Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Τά­κης Σι­μώ­τας: Λοιπὸς ὁ­πλί­της


Τά­κης Σι­μώ­τας


Λοι­πός ὁ­πλί­της


Ὁ τα­χύ­τα­τος Ἀ­χιλ­λέ­ας δὲν θὰ προ­φθά­σει πο­τέ τὴν χε­λώ­να ποὺ κυ­νη­γά­ει για­τὶ, κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, θὰ πρέ­πει κά­θε φο­ρά νὰ φθά­νει πρῶ­τα στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ χε­λώ­να εἶ­χε ξε­κι­νή­σει κι ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἤ­δη φύ­γει, ἑ­φό­σον ἐν τῷ με­τα­ξύ συ­νε­χί­ζει κι αὐ­τή νὰ κι­νεῖ­ται.
Ζή­νων ὁ Έ­λε­ά­της

Ο ΑΛΦΑΜΙΤΗΣ στὴν πύ­λη μὲ κοι­τά­ζει εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

       «Τί συμ­βαί­νει φί­λε;»

       Τὴν πά­τη­σα καὶ πά­λι ὅ­πως κά­θε φο­ρά στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Βλέ­πω τὴν στά­ση νὰ πλη­σιά­ζει καὶ δὲν λέ­ω νὰ κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου. Σκέ­πτο­μαι πὼς ἔ­χω ἑ­κα­τό ὁ­λό­κλη­ρα μέ­τρα ἀ­κό­μα καὶ με­τά ἄλ­λα ὀ­γδόν­τα, ἄλ­λα εἴ­κο­σι, ἄλ­λα δέ­κα, ἄλ­λα πέν­τε κτλ., κτλ., μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ ΦΣΣΣΤ τῆς πόρ­τας νὰ μὲ αἰφ­νι­διά­ζει. Καὶ ἄν­τε με­τά, ἄν δὲν εἶ­ναι ἤ­δη πο­λύ ἀρ­γά, νὰ τσα­λα­πα­τά­ω ἄ­ρον ἄ­ρον τοὺς ἐ­πι­βὰ­τες.

        Κι ὅ­μως, γιὰ ποι­ό λό­γο ὁ χῶ­ρος νὰ μὴν δι­αι­ρεῖ­ται ἐ­π’ ἄ­πει­ρον σὲ ὅ­λο καὶ πιὸ μι­κρά κομ­μα­τά­κια; Τὸ χω­ρὶς καμ­μιά δι­ά­στα­ση ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ πιὸ χον­δρο­ει­δὴς αὐ­θαι­ρε­σί­α τῆς γε­ω­με­τρί­ας. Δὲν ὑ­πάρ­χει τὲ­τοι­ο πράγ­μα μέ­σα στὸ σύμ­παν.

        …Εἶ­ναι ἡ προ­κα­τα­κλυ­σμια­ία αὐ­τα­πά­τη ποὺ μᾶς κά­νει χει­ρό­τε­ρους κι ἀ­πὸ τὸν Ζή­νω­να. Ξέ­ρου­με ὅ­τι κά­πο­τε θὰ μη­δε­νι­στεῖ ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὰ πά­σης φύ­σε­ως ἰ­κρι­ώ­μα­τα. Αὐ­τό ὅ­μως δὲν θὰ συμ­βεῖ ΤΩΡΑ, ἄ­ρα δὲ θὰ γί­νει καὶ πο­τέ ἀ­φοῦ ἡ ὕ­παρ­ξη εἶ­ναι ἕ­να τώ­ρα ποὺ τραι­νά­ρει, κι­νού­με­νη σὰν τὴ χε­λώ­να, σὰν τὸν Ἀ­χιλ­λέ­α ἤ σὰν τὸν κά­βου­ρα. Ναί· τὰ πό­δια τοῦ μελ­λο­θά­να­του ἀγ­κυ­λώ­νουν στὸ τε­λευ­ταῖ­ο βῆ­μα καὶ ὁ ὑ­πο­ψή­φιος αὐ­τό­χει­ρας ἀ­να­βάλ­λει του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὴν αὐ­το­κτο­νί­α για­τὶ κα­τὰ βά­θος, δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει πο­τέ ὅ­τι θα ’ρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα…

        «Μη­δέ­νι­σα τὴν ἀ­πό­στα­ση», τοῦ ἀ­παν­τά­ω καὶ τὴν στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἔ­λη­γε ἡ προ­θε­σμί­α κα­τα­τά­ξε­ως κά­νω ἀ­κό­μα ἕ­να βῆ­μα μπαί­νον­τας γιὰ τὰ κα­λὰ στὸ στρα­τό­πε­δο.



Πηγή: Λοι­πός ὁ­πλί­της (ἐκδ. Χειρόγραφα, 1991)

Τά­κης Σι­μώ­τας γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που καὶ κα­τοι­κεῖ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ δο­κί­μια Ἡ κρί­ση τῆς ἐ­πι­κῆς συ­νεί­δη­σης (Ἑ­ξάν­τας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1973), Ὁ κυ­νη­γὸς (Ἑ­ξάν­τας, Ἀ­θή­να 1982), Πε­ρὶ φαν­τα­σί­ας (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να, 2009), Ἡ­ρό­δο­τος-Θου­κυ­δί­δης: Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὡς θέ­α­μα καὶ ὡς ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ, (Σμί­λη, 2016), τὴ συλ­λο­γὴ ποι­η­μά­των καὶ πε­ζῶν Λοι­πὸς ὁ­πλί­της (Χει­ρό­γρα­φο, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1991) καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ὁ λάκ­κος (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να 1997). Εἶ­ναι ὁ στι­χουρ­γὸς πολ­λῶν ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Νί­κου Πα­πά­ζο­γλου (Ρα­γί­ζει ἀ­πό­ψε ἡ καρ­διά, Γι­α­γιά­κα, Βα­ριὰ βα­λί­τσα, κλπ.).


Νών­τας Τσίγ­κας: Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


Νών­τας Τσίγ­κας


Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


…νὰ ἰ­δῶ τοὺς ποι­η­τὲς πρό­λα­βα ἐ­γώ.

Δ. Σαβ­βό­που­λος


ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ἐ­ξα­δέλ­φη κά­πο­τε μοῦ εἶ­πε: «κον­τὰ στὴν Πέ­τρου Συν­δί­κα, μέ­νει ἡ Ζω­ὴ Κα­ρέλ­λη. Τὴ βλέ­πω καμ­μιὰ φο­ρά.» Ἔ­μοια­ζε νὰ μοῦ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται, ὑ­πε­ρη­φά­νως, πὼς μιὰ ἀ­πλη­σί­α­στη στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­φα­νὴς στὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας ἔ­λα­φος, τι­μη­τι­κὰ καὶ χα­ρι­στι­κῶς πως, ζοῦ­σε στὴν ἴ­δια σχε­δὸν γει­το­νιὰ μ’­ ἐ­κεί­νη.

