Στίβεν Σούτζμαν (Steven Schutzman)
Ληστεία Τράπεζας
(The Bank Robbery)
ΛΗΣΤΗΣ ΕΙΠΕ τὴν ἱστορία του μὲ μικρὰ σημειώματα στὴν ταμία τῆς τράπεζας. Κράτησε στὸ ἕνα χέρι τὸ ὅπλο καὶ μὲ τὸ ἄλλο τῆς ἔδωσε τὸ σημείωμα. Τὸ πρῶτο σημείωμα ἔλεγε:
Αὐτὴ εἶναι μιὰ ληστεία γιατί ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα κι ἐγὼ χρειάζομαι χρῆμα γιὰ νὰ συνεχίσω, γι’ αὐτὸ ἔχε τὰ χέρια σου σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μπορῶ νὰ τὰ βλέπω καὶ μὴν πᾶς νὰ πατήσεις κανένα συναγερμὸ γιατί θὰ σοῦ τινάξω τὰ μυαλὰ στὸν ἀέρα.
Ἡ ταμίας, μιὰ νεαρὴ γυναίκα γύρω στὰ εἰκοσιπέντε, ἔνιωσε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ φωτίζεται ἡ ζωή της. Ἔβαλε τὰ χέρια της σὲ σημεῖο ποὺ μποροῦσε νὰ τὰ βλέπει καὶ δὲν πάτησε κανένα συναγερμό. Ὤ! κίνδυνε, εἶπε στὸν ἑαυτό της, εἶσαι ἀκριβῶς σὰν τὴν ἀγάπη. Στὴ συνέχεια διάβασε τὸ σημείωμα, τὸ ἔδωσε πίσω στὸν πιστολὰ καὶ εἶπε:
«Αὐτὸ τὸ σημείωμα εἶναι πολὺ ἀφηρημένο. Πραγματικὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀνταποκριθῶ σ’ αὐτὰ ποὺ λέει.»
Ὁ ληστής, ἕνας νεαρὸς ἄντρας γύρω στὰ εἰκοσιπέντε, ἔνιωσε τὸ χέρι του νὰ ἠλεκτρίζεται ἀπὸ τὶς σκέψεις του καθὼς ἔγραφε τὸ ἑπόμενο σημείωμα. Ὤ! χρῆμα, εἶπε στὸν ἑαυτό του, εἶσαι ἀκριβῶς σὰν τὴν ἀγάπη. Τὸ ἑπόμενο σημείωμά του ἔλεγε:
Αὐτὴ εἶναι μιὰ ληστεία γιατί ὑπάρχει μόνο ἕνας ξεκάθαρος κανόνας ἐδῶ γύρω καὶ αὐτὸς εἶναι: ΟΤΑΝ ΞΕΜΕΙΝΕΙΣ ΑΠΟ ΛΕΦΤΑ ΥΠΟΦΕΡΕΙΣ, γι’ αὐτὸ ἔχε τὰ χέρια σου σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μπορῶ νὰ τὰ βλέπω καὶ μὴν πᾶς νὰ πατήσεις κανένα συναγερμὸ γιατί θὰ σοῦ τινάξω τὰ μυαλὰ στὸν ἀέρα.
Ἡ κοπέλα πῆρε τὸ σημείωμα, ἀκουμπώντας ἐλαφρὰ τὸ ἄοπλο χέρι ποὺ τὸ εἶχε γράψει. Τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ τοῦ πιστολᾶ πῆγε κατευθείαν στὴ μνήμη της, ὡριμάζοντας ὡς ἀνάμνηση ἐκεῖ. Ἔγινε ἕνα συνεχὲς φῶς πρὸς τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ κινηθεῖ ἅμα χανόταν. Ἔνιωσε ὅτι μποροῦσε νὰ δεῖ τὰ πάντα ξεκάθαρα λὲς καὶ εἶχε μόλις ἀνασηκώσει ἕνα ἄγνωστο πέπλο.
«Νομίζω πὼς καταλαβαίνω καλύτερα τώρα», εἶπε στὸν κλέφτη, κοιτάζοντάς τον πρῶτα στὰ μάτια καὶ μετὰ τὸ ὅπλο. «Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ λεφτὰ δὲ θὰ σοῦ φέρουν αὐτὸ ποὺ θέλεις.» Τὸν κοίταξε βαθιὰ μέσα του, ἐλπίζοντας ὅτι γινόταν αὐτὴ πλούσια μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ὤ! κίνδυνε, εἶπε στὸν ἑαυτό της, εἶσαι ὁ χρυσὸς ποὺ θέλει νὰ ξοδέψει τὴ ζωή μου.
Ὁ κλέφτης ἄρχισε νὰ νυστάζει. Τὸ βάρος τοῦ ὅπλου ἦταν τὸ βάρος τῶν ὀνείρων του ἐκείνη τὴ στιγμή, πρὶν ἀκόμα αὐτὴ ἔρθει. Τὸ ὅπλο ἦταν σὰν τὰ βαριὰ βλέφαρα κάποιου ποὺ θέλει νὰ κοιμηθεῖ ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται.
