Ντὸν Σέι (Don Shea): Ἀληθινὴ ἀγάπη

 

 

Ντὸν Σέι (Don Shea)

 

Ἀληθινὴ ἀγάπη

(T­r­ue L­o­ve)

 

ΝΩ­ΡΙ­ΣΤΗ­ΚΑΝ σὲ ἕ­να ἐ­θνι­κὸ συ­νέ­δριο ἐν­το­μο­λο­γί­ας. Στὰ μά­τια του, ἦ­ταν μιὰ γυ­ναί­κα ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς καὶ χά­ρης, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ποὺ πε­ρί­με­νε νὰ συ­ναν­τή­σει σὲ ἕ­να ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸ συ­νέ­δριο.

       Ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὰ ἀ­δύ­να­τα, ἄ­τρι­χα χέ­ρια της, ἀ­πὸ τὴν ντε­λι­κά­τη καμ­πύ­λη τοῦ λαι­μοῦ της καὶ τὸν πε­ρή­φα­νο τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο στή­ρι­ζε τὸ σχε­τι­κὰ μι­κρὸ κε­φά­λι της.

       Τὸ ψη­λό­λι­γνο σου­λού­πι καὶ τὰ ἐ­λα­φρῶς γουρ­λω­τὰ μά­τια του τῆς θύ­μι­ζαν τὰ ὑ­πο­κεί­με­να τῆς πρώ­της καὶ πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νης ἐν­το­μο­λο­γι­κῆς με­λέ­της της. Ἦ­ταν μιὰ δυ­να­τὴ καὶ τρυ­φε­ρὴ ἀ­νά­μνη­ση. Μὲ τὴ με­λέ­τη αὐ­τή, εἶ­χε πα­γι­ω­θεῖ ἡ φή­μη της στὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐν­το­μο­λο­γί­α.

       Τὴν πλη­σί­α­σε κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πο­τοῦ, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τὶς εἰ­ση­γή­σεις τῆς πρώ­της μέ­ρας.

       «Γειά», τῆς εἶ­πε, «Εἶ­μαι ὁ Λό­ιντ Γκέ­ι­νορ».

       «Γκέ­ι­νορ; Ἄ, ναί, τερ­μί­τες.»

       Τοῦ ἄ­ρε­σε.

       Τὴν ἔ­λε­γαν Φί­λις Τέρ­νερ. Γνώ­ρι­ζε καὶ θαύ­μα­ζε τὴ δου­λειά της στὰ κόκ­κι­να μυρ­μήγ­κια. Εὐ­τυ­χῶς, στὸ δεῖ­πνο κα­θό­ταν δί­πλα της. Ἡ ἀ­μοι­βαί­α τους ἕλ­ξη ἦ­ταν πο­λὺ δυ­να­τή. Τό­σο δυ­να­τή, ποὺ ἡ ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σή τους κλι­μα­κώ­θη­κε, ἐ­ξε­λίσ­σον­τας τὴν οἰ­κει­ό­τη­τά τους μὲ μιὰ σει­ρὰ μι­κρῶν ἀλ­λὰ γρή­γο­ρων βη­μά­των, σὲ μιὰ δί­νη χω­ρὶς ἀ­νά­σα ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ μυ­στα­γω­γι­κὸ χο­ρό.

       Μιὰ ἕλ­ξη τό­σο δυ­να­τὴ ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ προ­κα­λέ­σει πραγ­μα­τι­κὸ φό­βο. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ γλυ­κοῦ καὶ τοῦ ἐ­σπρέ­σο, ἔ­γι­νε μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ποὺ τὴ συ­νε­πῆ­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει. Συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι ὡς μέ­ρος τῆς ἔ­ρευ­νάς του στὴ νευ­ρο­βι­ο­λο­γί­α τῶν τερ­μι­τῶν τὴν ὁ­ποί­α πε­ρι­έ­γρα­φε, εἶ­χε ἀ­να­πτύ­ξει ἕ­να ὑ­πο­λο­γι­στι­κὸ μον­τέ­λο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τῆς ἐ­ξοι­κο­νο­μή­σει ἕ­ξι μῆ­νες δου­λειᾶς στὴ στα­τι­στι­κή της ἀ­νά­λυ­ση γιὰ τὴν ἐγ­κε­φα­λι­κὴ λει­τουρ­γί­α τῶν κόκ­κι­νων μυρ­μηγ­κι­ῶν. Ἐ­ξέ­φρα­σε τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον της μὲ ἀ­σα­φῆ, ἔμ­με­σο τρό­πο. Ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν ἐν­θαρ­ρυν­τι­κός, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ δε­σμευ­τεῖ.