        Ἕ­νας ἄλ­λος ντό­πιος, γε­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, χρό­νια φευ­γά­τος στὴν Ἀ­θή­να, ἐ­πέ­στρε­ψε γιὰ νὰ τα­φεῖ στὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α τῆς «πό­λης τῶν προ­σφύ­γων», καὶ ὄ­χι στὴ «με­γα­λο­πρε­πὴ τούρ­τα» τῆς Μη­τρό­πο­λής της, μιὰ βρο­χε­ρὴ μέ­ρα τοῦ Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1985. Στὸ κα­τό­πι πῆ­ραν νὰ φυλ­λορ­ρο­οῦν ἕ­νας-ἕ­νας: Κα­ζαν­τζῆς, Ἀσ­λά­νο­γλου, Πεν­τζί­κης, Βαρ­βι­τσι­ώ­της, Θέ­με­λης, Μπα­κό­λας, Μο­σκώφ… Σὰν τὸν πνιγ­μέ­νο, ποὺ πι­ά­νε­ται ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά του, πά­σχι­ζα φο­ρὲς νὰ δι­α­κρί­νω τὸ μαῦ­ρο θο­λω­τὸ κα­πέ­λο τοῦ Κώ­στα Λα­χᾶ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος ἢ τὴν κα­παρ­ντί­να τοῦ πι­κρό­στο­μου Χρι­στι­α­νό­που­λου, μὲ τὸν ἴ­διο μέ­σα της, νὰ πε­ρι­μέ­νει στὴ στά­ση τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου γιὰ τὶς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­γει­ο πλέ­ον βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Ρα­γιᾶ στὴν Ἑρ­μοῦ. Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­χα δεῖ τὸν Τη­λέμα­χο Ἀ­λα­βέ­ρα νὰ βα­δί­ζει μὲ μιὰ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐ­πι­τή­δευ­ση στὸ δρό­μο. Σὰν νὰ ἀ­πό­φευ­γε τὶς πλά­κες τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου ἢ ἄλ­λα ἀ­ό­ρα­τα ἐμ­πό­δια ποὺ ὑ­πῆρ­χαν κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια του… Λὲς κι ἔ­πλε­ε μέ­σα σὲ μιὰ ζε­λε­δέ­νια λί­μνη καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ χω­ρὶς νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ ἡ πε­ρι­ρέ­ου­σα πη­κτω­μα­τώ­δης οὐ­σί­α. Λί­γο με­τὰ χά­θη­κε κι ἐ­κεῖ­νος. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια θαρ­ρεῖς κι ἔ­γι­νε ἐ­πέ­λα­ση σὲ χάρ­τι­νο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ σκη­νι­κὸ καὶ ἀ­φα­νί­στη­καν μὲ μιᾶς τὰ το­πό­ση­μα τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ μας προ­σα­να­το­λι­σμοῦ: βι­βλι­o­πω­λεῖ­α, κα­φε­νεῖ­α, τα­βερ­νά­κια καὶ λοι­ποὶ θύ­λα­κες φι­λό­τη­τας τῆς πό­λης μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­μιὰ φο­ρὰ βλέ­πω τὴν ἀ­ση­μέ­νια χαί­τη τοῦ Ἠ­λί­α Κου­τσού­κου κα­θὼς αὐ­τὸς ἀ­νε­βαί­νει βα­ρύ­θυ­μος κα­τὰ τὴν Ἀ­χει­ρο­ποί­η­το ἢ τὸν Θω­μᾶ Κο­ρο­βί­νη, εὐ­θυ­τε­νῆ μὲ μὼβ-μπορ­ντὸ φου­λά­ρι, νὰ προ­βαί­νει στὴν Τσι­μι­σκῆ τὸ πρω­ί. Εἶ­ναι κά­ποι­α πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­σο νά ’­ναι.

        Ὅ­μως, οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως, ὅ­πως καὶ οἱ ἀρ­χές, ἀ­δη­μο­νοῦν γιὰ τὸ ἂν καὶ πό­τε θὰ ἐλ­λι­με­νι­σθοῦν τὰ θη­ρι­ώ­δη πλέ­ον­τα ξε­νο­δο­χεῖ­α ποὺ θὰ ἀ­πο­βι­βά­σουν τοὺς τρι­σχι­λί­ους των. Ἐ­κεῖ­νοι θὰ βη­μα­τί­σουν χα­ρί­εν­τες στὸ πα­ρά­λιο μέ­τω­πο μὲ ἐ­λά­χι­στη ἔν­δον κί­νη­ση αἰ­σθη­μά­των. Τοὺς πα­ρα­κο­λου­θῶ πε­ρι­δε­ὴς μέ­σα στὴν ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τή τους κα­τά­στα­ση. Για­τί οἱ του­ρί­στες δὲν πο­νοῦν. Ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χουν χά­σει τί­πο­τα ἐ­δῶ…


 Ἰ­ού­νιος 2023



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πέρ. Τύρ­βη, ἀρ. 21, Κα­λο­καί­ρι 2023.

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Ζωῆς Καρέλλη 2, Θεσσαλονίκη. Φωτογραφία: Google, Αὔγουστος 2022.



		

	

Καί­τη Παυ­λῆ: Τὸ Πράγ­μα


Καί­τη Παυ­λῆ


Τὸ Πράγ­μα


Ι ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ κα­θι­σμέ­νοι στὴ δρο­σε­ρὴ βε­ράν­τα κι αὐ­τὸ τὸ βρά­δυ συ­ζη­τοῦ­σαν φω­νά­ζον­τας, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­φω­νί­ες με­τα­ξύ τους. Ὁ κα­θέ­νας ἐ­ξέ­θε­τε τὴν ἄ­πο­ψή του σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ποὺ θὰ ἔ­σω­ζε τὸν τό­πο καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Σκέ­πα­ζαν ὁ ἕ­νας τὸ λό­γο τοῦ ἄλ­λου καὶ ἦ­ταν φα­νε­ρὸ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­κου­γαν μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸν ἑ­αυ­τό τους.

        Τὸ Πράγ­μα ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λών­τας πλη­σί­α­σε στὸ τρα­πέ­ζι κι ἀ­πό­θε­σε τὸ κέ­ρα­σμα, τσί­που­ρο καὶ με­ζε­δά­κια. Ὕ­στε­ρα ἀ­κούμ­πη­σε προ­σε­χτι­κὰ στὴν ἄ­κρη μιᾶς κα­ρέ­κλας ἕ­τοι­μο νὰ κυ­λή­σει πά­λι, ἂν χρει­ά­ζον­ταν. Οἱ ἄν­τρες ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ ζω­η­ρὴ « συ­ζή­τη­ση» χω­ρὶς νὰ τὸ προ­σέ­ξουν.

        Τὸ Πράγ­μα ξε­φύ­ση­σε σι­γα­νά, χα­λά­ρω­σε καὶ φω­τί­στη­κε μ’ ἕ­να ἁ­πα­λὸ μώβ, ἀ­νά­βον­τας τὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ φω­τά­κια.

        — Ἐ­γὼ νο­μί­ζω, εἶ­πε σι­γα­νά, πώς…

        — Πά­ψε σὺ πρό­στα­ξε μὲ δυ­να­τὴ ἐ­πι­τι­μη­τι­κὴ φω­νὴ ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν ἀ­νὴρ καὶ ἔ­τει­νε τὸ χέ­ρι του ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, σπρώ­χνον­τας πρὸς τὰ πί­σω τὸ Πράγ­μα.

        Τὸ Πράγ­μα ἔ­σβη­σε στὴ στιγ­μὴ τοὺς φω­τι­σμοὺς καὶ βυ­θί­στη­κε στὸ σκό­τος.

        Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες συ­νέ­χι­σαν τὴ συ­ζή­τη­ση. «Ἐ­γὼ τοὺς τὰ `πὰ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ ποι­ὸς μ’ ἀ­κού­ει;» ὁ ἕ­νας, «Τοὺς ἔ­δει­ξα τὸ χάρ­τη ποὺ σχε­δί­α­σα, ἀ­πὸ ποὺ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ὁ δρό­μος. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη λύ­ση, πά­ει καὶ τέ­λει­ω­σε!» ὁ ἄλ­λος, καὶ χτύ­πη­σε μὲ δύ­να­μη τὴν πα­λά­μη του στὸ τρα­πέ­ζι. Τὰ πο­τη­ρά­κια τα­λαν­τεύ­τη­καν καὶ κου­δού­νι­σαν.

