυ­θρό­να τοῦ σα­λο­νιοῦ, μ’ αὐ­τὰ καὶ ξη­με­ρω­νό­ταν μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­χτί­δα τοῦ ἥ­λιου – πῶς μπερ­δευ­ό­ταν γλυ­κὰ τὸ ὄ­νει­ρο μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κά­θε μέ­ρα ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ…

       Καὶ νὰ τώ­ρα, σὲ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο μέ­σα, ποὺ ἔ­σπα­σαν καὶ οἱ κρυ­στάλ­λι­νοι φα­κοὶ καὶ ὁ σκε­λε­τὸς ποὺ τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε. Μιὰ ξαφ­νι­κὴ ἀ­να­στά­τω­ση ἀ­πὸ ἕ­να παν­τζού­ρι ποὺ ἔ­κλει­σε μὲ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα, ἕ­να ἀ­πό­το­μο τί­ναγ­μα τοῦ κε­φα­λιοῦ καὶ νὰ ποὺ ἔ­πε­σαν τὰ «δεύ­τε­ρα μά­τια» της στὸ μάρ­μα­ρο τῆς σκά­λας καὶ ἔ­γι­ναν θρύ­ψα­λα – τί­πο­τα ἄ­θραυ­στο σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, ὅ­ποι­α ἐγ­γύ­η­ση καὶ νὰ τὸ συ­νο­δεύ­ει, τί­πο­τα.

       Γο­νά­τι­σε ἡ Τα­σού­λα πά­νω στὸ σκα­λο­πά­τι κι ἄρ­χι­σε νὰ μα­ζεύ­ει συν­τε­τριμ­μέ­νη τὰ κομ­μα­τά­κια τῶν σπα­σμέ­νων γυ­α­λι­ῶν – ὅ­σα μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει. Σφιγ­μέ­νο τὸ στό­μα, στο­μω­μέ­νη ἡ ψυ­χή της. Τί θὰ ἔ­κα­νε τώ­ρα χω­ρὶς αὐ­τά; Τὰ γυα­λιὰ ἦ­ταν τὸ στή­ριγ­μά της· ὁ φρά­χτης τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας ποὺ κα­ρα­δο­κοῦ­σε στὸν ἄ­χα­ρο χει­μώ­να τῆς ὑ­πε­ρή­λι­κης μο­να­ξιᾶς. Κι ἂς εἶ­χε δια­βεῖ ὅ­λη της τὴ ζω­ὴ ἡ φι­λό­λο­γος ἀ­νά­με­σα στὸ πο­λύ­χρω­μο πε­τά­ρι­σμα τῶν παι­δι­ῶν. Τί ση­μα­σί­α εἶ­χε ποὺ δὲν εἶ­χε δι­κή της οἰ­κο­γέ­νεια; Δι­κά της ἦ­ταν ὅ­λα τὰ μα­θη­τού­δια τοῦ σχο­λεί­ου, συ­νή­θι­ζε νὰ λέ­ει πα­λιά, πρὶν βγεῖ στὴ σύν­τα­ξη. Τὰ παι­διὰ ὅ­μως εἶ­ναι που­λιά, ἔρ­χε­ται ἡ στιγ­μὴ ποὺ πε­τοῦν, πε­τοῦν καὶ φεύ­γουν· χά­νον­ται γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ τὰ πῆ­ραν ἀ­π’ τὸ χέ­ρι καὶ τὰ περ­πά­τη­σαν βῆ­μα βῆ­μα πά­νω στὰ Γράμ­μα­τα.

       Γο­να­τι­σμέ­νη ἡ γη­ραι­ὰ γυ­ναί­κα εἶ­δε τὸν ἑ­αυ­τὸ της νέ­ο —παι­δὶ σχε­δόν— νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται μὲ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὰ κά­τω· νὰ ἵ­πτα­ται ξυ­πό­λη­τη, μὲ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά, μιὰ ἀγ­κα­λιὰ βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας καὶ γυα­λιὰ ἀ­πα­στρά­πτον­τα, σὲ κρε­μα­στὸ λι­βά­δι μὲ πα­πα­ροῦ­νες καὶ χα­μο­μή­λια ρι­ζω­μέ­να πά­νω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­λο νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ, νὰ τα­ξι­δεύ­ει…

       Ἡ Τα­σού­λα ἔ­βγα­λε μὲ μιὰ μα­κρό­συρ­τη ἐκ­πνο­ὴ ὅ­λο τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὰ πνευ­μό­νια της, ἄ­δεια­σε ἐν­τε­λῶς καὶ ἄ­φη­σε τὸ ἀ­δύ­να­μο χέ­ρι της ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν κου­πα­στὴ νὰ γλι­στρή­σει σι­γὰ σι­γὰ πρὸς τὰ κά­τω. Κε­νὸ εἴ­δω­λο πλέ­ον σω­ρι­ά­στη­κε, ἔ­πε­σε πά­νω στὰ σκα­λιὰ μὲ τὰ γυα­λιά· ἔ­σπα­σε ὅ­μως – πάν­τα ἀ­μεί­λι­κτη ἡ ὀ­στε­ο­πό­ρω­ση. Ἔ­σπα­σε ὁ­ρι­στι­κὰ γι’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο, ἀλ­λὰ μπρο­στά της ἄ­νοι­ξε εὐ­θὺς ἕ­νας ἄλ­λος, ποὺ πε­ρί­με­νε τὴν Ἀ­να­στα­σί­α νὰ τὸν δι­α­σχί­σει μὲ τ’ ἀ­χώ­ρι­στα πιὰ ἀ­κό­μα καὶ στὴν ἰ­δε­α­τὴ συν­θή­κη γυ­α­λά­κια της· μα­ζί τους.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ. Γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο: Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020), Πῶς τὰ πᾶς μὲ τὴν ἀ­πώ­λεια; (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2018), Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου (Γρά­φη­μα, 2009), Ἡ Φω­νὴ τοῦ Νε­ροῦ (Ἄ­χθος, 2001) κ.ἄ. Συ­νερ­γα­σί­ες μὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ λό­γου καὶ τέ­χνης (Ἕ­νε­κεν, Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων Πό­λις, Θεῦθ, Κα­ρυ­ο­θραύ­στις, Τὸ Νό­η­μα, Πα­ρέμ­βα­ση, Ὀ­ρο­πέ­διο, Τὸ κο­ράλ­λι, Χάρ­της). Blog: «Προ­σμο­νά­ριος ἀ­φή­γη­σης»

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/)