       Λί­γο με­τὰ τὸ δεῖ­πνο, μὲ σι­ω­πη­ρὴ συμ­φω­νί­α ἀ­νέ­βη­καν μὲ τὸ ἀ­σαν­σὲρ τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου στὸν ὄ­ρο­φό της καὶ μπῆ­καν στὸ δω­μά­τιό της. Γδύ­θη­καν χω­ρὶς νὰ ποῦν κου­βέν­τα, αὐ­τὸς στὸ μπά­νιο κι ἐ­κεί­νη στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα.

       Αὐ­τὸς μπῆ­κε στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα καὶ στά­θη­κε δί­πλα στὸ κρε­βά­τι. Ἐ­κεί­νη στε­κό­ταν γυ­μνὴ στὴν ἀ­πέ­ναν­τι πλευ­ρὰ τοῦ κρε­βα­τιοῦ. Ὁ ἕ­νας ἐ­ξέ­τα­σε τὸ ὠ­χρό, ἀ­δύ­να­το, σχε­δὸν ἄ­τρι­χο κορ­μὶ τοῦ ἄλ­λου.

       Μί­λη­σε πρῶ­τος.

       «Τὸ θη­λυ­κὸ ἀ­λο­γά­κι τῆς Πα­να­γί­ας εἶ­ναι μυ­ω­πι­κὸ καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νο. Ὅ­ταν τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ θέ­λει νὰ ζευ­γα­ρώ­σει, τὴν πλη­σιά­ζει ἀρ­γὰ καὶ μὲ με­γά­λη προ­σο­χή, πε­ρι­μέ­νον­τας με­ρι­κὲς φο­ρὲς μέ­χρι καὶ εἴ­κο­σι λε­πτὰ ἀ­κί­νη­το μέ­χρι νὰ κά­νει τὸ ἑ­πό­με­νο μι­κρὸ βῆ­μα. Ὅ­ταν τε­λι­κὰ βρί­σκει τὸ κου­ρά­γιο νὰ ἐ­κτι­να­χθεῖ καὶ νὰ τὴν κα­βα­λή­σει ἀ­πὸ πί­σω, αὐ­τὴ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ στρί­βον­τας τὸ πά­νω μέ­ρος τοῦ κορ­μοῦ της καὶ κό­βον­τάς του τὸ κε­φά­λι. Ἡ πρά­ξη αὐ­τὴ στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α τὸν ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πὸ τὸν ἔμ­φυ­το φό­βο του γιὰ αὐ­τή, ἀ­φοῦ ἀ­φαι­ρεῖ τοὺς νευ­ρῶ­νες καὶ τὰ γάγ­γλια ποὺ εὐ­θύ­νον­ται γιὰ αὐ­τὸ τὸ φό­βο. Στὴ συ­νέ­χεια ὁ­λο­κλη­ρώ­νει μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὴ συ­νου­σί­α καὶ πε­θαί­νει, ὅ­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­να μπο­ρεῖ νὰ πε­θά­νει ἕ­να ἀ­κέ­φα­λο πλά­σμα. Ἀ­φοῦ τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ πε­θά­νει, τὸ θη­λυ­κὸ τρώ­ει ὅ,τι ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει ἀ­πὸ αὐ­τό.»

       Ἔ­κα­νε μιὰ παύ­ση καὶ τὴν κοί­τα­ξε μὲ προσ­δο­κί­α. Τὸ μα­κρὺ καὶ λε­πτό του πέ­ος ἐ­πι­μη­κύν­θη­κε καὶ ση­κώ­θη­κε, σὲ μιὰ βου­βὴ καὶ ἐ­ρε­θι­σμέ­νη ἐ­πι­τα­κτι­κό­τη­τα.