        — Ἕ­να τσι­που­ρά­κι ἀ­κό­μα; πρό­τει­νε ὁ ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν, κα­θὼς φαί­νε­ται ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της, καὶ ἔ­τει­νε πά­λι τὸ χέ­ρι πρὸς τὸ Πράγ­μα δί­νον­τας τὸ ἄ­δει­ο μπου­κά­λι. Τὸ Πράγ­μα τρε­μού­λια­σε ἐ­λα­φρὰ καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως δεί­χνον­τας εὐ­γε­νι­κὰ τὴ συμ­μόρ­φω­ση. Κύ­λη­σε πρὸς τὰ μέ­σα ἀ­θό­ρυ­βα, ὅ­πως ἀ­θό­ρυ­βα κυ­λᾶ μιὰ ὑ­πο­ψί­α ὑ­γρα­σί­ας. Σὲ λί­γο ἐμ­φα­νί­στη­κε τρε­μου­λια­στὸ ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κοὺς κρα­δα­σμοὺς καὶ ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­σκο μὲ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη. Μμμ… Ω..ἐ­α μμ! ἀ­κού­στη­κε σὰν μουγ­κρη­τὸ ἡ φω­νὴ τοῦ ἄλ­λου ἄρ­ρε­νος, τοῦ ἐκ δε­ξι­ῶν. Τὸ Πράγ­μα ἀ­πο­σύρ­θη­κε γρή­γο­ρα στὰ ἐν­δό­τε­ρα σκο­τει­νι­α­σμέ­νο καὶ ἄ­η­χο.

        Κι ἐ­νῶ οἱ ἄν­δρες τρω­γό­πι­ναν, μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­κού­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὰ ἐν­δό­τε­ρα τὸν ἦ­χο τοῦ νε­ροῦ ποὺ ρέ­ει, τοὺς με­ταλ­λι­κοὺς ἤ­χους ποὺ κά­νουν με­τα­ξύ τους τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να καὶ τοὺς γυ­ά­λι­νους των πο­τη­ρι­ῶν καὶ τῶν πιά­των, εὔ­θραυ­στη σύν­θε­ση τοῦ νε­ρο­χύ­τη.

        Ὕ­στε­ρα ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ μὲ μι­κροὺς ἀ­νε­παί­σθη­τους ἤ­χους νύ­χτας κι ἔ­τσι τὸ Πράγ­μα ἀ­φοῦ τέ­λει­ω­σε καὶ κά­τι ψι­λο­δου­λει­ὲς πρό­βα­λε δι­στα­χτι­κὰ νὰ δεῖ. Ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­δεια πο­τή­ρια καὶ πιά­τα, κου­κού­τσια ἐ­λιᾶς πά­νω στὶς χαρ­το­πε­τσέ­τες, ψα­ρο­κό­κα­λα καὶ τρίμ­μα­τα γύ­ρω. Τέν­τω­σε τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­φουγ­κρά­στη­κε νὰ δεῖ τί ἔ­γι­ναν οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες. Βα­θὺ σκο­τά­δι ὁ­λό­γυ­ρα κεν­τη­μέ­νο μὲ μι­κρὰ φω­τά­κια στὸ βά­θος, πα­νη­γυ­ρι­κοὺς ἤ­χους τζι­τζι­κι­ῶν καὶ γρύ­λων, κο­ά­σμα­τα δι­ψα­σμέ­νων βα­τρά­χων, ποὺ καὶ ποὺ κα­μιὰ σι­γα­νὴ κρω­ξιὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἐ­νο­χλη­μέ­νο νυ­χτο­πού­λι καὶ αἴφ­νης ἡ ἀ­να­πάν­τε­χη κραυ­γὴ τοῦ ὄρ­νιου. Ἀ­πὸ μα­κριὰ ἔ­φτα­ναν σὰν μουρ­μου­ρη­τὸ φω­νὲς πολ­λῶν ἀν­δρῶν μα­ζί. Φω­νὲς κα­φε­νεί­ου.

        Τὸ Πράγ­μα κά­θι­σε σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να, τέν­τω­σε τὰ πό­δια κι ἄ­να­ψε πά­λι τὰ μώβ. Ὕ­στε­ρα προ­ση­λώ­θη­κε στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ με­ριὰ κοι­τά­ζον­τας τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ ἀ­πέ­ναν­τι. Ἡ σε­λή­νη ξε­πρό­βα­λε σὲ λί­γο ἀρ­γυ­ρή, ὁ­λό­φω­τη καὶ με­γα­λει­ώ­δης. Τὸ Πράγ­μα ἀ­να­βό­σβη­σε μ’ ἕ­να ρο­δα­λὸ φῶς καὶ ἔ­τει­νε τὰ χέ­ρια του πρὸς τὰ `κεῖ. Σὲ λί­γο μὲ κυ­μα­τι­στοὺς μου­σι­κοὺς ἤ­χους ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ `ταν δε­μέ­νο μὲ μυ­στι­κὴ κλω­στὴ μα­ζί της. Στά­λες βρο­χῆς σὰν χον­τρὰ δά­κρυ­α ἔ­πε­σαν στὸ σκο­τει­νὸ ἄ­δει­ο της βε­ράν­τας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Καί­τη Παυ­λῆ (Λέ­σβος). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, σπού­δα­σε στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων, τμῆ­μα ΜΝΕΣ, καὶ ἐρ­γά­στη­κε γιὰ πολ­λὰ χρό­νια στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴν συλλογὴ Ἀ­νοί­γεις τὸ πα­ρά­θυ­ρο (ποίηση, ἐκδ. ΑΩ, 2019), συμ­πε­ρί­λη­ψη ποι­ή­μα­τος στὴν ἀν­θο­λο­γί­α «Τὰ ποι­ή­μα­τα τοῦ 2019» καὶ «Φύ­ση­ξε ἀ­γέ­ρας καὶ σκόρ­πι­σαν-Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες, (δι­η­γή­μα­τα, ἀ­φη­γή­σεις, ἐκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023). Το διήγημα «Παγίδα» συμπεριλήφθηκε στην συλ­λο­γι­κὴ ἔκ­δο­ση Ὁ χρό­νος ποὺ περ­νᾶ καὶ χά­νε­ται, ἔκδ. Πα­ρέμ­βα­ση, 2023.



		

	

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος: Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος


Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


 ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ἄλ­λος ἕ­νας ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο. Φύ­ση καλ­λι­τε­χνι­κή, ἔ­φτια­χνε πε­ρί­τε­χνες ἀν­θο­δέ­σμες γά­μου καὶ στό­λι­ζε τὸν ἐ­πι­τά­φιο θε­ά­ρε­στα. Τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του ἔπια­νε τὰ μο­λύ­βια καὶ σχε­δί­α­ζε ἀν­θρώ­πους ἢ ἀν­τι­κεί­με­να. Μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­ση­κώ­σει μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­ποι­α εἰ­κό­να ἔ­βλε­πε.

        Αὐ­τὸς ἦ­ταν ποὺ –τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ σχέ­δια– ζω­γρά­φι­ζε στὰ μα­θη­τι­κὰ τε­τρά­δια σχο­λι­α­ρό­παι­δων συγ­γε­νῶν του, ἀ­φοῦ, ἀ­νύ­παν­τρος, δὲν εἶ­χε παι­διὰ δι­κά του. Οἱ δά­σκα­λοι, κα­τα­λα­βαί­νον­τας, ἀ­σφα­λῶς, πὼς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­παν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μα­θη­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, τὸ πα­ρά­βλε­παν. Τὰ σχέ­δια τοῦ Τα­ξιά­ρχη ἦ­ταν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν. Ἕ­νας δά­σκα­λος, μά­λι­στα, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ βαθ­μο­λο­γή­σει μὲ ἄ­ρι­στα καὶ τὴν εἰ­κό­να!

        Στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο, στὴν πλα­τεί­α Δα­βά­κη, ἦ­ταν πε­ρι­ζή­τη­τος. Τὸν Τα­ξιά­ρχη γύ­ρευ­αν οἱ πε­λά­τες γιὰ τὶς χα­ρὲς ἢ τὶς λύ­πες τους. Αὐ­τὸν ἤ­θε­λαν νὰ στο­λί­ζει τὴν ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴ γα­μή­λια τε­λε­τή, καὶ τὰ στε­φά­νια του ξε­χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὶς μοι­ραῖ­ες ἀ­πο­δη­μί­ες. Τό­τε τὰ ἄν­θη μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.

