Ἀνρὶ Μπρυνέλ (Henri Brunel): «Ὁ δρόμος τῶν πουλιῶν»

 

 

Ἀνρὶ Μπρυνέλ (Henri Brunel)

 

«Ὁ δρό­μος τῶν που­λιῶν»

(«Le chemin des oiseaux»)

 

ΤΗΝ ΚΙΝΑ, ἡ μακριὰ ὁδὸς ποὺ ὁδη­γεῖ στὴ Φώ­τι­ση, ἡ «ὁδὸς τῆς Ἀφύ­πνι­σης», ὀνο­μά­ζε­ται στὰ ἀρχαῖα κεί­με­να «δρό­μος τῶν που­λιῶν». Ὄμορ­φη εἶναι ἐτού­τη ἡ εἰκό­να καὶ γε­μά­τη νό­η­μα. Ὄντως, τὸ νὰ γνω­ρί­σει κα­νεὶς τὴν Ἀφύ­πνι­ση εἶναι τὸ νὰ φτά­σει, μέ­σα ἀπὸ ἀσυ­νή­θεις δρό­μους ποὺ δὲν ἀφή­νουν στὸν οὐρανὸ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἴχνη ἀπὸ ὅσα τὸ πέ­ταγ­μα τῶν χε­λι­δο­νιῶν, στὴν πρω­ταρ­χι­κή του φύ­ση, νὰ ξα­να­βρεῖ τὴ φω­λιά του.

 

***

 

       Ἰδοὺ ἡ ἀψευδὴς ἱστο­ρί­α τοῦ Νὰν-Τὰ-Κουὰνγκ-Γιούν, δα­σκάλου τοῦ Τσ’ άν(1), ὁ ὁποῖος ἔζη­σε στὴν Κί­να ἀπὸ τὸ 850 ὣς τὸ 938.

       Ὁ νέ­ος Νὰν-Τὰ χρί­στη­κε μο­ναχὸς ἀπὸ τὸν σοφὸ Γιὰνγκ-Σάν, τὸν δά­σκα­λό του. Στὴ συνέ­χεια ἀπο­φά­σι­σε νὰ πά­ει νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὴ δι­δα­σκα­λί­α του διά­ση­μου Λὶν-Τσί. Ἀπου­σί­α­σε, λοι­πόν, πολὺν και­ρό, κι ὅλα αὐτὰ τὰ χρό­νια ζη­τιά­νευε στὸ δρό­μο, προ­σευ­χό­ταν καὶ δια­λο­γι­ζό­ταν. Κά­πο­τε ἐπέ­στρε­ψε. Ὁ δά­σκα­λός του θέ­λη­σε νὰ μά­θει ἂν εἶχε ἀφυ­πνι­στεῖ, ἂν εἶχε πε­ρά­σει «τὴν πύ­λη χωρὶς πύ­λη», ἂν εἶχε λυ­τρω­θεῖ ἀπὸ τὶς μορ­φές, ἂν γνώ­ρι­ζε χωρὶς νὰ γνω­ρί­ζει «ὅλες τὶς ἀπαντή­σεις σὲ ὅλες τὶς ἐρω­τή­σεις»… Τὸν ρώ­τη­σε ὡς ἑξῆς:

       — Για­τί ἔρχε­σαι;

       — Ἔρχο­μαι γιὰ νὰ σᾶς χαι­ρε­τή­σω καὶ νὰ σᾶς ὑπο­βά­λω τὰ σέ­βη μου, δι­δά­σκα­λε.

       — Μὲ βλέ­πεις;

       —Δὲν ἔχα­σα τὰ μά­τια μου αὐτὰ τὰ χρό­νια· σᾶς βλέ­πω, δι­δά­σκα­λε.

       — Τό­τε πές μου, βρί­σκεις νὰ μοιά­ζω μὲ γάι­δα­ρο;

       — Βρί­σκω πὼς δὲν μοιά­ζε­τε μὲ τὸν Βού­δα.