       Ὅ­ταν αὐ­τὴ μί­λη­σε, χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὸν ἴ­διο κά­πως δι­δα­κτι­κὸ τό­νο μὲ ἐ­κεῖ­νον.

       «Ἡ θη­λυ­κὴ σαρ­κο­φά­γος μύ­γα ἔ­χει μιὰ κα­κὴ συ­νή­θεια νὰ τρώ­ει τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ ὅ­ταν τὴν πλη­σιά­ζει κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς πε­ρι­ό­δου ἀ­να­πα­ρα­γω­γῆς. Γιὰ νὰ τὴν ἀ­πο­τρέ­ψει ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ σκο­πό, τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ βρί­σκει ἕ­να κομ­μά­τι τρο­φῆς καὶ τὸ τυ­λί­γει ἐ­πι­δέ­ξια σὲ ἕ­να λε­πτὸ πε­ρί­βλη­μα ποὺ φτιά­χνει μὲ τὶς ἐκ­κρί­σεις τῶν ἀ­δέ­νων του. Ὁ χρό­νος ποὺ χρει­ά­ζε­ται τὸ θη­λυ­κὸ γιὰ νὰ ξε­τυ­λί­ξει τὸ δῶ­ρο του εἶ­ναι συ­νή­θως ἀρ­κε­τὸς γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴ συ­νου­σί­α καὶ νὰ φύ­γει σῶ­ο το ἀρ­σε­νι­κό. Σὲ ἕ­να εἶ­δος, ὅ­μως, τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ πα­ρα­λεί­πει νὰ βά­λει φα­γη­τὸ μέ­σα στὸ πε­ρι­τύ­λιγ­μα, εἴ­τε ἀ­πὸ ἐ­ξυ­πνά­δα, εἴ­τε ἀ­πὸ τεμ­πε­λιὰ ἢ κα­κὴ πί­στη. Τὸ θη­λυ­κὸ ξε­γε­λι­έ­ται καὶ ἐν­δί­δει στὴ συ­νου­σί­α μὲ μιὰ ψεύ­τι­κη ὑ­πό­σχε­ση.»

       Καὶ οἱ δύ­ο γνώ­ρι­ζαν κα­λὰ τὰ ὅ­σα εἰ­πώ­θη­καν, ὅ­πως τὰ γνώ­ρι­ζε καὶ κά­θε πρω­το­ε­τὴς με­τα­πτυ­χια­κὸς φοι­τη­τὴς ἐν­το­μο­λο­γί­ας.

       Ἀ­φοῦ μί­λη­σαν ἔ­γι­νε μιὰ παύ­ση. Συ­νέ­χι­σαν νὰ κοι­τά­ζον­ται. Καὶ οἱ δύ­ο ἐκ­δο­χὲς ἦ­ταν πι­θα­νές.

       Ὅρ­μη­σαν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992. Πρώτη δημοσίευση: Kan­sas Quar­ter­ly, 22.3 (1991). Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ἀ­πὸ τὸ προ­σε­χὲς τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μπον­ζά­ι.

 

Ντὸν Σέ­ι (D­on S­h­ea). Γεν­νή­θη­κε στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη καὶ δού­λε­ψε ἐ­πὶ 23 συ­να­πτὰ ἔ­τη ὡς προ­γραμ­μα­τι­στὴς γιὰ τὴν IBM καὶ σὲ δι­κή του ἑ­ται­ρεί­α. Με­τὰ τὴ συν­τα­ξι­ο­δό­τη­σή του ἄρ­χι­σε νὰ γρά­φει καὶ ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ὣς σή­με­ρα πά­νω ἀ­πὸ 60 δι­η­γή­μα­τα σὲ δι­ά­φο­ρα ση­μαν­τι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­χει δι­δά­ξει καὶ σὲ συγ­γρα­φι­κὰ ἐρ­γα­στή­ρια. Ζεῖ στὸ Μαν­χά­ταν.

http://don-shea.com/index.html

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Σμα­ρά­γδα Γκέ­τσου (Ἀ­θή­να, 07/05/1980). Ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς σπου­δές της στὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴ δι­ερ­μη­νεί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Στρα­σβούρ­γου τὸ 2004. Ἔ­κτο­τε 2004 ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας στὴ με­τά­φρα­ση.