        Κά­πο­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος εὔ­θυ­μος καὶ πρό­σχα­ρος· ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­χε τὴν ἀ­ρε­τὴ νὰ με­τα­δί­δει τὴν εὐ­δι­α­θε­σί­α καὶ στὴν πα­ρέ­α του. Σή­με­ρα ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­γέ­λα­στος, μο­να­χι­κός. Μιὰ χρό­νια ψυ­χι­κὴ νό­σος, συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, τὸν εἶ­χε κά­νει λι­γο­μί­λη­το. Σχε­δὸν ἀ­μί­λη­το. Ἔ­κα­νε τὸ ὀ­κτά­ω­ρό του στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ὧ­ρες τὶς περ­νοῦ­σε στὸ σπί­τι. Δὲν ἔ­βγαι­νε πο­τέ, μό­νο κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.

        Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε στὴν Κα­το­χή. Τό­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης δού­λευ­ε σ’ ἕ­να ἀν­θο­πω­λεῖ­ο στὰ Ἀ­νά­κτο­ρα. Ὁ Σπή­λιος, ἰ­δι­ο­κτή­της γει­το­νι­κοῦ μα­γα­ζιοῦ, τὸν φθο­νοῦ­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χω­νέ­ψει τὸ χά­ρι­σμα τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ὁ Σπή­λιος κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν εἶ­χαν ἔρ­θει στὸ φῶς πο­τὲ οἱ δο­σο­λη­ψί­ες ποὺ ἔ­κα­νε στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­σπα­γε τὸ κε­φά­λι του τί νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ χαν­τα­κώ­σει τὸν Τα­ξιά­ρχη ὁ­ρι­στι­κά. Σκε­φτό­ταν τὸ ἕ­να, σκε­φτό­ταν τὸ ἄλ­λο, τί­πο­τε δὲν τοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ὥ­σπου τὸ βρῆ­κε. Κα­τέ­δω­σε τὸν Τα­ξιά­ρχη ὅ­τι τά­χα πού­λη­σε τὴ Λά­ρι­σα στοὺς Ἐ­λα­σί­τες. Τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν εὔ­κο­λες τέ­τοι­ες συ­κο­φαν­τί­ες κι ὁ Σπή­λιος ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ἀ­π’ αὐ­τά.

        Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια κα­τέ­στρε­ψαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ ὅ­ταν πέ­ρα­σε ἡ φουρ­τού­να δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κε νὰ βρεῖ ἄλ­λη. Ἐν­τού­τοις ἡ δει­νό­τη­τά του δὲν χά­θη­κε. Δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν μέ­σα του μὲ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του –δὲν τὸ ἔ­δει­χνε–, πάν­τως ὁ Σπή­λιος δὲν ἔ­πα­ψε νὰ τὸν ζη­λεύ­ει καὶ νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ προ­τε­ρή­μα­τά του.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος (Ἀ­θή­να, 1962). Ἐκ­δί­δει, κυ­ρί­ως, πε­ζο­γρα­φί­α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Γε­ρά­σι­μος Βῶ­κος. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του. Ἡ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ (1886–2020). Στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἐκ­πό­νη­σε τὴ Με­τα­πτυ­χια­κὴ Δι­πλω­μα­τι­κὴ Ἐρ­γα­σί­α μὲ θέ­μα: «Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Φώ­τη Κόν­το­γλου».


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ο/Γ ΜΗΛΟΣ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 5/6)


Ο/Γ ΜΗΛΟΣ


Ε ΧΟΡΤΑΙΝΑ νὰ τὴν κοι­τά­ζω. Ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη ἀ­νά­σκε­λα στὸ κά­θι­σμά της. Μαλ­λιὰ ξαν­θω­πά. Νύ­χια ἄ­βα­φα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ λε­πτά. Στὸ μπρά­τσο κεν­τη­μέ­νη νε­κρο­κε­φα­λή. Μέ­ση ἡ­λι­ο­κα­μέ­νη. Μά­τια μι­σό­κλει­στα, στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ ὕ­πνου. Τώ­ρα ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα. Τὸ κά­θι­σμα πρέ­πει νὰ τὸ μοι­ρα­στεῖ. Μα­ζεύ­ει τὰ πό­δια της. Πά­ει πε­ρί­πα­το ὁ ὕ­πνος της. Καὶ μ’ ἕ­να «γα­μῶ τὶς Ἑλ­λη­νί­δες», ἂν κι Ἑλ­λη­νί­δα, ἀ­πο­χω­ρεῖ. Νέ­ες ἀ­φί­ξεις καὶ κα­τα­λή­ψεις στοῦ κα­ρα­βιοῦ τὰ πέ­ριξ. «Νὰ μὴν κά­τσω; Θὰ κά­τσω. Ὁ δι­κός σας ἂς κά­τσει ἀλ­λοῦ.» Νεῦ­ρα καὶ στὶς του­α­λέ­τες. Κύ­ριος ἀ­νύ­πο­πτος εἰ­σέρ­χε­ται στὸ γυ­ναι­κών. Κυ­ρί­α φι­λύ­πο­πτος τὸν ἀ­πω­θεῖ. Ἀν­ταλ­λα­γὴ πυ­ρῶν. Τὸ Ο/Γ ρί­χνει ἄγ­κυ­ρα στὸ νη­σί. Καὶ ὁ πό­λε­μος ποὺ ἄρ­χι­σε θὰ δι­α­κο­πεῖ.



Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).

 

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Ἀντώνης Δ. Σκιαθᾶς: Ἀναρρωτήριο


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


­ναρ­ρω­τή­ριο


Στὴν Υ.Μ.


ΕΚΙΝΗΣΑ νὰ γρά­φω γιὰ τὸν λέ­ον­τα καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι.

Ἕ­να πα­ρα­μύ­θι γιὰ τὸν ἔ­ρω­τα στὸ με­γά­λο τσίρ­κο ποὺ κά­η­κε ὁ­λο­σχε­ρῶς στὴν πα­ρα­λια­κὴ πό­λη τῶν Ἀ­χαι­ῶν.

        Ἔ­κτο­τε τὰ θη­ρί­α ἔ­γι­ναν κα­τοι­κί­δια σὲ κή­πους καὶ αὐ­λές, οἱ θη­ρι­ο­δα­μα­στὲς ἔμ­μι­σθοι κη­που­ροὶ σ’ ἀν­θῶ­νες μὲ σέρ­σε­κες καὶ σμή­νη χε­λι­δο­νό­ψα­ρων. Ἡ μι­κρὴ ἔ­πα­σχε ἀ­πὸ κα­τά­θλι­ψη, ὁ λέ­ον­τας ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη κοι­νοῦ καὶ ὁ θη­ρι­ο­δα­μα­στὴς ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια τῆς ἐ­ξου­σί­ας του.

        Τὸ δη­μο­τι­κὸ συμ­βού­λιο ἀ­πε­φάν­θη γιὰ τὴν λει­τουρ­γί­α τοῦ πρώ­του ἀ­ναρ­ρω­τη­ρί­ου γιὰ νο­σοῦν­τες ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη χα­ρᾶς.

        Ὅ­ρι­σε τοὺς θε­ρά­πον­τες, ὅ­λοι τους πρώ­ην ζα­χα­ρο­πλά­στες, ἀν­θο­πῶ­λες καὶ πω­λη­τὲς στὰ πα­νη­γύ­ρια ζα­χα­ρω­τῶν πο­λύ­χρω­μων σὲ ξύ­λα στε­ρε­ω­μέ­να.

        Μὲ ὁ­μό­φω­νη ἀ­πό­φα­ση τῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βού­λων στὴν ρι­γὲ τέν­τα τοῦ τσίρ­κου, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὸ πρῶ­το σχο­λεῖ­ο γιὰ ἀ­όμ­μα­τους, ποὺ μὲ τοὺς ἤ­χους τῶν πτη­νῶν, τῶν τε­τρά­πο­δων καὶ τῶν ψα­ρι­ῶν μά­θαι­ναν τὸν κό­σμο.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.