       — Καὶ για­τί δὲν μοιά­ζω μὲ τὸν Βού­δα;

       — Ἂν μοιά­ζα­τε μὲ τὸν Βού­δα, σὲ τί θὰ δια­φέ­ρα­τε ἀπὸ ἕναν γά­ι­δα­ρο;

       Ἀκού­γοντας ὁ γε­ρο-δι­δάσ­κα­λος αὐτὴ τὴν ἀπά­ντη­ση, ἄνοι­ξε τὴν ἀγκα­λιά του στὸν μα­θη­τή του. Ὁ Νὰν-Τὰ εἶχε φτά­σει στὴ βα­θιὰ Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅπου ὅλες οἱ μορ­φὲς εἶναι Ἕνα· εἶχε πε­ρά­σει πέ­ρα ἀπὸ τὰ φαι­νό­με­να. Τοῦ λοι­ποῦ ζοῦσε μέ­σα στὴν εἰρή­νη, ποὺ τί­πο­τα δὲν τὴ δια­τα­ράσ­σει, τὴν εὐτυ­χί­α ποὺ δὲν πα­ρέρ­χε­ται. Εἶχε ἀφυ­πνι­στεῖ. Ζη­τια­νεύ­ο­ντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, εἶχε ἀκο­λου­θή­σει τὸν «δρόμο τῶν που­λιῶν».

 

(1) Πρό­κει­ται γιὰ τὴν κι­νε­ζι­κὴ ἐκδο­χὴ τοῦ ἰνδι­κοῦ Dhyãna-Βου­δι­σμοῦ, ὁ ὁποῖος ἑδραιώ­θη­κε ὡς Ζὲν στὴν Ἰα­πω­νί­α. (Σ.τ.Μ.)

 

 

Πηγή: Henri Brunel, Nouveaux contes zen, éditions Calmann-Levy, Spiritualité, Πα­ρί­σι 2001, σσ. 87-88.

 

Ἀνρὶ Μπρυ­νέλ (Henri Brunel). Δί­δα­ξε στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκπαίδευ­ση καὶ τὴ γιό­γκα γιὰ πά­νω ἀπὸ τριά­ντα χρόνια. Συ­νέ­γρα­ψε πολ­λὰ βι­βλί­α γιὰ τὰ πτη­νά, τὴ χα­λά­ρω­ση, τὴν προ­σευχὴ καὶ τὶς σχέσεις δι­δα­σκά­λου-μα­θητῆ (Δι­η­γή­μα­τα Ζέν, Εἶναι εὔκο­λη χα­λά­ρω­ση κ. ἄ.).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Φοῖ­βος Ι. Πι­ομ­πῖ­νος (Ἀ­θή­να, 1945). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στὴς λο­γο­τε­χνί­ας ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἰ­τα­λι­κά.

 

Ἐμὶλ Ζολά (Émile Zola): Τί ὀνειρεύονται οἱ φτωχὲς κοπέλες

 

 

Ἐμὶλ Ζολά (ÉmileZola)

 

Τί ὀνει­ρεύ­ονται οἱ φτωχὲς κο­πέ­λες

(À quoi rêvent les pauvres filles)

 

Ρ­ΓΑ­ΣΤΗ­ΚΕ ΔΩ­ΔΕ­ΚΑ Ο­ΛΟ­ΚΛΗ­ΡΕΣ Ω­ΡΕΣ γιὰ νὰ βγά­λει δε­κα­πέ­ντε λε­πτά. Τὸ βρά­δυ ἐπι­στρέ­φει στὴν τρώ­γλη της, ἀκο­λου­θώ­ντας τ’ ἄσπρα ἀπὸ τὸν πά­γο πε­ζο­δρό­μια, τουρ­του­ρί­ζο­ντας τυ­λιγ­μέ­νη μὲ τὸ λε­πτὸ μαῦρο σά­λι της, ἀδύ­να­τη καὶ βιαστι­κή, μ’ ἐκεί­νη τὴ φο­βι­σμέ­νη βια­σύ­νη τῶν κα­κό­μοι­ρων ἀδέ­σποτων ζώ­ων.