Ὤ! χρῆμα, εἶπε στὸν ἑαυτό του, βρῆκα μικρὰ κομμάτια σου ποὺ ὑποδιαιροῦνται σὲ πολὺ πιὸ μικρὰ κομμάτια. Ὑπόσχεσαι ἀμέτρητες ποσότητες ἀπὸ ἐσένα, ἀλλὰ ἔρχονται ἄλλοι. Ἀπειλοῦν τὸ θησαυρό μας ὅλοι μαζί. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ μαζέψω ἀρκετὰ γρήγορα καθὼς ὁδηγεῖς στὴν ὑπέροχη, τεράστια ἡσυχία ποὺ σὲ χαρακτηρίζει. Ὤ! χρῆμα, σὲ παρακαλῶ σῶσε μe, γιατί εἶσαι ἐπιθυμία, γνήσια ἐπιθυμία, ποὺ θέλει μόνο τὸν ἑαυτό της.
Ὁ πιστολάς μποροῦσε νὰ νιώσει τὶς διαλείψεις, τὰ διαστήματα μέσα στὸν ἑαυτό του, συσσωρευμένα τόσο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι σίγουρος τί θὰ ἔκανε στὴ συνέχεια. Ἄρχισε νὰ γράφει. Τὸ ἑπόμενο σημείωμά του ἔλεγε:
Τώρα εἶναι ἡ ταινία τῆς ζωῆς μου, ἡ ταινία τῆς ἀϋπνίας μου: μιὰ ἀπόκοσμη βόλτα μὲ λεωφορεῖο —μιὰ ἔκσταση μέσα στὴ νύχτα— ἀπὸ τὸ ὁποῖο θέλω νὰ κατεβῶ καὶ τοῦ ὁποίου τὰ φῶτα μὲ κρατᾶνε ξύπνιο. Στοὺς δρόμους θὰ κυνηγήσω τὸ γράμμα τῆς ἀγάπης ποὺ τὸ παρασέρνει ὁ ἄνεμος καὶ θὰ μοῦ ἀλλάξει τὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄσφαιρο ὅπλο τοῦ χρόνου, γι’ αὐτὸ ἔχε τὰ χέρια σου σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μπορῶ νὰ τὰ βλέπω καὶ μὴν πᾶς νὰ πατήσεις κανένα συναγερμὸ γιατί θὰ σοῦ τινάξω τὰ μυαλὰ στὸν ἀέρα.
Διαβάζοντας, ἡ κοπέλα ἔνιωσε τὰ ἐσωτερικά της χέρια νὰ ἁρπάζουν αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς της καὶ νὰ κρατιοῦνται ἀπὸ αὐτή.
Ὤ! κίνδυνε, εἶπε στὸν ἑαυτό της, εἶσαι ὁ ἑαυτός σου μὲ ἀπίστευτη σαφήνεια. Ὑπὸ τὸ πρίσμα σου ξέρω τί θέλω.
Ὁ νεαρὸς καὶ ἡ κοπέλα κοιτάχτηκαν στὰ μάτια σχηματίζοντας δύο μονοπάτια μεταξύ τους. Ἀπὸ τὴ μία το μονοπάτι τῆς ζωῆς του περπάτησε μέσα στὴ δικιά της, σὰν νὰ ἦταν πάλι παιδί, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ δικό της μονοπάτι περπάτησε μέσα στὴ δική του.
«Αὐτὰ τὰ λεφτὰ εἶναι ἀγάπη», τοῦ εἶπε. «Θὰ κάνω ὅ,τι θέλεις.» Ξεκίνησε νὰ βάζει τὰ λεφτὰ μέσα στὴν τεράστια κρεμαστὴ τσάντα ποὺ τῆς εἶχε δώσει.
Καθὼς τὴν ἄδειαζε ἀπὸ τὰ λεφτά, ἡ τράπεζα γέμιζε ἀπὸ ὕπνο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι μέσα στὴν τράπεζα κοιμήθηκαν τὸν ἀτάραχο ὕπνο τῶν δέντρων ποὺ δὲν θὰ γίνονταν ποτὲ λεφτά. Ἐντέλει, τοποθέτησε ὅλα τα λεφτὰ μέσα στὴν τσάντα.
Ὁ ληστὴς καὶ ἡ ὑπάλληλος ἔφυγαν μαζὶ σὰν ὅμηροι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ἂν καὶ δὲν ἦταν πλέον ἀναγκαῖο, κρατοῦσε τὸ ὅπλο πρὸς τὸ μέρος της, μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ἄρχισε νὰ μοιάζει σὰν παιδὶ ἀνάμεσά τους.
Δραματοποίηση:
Συντελεστές: Ταινία τῶν Jason Miller καὶ Eric Steele. Παίζουν οἱ Hunter Wood καὶ Anna Beck. Μουσική: Miles Davis «Kind of Blue» καὶ Ryan Adams «Wild Flowers».
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ προσεχὲς τεῦχος τοῦ Πλανόδιου τὸ ἀφιερωμένο στὸ ἀμερικανικὸ μπονζάι.
Στίβεν Σούτζμαν (Steven Schutzman). Θεατρικὸς συγγραφέας καὶ διηγηματογράφος. Πολλὰ ἔργα του ἔχουν ἀνεβεῖ σὲ θέατρα τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ἐνῶ τὰ διηγήματά του ἔχουν ἐμφανιστεῖ σὲ πολλὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
http://mysite.verizon.net/stevenschutzman/
Μετάφραση:
Μάκης Μύαρης. Φοιτητὴς τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Αγγλικά,ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ,Διδακτισμός,Ερωτας,Μύαρης Μάκης,Παραβατικότητα,Φανταστικό,Schutzman Steven | Tagged: Αγγλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μάκης Μύαρης,Steven Schutzman | Τὰ σχόλια στὸ Στίβεν Σούτζμαν (Steven Schutzman): Ληστεία Τράπεζας ἔχουν κλείσει