Κέβιν Μπροκμάιερν (Kevin Brockmeier): Τί ὡραία παπούτσια


Κέ­βιν Μπροκ­μά­ι­ερν (Kevin Brockmeier)


Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια

(I Like Your Shoes)


Ο ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΕΓΕ «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια». Τὸ βρῆ­κε ση­μει­ω­μέ­νο στὸ θαμ­πὸ ἀ­π’ τὴ συμ­πύ­κνω­ση τῶν ὑ­δρα­τμῶν πα­ρά­θυ­ρο τοῦ κα­θι­στι­κοῦ, κι ἦ­ταν γραμ­μέ­νο μ’ ἕ­να εἶ­δος ἐ­πι­πό­λαι­ης χά­ρης, σὰν πι­νε­λι­ὲς στὸ μέ­γε­θος δα­κτύ­λου ποὺ γλι­στρᾶ. Δο­κί­μα­σε νὰ τὸ σβή­σει, ἀλ­λὰ ἡ πα­λά­μη της ἐ­πέ­στρε­ψε στε­γνή. Ἀ­κό­μα κι ἔ­τσι, τῆς πῆ­ρε λί­γη ὥ­ρα νὰ κα­τα­λά­βει τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Τὸ μή­νυ­μα στὸ τζά­μι –δὲν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀλ­λι­ώς– ἦ­ταν γραμ­μέ­νο ἀ­π’ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πλευ­ρά. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της βρι­σκό­ταν στὸν δέ­κα­το ἕ­κτο ὄ­ρο­φο· δὲν εἶ­χε μπαλ­κό­νια, δὲν ὑ­πῆρ­χαν κὰν περ­βά­ζια. Πῶς στὸ κα­λὸ εἶ­χε βρε­θεῖ τὸ μή­νυ­μα ἐ­κεῖ, ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ τὸ εἶ­χε ἀ­φή­σει, τῆς ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τα­λά­βει. Ὁ ἥ­λιος πῆ­ρε τὴν ἀ­νι­ού­σα, φέρ­νον­τας μα­ζὶ τὴ ζέ­στη τοῦ πρω­ι­νοῦ, καὶ οἱ λέ­ξεις χά­θη­καν, ἔ­γι­ναν ἀ­έ­ρας μπρο­στὰ στὰ μά­τια της.

        Τὸ δεύ­τε­ρο μή­νυ­μα ἔ­φτα­σε λί­γους μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα: «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια» – κι ἦ­ταν γραμ­μέ­νο μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸν εὐ­χά­ρι­στα στρογ­γυ­λε­μέ­νο γρα­φι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, ὅ­πως τὴν πρώ­τη φο­ρά. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ μά­γου­λό της στὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­να­ζη­τών­τας κά­ποι­ου εἴ­δους κρε­μα­στὴ πλατ­φόρ­μα, ἕ­να ἐ­λα­στι­κὸ σκοι­νί, σκα­λω­σι­ὲς ἢ ση­μά­δια ἀ­πὸ βεν­τοῦ­ζες, μὰ τὸ μό­νο ποὺ τῆς ἐ­πι­φύ­λα­ξε ἡ πρό­σο­ψη ἦ­ταν γυα­λὶ καὶ μέ­ταλ­λο.

        Τὸ τρί­το μή­νυ­μα ἐμ­φα­νί­στη­κε στὶς ἀρ­χὲς τοῦ ἑ­πό­με­νου χει­μώ­να· τὴν πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ στὴν πά­χνη πά­νω ἀ­π’ τὸν νε­ρο­χύ­τη, ὅ­σο ἐ­κεί­νη ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα. Οἱ λέ­ξεις, ἴ­δι­ες κι ἀ­πα­ράλ­λα­χτες –«Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια»– πα­ρα­λί­γο νὰ δι­α­φύ­γουν τῆς προ­σο­χῆς της· ὁ γκρί­ζος οὐ­ρα­νὸς στὸ φόν­το εἶ­χε τὴ μαρ­μά­ρι­νη ἀ­πό­χρω­ση τοῦ πά­γου.

        Τὰ μη­νύ­μα­τα νού­με­ρο τέσ­σε­ρα, πέν­τε, ἕ­ξι καὶ ἑ­πτὰ κα­τέ­φθα­σαν ἕ­να ζε­στὸ Ἀ­πρι­λι­ά­τι­κο ἀ­πό­γευ­μα μὲ δι­α­φο­ρὰ λί­γων λε­πτῶν· ξε­θώ­ρια­ζαν, ἀν­τι­κα­θι­στών­τας τὸ ἕ­να τ’ ἄλ­λο, σὰν ρυθ­μι­κὴ ἀ­νά­σα: «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια». Εἶ­χε πλέ­ον με­τα­κο­μί­σει σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα στὸν τρί­το ὄ­ρο­φο ἑ­νὸς κτι­ρί­ου δί­χως ἀ­σαν­σέρ, ποὺ κά­πο­τε χρη­σί­μευ­ε ὡς σχο­λεῖ­ο. Ὁ και­νούρ­γιος της φί­λος, ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος λό­γω τῆς ἀ­πό­στα­σης τῆς δου­λειᾶς του νὰ ξυ­πνᾶ μί­α ὥ­ρα νω­ρί­τε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη, τῆς ἄ­φη­νε συ­χνὰ ση­μει­ώ­μα­τα, ἄλ­λο­τε στὸν πάγ­κο τῆς κου­ζί­νας κι ἄλ­λο­τε στὸν ἀ­σπρο­πί­να­κα, μὰ τὰ ὀρ­νι­θο­σκα­λί­σμα­τά του οὐ­δε­μί­α σχέ­ση εἶ­χαν μὲ τοῦ­τες τὶς δι­α­τυ­πώ­σεις, τό­σο ρευ­στὲς καὶ σκαν­τα­λι­ά­ρι­κες, ποὺ τὴν εἶ­χαν ἀ­κο­λου­θή­σει μὲς στὴν πό­λη. Δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον, ἦ­ταν βέ­βαι­η.


Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται ἦ­ταν ὅ­τι τὰ μη­νύ­μα­τα θὰ τὴ συ­νό­δευ­αν σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή της. Ὅ­τι μέ­χρι καὶ τὴ μέ­ρα ποὺ θὰ πέ­θαι­νε, κά­ποι­ο φάν­τα­σμα, κά­ποι­ος θε­ός, κά­ποι­ος δαί­μο­νας ἴ­σως, δὲν θὰ ἔ­παυ­ε νὰ βρί­σκει τὰ πα­πού­τσια της ὡ­ραί­α. Κι ὅ­τι ἀ­κό­μα κι ἂν με­σο­λα­βοῦ­σαν ἕν­τε­κα σπί­τια καὶ δι­α­με­ρί­σμα­τα, ἑ­κα­τον­τά­δες ξε­νῶ­νες καὶ σου­ί­τες ξε­νο­δο­χεί­ων, ἑ­πτὰ φί­λοι, δύ­ο σύ­ζυ­γοι, καὶ πολ­λὰ τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα τζά­μι, δὲν θὰ ἔ­νι­ω­θε πο­τὲ σί­γου­ρη γιὰ τὸ ἂν τὸ μή­νυ­μα εἶ­χε τὴ χροι­ὰ φι­λο­φρό­νη­σης ἢ προ­σβο­λῆς. Ἡ φρά­ση της θύ­μι­ζε κά­τι ἔμ­με­σα σχό­λια ποὺ κά­νουν τὰ κο­ρί­τσια στὴν ἐ­φη­βεί­α, ὅ­ταν πα­σπα­λί­ζουν τὶς μπη­χτές τους μὲ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη γλύ­κα γιὰ ν’ ἀ­κου­στοῦν σὰν κο­λα­κεῖ­ες. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ πή­γαι­νε νὰ ψω­νί­σει πα­πού­τσια, ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν τὸ ἴ­διο πράγ­μα: Μὰ τὰ βρί­σκει στ’ ἀ­λή­θεια ὡ­ραῖ­α;



Πη­γή: Kevin Brockmeier, The Ghost Variations: One Hundred Stories, New York, Pantheon Books, 2020. [Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πε­ρι­ο­δι­κὸ New Yorker, στὴ στή­λη Flash Fiction (2019)].