       Κι ἐπειδὴ τὸ στο­μά­χι της δια­μαρ­τύ­ρε­ται λι­μα­σμέ­νο, ἀγο­ρά­ζει τὸ ὑπό­λειμ­μα ἑνὸς φτη­νοῦ ἀλλα­ντι­κοῦ, ποὺ τὸ παίρ­νει μαζί της τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ἕνα σκι­σμέ­νο φύλ­λο ἐφη­με­ρί­δας.

       Κι ἔπει­τα ἀνε­βαί­νει ξε­πνο­η­μέ­νη τοὺς ἕξι ὀρό­φους της.

       Ἐκεῖ ψη­λά, ἡ σο­φίτα της εἶναι πα­ντέ­ρη­μη. Ἕνα κομ­μά­τι κερὶ φω­τί­ζει αὐτὴν τὴν ἐξα­θλί­ω­ση. Φω­τιὰ δὲν ὑπάρ­χει. Ὁ ἄνε­μος περ­νά­ει κά­τω ἀπ’ τὴν πόρ­τα μὲ τέ­τοια ὁρμὴ ποὺ κά­νει τὴ φλό­γα τοῦ κε­ριοῦ νὰ τρε­μο­παί­ζει. Ἕνα κρε­βά­τι, ἕνα τρα­πέ­ζι, μί­α κα­ρέ­κλα. Κά­νει τό­σο κρύ­ο ποὺ τὸ νερὸ στὸ κου­μά­ρι ἔχει πα­γώ­σει.

       Βιά­ζε­ται· ἴσως ζε­στα­θεῖ λι­γά­κι στὸ κρε­βάτι της, κά­τω ἀπὸ τὸν μπό­γο τῶν ρού­χων της ποὺ στοι­βά­ζει κά­θε βρά­δυ στὰ πό­δια της. Κά­θι­σε ζω­ηρὰ στὸ μι­κρὸ τρα­πέ­ζι της, πῆρε ἕνα κομ­μά­τι ψωμὶ ἀπὸ ἕνα ντου­λά­πι καὶ τρώ­ει τὸ ἀλλα­ντι­κό της μὲ τὸν λαί­μαρ­γο κι ἀδιά­φο­ρο τρό­πο τῶν λι­μασμέ­νων. Ὅταν τὴν πιά­νει δί­ψα, ἀνα­γκά­ζε­ται νὰ σπά­σει τὸν πάγο στὸ κου­μά­ρι.

       Εἶναι ἕνα κο­ρί­τσι τὸ πολὺ δε­κα­ο­κτὼ χρονῶν. Γιὰ νὰ κρυώ­νει λι­γό­τε­ρο, δὲν ἔβγα­λε τὸ σά­λι της οὔτε τὸν σκοῦφο της. Τρώ­ει στὸ σπί­τι της ντυ­μέ­νη ὅπως γιὰ τὸν δρό­μο καὶ κρύ­βει πό­τε πό­τε τὰ μπλάβα ἀπὸ τὸ κρύ­ο χέ­ρια της. Ἂν μπο­ροῦσε νὰ χα­μο­γε­λά­σει, θὰ γι­νό­ταν γοη­τευ­τι­κή· τὰ λε­πτε­πί­λε­πτα χεί­λη της, τ’ ἁπα­λοῦ γκρί­ζου χρώ­μα­τος μά­τια της θὰ εἶχαν ὑπέ­ρο­χη γλυ­κύ­τη­τα. Ὅμως τὰ βά­σα­να τὴν ἔχουν κά­νει νὰ σφίγ­γει τὰ χεί­λη της κι ἔχουν σκιά­σει καὶ σκλη­ρύ­νει τὸ βλέμ­μα της. Φο­ρά­ει τὸ ἄκα­μπτο κι ἀπει­λη­τικὸ προ­σω­πεῖο τῶν ἐξα­θλιω­μέ­νων.