Κέ­βιν Μπροκ­μά­ι­ερ (Kevin Brockmeier) (Φλό­ριν­τα, 1972). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ἔ­χει γρά­ψει συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των The Ghost Variations, Things That Fall from the Sky, The View from the Seventh Layer, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα The Illumination, The Brief History of the Dead, The Truth About Celia καὶ παι­δι­κὰ βι­βλί­α City of Names, Grooves: A Kind of Mystery. Ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τρί­α βρα­βεῖ­α O. Henry. To ἔρ­γο του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ δε­κα­ε­πτὰ γλῶσ­σες. Ζεῖ στὸ Λι­τλ Ρὸκ τοῦ Ἄρ­καν­σο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.


Νίκος Κατσαλίδας: Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Νίκος Κατσαλίδας


Συναξάρι τῆς ὀργῆς


Στὸν Κώ­στα Μίσ­σιο, στὴ μνή­μη τοῦ πα­τέ­ρα του


ΜΟΥΝ τρι­ῶν χρο­νῶν στὴν ἡ­λι­κί­α ποὺ μό­λις εἶ­χα ἀ­φή­σει τὴν κού­νια, σχε­δὸν στὴ θη­λὴ τῆς μά­νας μου, παί­ζον­τας μὲ τὰ γα­τά­κια καὶ τα­ΐ­ζον­τας στὸ κα­λύ­βι τὸν πι­στὸ σκύ­λο τοῦ σπι­τιοῦ μου πού ’­γλει­φε τὰ χέ­ρια μου, μέ­χρι ἐ­κεί­νη τὴ μαύ­ρη φαρ­μα­κε­ρὴ Δευ­τέ­ρα τοῦ Αὐ­γού­στου, ποὺ πά­γω­σε τὸ χα­μό­γε­λό μου καὶ ἀν­τι­στρά­φη­κε ἡ προ­στα­σί­α, ἦ­ταν ἡ γά­τα τό­τε κι ὁ σκύ­λος, αὐ­τὰ τὰ δυ­ὸ νο­η­τὰ κα­τοι­κί­δια, ποὺ νι­ώ­θον­τας τὸν πό­νο μου μὲ πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζα­νε σὰν γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά τους καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν μὲ ἀν­θρω­πιὰ νὰ μὲ πα­ρη­γο­ρή­σουν μὲ τὰ χά­δια τους. Κα­τα­κα­λό­και­ρο ποὺ φλέ­γε­ται καὶ βρά­ζει τὸ χῶ­μα ἀ­πὸ τὴ ζέ­στη καὶ μ’ εἶ­χε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ μὲ φί­λα­γε ὁ πα­τέ­ρας, ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­στη­καν κά­τι ἴ­σκιοι σὰν δαι­μο­νι­κὰ ποὺ ἡ μά­να μου ἀρ­γό­τε­ρα τὰ ὀ­νό­μα­σε σκυ­λιὰ κι εἶ­χα πει­σμώ­σει για­τὶ τὸ συλ­λά­βαι­να σὰν ὑ­πο­τί­μη­ση σά­μα­τι προ­σβαλ­λό­τα­νε ὁ πι­στὸς σκύ­λος μας ποὺ κα­μιὰ σχέ­ση δὲν εἶ­χε ὁ κα­η­μέ­νος μὲ τὰ σκύ­βα­λα, μὲ τὰ λυσ­σα­σμέ­να σκυ­λιὰ γιὰ αἷ­μα, ἀ­γρί­μια ποὺ μά­ζε­ψαν εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις ἄν­τρες συγ­χω­ρια­νοὺς μα­ζὶ καὶ τὸν πα­τέ­ρα καὶ τοὺς ἔ­βα­λαν μπρο­στὰ γιὰ τὰ Κα­μί­νια. Ἐ­νῶ ὣς τό­τε τρα­γου­δοῦ­σα μὲ τὰ που­λά­κια ποὺ κε­λα­η­δοῦ­σαν ἀ­πὸ τὰ βα­θιὰ χα­ρά­μα­τα στὴν περ­γου­λιὰ τῆς αὐ­λῆς μας, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ μού­χρω­σε, σκο­τά­δια­σε καὶ ἀν­τά­ρια­σε γύ­ρω μου. Κι ἂς ἦ­ταν πά­λι τὰ που­λά­κια ἔ­ξω στὴν περ­γου­λιά μας, ἐ­μέ­να μοῦ φαι­νό­τα­νε ὅ­τι δὲν κε­λα­η­δοῦ­σαν πιά, ὅ­τι μό­νο θρη­νοῦ­σαν, ὥ­σπου ἡ ὀ­πτα­σί­α ποὺ ἀ­πὸ τό­τε καὶ πέ­ρα τὸ κα­θε­τὶ τὸ γύ­ρι­ζε σὲ σκοῦ­ρο καὶ μουν­τό, καὶ τὰ που­λά­κια τὰ εἶ­χε με­τα­τρέ­ψει σὲ μαῦ­ρα κο­ρά­κια. Ὅ­λα αὐ­τὴ ἡ με­τα­μόρ­φω­ση ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν κα­κιὰ ὥ­ρα τοῦ μα­ζι­κοῦ σκο­τω­μοῦ καὶ τῆς χα­ρι­στι­κῆς βο­λῆς στὰ μη­νίγ­για στὰ κε­φά­λια τῶν σκο­τω­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς δή­μιους, ὅ­ταν ὅ­λες οἱ γυ­ναῖ­κες μα­ζί τους καὶ ἡ για­γιά μου, ἡ μά­να μου κι οἱ θεῖ­ες μου, γύ­ρι­ζαν κα­τὰ τὸ ἡ­λι­ο­βα­σί­λε­μα σὰν οἱ Ἀν­τι­γό­νες ἄλ­λες μὲ τοὺς νε­κροὺς στοὺς ὤ­μους καὶ ἄλ­λες ζα­λω­μέ­νες. Ἀ­νέ­βα­σαν τὸν πα­τέ­ρα στὴν πέ­τρι­νη σκά­λα, σὰν νὰ κα­τέ­βα­ζαν τὸν κρε­μα­σμέ­νο Ἰ­η­σοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό του, τὸν ξά­πλω­σαν, τὸν ἔ­πλυ­ναν στὴ μέ­ση στὸ δω­μά­τιο, σκέ­πα­σαν τὸ κου­φά­ρι, τὸ τύ­λι­ξαν στὰ σά­βα­να καὶ γο­νά­τι­σαν τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λεί­ψα­νο κυρ­τω­μέ­νες σὰν μυ­ρο­φό­ρες στὴν ἄ­δεια θέ­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ, ἀ­φοῦ δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ ἐ­κεῖ το κε­φά­λι τοῦ πα­τέ­ρα καὶ ἄρ­χι­σαν τὸ μοι­ρο­λό­ι τους. Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὀ­πτι­κὴ εἰ­κό­να βα­θιὰ μέ­σα μου, ἐ­νῶ ἡ ἀ­κου­στι­κὴ ποὺ θυ­μᾶ­μαι κα­λὰ καὶ μὲ συ­νο­δεύ­ει ὁ­λο­ζω­ῆς ἦ­ταν τὰ πο­νε­μέ­να λό­για ἀ­πὸ τὸν θρῆ­νο τῆς μά­νας: Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου, Βαγ­γέ­λη μου καὶ λε­βέν­τη μου, πῶς τό ’­κα­μες αὐ­τὸ καὶ μᾶς ἔ­φυ­γες τό­σο νι­ού­τσι­κος; Τί μοῦ ’­κα­μες ἐ­μέ­να τῆς μαύ­ρης; Πῶς μ’ ἄ­φη­σες μὲ δυ­ὸ ὀρ­φα­νὰ παι­δά­κια. Καὶ τὰ ἄλ­λα τὰ φαρ­μα­κε­ρὰ τῆς ἀ­πα­ρη­γό­ρη­της για­γιᾶς μου: Ἄχ, Βαγ­γέ­λη μου, ψυ­χού­λα μου, καρ­δού­λα μου καὶ μά­τια μου, ποι­ός τό ’­λε­γε, ἐ­γὼ ἡ μαύ­ρη ἡ μά­να, νὰ μά­ζευ­α τὰ πε­ταγ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ σκορ­πι­σμέ­να κομ­μά­τια τοῦ κε­φα­λιοῦ σου στὴν πο­διά μου. Κα­τα­ρα­μέ­να τέ­ρα­τα ποὺ νὰ φᾶ­τε τὸ κε­φά­λι σας ἀ­να­με­τα­ξύ σας νὰ φᾶ­τε. Τί σᾶς ἔ­φται­γαν τὰ παι­διά μας, μω­ρὲ γουρ­σού­ζι­κα, ποὺ κοι­τοῦ­σαν σὰν νοι­κο­κυ­ραῖ­οι τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους καὶ τὰ σπί­τια τους; Καὶ ὅ­πως τά ’­χε τυ­λιγ­μέ­να τὰ χυ­μέ­να μυα­λὰ καὶ τὰ κομ­μά­τια δε­μέ­να στὴν πο­διά της, τὰ το­πο­θέ­τη­σε στὸ φέ­ρε­τρο. Τὰ μοι­ρο­λό­για ρά­γι­σαν τὸν κάμ­πο κι ἔ­σκι­σαν τὴ γῆ ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Οἱ ἀν­τί­λα­λοι τοῦ θρή­νου γύ­ρι­ζαν μέ­ρα-νύ­χτα μὲ τοὺς βο­ριά­δες μέ­σα μου πά­νω ἀ­πὸ τὰ μα­τω­μέ­να Κα­μί­νια. Ποῦ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γιό­ν­ταν κεῖ­νες τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες μὲ τέ­ρα­τα καὶ φο­νιά­δες οἱ γυ­ναῖ­κες; Σὲ ποι­όν νὰ λέ­γα­νε τὸν πό­νο τους γο­να­τι­σμέ­νες πά­νω στοὺς τά­φους τους; Μᾶς ἕ­σφιγ­γαν δυ­να­τὰ στὴν ἀγ­κα­λιά τους, ἐ­μέ­να καὶ τὸν ἀ­δερ­φού­λη μου, σὰν νὰ μᾶς ἔ­κρυ­βαν ἀ­πὸ τὸν χά­ρον­τα ποὺ τρι­γύ­ρι­ζε καὶ βο­λι­δο­σκο­ποῦ­σε πο­δο­πα­τών­τας τὴν κα­τα­μα­τω­μέ­νη γῆ μας. Ἡ μό­νη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη τῶν γυ­ναι­κῶν ποὺ εἶ­χαν κου­βα­λή­σει ζα­λω­μέ­νους στοὺς ὤ­μους τοὺς ἀ­δι­κο­χα­μέ­νους ἦ­ταν ἡ ὁρ­κω­μο­σί­α τους πά­νω στὸ Βαγ­γέ­λιο καὶ στὴ γα­λα­νό­λευ­κη ποὺ βγά­ζα­νε καὶ φι­λού­σα­νε σι­ω­πη­λὰ μὲ τὶς ἐλ­πί­δες ὅ­τι θὰ βγεῖ κά­ποι­ος καὶ γιὰ αὐ­τοὺς νὰ τοὺς προ­στα­τέ­ψει, τοὺς ζων­τα­νοὺς καὶ τοὺς πε­θα­μέ­νους καὶ κα­νέ­νας δὲν ἄ­κου­γε τὰ μοι­ρο­λό­για τους καὶ κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε νὰ τὶς πα­ρη­γο­ρή­σει στοὺς μα­νι­α­σμέ­νους βο­ριά­δες. Μό­νο τὰ πι­στὰ σκυ­λιὰ θρη­νοῦ­σαν κι οὔρ­λια­ζαν πέν­θι­μα στὶς αὐ­λὲς ὅ­ταν ἔ­παυ­αν αὐ­τὲς οἱ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες γυ­ναῖ­κες τὰ μοι­ρο­λό­για νὰ ξε­κου­ρα­στοῦν καὶ νὰ ξα­ναρ­χί­σουν τὶς μαῦ­ρες νύ­χτες στὰ Ψυ­χο­σάβ­βα­τα γιὰ τὶς ψυ­χές τους. Κα­νέ­νας δὲν βρέ­θη­κε στὸν λάκ­κο. Μό­νο ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ πά­νω κοι­τοῦ­σε κι ἔ­τρι­βε κι αὐ­τὸς μὲ ἀ­πο­ρί­α τὰ μά­τια του σὰν νά ’­λε­γε: Ἐ­σέ­να Ἀ­δάμ, ποὺ σ’ ἔ­πλα­σα μὲ τὰ χέ­ρια μου, δὲν σ’ ἔ­κα­μα νὰ γεν­νή­σεις οὔ­τε ἐγ­κλη­μα­τί­ες καὶ οὔ­τε τέ­ρα­τα. Τί εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ τε­ρα­τούρ­γη­μα ποὺ ἔ­κα­μες καὶ γέν­νη­σες τέ­τοι­ους Βα­ραβ­βά­δες; Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­μει κι αὐ­τὸς ἐ­κεῖ­νες τὶς εὐ­αί­σθη­τες στιγ­μὲς ἦ­ταν νὰ στεί­λει ἕ­να πε­ρα­στι­κὸ σύν­νε­φο καὶ ἔ­ρι­ξε μιὰ πε­ρί­ερ­γη βρο­χὴ στὸ κα­τα­με­σή­με­ρο νὰ πλύ­νει τὸ χυ­μέ­νο ἀ­θῶ­ο ἄ­λι­κο αἷ­μα νὰ μὴν τό ’­βλε­πε ὁ κό­σμος καὶ ντρε­πό­τα­νε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τοῦ­το τὸ ἀ­βυσ­σα­λέ­ο τε­ρα­τούρ­γη­μα. Κι ἄ­να­ψε κε­ριὰ στὸ κη­ρο­πή­γιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ χά­θη­καν προ­σω­ρι­νὰ οἱ βρι­κό­λα­κες στὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας. Καὶ κά­θε τό­σο ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πο­λυ­φω­νι­κὸ τρα­γού­δι ἀ­πὸ τὸν δί­σκο μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» καὶ με­τα­τρέ­πε­ται μοι­ρο­λό­ι, για­τὶ ἀ­πὸ τοὺς πέν­τε ποὺ πῆ­γαν κι ἠ­χο­γρά­φη­σαν τὸ τρα­γού­δι στὴν Ἀ­θή­να τὸ 1935, οἱ τρεῖς σβαρ­νί­στη­καν κι ἔ­μει­ναν ἐ­δῶ σκο­τω­μέ­νοι κι ὅ­πως εἶ­ναι καὶ νε­κροὶ ἀ­κό­μα τρα­γου­δᾶ­νε τὸν θρῆ­νο τῆς φυ­λῆς τους. Κι ὁ δί­σκος παί­ζει με­ρό­νυ­χτα καὶ ἀ­χεῖ, ἀν­τι­λα­λεῖ στὸν λάκ­κο τῆς ἱ­στο­ρί­ας γιὰ πεῖ­σμα τοῦ χρό­νου ποὺ θέ­λει νὰ τοὺς ξε­χά­σει, νὰ τ’ ἀ­κού­σει ὁ κό­σμος καὶ νὰ μεί­νει στὴ μνή­μη ὅ­λης της οἰ­κου­μέ­νης ποὺ κου­φαί­νει. Ἐ­νῶ κά­τω καί­γον­ται ἀ­κό­μα τὰ σπί­τια ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ χρό­νια καὶ μυ­ρί­ζει θά­να­το καὶ μαυ­ρί­ζει συ­νέ­χεια ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξα­στε­ρώ­σει. Κι οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ ψυ­χὲς αἰ­ω­ροῦν­ται νω­πὲς καὶ γυ­ρο­φέρ­νουν στὴν κοι­λά­δα νὰ ἐ­λέγ­ξουν τὴ γῆ τους καὶ τὰ χώ­μα­τά τους καὶ νὰ δοῦ­νε τί γί­νε­ται καὶ ἂν θὰ πά­ψει πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νος ὁ χρό­νος, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ση­μεί­ω­νε 2 Αὐ­γού­στου 1943. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὸ κλα­ρί­νο τοῦ Μπέ­κα­ρη πί­σω ἀ­πὸ τὸ Δελ­βι­νά­κι ποὺ δὲν πι­στεύ­ει ὅ­τι ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ κό­σμου σφά­ζον­ται ἀ­κό­μα τὰ ἀ­δέρ­φια τους καὶ δὲν ἀ­κού­γε­ται οὔ­τε φω­νὴ κι οὔ­τε μι­λιὰ γιὰ συμ­πα­ρά­στα­ση καὶ θά­βον­ται λε­βέν­τες καὶ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὶς πα­τρί­δες. Κι ὁ δί­σκος μὲ τοὺς «Πέν­τε γλυ­νι­ῶ­τες» πό­τε γί­νε­ται ἥ­λιος φλε­γό­με­νος, στρογ­γυ­λός, πό­τε φεγ­γά­ρι ἀρ­γυ­ρό, μὰ πο­τὲ δὲν λευ­κάν­θη­κε οὔ­τε στὸν ἥ­λιο οὔ­τε στὸ φεγ­γά­ρι στὸν λάκ­κο στὰ Κα­μί­νια, τί ὥ­ρα τοῦ χρό­νου εἶ­ναι, νύ­χτα ἢ μέ­ρα κι οὔ­τε ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν χάρ­τη τὸ φι­δί­σιο μο­νο­πά­τι ποὺ σὲ πά­ει στὴ φω­λιὰ τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος. Καὶ βγαί­νει συ­νέ­χεια μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σκο­τά­δια, σὰν ἀ­πὸ ἀ­σπρό­μαυ­ρη ται­νί­α λί­γο πρὶν φέ­ξει ἕ­να κα­ρα­βά­νι μὲ εἴ­κο­σι ἑ­φτὰ νε­κροὺς φορ­τω­μέ­νους. Καὶ μπρο­στά τους βα­δί­ζει ὁ πά­πα-Γραμ­μα­τι­κὸς μὲ τὸ τρυ­πη­μέ­νο κι αὐ­τὸς ρά­σο καὶ τὸ κα­τα­μα­τω­μέ­νο Εὐ­αγ­γέ­λιο στὰ χέ­ρια του ρί­χνον­τας τρι­σά­γιο γιὰ ὅ­λους, συμ­πε­ρι­λα­βαί­νον­τας καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ μά­να τρα­βά­ει φορ­τω­μέ­νο στὸν γάϊ­δα­ρό της ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ τὸν σκο­τω­μέ­νο ἄν­τρα της κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τὸν κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νο γιό της. Καὶ πλά­ι της βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸν λάκ­κο περ­νών­τας τὸ δι­ά­ρα­χο συ­νέ­χεια γυ­ναῖ­κες μὲ τοὺς ἄν­τρες τους καὶ τὰ παι­διά τους κου­βα­λών­τας γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Καὶ ἀ­νά­με­σά τους ἡ γυ­ναί­κα καὶ ἡ ἀ­δερ­φὴ τοῦ Βαγ­γέ­λη ζα­λω­μέ­νες τὸν νε­κρό τους καὶ πί­σω ἡ μά­να του κρα­τών­τας δε­μέ­να στὴν πο­διά της τὰ χυ­μέ­να μυα­λά του καὶ τὸ θρυμ­μέ­νο καύ­κα­λό του. Καὶ ἐ­νῶ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­δῶ πά­νω φυ­σᾶ­νε μό­νο βο­ριά­δες καὶ δὲν φυ­τρώ­νει κλω­νὶ χορ­τά­ρι, τὴ νύ­χτα βγαί­νουν πρῶ­τοι καὶ στέ­κουν κα­ρα­ού­λι στὸ ἀ­φο­ρε­σμέ­νο μο­νο­πά­τι τῆς ἱ­στο­ρί­ας οἱ τρεῖς μάρ­τυ­ρες τοῦ δί­σκου τῆς Columbia, ὁ Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της πάρ­της, ὁ Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης ἰ­σο­κρά­της καὶ ὁ Σπυ­ρί­δω­νας Τσέ­λιος κλώ­στης. Καὶ μα­ζί τους ση­κώ­νον­ται ὅ­λοι, οἱ εἴ­κο­σι ἑ­φτά, ἀ­πὸ τὰ δε­κα­ο­χτὼ μέ­χρι τὰ εἴ­κο­σι πέν­τε, ἂν καὶ μα­τω­μέ­νοι καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι, καὶ τρα­γου­δᾶ­νε καὶ τὸ τρα­γού­δι γί­νε­ται πο­λυ­φω­νι­κὸς τρα­γι­κὸς σύγ­χρο­νος θρῆ­νος αἵ­μα­τος ποὺ ρα­γί­ζει τὰ βου­νά, τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ κα­τα­ρά­χια: Κλαῖ­ν’ οἱ πέ­τρες τὰ λι­θά­ρια, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό, ὤ, κλαῖ­νε το, μώ­ρ’, κλαῖ­νε τὸν κα­η­μό. Μώρ’, κλαί­ω κι ἐ­γὼ ὁ κα­η­μέ­νος τὸν ξε­χω­ρι­σμό, ὤ, τὸν ξε­χω­ρι­σμό, τὸν ξε­χω-μώ­ρ’-τὸν ξε­χω­ρι­σμό. Ὤ, ν’ ἔρ­θε, μω­ρὲ ν’ ἐρ­θέ, ἐρ­θὲ και­ρὸς νὰ φύ­γο­με, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, και­ρὸς νὰ χω­ρι­στοῦ­με. Ὤ, χω­ρὶ-μω­ρὲ χω­ρί, χω­ρί­ζει ἡ μά­να τὸ παι­δί, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, καὶ τὸ παι­δὶ τὴ μά­να, ὤ, χω­ρὶ-μω­ρέ, χω­ρὶ-χω­ρί­ζον­ται τ’ ἀν­τρό­γυ­να, ἄ­ι, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να, μω­ρὲ παι­διὰ κα­η­μέ­να, τὰ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­να.

Ἀ­θή­να, 02.12.2021

«Πέντε Γλυνιῶτες»


https://www.youtube.com/watch?v=Jker0UYgXhI

Οἱ Πέν­τε φη­μι­σμέ­νοι νέ­οι ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ Γλύ­να. Κα­τα­γρα­φὴ τοῦ 1935. Βα­σί­λης Σε­λι­ώ­της, Βα­σί­λης Ἀ­να­γνώ­στης, Σπυ­ρί­δων Τσέ­λιος, Ἀ­να­στά­σης Τά­κος καὶ Εὐ­άγ­γε­λος Μπα­τζέ­λης, Οἱ τρεῖς πρῶ­τοι ἔ­γι­ναν ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρες, ὅ­ταν ἐ­κτε­λέ­στη­καν μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943, ἀ­πὸ Ἀλ­βα­νοὺς παρ­τι­ζά­νους (μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ Γερ­μα­νι­κοῦ στρα­τοῦ) μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Γλυ­νι­ῶ­τες. Στὸ ἔγ­κλη­μα τῆς Γλύ­νας στὶς 2 Αὐ­γού­στου 1943. Οἱ ἄλ­λοι δύ­ο πα­ρό­τι βρι­σκό­ταν στὸ χω­ριὸ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα γλί­τω­σαν τὴν ἐ­κτέ­λε­ση. Στὸ κλα­ρί­νο ὁ Π. Μπέ­κα­ρης


Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022).

Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῷ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.

Εἰκόνα: Τὸ μνημεῖο τῶν σφα­για­σθέν­των Ἑλ­λή­νων Βο­ρει­ο­η­πει­ρω­τῶν στὴ Γλύ­να τῆς Ἀλ­βα­νίας, στὶς 3 Αὐ­γού­στου 1943.