       Κοι­τά­ζει ἀπλανῶς μπρο­στά της, μὲ τὸ μυα­λό της κε­νό, τρώ­γοντας σὰν ζῶο ποὺ βιά­ζε­ται. Ὕστε­ρα τὸ βλέμ­μα της πέ­φτει στὸ λι­γδια­σμέ­νο φύλ­λο τῆς ἐφη­με­ρί­δας ποὺ τῆς χρη­σι­μεύ­ει γιὰ πιά­το. Ἀρχί­ζει νὰ δια­βά­ζει καὶ ξε­χνά­ει νὰ τε­λειώ­σει τὴν μπου­κιά της.

       Δό­θη­κε χο­ρο­ε­σπε­ρί­δα στὰ ἀνά­κτο­ρα τοῦ Κε­ρα­μει­κοῦ καὶ κα­τα­να­λώ­θη­κε, ὅπως πλη­ρο­φο­ρεῖται, τερά­στια πο­σό­τη­τα οἴ­νου κι ἐδε­σμά­των: ἐννέ­α χι­λιά­δες μπου­κά­λες κα­μπα­νί­τη, τρεῖς χι­λιά­δες γλυ­κί­σμα­τα, ἑξα­κό­σια κιλὰ κρέ­ας καὶ τὰ ρέ­στα. Χα­μο­γε­λά­ει πα­ρά­ξε­να καὶ σκέ­φτε­ται πὼς οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ θὰ πρέ­πει νὰ εἶναι τε­τρά­πα­χοι.

       Ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι γυ­ναίκα, χα­σο­με­ρά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὶς πε­ρι­γρα­φὲς τῶν βραδι­νῶν φο­ρε­μά­των. Δια­βά­ζει λοι­πόν:

       «Ἡ κυ­ρί­α Ντὲ Μετ­τερ­νίκ: λευκὴ ἐσθή­τα, μὲ σκού­ρα μὸβ ζώ­νη. Ἕνα ἀδα­μα­ντο­ποί­κιλ­το πε­ρι­δέ­ραιο στή­ρι­ζε ἕνα χα­ρι­τω­μέ­νο σύμ­φυρ­μα ἀπὸ μαρ­γα­ρι­τάρια καὶ δια­μά­ντια.»

       Τὸ πρό­σω­πό της σκλή­ρυ­νε κι ἄλλο. Για­τί οἱ ἄλλες νὰ ἔχουν διαμα­ντέ­νια πε­ρι­δέ­ραια τὴ στιγ­μὴ ποὺ αὐτὴ δὲν ἔχει κὰν ἕνα ζε­στὸ φό­ρε­μα νὰ βά­λει; Ὅμως συ­νε­χί­ζει:

       «Ἡ αὐτο­κρά­τει­ρα μὲ ἐσθή­τα ἁπα­λοῦ πρά­σι­νου χρώ­μα­τος, κα­λυμ­μέ­νη ἀπὸ τὴ μέ­ση καὶ κάτω ἀπὸ λευκὸ φου­σκωτὸ τού­λι, ἀργυ­ροΰφα­ντο, γαρ­νι­ρι­σμέ­νη στὸν πο­δό­γυ­ρο καὶ στὸ μποῦστο μὲ γού­να ζι­μπε­λί­νας. Στὰ μαλ­λιά της λευκὰ ἄνθη ἀγρά­μπε­λης κι ἕνα ἁπλὸ δια­μα­ντένιο διά­δη­μα. Γύ­ρω ἀπὸ τὸ λαι­μό, μαύ­ρη βε­λού­δι­νη κορ­δέ­λα, δια­κο­σμη­μέ­νη μὲ μαι­άν­δρους ἀ­πὸ ὑπέ­ρο­χα δια­μά­ντια.»

 

       Πα­ντοῦ δια­μά­ντια, καὶ μά­λι­στα στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ δια­μά­ντια γιὰ νὰ πλου­τί­σουν ἑκατὸ οἰκο­γέ­νειες. Ἡ κο­πέ­λα ἔπα­ψε νὰ δια­βά­ζει. Ἔχει γεί­ρει πρὸς τὰ πί­σω στὴν κα­ρέ­κλα της καὶ συλλο­γί­ζε­ται.

       Σκέ­ψεις κακὲς περ­νοῦν ἀπὸ τὰ γκρί­ζα μά­τια της. Δὲν αἰσθά­νε­ται πιὰ τὸ κρύ­ο, εἶναι ὁλό­τελα δο­σμέ­νη στὸν πει­ρα­σμὸ τοῦ κα­κοῦ.

       Κι ὅταν συ­νέρ­χε­ται ἀπ’ τὴν ὀνει­ρο­πό­λη­σή της, ἕνα δυ­νατὸ ρί­γος τὴ δια­περνᾶ· καὶ φέρ­νο­ντας ἕνα γύ­ρο τὴν τρώ­γλη της μὲ τὸ βλέμ­μα της, ψι­θυ­ρί­ζει:

       «Πρὸς τί λοι­πόν…; Πρὸς τί νὰ δου­λεύ­ω; Θέ­λω νά ‘χω δια­μά­ντια.»

       Αὔριο θὰ τά ‘χει.

 

  

Πηγή: Contes et nouvelles 1(1864-1874), prés. par François-Marie Mourad, GF Flam­ma­rion, Paris 2008, σσ. 180-182.

 

Ἐμίλ Ζολὰ (Émile Zola) (Πα­ρί­σι 1840-1902). Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας. Ἡγε­τικὴ μορ­φὴ τοῦ να­του­ρα­λι­σμοῦ, ἐπι­δί­ω­κε νὰ ἐφαρ­μό­ζει τὴν ἐπι­στη­μο­νικὴ μέ­θο­δο στὴν πε­ρι­γραφὴ τῆς συ­μπε­ρι­φορᾶς καὶ γε­νι­κό­τε­ρα τῆς κοι­νω­νί­ας. Συ­νέ­θε­σε ἕναν με­γά­λο κύ­κλο μυ­θι­στο­ρη­μά­των γύ­ρω ἀπὸ τοὺς Rougon- Macquart, πε­ριγρά­φο­ντας ἔτσι τὴ φυ­σικὴ καὶ κοι­νω­νικὴ ἱστο­ρί­α μιᾶς οἰκο­γέ­νειας τὴν ἐποχὴ τῆς Β΄ Αὐτο­κρα­το­ρί­ας (1852-1870). Ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἰδέ­ες τοῦ σο­σια­λι­σμοῦ καὶ κα­τό­πιν ἀνέ­πτυ­ξε ἕνα μεσ­σια­νικὸ ὅρα­μα γιὰ τὸ μέλ­λον τοῦ ἀνθρώ­που Τὰ τέσ­σε­ρα Εὐαγ­γέλια, 1899-1903. Ἐξάλ­λου ἔγραψε κρι­τικὲς με­λέ­τες γιὰ θέ­μα­τα τῆς τέ­χνης καὶ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Φοῖ­βος Ι. Πι­ομ­πῖ­νος (Ἀ­θή­να, 1945). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στὴς λο­γο­τε­χνί­ας ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἰ­τα­λι­κά.

 

Εἰκόνα: Jean Auguste Dominique Ingres: Πορτραῖτο τῆς Jose­phi­ne El­le­o­no­re Ma­rie Pau­li­ne de Ga­lard de Bras­sa (λεπτομέρεια).

 

Robert Walser: Ὁ χορευτής

 

 

Ρόμ­περτ Βάλ­ζερ (Robert Walser)

 

Ὁ χο­ρευ­τής

(Der Tänzer)

 

ΙΔΑ ΚΑΠΟΤΕ ἕ­ναν χο­ρευ­τὴ ποὺ προ­ξέ­νη­σε σ’ ἐ­μέ­να, ἀλ­λὰ καὶ σὲ πολ­λὰ ἄλ­λα ἄ­το­μα ποὺ ἐ­πί­σης τὸν εἶ­δαν, τὴν ἴ­δια βα­θιὰ ἐν­τύ­πω­ση. Γνώ­ρι­ζε τό­σο λί­γο τὴ βα­ρύ­τη­τα καὶ βά­δι­ζε μὲ τέ­τοι­α ἐ­λα­φρά­δα στὸ ἔ­δα­φος ποὺ λὲς καὶ τὸ χλεύ­α­ζε μὲ τὰ πό­δια του. Εὐ­φρό­συ­νη μου­σι­κὴ συ­νό­δευ­ε τὸ χο­ρό του, καὶ ὅ­λοι ἐ­μεῖς ποὺ βρι­σκό­μα­σταν στὸ θέ­α­τρο, σκε­φτό­μα­σταν τί ἀ­πὸ τὰ δύ­ο θὰ μπο­ροῦ­σε ἄ­ρα­γε νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡ­ραι­ό­τε­ρο καὶ θελ­κτι­κό­τε­ρο: οἱ ἐ­πι­πό­λαι­οι τερ­πνοὶ ἦ­χοι ἢ τὸ παι­χνί­δι τῶν πο­δι­ῶν τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου, ὡ­ραί­ου χο­ρευ­τῆ. Πη­δοῦ­σε σὰν φρό­νι­μο, γυ­μνα­σμέ­νο, κα­λο­α­να­θρεμ­μέ­νο σκυ­λά­κι πού, ἐ­νῶ χο­ρο­πη­δά­ει ζω­η­ρὰ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, ἐ­γεί­ρει συγ­κί­νη­ση καὶ συμ­πά­θεια. Ἔ­τρε­χε πά­νω στὴ σκη­νὴ ὅ­πως ἡ νυ­φί­τσα στὸ δά­σος, καὶ σὰν τὸν ἀ­χα­λί­νω­το ἄ­νε­μο, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν κι ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν. – Κα­νεὶς ἀ­πὸ ὅ­λους ὅ­σοι βρί­σκον­ταν στὸ θέ­α­τρο δὲν φαι­νό­ταν νὰ εἶ­χε πο­τέ του δεῖ ἢ δι­α­νο­η­θεῖ πα­ρό­μοι­α εὐ­θυ­μί­α. Ὁ χο­ρὸς ἐ­πε­νερ­γοῦ­σε σὰν πα­ρα­μύ­θι ἀ­πὸ τὸν πα­λιὸ ἀ­θῶ­ο και­ρὸ ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι, γε­μά­τοι δύ­να­μη καὶ ὑ­γεί­α, ἦ­ταν παι­διὰ ποὺ ἔ­παι­ζαν με­τα­ξύ τους μὲ ἡ­γε­μο­νι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Ὁ ἴ­διος ὁ χο­ρευ­τὴς δροῦ­σε σὰν παι­δὶ θαῦ­μα ἀ­πὸ ὑ­πέ­ρο­χες πε­ρι­ο­χές. Σὰν ἄγ­γε­λος ἔ­σκι­ζε πε­τών­τας τὸν ἀ­έ­ρα, τὸν ὁ­ποῖο ἔ­μοια­ζε νὰ ἀ­ση­μώ­νει, νὰ χρυ­σώ­νει καὶ νὰ δο­ξά­ζει μὲ τὸ κάλ­λος του. Ἦ­ταν σὰν ὁ ἀ­έ­ρας ν’ ἀ­γα­ποῦ­σε τὸν ἐ­κλε­κτό του, τὸν θε­ϊ­κὸ χο­ρευ­τή. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ ψη­λά, αὐ­τὸ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πέ­ταγ­μα πα­ρὰ πτώ­ση, πα­ρό­μοι­ο μὲ τὸ πέ­ταγ­μα ἑ­νὸς με­γά­λου που­λιοῦ ποὺ δὲν γί­νε­ται νὰ πέ­σει· καὶ μό­λις ἄγ­γι­ζε καὶ πά­λι ἀ­νά­λα­φρα τὸ ἔ­δα­φος μὲ τὰ πό­δια του, ξα­νάρ­χι­ζε ἀ­μέ­σως και­νούρ­για πα­ρά­τολ­μα βή­μα­τα καὶ ἅλ­μα­τα, λὲς καὶ τοῦ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ στα­μα­τή­σει νὰ χο­ρεύ­ει καὶ νὰ με­τε­ω­ρί­ζε­ται, λὲς καὶ ἤ­θε­λε, ὄ­φει­λε κι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ χο­ρεύ­ει ἀ­δι­ά­κο­πα. Ἐ­νῶ χό­ρευ­ε, προ­ξε­νοῦ­σε τὴν ὡ­ραι­ό­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση ποὺ ἕ­νας νε­α­ρὸς χο­ρευ­τὴς εἶ­ναι ἱ­κα­νός νὰ προ­ξε­νή­σει, δη­λα­δὴ τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ὅ­ταν χο­ρεύ­ει. Ἦ­ταν τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τός του. Στὴν πε­ρί­πτω­σή του, ἡ συ­νή­θης κα­θη­με­ρι­νὴ ἐρ­γα­σί­α ἔ­κα­νε κά­ποι­ον ἐ­πι­τέ­λους τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νο – ὅ­μως ὁ χο­ρὸς δὲν ἦ­ταν βέ­βαι­α ἡ ἐρ­γα­σί­α ἤ, ἐ­φό­σον ἦ­ταν, τὴ δι­εκ­πε­ραί­ω­νε παί­ζον­τας, λὲς κι ἀ­στει­ευ­ό­ταν καὶ χα­ρι­εν­τι­ζό­ταν μὲ τὶς δυ­σκο­λί­ες, καὶ σὰν νὰ ἀ­σπα­ζό­ταν τὰ ἐμ­πό­δια μὲ τέ­τοι­ον τρό­πο ποὺ κι αὐ­τὰ ἔ­πρε­πε νὰ τὸν ἀ­γα­πή­σουν καὶ νὰ τὸν ἀ­σπα­στοῦν μὲ τὴ σει­ρά τους. Ἔ­μοια­ζε μὲ ἱ­λα­ρὸ καὶ πέ­ρα ὣς πέ­ρα χα­ρι­σμα­τι­κὸ βα­σι­λό­που­λο τοῦ χρυ­σοῦ αἰ­ώ­να, κι ὅ­σοι τὸν ἔ­βλε­παν ξε­χνοῦ­σαν ἔ­γνοι­ες καὶ στε­νο­χώ­ρι­ες, καὶ κά­θε ἄ­σχη­μη σκέ­ψη τους ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν. Πα­ρα­κο­λου­θών­τας τον, τὸν εἶ­χες ἤ­δη ἀ­γα­πή­σει καὶ λα­τρέ­ψει καὶ θαυ­μά­σει. Βλέ­πον­τάς τον νὰ ἀ­σκεῖ τὴν τέ­χνη του, κα­τα­γο­η­τευ­ό­σουν ἀ­π’ αὐ­τόν. Ὅ­ποι­ος τὸν εἶ­χε δεῖ, τὸν ὀ­νει­ρευ­ό­ταν καὶ τὸν ὀ­νει­ρο­πο­λοῦ­σε γιὰ πο­λὺν και­ρὸ με­τά.

 

 

Πη­γή: D­i­c­h­t­u­n­g­en in P­r­o­sa I (A­u­f­s­ä­t­ze. K­l­e­i­ne D­i­c­h­t­u­n­g­en). Hrsg. v. C­a­rl Se­elig. H­o­l­le V­e­r­l­ag, G­e­nf-D­a­r­m­s­t­a­dt, 1953 * Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: K­l­e­i­ne D­i­c­h­t­u­n­g­en, K­u­rt W­o­l­ff V­e­r­l­ag, L­e­i­p­z­ig, 1914.

 

R­o­b­e­rt W­a­l­s­er (15 Ἀ­πρι­λί­ου 1878 στὸ Μπὶλ [B­i­el] τῆς Δυ­τι­κῆς Ἐλ­βε­τί­ας-25 Δε­κεμ­βρί­ου 1956 στὸ Χε­ρι­ζά­ου [H­e­r­i­s­au] τῆς βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κῆς Ἐλ­βε­τί­ας). Δι­α­κρί­θη­κε ὡς γερ­μα­νό­φω­νος πε­ζο­γρά­φος.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Φοῖ­βος Ι. Πι­ομ­πῖ­νος (Ἀ­θή­να, 1945). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρα­στὴς λο­γο­τε­χνί­ας ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἰ­τα­λι­κά.